You are currently browsing the tag archive for the ‘ταυτότητα’ tag.

Στο κατώφλι κάθε αλλαγής είναι δικαιολογημένη η ανησυχία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Εντούτοις οι επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι ένας ακόμη σταθμός σε μια μακρά διαδρομή ανατροπών και μετασχηματισμών, η οποία άρχισε τυπικά με το Καστελόρριζο τον Απρίλιο 2010 και συνεχίζεται. Μπορούμε να εντοπίσουμε σημάδια λήξης στον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης, αρκετά νωρίτερα: ήδη από το ξεθύμασμα της ολυμπιακής ευωχίας.

Το καλοκαίρι του 2007, οι πυρκαγιές σήμαιναν την κορύφωση της γενικευμένης αθυμίας και τη διάχυση μιας δυσφορίας που έφτανε στο όριο της ασφυξίας. Μεσολάβησε ο εν πολλοίς ανερμήνευτος Δεκέμβρης 2008, και ενάμιση χρόνο αργότερα το Καστελόρριζο σήμανε επισήμως τον βίαιο τερματισμό του κύκλου της δυσφορίας και το άνοιγμα ενός κύκλου αγωνίας, αποδιάρθρωσης και αναδιατάξεων. Οι επικείμενες εκλογές βρίσκονται ιστορικά σε αυτόν κύκλο, το αποτέλεσμά τους όμως θα είναι καταλύτης για βαθύτερους μετασχηματισμούς, απαρχή για τον επόμενο ιστορικό κύκλο.

To 2015 δεν είναι 2010, ούτε καν 2012. Η κρίση έφερε πολύ πόνο σε πολλούς ανθρώπους, έχει σωρεύσει κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, αλλά φέρνει και τα σπέρματα μιας νέας διάνοιας: Μια επώδυνα αποκτημένη σύνεση, μια φρονιμάδα, η οποία εκφράζεται σαν οικονομία δυνάμεων, σαν επαναπροσδιορισμός αναγκών και προτεραιοτήτων, σαν βαθύτερη συνείδηση εαυτού. Από ανάγκη και με πόνο, αναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας χωρίς ναρκισσισμό αλλά και χωρίς αυτοϋποτίμηση, μετράμε τις δυνάμεις και τα όριά μας, εντοπίζουμε λανθάνουσες ή υπνώττουσες δυνατότητες.

Αντίρροπα προς την πτώση της κρίσης, εξελίσσεται μια άλλη διαδρομή, ανηφορική, ελικοειδής: προς την πικρή, πλην κερδισμένη, γνώση, την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, με μέτρο, ευψυχία, φρόνημα, θάρρος. Το θάρρος να αναλάβουμε την ιστορική μας ευθύνη, για να σχεδιάζουμε το μέλλον, να ονειρευόμαστε το μέλλον.
Οσο περισσότερο βυθίζουμε τη «σκέψη μας μέσα στην πάσα ώρα» του Σικελιανού, στις δυνατότητες που ανθίζουν, τόσο πιο δυνατοί και άφοβοι αναδυόμαστε.

αδιαβαστο_δάσος

Ελα με τη βέσπα, άνοιξαν οι ουρανοί, χαρά Θεού! Το επείγον τηλεφώνημα του Γιώργου με οδήγησε ως το μπαλκόνι, να διαπιστώσω το γλαυκό θάμβος πάνω απ’ τον Λυκαβηττό.

Δεν είχα καλοξυπνήσει, βρισκόμουν ακόμη στην προηγούμενη νύχτα, υπό βροχήν, στη μακριά συζήτηση με τον ομήλικο Χρήστο. Ψαύαμε ολονυχτίς καταγωγικά ίχνη, παγωμένες κουβέντες αμίλητων γερόντων, συναντήσεις με σαλούς και λεβέντες, πλαγιομετωπικές με καθάρματα, σκόρπιους στίχους, μυρωδιές χώματος και σβουνιάς, παρηγοριές εικόνων, μισό αιώνα σαν νερό, με ένδοξες ουλές και νέα τραύματα. Η συνομιλία ξετυλιγόταν ελικοειδώς, άλλοτε πυρετική κι άλλοτε σιγαλόφωνη, με ουσιώδεις παρεκβάσεις, με μόνο σχέδιο τη συνάντηση, την κοινωνία. Κατοπτρική εξομολόγηση στο διάσελο της ηλικίας, καταλύοντες ιχθύν και οίνον.

Από τη βροχερή νύχτα συγκρατώ ένα διαυγές μουρμουρητό, που ανεβαίνει ντροπαλά, σταθερά: Ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε, τι ξεχάσαμε, τι χάσαμε, τι αφήσαμε πίσω, τι μπορούμε να γίνουμε. Συνεχώς αυτό. Στον πυρήνα του και σε όλη την υποδόρια έκταση, το ελληνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικό και διερώτηση ταυτότητας. Τίθεται εν χρόνω· όχι μόνο σαν συνέχεια εκ του παρελθόντος, αλλά κυρίως μες στη δυναμική του παρόντος: πώς αφομοιώνεις και μετουσιώνεις την παράδοση, πώς ισορροπείς στη διεθνή συγκυρία μετασχηματιζόμενος και προσαρμοζόμενος, χωρίς να χάσεις το πρόσωπό σου.

Το έθνος-κράτος τήκεται και μεταμορφώνεται μες στην άνιση ευρωπαϊκή συνομοσπονδία και την παγκοσμιοποίηση, η δημοκρατία αδυνατίζει από τις πολλές διαμεσολαβήσεις και τις παρακάμψεις της γενικής βούλησης, οι αποφασίζοντες για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων δεν λογοδοτούν και δεν ελέγχονται. Η εργασία, η πρόνοια, η κατοικία, η ισότητα, ό,τι περιείχε το κοινωνικό συμβόλαιο από την αυγή των Φώτων έως σήμερα, βρίσκονται στον αέρα, χωρίς το παλαιό περιεχόμενο. Οι αγορές απαιτούν και κερδίζουν χώρο, ελευθερία κινήσεως, χρόνο· οι άνθρωποι της Ευρώπης περιορίζονται σε όλο και μικρότερο χώρο, με όλο και πιο ρηχές προσδοκίες, στριμωγμένοι στην ανάγκη. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει πού θα καταλήξει αυτή η ταυτόχρονη άσκηση φυγόκεντρων δυνάμεων και κεντρομόλου ηγεμονισμού, η διελκυνστίδα μεταξύ άφωνων λαϊκών μαζών και άδηλων κέντρων ισχύος.

Το βλέπουμε καθαρά εδώ στην Ελλάδα, γιατί είμαστε οι πιο στριμωγμένοι απ’ όλους, διαθέτουμε το επώδυνο προνόμιο να προοικονομούμε το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών υπό τους πιο ακραίους όρους. Αυτή η επώδυνη προπόρευση μας κάνει πειραματόζωα και αποσυνάγωγους, μας προκαλεί ταυτοτική σύγχυση και αδυναμία χάραξης πορείας στα αχαρτογράφητα τοπία του αναδυόμενου κόσμου. Εντούτοις η πειραματική, μερική προοικονόμηση του γενικού μέλλοντος μπορεί να αποβεί σχετικό πλεονέκτημα, εφόσον κατορθώσουμε να απαντήσουμε στις προκλήσεις με κάποια επιτυχία, κυρίως αν απαντήσουμε στην πρόκληση του αυτοκαθορισμού, της ταυτότητας. Αν ανασυγκροτήσουμε λυσιτελώς μια ταυτότητα δυναμική, ευλύγιστη και συμπαγή, ικανή να αμβλύνει τις ανισότητες, να απαλείψει δευτερεύουες ή επίπλαστες αντιθέσεις, μια ταυτότητα που να συναιρεί δημιουργικά τις υπαρκτές αντιθέσεις παράγοντας ενέργεια και ώθηση, αντί για διχασμό και κανιβαλισμό.

Για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση δυναμικού αυτοκαθορισμού, χρειάζεται να πορευτούμε στο ραγδαία μεταλασσόμενο διεθνές περιβάλλον με ένα είδος ριζοσπαστικού πραγματισμού. Ούτε δειλιάζοντας ούτε υπνοβατώντας. Ριζοσπαστικά, με την έννοια μιας πολυμήχανης πολιτικής που θα υπερβαίνει τα στερεότυπα του παρελθόντος, χωρίς να αγνοεί τα ουσιώδη διδάγματά του. Και πραγματιστικά, με την έννοια ότι επικεντρώνεται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, υλικές και πνευματικές· στο ψωμί και στο όνειρο ταυτοχρόνως και ισοβαρώς, στις υλικές και ηθικές προϋποθέσεις του αξιοπρεπούς αυτόνομου βίου.

Για να πετύχουμε, χρειάζεται να γνωρίζουμε και να αισθανόμαστε ποιοι είμαστε· ούτε πιο σπουδαίοι ούτε ασήμαντοι. Χωρίς αυτοϋποτίμηση και επαρχιώτικα συμπλέγματα, χωρίς μειονεξία και δουλοπρέπεια, αλλά και χωρίς πρωτόγονους μηχανισμούς υπεραναπλήρωσης, αναδελφισμού και απομονωτισμού. Στις δύσκολες μέρες μας, περισσεύουν και οι δύο στάσεις παροξυμένες, εκδιπλώνονται συγκρουσιακά και αλληλοαποκλειόμενες. Αδρομερώς, μπορούμε να πούμε ότι πίσω από μια απατηλή πρόσοψη σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής, εκσυγχρονισμού και λαϊκισμού, κρύφτηκε εντέχνως η διαπάλη για την κυριαρχία, μια διαπάλη με βαθύτερα κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά ― τώρα, σαν λεηλασία επί ερειπίων. Η κρίση ρηγμάτωσε στην πρόσοψη, βάθυνε τα χάσματα και αποκαλύπτει εν τω βάθει ραφές και ουλές του ιστορικού σώματος, φωτισμένες επιπλέον απο την καινοφανή ανθρωπολογία της παγκοσμιοποίησης.

Απαντήσεις υπάρχουν. Η ομορφιά υπάρχει, εμείς πρέπει να την ανακαλύπτουμε, να ανασκάπτουμε, είπε ο Χρήστος. Στο βρεγμένο δάσος των Αγράφων, στη γλαυκή διαύγεια της Αττικής, σε αυτή την οικουμενικότητα.

ζωγραφική: Μποκόρος, Φωτισμένη σκιά, 2001

Munoz-boxer

Εχουμε κουραστεί να μετράμε απώλειες. Τέσσερα χρόνια τώρα. Απώλειες υλικές, κοινωνικές, πολιτικές. Η ύστατη και ίσως σημαντικότερη απώλεια με την οποία απειλούμαστε είναι η απώλεια ταυτότητας. Οχι ότι θα τη χάσουμε και θα είμαστε το τίποτε, αλλά υπό την έννοια ότι τα σοκ των μεταβολών ήταν και είναι τόσο πολλά, οι μετασχηματισμοί τόσο απότομοι και βίαι οι, που δεν ξέρουμε πια πού στεκόμαστε, πού πατάμε, ποιοι είμαστε μέσα στη δίνη.

Από τις πρώτες μέρες της αναγγελίας της χρεοκοπίας και της επιβολής των μνημονίων οι Ελληνες βίωσαν μια καταιγίδα δημοσιότητας, σχετική με τον χαρακτήρα τους, με αυτή την συχνά ισοπεδωτική γενίκευση που αφορά τον εθνικό χαρακτήρα, τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού συνόλου. Τα εντυπωσιοθηρικά ιδίως μήντια της Βορείου Ευρωπης ανέσυραν πλήθος στερεοτύπων για τον συνοπτικό ανθρωπότυπο του πονηρού, οκνηρού, απείθαρχου, ηδονιστή Ελληνα. Από κοντά, και εγχώριοι θυμόσοφοι.

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί Ελληνες συμμερίζονται αυτή την στερεοτυπική περιγραφή τους, για διάφορους λόγους: ίσως επειδή ενσωματώνουν μια ραγιάδικη στάση ζωής, ισχυρό κατάλοιπο υποτελούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας· ίσως επειδή βαυκαλίζονται ότι με την πονηριά ξεγελούν τον κουτόφραγκο· ίσως επειδή νιώθουν διαρκώς σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι ενός εξιδανικευμένου, μυθικού Ευρωπαίου ανθρώπου. Πολλά ίσως. Και μια βεβαιότητα: η πλημμύρα και η ένταση της προπαγάνδας για τον ένοχο Ελληνα ήταν τέτοιες που ακόμη και οι μη στερεοτυπικά κομπλεξικοί λύγισαν, υπέκυψαν, έφτασαν ώς τις εσχατιές της μειονεξίας, της αυτοενοχοποίησης, της αυτοϋποτίμησης· εντέλει της αποπροσωποίησης. Με αυτή την έννοια μιλάμε για απώλεια, για ράγισμα ταυτότητας.

Στο ζενίθ της κρίσης, μετά τέσσερα σχεδόν χρόνια αβεβαιότητας και πόνων, μετά αλλεπάλληλες απώλειες, μέγα πλήθος Ελλήνων στέκεται βουβό, μουδιασμένο, με παγωμένη την ψυχή και το μυαλό. Δεν είναι ακριβώς ήττα, αλλά είναι ασφαλώς μια ορισμένη ηττοπάθεια. Εχουν δοθεί μάχες, αλλά όλες σχεδόν έχουν χαθεί στο συλλογικό πεδίο. Ολες οι μάχες ήταν αμυντικές και όλες ήταν στατικές, σε χαρακώματα και απηρχαιωμένες γραμμές Μαζινό. Εδώ και καιρό πια, ο αγώνας μεταφέρθηκε στο ατομικό πεδίο, στο πεδίο της επιβίωσης, με κυρίαρχες τις πρωταρχικές ενορμήσεις, το ένστικτο αυτοσυντήρησης.

Και στα δύο πεδία, συλλογικό και ατομικό, επικρατούν ο φόβος, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η σύγχυση, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η απαισιοδοξία. Αλλά και η οργή, το μίσος, η μνησικακία, η μοχθηρία. Στο συλλογικό πεδίο αυτά τα αισθήματα, αυτές οι στάσεις, εκφράζονται με διασταυρούμενα πυρά ασυνεννοησίας, με ιδεοληπτικές καθηλώσεις ασύμπτωτες, με πηχτή κακία, με διαρκώς εντεινόμενη δυσπιστία προς το κράτος, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα. Με έναν διχασμό να σιγοβράζει· διχασμό ωστόσο που δεν έχει σαφείς πόλους, με διακριτά ιδεολογικά περιγράμματα. Η πολλαπλώς και ατυπικά εκδηλούμενη σύγκρουση δεν μορφοποιείται ακόμη πολιτικά, πλην όμως μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινώς πλέον το υλικό της υπόστρωμα: την αναδιανομή πλούτου και τον ανασχηματισμό τάξεων.

Η πολύμορφη μεσαία τάξη, με τις ποικίλες διαστρωματώσεις στο εσωτερικό της, οικονομικές, ιδεολογικές, ανθρωπολογικές, καθώς διαρρυγνύεται βιαίως από την κρίση, σκορπίζεται στα θραύσματά της και σκορπίζει μαζικά δυσφορία, ανοικειότητα, αποξένωση, φόβο. Στο μέτρο που, τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες, η μεσαία τάξη καθόριζε τη συλλογική ψυχή και τη γενική διάνοια, η παρούσα θραύση της καθορίζει το νέο habitus: ένα παγωμένο ρευστό φόβου, καχυποψίας, έχθρας. Αυτά τα υλικά είναι τα πρωτεύοντα περιεχόμενα μες στην υδραργυρική ταυτότητα των ανθρώπων της κρίσης. Και αυτά τα ψυχοτοξικά υλικά οδηγούν στην αδράνεια, το μούδιασμα, το πάγωμα του νου· σε μια δομική απαισιοδοξία, ότι όλα μπορούν να πάνε και χειρότερα, σε μια ενδιάθετη ηττοπάθεια και μοιρολατρία, ότι ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της μοίρας του, ανώτερες δυνάμεις την ορίζουν.

Από τη μια, η τρόικα, οι δανειστές, οι ξένοι: το έξω κακό. Από την άλλη, οι ανάξιοι ή αδύναμοι κυβερνήτες, το πολιτικό σύστημα, το ριζικό της φυλής: το έσω κακό. Η οψέποτε σωτηρία δεν θα έρθει από έξω ή από έσω, αλλά εκ των άνω, μ’ ένα θαύμα, έναν Μεσσία. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.

Η ανάγνωσή μας είναι ασφαλώς μερική και στατική· οι άνθρωποι και οι κοινωνίες κινούνται δυναμικά και μη γραμμικά. Ο,τι διαβλέπουμε σήμερα ως ηττοπάθεια, αύριο ίσως αναδυθεί ως αναγεννητική ορμή. Αλλά ας δούμε τουλάχιστον πώς είμαστε, ποιοι είμαστε, εδώ και τώρα.

εικ.: José Antonio Muñoz

Οι δαίμονες καιροφυλακτούν. Οι διώξεις κατά των χρυσαυγιτών, που άρχισαν το περασμένο Σάββατο, άλλαξαν προσώρας το πολιτικό κλίμα, αλλά το ξερίζωμα του νεοναζισμού δεν είναι τόσο απλό, υπό τις παρούσες συνθήκες, και σίγουρα δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κατασταλτικές ενέργειες και δικαστικές διώξεις. Η λυσιτελής δράση του κράτους δικαίου ασφαλώς επιβάλλεται και σε κάθε περίπτωση αποτελεί προϋπόθεση. Αλλά οι μακροπρόθεσμες απαντήσεις δεν μπορούν να είναι μόνο στο πεδίο των θεσμών, πρέπει να εκτείνονται διαρκώς και στο πολιτικό, πνευματικό και ηθικό πεδίο.

Η ενδιάθετη ροπή κάθε ναζιστικού μορφώματος είναι η ομογενοποίηση του πλήθους με το αίμα και τον μύθο, και η επιβολή του δια του τρόμου και της βίας. Το αίμα και ο μύθος προσφέρουν μια φαντασιακή ταυτότητα σε ανθρώπους που έχουν χάσει την πίστη τους στη δημοκρατία και στο καθόλου πολιτικό, που αισθάνονται ριγμένοι στις εσχατιές ή και εκτός κοινωνίας, υλικά, οικονομικά, ψυχικά. Η βία, ωμή και διάχυτη, η βαναυσότητα ως διαρκής συμπεριφορά, η αίσθηση του θηρευτή μέσω αγέλης ομοίων, η κατίσχυση επί αδυνάτων, όλα τούτα προβάλλονται επίσης αισθητικοποιημένα και διεσταλμένα, σαγηνευτικά. Απενοχοποιητικά. Προσφέρουν συγκολλητική ύλη για ταύτιση και ενσωμάτωση στην αγέλη του αίματος και της ωμότητας.

Η είσοδος της ΧΑ στο πολιτικό μέινστρημ και στη σκηνή των μήντια έγινε με αυτά ακριβώς τα στοιχεία. Με ένα θέαμα βίας. Με τη βία ως θέαμα. Με χαστούκια, αντισυστημικές βλαστήμιες, στολές και άρβυλα, με υλακές για ξιφολόγχες, με τατουάζ σε μυώνες φουσκωμένους από αναβολικά, με αναγωγή του μπράβου-φουσκωτού-τραμπούκου σε role model για το λάιφστάιλ της κρίσης. Και μόνη η παρατήρηση των σωματότυπων, των ενδυματολογικών σημάνσεων και των συμπεριφορών προσφέρει ευχερή οδό για την κατανόηση του στερεοτυπικού, θραυσματικού, συχνά προγλωσσικού, πλην τυπικά νεοναζιστικού λόγου τους, γεμάτου εθνοφυλετικό μίσος. Συν τα κάπως πιο εντόπια, επειδή ευκόλως αναγνωρίσιμα, χαρακτηριστικά του τσαμπουκά, του αλητόμαγκα, του μισογύνη, του θρασύδειλου, του αγελαίου παρακρατικού, του μεροκαματιάρη της βίας στα πεζοδρόμια και τις γειτονιές. Οι χρυσαυγίτικοι πυρήνες στήθηκαν με πρότυπα τη μαφιόζικη φαμίλια, ως προς τη νομή της λείας και του πλιάτσικου, και τα τάγματα εφόδου για άντληση μυθικής καταγωγής. Ελάχιστοι, πλην του μεσήλικος φυρερίσκου, φαίνεται να γνωρίζουν κάτι περισσότερο για τους γερμανοντυμένους της κατοχής, ως δεξαμενή εγχώριας παράδοσης.

Στον ηγετικό πυρήνα της ΧΑ είναι εύκολο να διακρίνουμε τους «μορφωμένους» από τους επιχειρησιακούς φουσκωτούς. Δύο ή τρεις το πολύ είναι σε θέση να εκφέρουν στοιχειωδώς οργανωμένο λόγο, ακόμη και με τα στερεοτυπικά παραμιλητά της συνωμοσιολογίας και των αρνήσεων της ιστορίας. Σύμφωνα με μαρτυρία, «ιδεολογικό μάθημα» στον πυρήνα Νίκαιας έκανε έφηβος μαθητής Λυκείου· σε άλλη καταγραφή, μπερδεύουν τον μαίανδρο με τη σβάστικα κ.ο.κ. Σε σημείο, που να αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να καταφέρει αυτή η πρώην αντεργκράουντ συμμορία αν διέθετε κάποιους μορφωμένους ρήτορες.

Φαίνεται όμως ότι για την άνοδό τους τον πρώτο ρόλο δεν έπαιξαν τα λόγια, αλλά οι εικόνες των φουσκωτών, των μπράβων με τα ξυρισμένα κρανία και τα αξύριστα μούτρα, τα τατουάζ, τις στολές παραλλαγής, τα στιλέτα και τις σιδερογροθιές. Αυτοί επιβάλλουν την τάξη του αίματος, αυτοί μοιράζουν μεροκάματα και χαρτζιλίκια, δουλίτσες, αυτοί φρονηματίζουν τους διστακτικούς και τους λιπόψυχους. Κι αυτοί ενσαρκώνουν τη φετιχιστική λατρεία της ωμής δύναμης, της στολής, του όπλου. Η βία τους απελεύθερωσε τη μόλις κρυμμένη βαναυσότητα του καφενόβιου περιθωριακού, του περιστασιακού προστάτη, του λούζερ ντεθμεταλά. Και απενοχοποίησε τη λανθάνουσα βαναυσότητα του κατεστραμμένου από την κρίση λαϊκού ανθρώπου, του ανεπανόρθωτα ξεπεσμένου μικροαστού, που είδαν τις ζωές τους μέσα σε ελάχιστα χρόνια να κυλιούνται στην ασημαντότητα, στα ανθρώπινα αναλώσιμα, στη σιωπή.

Δεν υπάρχει γονίδιο ναζιστή. Υπάρχει όμως ένα θέαμα βίας, μια υπόσχεση ωμής δύναμης και ταύτισης μέσω υποταγής, τέτοια που να μπορεί να εκληφθεί ως φαντασιακή διέξοδος από τον αδύναμο, τον κατεστραμμένο, τον απελπισμένο, αυτόν που χάνει την πίστη του στη δικαιοσύνη, την ισότητα και τη μέριμνα της δημοκρατίας. Ας το δούμε κατάματα. Τα φτυσίματα κόμπρας και το «τσοντοκάναλα» των πρωτοπαλίκαρων συνδέονται αφεύκτως με τα μπουνίδια και τα μαχαιρώματα στα σκοτεινά των συνοικιών: αυτό είναι το discours της ΧΑ. Και έχει απήχηση σε ένα μη αμελητέο μέρος πληθυσμού στην Ελληνική Δημοκρατία.

man_web

Ελληνικό πρόβλημα υπάρχει, αν και δεν είναι μοναδικό· ως προς τους δείκτες ύφεσης και ανεργίας, απελπισίας και κατάθλιψης, σύγχυσης και μετανάστευσης, μοιάζει με το πορτογαλικό πρόβλημα, το ιρλανδικό, το ισπανικό. Υπό αυτή την έννοια, το ελληνικό πρόβλημα είναι απεικόνιση και προοικονόμηση του ευρωπαϊκού προβλήματος: ανοιχτά, επώδυνα ερωτήματα για τη διατήρηση της ευημερίας, τους δρόμους ανάπτυξης, την προστασία της δημοκρατίας, την εύρεση μιας λειτουργικής κοινής ταυτότητας.

Το ελληνικό πρόβλημα έχει φυσικά και ιδιαίτερους χαρακτήρες, πηγάζοντες από γεωπολιτικά, ιστορικά, εθνικά δεδομένα. Και φανερώνεται διαφορετικά εντός και εκτός Ελλάδος. Αλλιώς το αντιλαμβάνονται οι ξένοι αναλυτές ή απλοί παρατηρητές, και διαφορετικά οι ζώντες εντός συνόρων, πολύ περισσότερο όσοι, πολλοί δυστυχώς, βιώνουν το πρόβλημα ως αλυσίδα καταστροφών.

Για κάποιους ανήσυχους ξένους το ελληνικό πρόβλημα είναι ένα εργαστήρι μέλλοντος, από το οποίο μπορεί να βγει η δυστοπία ή η ελπίδα. Για τα πλήθη που συγκροτούν κοσμοείδωλο από τα μαζικά μέσα, η Ελλάδα υποφέρει ένα ιστορικό ατύχημα, για το οποίο ευθύνονται οι φαύλοι ηγέτες και ο αμέριμνος λαός. Για της ξένες ηγετικές ελίτ το ελληνικό πρόβλημα είναι καινοφανές ως προς τους χειρισμούς που απαιτεί, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί το τοπικό υποσύστημα και συμπαρασύρει το μεγάλο σύνολο, αλλά και να παραμείνει υπό αυστηρά επιτήρηση, ως οιονεί αποικία χρέους. Ενα γερμανικό think tank προ ημερών περιέγραψε ωμά πώς οι εταίροι-δανειστές ασχολούνται με την Ελλάδα για τους ενεργειακούς αγωγούς και πώς θα ωφεληθούν οι εγχώριες ελίτ ενώ ο λαός θα συνεχίσει να υποφέρει απαράλλαχτα. Σε αυτή την οπτική, το ελληνικό πρόβλημα είναι η διαχείριση του γεωοικονομικού και γεωπολιτικού οικοπέδου.

Το κύριο όμως και το προέχον είναι πώς αντιμετωπίζουμε εμείς οι Ελληνες το ελληνικό πρόβλημα, τις ποικίλες φανερώσεις του, και πώς προσπαθούμε να απαντήσουμε. Ασφαλώς, λαμβάνουμε υπ’ όψιν το διεθνές περιβάλλον. Αλλά δεν μας επιτρέπεται να δούμε το δικό μας πρόβλημα με ξένα γυαλιά. Απαιτούνται η δική μας όραση, η δική μας κρίση, η δική μας λύση. Τα δικά μας λάθη. Η διεθνής συγκυρία μπορεί οπωσδήποτε να ευνοήσει ή να επισπεύσει μια καλή λύση, αλλά ώς εκεί. Τον υπόλοιπο, μακρύ και δύσβατο, δρόμο πρέπει να τον διανύσουμε με τις δικές μας δυνάμεις.

Συμπυκνώνω αδρά τρεις, κατά τη γνώμη μου, ταυτόχρονες απαντήσεις που απαιτεί το πρόβλημά μας. Επανίδρυση κράτους· παραγωγική ανασυγκρότηση· ψυχική ενότητα. Ξέρω, είναι κλισέ, λέξεις φθαρμένες, αλλά ας δούμε την ψίχα τους, την υλικότητά τους. Επανίδρυση κράτους, όχι εργαλειακή, όχι μόνο για τη λειτουργικότητα, αλλά και για την ανάκτηση του τρωθέντος σήμερα δημοκρατικού φρονήματος και την εμπέδωση μιας οργανικής αμοιβαίας σχέσης κράτους-πολίτη. Η υπερτριετής κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έχει τραυματίσει πολλαπλώς τους θεσμούς και βασικές λειτουργίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας· το κράτος ήταν διανομέας φαυλότητας και μεταλλάχθηκε σε λεηλάτη· θα πρέπει να γίνει εγγυητής ελευθεριών και ισότητας.

Η αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού, υπό τον μανδύα της ψευδοαναδιανομής και με τη πάνδημη προπαγάνδα υπέρ καταναλωτισμού-δανεισμού, προκάλεσε αποσάθρωση συνειδήσεων και εργασιακού ήθους. Ο επιτήδειος διορισμένος, ο γάτος του χρηματιστηρίου, ο σαλταδόρος του μαύρου χρήματος, ήταν τα υποδείγματα των περασμένων δεκαετιών. (Τα glossy media υποδείκνυαν: τα κορίτσια μοντέλα και τ’ αγόρια ντι-τζέι. Καταλήξαμε να πουλάμε ο ένας στον άλλο υπερτιμημένα ακίνητα και καρτοκινητά, και να εισάγουμε καλαμάκια για τους φραπέδες.)

Η παραγωγική αναδιάρθρωση προϋποθέτει ορισμό στόχων, σκοπού, μέσων, μια αποκρυστάλλωση ταυτότητας. Ποιο είναι «από την αρχή ώς το τέλος, το Κοινό και το Κύριο» ― έλεγε ο Σολωμός. Δεν είναι άρα οικονομισμός και εργαλειακότητα, είναι ουσία, είναι γνώση του τόπου και των ανθρώπων, είναι θέση στον κόσμο, είναι θέαση του κόσμου και του εαυτού, είναι ταυτότητα.

Ιδού: το αίτημα για ψυχική ενότητα. Οχι στατική ταύτιση, αλλά δυναμική συνύπαρξη με έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, μια αίσθηση κοινού σκοπού: τη σωτηρία και την ανάδυση. Το αίτημα για σκέψη υπερβαίνουσα το σεσηπός παρόν. («Σκέψου βαθιά και σταθερά [μία φορά για πάντα] τη φύση της Ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα» ― πάλι ο Σολωμός.) Η παρούσα διαίρεση, ο πολυκερματισμός, το διάσπαρτο μίσος συχνότατα χωρίς στόχο, ο α-τυπικός εμφύλιος χαμηλών οκτανίων, το πιθανότερο δεν οδηγούν καν σε σύγκρουση εκτόνωσης και ανασύνταξης σε άλλη πίστα, αλλά σε δομική κατάθλιψη και ενδόρρηξη, σε κοινωνική εντροπία.

Τα έχουμε ξαναπεί. Τα ξαναλέμε.

ζωγραφική: Γιώργος Μανουσάκης, Πλάκα, ακουαρέλα, 1963.

VISKADOURAKIS
Το βαρύ πυκνό καλοκαίρι του 2013, πολλοί άνθρωποι που συναντώ, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, μεταφέρουν την ίδια αίσθηση: ότι εκμετράται ο χρόνος της παρούσας κρίσης, ότι βαδίζουμε προς μια κορύφωση. Η κορύφωση έχει ποικίλες καταλήξεις, αναλόγως του συνομιλητή, πάντως όλες είναι δραματικές, οδυνηρές και λυτρωτικές συνάμα.

Τριάμισι χρόνια μετά την κατάπληκτη ομολογία πτώχευσης, τριάμισι χρόνια αλεπάλληλων θυσιών των Ελλήνων της μείζονος πλειοψηφίας και αλλεπάλληλων σφαλμάτων και σφαγών, τριάμισι χρόνια συνεχούς καταβύθισης. Δεν πάει άλλο. Ας γίνει κάτι ριζικό, ας είναι επώδυνο, αρκεί να μη συνεχιστεί αυτή η βύθιση, άλλωστε δεν έχουμε πια και πολλά να χάσουμε. Το λένει άνθρωποι υψηλής μορφώσεως, νοικοκύρηδες έως πρόσφατα, που τώρα αγκομαχάνε να τα βγάλουν πέρα, γονατισμένοι από φόρους, περικοπές μισθών, εξανεμισμένα εισοδήματα, με άνεργους συζύγους και παιδιά, με δάνεια και με σχολάζοντα κληρονομικά ακίνητα που κουβαλάνε φόρους και χαράτσια.

Τρία και πλέον χρόνια από το ιστορικό διάγγελμα του Καστελόριζου, όταν και επισήμως έμαθαν ότι η εθνική κυριαρχία αναστέλλεται επ’ αόριστον, οι αμέριμνοι νοικοκύρηδες της απέραντης μεσαίας τάξης έχουν μάθει εν τω μεταξύ ότι η κρατική χρεοκοπία συνεπιφέρει συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας, ιδιωτική πενία, κοινωνική υποβάθμιση έως πληβειοποίησης, πολιτική αστάθεια. Οι περισσότερες σταθερές του βίου γκρεμίστηκαν, για όλους. Για πολλούς, ο βίος εξέπεσε σε γυμνή ζωή, σε γυμνή επιβίωση. Γι’ αυτούς τους πολλούς δεν υπάρχει πια τίποτε να χάσουν, ούτε να φοβηθούν. Αυτή είναι η κορύφωση, η ρήξη, που την αφουγκράζονται να έρχεται πολλοί Ελληνες τούτο το καλοκαίρι.

Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήδη χαμένοι, όσοι ακόμη χάνουν, και κυρίως όσοι ακόμη σκέφτονται και αισθάνονται, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα ενοχοποίησης, σύγχυσης και προπαγάνδας, αυτοί οι άνθρωποι είναι σε θέση ακόμη να αρθούν υπεράνω της οργής και του μίσους του ανήμπορου ηττημένου, και να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Φρονώ ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί. Και είναι το πολυτιμότερο κοίτασμα της ελληνικής γης. Αλλά είναι ασύνδετοι, σκόρπιοι, σαστισμένοι, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν μοιράζονται μια κοινή εικόνα εαυτού και ένα κοινό σχέδιο πορείας. Πορεύονται μόνοι στα τυφλά.

Η χώρα πορεύεται αφεύκτως, βρίσκεται ήδη, σε μια οικονομία πολέμου, χωρίς τον συμβατικό πόλεμο. Είναι ήδη εμπλεγμένη στον πρώτο γεωοικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα, και στο εγγύς μέλλον θα τον δούμε εναργέστερα. Οπως σε κάθε πόλεμο, την πρωταρχική σημασία την έχει το φρόνημα του εμπλεκομένου και το τι καλείται να υπερασπιστεί, δηλαδή το τί είναι, τι θεωρεί ότι είναι. Ακριβώς αυτό έχει κλονιστεί πρώτο, με το ξέσπασμα της κρίσης: η ταυτότητα. Ποιοι είμαστε, ποιοι ήμασταν, ποιοι καλούμαστε να είμαστε. Πώς βλέπουμε τώρα τους εαυτούς μας, μετά τα χαστούκια, τις ήττες και τους εξευτελισμούς. Αντέχουμε; Αυτό συζητείται εντόνως, όλα αυτά τα τριάμισι χρόνια του Γολγοθά, και αυτό αιωρείται ακόμη αναπάντητο στην κορύφωση του δράματος. Είναι η περιλάλητη «αφήγηση», το όραμα, το σχέδιο, η απόφαση και η πράξη της αναγέννησης.

Τολμώ να υποστηρίξω ότι η κοινή αφήγηση, τέλος πάντων η αφήγηση που θα χωράει πολλούς, όχι όλους, αλλά πολλούς, δεν θα προκύψει πρώτη αυτή και μετά η δράση. Δεν θα σχηματισθεί ακεραία και πλήρης, και κατόπιν θα σπεύσουμε προς εφαρμογήν της. Αντιθέτως, η αφήγηση θα ξεκινήσει σαν δράση και λόγος μαζί, και θα εκκινήσει μερική, αποσπασματική, επείγουσα, από πολλές πηγές συμβάλλουσα σε ρυάκια και κοινά ποτάμια· και θα σχηματίζεται βαθμιαία, αλλάζοντας και αυξάνοντας δυναμικά διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, των δρώντων σκεπτόμενων υποκειμένων. Θα αναδύεται μια νέα γενική διάνοια.

Είμαστε τα πιο προχωρημένα θύματα μιας κρίσης διπλής, εσωτερικής και εξωτερικής. Αυτή η πρωτοπορία είναι πλεονέκτημα και κατάρα μαζί: μας επιτρέπει να πειραματιστούμε και να καινοτομήσουμε στην επίλυση της δικής μας κρίσης, αφενός· να δούμε πώς μπορούμε να σώσουμε τη χώρα και τους εαυτούς μας. Αφετέρου, η έκβαση της δικής καινοτομίας-σωτηρίας εξαρτάται εν πολλοίς από το διεθνές περιβάλλον. Συγκεκριμένα: Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε να μας σώσει η Ευρώπη, αλλά και δεν μπορούμε να σωθούμε αγνοοώντας παντελώς τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Ολα θα κρίνονται διαρκώς πάνω στην κόψη του καιρού και στο ζύγισμα οφέλους-ζημίας. Η επίκληση μιας ιδεατής Ευρώπης που είναι μοναδικός προορισμός, ακόμη κι αν έχουμε μετατραπεί σε προτεκτοράτο εξαθλιωμένων νεοπληβείων, εκτός από σφαλερή είναι και δόλια και επικίνδυνη. Το ίδιο σφαλερή και επικίνδυνη μπορεί να είναι η άκριτη αποδοχή ενός δρόμου που οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη ή τέλος πάντων με τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις της, κυρίως τη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η μονοσήμαντα ραγιάδικη ή η τρελοαντάρτικη στάση, με ιδιοτέλεια ή ιδεοληψία, είναι ολέθριες αμφότερες.

Επιστρέφουμε στην ταυτότητα· όχι ουσιοκρατικά, αλλά δυναμικά. Δεν θα αποφασίσουμε τώρα ποιοι ακριβώς είμαστε εφεξής και τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας. Αυτό διαμορφώνεται διαρκώς στο άμεσο μέλλον. Αλλά για να επιζήσουμε σε συνθήκες οικονομίας πολέμου, πρέπει να συμφωνούμε σε κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ας είναι τα πιο πρακτικά, τα πρώτα: μια νέα σχέση του επανιδρυμένου κράτους με την εργασία και τη νέα επιχειρηματικότητα, τη μικροαμεσαία κυρίως, τη ραχοκοκκαλιά της εγχώριας οικονομίας. Η ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που τόσο θαυμαστά και απρόσμενα βλάστησε στους δύσκολους καιρούς. Επιστροφή στη γη και στις τέχνες υπό νέους όρους. Και ταυτοχρόνως, υποκάτω: Αποδοχή και ανανέωση της παράδοσης. Σύνδεση με τη διασπορά. Σύνθεση του πατριωτικού αισθήματος με την οικουμενική εξακτίνωση. Τέτοια.


Η κατάδυση στην κρίση είναι σαν ν’ αλλάζεις φιδόδερμα, επώδυνα μα λυτρωτικά στο τέλος ― αν αντέξεις θα βγεις άλλος. Σαν να βουλιάζεις στη λάσπη ενός βάλτου, κατά τόπους ευεργετικού και κατά τόπους δηλητηριώδους· άλλοι θα ωφεληθούν κι άλλοι θα πνιγούν με πόνους. Σε κάθε περίπτωση, όσο βρίσκεσαι μες στην αδήριτη τελετουργία, υποφέρεις· κυρίως διότι η κρίση είναι ασυνέχεια, διαταραχή, ρήξη. Είναι αγωνία. Χάνεις το μέλλον απ’ τα μάτια σου, αποκόπτεσαι απ’ το παρελθόν, σπαρταράς μες στο διεσταλμένο παρόν. Αμφιβάλλεις για το ποιος είσαι: αφού σου αφαιρείται η δυνατότητα να ελέγχεις, ιχνογραφικά έστω, ένα στοιχειώδες μέλλον. Η κρίση, καθώς σε ξεριζώνει από τα ειωθότα, καθώς σου αμφισβητεί γνώσεις, συνήθειες και βεβαιότητες, στο τέλος σε αποκολλά από τον εαυτό σου, προκαλεί σχάση στον ίδιο τον πυρήνα του προσώπου· η κρίση βιώνεται εντέλει σαν κρίση ταυτότητας υπαρξιακή.

Μια όψη αυτής της κρίσης, ίσως όχι η πιο βαρύνουσα, αλλά η πιο φανερή στα δημόσια λόγια: η κρίση εθνικής και ταξικής ταυτότητας. Τις βάζω μαζί, γιατί κατά κάποιο τρόπο στα χρόνια της ευμάρειας, οι δυο ταυτότητες θάμπωναν και άλλαζαν ταυτόχρονα. Η απομάκρυνση από την αγροτοποιμενική και εργατική καταγωγή, η άνοδος προς τη μικρομεσαία αστικοποίηση, βιώθηκε ενδόμυχα ως απομάκρυνση από την ανατολική και βαλκάνια σβουνιά· το βρετανικό master’s μονοετούς ή το αμερικανικό κολέγιο ανατολικής ακτής ήταν μυητήριο για το λάμπον αλτάρι της Δύσεως, όπως ακριβώς το ευρωνόμισμα και το ευρωδιαβατήριο. Ολα έχτιζαν τη νέα ταυτότητα, καθαρμένη από σβουνιές καταγωγής και γεωανθρωπολογικά μεταίχμια. Μετά τον Φαλμεράιερ, η νεοελληνική ευδαιμονία ξαπόστελνε και τον Χάντιγκτον αδιάβαστο.

Το ολυμπιακό και ποδοσφαιρικό 2004 ήταν η παροξυσμική μεταμόρφωση της χρυσαλίδας, και η κορύφωση της ανιστορικής φενάκης. Γιάννα και Ζαγοράκης συνέθεταν αξεδιάλυτα το νέο ρίζωμα, θεμελιωμένο πάνω σε real estate μέθη, διακοποδάνεια, SUV, χρυσά malls, μεταμοντέρνα ιβέντς με ΔΕΚΟ χορηγίες, στρατιές άεργων πολυπτυχιούχων, νεοφιλελέ δοξασίες κρατικοδίαιτων, και άφθονο spleen υποκάτω του λαντόζ.

Κι ύστερα, ήρθε η παρακμή της Δύσεως. Η κρίση, σαν διαρκής καταιγίδα, ξεβάφει το πετσί του χλιδέλληνα, ακυρώνει το σήμα του iPhone, πνίγει τα γκρίκλις. Το σφοδρότερο πλήγμα: οι ξένοι μάς χλευάζουν, μας καταφρονούν, δεν μας αναγνωρίζουν, κανείς δεν θέλει να μοιάσει στον κακομοίρη· άρα: δεν θέλω πια τέτοια πατρίδα της ντροπής, αυτή την άθλια καταγωγή.

Σε ανύποπτο χρόνο, ο Νίκος Κ. μού είχε υποδείξει μια μεγαλοφυή διαπίστωση του Μπάιρον, πώς είδε τους Ελληνες το 1824, δυο-τρεις μήνες πριν πεθάνει στο Μεσολόγγι. Εχει προσφέρει τα χρήματά του, το πνεύμα του, όλο τον εαυτό του. Τον κλέβουν και τον εξαπατούν μπρος στα μάτια του. Αλλά ο μέγας ρομαντικός βλέπει τον κόσμο με ενόραση, βαθιά, ιστορικά. Το χρειαζόμαστε αυτό το βλέμμα σήμερα, για να ξεκολλήσουμε απ’ τη λάσπη της αυτοεκμηδένισης:

«Και τη στιγμή εκείνη κατάλαβα πως ο τόπος αυτός δεν είναι πλέον η αρχαία Ελλάδα. Είναι και υπήρξε επί αιώνες η εμπροσθοφυλακή του Βυζαντίου. Το αληθινό Βυζάντιο δεν είναι πια δοξασμένο, ούτε κραταιό και ούτε καν βυζαντινό, και η σύγχρονη Ελλάδα είναι απλώς μια θλιβερή και άθλια ηχώ ενός νεκρού Βυζαντίου.

» Έτσι είναι; Ή μήπως υπάρχει ακόμη, κρυμμένη, μια Ελλάδα πιο βαθιά, όπως υποστήριζε ο Άλεξ [Μαυροκορδάτος]; Παρ’ όλη την ανία και την απογοήτευσή μου, η θέα της Ελλάδας έχει ακόμη επιρροή πάνω μου ― αλλά μια επιρροή πιο σκοτεινή και πιο ύπουλη απ΄ ό,τι στο παρελθόν. Τα αρχαία ονόματα, Αγαμέμνων και Αλκιβιάδης, τώρα πια δεν σημαίνουν σχεδόν τίποτα. Στο μυαλό μου αντηχούν τώρα ονόματα όπως Πέτρος, Γιάννης και Αριστόβουλος. Νιώθω να έχω ρουφηχτεί μέσα σε μια Ελλάδα βαθύτερη και άγνωστη, να έχω μεταμορφωθεί σε έναν Έλληνα θλιμμένο και αισθησιακό, με κατιτί βαρβαρικό. Αρχίζει να κυλάει μέσα μου μια φρικαλέα ελληνική διττότητα. Η Ελλάδα του Περικλή είναι νεκρή, αλλά η Ελλάδα του Οδυσσέα είναι ακόμα ζωντανή, με τη μυρωδιά της από αλμυρό ψάρι, ρετσινωμένο κρασί και βαμμένο πετσί. Συλλαμβάνω το χνότο μιας Ελλάδας ακόμη αρχαιότερης, προαθηναϊκής, στη μυρωδιά του καμένου λαδιού και των φρεσκοσφαγμένων κατσικιών, των πλοίων που μόλις έφτασαν από την Ιθάκη και των ναυτών που στάζουν ιδρώτα καθώς σέρνουν τα πλεούμενά τους στη μακριά κόκκινη παραλία. […]

» Το παρελθόν! Δεν υπάρχει παρελθόν. Τα πάντα συγκλίνουν στο παρόν.»

sneak preview

[…]

Σαν Ελληνaς, Hellene, Greek, Ρωμιός, Γραικός, Γιουνάν, βλέποντας την υστερική κλιμάκωση του βίντεο με τον εθνικό ύμνο στο τέλος, ένιωσα, πώς το λένε, embarassed.

Η στερεοτυπικότητα και εντέλει το kitsch, που σφραγίζουν το περιεχόμενο και τη φόρμα του viral, προκύπτουν αναπόφευκτα από την εννοιολογική προσέγγιση του θέματος. Οι Ελληνες, η Ελλάδα, η ελληνικότητα προσεγγίζονται ως προϊόν για rebranding. Αλλά μια χώρα, ένας λαός, ένα έθνος, οι αναπαραστάσεις τους και το συμβολικό πεδίο το οποίο συγκροτούν διαχρονικά, δεν είναι βεβαίως ένα προϊόν ή μια εταιρεία, δεν είναι μπίρα, κινητό ή αυτοκίνητο, δεν είναι καν τουριστικός προορισμός. Είναι δυναμικές έννοιες και ιστορικά υποκείμενα, με περιεχόμενα και ζητήσεις διαρκώς ανασημασιοδοτούμενα, είναι διαρκή διακυβεύματα και πολύσημη ανοιχτότητα. Η εννοιολογική αστοχία οδηγεί αναπόφευκτα στα απλοϊκά δίπολα του βίντεο, όπου το καλό στερεότυπο αντιπαραβάλλεται στο κακό στερεότυπο.

Η συμπαθητική, ερασιτεχνική και ανυστερόβουλη προσπάθεια της νέας καλλιτέχνιδος, προκαλεί εντούτοις το ενδιαφέρον μας: ακριβώς διότι μέσα από την εννοιολογική της σύγχυση δείχνει πράγματι την πολλαπλή πνευματική σύγχυση στην οποία βρίσκονται οι Ελληνες σήμερα. Η κρίση ράγισε την εικόνα εαυτού, μάλλον, τις εικόνες εαυτού που είχαμε στα χρόνια της πλησμονής και της αμεριμνησίας. Ας συγκρίνουμε μόνο την αυτοαντίληψη του Ελληνα το 2004 και το 2010-12· μέσα σε ελάχιστα χρόνια εξατμίστηκε η αυταρέσκεια, γκρεμίστηκε η πίστη στην Ισχυρά Ελλάδα, φάνηκε τοξική η λατρεία της συσσώρευσης.

Ράγισε η εικόνα: θα ήταν ορθότερο να λέγαμε ότι ραγίζει ο εαυτός· η κρίση μας κάνει άλλους, δεν μας δείχνει απλώς άλλους. Ζώντας όμως βυθισμένοι σε έναν κόσμο εικόνων, σε έναν κόσμο θεάματος και φενάκης, περιτριγυρισμένοι από αντίγραφα και ομοιώματα, όταν ραγίζει ο εαυτός, το σώμα κι η ψυχή, νομίζουμε ότι ραγίζει η εικόνα του, ενώ ο πυρήνας, το ον, παραμένει αδιατάρακτος. Γι’ αυτό λαχταράμε: βλάπτεται η εικόνα, να διορθώσουμε την εικόνα, τι βλέπουν οι ξένοι, τι θα πουν οι άλλοι.

Είπαμε: εικόνες εαυτού. Δεν μοιράζοντα όλοι οι Ελληνες μία εικόνα εαυτού. Απλώνονται σε ένα συνεχές: από τον υπεραυτάρεσκο Ελληναρά, που κακοβλέπει όλους όσοι δεν του μοιάζουν, έως τον κομπλεξικό που μυκτηρίζει την Ελλάδα και τη συγκρίνει διαρκώς με το Εξω. Κλειστότητα, υπεραναπλήρωση, στασιμότητα, πτωχαλαζονία. Κατωτερότητα, εθελοδουλία, σουσουδισμός, υποτέλεια. Και στα δύο άκρα εξόριστες είναι η υπερηφάνεια, η αυτογνωσία, η αυτονομία, ο αυτοκαθορισμός, οι στοχαστικές προσαρμογές.

Η ελληνικότητα δεν είναι προϊόν που αποζητά branding. Την φέρεις και σε φέρει, την ξεχνάς ενώ υπάρχει, την αλλάζεις και σε τρέφει. Είναι πολιτική και πνευματική αναζήτηση, είναι ταυτότητα υπό διαπραγμάτευση, είναι υπόσταση δυναμική εντός ιστορίας, με ρηγματώσεις, με τομές, με συνοχή και συνέχεια· έχει πριν, έχει μετά, αλλά κυρίως έχει τώρα. Η κρίση είναι πικρή και viral ― και μας διδάσκει.

Mια διχογνωμία διατρέχει τον νεότερο ελληνισμό τους δύο τελευταίους αιώνες, απ’ τον καιρό του Ξεσηκωμού του 1821 ώς τις μέρες μας. Ανατολή ή Δύση; Πίσω από το αδρό αυτό δίλημμα στοιχίζονται πολλά συμφέροντα, ιδεασμοί, προκαταλήψεις. Και φυσικά η διχοστασία δεν είναι γεωγραφική· είναι πολιτική, γεωστρατηγική, οικονομική, ταξική, πολιτιστική, πνευματική, ψυχοϊστορική. Στη διπολική αυτή σύγκρουση κατασταλάζει συχνά η αναζήτηση ταυτότητας, διαρκής, κοπιώδης, αγωνιώδης· με ένταση κυμαινόμενη από την αμπελοφιλοσοφία έως τη βαριά συλλογική νεύρωση, κάποτε με χαρακτήρες εμφύλιας σύρραξης· με ποιότητα κυμαινόμενη, από τα υψηλά επιτεύγματα της τέχνης έως την ανταλλαγή ύβρεων και αφορισμών.

Η σοβούσα κρίση δεν κλονίζει μόνο τα σαθρά θεμέλια της κλεπτοκρατούμενης οικονομίας, και του πολιτικού συστήματος που τη διευθύνει· ταυτοχρόνως συνταράσσει τη συλλογική ψυχή, ξυπνάει πρωτόγνωρους φόβους, φόβους ένδειας, μνήμες υποτέλειας και ταπείνωσης, αισθήματα αυτοϋποτίμησης, αγωνία ταυτότητας εντέλει. Οταν η επίσημη Γερμανία αμφισβητεί τη δυνατότητα της Ελλάδας να κυβερνήσει τον εαυτό της, όταν τα λαϊκά ταμπλόιντ του Βορρά περιγράφουν τους Ελληνες σαν τεμπέληδες πονηρούς και κλέφτες, όταν η τραγωδία ταυτίζεται με την παρούσα κατάσταση των Ελλήνων, τότε οι Ελληνες ευλόγως αναρωτιούνται σε ποια Ευρώπη ανήκουν, τι είναι Ευρωπαίος, και, εκτείνοντας τη βάσανο, τι είναι Ελληνας και ελληνισμός.

Από τη βάσανο στα βάσανα. Η ίδια η αναζήτηση ταυτότητας είναι βάσανο, που χαρακτηρίζει κυρίως τα μικρά έθνη, και περισσότερο λαούς με μακρά ιστορία, βαριά παράδοση, αλλά αδύναμη θέση στο παρόν. Χαρακτηρίζει τους Ιρλανδούς, που αναζήτησαν την κέλτικη ρίζα τους κι έφτιαξαν κράτος υπό τη βαριά σκιά του Αγγλοσάξονα γείτονα και δυνάστη. Χαρακτηρίζει τους Εβραίους, που ξανάπλασαν τη γλώσσα τους και έχτισαν κράτος στον 20ό αιώνα, υπό το βάρος περιπλανήσεων και διωγμών. Χαρακτηρίζει και άλλους ανάδελφους, ξεμοναχιασμένους σε γλώσσες και τόπους, σε άλλοτε άλλο βαθμό, λ.χ. τους Σέρβους ή τους Ούγγρους.

Ο Μίλαν Κούντερα, Τσέχος της καφκικής Πράγας αλλά και παραμυθάς όλης της Ευρώπης, το περιγράφει έτσι: «Τα μικρά έθνη δεν είναι έννοια ποσοτική· δηλώνουν μια κατάσταση, ένα πεπρωμένο· τα μικρά έθνη δεν γνωρίζουν την ευτυχή αίσθηση του να βρίσκονται εδώ από πάντα και για πάντα· […] πάντοτε αντιμέτωπα με την αδαή αλαζονεία των μεγάλων, βλέπουν την ύπαρξή τους διαρκώς να απειλείται ή να αμφισβητείται· διότι η ύπαρξή τους είναι πρόβλημα» (P. Casanova, H παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων, εκδ. Πατάκη).

Την Ελλάδα το πεπρωμένο της την έφερε συχνά στο πεδίο όπου πάλευαν οι μεγάλοι. Ποδοπατήθηκε, χωρίς πάντα να φταίει, και χωρίς να μπορεί να το αποφύγει. Η γεωστρατηγική θέση της συχνά απέβαινε κατάρα, αυτή η θέση στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, Νότου και Βορρά. Η ίδια η γένεση του νεολληνικού κράτους συντελείται πάνω σε έναν μείζονα μετασχηματισμό: ενόσω η Δύση προβάλλει αιχμηρή και επιθετική πάνω στην τηκόμενη, υποχωρούσα Ανατολή. Το υπερδανεισμένο Πρότυπον Βασίλειον καθρέφτιζε περισσότερο τις προσδοκίες των Προστάτιδων Δυνάμεων και λιγότερο τις αντικρουόμενες προσδοκίες του πολύμορφου ελευθερωμένου ελληνισμού. Η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα σε φραγκοφορεμένους και φουστανελάδες εγκαθιδρύεται από τις πρώτες στιγμές του αγώνα για ελευθερία και υπονομεύει την ίδια την ελευθερία.

Ελλειψη αλληλοκατανόησης, σύγκρουση συμφερόντων, παραδόσεις που αφίστανται: από τη μια, η καταγωγή του μεσαιωνικού ελληνισμού, με γλωσσική και θρησκευτική ενότητα, από την άλλη, ο νεωτερικός εθνικισμός και ο διαφωτισμός, εντόπιοι διά μετακενώσεως. Αγροτοποιμένες, οργανωμένοι σε οικογένειες και κοινότητες· αστοί και έμποροι οργανωμένοι σε συντεχνίες και εταιρείες. Ολοι μαζί συγκρότησαν έθνος· δίγλωσσο, δίβουλο, διχασμένο, που εντούτοις ενώνεται και εκδιπλώνεται συντιθέμενο σε ώρες ανάγκης, και σταδιακά μιλάει την ίδια γλώσσα, αφομοιώνει παλαιότατους Ελληνες πρόσφυγες της Ανατολής, και πλουτίζει απ’ αυτούς, συνθέτει τολμηρά έναν μοντέρνο εαυτό μες στον αιματηρό 20ό αιώνα. Κινούμενοι πάντα αμφίπλευρα: πρόσφυγες εξ Ανατολών, μετανάστες προς Δυσμάς. Μόνο στην 50ετία 1960–2010 παύει η μετανάστευση – αλλά φουντώνει η μετακένωση.

Τώρα; Ο Τζέιμς Τζόις, προικίζει τον ήρωά του Στίβεν Δαίδαλο με τρία όπλα: τη σιωπή, την εξορία και την πονηριά. Τα όπλα και οι κατάρες του Οδυσσέα.

Η οδύνη της ύφεσης φέρνει στην επιφάνεια οδυνηρά ερωτήματα αυτογνωσίας και ταυτότητας, πολλά από τα οποία εκκολάπτονταν σιγαλά, επί έτη, σε φωλιές λογίων, ευαίσθητων δεκτών ή απλώς ιδεόληπτων και σαλών. Από τη δεκαετία του ’80, όταν η δημοκρατία είχε πια στερεωθεί και η ευμάρεια μεταμόρφωνε τον καθ’ ημέρα βίο, ζεσταίνεται η παλαιά συζήτηση: για την ελληνικότητα, το λαϊκό, τις δυτικές οφειλές και τις ανατολικές καταβολές, τον χαρακτήρα της ορθοδοξίας, το ποσόν του κοσμοπολιτισμού, την καχεξία της αστικής τάξης, την επαμφοτερίζουσα στάση των ελίτ ― τέτοια…

Συχνά, οι αναζητήσεις αυτές κατέληγαν σε βίαια διλήμματα (όπως όλα τα διλήμματα): Φταίμε εμείς για το κακό μας ριζικό; Ο ασίγαστος εμφύλιος, ο διχασμός; Ή φταίνε οι άλλοι, οι ξένοι, οι μεγάλες δυνάμεις; Καταγόμεθα απευθείας εκ των αρχαίων, άρα είμαστε Δυτικοί; Ή κοντινότεροι μας είναι οι Βυζαντινοί του μεσαίωνα και οι μεταβυζαντινοί της τουρκοκρατίας, άρα είμαστε Ανατολίτες; Φυσικά είμαστε και τα δύο, είμαστε όλα, και κάτι πολύ περισσότερο, πολύμορφο και αντινομικό, αυτό που προκύπτει από τη μείξη και τον συγκρητισμό· σύνθετο και πλούσιο ως εκ τούτου.

Σε καιρό κρίσης οι συζητήσεις για την ταυτότητα και τον χαρακτήρα αφήνουν τις ασφαλείς φωλίτσες των λογίων και των ποιητών, των ιδεολόγων και των αισθητών, και φουντώνουν στις συζητήσεις των πολλών. Η κρίση αλλάζει τον χρόνο, τον πυκνώνει και τον βαραίνει· αλλάζει και τον καθημερινό λόγο, τον κάνει πιο επείγοντα και βαθύ, συχνά αγωνιώδη. Και τώρα ζούμε στην καρδιά της κρίσης· κλονίζονται βεβαιότητες, εφησυχασμοί, αδράνειες, οκνηρίες. Τώρα πρέπει να αναμετρηθούμε πάλι, απ΄ την αρχή, με θεμελιώδη ερωτήματα, τόσο πιο δύσκολα όσο πιο απλά: Τι είμαστε; Τι μπορούμε; Γιατί βρεθήκαμε εδώ; Πώς θα πορευτούμε στο εξής;

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε και την παρούσα αναζήτηση ταυτότητας και πορείας, στην εποχή του Μνημονίου. Λένε: Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, χρειαζόμαστε χρόνο και χρήμα. Λένε: Το Μνημόνιο φέρνει υποδούλωση, μάς το επέβαλαν οι Ευρωπαίοι για δικό τους όφελος. Λένε: Απαιτείται δραστική μείωση του κράτους. Λένε: Οι ασύδοτες αγορές μάς έφεραν σε αυτά τα χάλια. Και ούτω καθεξής.

Κάθε πλευρά έχει τα επιχειρήματά της και τις αλήθειες της. Καμιά δεν έχει, δεν μπορεί να έχει όλη την αλήθεια. Και στις δύο πλευρές υπάρχει μια τάση κανονιστική: να ρυθμιστεί το παν δια παντός. Αν πάει πιο μακριά ο διαξιφισμός, θα δούμε να εμφανίζονται δίπολα: Παράδοση – εκσυγχρονισμός, ιστορική ταυτότητα – αποτίναξη του παρελθόντος, τοπικός χαρακτήρας – κοσμοπολίτικη διάχυση. Καθαροί και κλειστοί ή υβριδικοί και ανοιχτοί; Μες στην οδύνη της κρίσης, αναδύεται πάντα και η αγωνία της ταυτότητας.

Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Η συζήτηση περί ελληνικότητας δεν είναι τοπική ιδιαιτερότητα. Στη μεγάλη κρίση του Μεσοπολέμου, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης εδονείτο από συζητήσεις περί γερμανικότητας (Deutschtum), από αναζητήσεις του γερμανικού πνεύματος και της γερμανικής ψυχής, οι νεολαίοι τραγουδούσαν γερμανικούς ύμνους γύρω από τη φωτιά της κατασκήνωσης. Δεν ήταν μόνο εθνικισμός αυτό που εθέρμαινε τα πνεύματα των ηττημένων και ταπεινωμένων Γερμανών, με τις σαρωτικές απαιτήσεις των νικητών και τη φτώχεια να θαμπώνει το νου· οι Γερμανοί είχαν ανάγκη να δουν ποιοι είναι και τι μπορούν να ξανακάνουν μετά τα ερείπια. Το είδαν με έναν τρόπο, απόλυτο, φενακισμένο, τρομακτικό: για τα βάσανα έφταιγαν οι ξένοι. Το ζήτημα της γερμανικότητας ετέθη πάλι μετά τον Β’ Πόλεμο, επί των ερειπίων της Χλωμής Μητέρας Γερμανίας· τότε απαντήθηκε διαφορετικά, με ένα αυστηρό Σύνταγμα και με προσήλωση στην ανοικοδόμηση, στην παραγωγή, στη συσσώρευση, σε ένα είδος προτεσταντισμού που είχε ξεχαστεί το 1933.

Ας έρθουμε στα δικά μας. Η τραγωδία του Εμφυλίου ερμηνεύθηκε διχαστικά: για τους μεν έφταιγε η ξενοκίνητη αριστερά, για τους δε έφταιγε η ξενοκρατούμενη δεξιά· οι ερμηνείες αντηλλάσσοντο μεταξύ “μιασμάτων” και “προδοτών”, αλλά κανείς, έως πρόσφατα, δεν διεννοείτο να μην αποδώσει όλη την ευθύνη στον ξένο, στον άλλο, αφήνοντας εκτός κριτικής τα δικά μας βαριά σφάλματα, την κατασκευή της δικής μας αδελφοκτονίας με τα δικά μας χέρια. Σήμερα: οι ξένοι ασφαλώς δεν μας χαρίζουν τίποτε· αλλά αν εμείς δεν ενεργήσουμε για να επανορθώσουμε δικά μας σφάλματα, τότε η υποδούλωση θα είναι ακόμη βαρύτερη, και διαρκής.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.898 hits