You are currently browsing the category archive for the ‘δημόσιος χώρος’ category.

Στο κατώφλι κάθε αλλαγής είναι δικαιολογημένη η ανησυχία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Εντούτοις οι επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι ένας ακόμη σταθμός σε μια μακρά διαδρομή ανατροπών και μετασχηματισμών, η οποία άρχισε τυπικά με το Καστελόρριζο τον Απρίλιο 2010 και συνεχίζεται. Μπορούμε να εντοπίσουμε σημάδια λήξης στον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης, αρκετά νωρίτερα: ήδη από το ξεθύμασμα της ολυμπιακής ευωχίας.

Το καλοκαίρι του 2007, οι πυρκαγιές σήμαιναν την κορύφωση της γενικευμένης αθυμίας και τη διάχυση μιας δυσφορίας που έφτανε στο όριο της ασφυξίας. Μεσολάβησε ο εν πολλοίς ανερμήνευτος Δεκέμβρης 2008, και ενάμιση χρόνο αργότερα το Καστελόρριζο σήμανε επισήμως τον βίαιο τερματισμό του κύκλου της δυσφορίας και το άνοιγμα ενός κύκλου αγωνίας, αποδιάρθρωσης και αναδιατάξεων. Οι επικείμενες εκλογές βρίσκονται ιστορικά σε αυτόν κύκλο, το αποτέλεσμά τους όμως θα είναι καταλύτης για βαθύτερους μετασχηματισμούς, απαρχή για τον επόμενο ιστορικό κύκλο.

To 2015 δεν είναι 2010, ούτε καν 2012. Η κρίση έφερε πολύ πόνο σε πολλούς ανθρώπους, έχει σωρεύσει κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, αλλά φέρνει και τα σπέρματα μιας νέας διάνοιας: Μια επώδυνα αποκτημένη σύνεση, μια φρονιμάδα, η οποία εκφράζεται σαν οικονομία δυνάμεων, σαν επαναπροσδιορισμός αναγκών και προτεραιοτήτων, σαν βαθύτερη συνείδηση εαυτού. Από ανάγκη και με πόνο, αναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας χωρίς ναρκισσισμό αλλά και χωρίς αυτοϋποτίμηση, μετράμε τις δυνάμεις και τα όριά μας, εντοπίζουμε λανθάνουσες ή υπνώττουσες δυνατότητες.

Αντίρροπα προς την πτώση της κρίσης, εξελίσσεται μια άλλη διαδρομή, ανηφορική, ελικοειδής: προς την πικρή, πλην κερδισμένη, γνώση, την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, με μέτρο, ευψυχία, φρόνημα, θάρρος. Το θάρρος να αναλάβουμε την ιστορική μας ευθύνη, για να σχεδιάζουμε το μέλλον, να ονειρευόμαστε το μέλλον.
Οσο περισσότερο βυθίζουμε τη «σκέψη μας μέσα στην πάσα ώρα» του Σικελιανού, στις δυνατότητες που ανθίζουν, τόσο πιο δυνατοί και άφοβοι αναδυόμαστε.

Aπό το 2010 ώς την αρχή του 2015 αλλάξαμε πολύ. Οχι μόνο ατομικά, αλλά και συλλογικά, σαν κοινωνία. Για πολλούς, η κρίση βιώθηκε σαν καταστροφή· έχασαν τη δουλειά τους, είδαν την επιχείρησή τους ή το επιτήδευμά τους να φθίνει, δεν καταφέρνουν να τα φέρουν βόλτα, αισθάνονται ότι χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Για πολλούς περισσότερους η κρίση σήμανε την συρρίκνωση των προσδοκιών και την αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντος, σήμανε την είσοδό τους σε μια περιοχή φόβου και επισφάλειας, ακόμη κι αν διατηρούν τη δουλειά τους, ακόμη κι αν μπορούν να συντηρήσουν κάποιο ευπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Για μια μερίδα, μάλλον την πιο ολιγάριθμη, η κρίση δεν άλλαξε τις ορίζουσες του βίου, αλλά ακόμη κι αυτοί κατά βάθος δεν έχουν μείνει ανέπαφοι συναισθηματικά και διανοητικά.

Ολες αυτές οι ατομικότητες, διαφοροποιημένες ποιοτικά και με διαφορετική ένταση, επηρεαζόμενες από εξωχώριες επιδράσεις, από καχεκτικούς θεσμούς προστασίας και δικαιοσύνης, συνθέτουν στην αυγή του 2015 μια κοινωνία πολύ διαφορετική από την κοινωνία προ του 2010. Πρόκειται καταρχάς για μια κοινωνία που έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τις αυταπάτες και τα αυτονόητα της προ κρίσης εποχής· ταυτοχρόνως, έχει κλονιστεί το αξιακό σύστημα, έστω αυτό της άκοπης ευμάρειας και της πίστης στην γραμμική πρόοδο, μαζί ωστόσο με θεμιτές προσδοκίες και κανονικότητες, ιστορικά θεμελιωμένες. Το έδαφος τρέμει.

Και πρόκειται επίσης για μια κοινωνία που χαράζεται από καινοφανείς ταξικές τομές: το απέραντο μικρομεσαίο πλήθος διασπάστηκε βίαια και αιφνιδιαστικά, σε πολλών ειδών ομάδες: ολοσχερώς αδύναμους, νεόπτωχους, χρόνια άνεργους, επισφαλείς, μερικώς απασχολούμενους, συντηρούμενους με συντάξεις γονέων, προσωρινά σωζόμενους, διασωθέντες.

Ολες τούτες οι φανερές υλικές αλλαγές, και οι άδηλες ψυχοδιανοητικές μαζί, οδηγούν αναπόδραστα σε έναν καινοφανή ρευστό κοινωνικό σχηματισμό, με νέες ορίζουσες και νέους διαχωρισμούς, ο οποίος αναζητεί σύστοιχες πολιτικές εκφράσεις. Η μετατόπιση είναι φανερή ήδη από τις διπλές εκλογές του 2012, ιδίως τον Μάιο, όταν κονιορτοποιήθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα και άλλαξε όλη η γεωγραφία της Μεταπολίτευσης. Θα ήταν σφάλμα να αποδώσουμε την τέτοιας έκτασης αναδιάταξη μόνο σε οργή, αγανάκτηση ή τιμωρητική διάθεση.

Μια σκέψη για το άμεσο μέλλον. Μάθαμε να λέμε μετά το κραχ του 2008, ότι η πολιτική υπακούει στα κελεύσματα και τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των αγορών. Κάποιοι συγγραφείς το περιγράφουν ως μεταδημοκρατία και, πρόσφατα, ως τυραννία των μεγάλων εταιρειών. Υπάρχει μια επιπλέον διάσταση: η πολιτική έχει μετατραπεί σε διαμάχη ομάδων συμφερόντων, έχει χάσει τον καθολικό και ενοποιητικό της χαρακτήρα. Κάθε ομάδα συμφερόντων, λόμπι ισχυρών ή συντεχνία, διεκδικεί για λογαριασμό της μια προνομιακή μερίδα παροχών του κράτους πρόνοιας ή των κρατικών επενδυτικών πόρων, και κατά τη διεκδίκηση αυτή αποκλείει όχι μόνο κάθε άλλη ομάδα, αλλά, ακόμη χειρότερα, αποκλείει τη δυνατότητα να αρθρωθεί ένας καθολικός πολιτικός λόγος, να διατυπωθούν διεκδικήσεις με οικουμενικό χαρακτήρα, που θα αφορούν ολόκληρη την κοινωνία και όχι μεμονωμένες ομάδες. Ο συντεχνιασμός, τα προνόμια προστατευμένων θυλάκων, τα ολιγοπώλια, η νομή της εξουσίας και των δημόσιων πόρων από αυτοαναπαραγόμενες ελίτ, ο κατακερματισμός εντέλει του κοινωνικού σώματος, είναι αιτίες της κρίσης που θα πρέπει να αρθούν.

Η έξοδος από την κρίση δεν εξαρτάται μόνο από τη ρύθμιση του χρέους· εξαρτάται πρωτίστως από την λυσιτελή πολιτική έκφραση των νέων κοινωνικών υποκειμένων και από την αποτελεσματική σύνθεση των επιμέρους θεμιτών διεκδικήσεων σε μια πανεθνική επιδίωξη, με αξίωση καθολικότητας, με φιλοδοξία διάρκειας και μακράς πνοής.

Απορροφημένοι, ως φαίνεται, από την καταμέτρηση των ψήφων και τον προεκλογικό πυρετό, οι υπουργοί Παιδείας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Α. Λοβέρδος και Κ. Μητσοτάκης δεν έχουν ακούσει ακόμη στην δραματική προειδοποίηση των πρυτάνεων για την αδυναμία λειτουργίας των πανεπιστημίων. Η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση, απόρροιες εν πολλοίς της δημοσιονομικής λιτότητας, οδηγούν τα πανεπιστήμια σε αναστολή λειτουργίας μέσα στο τρέχον έτος. Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από τις ασυνέχειες και τις παλινωδίες αλλεπάλληλων υπουργών, που εφαρμόζουν ο καθείς τη δική του φιλόδοξη μεταρρύθμιση-απορρύθμιση την τελευταία τετραετία.

Η προσφιλής απάντηση των κυβερνητικών στελεχών στις πολλές παρόμοιες προειδοποιήσεις ήταν ότι οι πανεπιστημιακοί είναι συντεχνία που υπερασπίζεται τα προνόμιά της ή ότι κινούνται με αντιπολιτευτική διάθεση. Μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τους πρυτάνεις σήμερα, τους εκλεγμένους με τον νέο νόμο, που εθέσπισαν και εφάρμοσαν ακριβώς οι ίδιες κυβερνήσεις που προκαλούν τώρα ασφυξία στα πανεπιστήμια;

Ο λόγος τώρα αναβλύζει σκληρά πολιτικός: «Είναι απίστευτο να βγαίνει ο πρύτανης του αρχαιότερου πανεπιστημίου στη χώρα, να λέει ότι το πανεπιστήμιο κλείνει, και οι πολιτικοί να συμπεριφέρονται σαν να είπαμε καλημέρα», λέει ο κ. Θ. Φορτσάκης. Ο πρύτανης του Αθήνησι πέφτει από τα σύννεφα, ανακαλύπτει με οδυνηρό τρόπο την αναλγησία της πολιτικής τάξης. Προεκτείνει με ωμή ειλικρίνεια ο πρύτανης του ΕΜΠ, κ. Ι. Γκόλιας: «Το πανεπιστήμιο καταρρέει και αν δεν γίνει κάτι, πρέπει πλέον να είμαστε βέβαιοι ότι δεν είναι ανικανότητα. Η εντολή μπορεί να έρχεται από τους δανειστές μας, οι οποίοι μπορεί να κρίνουν ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται καλά πανεπιστήμια, παρά μονάχα τουρισμό. Ομως εμείς θα αντιδράσουμε».

Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε τους αριθμούς του μαρασμού. Ας σημειώσουμε μόνο τον υποτριπλασιασμό της χρηματοδότησης και τον υποδιπλασιασμό του διοικητικού προσωπικού, μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ας προσθέσουμε ότι δεν προκηρύσσονται νέες θέσεις καθηγητών, παρά τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις.

Αυτά ως προς το δυσοίωνο παρόν. Τώρα, ας δούμε αντιστοίχως πού καταλήγουν οι Ελληνες επιστήμονες, μετά την αποφοίτησή τους από το κατασυκοφαντημένο ελληνικό πανεπιστήμιο. Περιζήτητοι στη Γερμανία οι Ελληνες γιατροί, νηπιαγωγοί, μηχανικοί. Στο κράτος της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, το μεγαλύτερο της Γερμανίας, οι Ελληνες γιατροί ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα: 1.200 έως το 2013. Περίπου 3.000 σε όλη τη Γερμανία. Θυμάμαι ακόμη τη Γερμανίδα υπουργό Πολιτισμού της Ρηνανίας-Βεστφαλίας να μου λέει: «Στείλτε Ελληνες τεχνικούς και επιστήμονες στην κοιλάδα του Ρουρ, τους εχουμε τόσο ανάγκη!»

Το περασμένο καλοκαίρι πρόσκληση προς τους Ελληνες γιατρούς απηύθυνε και ο Τούρκος υπουργός Υγείας, Μεχμέτ Μουεζίνογλου: «Ξέρουμε ότι περίπου 15.000 Ελληνες γιατροί θα δουλέψουν τα επόμενα χρόνια στη Γερμανία και άλλοι 7.000 θέλουν να εργαστούν στο εξωτερικό. Οι πόρτες μας είναι ανοιχτές».

Ας δούμε τώρα τη σύνολη εικόνα. Σε έδαφος δημογραφικού μαρασμού, ύφεσης και ανεργίας, η Ελλάδα εξάγει πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, για τον σχηματισμό του οποίου, επί μισό αιώνα, έχουν ματώσει οικογενειακοί προϋπολογισμοί και έχουν δαπανηθεί δημόσιοι πόροι. Συστοίχως, συρρικνώνεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Συρρίκνωση κοινωνίας, συρρίκνωση μέλλοντος.

Από το ένα άκρο, του καχεκτικού και δύσμορφου παραγωγικού ιστού, ο οποίος δεν μπορούσε να απορροφήσει ειδικευμένα και υπερπροσοντούχα Ελληνόπουλα, τώρα πάμε στο άλλο άκρο: διώχνουμε όλους τους επιστήμονες και τους ειδικευμένους, και στο εξής παράγουμε ανειδίκευτους εργάτες. Προσαρμογή, πράγματι. Και ανταγωνιστικότητα.

Η ανασκαφή στον τάφο της Αμφίπολης έφερε στο φως πολύτιμα ευρήματα αλλά και μια νοσηρή νοοτροπία, σε ό,τι αφορά την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της αρχαιολογίας. Η ανασύσταση του παρελθόντος έχει ασφαλώς ισχυρές συμβολικές προεκτάσεις κατά τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης και της εθνικής ταυτότητας. Είναι γνωστές οι χρήσεις και οι καταχρήσεις της ιστορίας, η σκοπούμενη σύμφυρση μυθικών και ιστορικών αφηγήσεων, η υπερερμηνεία ή και η διαστρέβλωση των πραγματολογικών στοιχείων, ακόμη και η απόκρυψή ή η αλλοίωση τεκμηρίων, για πολιτικούς και εθνικιστικούς σκοπούς.

Δεν εστιάζουμε όμως σε αυτό το πεδίο το βλέμμα μας. Η επικοινωνιακή κωμικοτραγωδία της Αμφίπολης ανέδειξε και τέτοια στοιχεία, δηλαδή καλλιέργεια προσδοκιών για λαϊκή κατανάλωση, υπεραναπλήρωση, μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας. Αλλά έδειξε επίσης και κυρίως την υπερσυγκεντρωτική, αραχνιασμένη και αδιαφανή λειτουργία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, αυτής που ουσιαστικά παρέκαμψε την επιστημονική συζήτηση και διόρισε εξωϋπηρεσιακό «εκπρόσωπο τάφου». Μιλάμε για την κυρία Λίνα Μενδώνη, μόνιμη γενική γραμματέα του υπουργείου, από τα τέλη της δεκατίας ’90 έως σήμερα, με ένα διάλειμμα κατά τη θητεία του Χρ. Ζαχόπουλου.

Η κ. Μενδώνη, αρχαιολόγος η ίδια, έχει καταφέρει να φαίνεται απαραίτητη στους εκάστοτε υπουργούς Πολιτισμού, ελάχιστοι εκ των οποίων φθάνουν ενήμεροι για το έργο του του υπουργείου ή δεν προλαβαίνουν να ενημερωθούν. Αλλωστε το ΥΠΠΟ δεν θεωρείται πρωτοκλασάτο παραγωγικό υπουργείο, με δυνατότητες άσκησης ηχηρής πολιτικής και εξυπηρέτησης μεγάλων πελατειακών δικτύων· δεν έχει καν σοβαρό προϋπολογισμό. Μόνη δύναμή του ήταν η εποπτεία του αθλητισμού κα κυρίως τα παχυλά έσοδα από τον ΟΠΑΠ, που μοιράζονταν εκτός κωδικών εθνικού προϋπολογισμού, απευθείας από τα υπουργικό γραφείο. Αλλά με την ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ, χάθηκαν και αυτοί οι ειδικοί λογαριασμοί.

Στο υπουργείο έχει απομείνει η διαχείριση του εθνικού συμβολικού κεφαλαίου: της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης τέχνης. Βέβαια και η διαχείριση των εσόδων από τη λειτουργία, την αξιοποίηση και τις πωλήσεις των μνημείων και μουσείων, με ό,τι περίπου ασχολείται το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ). Και η διαχείριση των ΕΣΠΑ, κεντρικά και περιφερειακά, ύψους περίπου 750 εκατ. ευρώ ― πεδίο διόλου ευκαταφρόνητο, παρότι δεν υπάρχει ολοκληρωμένο τομεακό πρόγραμμα. Ειδικά στο ΕΣΠΑ Αττικής, είδαμε εντάξεις πολυδάπανων έργων από αστείους ή πάμπλουτους ιδιωτικούς φορείς.

Το ΤΑΠΑ και τα κοινοτικά προγράμματα (τώρα ΕΣΠΑ, από του χρόνου ΣΕΣ) είναι τα χρηματοδοτικά και αναπτυξιακά εργαλεία του υπουργείου-μπουτίκ. Αλλά και τα εργαλεία για πελατειακές εξυπηρετήσεις. Μέσω του ΤΑΠΑ εξασφαλίζεται σταθερή ρευστότητα χρήματος, με λαμπρές προοπτικές αύξησης, δεδομένης της σταθερά αυξητικής πορείας του τουρισμού και της διαχρονικής ελκυστικότητας του ελληνικού πολιτιστικού προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο περίφημο μέιλ που απέστειλε ο υπουργός Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης προς την τρόικα, εκτιμάται ότι τα έσοδα του υπουργείου, από πωλητέα, εισιτήρια χώρων-μουσείων και ηλεκτρονικά εισιτήρια, μπορούν να πολλαπλασιαστούν: από περίπου 50 εκατ. ευρώ σήμερα, να φτάσουν τα 400 εκατ. ευρώ. Η εκτίμηση στηρίζεται στις σχετικές αναπτυξιακές μελέτες της McKinsey και του ΙΟΒΕ.

Τι έχει γίνει κατά τα παρελθόντα προ κρίσης έτη για την ανάπτυξη του ΤΑΠΑ; Πολύ λίγα επί της ουσίας: Γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, μικροσυντεχνιασμός και πελατειακά δίκτυα το καθήλωναν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, που τόσο πολύ συζητείται· ιδίως για τα προβλήματα φύλαξης και ωραρίων επίσκεψης την τουριστική περίοδο. Υπεύθυνοι για τη φύλαξη και το ωράριο είναι οι κατά τόπους αρχιφύλακες, οι οποίοι διευκολύνουν και γκρουπ επισκεπτών πέραν των τυπικών ωραρίων, με ανάλογα φιλοδωρήματα. Οι αρχιφύλακες λοιπόν είναι οι μόνοι υπάλληλοι που δεν ορίζονται από διευθυντές και κατά την υπηρεσιακή ιεραρχία, αλλά απευθείας από τον υπουργό! Το ΤΑΠΑ είναι υπεύθυνο και για την έκδοση του επιστημονικού Αρχαιολογικού Δελτίου, στο οποίο παρουσιάζονται τα ευρήματα των αρχαιολόγων: το Δελτίο έχει να εκδοθεί από το 2004-05…

Τι έγινε τα χρόνια των μεταρρυθμίσεων του μνημονίου; Το καλοκαίρι άρχισε να εφαρμόζεται ο νέος Οργανισμός του υπουργείου, ο οποίος συγχωνεύει και καταργεί διευθύνσεις και εφορείες αρχαιοτήτων, καταργεί 500 κενές οργανικές θέσεις, καταργεί τα τμήματα εκθέσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα μουσεία κ.λπ. ― γενικά συμπτύσσει και συρρικνώνει. Μεγάλο θύμα του νέου Οργανισμού είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η παλαιότερη επιστημονική υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Ολοι οι επιφανείς αρχαιολόγοι έχουν ξεσηκωθεί εναντίον αυτής της αποδόμησης, όπως κατεδείχθη και σε εκτενή έρευνα της «Κ» (16.11.2014). Γιατί; Ο αυστηρός επιστήμων και σεβαστός απ’ όλους γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Ακαδημίας Αθηνών, Βασ. Πετράκος, έφτασε να πει στην Καθημερινή: «Η αρχαιολογία έχει ορισμένα ‘’φιλέτα’’, τα οποία κάποιοι θέλουν να εκμεταλλευτούν, να τα περάσουν σε ιδιώτες».

Ενα πιθανό μοντέλο ιδιωτικοποίησης είναι το Μουσείο Ακροπόλεως, προικισμένο όχι μόνο με κτίριο και όνομα, αλλά και με ευέλικτο αυτοτελή οργανισμό, που δεν δηλώνει ούτε μοιράζεται τους πόρους του και έχει στελεχωθεί πελατειακά. Ή ημιδιαφανείς αναθέσεις έργων-φιλέτων με τη μέθοδο του outsourcing.

Διεθνώς αναγνωρισμένοι αρχαιολόγοι και έμπειρα στελέχη του υπουργείου επισημαίνουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να αποδώσει μεγάλο πλούτο, να βοηθήσει τον τουρισμό και το εθνικό εισόδημα, και ταυτόχρονα να διαφυλαχθεί και αναπτυχθεί όπως του αρμόζει. Αναγκαία προϋπόθεση: το αυστηρό, διαφανές πλαίσιο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για προστασία του δημόσιου συμφέροντος και αποδοτικότητα. Υποδεικνύουν επίσης ότι λόγω των πρόσφατων αλλοπρόσαλλων μεταθέσεων εφόρων και διευθυντών κινδυνεύουν να μην ολοκληρωθούν ομαλά τα ώριμα έργα ΕΣΠΑ, ενώ δεν υπάρχει συντονισμένη στρατηγική για ένταξη νέων έργων στο καινούργιο ΣΕΣ 2014-2020.

Η πολιτιστική κληρονομιά είναι ανεκτίμητο συμβολικό κεφάλαιο, αλλά και πηγή πλούτου. Εχει κακοπάθει, από πελατειακά δίκτυα, ολιγωρία, ιδιοτέλεια, συντεχνιασμό. Το μνημόνιο ήρθε τελευταίο.

Πολλές όψεις, όχι όλες, του ελληνικού προβλήματος είναι αμιγώς ευρωπαϊκές, πηγάζουν από την κεντρική πολιτική στην ευρωζώνη, γι΄ αυτό άλλωστε εμφανίζονται και στις μεγάλες χώρες του πυρήνα. Τυπικό παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο των μέτρων που επιχειρούν να εφαρμόσουν η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση, συμμορφούμενες στις επιταγές της Επιτροπής. Είναι ο δυσπρόσιτος στόχος του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσκρούει όχι μόνο στα συνδικάτα αλλά και σε στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.

Καθ’ όμοιο τρόπο, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς επιχειρεί να απελευθερώσει την αγορά και να ανοίξει επαγγέλματα: να ανοίγουν τα μαγαζιά δεκαπέντε Κυριακές, αντί για πέντε που ισχύει τώρα, και να διευρυνθεί το ωράριο λειτουργίας σε περιοχές με υψηλή τουριστική κίνηση. Επίσης να ανοίξουν τα κλειστά επαγέλματα του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου. Τις μεταρρυθμίσεις απειλούν να καταψηφίσουν οι βουλευτές της αριστερής πτέρυγας των κυβερνώντων σοσιαλιστών.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι χώρες αφενός απειλούνται με κυρώσεις από την Επιτροπή για παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, αφετέρου, κινδυνεύουν από την πολιτική αστάθεια, λόγω μεταρρυθμίσεων.

Η Ελλάδα, αναγκασμένη και από το Μνημόνιο, έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει πολλές από τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις. Οι εργασιακές σχέσεις και τα ωράρια έγιναν ευέλικτα, η μερική απασχόληση θεσμοθετήθηκε, τα μαγαζιά ανοίγουν περισσότερες ώρες. Σε κάποιους τομείς η Ελλάδα πρωτοπορεί.

Ποιο το αποτέλεσμα; Το περιέγραψε προχθές η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), στην ετήσια έκθεση που εκπόνησε το θυγατρικό του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έκθεση, τα νέα για όσους ακόμη έχουν εργασία, δεν είναι ενθαρρυντικά: η μερική απασχόληση διπλασιάστηκε ως προς το 2008, η προσωρινή απασχόληση αυξήθηκε 28% σε ένα χρόνο, το 18% των εργαζόμενων στο εμπόριο δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα, οι απλήρωτες υπερωρίες φτάνουν το 63% των περιπτώσεων. Παράλληλα έχει γενικευτεί το φαινόμενο οι εργαζόμενοι να δηλώνονται ως μερικής απασχόλησης και να δουλεύουν πλήρη ωράρια, για να μην καταβάλλονται πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή, μεγάλο μέρος της εργασίας μετατρέπεται σε γκρίζα. Το Ινστιτούτο συμπεραίνει: «Η αγορά εργασίας στον κλάδο του εμπορίου απορρυθμίζεται λόγω μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά κι εξαιτίας δύο αδυναμιών: Οι εργοδότες αδυνατούν να καταβάλουν τους μισθούς και πολύ περισσότερο τις υπερωρίες, και οι μισθωτοί δεν αντιδρούν φοβούμενοι μη χάσουν τη δουλειά τους ή μήπως διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησης».

Είναι προφανές ότι η τέτοια επιδείνωση της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται και στη μεγάλη και πολύχρονη ύφεση, σε συνδυασμό με την επί τετραετία δημοσιονομική λιτότητα. Καμία παρόμοια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιβάλλον βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Ωστόσο η ίδια μεταρρυθμιστική συνταγή πάει να εφαρμοστεί στην Ιταλία, που εισέρχεται σε ύφεση, και στη Γαλλία, που βρίσκεται σε στασιμότητα και κάμψη. Με ποιες διαφορετικές προσδοκίες άραγε; Καμία βάσιμη προσδοκία δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλο το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα σύρεται σε τροχιά απίσχνασης όχι μόνο του κόσμου της εργασίας αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αγοράς και εργασίας αποσκοπούν στην αύξηση της προσφοράς, ενώ το μέγα πρόβλημα φαίνεται να είναι η αδύναμη ή ανύπαρκτη τόνωση της ζήτησης, εφόσον λείπει η ρευστότητα στα νοικοκυριά. Αναμένεται με αγωνία, η μεγάλη κίνηση του Μ. Ντράγκι, για ποσοτική χαλάρωση στο τέλος Ιανουαρίου, η οποία εκτιμάται ότι θα ελαφρώσει τα κρατικά χρέη και θα απελευθερώσει ρευστό.

H συνεδρίαση της Βουλής, το βράδυ της περασμένης Τρίτης, και η ευτυχής της κατάληξη της την επόμενη μέρα, αποτελούν το πιο ενθαρρυντικό σημείο για την υγεία της δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια. Σε αυτές τις συνεδριάσεις οι βουλευτές όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, πλην Χρυσής Αυγής, μαζί με βουλευτές του συγκυβερνώντος ΠΑΣΟΚ εργάστηκαν με ζήλο και ευρηματικότητα για να προτείνουν στον υπουργό Δικαιοσύνης μια νομοθετική λύση που θα διατηρούσε στη ζωή τον απεργό πείνας Νίκο Ρωμανό, και ταυτόχρονα θα διατηρούσε αλώβητα το κύρος και τη λειτουργικότητα του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά και της δημοκρατίας και των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων.

Η αλήθεια είναι ότι και άλλοι πολιτειακοί παράγοντες κινητοποιήθηκαν εκτάκτως και έριξαν το βάρος τους για εξεύρεση λύσης. Ωστόσο, σε επίπεδο κοινοβουλίου δεν θυμόμαστε στο πρόσφατο παρελθόν τέτοια αποτελεσματικότητα και σύγκλιση. Συνηθίζεται να λέγεται ότι οι βουλευτές ομοφωνούν διακομματικά μόνο όταν πρόκειται για τις αμοιβές και τα προνόμιά τους. Με την πράξη τους αυτή έσωσαν την τιμή του κοινοβουλευτισμού.

Και όχι μόνον: έδειξαν εμπράκτως ότι σε κρίσιμα ζητήματα μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος ― αυτό είναι το ιστορικής σημασίας μήνυμα. Εδειξαν, καταρχάς, ότι μπορούν να συμφωνήσουν ότι υπάρχει πρόβλημα, και επιθυμούν να το ορίσουν. Κατόπιν, έδειξαν ότι μπορούν να συμφωνήσουν ότι πρέπει να βρεθεί λύση· κάποια λύση, όχι η λύση του ενός ή του άλλου, αλλά μια συνισταμένη ή οποιαδήποτε γίνεται αποδεκτή και επιλύει ικανοποιητικά το πρόβλημα. Τέλος, απέδειξαν ότι οι νομοθέτες μπορούν να είναι ταχείς και αποτελεσματικοί, με βροχή εναλλακτικών προτάσεων, με ειλικρινή διάθεση για αμοιβαίες υποχωρήσεις, χωρίς κανείς να μειώνεται πολιτικά, αλλά και με τελικό εξαγόμενο που προάγει το Δίκαιο και την Πολιτική.

Αυτή την ικανότητα σύγκλισης, δημοκρατικής σύνθεσης και αποφασιστικότητας, ενώπιον μιας έκτακτης ανάγκης, όπως εκδηλώθηκε στις 9-10 Δεκεμβρίου 2014, ας τη θυμόμαστε. Θα χρειαστεί.

romanos

Το έχουμε γράψει από καιρό, από το ξέσπασμα της κρίσης που μας ακολουθεί ακόμη, ότι μια βαρύνουσα επίπτωση, μισοκρυμμένη τότε, ήταν η ψυχική διαίρεση του κοινωνικού σώματος, η ολοένα και βαθύτερη σύγχυση, ο μιθριδατισμός στον πόνο του άλλου, η αδυναμία ή και άρνηση κατανόησης της διαφορετικής γνώμης, της άλλης στάσης.

Γίναμε μια κοινωνία απειλούμενων ατόμων. Η εύκολη οδός για τον πληττόμενο, τον απειλούμενο, τον φοβισμένο, είναι η οδός της ατομικής διάσωσης παντί τρόπω ― μα πόσο συζητήσιμη είναι η ευκολία της οδού και πόσο λίγο λυσιτελής είναι αυτή η ατομική διάσωση και πόσο διαβρωτικό αυτό το παντί τρόπω… Και με πόση κωφότητα, τυφλότητα, μοχθηρία και μνησικακία στρώνεται η οδός προς έναν εγωτισμό ούτε καν χομπσιανό, μάλλον ένα εγωτισμό με χαρακτηριστικά μισανθρωπίας.

Κανείς δεν ακούει κανέναν, παλιοί φίλοι και γνωστοί, συνάδελφοι, καβγαδίζουν, καταφεύγουν σε προσωπόληπτους χαρακτηρισμούς, σε δίκες προθέσεων, διχάζονται, πικραίνονται, παύουν να μιλιούνται. Δεν είναι μόνο πολιτικά τα αίτια ή ταξικά, στο πώς βιώνουν ή πώς ερμηνεύουν την κρίση· στο έδαφος της πολιτικής διαφωνίας βλασταίνουν πλέον εσωτερικά πάθη, πείσματα, συναισθηματικές ανεπάρκειες, φοβίες, ματαιώσεις. Εξ ου και οι συγκρούσεις ξεσπούν με αφορμή έναν φαινομενικά αδύναμο σπινθήρα: ξεκινούν σαν διαφορά επιχειρήματος, προσέγγισης ή και ιδεολογίας, και φουντώνουν, ανοίγονται χαράδρες απλησίαστες.

Ενας τέτοιος σπινθήρας είναι η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού. Πάλι χαράδρα άνοιξε, ανάμεσα σε επιχειρήματα, σκέψεις, συναισθήματα. Ούτε ώσμωση ούτε διάχυση, πόσο μάλλον σύνθεση. Πάλι η διχόνοια, όπως την περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, ‘πάρ’ το’, λέγοντας, ‘και συ’» Μια κινδυνεύουσα ζωή πυροδοτεί καταρχάς μια συζήτηση για την αξία της ζωής, για το θεμιτό ή μη του αιτήματος, για το όριο τιμωρίας και σωφρονισμού, για πολλά ανοιχτά ζητήματα δικαίου. Μια τέτοια βαθιά και δύσκολη συζήτηση εξελίσσεται εν συνεχεία σε ανταλλαγή κροτίδων μίσους, ψυχολογισμού και προσωποληψίας.

Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, οριστικές και σίγουρες, αυτάρεσκες. Υπάρχουν όμως μερικές παραδοχές. Πρώτη: η ζωή είναι υπέρτατο αγαθό. Δεύτερη: η συγχώρηση είναι μέρος του πολιτισμού μας, μάλιστα είναι κορυφή του πολιτισμού, δυσπρόσιτη αλλά γνωστή. Είναι η κορυφαία συμβολή του χριστιανισμού: η συγχώρηση και η αγάπη, μαζί με την καταλλαγή και τη μετάνοια. Η δημοφιλέστερη ίσως παραβολή από το Ευαγγέλιο, η παραβολή του ασώτου υιού, η παραβολή του σπλαχνικού πατέρα, αναφέρεται ακριβώς στη σημασία της συγχώρησης. Ο πατέρας απέναντι στον επιπόλαιο και αχάριστο γιο φέρεται με όλο και περισσότερη αγάπη. Ο μεγάλος γιος, ο φρόνιμος, κατηγορεί τον άσωτο μικρό αδελφό για τη συμπεριφορά του, μέμφεται τον πατέρα του για τη μεγαθυμία που επιδεικνύει.

Εχουμε βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση, διχασμένοι ανάμεσα στα μέρη της παραβολής. Είμαστε ταυτοχρόνως ο άσωτος και ο φρόνιμος γιος, και το δυσκολότερο όλων: καλούμαστε να γίνουμε και ο μεγάθυμος πατέρας, ο συγχωρών. Να αποφασίσουμε αν θα δώσουμε την ευκαιρία για νέα ζωή, για ανακαίνιση. Να δώσουμε την ευκαιρία στον άσωτο να αποσυνδεθεί από την πράξη του, να ανοιχτεί στον κόσμο ώστε να βρει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τον εαυτό του και να ξαναγεννηθεί.

Η συγχώρηση επιστρέφει σε αυτόν που τη δίδει, διώχνει το μίσος, διώχνει την εκδίκηση, στερεώνει τη δικαιοσύνη, στερεώνει την κοινωνία. Δεν είναι απλή, δεν είναι εύκολη. Αλλά την έχουμε ανάγκη.

apollo_elena

Ποια εικόνα έχουμε για την Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης; Πώς βλέπουμε τον τόπο, την ιστορία, την κοινωνία, πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας μέσα στον χωροχρόνο, στον τόπο που μας δόθηκε, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε; Μια απάντηση μπορούμε να αντλήσουμε από την εικόνα που κατασκευάζουμε για να τη δουν οι ξένοι, οι άλλοι. Είδα αυτή την εικόνα πολλές φορές τις τελευταίες μέρες στις πτήσεις της Αegean και στα viral ταινιάκια για τον ελληνικό τουρισμό.

Η ταινία της Αegean είναι πολύ καλοφτιαγμένη. Παρουσιάζει τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, νησιά, παραλίες, αρχαία και νεότερα μνημεία, κτίσματα, γαστρονομία. Η Ικαρία έχει την τιμητική της: παρουσιάζεται με μουσική συνοδεία ενός παραδοσιακού σκοπού παιγμένου με λύρα και λαούτο· παρουσιάζεται ένας επίγειος παράδεισος. Παρομοίως, οι Κυκλάδες και οι διασημότεροι αρχαιολογικοί τόποι. Οι εικόνες είναι διαλεγμένες με καλό γούστο και συναρμοσμένες δεξιοτεχνικά. Το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει μια μυθική Αρκαδία, όπου επικρατεί παντοτινό καλοκαίρι, και οι άνθρωποι ζουν περίπου όπως την εποχή του Ησιόδου και του Ομήρου.
Κρίσιμη λεπτομέρεια: Από όλες σχεδόν τις εικόνες απουσιάζουν οι άνθρωποι, απουσιάζει η σύγχρονη ζωή. Οπου υπάρχει ζωή, είναι στιγμιότυπα από τον ησιόδειο βίο: μελίσσια, άλογα, κατσίκες, άρμεγμα, τυριά. Ακόμη και η Μύκονος παρουσιάζεται καρτ-ποσταλικά, οι παραλίες είναι χωρίς ανθρώπους, καμιά εικόνα πλήθους στις πλαζ, στους δρόμους, στα κλαμπ. Μόνο στη Σαντορίνη εμφανίζεται για μερικά δεύτερα να ποζάρει ένα νιόπαντρο ζευγάρι, πιθανόν Ασιάτες.

Μια Ελλάδα καρτ-ποστάλ, λοιπόν· κατοικία θεών και τουριστών, ένα έξοχο τοπίο για χαλάρωση και κατανάλωση. Η Ελλάδα αυτοσυστήνεται σαν τουριστικός προορισμός. Ασφαλώς, στο περιβάλλον μιας πτήσης ο τουρισμός είναι το πρώτο που σου έρχεται στο νου. Αλλά η Ελλάδα του 21ου αιώνα εξαντλείται μόνο σε αυτό; Είναι μόνο τοπίο; Με αρχαιότητες, μουσεία, κρασί, σαλάτες, ήλιο; Δεν υπάρχουν άνθρωποι του καιρού τους μέσα σε αυτό το τοπίο; Δεν υπάρχουν πόλεις, σχολεία, εργοστάσια, μαγαζιά, αυτοκινητόδρομοι;

Κοιτούσα τις εικόνες παραδομένος στην υπνωτιστική τους ομορφιά, αλλά και με κάποια υποδόρια ενόχληση, μου ξυπνούσαν μιαν ανάμνηση. Ηταν deja vu. Ναι, τέτοιες εικόνες, χωρίς ίσως τις εντυπωσιακές από αέρος λήψεις και τις σύγχρονες τεχνικές ευκολίες του ψηφιακού βίντεο, είναι εικόνες από τη δεκαετία ΄60, όταν η Ελλάδα ξεπρόβαλλε ως η ιδανική γραφικότητα για τον αναδυόμενο μαζικό τουρισμό. Ω, ναι, τη θυμάμαι αυτή την Ελλάδα! Μεγάλωσα σε αυτή, μεγάλωσα στα νησιά του τουρισμού, ζυμώθηκα, ενηλικιώθηκα με την ιδεολογία του τουρισμού, με την Ελλάδα των πόστερ του ΕΟΤ. Κι ύστερα την άφησα πίσω μου· μάλλον, αυτή η Ελλάδα της αφίσας και της καρτ-ποστάλ έπαψε να είναι κυρίαρχη, αναδύθηκαν άλλες, όπου η οικονομία και κατ’ επέκτασιν η ζωή δεν ήταν μόνο τουρισμός, συρτάκι, ζορμπαδιλίκι, ρουμς του λετ, γκρικ σάλατ, γκρικ λάβερ. Ετσι νόμιζα.

Γελάστηκα. Πενήντα χρόνια αργότερα, παρότι μεσολάβησαν κοσμογονικές αλλαγές, κοινωνικές και πολιτισμικές, σχεδόν ανθρωπολογικές, παρότι η χώρα γέμισε πανεπιστήμια και θέατρα, αυτοκινητόδρομους και αεροδρόμια, πολυπτυχιούχους και μπίζνες, με δύο Νόμπελ ποιήσεως, πάλι η εικόνα που προβάλλουμε και η αναπαράσταση που βιώνουμε είναι η Ελλάδα τουριστικός προορισμός. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να δείξουμε πάρεξ ακρογιαλιές, αρχαιότητες, ελαιώνες και ήλιο. Σαν να συρρικνώθηκαν επιτεύγματα και πρόοδος μισού αιώνα, σαν να μην υπήρξαν καν, και γυρίσαμε εκεί όπου άρχισε η παρ΄ ημίν νεωτερικότητα, στην εξωστρέφεια δια του τουρισμού του ΄60, με ορχηστρικά Χατζιδάκι και μοντέρνα αρχιτεκτονική ξενοδοχείων.

Η κρίση γκρέμισε τον μύθο της Ισχυρής Ελλάδας του εκσυγχρονισμού, εν πολλοίς θεμιτά. Εδειξε ασθένειες της διοίκησης, έδειξε την καχεξία του παραγωγικού κορμού, την απουσία εθνικού σχεδίου, τη διαφθορά και τη φθορά. Ωστόσο, κάπου εδώ παραμονεύει η υπερβολή: η ισοπέδωση και ο αυτοοικτιρμός. Από την αυταρέσκεια και τον φενακισμό του ΄90 και του 2000, το εκκρεμές πάει στο άλλο άκρο: δεν παράγουμε τίποτε, δεν είμαστε τίποτε. Η ενίσχυση του τουρισμού, η βελτίωση των υπηρεσιών, η επινόηση νέων προϊόντων με ποιότητα και χαρακτήρα, είναι επίσης αναγκαία, αλλά ο τουρισμός δεν μπορεί να ανορθώσει την οικονομία μιας χώρας δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι εικόνες του γραφικού παράδεισου Hellas συγκινούν αισθητικά τον αμήχανο Ευρωπαίο, τον ωθούν ίσως να ξεπεράσει τα δυσμενή στερεότυπα για την failed Greece. Αλλά τι λένε για τους Ελληνες, για τον βίο και την πολιτεία τους;

H πιθανότερη εξέλιξη στη διαπραγμάτευση με την τρόικα είναι η ψήφιση των προτεινόμενων μέτρων, μαζί με τον προϋπολογισμό τροποποιημένο. Στα μέτρα περιλαμβάνονται δυσβάστακτα βάρη 2,5-3 δισ. ευρώ επί ενός πληθυσμού κατάκοπου και μιας οικονομίας αφυδατωμένης. Περιλαμβάνονται αύξηση του ΦΠΑ σε φάρμακα, βιβλία, τύπο, τουριστικές υπηρεσίες, παραμεθόριες περιοχές, νησιά, αναστολή συνταξιοδότησης προ των 62 ετών, κατάργηση της προσφάτως ψηφισμένης ρύθμισης για τις 100/72 δόσεις σε ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Η τρόικα υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να πει στους πολίτες ότι όλες οι θυσίες της τετραετίας δεν έχουν πιάσει τόπο, δεν αρκούν, απαιτούνται κι άλλες θυσίες, χωρίς ορίζοντα εξόδου. Δυστυχώς, ο πυρήνας και αυτών των μέτρων βρίσκεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και στο Μνημόνιο, αυτά που ψήφισαν αλλά δεν διάβασαν τότε και νυν υπουργοί. Και δυστυχώς, πάλι μια ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια νέα φοροεπιδρομή, ουσιαστικά να σβήσει το φως διεξόδου, να σβήσει την προσδοκία ενός τέλους στο μαρτύριο. Σαν να μην πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από την αποφράδα ημέρα του Καστελόριζου.

Περισσότερο και από το υλικό κόστος, αυτό που βαραίνει πια περισσότερο είναι η ψυχική καταστολή, η βίαιη αφαίρεση ενός βιώσιμου, ανεκτού μέλλοντος. Το πρόγραμμα διάσωσης εγκαθίσταται στις συνειδήσεις ως ατελεύτητο σισύφειο μαρτύριο – αυτό συνιστά απειλεί για την κοινωνική συνοχή και κινητοποιεί βίαιες ανανοηματοδοτήσεις. Ποιο νόημα έχουν πια οι λέξεις «μεταρρύθμιση», «ευρωπαϊκό κεκτημένο»;

Στην Κύπρο το bail in βιώθηκε με ανάκληση του τραύματος της εισβολής του ’74. Η συλλογική συνείδηση έτσι δρα, με συσχετισμούς α-τυπικούς, πλην όμως ισχυρούς. Υπό αυτή την έννοια, η παράταση του σισύφειου μαρτύριου και η αφαίρεση της προοπτικής πώς μπορούν να βιωθούν, ποια μορφή συνείδησης θα δημιουργηθεί; Είναι σαν οι δανειστές-εταίροι να ωθούν το λεγόμενο ελληνικό, μα ουσιαστικά ευρωπαϊκό, πρόβλημα σε μια γεωπολιτική μαύρη τρύπα.

Εχουμε ξανασυζητήσει το θέμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων: τι είναι, με ποια κριτήρια αποφασίζονται, σε τι αποσκοπούν, ποιες μελέτες σκοπιμότητας και προσδοκώμενων οφελών έχουν προηγηθεί. Εμπειρικά, από την τετραετία των μεταρρυθμίσεων, μπορούμε να συνάγουμε ότι πολλές έχουν διαφημιστεί, πολλές έχουν ψηφιστεί, λίγες έχουν εφαρμοστεί χωρίς εν συνεχεία τροποποιήσεις, και ελάχιστες από αυτές έχουν βελτιώσει τη ζωή των πολιτών ή τις συνθήκες λειτουργίας επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Οι μόνες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακαριαία είναι όσες αφορούν βαρύτερη φορολόγηση, άμεση ή έμμεση.

Αρκετές μεταρρυθμίσεις μάλιστα όχι μόνο δεν βελτιώνουν τίποτε, αλλά απορρυθμίζουν επί τα χείρω. Οι προωθούμενες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. περιγράφονται ως επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, στα αστικά δικαστήρια, αίτημα που έχει διατυπωθεί συχνά από πολίτες, επιχειρηματίες, αλλά και από δικηγόρους και δικαστές. Είναι όμως έτσι; Την περασμένη εβδομάδα, οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, συνεπικουρούμενοι, για πρώτη φορά, από τους προέδρους των ενώσεων δικαστών, εξήγησαν πώς οι επιχειρούμενες αλλαγές στον Κώδικα αλλάζουν δραματικά το δικαιικό περιβάλλον προς ζημίαν του πολίτη αλλά και του δημοσίου συμφέροντος.

Ο νομικός κόσμος υποστηρίζει ότι, εν ονόματι της «οικονομίας της δίκης» καταργείται ουσιαστικά η εξέταση μαρτύρων και η προφορική συζήτηση· η δίκη διεξάγεται με έγγραφα, βάσει ενός «προτύπου δίκης», ακόμη και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους.

Ουσιαστικά, πρόκειται για περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών, η οποία αναδεικνύεται και σε κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες του νομοσχεδίου για τη διαδικασία πτωχεύσεων και αποζημιώσεων στην αναγκαστική εκτέλεση. Εως τώρα, από την εκπλειστηριαζόμενη περιουσία μιας πτωχευμένης επιχείρησης, προτεραιότητα στην ικανοποίηση απαιτήσεων είχαν οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ακολούθως και εφόσον είχαν ικανοποιηθεί αυτοί, από το υπόλοιπο ικανοποιούνταν ο ενυπόθηκος δανειστής (κατά κανόνα, τράπεζες) και το Δημόσιο. Στον νέο Κώδικα, προβλέπεται το αντίθετο: το πλειστηρίασμα διαιρείται εξαρχής και προηγείται η τράπεζα, λαμβάνοντας το 65%, ενώ οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία μαζί λαμβάνουν το 25%, και το 10% λαμβάνουν οι προμηθευτές. Δηλαδή, η τράπεζα που επένδυσε εν γνώσει του ρίσκου, αποζημιώνεται με τη μερίδα του λέοντος, έναντι των εργαζομένων που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται, του Δημοσίου που έπρεπε να εισπράττει φόρους και των ταμείων που έπρεπε να εισπράττουν εισφορές.

Ο νομοθέτης διευκολύνει την τράπεζα να ελαχιστοποιεί το ρίσκο της, και ταυτόχρονα θεσπίζει ότι η εργασία εμπεριέχει ρίσκο και επισφάλεια, άρα και τιμωρία! Είναι εντυπωσιακό επίσης ότι ο νομοθέτης βάζει σε δεύτερη μοίρα ακόμη και τα συμφέροντα του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό το επισημαίνει προσφυώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην έκθεσή του: «…ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης». Τι λένε επ’ αυτού οι εισηγούμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης και Οικονομικών; «Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά περίπτωση»! Ητοι, θα μπαίνουν φόροι κατά περίπτωση…

Η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει και άλλα τρωτά ή μαχητά σημεία. Το αναφερθέν παράδειγμα όμως συνοψίζει τον μεταρρυθμιστικό πυρετό: προνόμια για τις τράπεζες, υποχρεώσεις και ρίσκο για τους εργαζόμενους, ζημίες για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η εναντίωση δικηγόρων και δικαστών δεν είναι συντεχνιασμός, είναι υπεράσπιση του δικαιικού πολιτισμού, της ισονομίας και της ισοπολιτείας.

andros_1

 

Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.

Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.

Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.

Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.

Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.

Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.

Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.

Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.

Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.

Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.

Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.

φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.

Παράπλευρα οφέλη επετείων. Με αφορμή την 17η Νοεμβρίου στην τηλεόραση, ιδίως στο κανάλι της Βουλής, προβλήθηκαν μερικές ταινίες, κυρίως ντοκυμαντέρ, για τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας με κατάληξη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στην τραγωδία της Κύπρου.

Ωφέλιμη η αναδρομή στα χρόνια του ’60 και του ’70, με πολλούς τρόπους. Για τόνωση της ιστορικής γνώσης και της πολιτικής κατανόησης, πρώτα πρώτα. Αλλά και για βαθύτερη επανασύνδεση με την ανθρωπολογία και την ψυχολογία των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια, τα τόσο κρίσιμα από πολλές σκοπιές. Παρατηρώντας ατυπικά στιγμιότυπα συχνά ξανασκέφτεσαι βαθύτερα την κοινωνία, την ιστορική κίνηση, τις προσδοκίες, τους ανθρώπινους τύπους.

Στα κινηματογραφημένα επίκαιρα και μόνο ο χαρακτηριστικός τόνος των εκφωνητών, μαζί με την μιξοκαθαρεύουσα, αρκούν για να σε μεταφέρουν σε ένα κόσμο οικείο, αλλά τόσο πολύ μακρινό. Η αισθητική της χούντας βρίσκεται στη ρητορική του γελοίου Παττακού και του ημιπαράφρονος Παπαδόπουλου, αλλά και στα τσάμικα των στρατοπέδων: ανακαλύπτεις ότι όσο γελοία και νεκρή ήταν η ξύλινη καθαρεύουσα στα χείλη των κολονέλων, άλλο τόσο γελοία ήταν τα αρκουδιάρικα τρεκλίσματα τους. Δεν ήξεραν να μιλήσουν, δεν ένιωθαν να χορέψουν. Κατάφεραν όμως να να κυριαρχήσουν, να εκφοβίσουν και να αποκοιμίσουν.

Ευτυχώς υπήρχαν κινηματογραφιστές στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1975. Για να θυμόμαστε το τρελό βλέμμα και το παραλήρημα του βασανιστή Ιωαννίδη. Για να θυμόμαστε τα δειλά ψελλίσματα συνωμοτών και επίορκων στρατηγών, ψοφοδεή ανθρωπάκια που δεν ενθυμούνται, δεν απαντούν και δεν έχουν άλλον τι να προσθέσουν. Για να θυμόμαστε την ανάδειξη ξενοκίνητων πρακτόρων στην κορυφή της τυραννίας, την διαρκή επίκληση του ερυθρού κινδύνου και των ρωσικών όπλων από τους ανθρώπους που πρόδωσαν την Κύπρο, τη φάμπρικα εθνικοφροσύνης από αυτούς που ταπείνωσαν τη χώρα τους. Για να ανασυνθέτουμε ψηφίδα-ψηφίδα ό,τι προηγήθηκε: τις συνωμοσίες των Ανακτόρων και των στρατηγών, τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που είχαν προηγηθεί, κυρίως την ιστορική έκρηξη του Ιουλίου 1965.

Μόνο όταν βλέπεις τις λαοθάλασσες του ’65, τη λαχτάρα των υποτελών για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπους με τα πουκάμισα στο χέρι σαν λάβαρα να διεκδικούν τον σεβασμό της ψήφου τους και τον σεβασμό του Συντάγματος, να διεκδικούν μοίρα στον ήλιο και στην ιστορία, μόνο τότε κατανοείς βαθύτερα τις καθαρευουσιάνικες υλακές των δικτατόρων. Τότε η φόρμα, ο τρόπος, αποκτούν βαθύτερο νόημα. Ο λαός του ’60 τραγουδούσε ήδη Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Γκάτσο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Τσιτσάνη· ένας νέος κόσμος ανέβλυζε. Αυτός ο κόσμος διακόπηκε και συντρίφτηκε την 21η Απριλίου 1967.

Μα και αργότερα, όταν ανέβλυζαν παράλληλα η ποπ και το ροκ, οι απόηχοι του Μάη, συγκροτείτο ένας κόσμος ελευθερίας και οραμάτων που πάλι ήταν ασύμβατος και ενάντιος στον γύψο των δικτατόρων. Κι ήταν αυτός ο κόσμος των παιδιών «με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», με μπαγκράουντ μικτό αλλά νόμιμο, Ξυλούρη, Σαββόπουλο και Ρόλινγκ Στόουνς, που έφτασε ώς την υπέρβαση του Πολυτεχνείου.

Οπως κι αν δεις τα κινηματογραφημένα αποσπάσματα, θα αντικρίσεις ασύμβατους κόσμους, πολιτικά και πολιτισμικά, ψυχογεωγραφίες ασύμπτωτες και συγκρουσιακές, θα δεις τον λαό να προσπαθεί να ξεχυθεί προς την ελευθερία και την ισότητα, και τις δυνάμεις της φεουδαρχίας να συνωμοτούν και να επιβάλλουν τυραννία. Υπό αυτή την έννοια, η άρνηση του τυραννοκτόνου και απελευθερωτικού χαρακτήρα του συμβάντος «Πολυτεχνείο ’73» πλησιάζει, αναλογικά, την άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Ταινίες: Παντελής Βούλγαρης, Θεοδόσης Θεοδοσόπουλος

To σχέδιο ριζικής μεταμόρφωσης της Πανεπιστημίου και της Πατησίων έως την πλατεία Αιγύπτου, γνωστό υπό την ποπ ονομασία Rethink Athens, επικοινωνείται συστηματικά επί δύο χρόνια, ενώ πρόδρομες προτάσεις δημοσιεύονται από το 2010. Αξιοθαύμαστη επιμονή για ένα σχέδιο που φιλοδοξεί να αναπλάσει το πιο νευραλγικό τμήμα στο ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το χρονικό ωρίμανσης του σχεδίου είναι κι αυτό λίγο-πολύ γνωστό και υπερεπικοινωνημένο. Αυτό που δεν συζητείται αρκετά είναι η πολιτική και συμβολική αξία τέτοιων επεμβάσεων. Δηλαδή, ποια είναι η σημασία της οδού Πανεπιστημίου; Οχι μόνο η συγκοινωνιακή-κυκλοφοριακή, που έχει κι αυτή μεγάλο βάρος, όχι μόνο η εμπορική, αλλά πρωτίστως και κυρίως η συμβολική, ιστορική και ζωτικά πολιτική αξία αυτού του πολεοδομικού άξονα που ενώνει την καρδιά του κράτους, το σύμπλεγμα Κοινοβουλίου, Προεδρικού και Πρωθυπουργικού μεγάρων, υπουργείων, με το διπλό ξέφωτο: με την κλασικιστική Αθηναϊκή Τριλογία στη μία πλευρά, Πανεπιστήμιο – Ακαδημία- Βιβλιοθήκη, πνευματικό πυρήνα του ελληνικού κράτους, και με το δικαστικό-τραπεζικό-εμπορικό σύμπλεγμα, από την άλλη πλευρά. Με λίγα λόγια: οποιαδήποτε χωροταξική-λειτουργική αλλαγή σε αυτό το τμήμα του ιστορικού κέντρου συνεπάγεται αλλαγή στον υλικό συμβολισμό του κράτους.

Ποιος αποφασίζει ότι θα μετασχηματιστούν η όψη, η δομή, η κυκλοφορία και η λειτουργία αυτού του συμβολικού πυκνώματος; Σε οποιαδήποτε λειτουργική δημοκρατία, η πρώτη απάντηση θα ήταν: η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία, όλων των βαθμίδων, συνεπικουρούμενη από τους επιστημονικούς και τεχνολογικούς θεσμούς της χώρας, και υπό εκτενή και σε βάθος δημόσια διαβούλευση. Ο δημόσιος χώρος, πολύ περισσότερο ο συμβολικά έμφορτος και πυκνός δημόσιος χώρος, είναι αδιανόητο να γίνει αντικείμενο άλλης διαχείρισης. Η αλλαγή του, εφόσον κριθεί αναγκαία, απαιτεί πολιτική και επιστημονική συνεργασία και συναίνεση· δεν είναι δυνατόν να διεξάγεται με όρους κηποτεχνικού εξωραϊσμού και καλλωπισμού facades, και να προκαλούνται προς τούτο αυθαίρετοι διαγωνισμοί, που θα απαιτήσουν εν συνεχεία ποταμούς δημοσίου χρήματος.

Παρακολουθώ το σχέδιο μεταμόρφωσης της Πανεπιστημίου-Πατησίων από την αρχή. Εχω παρακολουθήσει επίσης το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου διαλόγου περί το σχέδιο, στο οποίο συμμετέχουν κυρίως πολεοδόμοι, χωροτάκτες, αρχιτέκτονες, πρώην υπουργοί Χωροταξίας ― όλοι σχεδόν έχουν αντιρρήσεις για τη μεθόδευση και τη σκοπιπόμητα του έργου. Προξενεί ωστόσο εντύπωση ότι από αυτό τον διάλογο απουσιάζουν οι ολοκληρωμένες και συνεκτικές παρεμβάσεις των πολιτικά αρμοδίων, ήτοι των υπουργών Χωροταξίας και Υποδομών, του δημάρχου Αθηναίων, του περιφερειάρχη Αττικής, αλλά και των σχετικών επιστημονικών και πνευματικών θεσμών: του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, του Πανεπιστημίου Αθηνών, της Ακαδημίας Αθηνών. Ολα αυτά τα ιδρύματα θα έπρεπε να έχουν κληθεί να καταθέσουν απόψεις, εκθέσεις, γνώμες, στρατηγικές, μελέτες σκοπιμότητας. Εξ όσων γνωρίζω, μπορεί και να μου διαφεύγει κάτι μεγάλο, δεν έχει προκληθεί τέτοια ώσμωση ιδεών.

Απεναντίας, σύμφωνα με την πλούσια αρθρογραφία (πλήθος άρθρων και στην «Καθημερινή») και σύμφωνα με προσφυγή πολιτών και αρχιτεκτόνων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν υπάρχουν ούτε ολοκληρωμένη κυκλοφοριακή μελέτη ούτε στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για να μείνουμε στις απολύτως τεχνικές και μεθοδολογικές ελλείψεις.

Εχουμε γράψει πολλές φορές για τη σταδιακή εγκατάλειψη του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, μετά το Ολυμπιακό 2004, και ιδίως μετά το κράχ του 2010, που προκάλεσε εμπορική ερήμωση της Σταδίου, των Χαυτείων, της Σόλωνος. Το βαριά πληγωμένο κέντρο δεν χρειάζεται ένα ακόμη έργο έξωραϊσμού, μια ακόμη διακοσμητική gentrification όπως αυτά που έγιναν στην Ομόνοια και στην Κουμουνδούρου και έσβησαν. Το κέντρο χρειάζεται αναζωογόνηση του εμπορίου, αφύπνιση των ισογείων καταστημάτων, μετάγγιση εργαζόμενου πληθυσμού σε υπουργεία και υπηρεσίες κοινωφελούς χαρακτήρα. Το κέντρο χρειάζεται ξανά ενεργούς πολίτες, εργαζόμενους και συναλλασσόμενους, όχι χασομέρηδες και άεργους σε τραπεζοκαθίσματα και νυκτερινά παρκάκια για νταραβέρι.

Το πτωχευμένο ελληνικό κράτος κλήθηκε να διοχετεύσει σε αυτόν τον αμφιλεγόμενο εξωραϊσμό καταρχάς 80 εκατομμύρια ευρώ, εν συνεχεία 120 εκατομμύρια, αντλημένα κυρίως από το ΣΕΣ 2014-2020. Ολοι γνωρίζουν ότι έργα τέτοιας κλίμακας ξεπερνούν κατά πολύ τον αρχικό προϋπολογισμό. Αλλά το ζήτημα δεν είναι τόσο τα χρήματα (που είναι και αυτό), αλλά η σκοπιμότητα, το μακροπρόθεσμο όφελος, οι ευρύτερες επιπτώσεις, η ιστορική συνέχεια, η πολιτική ευθύνη. Ποιος αναλαμβάνει την ιστορική και πολιτική ευθύνη της μεταμόρφωσης της Αθήνας· με ποιους όρους και ποιο σκεπτικό.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης καθιερώθηκε στον δημόσιο βίο ως ο τυπικός λαϊκιστής πολιτικός, ακροδεξιού προσήμου, που έγινε γνωστός όταν ο Κώστας Καραμανλής τον διέγραψε από τη ΝΔ λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ιδρυσε κόμμα, διαφημισμένο ως γνησίως ακροδεξιό, και κατάφερνε έκτοτε να βρίσκεται στο προσκήνιο με πολλά πρόσωπα: αυτοπροβαλλόμενος ως ρυθμιστής εξελίξεων, αυτόκλητος εθνοσωτήρας, συγκάτοικος της δεξιάς πολυκατοικίας, συμπαθής ατακαδόρος, τηλεκήρυκας με τσουβαλάτα λόγια αλλά και άφθονα υπονοούμενα, τέλος, ως ιδιοκτήτης πολιτικού «μαγαζιού». Οι επόμενες γενιές δεν θα θυμούνται όλες αυτές τις ιδιότητες, εκτός κι αν τις περιλάβει το οικείο λήμμα στη wikipedia· πιαθνότατα όμως θα τον βλέπουν στα αρχεία του YouTube και θα αναγνωρίζουν στις εμφανίσεις του έναν γραφικό συνεχιστή της ελληνικής φαρσοκωμωδίας.

Τα ύποπτα εμβάσματα από εμπόριο εξοπλισμών προς τις άδηλες υπεράκτιες εταιρείες του αρχηγού του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού αποτελούν δραματικό επεισόδιο που μάς αναγκάζει να αλλάξουμε genre: η  φαρσοκωμωδία μεταπίπτει σε μαύρη κωμωδία. Ο ελισσόμενος συγκάτοικος και συγκυβερνών, ο πρόθυμος λαγός για το καλό του έθνους, ο εναλλάξ τιμητής και χατζηαβάτης της εξουσίας, ο ικανότατος επιβιωτής και χαμαιλέων, δεν γνώριζε πότε να σταματήσει, να αποσυρθεί για να απολαύσει τους καρπούς των ελιγμών του και να γράψει απομνημονεύματα. Οθεν βρέθηκε κρεμασμένος στα μανταλάκια, έκθετος στη χλεύη, ενώπιον της ανθρωπίνης δικαιοσύνης. Εξουδετερωμένος πολιτικά και υποχρεωμένος πλέον να αποδείξει πώς απέκτησε την περιουσία του κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο τελευταίος καρατερίστας, φαίνεται δεν είχε αφομοιώσει τις σοφές ατάκες και τα πικρά διδάγματα του στρατηγού Δεκαβάλλα, στο «Ενας ήρως με παντούφλες». Δεν είχε αφομοιώσει λ.χ. το σχόλιο του θυμόσοφου στρατηγού για το περίφημο άγαλμα, το σύμπλεγμα που του σερβίριζαν: «…Εγώ, η Νίκη, η Δόξα, το άλογο… Από μακριά θα φαινόμαστε σα σούστα.» Και κυρίως λησμόνησε το δραματικό φινάλε, την έξοδο του στρατηγού Δεκαβάλλα, το σοφόκλειο άμα και αριστοφανικό καθαρτήριο «Βρε ουστ!»

Στην γκάμα του καρατερίστα προέδρου δεν περιλαμβάνονταν οι δραματικές αποχρώσεις, οι ανατροπές, η πτώση. Είχε μόνο την μπαλαφάρα, τον «Μπακαλόγατο», τις ευκολίες μιας επιθεώρησης σε λαϊκό αναψυκτήριο. Μα έτσι εβιώνετο η πολιτική και ο δημόσιος βίος έως την μεγάλη πτώση·  γι ‘ αυτό άλλωστε βρήκε χώρο και ευκαιρία να μεσουρανήσει το καινοφανές πολιτικό genre του λαϊκού τηλεκήρυκα, ορμητικού, συνωμοσιολόγου και ασυνάρτητου, ερμηνευτή των πάντων·  σε αυτή την πίστα άνθησαν οι θίασοι ποικιλιών των φωνακλάδων υπερπατριωτών, των ωρυομένων για τα όσια της φυλής και τους άμωμους υπεράκτιους λογαριασμούς. Ετσι εβιώνετο η πολιτική: υποκρισία, απληστία, χρηματισμός, υποδούλωση.

Σε αυτή την ακρολαϊκιστική πίστα έλαμψαν και άλλοι βλαστοί, κήρυκες γελοιότητος και μίσους· όσοι μεταμφιέζουν ιδέες και πεποιθήσεις, προκειμένου να επιπλεύσουν σε νέες ιστορικές δεξαμενές. Η προκληθείσα πτώση του αρχηγού και διδάχου ίσως αποτελεί ένα μήνυμα και προς αυτούς. Toυς το είχε πει ο Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης το 2011: «Δεν μπορεί το περιθώριο, οι νονοί, τα λαμόγια να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή… Το περιθώριο πρέπει να ξαναγυρίσει στο περιθώριο». Ηταν το «ουστ» του στρατηγού Δεκαβάλλα, με περισσότερα λόγια.

 

Ολο τον περασμένο χρόνο διαπιστώναμε ότι η πληθωριστική νομοθέτηση, στο πλαίσιο της εφαρμογής μνημονιακών υποχρεώσεων. ενέχει πολλούς κινδύνους, λειτουργικά άσχετους από τον πολιτικό πυρήνα του μνημονίου. Με το πρόσχημα του κατεπείγοντος και με τη μέθοδο των πολυνομοσχεδίων και των εμβόλιμων τροπολογιών, προωθούνται φωτογραφικές διατάξεις προς εξυπηρέτησιν συγκεκριμένων ομάδων ή προσώπων.

Τέτοιες τροπολογίες έχουν επισημανθεί και από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος: π.χ., το περασμένο καλοκαίρι, ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Τζαβάρας είχε επισημάνει διάταξη, μέσα στο νομοσχέδιο για την εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ, με την οποία ακυρωνόταν κάθε μελλοντική δίωξη που μπορούσε να ασκηθεί εις βάρος καταχραστών δημοσίου χρήματος, και εξαιρούσε από την ποινική ευθύνη για δωροδοκία όλους τους υπεύθυνους ΝΠΙΔ επιχορηγούμενων από το κράτος. Μετά την ψήφισή του, ο κ. Τζαβάρας μελέτησε το νομοσχέδιο και έσπευσε στον υπουργό Δικαιοσύνης που είχε εισαγάγει την διάταξη: «Τι είναι αυτό το πράγμα, Μπάμπη;» Ο κ. Μπάμπης Αθανασίου ισχυρίσθηκε ότι μπήκε εκ παραδρομής, και με άλλη τροπολογία την κατήργησε. Το περιστατικό είχε περιγράψει στον «Σκάι» η βουλευτής Φωτεινή Πιπιλή, τη δε συγκεκριμένη διάταξη είχε καταγγείλει και η Ενωση Εισαγγελέων. Ο βουλευτής Κ. Τζαβάρας είχε δηλώσει ότι η επίμαχη διάταξη πιθανόν να λειτουργούσε υπέρ των εμπλεκομένων στην υπόθεση Siemens, η οποία εκκρεμεί ακόμη.
Αλλες νομοθετικές ρυθμίσεις δεν εντοπίστηκαν και δεν αποσύρθηκαν. Μία: Στο θερινό τμήμα της Βουλής ψηφίστηκε διάταξη με την οποία ο αρμόδιος υπουργός θα τροποποιεί με απλή απόφαση τα Ρυθμιστικά σχέδια των πόλεων, καταργώντας κάθε αξιολογικό κριτήριο, κάθε διαβούλευση, κάθε θεσμικό ή επιστημονικό όργανο. Αλλη: Με μια εμβόλιμη παράγραφο σε άσχετο (πάντα) νομοσχέδιο επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί από τους δικαστικούς λειτουργούς η δυνατότητα να ζητούν άρση τηλεπικοινωνιακού απορρήτου κατά την έρευνα οικονομικών εγκλημάτων.

Πολλές: Προχθές ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρος Ρακιτζής, κατέθεσε στη Βουλή αναλυτική έκθεση με δεκατέσσερις νομοθετικές παρεμβάσεις, που απαλλάσσουν δημόσιους λειτουργούς από ποινικές και αστικές ευθύνες, αναδρομικά ή και μελλοντικά. Σε αντιδιαστολή, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων εσόδων ζήτησε από τον γενικό επιθεωρητή να μην υποδεικνύει φορολογικές δράσεις νομικών ή φυσικών προσώπων, εμπελεκομένων σε υποθέσεις διαφθοράς δημόσιων λειτουργών· τον έλεγχο θα τον διεξάγει πλέον η κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών, μέσω «ειδικού συστήματος ανάλυσης κινδύνου».

Προφανώς εγείρεται μέγα θέμα συνταγματικής νομιμότητας και ηθικής τάξεως. Οι βουλευτές, ακουσίως ή εκουσίως, ψηφίζουν νόμους που ξεπλένουν ανομήματα ή δημιουργούν ασπίδα ακαταδίωκτου για μελλοντικές έκνομες ενέργειες. Η δε εκτελεστική εξουσία, όχι μόνο παρανομοθετεί, αλλά επιπλέον απαγορεύει την έρευνα. Αυτός ο τρόπος νομοθετικής αμνήστευσης και ξεπλύματος δεν επιβάλλεται από κανένα μνημόνιο, δεν περιλαμβάνεται στα προαπαιτούμενα για καταβολή δόσεως, και βέβαια δεν τελείται για τη διάσωση της χώρας υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Πολύ περισσότερο που και μόνη η χαοτική, πληθωριστική και ασυνεχής παραγωγή νόμων προκαλεί έμφραγμα στην απονομή δικαιοσύνης, αλλά και στην ομαλή λειτουργία της διοίκησης, της αγοράς και της εθνικής οικονομίας. Το επισήμαναν την περασμένη εβδομάδα, από διαφορετικές αφετηρίες αλλά με παρόμοια αγωνία, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Εχουμε περιγράψει την κατάσταση ως ασυγχώρητη υποβάθμιση του Κοινοβουλίου, ως παραβίαση της διάκρισης των εξουσίων, ως διαρκή κατάχρηση της εκτελεστικής εξουσίας, ως επικίνδυνη διάχυση αδικίας πάνω στο πάσχον κοινωνικό σώμα, ως κλονισμό της πίστης των πολιτών στη δημοκρατία. Το έχουμε αποκαλέσει και πλιάτσικο επί ερειπίων.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

Πέρυσι αισθάνθηκα αύρα παλαιοβαλκάνια να πνέει πάνω από το μαραμένο κέντρο της Αθήνας. Το ξανάνιωσα. Κατήφεια και εσωστρέφεια, εγκατάλειψη, καθυστέρηση, φτώχεια. Ολο το Σάββατο και την Κυριακή περπατούσα πάλι στο κέντρο. Εξάρχεια, Χαυτεία, Στουρνάρη, Κάνιγγος, Βάθη, Ομόνοια, Ακαδημίας, Σόλωνος, Χ. Τρικούπη, Ασκληπιού. Από την Αθηναϊκή Τριλογία έως την πλατεία Βάθη, κι από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την Ιερά Οδό.

Αρκετά μαγαζιά στα Χαυτεία ήταν ανοιχτά την Κυριακή, τα περισσότερα κλειστά. Πολύς κόσμος στους δρόμους, λίγος στα μαγαζιά για ψώνια. Γεμάτοι οι φούρνοι, γεμάτα τα καφενεία με τραπέζια στη λιακάδα. Η πλατεία Ομονοίας έλαμπε, παράξενα ωραία, κυριακάτικη. Στους δρόμους που δεν τους λάμπρυνε ο ήλιος, δυσοίωνη υγρασία τρύπωνε στα κόκαλα: σπασμένα ρείθρα, βρώμικα πεζοδρόμια, κλειστές βιτρίνες σκεπασμένες με αφίσες και γκράφιτι, αραιά και πού κανένα πωλείται ή ενοικιάζεται, σχισμένα, δεν περιμένουν πια αγοραστές και ενοίκους. Πόλη παρατημένη.

Η αγορά στο υπογάστριο του ιστορικού κέντρου έχει χαρακτήρα τριτοκοσμικό, μικρό Κάιρο· τα φτηνοεμπορεύματα απλωμένα στον δρόμο, κινέζικα με χάρτινες ταμπέλες φωνάζουν την τιμή, πέντε ευρώ φούτερ, είκοσι ευρώ παπούτσια, τυρόπιτες, σουβλάκια, φραπέδες όλα ένα ευρώ. Οι κυριακάτικοι πελάτες σε αυτό το παζάρι μιλούν γλώσσες της μετανάστευσης, τη μοναδική ημέρα σχόλης ξοδεύουν φειδωλά τα λιγοστά του μόχθου.

Το βράδυ της Κυριακής, η Ακαδημίας είναι σκοτεινή, έρημη, μόνο τα σινεμά και η Λυρική κρατούν φως και ανθρώπους. Αδεια, σκοτεινά τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, μέχρι την Αλεξάνδρας. Στις σκαλωσιές, Βουλής και Κολοκοτρώνη, άστεγοι-στρουθία έχουν καταλάβει τις θέσεις στα μαδέρια της σκαλωσιάς, έστρωσαν το κρεβάτι τους, κλείνουν τα μάτια κι ακούνε τις μουσικές απ’ τα μπαρ.

Η θλίψη αυτής της πτωχευμένης, αχτένιστης, παρατημένης πόλης αντισταθμίζεται από κρυφές χάρες, αυτές που δεν πολυνιώθαμε στους αμέριμνους καιρούς. Πόλη σε μέτρα ανθρώπινα, μια γειτονιά, αγκαλιά, ακόμη και το κέντρο, μικρές πολυκατοικίες, απρόοπτα ξέφωτα όπου προβάλλουν με χάρη και μεγαλείο οι λόφοι, ο Βράχος. Πόλη με κλίμα διαρκώς γλυκύ, θερμή άνοιξη με διαβαθμίσεις. Πόλη διαρκώς αναμμένη – να, αυτό λιγοστεύει τώρα, το φως, ο βόμβος, η κίνηση, αυτοί οι ζωτικοί χυμοί εγκαταλείπουν τις αρτηρίες του κέντρου. Αυτή η εγκατάλειψη πλακώνει το στήθος και πονάει. Πόλη μου παρατημένη.

Τη Δευτέρα η πόλη ξυπνάει άλλη. Το πρωινό την ωθεί, της σταλάζει κουράγιο. Να όμως και η συμφόρηση: στα χαμηλά της Σόλωνος η αριστερή λωρίδα είναι μονίμως κατειλημμένη από σταθμευμένα οχήματα· λεωφορεία και γιώτα-χι ελίσσονται, αργοπορούν, εκνευρίζονται, το ποτάμι φρακάρει στο δέλτα αντί να ανοίγει. Στην Ακαδημίας τα φορτηγά ξεφορτώνουν μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο δεν υπάρχει Τροχαία, ποτέ. Δεν χρειάζεται. Μόνο πάνοπλοι φρουροί.

Η Κομνηνών είναι όρυγμα σε πεδίο πολέμου, ο χειρότερος δρόμος των Αθηνών. Από την Αλεξάνδρας και μετά, σε όλα τα φανάρια που αργούν, άνθρωποι συνωστίζονται για μερικά δεκάλεπτα. Καποδιστρίου: Λεωφόρος της Επαιτείας και της Πρέζας. Αθόρυβα, ταπεινά πλησιάζουν τ’ ανοιχτά παράθυρα των οδηγών. Λέει: «Με τα πενήντα λεπτά, κύριε, συμπλήρωσα να πάρω τσιγάρα, είμαι εκατομμυριούχος, υγεία να ’χετε…». Ενας κούριερ ξεπεζεύει σοβαρός, ανοίγει το πορτ μπαγκάζ της βέσπας, στο εσωτερικό του καπακιού τρεις εικόνες προσεκτικά κολλημένες, η μεγάλη του Χριστού, οι μικρές των προστατών αγίων.

Στην Πειραιώς μια γυναίκα: «Ευλογημένος του Θεού να είσαι, καλό δρόμο, υγεία στην οικογένειά σου, όλες τις ευλογίες του Θεού, κύριε».

Η πόλη λειτουργεί μαγικά, με την εγκαρτέρηση των κατοίκων.

Π​​ριν από μερικές ημέρες ένα βράδυ έτυχε να παρακολουθήσω από το κανάλι της Βουλής ένα ντοκιμαντέρ για την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, στην Κρήτη, την 26η Απριλίου 1944. Το ιστορικό γεγονός είναι γνωστό, έχουν δημοσιευθεί βιβλία, άρθρα, συνεντεύξεις και απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών. Η συγκεκριμένη ταινία, ωστόσο, προερχόμενη από το αρχείο της ΕΡΤ, γυρισμένη το 2003 από τον σκηνοθέτη Νίκο Παπαθανασίου, είχε ορισμένες αρετές που αιχμαλώτισαν την προσοχή μου πέρα από τα γεγονότα καθεαυτά, και με κράτησαν καθηλωμένο μπρος στην οθόνη να ρουφάω κάθε λεπτό.

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ταινίας βασίζεται στην πηγαία, αδιαμεσολάβητη και ανόθευτη αφήγηση των ανθρώπων, των πρωταγωνιστών, κυρίως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του τελευταίου επιζώντος αντάρτη, του Ηλία Αθανασάκη. Ενας λεβεντάνθρωπος Κρητικός, με το μουστάκι του, καλοστεκούμενος, που μαγνητίζει τον θεατή-ακροατή με την ευθύτητα, τη διαύγεια, τη σαφήνεια και την παραστατική δύναμη του λόγου του. Τίποτε δεν περίσσευε στην αφήγησή του, καμία ανούσια λεπτομέρεια, καμία περιαυτολογία· ακρίβεια χωρική και χρονική· κι όλη η εξιστόρηση τοποθετημένη στο ευρύτερο πλαίσιο, με δραματική κορύφωση στο φινάλε.

Ρέουσα γλώσσα, στέρεα ελληνικά, οικονομία και ακρίβεια λόγου που δείχνουν άνθρωπο που έχει ψηθεί μέσα στην Ιστορία, που έχει περάσει μέσα από πόλεμο, που έχει ζυμωθεί με τον κίνδυνο και τον θάνατο. Σαμποτέρ, κατάσκοπος, αντάρτης, πατριώτης, μαχητής της ελευθερίας. Ο οποίος κατόπιν πολέμησε με τον τρόπο του στον ειρηνικό βίο. Ενας ιστορικός άνθρωπος λοιπόν, μορφωμένος, πεπαιδευμένος μες στη ζωή, από τη ζωή.

Αναπόφευκτα, σύγκρινα αυτόν τον άνθρωπο με τους σημερινούς, τους ανθρώπους της ειρήνης και της έως πρόσφατα ευημερίας: πώς μιλούν και πώς αφηγούνται μπροστά σε μια κάμερα. Θραυσμένα, άτακτα, ανούσια, ναρκισσιστικά. Η σύγκριση είναι συντριπτική.

Προς το τέλος, προστέθηκε η αφήγηση ενός άλλου επιζώντος, του Γιώργου Χαροκόπου, συνδέσμου στην τελική φάση της απαγωγής, στη διαφυγή με βρετανική τορπιλάκατο από τον όρμο Ροδάκινο στο αιγυπτιακό λιμάνι Μάρσα Ματρούχ. Με ανάλογη ενάργεια ο Χαροκόπος πρόσθεσε ανθρώπινες, προσωπικές πινελιές: Αφησαν τα ρούχα και τα παπούτσια τους για να επιβιβαστούν στη βάρκα, κι αυτά θα τα έπαιρναν άλλοι μαχητές πίσω τους, ανυπόδετοι και στερημένοι. Πώς έφτασαν με τις γενειάδες και τα πουκάμισα στην Αίγυπτο, όπου τους έντυσαν και τους παρέθεσαν δείπνο. Τι θυμόταν από το επινίκιο δείπνο; Το άσπρο ψωμί, που είχε να το δει τρία-τέσσερα χρόνια και το σταυροκόπημα ενός Ρώσου συμπολεμιστή, πριν από το φαγητό, μαζί με την ευχή «Κριστός ανέστη». Στη χώρα του κομμουνισμού είχε χριστιανούς…

Είπαμε πριν για τη δραματική κορύφωση του Ηλία Αθανασάκη. Ο νικητής των Γερμανών, ο απαγωγέας του στρατηγού, μετά την άφιξή του στην Αίγυπτο, φυλακίστηκε στο Κάιρο. Είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ το κίνημα του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή. Μάταια φώναζε να του φέρουν τον αρχηγό της απαγωγής, τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, να βεβαιώσει ποιος ήταν. Ο Αθανασάκης ήταν ο επικεφαλής πληροφοριών στα Χανιά.

Ο μαχητής, που είχε πολεμήσει τον κατακτητή και τον είχε νικήσει, βρίσκεται αντιμέτωπος με την άλλη όψη της ιστορίας, τη διόλου ηρωική. Αντιμέτωπος με τη μικροψυχία, τη γραφειοκρατία, την καχυποψία, τον εμφύλιο σπαραγμό. Μετά τον πόλεμο, ο αγώνας του δεν αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος, ως στρατιωτική υπηρεσία, διότι ανήκε στο συμμαχικό στρατηγείο… Κι όταν μια κλήση, για να παραστεί ως βασικός μάρτυρας σε δίκη δωσίλογου, δεν φτάνει ποτέ στα χέρια του, τιμωρείται με βίαιη προσαγωγή και δύο χρόνια φυλάκιση· οδηγείται σιδηροδέσμιος από την Αθήνα στην Κρήτη. Ο τόνος της φωνής ανεβαίνει, «πώς πληρώνουνε τους πατριώτες», η φωνή σπάει: «Αυτή ήτονε η απολαβή μου». Σηκώνει το χέρι, δείχνει με το δάχτυλο – την πατρίδα, την Ιστορία; Freeze frame. Η ταινία τελειώνει, ανοιχτή σε όλες τις σκέψεις, όλα τα συμπεράσματα, με τον τρόπο του Θουκυδίδη.

Η ιστορία του Ηλία Αθανασάκη συνοψίζει με τον τρόπο της μια δραματική περίοδο, που επεφύλαξε στιγμές δόξας, τιμής, πείνας, θανάτου και σπαραγμού, από την 28η Οκτωβρίου 1940 έως το τέλος του Εμφυλίου, μια δεκαετία. Με όλα τα δεινά, ήταν μια περίοδος που γαλβάνισε όλο τον ελληνικό λαό, τον έκανε ιστορικό, τον έκανε μαχητή. Προσεγγίζοντας τα τεκμήρια και τις προφορικές αφηγήσεις, δεν ανασυστήνουμε μόνο το παρελθόν, προσεγγίζουμε το παρόν. Μαθαίνουμε να συλλογιζόμαστε συνθετικά και δημιουργικά, δηλαδή συνετά αλλά και θαρρετά, αντίκρυ στις ενδεχομενικότητες, στους δρόμους και στις τροπές της Ιστορίας. Πάντα ζούμε σε μεταίχμιο, με ανατροπές και γυρίσματα, πολύ περισσότερο τώρα.

Καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους στο ντοκιμαντέρ, και είδα το σήμα της ΕΡΤ, σκέφτηκα ότι αυτή η ταινία είναι ελάχιστο μέρος, πολύτιμο, ενός οπτικοακουστικού αρχείου του νεότερου ελληνισμού. Το 2014, παραμονές της επετείου του ΟΧΙ, έβλεπα μια ταινία του 2003, ήδη παλιά, με φωτογραφικά και έντυπα τεκμήρια, με ιστορική έρευνα, με προφορικές μαρτυρίες. Τότε έκαναν τέτοιες ταινίες. Από το καλοκαίρι του 2013 δεν παράγεται τίποτε, η ΕΡΤ δεν υπάρχει. Αναρωτιέμαι: Τι ντοκιμαντέρ, τι ταινίες θα αφήσουμε πίσω μας από το 2013-2014; Τι θα δούνε από μας οι μελλοντικοί Ελληνες θεατές; Τι τέχνη, τι στοχασμό, τι εικόνες παρήγαγαν οι Ελληνες της κρίσης; Σκέφτομαι ότι απ’ την παρούσα τηλεόραση θα απομείνουν πρωινάδικα και παραθυρο-καβγάδες, πεταμένα στο YouTube.

Η είσοδος μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα έχει απασχολήσει με πολλούς τρόπους την ελληνική κοινωνία και την πολιτική διοίκηση, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πλην, τις περισσότερες φορές, ατελέσφορα. Στις προσεγγίσεις συχνά περίσσευαν η προχειρότητα και οι βραχυπρόθεσμες διευθετήσεις, μαζί με συγκάλυψη των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος. Συχνά επίσης το μεταναστευτικό έγινε πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης και χειρισμού φοβιών. Ελλειψε η ολοκληρωμένη μελέτη και ένα σχέδιο διαχείρισης με συνοχή, διάρκεια και προσαρμοστικότητα.

Μόνο μετά το 2010, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και τη δοαφοροποιημένη ροή, έχουμε μια πρώτη απόπειρα ολοκληρωμένης πολιτικής: αυστηρός έλεγχος των συνόρων, οργανωμένα κέντρα κράτησης και επαναπατρισμός, εθελούσιος και υποβοηθούμενος ή αναγκαστικός. Σε αυτή τη στροφή συνέβαλε η αύξηση της κοινοτικής χρηματοδότησης, για υποδομές και νέες λειτουργίες.

Για πρώτη φορά από τότε, μια πρωτότυπη έρευνα αξιολογεί τις εφαρμοσθείσες πρακτικές, δίνοντας έμφαση στην κοστολόγηση και στην αποτελεσματικότητα. Πρόκειται για το άρτι ολοκληρωθέν Σχέδιο Μίδας (Midas Project), των ερευνητριών του ΕΛΙΑΜΕΠ κ. Αννας Τριανταφυλλίδου, Αγγελικής Δημητριάδη και Δανάης Αγγελή, το οποίο θα παρουσιαστεί δημοσίως στις 30 του μηνός, στο Impact Hub, στου Ψυρρή. Ουσιαστικά πρόκειται για το πρώτο εργαλείο-μόνιτορ πάνω στην ασκηθείσα μεταναστευτική πολιτική του διαστήματος 2008-2013, με σύνδεση κόστους-αποτελέσματος.

Πολλά τα ενδιαφέροντα ευρήματα και οι παρατηρήσεις των ερευνητριών. To πιο ενδιαφέρον είναι το συμπέρασμα: η παρατεταμένη κράτηση, σε χώρους όπως το στρατόπεδο της Αμυγδαλέζας, εκτός από αντιανθρώπινη και συχνά παράνομη, είναι και μάταιη, είναι αναποτελεσματική και πανάκριβη. Το κόστος της Αμυγδαλέζας υπολογίζεται σε 10,5 εκατομμύρια ετησίως. Σε σύγκριση, η Ελλάδα το διάστημα 2008-2013 απορρόφησε από την Ε.Ε. (Ταμείο Επαναπατρισμών) 130 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο το 50% διατέθηκε για επαναπατρισμό. Το 32% διατέθηκε για τις εγκαταστάσεις κράτησης. Συνολικά, κατά τη συγκεκριμένη πενταετία, η Ελλάδα διέθεσε μισό δισεκατομμύριο ευρώ για συνοριακή επιτήρηση (61%), χορήγηση ασύλου (10%) και επαναπατρισμό (29%). Ο έλεγχος του Αιγαίου είναι το πιο δαπανηρό πεδίο: 76 εκατομμύρια ευρώ το 2014, 62,3 εκατ. το 2013, σύμφωνα με το υπουργείο Ναυτιλίας.

Η αχίλλειος πτέρνα της τρέχουσας πολιτικής είναι η κράτηση, κι αυτό πέραν των αιτιάσεων για τις άθλιες συνθήκες και τον συνήθως παράλογο χρόνο κράτησης. Σύμφωνα με την έρευνα, κάθε κρατούμενος κοστίζει 16 ευρώ ημερησίως· για τους περίπου 5.000 κρατούμενους σήμερα, το κόστος είναι 28,7 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η πρόβλεψη είναι για 7.500 κρατούμενους, με κόστος 43,2 εκατ., σχεδόν όσος όλος ο προϋπολογισμός του 2013 για κράτηση και επαναπατρισμό.

Σε αντιπαραβολή, το κόστος επαναπατρισμού είναι 1.240 ευρώ ανά άτομο. Απαξ. Ο ναύλος σε αεροσκάφος της γραμμής είναι 404 ευρώ, με συνήθεις προορισμούς Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Αφγανιστάν, Ιράκ, Κίνα. Στο κόστος οικειοθελούς επαναπατρισμού περιλαμβάνεται χρηματικό βοήθημα 400 ευρώ. Πολλοί οικονομικοί μετανάστες δέχονται να επιστρέψουν εθελοντικά. Οι προερχόμενοι από εμπόλεμες ζώνες (Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Ερυθραία) αρνούνται φυσικά· αλλά αυτοί πρέπει να θεωρούνται πρόσφυγες πολέμου. Η ροή από τις εμπόλεμες ζώνες αναμένεται να ενισχυθεί, χωρίς εύκολες λύσεις. Μόνο η συντονισμένη και μοιραζόμενη ευθύνη των χωρών της Ε.Ε. μπορεί να βοηθήσει.

Ευλόγως, προτείνεται να ενισχυθούν οι εργασίες αναγνώρισης και ταυτοποίησης κατά την είσοδο, η παροχή βοήθειας και η όσο το δυνατόν συντομότερη επιστροφή των μεταναστών στις πατρίδες τους. Η κράτηση γεννά περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει ― η παροδική ενίσχυση της μικροοικονομίας που προκαλούν δεν πρέπει να επηρεάζει τη μακρόπνοη πολιτική.

Rembrandt_Harmensz._van_Rijn_135

Μια από τις σοβαρότερες ανησυχίες των Γερμανών αναλυτών για το μέλλον της πατρίδας τους είναι η σταθερή και επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού της, ο δημογραφικός μαρασμός. Προβάλλοντας την παρούσα κατάσταση στο μέλλον, η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Έτος ενεργού γήρανσης 2012, περιέγραψε ότι το εργατικό δυναμικό της Γερμανίας θα μειώνεται κατά 200.000 ετησίως, για τη δεκαετία 2010-2020. Η περαιτέρω προβολή δείχνει ότι, αν δεν μεσολαβήσει κάποια ανατροπή, στη Γερμανία οι συνταξιούχοι, από το 31% του πληθυσμού που ήταν το 2010, θα φτάσουν το εφιαλτικό 57% το 2045.

Το ίδιο συμβαίνει στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης: σήμερα αντιστοιχούν τέσσερα άτομα παραγωγικής ηλικίας (15-64 ετών) ανά έναν συνταξιούχο (άνω των 65 ετών), το 2060 όμως θα αντιστοιχούν μόνο δύο παραγωγικά άτομα για κάθε συνταξιούχο. Για όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ οι εκτιμήσεις για τις δημογραφικές μεταβολές του εργατικού δυναμικού μεσοπρόθεσμα, το 2020-2060, είναι αρνητικές. Μόνο η Ιρλανδία θα καλπάζει δημογραφικά, ακολουθούμενη από τη Μ. Βρετανία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.

Δυστυχώς και σε αυτό το κρίσιμο πεδίο, η Ελλάδα είναι ο αρνητικός πρωταθλητής. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η χώρα μας έχει τον περισσότερο γηράσκοντα πληθυσμό μεταξύ των κρατών της Ε.Ε.: οι γέροι αυξάνονταν με ρυθμό 21,4% στα έτη 2001-2006, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 17,2%. Κατά την Eurostat, το 2050 το 32,1% του ελληνικού πληθυσμού θα έχει ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών, έναντι 16,6% που ήταν το 2000. Η εκτίμηση έγινε το 2007, πολύ πριν η χώρα χτυπηθεί από την κρίση και επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο οι δείκτες γεννητικότητας και μετανάστευσης. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ε.Ε.: 9%, μαζί με την Ιταλία. Χειρότερες ήταν μόνο η Γερμανία και η Πορτογαλία, με 8,4% και 8,5% αντίστοιχα. Η εκτίμηση για την εξέλιξη του εργατικού δυναμικού (ηλικίας 20-64) είναι εξόχως ανησυχητική: από το 2020 έως το 2060, δηλαδή σε μιάμιση γενιά περίπου, το παραγωγικό δυναμικό θα είναι μειωμένο κατά 15%.

Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού είναι προφανείς και δύσκολα αντιστρέψιμες. Επηρεάζει δυσμενώς το συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό σύστημα, τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας, μειώνει το νέο δυναμικό που εντάσσεται στην εργασία, εξασθενεί την εθνική άμυνα, εξασθενεί την εσωτερική ζήτηση, προσανατολίζει την επιχειρηματικότητα στη γεροντική ζήτηση, εξασθενεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Με δυο λόγια, μια κοινωνία γερόντων σκέφτεται και δρα γεροντικά, αμυντικά, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, χωρίς τόλμη και οραματισμό, χωρίς ρίσκα, χωρίς φαντασία.

Αυτή την παγίδα γήρατος και κοντόθωρου συντηρητισμού περιγράφουν οι Γερμανοί αναλυτές για τη χώρα τους και τα κέντρα λήψεως αποφάσεων: μια κοινωνία που ζει όπως ο Εμπενέζερ Σκρουτζ, γύρω από το πουγκί, ξορκίζοντας το μέλλον. Ομως δεν υπάρχει Πνεύμα των Χριστουγέννων για τα γηρασμένα έθνη.

Στην Ελλάδα η δομική δημογραφική κάμψη, εκφραζόμενη έως πρόσφατα ως υπογεννητικότητα, παίρνει απειλητικές διαστάσεις καθώς ενισχύεται από τη σφοδρή οικονομική και κοινωνική κρίση μετά το 2010. Οι μαζικές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, η πρωτοφανής ανεργία, η μετανάστευση, δρουν σωρευτικά και ενισχυτικά πάνω στη δημογραφική κάμψη. Το 2011 για πρώτη φορά οι θάνατοι υπερέβησαν τις γεννήσεις· ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 4.671 άτομα. Το 2012 οι θάνατοι στην Ελλάδα υπερέβησαν τις γεννήσεις κατά 16.300, ενώ εμφανώς αρνητικό ήταν και το ισοζύγιο μετανάστευσης: έφυγαν 44.200 περισσότεροι από όσους ήρθαν.

Η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού επιδρά καταλυτικά στη γεννητικότητα, η οποία είχε περάσει τα όρια συναγερμού ήδη πριν από την κρίση: ο δείκτης γονιμότητας σήμερα είναι 1,3 (παιδιά ανά μητέρα σε αναπαραγωγική ηλικία), έναντι του επιθυμητού δείκτη 2,3 και του απολύτως αναγκαίου 2,1. Ποιος θα φέρει στον κόσμο παιδιά, όταν δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τους δικούς του όρους επιβίωσης; Η υπογεννητικότητα και η σύστοιχη γήρανση, μαζί με την φτωχοποίηση και την έλλειψη προοπτικής, απειλούν τον ελληνικό λαό πολλαπλώς, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, βιολογικά, αλλά και ιστορικά, στη μέση διάρκεια. Πλάι στους ορατούς, αθέατοι πλην βαθύτατοι μετασχηματισμοί συντελούνται στο κοινωνικό σώμα, φυγοκεντρήσεις και θραύσεις, καταστροφικές για τη συνοχή και την ελάχιστη αναγκαία αυτοσυνειδησία. Στα χρόνια της αμεριμνησίας του λαϊφστάιλ κυριάρχησε η ρηχή νεολαγνεία, στα χρόνια της Υφεσης τη διαδέχτηκαν η γεροντίλα και ο μαρασμός.

Ζωγραφική: Ρέμπραντ, Η τελευταία αυτοπροσωπογραφία.

Σήμερα Κυριακή οργανώνεται για δεύτερη φορά ένας περίπατος στην Αθήνα της Κατοχής, με αφορμή τα εβδομήντα χρόνια από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας. Πέρυσι σε παρόμοιο ιστορικό περίπατο προσήλθαν πάνω από χίλια άτομα. Η ιδέα είναι απλή: ένας οδηγός μεταφέρει τους περιπατητές σε τοπόσημα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Και τους θυμίζει τι συνέβη σε αυτή η γωνία, τι υποδεχόταν αυτό το κτίριο, τι συνέβη σε αυτό το πεζοδρόμιο.

Μερικά τα γνωρίζουμε. Στην οδό Μασσαλίας, εκεί που γνωρίσαμε τα υπαίθρια μικροβιβλιοπωλεία, βρισκόταν επί Κατοχής το νεκροτομείο· εμείς γνωρίσαμε το νεκροτομείο στα κτίρια της Ιατρικής στο Γουδί. Καλούμαστε να ανασυνθέσουμε μια σκληρή εικόνα: τα κάρα που μετέφεραν στη Μασσαλίας τις σορούς των νεκρών του κατοχικού λιμού.

Στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος ένα μισοκρυμμένο μνημείο θυμίζει ότι εδώ η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε τα γραφεία της φιλοναζιστικής ΕΣΠΟ, που στρατολογούσε Ελληνες για τη Βέρμαχτ. Το γνωρίζω. Γνωρίζω ότι στα υπόγεια της Κοραή ήταν τα κολαστήρια της Κομαντατούρ, όπου μαρτύρησαν χιλιάδες πατριώτες – τα έχω επισκεφθεί. Δεν γνώριζα όμως ότι Πανεπιστημίου 64 και Σανταρόζα βρισκόταν το καζίνο του Μαυροκέφαλου, όπου μαυραγορίτες και δωσίλογοι έπαιζαν τις λίρες της προδοσίας.

Η πόλη είναι η μνήμη της, μάλλον οι μνήμες των ανθρώπων της, αυτών που έζησαν κι αυτών που τη ζουν τώρα, συνυφασμένες αξεδιάλυτα σ’ ένα συνεχές χωροχρόνου άλλοτε ορατό κι άλλοτε κρυμμένο, πάντα εκεί, πάντα εδώ, περιμένει να το δούμε, να μας μιλήσει, να μας παρωθήσει σε αυτογνωσία.

Η Αθήνα είναι τέτοιο θέατρο μνήμης, που περιμένει το βλέμμα του κατοίκου, του περιπλανητή, για να ανασύρει δράματα ατομικά και συλλογικά, τραγωδίες και ειρωνικές λεπτομέρειες. Εδώ μια κλινική που φιλοξένησε τραυματίες, στην Οικονόμου το σπίτι του Λαπαθιώτη, στην Ασκληπιού του Παλαμά, στη Ζωοδόχου Πηγής του Κουν, στην Ιπποκράτους έξω από την πανεπιστημιακή Λέσχη μαζεύονταν οι νέοι γύρω από τον Σικελιανό, στη γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου έπεσε ο Τέλλος Αγρας χτυπημένος από αδέσποτη σφαίρα τις μέρες της απελευθέρωσης, τα σημάδια στους τοίχους είναι από σφαίρες. Στη Βασιλίσσης Σοφίας δολοφονήθηκε την εποχή του Διχασμού ο Ιων Δραγούμης. Γύρω απ’ το Πολυτεχνείο και τα Εξάρχεια, μέχρι την Ομόνοια και τα Προπύλαια, εξόρμησαν οι παράτολμοι απεργοί του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1943, εναντίον της αναγκαστικής επιστράτευσης για τα γερμανικά εργοστάσια, σε αυτούς τους δρόμους πέφτουν οι δεκάδες νεκροί διαδηλωτές την 22α Ιουλίου 1943 ξεσηκωμένοι για την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Σε αυτούς τους δρόμους, τριάντα χρόνια αργότερα, πέφτουν οι νεαροί διαδηλωτές του Πολυτεχνείου χτυπημένοι από ελεύθερους σκοπευτές.

Το μεταίχμιο που ζούμε οδηγεί το βλέμμα μας σε ό,τι ήταν αθέατο έως πρόσφατα· το στρέφει από τo mall της ματαιοδοξίας στα ίχνη ενός ζωτικού παρελθόντος, σε ίχνη αγώνων και αγωνίας. Επανασυνδεόμενοι με το παρελθόν, ελπίζουμε ότι θα κατανοήσουμε βαθύτερα το δύσκολο παρόν, την εσωτερική λογική των συμβάντων και των ενδεχομένων μες στην ιστορική ροή, ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αντέξουμε τη δυσχέρεια, να αντέξουμε την ιστορία ως δρώντα υποκείμενα, ως συνδιαμορφωτές, και όχι ως άβουλοι θεατές.

Πλάι στον Κεραμεικό, την Αγορά, την Πνύκα, την Ακαδημία Πλάτωνος, υπό τη σκιά της Ακροπόλεως και του αβάσταχτου κλέους των χρυσών χρόνων, πλάι στους διάσπαρτους μεσαιωνικούς ή μεταβυζαντινούς ναΐσκους, διαλείμματα ησυχίας, βρίσκονται τα πρώτα οικήματα του κράτους, άλλα ταπεινά, σαν τις λαϊκές αυλές θαυμάτων του Παπαδιαμάντη, του Μητσάκη, του Ροΐδη, άλλα ευκλεή και μνημειώδη, νεοκλασικά, εκλεκτικιστικά, καυτατζόγλεια και άλλα. Από τον Μεσοπόλεμο και, κυρίως, μετά τον Δεύτερο Πόλεμο, η λαϊκή και νεοκλασική Αθήνα γίνεται μοντέρνα, χαώδης, μεγάλη, χωνευτήρι, γίνεται μητρόπολη.

Σε αυτή τη μητροπολιτική κορυφή, σκοτεινιασμένη απ’ την κρίση, στεκόμαστε τώρα, αμήχανοι, σαστισμένοι, με κρυμμένη τη γραμμή του ορίζοντος. Ετσι γυρνάμε το βλέμμα στο παρελθόν. Νομίζω γόνιμα. Σίγουρα με αίσθηση σοβαρότητας, ίσως και αίσθηση επείγοντος, για να καλύψουμε κενά, για να κερδίσουμε τον άδειο χρόνο της προηγούμενης αμεριμνησίας, της αμνησίας. Περπατάμε, λοιπόν, για να ανακτήσουμε το ιστορικό κέντρο, την πόλη, τον ζωτικό χώρο της δημοκρατίας, για να ξανανιώσουμε πολίτες και ιστορικά όντα, με παρελθόν, με συνέχειες, με ρήξεις. Το άστυ είναι πολύ βαθύτερο και πλουσιότερο από real estate και gentrification.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits