You are currently browsing the tag archive for the ‘εθνική κυριαρχία’ tag.

Η επαπειλούμενη ιδιότυπη χρεοκοπία της Αργεντινής, που τόσο εξάπτει τα πνεύματα στην πτωχή Ελλάδα, προσθέτει τη δική της αστάθεια σε ένα διεθνές σκηνικό ήδη αβέβαιο, σκοτεινό, ασταθές. Η απόφαση του δικαστή της Νέας Υόρκης Τόμας Γκρίεζα, που υποχρεώνει την Δημοκρατία της Αργεντινής να πληρώσει στο κερδοσκοπικό fund NML το 100% της αξίας των αργεντίνικων ομολόγων που διακρατά, κατά προετεραιότητα έναντι των αναδιαρθρωμένων πιστωτών, έβαλε φωτιά στις διεθνείς χρηματαγορές αλλά και κλόνισε τη διακρατική πίστη.

Ο επίμονος δικαστής ανατρέπει πάγιες πρακτικές στην αναδιάρθρωση κρατικών χρεών, γεγονός που οδήγησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εκφράσει την έντονη ανησυχία του για το πώς μελλοντικά θα αναδιαρθώνουν τα χρέη τους τα κυρίαρχα κράτη, σε συμφωνία με τους πιστωτές. Δια της αποφάσεώς του, ο δικαστής ανατρέπει την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών (pari passu), και αυτή την απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δια της σιωπής του την άφησε να περάσει, ούτε την απέρριψε ούτε την ενέκρινε. Παρόμοιες ενστάσεις και ανησυχίες με του ΔΝΤ διατυπώνονται από πολλούς αναλυτές χρηματοπιστωτικών οργανισμών, νομικούς και έγκυρες εφημερίδες: Η Αργεντινή δεν χρεοκοπεί, περιγράφουν, λόγω αρνήσεως ή αδυναμίας πληρωμής, αλλά λόγω δικαστικού εξαναγκασμού, που μπλοκάρει την ροή πληρωμών προς τους αναδιαρθρωμένους πιστωτές, προς όφελος του «γύπα» Πολ Σίνγκερ, αγοραστή αργεντίνικων ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά έναντι ελαχίστου κλάσματος της ονομαστικής αξίας. Το μπλοκάρισμα της εξυπηρέτησης του αναδιαρθρωμένου χρέους δεν αμφισβητεί μόνο την κυριαρχία του κράτους της Αργεντινής, αλλά και την κυριαρχία όλων των κρατών επί των ομολόγων που εκδίδουν.

Γιατί όμως το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε αυτή την απόφαση που θέτει το δόλιο κέρδος υπεράνω της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους και της συμφωνίας του με τους πιστωτές του; Φυσικά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την τελική έκβαση της υπόθεσης, αλλά μπορούμε να συνδέσουμε την επίδειξη ισχύος του αμερικανού δικαστή, με την επίδειξη ισχύος που κάνουν οι ΗΠΑ τους τελευταίους αρκετούς μήνες επί των μεγάλων ευρωπϊκών τραπεζών: τα πρόστιμα που επιβάλλουν στους αμερικανικούς κλάδους των ευρωπαϊκών οίκων είναι ασύλληπτου μεγέθους, προκαλούν τριγμούς στα οικοδομήματά τους, έχουν πλέον χαρακτηριστικά πολέμου. Οι γαλλικές, γερμανικές και ελβετικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ και υπόκεινται στο αμερικανικό δίκαιο έχουν πληρώσει πολλά δισ. δολάρια. Η οικονομική πίεση είναι πολιτικό όπλο: οι ΗΠΑ υπενθυμίζουν την ισχύ τους σε όποιον αμφισβητεί την επιρροή και τις νουθεσίες τους.

Η Ευρώπη και η απρόθυμη ηγεμονεύουσα Γερμανία αισθάνονται την πίεση περισσότερο και από την Αργεντινή. Δεν τιμωρούνται μόνο οι μεγάλες τράπεζες για τα βρώμικα παιχνίδια τους, η Ευρώπη μοχλεύεται στην Ουκρανία, και πιέζεται να αντιπαρατεθεί με τη Ρωσία, στρατηγικό προμηθευτή ενέργειας και εμπορικό εταίρο. Η κλιμακούμενη αντιπαράθεση περί του ουκρανικό, με τα μέτρα εμπάργκο, θα πλήξει όχι μόνο τη Ρωσία αλλά και τους Ευρωπαίους.

Ετσι, η Ρωσία απομακρύνεται από την Ευρώπη και στρέφεται προς τους εταίρους της των BRICS. Συμφωνεί ενεργειακή προμήθεια με την Κίνα, εδραιώνει τις συνεργασίες της με την Ινδία στην αμυντική βιομηχανία, προσκαλεί την Αργεντινή στη σύνοδο των BRICS τον περασμένο μήνα. Στη σύνοδο αυτή άλλωστε οι πέντε μεγάλες χώρες συμφώνησαν στη δημιουργία της δικής τους αναπτυξιακής τράπεζας, με προίκα 50 δισ. δολ. και συναλλαγματκά διαθέσιμα 100 δισ., μια φιλόδοξη δομή παραπληρωματική και ανταγωνιστική προς το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, παραδοσιακά επηρεαζόμενες από τις ΗΠΑ. Οι BRICS είχαν λάβει υπόσχεση το 2010 στη σύνοδο των G20 για αύξηση των ψήφων τους στο ΔΝΤ κατά 6%, αλλά η υπόσχεση δεν τηρήθηκε.

Στο περιθώριο της συνόδου επίσης ο Κινέζος Πρόεδρος επισκέφθηκε την Αργεντινή και υπέγραψε με την πρόεδρο Κριστίνα Φερνάντες συμφωνίες για παραγωγικές επενδύσεις 7,2 δισ. δολ. και για τόνωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της διψασμένης χώρας, ύψους 11 δισ. Τις ίδιες μέρες εκτυλισσόταν εκ παραλλήλου στη Νέα Υόρκη το θρίλερ του δικαστή Γκρίεζα και του γύπα Σίνγκερ…

Η αστάθεια του μεταψυχροπολεμικού κόσμου πρέπει να εξετάζεται από πολλές γωνίες θέασης: οικονομικά, στρατιωτικά, γεωπολιτικά. Ακόμη και πολιτισμικά. Κυρίως όμως ως αγώνας για κυριαρχία, ή ισορροπία διά αποτροπής μεγέθυνσης του δυνητικού αντιπάλου. Βεβαίως οι μη μετρήσιμες παράπλευρες συνέπειες, οι απρόβλεπτες μεταβλητές, η ετερογονία των σκοπών είναι πάντα παρούσες και ανατρέπουν τους σχεδιασμούς. Το πλήγμα της 11/9 και ο εν συνεχεία πόλεμος σε Ιράκ και Αφγανιστάν σηματοδότησαν μια μείζονα αναταραχή στον πλανήτη, που ντύθηκε με όρους σύγκρουσης πολιτισμών. Εν συνεχεία οι ΗΠΑ απεσύρθησαν από τα πεδία των πολέμων, χωρίς εμφανή κέρδη. Ιδού όμως, η σύγκρουση πολιτισμών συμβαίνει στη Μοσούλη και στην Τρίπολη. Στα εγκαταλειφθέντα πεδία ανοίγονται τώρα ιστορικά ρήγματα πρωτοφανή, μαίνονται ιεροί πόλεμοι, αναχαράσονται σύνορα ύστερα από μισό αιώνα, ιδρύονται χαλιφάτα τζιχαντιστών και εμιράτα φυλάρχων. Η Ευρώπη αποκτά σύνορα με πεδία πολέμων και εθνοτικού χάους, από την Ουκρανία έως τη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Υποδέχεται βουβά κύματα μεταναστών και προσφύγων.

Η Ευρώπη… Προς το παρόν είναι η μεγάλη χαμένη, διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά, παρότι δεν ενεπλάκη ευρέως στους πολέμους της περασμένης δεκαετίας, παρότι δεν εγέννησε το κραχ του 2008. Παραμένει πάντα η κατ’ εξοχήν ζώνη ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας στον πλανήτη. Οχι πια όμως αδιάβροχη. Δοκιμάζεται βάναυσα η εσωτερική συνοχή της, δοκιμάζεται το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της, δοκιμάζονται οι προσδοκίες των νεότερων γενεών, δοκιμάζεται η ίδια η υπόσταση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Το Μπουένος Αϊρες, το Κίεβο, η Μοσούλη, η Τρίπολη, η Γάζα, δεν είναι μακριά.

Η δήλωση του επιτρόπου Ολι Ρεν περί Ελλάδος υπό επιτήρηση έως τον μακρύ καιρό υπενθύμισε με πικρό τρόπο το Καστελόριζο του Γιώργου Παπανδρέου. Ο τότε πρωθυπουργός για να αναγγείλει την είσοδο της χώρας στο Μνημόνιο είχε επιλέξει το ακριτικό νησί, τη φυσική και συμβολική εσχατιά της επικράτειας. Για να αναγγείλει την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου πόνων και δακρύων, αλλά και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Η χονδροειδής σκηνοθεσία του Καστελόριζου μάλλον δεν ήταν προϊόν αφέλειας· κι αν ήταν, έδειχνε παρ’ όλ’ αυτά ανάγλυφο το μέλλον, για όσους μπορούσαν να το διακρίνουν: η χώρα εφεξής θα λειτουργούσε σαν γραφική καρτ-ποστάλ, σαν ένα πανέμορφο νησί, ξεμοναχιασμένο, διεκδικούμενο, μια γκρίζα ζώνη, με ανυπεράσπιστους κατοίκους και μια κεντρική διοίκηση πολύ μα πολύ μακρινή. Ο Γ. Παπανδρέου, πάντα ρηξικέλευθος και απρόβλεπτος, εσήμανε εξωλεκτικά για την ιστορική μετάβαση όσα δεν μπορούσε να χωρέσει κανένας λόγος: εθνική κυριαρχία και λαϊκή κυριαρχία ετίθεντο υπό περιστολή και επιτήρηση για όσο χρόνο θα κρατούσε η περιπέτεια του χρέους, άγνωστο πόσο.

Ο Ολι Ρεν είπε το προφανές, το αμοιβαία συμφωνημένο, και ψηφισμένο από τη Βουλή των Ελλήνων. Είπε αυτό που είχε αναγγείλει ο τότε πρωθυπουργός, το 2010, και όσα εγνώριζαν οι μετέπειτα πρωθυπουργοί, εκλεγμένοι ή μη. Άλλωστε, η συρρίκνωση του έθνους-κράτους κατά την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας ήταν γνωστή, καίτοι μη πλήρως κατανοητή, από την εποχή της Συμφωνίας του Μάαστριχτ και της ένταξης στην ΟΝΕ. Η πρόσφατη απόφαση για επιτήρηση των χωρών υπό μνημόνιο ελήφθη και με την ελληνική ψήφο· και ακολούθως από την επιτηρούμενη χώρα αφαιρέθηκε το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

Προφανές λοιπόν. Μια διαφορά: το 2010 το σοκ του καινούργιου ήταν τόσο σφοδρό, που ο καθείς προσπαθούσε καταρχάς να φανταστεί τη ζωή του, πώς θα επιζήσει στους δύσκολους καιρούς που θα έρχονταν. Κατάπληξη, οργή, στρατηγικές επιβίωσης, και κάποιες σπίθες ελπίδας ζωντανές ακόμη για διάσωση· η μεγάλη εικόνα, η ιστορική τροπή, δεν είχε γίνει αντιληπτή. Στα τέλη του 2013, μετά αλλεπάλληλες θυσίες και κύματα οριζόντιου κανιβαλισμού, η κρίσιμη μάζα των μεσοστρωμάτων αντιλαμβάνεται τη διάρκεια και το βάθος της ιστορικής μεταβολής. Και αντιλαμβάνεται την ιστορική μεταβολή σαν καταστροφή εν διαρκή προόδω. Σε αυτό τον αντιληπτικό ορίζοντα, η ατομική και κοινωνική υποβάθμιση αρχίζουν να συνδέονται με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και την περιορισμένη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Ότι αυτά τα φαινόμενα, σε άλλοτε άλλη έκταση, συμβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπό επιτήρηση ή και χωρίς επιτήρηση, ουδόλως παρηγορεί τον ελληνικό λαό, κατά τον έκτο χρόνο ύφεσης.

Ένας έμπειρος φίλος πρόσφατα βρήκε μια αναλογία της παρούσας εθνικής κατάστασης με την καταστροφή του 1922: τότε επλήγη ο εκτός κρατιδίου μείζων ελληνισμός, τώρα απειλούνται με σαρωτική αλλαγή οι όροι ύπαρξης του ελληνισμού εντός της επικράτειας. Η συνέχιση της παράτολμης αναλογίας ίσως είναι παρηγορητική: οι πληγές του ’22 επουλώθηκαν και οι πρόσφυγες μπόλιασαν ευτυχισμένα τον ισχνό κορμό. Η καταστροφή έδωσε και δημιουργικούς καρπούς, όχι μόνο συντρίμμια. Η γνώση αυτή όμως ήρθε εκ των υστέρων, πολύ αργότερα. Προς το παρόν, η αναλογία μάς βρίσκει στη φάση της εθνικής ταπείνωσης και της κοινωνικής αγωνίας, στη φάση της θραυσμένης ταυτότητας, των συλλογικών διαψεύσεων, της ηττοπάθειας, της σύγχυσης, της μοιρολατρίας, της ετερονομίας. Για διάφορους λόγους, υπερτοπικούς και εγχώριους, οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, χάνουν την ικανότητα να αγωνιστούν για να ανατρέψουν τη δυσμενή συνθήκη, και περιμένουν τη σωτηρία από έναν εξωτερικό παράγοντα, έναν Μεσσία. Ηγέτη, προφήτη, σωτήρα, ποιμένα και πατέρα, όλα. Υπό αυτή την έννοια, πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι είδαν στην εξωγενή τρόικα έναν παράγοντα υπέρβασης της εγχώριας παθογένειας, μια δύναμη που θα ξεπερνούσε τους εγχώριους φαύλους ηγέτες και θα έβαζε τη χώρα σε τροχιά νοικοκυρέματος και εξορθολογισμού. Με παρόμοια διάθεση, άλλοι προσέβλεψαν σε μια διακυβέρνηση τεχνοκρατών-σωτήρων, απαλλαγμένων από την μολυσματική πολιτική, αλλά και από την πολιτική νομιμοποίηση.

Όλες αυτές οι προσδοκίες, θεμιτές, αφελείς, ιδιοτελείς, είναι απότοκες της απόγνωσης· γεννιούνται από την αγωνία ενώπιον του άδηλου μέλλοντος, από την σπασμένη ταυτότητα, από την κατάρρευση του πολιτικού, από τη βίαιη απομείωση των δημόσιων αγαθών, τη βίωση του δημόσιου χώρου ως χώρου ανοίκειου και εχθρικού. Η απογοήτευση από την εγκατάλειψη των εταίρων, που μετετράπησαν τώρα σε άκαρδους δανειστές, τείνει να λάβει χαρακτηριστικά ιδεαναγκασμού, μανίας καταδίωξης, ακριβώς διότι δεν πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις, διότι έχει σβήσει μέσα μας η εικόνα ενός εαυτού αυτεξούσιου και αγωνιστή, αυτόνομου και αυτάρκους, που θα σταθεί όρθιος παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όρθιος μαζί με τους άλλους. Μα τέτοιοι είναι οι απαιτητοί χαρακτήρες του ελεύθεροι πολίτη και παραγωγού στη δημοκρατία.

Η ανάκαμψη της Ελλάδας μπορεί να έρθει μόνο με την ψυχική ανάκαμψη των Ελλήνων. Με αναπτέρωση του φρονήματος, ατομικού και συλλογικού. Η διαπίστωση ότι περιεστάλη η εθνική κυριαρχία, ότι απειλείται να μείνει χωρίς περιεχόμενο η λαϊκή κυριαρχία, ότι μεσοπρόθεσμα η χώρα κινδυνεύει να κατοικείται από γέροντες και παρίες, είναι καταλύτες αποφασιστικής σημασίας, είναι αφετηρίες αυτογνωσίας και αυτενέργειας. Σε δέκα χρόνια η χώρα μπορεί να πετάει, μου είπε φίλος οικονομολόγος· το θέμα τι θα κάνουμε εμείς αυτά τα δέκα χρόνια.

Οι επερχόμενες ευρωεκλογές του Μαϊου, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, θα σηματοδοτηθούν από μια έντονη τάση ευρωσκεπτικισμού, τέτοια που δεν έχει καταγραφεί ποτέ στο παρελθόν. Ηδη τα μεγάλα ακροδεξιά κόμματα, που εκφράζουν τους ευρωσκεπτικιστές, προχωρούν σε άτυπη δικτύωση, προκειμένου να συγκροτήσουν ενιαία ομάδα στο επόμενο ευρωκοινοβούλιο. Φυσική ηγέτις σε αυτή την κίνηση είναι η Μαρίν Λεπέν, επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, το οποίο κινείται σταθερά ανοδικά αναστατώνοντας την φιλοευρωπαϊκή γκωλική δεξιά. Η επιρροή των ευρωσκεπτικιστών είναι ανοδική, εκτός της Γαλλίας, σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ιταλία, αλλά και η Γερμανία, δηλαδή σε χώρες που συγκροτούν τον πυρήνα και τον βασικό κορμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης.

Τα περισσότερα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα είναι υπερσυντηρητικά, ακροδεξιά, συχνά εκφράζονται αντισημιτικά ή ρατσιστικά, είναι εχθρικά προς τους μετανάστες, συχνά επίσης είναι εχθρικά προς τους Νοτιοευρωπαίους. Εξ αριστερών ο ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται πάγια ως υποστήριξη της Ευρώπης των λαών και όχι των οικονομικών και γραφειοκρατικών ελίτ, δηλαδή η στάση της αριστεράς λίγο-πολύ είναι φεντεραλιστική, υπέρ μιας συνομοσπονδίας με κυρίαρχα κράτη-μέλη.

Τα αίτια του ευρωσκεπτικισμού είναι πολλά, προϋπήρχαν της διεθνούς οικονομικής κρίσης, και δεν είναι παντού ίδια. Στον υπερχρεωμένο Νότο, λ.χ. στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, η αγριότητα της επιβαλλόμενης λιτότητας από τους εταίρους δανειστές, οδηγεί τους πολίτες να επανεξετάσουν τις πεποιθήσεις τους και την αφοσίωσή τους στον ευρωπαϊκό φεντεραλισμό: την δύσκολη στιγμή, θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή οικογένεια φέρθηκε σκληρά και τιμωρητικά. Στον Βορρά, ο ευρωσκεπτικισμός τροφοδοτείται από την ξενοφοβία, τον φόβο επιμόλυνσης από την κρίση του Νότου, αλλά και από εθνοτικά στερεότυπα. Εν συνόλω, η Ευρωπαϊκή Ενωση ως ιδεώδης οικονομική και πολιτική ένωση τελεί υπό αμφισβήτηση, στο μέτρο που δεν ικανοποιεί πλέον τις ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών και δεν διασκεδάζει τους φόβους τους ενώπιον της επελαύνουσας παγκοσμιοποίησης και της απειλής φτώχειας και περιθωριοποίησης.

Μια βαθύτερη και διαρκής αιτία για την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, με την παράλληλη διαρκή άνοδο της ακροδεξιάς, είναι η απογοήτευση των Ευρωπαίων πολιτών από τις πολιτικές τους ηγεσίες, οι οποίες βαθμιαία παρεχώρησαν μέγα μέρος της εθνικής κυριαρχίας χωρίς τα οφέλη από μια ουσιαστική ενοποίηση. Την δύσκολη στιγμή της κρίσης, ο καθείς βρέθηκε μόνος του. Σοβαρή αιτία ευρωσκεπτικισμού είναι επίσης η δικαιολογημένη αδυναμία των πολιτών να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την απρόσωπη εξουσία των γραφειοκρατών των Βρυξελών με τα τόσα στρώματα διαμεσολαβήσεων· δικαίως τους θεωρούν μια υπερεθνική ελίτ ευρωκρατών χρυσοκάνθαρων, αποκομμένη από τα προβλήματα των κρατών-μελών.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τη διαρκή υποχώρηση της αίσθησης συμμετοχής των πολιτών στην εθνική και υπερεθνική μοίρα· η μοίρα διαμορφώνεται από εξωκοινοβουλευτικά ή και εξωπολιτικά κέντρα αποφάσεων. Οι πολίτες βυθίζονται στην ετερονομία. Η τέτοια εγκατάλειψη του πολιτικού συνέβη με ευθύνη τόσο των σοσιαλδημοκρατών όσο και των συντηρητικών, και επιτάθηκε από την ιστορική ήττα της αριστεράς μετά το 1989. Στο πολιτικό κενό εισπήδησε η λαϊκιστική ακροδεξιά, προσφέροντας ρητορική, παραμυθία και εχθροπάθεια ως ενοποιητική ύλη· αυτή ακριβώς η ακροδεξιά που σήμερα τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τον ευρωσκεπτικισμό. Δυστυχώς όχι χωρίς επιχειρήματα.

 

VISKADOURAKIS
Το βαρύ πυκνό καλοκαίρι του 2013, πολλοί άνθρωποι που συναντώ, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, μεταφέρουν την ίδια αίσθηση: ότι εκμετράται ο χρόνος της παρούσας κρίσης, ότι βαδίζουμε προς μια κορύφωση. Η κορύφωση έχει ποικίλες καταλήξεις, αναλόγως του συνομιλητή, πάντως όλες είναι δραματικές, οδυνηρές και λυτρωτικές συνάμα.

Τριάμισι χρόνια μετά την κατάπληκτη ομολογία πτώχευσης, τριάμισι χρόνια αλεπάλληλων θυσιών των Ελλήνων της μείζονος πλειοψηφίας και αλλεπάλληλων σφαλμάτων και σφαγών, τριάμισι χρόνια συνεχούς καταβύθισης. Δεν πάει άλλο. Ας γίνει κάτι ριζικό, ας είναι επώδυνο, αρκεί να μη συνεχιστεί αυτή η βύθιση, άλλωστε δεν έχουμε πια και πολλά να χάσουμε. Το λένει άνθρωποι υψηλής μορφώσεως, νοικοκύρηδες έως πρόσφατα, που τώρα αγκομαχάνε να τα βγάλουν πέρα, γονατισμένοι από φόρους, περικοπές μισθών, εξανεμισμένα εισοδήματα, με άνεργους συζύγους και παιδιά, με δάνεια και με σχολάζοντα κληρονομικά ακίνητα που κουβαλάνε φόρους και χαράτσια.

Τρία και πλέον χρόνια από το ιστορικό διάγγελμα του Καστελόριζου, όταν και επισήμως έμαθαν ότι η εθνική κυριαρχία αναστέλλεται επ’ αόριστον, οι αμέριμνοι νοικοκύρηδες της απέραντης μεσαίας τάξης έχουν μάθει εν τω μεταξύ ότι η κρατική χρεοκοπία συνεπιφέρει συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας, ιδιωτική πενία, κοινωνική υποβάθμιση έως πληβειοποίησης, πολιτική αστάθεια. Οι περισσότερες σταθερές του βίου γκρεμίστηκαν, για όλους. Για πολλούς, ο βίος εξέπεσε σε γυμνή ζωή, σε γυμνή επιβίωση. Γι’ αυτούς τους πολλούς δεν υπάρχει πια τίποτε να χάσουν, ούτε να φοβηθούν. Αυτή είναι η κορύφωση, η ρήξη, που την αφουγκράζονται να έρχεται πολλοί Ελληνες τούτο το καλοκαίρι.

Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήδη χαμένοι, όσοι ακόμη χάνουν, και κυρίως όσοι ακόμη σκέφτονται και αισθάνονται, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα ενοχοποίησης, σύγχυσης και προπαγάνδας, αυτοί οι άνθρωποι είναι σε θέση ακόμη να αρθούν υπεράνω της οργής και του μίσους του ανήμπορου ηττημένου, και να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Φρονώ ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί. Και είναι το πολυτιμότερο κοίτασμα της ελληνικής γης. Αλλά είναι ασύνδετοι, σκόρπιοι, σαστισμένοι, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν μοιράζονται μια κοινή εικόνα εαυτού και ένα κοινό σχέδιο πορείας. Πορεύονται μόνοι στα τυφλά.

Η χώρα πορεύεται αφεύκτως, βρίσκεται ήδη, σε μια οικονομία πολέμου, χωρίς τον συμβατικό πόλεμο. Είναι ήδη εμπλεγμένη στον πρώτο γεωοικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα, και στο εγγύς μέλλον θα τον δούμε εναργέστερα. Οπως σε κάθε πόλεμο, την πρωταρχική σημασία την έχει το φρόνημα του εμπλεκομένου και το τι καλείται να υπερασπιστεί, δηλαδή το τί είναι, τι θεωρεί ότι είναι. Ακριβώς αυτό έχει κλονιστεί πρώτο, με το ξέσπασμα της κρίσης: η ταυτότητα. Ποιοι είμαστε, ποιοι ήμασταν, ποιοι καλούμαστε να είμαστε. Πώς βλέπουμε τώρα τους εαυτούς μας, μετά τα χαστούκια, τις ήττες και τους εξευτελισμούς. Αντέχουμε; Αυτό συζητείται εντόνως, όλα αυτά τα τριάμισι χρόνια του Γολγοθά, και αυτό αιωρείται ακόμη αναπάντητο στην κορύφωση του δράματος. Είναι η περιλάλητη «αφήγηση», το όραμα, το σχέδιο, η απόφαση και η πράξη της αναγέννησης.

Τολμώ να υποστηρίξω ότι η κοινή αφήγηση, τέλος πάντων η αφήγηση που θα χωράει πολλούς, όχι όλους, αλλά πολλούς, δεν θα προκύψει πρώτη αυτή και μετά η δράση. Δεν θα σχηματισθεί ακεραία και πλήρης, και κατόπιν θα σπεύσουμε προς εφαρμογήν της. Αντιθέτως, η αφήγηση θα ξεκινήσει σαν δράση και λόγος μαζί, και θα εκκινήσει μερική, αποσπασματική, επείγουσα, από πολλές πηγές συμβάλλουσα σε ρυάκια και κοινά ποτάμια· και θα σχηματίζεται βαθμιαία, αλλάζοντας και αυξάνοντας δυναμικά διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, των δρώντων σκεπτόμενων υποκειμένων. Θα αναδύεται μια νέα γενική διάνοια.

Είμαστε τα πιο προχωρημένα θύματα μιας κρίσης διπλής, εσωτερικής και εξωτερικής. Αυτή η πρωτοπορία είναι πλεονέκτημα και κατάρα μαζί: μας επιτρέπει να πειραματιστούμε και να καινοτομήσουμε στην επίλυση της δικής μας κρίσης, αφενός· να δούμε πώς μπορούμε να σώσουμε τη χώρα και τους εαυτούς μας. Αφετέρου, η έκβαση της δικής καινοτομίας-σωτηρίας εξαρτάται εν πολλοίς από το διεθνές περιβάλλον. Συγκεκριμένα: Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε να μας σώσει η Ευρώπη, αλλά και δεν μπορούμε να σωθούμε αγνοοώντας παντελώς τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Ολα θα κρίνονται διαρκώς πάνω στην κόψη του καιρού και στο ζύγισμα οφέλους-ζημίας. Η επίκληση μιας ιδεατής Ευρώπης που είναι μοναδικός προορισμός, ακόμη κι αν έχουμε μετατραπεί σε προτεκτοράτο εξαθλιωμένων νεοπληβείων, εκτός από σφαλερή είναι και δόλια και επικίνδυνη. Το ίδιο σφαλερή και επικίνδυνη μπορεί να είναι η άκριτη αποδοχή ενός δρόμου που οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη ή τέλος πάντων με τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις της, κυρίως τη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η μονοσήμαντα ραγιάδικη ή η τρελοαντάρτικη στάση, με ιδιοτέλεια ή ιδεοληψία, είναι ολέθριες αμφότερες.

Επιστρέφουμε στην ταυτότητα· όχι ουσιοκρατικά, αλλά δυναμικά. Δεν θα αποφασίσουμε τώρα ποιοι ακριβώς είμαστε εφεξής και τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας. Αυτό διαμορφώνεται διαρκώς στο άμεσο μέλλον. Αλλά για να επιζήσουμε σε συνθήκες οικονομίας πολέμου, πρέπει να συμφωνούμε σε κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ας είναι τα πιο πρακτικά, τα πρώτα: μια νέα σχέση του επανιδρυμένου κράτους με την εργασία και τη νέα επιχειρηματικότητα, τη μικροαμεσαία κυρίως, τη ραχοκοκκαλιά της εγχώριας οικονομίας. Η ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που τόσο θαυμαστά και απρόσμενα βλάστησε στους δύσκολους καιρούς. Επιστροφή στη γη και στις τέχνες υπό νέους όρους. Και ταυτοχρόνως, υποκάτω: Αποδοχή και ανανέωση της παράδοσης. Σύνδεση με τη διασπορά. Σύνθεση του πατριωτικού αισθήματος με την οικουμενική εξακτίνωση. Τέτοια.

Η ιστορία δεν τέλειωσε. Δεν τελειώνει. Τώρα όμως η ιστορία εκδηλώνεται ως κρίση, διαρκής, αμείλικτη, σφοδρή, και επιπλέον εκδηλώνεται επί των κεφαλών μας, σαρώνοντας ρουτίνες βίου και νοητικά εργαλεία. Ημασταν απροετοίμαστοι πολλαπλώς, αλλά και ποιος δεν ήταν σε Ευρώπη και ΗΠΑ; Ελαχε στην Ελλάδα όμως να είναι ο πρώτος κρίκος που σπάει.

Ας υποθέσουμε τώρα, βάσιμα δυστυχώς, ότι η κρίση θα διαρκέσει ― ίσως μια γενιά. Πώς θα επιζήσουμε; Τα τελευταία δύο χρόνια, αν μη τι άλλο αποκτήσαμε την πικρή γνώση ότι λύσεις ανώδυνες δεν υπάρχουν, μάθαμε επίσης ότι από την πολιτική τάξη που οδήγησε σε παρακμή το κράτος και τους θεσμούς, δεν έχουμε να ελπίζουμε τίποτε, ειμή μόνον την εξαφάνισή της. Αρα; Η κοινωνία, οι πολίτες, πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη του βίου τους και της οργάνωσής του. Επειδή μάλιστα η κρίση έχει καινοφανείς χαρακτήρες και επειδή δεν υπάρχουν διεθνείς αναφορές ή, έστω, εύκολα παραδείγματα, οι απαιτήσεις είναι ακόμη υψηλότερες: απαιτείται να επινοήσουμε νέα εργαλεία για να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε την κρίση.

Η δυστυχία μας, υπό όρους, είναι και ιστορικό πλεονέκτημα: εφόσον ο μετασχηματισμός είναι global και εφόσον εκδηλώνεται πρώτα στη δική μας αυλή, η κατανόηση και αντιμετώπισή του μπορεί να μας προσφέρει ένα χρονικό πλεονέκτημα· ναι μεν είμαστε οι πρώτοι που πληττόμεθα, αλλά ίσως να είμαστε και οι πρώτοι που θα εξέλθουμε από την κρίση με γνώση και ορμή.

Κατά τούτο και εφόσον ξεπεράσουμε εγκαίρως το σοκ και τον φόβο, εφόσον δεν διαρραγεί ανέκκλητα ο κοινωνικός ιστός, οι εγχώριες διεργασίες, νοητικές και πρακτικές, για την υπέρβαση της κρίσης και την εύρεση νέας ισορροπίας, θα είναι πολύτιμες για όλη την Ευρώπη. Η Ελλάδα μπορεί πράγματι να αποβεί εργαστήριο του μέλλοντος, όχι όμως προς την κατεύθυνση της δυστοπίας που βιώνουμε τώρα, αλλά προς την κατεύθυνση μιας άλλης ευτοπίας, ενός άλλου μοντέλου ευημερίας που θα οικονομεί πιο σοφά τους φυσικούς και ανθρωπογενείς πόρους. Για να φτάσουμε όμως στην φωτεινή θύρα, που την φανταζόμαστε τώρα μακριά, οφείλουμε καταρχάς να συγκλίνουμε και να ενώσουμε δυνάμεις. Και να δούμε τους εαυτούς μας με τόλμη και παρρησία, αφήνοντας πίσω ναρκισσιστικές διαφορές και παλαιές ιδεολογίες· απαντώντας επίσης αποφασιστικά στα κυνικά ιδεολογήματα του καταστροφικού καπιταλισμού, τα οποία αυτοπροβάλλονται ως μόνη εναλλακτική.

Η δράση, η vita activa, η αποτελεσματικότητα δεν αποκλείουν τη σκέψη· μάλιστα η σκέψη είναι η διαρκής τους προϋπόθεση. Μαζί με την δράση, ξανασκεφτόμαστε λοιπόν τους εαυτούς μας, ως προς την παράδοση, τη λησμονημένη ή υπερερμηνευμένη και αποχυμωμένη, και ως προς το ρευστό παρόν, ξανασκεφτόμαστε τις γεωπολιτικές μας δυνατότητες, τις τώρα παραμερισμένες λόγω φόβου και αυτοϋποτίμησης, ξανασκεφτόμαστε την ευρωπαϊκή μας μοίρα. Ας γυρίσουμε τη φόδρα: Αν δεν νοείται Ελλάδα εκτός Ευρώπης, πώς άραγε νοείται Ευρώπη χωρίς Ελλάδα; Και ας το θέσουμε όχι μόνο πολιτισμικά, που ήδη είναι σημαντικό, αλλά και γεωπολιτικά και γεωοικονομικά· η Ελλάδα συνεισφέρει μοναδικά πλεονεκτήματα στην Ευρώπη. Ετσι πρέπει να συζητάμε με τους συνευρωπαίους μας: στέλνοντας τους αληθινή πληροφορία, αληθή αισθήματα, ειλικρινείς πρωτογενείς σκέψεις. Διότι η δεινή μοίρα τώρα μας αναγκάζει να υπερασπισθούμε την Ελλάδα για να την παραλάβουμε σώα και ανακαινισμένη, λειτουργική σε νέα ιστορικά συμφραζόμενα· αυτός ο αγώνας, και η εμπειρία της διάσωσης-ανακαίνισης θα είναι η ελληνική κληρονομιά προς την Ευρώπη για τη δική της ανάκαμψη-ανακαίνιση. Βοηθώντας τους εαυτούς μας, βοηθάμε και την Ευρώπη.

Γι΄αυτό έχει τεράστια σημασία: Τι θα υπερασπισθούμε και τι θα διασώσουμε; Την κοινωνία και τη δημοκρατία, πρωτίστως, έτσι όπως νοηματοδοτήκαν και βιώθηκαν από τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς κατά τη μεταπολεμική περίοδο, τη μακρότερη περίοδο ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας σε όλη την ιστορία της ηπείρου. Αυτά τα ιστορικά επιτεύγματα δοκιμάζονται τώρα βάναυσα, από τη δικτατορία των αγορών, ξεκινώντας από τους αδύναμους κρίκους της ευρωπεριφέρειας.

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια σκληρή μοίρα: Ο πιο αμείλικτος εχθρός είναι ο χρόνος, έως ότου αναδειχθεί σύμμαχος. Ο χρόνος του πακέτου διάσωσης είναι πανάκριβα αγορασμένος, έχει υποθηκευτεί το κοινωνικό κράτος και δοκιμάζεται ήδη η δημοκρατική ομαλότητα. Αρα όλες οι δράσεις είναι επείγουσες ― όχι όμως και αστόχαστες. Επί του πεδίου διερωτήσεων τίθενται πλέον στρατηγικά ερωτήματα, τα οποία οι δημοκρατικοί πολίτες και οι διανοούμενοι τα προσπερνούσαν ακόπως ή απλώς ιδεολογούσαν. Ποιο είναι το περιεχόμενο του ευρωπαϊσμού ως ιδεολογίας; Ποια η σχέση του λαϊκού με τον λαϊκισμό; Ποια η σχέση του εθνικού με το κοινωνικό; Τι σημαίνει απώλεια της εθνικής κυριαρχίας; Εγγυάται τα σύνορα της Ελλάδας η Ε.Ε.; Σε ποια δημοκρατική νομιμοποίηση στηρίζεται ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός; Πώς υποτάσσεται η χρηματοπιστωτική βιομηχανία στις πολιτικές κοινωνίες και τα δημοκρατικά κράτη; Τι είδους πολιτικό υποκείμενο είναι η πολλαπλώς πληττόμενη μεσαία τάξη;

Αυτά τα ερωτήματα ζητούν επειγόντως απαντήσεις, προκειμένου να μείνουμε όρθιοι, μέρος της Ευρώπης, μέρος του Πρώτου Κόσμου. Και πρέπει να τις δώσουμε εμείς τις απαντήσεις, βασιζόμενοι καταρχάς στις δικές μας δυνάμεις, στο δικό μας think tank. Υπάρχουν; Μια πρωτοβουλία διανουμένων που παρακολούθησα την περασμένη εβδομάδα, η πολυσυλλεκτική, πλουραλιστική «Κίνηση για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας», μου γέννησε την ελπίδα ότι υπάρχουν οι αναγκαίες πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις. Δεν συμφωνούν σε όλα, ευτυχώς, αλλά συγκλίνουν σε μια ελάχιστη βάση: η κρίση να συζητηθεί, να κατανοηθεί και να ξεπεραστεί χωρίς προϊδεασμούς, χωρίς εμφυλιοπολεμικές κραυγές, χωρίς βόμβες τρομολαγνίας και φοβικά σύνδρομα.

Ο χρόνος πιέζει.

Το κούρεμα του χρέους και το Μνημόνιο ΙΙ αποτελούν το δεύτερο μεγάλο ορόσημο μετά το Μνημόνιο της άνοιξης 2010. Η Ελλάδα διανύει πλέον μια ιστορική φάση δυσχέρειας και πόνου, από την οποία είναι άγνωστο πότε και πώς θα βγει. Τα αίτια της πτώσης βρίσκονται εγκυστωμένα στις παρελθούσες φάσεις διακυβέρνησης της χώρας, ενισχυμένα από τις ευρωπαϊκές παθογένειες και τη διεθνή συγκυρία· κι είναι χρήσιμο να τα γνωρίζουμε όλα αυτά, παρότι δεν προσφέρουν καμία άμεση ανακούφιση.

Δεν είναι διόλου ανακουφιστικό λ.χ. να αντιλαμβανόμαστε ότι η πολιτική τάξη εν συνόλω έχει αποδράσει από το κλυδωνιζόμενο πλοίο. Αφού έθεσε τη χώρα υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο αμαχητί, χωρίς διαπραγμάτευση, τώρα, υπό το βάρος της ραγδαίας ύφεσης και των ανυπέρβλητων διαχειριστικών προβλημάτων, τέτοιων που ξεπερνούν κατά πολύ τις ανύπαρκτες ικανότητες της, η κυβερνήσασα ελίτ παραδίδει ουσιαστικά και τον πολιτικό έλεγχο της χώρας στους εταίρους-δανειστές. Υπό μία έννοια, ευτυχώς: Η Κριστίν Λαγκάρντ και η Ανγκελα Μέρκελ διαπραγματεύονται πιο αποτελεσματικά το κούρεμα και τα επιτόκια με τους ομολογιούχους, απ’ ό,τι θα έκαναν οι Ελληνες πολιτικοί ― οι οποίοι, όταν είχαν την ευκαιρία, δεν το έκαναν.

Η εγχώρια ελίτ φαίνεται εντελώς ανίκανη να υπερασπιστεί ζωτικά εθνικά συμφέροντα, δεν είναι ικανή να θέσει στοιχειωδώς κόκκινες γραμμές για ιστορικά διακυβεύματα, κατά τον τρόπο που τις θέτουν λ.χ. οι ιταλικές και οι ισπανικές ελίτ. Από τη χρεοκοπημένη κυβερνήσασα τάξη λείπουν δραματικά η ικανότητα, η βούληση και η ιστορική επίγνωση. Διαθέτει μόνο άσβηστη τη δίψα για εξουσία, εκόμη και επί ερειπίων. Οποιαδήποτε άρα ελπίδα ανάκαμψης προϋποθέτει την εξαφάνιση αυτών των προσώπων από τη σκηνή, ώστε να δοθεί χώρος σε αναγεννητικές δυνάμεις. Η σιδηρά, καίτοι ταπεινωτική, παρέμβαση του ξένου παράγοντος μπορεί να συμβάλει προς τούτο, στο μέτρο που θα διασωθούν χωρίς μείζονες απώλειες ο εθνικός κορμός και η κοινωνική συνοχή.

Η Ευρώπη, και μαζί της η Ελλάδα, κρατά την αναπνοή της εν όψει της Συνόδου Κορυφής της 9ης Δεκεμβρίου. Στη σύνοδο αυτή είναι πιθανόν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να καταλήξουν σε μια συμφωνία, που θα ανακουφίσει τις χώρες της Ευρωζώνης από τα δυσβάστακτα χρέη και θα ασφαλίσει το μέλλον του ευρώ. Είναι πιθανόν και είναι αναγκαίο, διότι ο χρόνος πιέζει αφόρητα πλέον, η κρίση χρέους γονατίζει τους μικρούς ασθενείς της περιφέρειας, αλλά απειλεί και τους γίγαντες του ευρωπαϊκού πυρήνα. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι βέβαιο ότι η Σύνοδος θα δώσει λύση, αν όχι οριστική, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμης αποτελεσματικότητας. Τα τελευταία δύο χρόνια, μετά την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, η ευρωπαϊκή ηγεσία κινείται με πρωτοφανή αναποφασιστικότητα, μεταθέτει το πρόβλημα στο μέλλον, αποφεύγει τις δραστικές λύσεις, έτσι που σε κάθε νέα φάση οι λύσεις είναι ακριβότερες και δυσκολότερες.

Η αλλαγή των συνθηκών της Ε.Ε. και οι αυστηροί ενιαίοι δημοσιονομικοί κανόνες, που ανακοίνωσε το Βερολίνο και απεδέχθη το Παρίσι, μπορούν να προσφέρουν μια κάποια διέξοδο, μόνο εφόσον η Γερμανία απαγκιστρωθεί από τις εμμονές της περί συνταγματικοποίησης των ελλειμμάτων και περί τιμωρίας κάθε αποκλίνοντος ανεξαρτήτως αντικειμενικών συνθηκών. Η εκχώρηση κυριαρχίας μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνον εφόσον η συνομοσπονδία εγγυάται πολιτική ισοτιμία και εξασφάλιση σύμμετρης βιώσιμης ανάπτυξης για όλους τους εταίρους. Διαφορετικά, η σιδηρά ενοποίηση, χωρίς εγγυήσεις συμμετρίας και συνοχής, μπορεί μεν να διασώσει προσώρας το ευρώ, αλλά θα υπονομεύσει την ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση.

Αν όμως έχουμε μάθει κάτι από την κρίση, είναι ότι κύρια πηγή δεινών ήταν η ασυμμετρία, οικονομική και πολιτική, που τροφοδότησε ιδεοληψίες, ιδιοτέλειες, ολιγωρίες, και εντέλει φυγόκεντρες τάσεις, διαλυτικές. Αυτό το πανευρωπαϊκό αίτημα για συμμετρία, συνοχή και βιωσιμότητα, θα πρέπει να είναι η συμβολή της Ελλάδας στον διάλογο για την Ευρώπη του 21ου αιώνα.

Οσα ζήσαμε την περασμένη εβδομάδα και όσα θα ζήσουμε τους επόμενους μήνες συνιστούν πρωτοφανή πολιτική εμπειρία: πρόκειται για ιστορία εν τω γεννάσθαι, την οποία οι πολίτες παρακολουθούν αλλά και επηρεάζουν εν μέρει. Η εμπειρία είναι πολύτιμη, παρότι στο φόντο παραμονεύει πάντα μια καταστροφή: οικονομική, πολιτική, κοινωνική.

Η εμπλοκή του δημοψηφίσματος, λ.χ., και η εξ αυτού προκληθείσα βίαιη αντίδραση των Βορειοευρωπαίων ηγεμόνων, έδειξε ανάγλυφα τις ενδοευρωπαϊκές σχέσεις όπως πράγματι είναι, σχέσεις κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, και διέλυσε την υποκριτική ρητορεία περί ισότιμων και ανεξάρτητων κρατών-μελών. Το Βερολίνο και το Παρίσι έδειξαν τα δόντια τους στους ασθενείς εταίρους και παραμέρισαν επιδεικτικά το μεταεθνικό κέντρο των Βρυξελλών, παραμερίζοντας ταυτοχρόνως και τα όποια επιτεύγματα της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας. Τα ιταμά τελεσίγραφα του επιτρόπου Ολι Ρεν, ενός ασήμαντου μεσαίου στελέχους, προς μια κυρίαρχη χώρα, και τους εκλεγμένους ηγέτες της, ήταν απολύτως ενδεικτικά του τεράστιου ελλείμματος δημοκρατίας στην κορυφή της Ε.Ε. Βεβαίως, τον δρόμο έδειξαν οι ηγέτες Γερμανίας και Γαλλίας στις Κάννες, όταν ταπείνωσαν τον Ελληνα πρωθυπουργό, υπαγορεύοντάς του εκβιαστικά το ερώτημα και τον χρόνο του δημοψηφίσματος, συμπεριφερόμενοι στην Ελλάδα σαν να είναι προτεκτοράτο.

Το ελληνικό πάθημα, όμως, έχει και άλλη πρόσληψη. Ο Φρανκ Σίρμαχερ, συνεκδότης της έγκυρης Frankfurter Allgemeine Zeitung, θεσμού στη γερμανική πολιτική και πνευματική ζωή, με αφορμή το ελληνικό δράμα, έγραψε με δριμύτητα για την καταρράκωση της δημοκρατίας από τις αγορές και για την ανάδυση ενός εθνικιστικού λόγου γεμάτου στερεότυπα για τεμπέληδες και απατεώνες του Νότου: «Ο υποτιθέμενος ορθολογισμός χρηματοοικονομικών διαδικασιών βοήθησε να αναδειχτεί το αταβιστικό υποσυνείδητο. Το να μπορεί κανείς να βρίζει χώρες ολόκληρες τεμπέληδες και απατεώνες, έμοιαζε να είχε ξεπεραστεί οριστικά με το τέλος της εποχής του εθνικισμού. Τώρα η συμπεριφορά αυτή είναι πάλι εδώ, με μιαν υποτιθέμενη λογική στο πλευρό της». (το πρωτότυπο άρθρο εδώ)

Το άρθρο του Σίρμαχερ πυροδότησε μια συζήτηση για την κατάσταση της δημοκρατίας και την ιστορική μοίρα της Ευρώπης, στην οποία συμμετείχε ο κορυφαίος εν ζωή Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, εισηγητής των εννοιών του συνταγματικού πατριωτισμού και της δημόσιας σφαίρας και, κατά κάποιον τρόπο, μέντορας της σοσιαλδημοκρατίας τα τελευταία χρόνια. Ο Χάμπερμας, συνοδοιπόρος των φροϋδομαρξιστών Αντόρνο και Χορκχάιμερ της περίφημης Σχολής της Φρανκφούρτης, και βαθύς γνώστης του γερμανικού δράματος, είναι σε θέση να δει βαθύτερα μες στην ψυχή της μεταπολεμικής Ευρώπης και της μεταναζιστικής Γερμανίας. «Η ελληνική καταστροφή είναι μια σαφής προειδοποίηση ενάντια στον μετα-δημοκρατικό δρόμο που άνοιξαν η Μέρκελ και ο Σαρκοζί», έγραψε. «Η συγκέντρωση της ισχύος σε ένα διακυβερνητικό συμβούλιο των πρωθυπουργών, που επιβάλλουν τις συμφωνίες τους στα εθνικά κοινοβούλια, είναι ο λάθος δρόμος. Μια δημοκρατική Ευρώπη, που δεν χρειάζεται να πάρει τη μορφή ομοσπονδιακού κράτους, πρέπει να έχει άλλη όψη». (το πρωτότυπο άρθρο εδώ)

Δεν είναι μόνο οι διανοούμενοι που βλέπουν το συμβαίνον ιστορικό ρήγμα στον πυρήνα των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Ενας εκλεγμένος πολιτικός, ο Γερμανός Μάρτιν Σουλτς, επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών, επικείμενος πρόεδρος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όταν ερωτήθηκε από τον ευρωβουλευτή Μ. Τρεμόπουλο να περιγράψει πώς τοποθετείται ανάμεσα σε μια εκγερμανισμένη Ευρώπη και μια εξευρωπαϊσμένη Γερμανία, απάντησε: «Προσωπικά μπήκα στην πολιτική γιατί ήθελα μια εξευρωπαϊσμένη Γερμανία και όχι μια εκγερμανισμένη Ευρώπη. Βέβαια, οι Γερμανοί προσφέρουν 211 δισ. ευρώ προς την Ε.Ε. κι αυτό είναι ένα μεγάλο βάρος για τον Γερμανό φορολογούμενο. Η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει εξηγήσει στους πολίτες ότι αυτό δεν το κάνει από φιλανθρωπία, αλλά για να στηρίξει μακροπρόθεσμα τα δικά της συμφέροντα. Μετά από πολύ καιρό φαίνεται πως ο εθνικισμός και το μίσος αναπτύσσονται ξανά, απειλώντας με διάσπαση την ίδια την Ε.Ε. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με διεθνικότητα τους δαίμονες της Ευρώπης, που δεν εξαφανίστηκαν. Και οι Γερμανοί έχουν ιστορική υποχρέωση να το πράξουν».

Οι σοβαροί Γερμανοί δεν είναι οι αγορές τους· μας λένε ότι ο στοχασμός πάνω στην ευρωπαϊκή μοίρα είναι αναγκαστικά πια στοχασμός πάνω στη μοίρα της δημοκρατίας και στην αδυσώπητη μάχη μεταξύ πολιτικής και χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας.

Oλος ο διαρρεύσας χρόνος από την άνοιξη του 2010 έως τώρα ήταν πυκνός. Αλλά οι τελευταίες δεκαπέντε ημέρες υπερέβησαν κάθε προσδοκία: τα γεγονότα, παραγόμενα στο εσωτερικό ή το εξωτερικό της χώρας, προκάλεσαν τεκτονικές μετακινήσεις στο συλλογικό φαντασιακό, σωρεύοντας πρωτόγνωρες εμπειρίες και ισχυρά συναισθήματα. Στο πολιτικό πεδίο συνέβη ένα μείζον ρήγμα, όταν οι ηγέτες Γερμανίας και Γαλλίας απείλησαν ευθέως την Ελλάδα με αποπομπή από την ευρωζώνη, εις απάντησιν της πρότασης Παπανδρέου να θέσει σε δημοψήφισμα την ευρωπαϊκή συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου. Η απειλή, ωμή και δημόσια, εκπεμφθείσα από τη σύνοδο των G20 σε πλανητική μετάδοση, πυροδότησε τον τρόμο στους Ελληνες: η αποπομπή από την ευρωζώνη συνδέθηκε με αποπομπή από την Ευρωπαϊκή Ενωση, δηλαδή με γεωπολιτική και πολιτιστική υποβάθμιση, με την Ελλάδα σε θέση παρία στο γίγνεσθαι της Δύσης. Είδαν τους εαυτούς τους στην ουρά για τα “Διαβατήρια Τρίτων Χωρών”.

Οι Ελληνες, ήδη τραυματισμένοι από την εμπειρία φτωχοποίησης που έφερε η εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου, δεν μπορούν να αντέξουν περαιτέρω ταπείνωση. Ενώπιον της έξωθεν απειλής αναδιπλώθηκαν και απέσυραν το τρομοκρατικό δημοψήφισμα αποσύροντας τον ηγέτη τους· φοβήθηκαν ότι οι απρόοπτες κινήσεις του θα επέτειναν το ήδη δεινό εθνικό πρόβλημα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, και παρότι ψυχικά επιλέγουν σαφώς την παραμονή στο ευρώ, υπέκυψαν στον εκβιασμό του άξονα Βερολίνου-Παρισιού· εμπεδώθηκε όμως πλέον ότι οι μείζονες αποφάσεις λαμβάνονται εκτός Αθηνών και ότι η εθνική κυριαρχία έχει τρωθεί καίρια από την επικείμενη χρεοκοπία.

Αυτό είναι το ουσιαστικό φόντο, επί του οποίου εκδιπλώνονται οι εξελίξεις στο εσωτερικό εφεξής. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται έτι περαιτέρω από τις ραγδαίες εξελίξεις στη γείτονα Ιταλία, όπου το μεγάλο χρέος οδηγεί μια μεγάλη ανεπτυγμένη χώρα, μέλος του G7, σε σφοδρή πολιτική κρίση. Η ιταλική κρίση, παρά τις προφανείς διαφορές κλίμακος και ισχύος, έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με την ελληνική κρίση: κι εκεί πέφτει ο εκλεγμένος πρωθυπουργός κι εκεί προωθείται ένας ευρωτεχνοκράτης για πρωθυπουργός κι εκεί δοκιμάζεται δεινά το κοινοβουλευτικό σύστημα. Κυρίως: και στις δύο περιπτώσεις οι επιθετικές χρηματαγορές πιέζουν αφόρητα τα κράτη με το σκληρό κοινό νόμισμα, ενώ η ευρωπαϊκή ηγεσία αργοπορεί, διστάζει ή δεν ξέρει πώς να αποτρέψει την κρίση, επιμένοντας ακόμη να αντιμετωπίζει την κρίση με οικονομοτεχνικά εργαλεία και όχι με ριζικές πολιτικές αποφάσεις που θα αφαιρούσαν χώρο και χρόνο από τη χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Τα αντινομικά συμφέροντα και οι καθυστερήσεις της ευρωπαϊκής ηγεμονικής ελίτ, σε συνδυασμό με την αντικειμενική και υποκειμενική αδυναμία των εθνικών κυβερνήσεων, οδηγεί τις κοινωνίες σε κατάσταση διαρκούς κρίσης ή ένδειας, και τη δημόσια σφαίρα σε κατάσταση εξαίρεσης.

Σε αυτό το συγκείμενο κρίσης, ένδειας και εξαίρεσης, ηττώνται προσώρας ο κοινοβουλευτισμός και τα πολιτικά πρόσωπα που τον εκφράζουν ― και τον εξέφρασαν όχι με τον προσφορότερο τρόπο ομολογουμένως. Παραπέρα: Η αχρήστευση των πολιτικών προσώπων τείνει να εξομοιωθεί με απαξίωση της πολιτικής αφ’ εαυτής, απαξίωση της πολιτικής πράξης και του πολιτεύεσθαι. Στη θέση των ανίκανων ή διεφθαρμένων πολτικών προτείνεται να έλθουν ικανοί και έντιμοι τεχνοκράτες. Στα μάτια των απεγνωσμένων πολιτών, των προδομένων από τα πελατειακά κόμματα που τώρα πια δεν μπορούν να τους προσφέρουν τίποτε παρά μόνο φτώχεια, μια τέτοια υποκατάσταση δεν φαντάζει άνευ περιεχομένου. Πράγματι, ο έντιμος και κοινωνικά ευαίσθητος τεχνοκράτης μπορεί να δράσει πιο αποτελεσματικά. Μόνο που και αυτός θα δρα πολιτικά, από τη στιγμή που θα αναλάβει την εξουσία, και αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί νομιμοποίηση από το πολιτικό σώμα το οποίο κυβερνά. Στη δημοκρατία ο ηγέτης κυβερνά εξ ονόματος του λαού, από τον λαό, για τον λαό.

Στο ελληνικό δράμα είδαμε αυτές τις ημέρες τους πολιτικούς να ηττώνται. Τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα αναγκάστηκαν να συστεγαστούν, υπό την αρχηγία ενός τεχνοκράτη κύρους, σε μια μεταβατική κυβέρνηση, και μάλιστα να συγκυβερνήσουν με αμφιλεγόμενα στελέχη ήσσονος κόμματος της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Η κυβέρνηση Παπαδήμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κυβέρνηση τεχνοκρατών (μόνο ο πρωθυπουργός και ο Τάσος Γιαννίτσης είναι τεχνοκράτες), πρόκειται μάλλον για ένα μεταβατικό υβριδικό σχήμα με πολλούς συμβιβασμούς, παρ΄όλ΄αυτά η σύστασή της δρομολογεί τον πολιτικό θάνατο του Γ. Α. Παπανδρέου και τον μετασχηματισμό ή τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ. Υπό το βάρος της μνημονιακής πολιτικής που εφάρμοσε, το ΠΑΣΟΚ ίσως φυγοκεντρηθεί σε εκσυγχρονιστές-νεοφιλεύθερους, λαϊκιστές-πατριώτες, κεντρώους κ.λπ.

Αλλά και στη Νέα Δημοκρατία θα δούμε μετατοπίσεις και ρωγμές, αφού από καιρό έχουν διαφανεί τάσεις περισότερο ή λιγότερο αδιάλλακτες έναντι των μνημονιακών πολιτικών, τέτοιες που τη συνοχή του κόμματος την εγγυάτο μόνο ο αρχηγός. Ο Αντώνης Σαμαράς, παρότι τήρησε σκληρή αντιμνημονιακή στάση, δεν πρόλαβε να γευτεί τον εκλογικό αντίκτυπο της πολιτικής του, υποχρεωθείς να συναινέσει σε μια κυβέρνηση εκτάκτου ανάγκης υπό το βάρος ενός τρομακτικού διλήμματος: να υποχωρήσει για να αποτραπεί μείζων πολιτική εμπλοκή ή να κηρύξει ανένδοτο αγώνα για εκλογές; Βρέθηκε μόνος ενώπιον μιας ιστορικής ευθύνης. Επέλεξε συναίνεση με σφιγμένα δόντια, και κινδυνεύει να σπαταλήσει ένα πολιτικό κεφάλαιο που κέρδισε με πολύ κόπο, μόνος εναντίον όλων, δεχόμενος μεγάλες πιέσεις από εθνικά και εξωχώρια κέντρα.

Η ιστορική περιπέτεια συνεχίζεται. Η ελληνική κοινωνία υποφέρει και θα υποφέρει. Μαζί της κλονίζονται τα μεγάλα αστικά κόμματα, εξουδετερώνονται ή τραυματίζονται οι ηγέτες τους, δοκιμάζονται οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί. Η περιπέτεια αυτή, το ξέρουμε πια, δεν είναι μόνο ελληνική, αφορά τον δυτικό κόσμο.

Τρεις σταθμοί στη ρητορική του ΠΑΣΟΚ, από την επιβολή του Μνημονίου έως σήμερα, μέρες χρεοκοπίας και καλπάζουσας φτωχοποίησης. Πρώτος: συλλογική ενοχοποίηση, μαζί τα φάγαμε, φταίει ο υδραυλικός. Για το χρέος που σώρευσε η κακοδιαχείριση και η διαφθορά φταίει η κοινωνία. Σοκ και δέος λοιπόν για την κοινωνία. Και δίλημμα: Μνημόνιο ή χρεοκοπία.

Δεύτερος σταθμός, όταν πλέον το Μνημόνιο είχε φουντώσει την ύφεση, την ανεργία και το έλλειμμα, ενώ το χρέος σταθερά αυξανόταν: δεν φταίει η κυβέρνηση, φταίνει οι δανειστές. Φταίνε οι άλλοι, οι κακοί οι ξένοι, οι ανάλγητες αγορές, αλλά ποτέ το εγχώριο πολιτικό σύστημα που σώρευσε το χρέος και επιτάχυνε την κρίση. Πάντα φταίει ο άλλος.

Τρίτος σταθμός. Εχουμε πόλεμο, να σώσουμε την πατρίδα ψηφίζοντας κι άλλους φόρους, κατεδαφίζοντας το εργατικό δίκαιο, ρημάζοντας τη μικροϊδιοκτησία και τους ελεύθερους επαγγελματίες, κατάσχοντας μισθούς και συντάξεις για χαράτσια.

Η πατρίδα εν κινδύνω επανέρχεται όλο και συχνότερα στον λόγο του πρωθυπουργού και των υπουργών. Ποτέ άλλοτε στους μεταπολιτευτικούς χρόνους, οι Ελληνες πολιτικοί δεν κατέφυγαν με τέτοια σπουδή στην έννοια “πατρίδα” ― και ποτέ άλλοτε δεν έγιναν λιγότερο πιστευτοί. Είναι προφανές ότι η υπερβατική πατρίδα χρησιμοποιείται σαν καταφύγιο, για να αποκρυβεί η χρεκοπία της πολιτικής. Η λογόρροια σημαίνει την έκλειψη του λόγου. Αλλά η επίκληση της πατρίδας σημαίνει επίσης υπαρκτούς κινδύνους: όσο περισσότερο μιλιέται από τους ηγέτες η πατρίδα σε αυτό το συγκείμενο, τόσο περισσότερο συρρικνώνεται, τόσο περισσότερο απειλείται. Ο κυβερνητικός λόγος πλημμυρίζει πατρίδα σε μια συγκυρία κατά την οποία ομολογείται, από τους ίδιους τους κυβερνώντες, η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, και βιώνεται καθημερινά η ατομική και εθνική ταπείνωση.

Στις δύσκολες μέρες που έρχονται, η πατρίδα θα χρησιμοποιηθεί από πολλούς, με πολλές αποχρώσεις. Ωστόσο στην σφοδρή πολύπλευρη κρίση που ζούμε, η πατρίδα, ως υλικότητα, ως πεδίο αυτοαναγνώρισης, ως πεδίο συνάντησης ελεύθερων πολιτών, και ως πεδίο δημοκρατίας, θα ήταν ο μόνος κοινός τόπος που θα μπορούσε να ενώσει και να συνεγείρει το κερματισμένο και απογοητευμένο πλήθος. Ποιος πατριωτισμός όμως; Από τον ρομαντικό πατριωτισμό του 19ου αιώνα μέχρι τον συνταγματικό πατριωτισμό του Χάμπερμας, έχει κυλήσει πολλή ιστορία: εν ονόματι της πατρίδας έχουν διαπραχθεί ηρωικές πράξεις ελευθερίας αλλά και φρικαλεότητες.

Η κρίση εντούτοις ξεκαθαρίζει, βασανιστικά έστω, τις έννοιες και τους προσδίδει την ιδιαίτερη υπόστασή τους σήμερα. Πατρίδα εν κινδύνω σήμερα σημαίνει, όλο και περισσότερο, ότι κινδυνεύουν άμεσα η πολιτική ελευθερία και η δημοκρατία, ότι επαπειλείται οικονομικός ανδραποδισμός και αποσάθρωση του κοινωνικού σώματος. Βασανιστικά, επώδυνα, συνειδητοποιούμε ότι η υπερβατική πατρίδα είμαστε εμείς, η φθαρτή μας ύλη και οι ανθρώπινοι φόβοι μας, η ιστορία και το αβέβαιο μέλλον των παιδιών μας, δεν είναι ένας αδρανής στίχος του εθνικού ποιητή. Μάλλον: τώρα νιώθουμε ως τα τρίσβαθα τον εθνικό ποιητή, κάθε ποιητή, από τον Σολωμό και τον Παλαμά, έως τον Καβάφη και τον Ελύτη.

O Αντώνης μου γράφει μες στη νύχτα από μακριά: «Δεν υπάρχει πλέον σωτηρία για το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Η ρητορική των επανεκκινήσεων και των ανορθώσεων εξαντλήθηκε. Εάν αυτό που μας κόφτει είναι η μοίρα του ελληνισμού, δηλαδή μίας από τις μεγάλες διάρκειες της Μεσογείου, τότε καλό θα είναι ν’ αρχίσουμε να μελετούμε αν υπάρχουν δυνατότητες ριζικής μεταπολίτευσης, δηλαδή συνέχισης του Ελληνισμού εν ετέρα μορφή».

Στη διπλανή μεγάλη διάρκεια της Μεσογείου, την italianità, προ ημερών λαός, χορός και μαέστρος τραγούδησαν ενωμένοι, δακρυσμένοι «Oh ma patria, si bella e perduta!» – Πατρίδα μου, τόσο ωραία και χαμένη! Οι Ιταλοί τραγουδούσαν την επανένωση της πατρίδας 150 χρόνια πριν, και ανησυχούσαν για τα τωρινά. Ετσι να τραγουδήσουμε κι εμείς στην πλατεία Συντάγματος και στην πλατεία Ομονοίας, λίγο πριν τα 200 χρόνια της Επανάστασης: «Oh mia patria, si bella e perduta!», προτού χαθεί, για να μη χαθεί. Σαν τον πατριώτη Βέρντι και σαν τον Ιερεμία: «Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών. Επί ταις ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών· ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών και οι απαγαγόντες ημάς, ύμνον· άσατε ημίν εκ των ωδών Σιών».

Πάντα θα εκβάλλουμε απ’ την αιχμαλωσία μες στη μεγάλη διάρκεια, εν τοιαύτη ή εν ετέρα μορφή.

φωτ.: Μονόδρομος. Athens Biennale 2011.

Ο πρώτος Ελληνας αξιωματούχος που μίλησε περί μειωμένης εθνικής κυριαρχίας ήταν ο κ. Βαγγέλης Βενιζέλος, αμέσως μόλις ανέλαβε αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών, τον Ιούνιο 2011. Το τετράμηνο που ακολούθησε, επανέλαβε αυτή την οδυνηρή διαπίστωση, έως και χθες, από το βήμα της Βουλής. Τώρα όμως πολύ πιο κουρασμένος και κατηφής, ηττημένος.

Είναι φανερό και στον πιο αδαή περί τα πολιτικά Ελληνα ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν κυβερνά. Η δημοσιονομική και η εν γένει οικονομική πολιτική πηγάζει από την τρόικα, και μαζί τους και η εργατική και ασφαλιστική-προνοιακή νομοθεσία. Η κυβέρνηση απλώς εκτελεί, με παλινωδίες, δισταγμούς, αντιφάσεις, εκβιάζοντας εαυτήν και αλλήλους. Αυτή η πολιτική, όπως και όσο εφαρμόζεται, μαζί με την συνακόλουθη εφιαλτική ύφεση, οδηγεί με καταιγιστικό ρυθμό σε βίαιη υποτίμηση εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων, ιδιωτικών και δημόσιων, σε τεράστια ανεργία και σε πληβειοποίηση της μεσαίας τάξης.

Το πιο επίφοβο αποτέλεσμα που επιφέρει το σοκ της εσωτερικής υποτίμησης είναι η βίαιη κοινωνική αποδιάρθρωση. Η πληβειοποίηση των εκετενέστατων μεσοστρωμάτων συνιστά μείζονα ιστορικό μετασχηματισμό, τέτοιας εντάσεως που υπονομεύει τα θεμέλια της κοινωνίας, της ειρηνικής συνύπαρξης. Διότι η Ελλάδα απαρτίζεται, σε συντριπτικό ποσοστό, από μεσοστρώματα· ήταν και είναι μια μικρομεσαία θάλασσα. Η υπερχείλιση του χρέους απεκάλυψε τις βαθύτερες δομές της κλεπτοκρατίας, δηλαδή κατέδειξε το δριμύ πολιτικό πρόβλημα, αλλά κατέδειξε επίσης το παραγωγικό κενό. Τώρα εκλείπει βιαίως το εισόδημα, η συνέχουσα ύλη των μεσοστρωμάτων, η τροφοδοτούσα την ευημερία και την απορρέουσα κοινωνική ειρήνη.

Το φαινόμενο, η πληβειοποίηση της μεσαίας τάξης, δεν είναι μόνο ελληνικό, συμβαίνει, με άλλη ένταση, και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ο διακεκριμένος πολιτικός φιλόσοφος John Gray το διατύπωσε ως εξής: «Η μεσαία τάξη συνιστά μια πολυτέλεια την οποία ο καπιταλισμός δεν είναι πια σε θέση να πληρώνει». Η διαπίστωση αυτή εντούτοις ελάχιστα μάς παρηγορεί.

Οι κλιμακούμενες απαιτήσεις της τρόικας ωθούν την παραπαίουσα κυβέρνηση πέραν των ορίων αντοχής της, και τη χώρα προς τις εκλογές ή άλλες πολιτικές εξελίξεις, ακριβώς δύο χρόνια από την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, υπό τον Γ.Α. Παπανδρέου. Ηταν τα κρισιμότερα χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου και πρελούδιο για πολύ δύσκολους καιρούς. Η Ελλάδα βρίσκεται σε πτώση και μαρασμό, οι Ελληνες πλήττονται από κατάθλιψη και φοβία, περισσότερο κι από τη βίαιη, απότομη φτωχοποίηση. Τα δύο αυτά γεγονότα, ο μαρασμός και η διακυβέρνηση, συνδέονται, όχι μονοσήμαντα, αλλά συνδέονται. Και προφανώς η εύκολη οδός ανακούφισης από τον πόνο και τον φόβο των επερχομένων, θα ήταν η άμεση εξεύρεση υπευθύνων, ενόχων και αποδιοπομπαίων τράγων. Ομως όχι, η εύκολη οδός, το κυνήγι ενόχων και μαγισσών, θα ήταν επώδυνη οδός, ενδεχομένως με κόστος πολύ βαρύτερο από το όφελος της ανακούφισης.

Αυτό που προέχει σήμερα είναι να αντιληφθούμε ότι δεν κινδυνεύουμε μόνο από τη βίαιη υποτίμηση του ιδιωτικού και δημόσιου πλούτου, δεν κινδυνεύουμε από τη φτώχεια – αυτά έχουν ήδη συντελεσθεί και συντελούνται, χωρίς να μπορούμε να επηρεάσουμε άμεσα την τροπή τους. Πολύ περισσότερο κινδυνεύουμε από την απώλεια του φρονήματος, την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, την απώλεια της αξιοπρέπειας, ατομικής και συλλογικής, τη ρήξη της κοινωνική συνοχής, το ξεκούρδισμα των κρατικών λειτουργιών.

Η βίαιη υποβάθμιση εισοδημάτων και περιουσιών σοκάρει τόσο πολύ, που χάνουμε από την όρασή μας τους κινδύνους αποσάθρωσης του κοινωνικού οικοδομήματος, εξαιτίας της περικοπής πόρων και της κλιμακούμενης κόπωσης και αδράνειας των κρατικών μηχανισμών. Το πολλαπλασιαζόμενο κοινό έγκλημα, η γκετοποίηση εκτεταμένων ζωνών της Αθήνας, η εγκατάλειψη των αναπήρων και των μειονεκτούντων από το συρρικνούμενο κοινωνικό κράτος, η μαζική εξάπλωση επαιτών, ρακοσυλλεκτών και αστέγων, είναι τα ανησυχητικά σημάδια που πρέπει να αξιολογήσουν οι Ελληνες πολίτες. Και να αποφασίσουν: να πορευτούν στο εξής φτωχοί, αλλά με αξιοπρέπεια, με αυτοσεβασμό, με οργάνωση κοινωνίας, με ρυθμό βίου. Και να δράσουν αναλόγως, για να προστατέψουν πολύτιμες πολιτισμικές κατακτήσεις, αυτές που έως τώρα φάνταζαν αυτονόητες: να περπατάει ασφαλής στη γειτονιά του ο γέροντας, να λειτουργούν οι συγκοινωνίες, το νοσοκομείο, το λιμάνι, το σχολείο, η αποκομιδή απορριμμάτων. Δεν είναι αυτονόητο ότι θα λειτουργούν ευτάκτως όλα αυτά, εφόσον αδιαφορήσουν ή στασιάσουν οι εργαζόμενοι, αν ο καθείς στραφεί στον εαυτό του και στην κατατονία του, αν κυριαρχήσουν η μνησικακία, η πίκρα, ο τομαρισμός και η εμφύλια τυφλότης.

Ναι, βεβαίως, κάθε νοικοκυριό συγκροτεί τις στρατηγικές της επιβίωσής του, αλλά μαζί με την ατομική διάσωση έχουμε καθήκον να αναπτύξουμε πάραυτα στρατηγικές διάσωσης του δημόσιου χώρου, του δημοκρατικού κράτους, των θεσμών, των θεμελίων του και των λειτουργιών του. Εχουμε καθήκον να επιζήσουμε με αξιοπρέπεια, το χρωστάμε στην ιστορία μας και στα παιδιά μας.

H πτώχευση είναι γεγονός. Συντεταγμένη, ελεγχόμενη, υπαγορευμένη, ανά στάδια, αναδιάρθρωση, κούρεμα και επιμήκυνση, όπως και να χαρακτηριστεί, η ουσία παραμένει ίδια. Η Ελλάδα αδυνατεί να εξυπηρετήσει το διαρκώς ογκούμενο χρέος της και οι δανειστές της, εν προκειμένω η τρόικα, κουρεύουν το χρέος και επιβάλλουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις στη χώρα για την αποπληρωμή του υπολοίπου. Οπως και να παρουσιάζει η κυβέρνηση αυτό το «πιστωτικό γεγονός», πρόκειται περί χρεοκοπίας.

Το ερώτημα που αυθορμήτως αναδύεται είναι: Προς τι οι θυσίες και η αιματηρή λιτότητα, από την άνοιξη του 2010 έως σήμερα; Πήγαν χαμένα; Προς τι οι διαβεβαιώσεις περί «τελευταίων» οδυνηρών περικοπών; Πότε έλεγε αλήθεια η κυβέρνηση; Οταν περνούσε το Μνημόνιο, όταν περνούσε το Μεσοπρόθεσμο, όταν εξεβίαζε εκβιαζόμενη, πρίν από κάθε δόση; Οταν πανηγύριζε μετά τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, η οποία τώρα ξαναγράφεται αλλιώς;

Η κυβέρνηση προφανώς δεν μπορεί να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα, διότι δεν αποφασίζει για το μέλλον της χώρας. Απλώς σκύβει το κεφάλι και αποδέχεται ό,τι της υπαγορεύεται. Εχει χάσει τον έλεγχο επί των δημοσιονομικών και επί της οικονομικής ζωής της χώρας, καθώς και επί μεγάλου μέρους της διοικήσεως. Η πολιτική που εφαρμόζει, όση και όπως εφαρμόζεται εντέλει, σπασμωδική, ασυνεχής, αλυσιτελής, προκαλεί το δημόσιο αίσθημα και τις αντοχές των νομοταγών πολιτών, και επιπλέον προκαλεί τη δριμεία κριτική ή και την χλεύη των δανειστών.

Η διατεταγμένη δημοσιονομική πειθαρχία, χωρίς καμία πρόβλεψη διαφυγής προς την ανάπτυξη, βυθίζει τη χώρα στην ύφεση και την ανεργία, καταστρέφει την οικονομία, χωρίς μέχρι στιγμής, να αχνοφαίνεται κάποιο μακροπρόθεσμο, έστω, σχέδιο ανάκαμψης. Τα κονδύλια του ΕΣΠΑ παραμένουν αδρανή, οι δημόσιες επενδύσεις νεκρές. Μια τέτοια παγωμένη, ημιθανής Ελλάδα σε διαρκή ελεγχόμενη χρεοκοπία μπορεί να βοηθά τους θεμιτούς σχεδιασμούς της Γερμανίας, της τρόικας, των Ευρωπαίων, όσων τέλος πάντων προσπαθούν να αποτρέψουν το ανεξέλεγκτο ντόμινο εξ αφορμής του ελληνικού χρέους.
Πόσο όμως θα αντέξει ο ελληνικός λαός με υποδιπλασιασμό του εισοδήματός του, με επικίνδυνη απομείωση βασικών κοινωνικών παροχών, με δραματική πτώση του βιοτικού του επιπέδου; Και για ποια Ελληνική Δημοκρατία θα μιλάμε οσονούπω, μετά την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, σύμφωνα με όσα επισήμως αναγγέλλουν Ευρωπαίοι ηγέτες;

Είναι φανερό ότι οι διαρκείς διασώσεις οδηγούν τη χώρα σε μακροχρόνια ύφεση, τον πληθυσμό σε διαρκή φτώχεια και τη δημοκρατία σε ασφυξία και υποτέλεια. Είναι επίσης φανερό ότι στη μεγάλη σκακιέρα ελάχιστα ή ουδέν μπορεί να πράξει τώρα πλέον η Ελλάδα. Η μόνη δυνατότητα απόκειται στο εθνικό μικροπεδίο: ριζική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος και απεγκλωβισμός υγιών κοινωνικών δυνάμεων, αυτές είναι οι προϋποθέσεις για οικονομική ανασυγκρότηση.

Το ‘χουν οι Τετάρτες του θέρους 2011: από την πρώτη Τετάρτη 25 Μαϊου, πρεμιέρα των Αγανακτισμένων, έως την Τετάρτη 15 Ιουνίου της πολιτικής λιποθυμίας του Γ. Παπανδρέου υπό την πολιορκία του πλήθους, και την πρόσφατη Τετάρτη 29 Ιουνίου, της υπερψήφισης του Μεσοπρόθεσμου, με κόλαση δακρυγόνων και πλήθος τραυματιών στην πλατεία Συντάγματος. Κάθε τέτοια Τετάρτη, και κάθε μέρα ενδιαμέσως αυτό τον καιρό, όλο και περισσότεροι Ελληνες συνειδητοποιούν κατάπληκτοι την ιστορική αλλαγή, την αλλαγή παραδείγματος.

Κανείς δεν γνωρίζει προς τα πού θα τραβήξει η χώρα του Μεσοπρόθεσμου, εκτός από την ύφεση, την ανεργία και την εσωτερική υποτίμηση, αλλά όλοι αντιλαμβάνονται ότι η νέα εποχή ανατέλλει με βία και φόβο. Βία κατά την μετάπτωση του οικονομικού και κοινωνικού status της μεσαίας τάξης, βία με την εξαθλίωση των φτωχών, βία ακόμη και με τη μορφή χημικής καταστολής των αντιδρώντων πολιτών. Και φόβος: φόβος για το αβέβαιο ατομικό και οικογενειακό μέλλον, φόβος για την κοινωνική συνοχή, φόβος για την εθνική κυριαρχία της εξουθενωμένης και λοιδωρούμενης Ελλάδας.

Οταν θα λήξει το Μεσοπρόθεσμο, περί το 2014, και εφόσον δεν θα έχει επιβληθεί εν τω μεταξύ Μνημόνιο ΙΙΙ, θα ζούμε σε χώρα ή σε χώρο; Θα ζούμε σε ένα ανεξάρτητο δημοκρατικό κράτος ή σε έναν επιτηρούμενο χώρο, στον οποίο όλα θα έχουν πουληθεί, δεν θα υπάρχει η έννοια του δημόσιου αγαθού και του δημόσιου χώρου; Αναρωτιόμαστε πώς άραγε θα εργαστεί η ανεξάρτητη εταιρεία ιδιωτικοποιήσεων: Εν σπουδή και πανικώ; Θα αντέξει στην πίεση των επειγομένων δανειστών; Θα μπορεί να υπερασπιστεί το δημόσιο και εθνικό συμφέρον; Πώς θα αποτιμά την αξία των υδάτων και των αιγιαλών; Με ποια περιβαλοντικά και ιστορικά κριτήρια θα ερμηνεύσει την «πολεοδομική ωρίμανση»;

Δεν έχουμε βέβαια απαντήσεις για όλα αυτά. Μόνο ανησυχία. Η οποία ανησυχία θεριεύει όσο παρακολουθούμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας να μεταλλάσσονται σταδιακά από δανειστές και διασώστες, σε τιμωρούς, σε εκνευρισμένους γείτονες, σε μοχθηρούς τιμητές που φορτώνουν στον αδύναμο κρίκο όλες τις αμαρτίες της Ευρώπης, να μεταλλάσονται ενδεχομένως και σε εκμεταλλευτές έτοιμους να επωφεληθούν από την χρεοκοπία του πρώην εταίρου και νυν δουλοπάροικου.

Διότι το χειρότερο που μπορούσαν να επιβάλλουν οι εταίροι στους Ελληνες το πράττουν ήδη: ταπεινώνουν έναν ολόκληρο λαό, τον παραδίδουν στη χλεύη, την απαξίωση, τη δυσφήμηση, την ενοχοποίηση. Κάνουν ιστορικό λάθος. Και μαζί τους παρασύρεται η πολιτική τάξη που εξελέγη δημοκρατικά για να κυβερνήσει τη χώρα δημοκρατικά: ενοχοποίησε τους πάντες, διαίρεσε ψυχικά τον λαό σε αλληλοσυγκρουόμενες συντεχνίες, κατέφυγε σε εκβιαστικά διλήμματα, χρησιμοποίησε κατά κόρον την προπαγάνδα και την καταστολή εν ονόματι μιας μυθικής συναίνεσης. Ναι, συναίνεση, αλλά σε ποιο έδαφος συνανήκειν; Ο αντιπρόεδρος Β. Βενιζέλος το έθεσε καίρια, μέσα στη Βουλή, απευθυνόμενος στην αξιωματική αντιπολίτευση: Ζήτησε συνεργασία για να μην καταλήξει η χώρα «απολύτως προτεκτοράτο». Ωστε η χώρα, κατά τον ευφυή αντιπρόεδρο, είναι ήδη προτεκτοράτο, εν μέρει τουλάχιστον.

Αυτό διακυβεύεται σήμερα: Αν η Ελλάδα θα παραμείνει κυρίαρχο κράτος, με λαό κυρίαρχο, ελεύθερο να διαθέτει εαυτόν ως βούλεται. Ιδού το έδαφος του συνανήκειν: η Ελλάδα, η χώρα, η πατρίδα ― η οποία τούτη τη στιγμή είναι προτεκτοράτο. Αυτό ακριβώς το ιστορικό φαινόμενο φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου : τη μετάπτωση της χώρας σε προτεκτοράτο, το οποίο έναντι χρέους εκχωρεί όχι μόνο περιουσία, αλλά και κυριαρχία και βουλή και βούληση. Η κυβέρνηση δρα ως έντρομος διαχειριστής μιας κρίσης δανεισμού ―την οποία εν μέρει η ίδια προκάλεσε― εφαρμόζοντας μέτρα που τις υπαγορεύονται από αναλόγως ενδεείς και δογματικούς εταίρους-δανειστές. Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρό της, η κυβέρνηση δρα ήδη ως καθοδηγούμενη διοίκηση προτεκτοράτου.

Η Ελλάδα συγκροτήθηκε ως κράτος μετά πολυετή, αιματηρή εθνική επανάσταση. Η τρομερή όψη της ελευθερίας είναι η ιδρυτική συνθήκη της νεότερης Ελλάδας. Ολα τα ελαττώματα, όλες οι αδυναμίες αυτού του κράτους, όλες οι ασθένειες και οι προδοσίες των ελίτ, δεν μπορούν να σβήσουν τα προικιά της γέννησης: την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την υπερηφάνεια. Εξ ου και ανά διαστήματα ο μαραζιάρης λαός τα υπερασπίζεται με αίμα. Την ευημερία, την άνεση, τη ΔΕΗ, τα λιμάνια, κι αν τα χάσουμε, μπορούμε να τα ξαναποκτήσουμε σχετικά εύκολα σε προβλεπτό χρόνο. Εχει συμβεί στο παρελθόν. Αλλά η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια, η αυτοδιάθεση, δεν αγοράζονται. Οχι αναίμακτα.

εικόνα: Cyberela

Η υπερψήφιση του Μεσοπρόθεσμου από τη Βουλή, κατά κοινή ομολογία, επιφέρει δυσβάστακτες περικοπές και φορολογήσεις σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, ακόμη και στα πιο αδύναμα. Βεβαίως, ανώδυνες λύσεις δεν υπάρχουν στην παρούσα φάση, και κυρίως η όποια λύση δεν εξαρτάται πλέον μόνο από την Ελλάδα.

Το μόνο ρεαλιστικό επιχείρημα υπέρ της επιβολής του κοινωνικά επώδυνου Μεσοπρόθεσμου είναι η χρονική απομάκρυνση της χρεοκοπίας, όχι η αποτροπή της. Το περσινό δίλημμα «Μνημόνιο διάσωσης ή Χρεοκοπία», τώρα ετέθη ως «Μεσοπρόθεσμο ή Θάνατος χωρίς 5η δόση». Η ελληνική κυβέρνηση, εξουθενωμένη πολιτικά, υποχρεώνεται από τους Ευρωπαίους να αγοράσει πανάκριβο χρόνο, με τίμημα την κοινωνική αποδιάρθρωση. Κατ΄ουσίαν, η κυβέρνηση βάζει υποθήκη την κοινωνία, κατά τις επιταγές των εταίρων-δανειστών, τιμωρώντας τυφλά, δηλαδή άδικα έως μοχθηρά, αδύναμους και ανθεκτικούς, έντιμους και φοροφυγάδες, πένητες και πλούσιους.

Είναι βαριά και παρακινδυνευμένη αυτή η υποθήκη. Διότι ουδείς μπορεί να γνωρίζει σε ποια κατάσταση θα βρίσκεται η κοινωνία κατά το οψέποτε πέρας του Μεσοπρόθεσμου ― αν δεν έχει επιβληθεί εν τω μεταξύ Μνημόνιο ΙΙΙ. Εικάζουμε βάσιμα εντούτοις ότι η κοινωνία θα υποφέρει πολύ, όχι διότι δεν επιθυμεί να αλλάξει και να χάσει τη βολή της, αλλά διότι η ύφεση και η ανεργία δεν θα σταματήσουν να σαρώνουν νοικοκυραίους και νοικοκυριά. Ουδείς τολμά να προβλέψει έναν εύλογο χρόνο επιστροφής των ανέργων στην εργασία, ούτε πότε θα ανασχεθεί η ύφεση. Και είναι βέβαιο ότι το δεύτερο δάνειο, όταν και αν δοθεί, θα συνοδεύεται από τρίτο κύμα λιτότητας.

Κι άλλες υποθήκες: η παρατεταμένη ύφεση και η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης δοκιμάζουν τις αντοχές της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας. Χθες, ο Γερμανός αρθρογράφος της Frankfurter Allgemeine Zeitung, Michael Martens, περιέγραψε την κατάσταση στην Ελλάδα ως «περιορισμένη-συρρικνωμένη δημοκρατία». Προχθές, ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Β. Βενιζέλος, μέσα στη Βουλή, επεσήμανε ότι η χώρα κινδυνεύει να μετατραπεί σε  «απολύτως προτεκτοράτο». Ισως οι απειλές κατά της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας να ακούγονται αφηρημένες προς το παρόν στα αυτιά του οικονομικά πληττόμενου, αλλά δεν παύουν να υφίστανται,  με απροσμέτρητο ιστορικό κόστος.

Μόνη ελπίδα εφεξής: οι Ευρωπαίοι ηγέτες να αποφασίσουν εντέλει τι είδους Ευρώπη επιθυμούν, και να λάβουν μέτρα ριζικής θεραπείας της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη. Σε αυτή την κατεύθυνση, η έκδοση ευρωομολόγου μπορεί να ανακουφίσει από τα χρέη τις δοκιμαζόμενες χώρες, και την Ελλάδα, και να ανοίξει οδό σωτηρίας για τους λαούς.

Το Μνημόνιο Ι, και πολύ περισσότερο το Μνημόνιο ΙΙ, έδειξαν την ελληνική κοινωνία να χωρίζεται αδιόρατα πλην σαφώς σε όσους τα υποστήριξαν και τα υποστηρίζουν και όσους αντιτάσσονται. Ο διαχωρισμός δεν έχει να κάνει μόνο με λογικά επιχειρήματα και τοποθετήσεις, αλλά και με παράδοξες ομαδώσεις του πολιτικού θυμικού, ατταβιστικές αντιδράσεις, ακόμη και με διαφορισμούς γούστου. Κατ΄αρχάς το δίλημμα “μνημόνιο ή θάνατος”, έτσι όπως δραματικά και εκβιαστικά ετέθη, φυσικό ήταν να τρομοκρατήσει το πλήθος των Νεοελλήνων: κανείς δεν ήθελε να πεθάνει. Αλλωστε κανείς δεν διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες και τα διανοητικά εργαλεία για να αναλύσει επαρκώς την κατάσταση. Οι ομιχλώδεις τεχνικοί όροι, οι δαιδαλώδεις απρόσωπες αγορές και η απειλή μη πληρωμής συντάξεων, διαμόρφωσαν την ικανή συνθήκη πρόκλησης πανικού. Εξ ου και πολύς κόσμος συμμορφώθηκε στα οδυνηρά μέτρα του Μνημονίου, αναμένοντας την επιστροφή στις μαγικές αγορές και την έξοδο από το τούνελ της κρίσης. Σε αυτό το σημείο καταλυτικό ρόλο για τη συμμόρφωση έπαιξε και η συλλογική ενοχοποίηση: το “μαζί τα φάγαμε” περιείχε μια μερική αλήθεια μέσα με μια τερατώδη προπαγάνδα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι το τούνελ της κρίσης οδηγεί στη βαθιά ύφεση, στην μακροχρόνια ανεργία και την καταστροφή πολυπληθών κοινωνικών ομάδων. Μόνο όταν ο Τομάζο Παντόα Σκιόπα, ο εκλιπών Ιταλός σύμβουλος του πρωθυπουργού, μίλησε για δεκαπέντε χρόνια οδύνης και μια χαμένη γενιά, αρκετοί αντελήφθησαν τη σφοδρότητα της κρίσης.

Αυτό που μας απασχολεί όμως είναι η διαίρεση του κόσμου και η ανάδυση νέων διακρίσεων σε φιλο- και αντι- μνημονιακούς. Ενα ιδαίτερο γνώρισμα αυτού του διαχωρισμού είναι ότι υπερβαίνει την παραδοσιακή διάκριση Δεξιά-Αριστερά. Το αντιλαϊκό Μνημόνιο και την αφόρητη πίεση στα αδύναμα μικρομεσαία στρώματα εισηγείται η κεντροαριστερά, και αντιτάσσεται η δεξιά παράταξη μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς. Ωστόσο με τη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά συντάσσεται ανοιχτά υπέρ του Μνημονίου και η άκρα δεξιά και μια ορισμένη φιλελεύθερη δεξιά-κεντροδεξιά. Επαμφοτερίζουσα, μα βαθύτερα υπέρ Μνημονίου, εμφανίζεται μια άλλη μερίδα αριστεράς, η οποία και στο παρελθόν είχε φλερτάρει ανοιχτά με τον πασοκικό εκσυγχρονισμό της ισχυρής Ελλάδας του Χρηματιστηρίου και των διαπλεκομένων.

Οι, ούτως ειπείν, φιλομνημονιακοί εκφράζουν την απέχθειά τους προς τον λαϊκισμό και την πίστη τους στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της σώφρονος διαχείρισης. Στην πράξη, συχνά ο αντιλαϊκισμός μετά βίας διαφορίζεται από μια απροκάλυπτη αποστροφή προς τον λαό και τη λαϊκή κυριαρχία, ενώ ο εκσυγχρονισμός νοείται ως λατρεία μιας δημοκρατίας των διευθυντών, εξ ου και οι πυκνές αναφορές σε κυβερνήσεις τεχνοκρατών, σοφών κ.λπ. Πίσω από τη ρητορική των εκσυγχρονιστών περί αριστείας, συναίνεσης, σωφροσύνης κ.ο.κ. λανθάνει η εδραία πεποίθησή τους ότι ο λαός μπορεί να κυβερνηθεί μόνο από Illuminati, προερχόμενους από συγκεκριμένα σχολεία, κομματικά θερμοκήπια ή συγκεκριμένες οικογένειες και παρέες. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ισχύει ούτε αυτή η ιδιοτέλεια· επικρατεί η καθαρή ιδεολογία, καθαρή μεν αλλά τόσο ξεροκέφαλη που αρνείται να δει την πραγματικότητα, και καταντάει εμμονική ηθικολογία.

Περιγράφουμε ατελώς μια νέα Δεξιά, αυτή που ο Ιταλός στοχαστής Ραφαέλε Σιμόνε ονομάζει Μειλίχιο Τέρας, και την οποία βλέπει να κυριαρχεί στη Δύση. Το μόρφωμα αυτό απορροφά και ομογενοποιεί παραδοσιακούς δεξιούς και αριστερούς σε ένα νέο πολιτικό σύνθεμα, υπεράνω παθών, δυσάρεστων συναισθημάτων, συμπόνιας, ενοχών, διεκδικήσεων. Στα καθ΄ημάς, το φιλομνημονιακό μόρφωμα αποδέχεται περιστολή της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται αναποτελεσματική, περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται περιττός μπελάς καθ’ οδόν προς την παγκόσμια διακυβέρνηση, περιστολή του κοινωνικού κράτους εφόσον δεν είναι ανταποδοτικό, συρρίκνωση του κράτους επειδή οι λειτουργοί του αποδείχτηκαν ανάξιοι. Με μια κουβέντα: Αφού αποτύχαμε οι Ελληνες, ας έρθουν οι Γερμανοί να μας βάλουν τάξη.

Η εθελοδουλία είναι περιγραφή και εξήγηση αυτής της διάχυτης στάσης. Η ιδιοτέλεια και ο αριβισμός είναι μια εξήγηση. Η καθίζηση της αριστεράς, πνευματική και ψυχική, είναι μια άλλη εξήγηση. Η ηθική απαξίωση του φιλελευθερισμού μετά τη σύμπλευσή του με τη γυμνή κερδοσκοπία, εξήγηση επίσης. Η νεωτερικότητα ως επισώρευση ερειπίων, κατά Μπένγιαμιν, είναι μια σκοτεινή πλην βαθιά εξήγηση αυτού του μειλίχιου ζόφου.

Στην ελληνική περίπτωση, ρευστή σαν νιτρογλυκερίνη, η αναπάντεχη παρουσία του πλήθους δρα ενάντια στο μειλίχιο τέρας της ομογενοποιημένης σκέψης, συνενώνοντας κατεστραμμένους μικροαστούς, πατριώτες, δεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, αριστερούς, αντιεξουσιαστές. Το Μνημόνιο ΙΙ, έκφραση της αυτοκαταστροφικής αμηχανίας των ευρωπαϊκών ελίτ και της παράλυσης των ελληνικών ελίτ, δείχνει το κρατίδιο και πάλι σαν πεδίο ιστορικών ρήξεων.

Οι δυσοίωνες καταγραφές της προχθεσινής δημοσκόπησης της Public Issue πρέπει να διαβαστούν υπό τη σκιά των εξίσου δυσοίωνων γεγονότων των δύο εβδομάδων. Πρώτα, η περασμένη εβδομάδα του αίματος και της βίας· κι ύστερα, η τρέχουσα εβδομάδα των αδιεξόδων και των εκβιαστικών διλημμάτων εκ μέρους του ξένου παράγοντα.

Στη δημοσκόπηση, ακριβώς επειδή δεν μετριέται η συνήθης ανούσια πρόθεση ψήφου, αντιθέτως ερευνάται η συνολική στάση του κοινωνικού σώματος έναντι των μειζόνων προβλημάτων, καταγράφονται η οξυμένη ανασφάλεια και η βαθιά απαισιοδοξία των πολιτών, η βεβαιότητα της χρεοκοπίας και της μετανάστευσης, μαζί με οργισμένη απόρριψη του πολιτικού συστήματος.

Για όποιον επιθυμεί να διαβάσει ψύχραιμα τα εμπειρικά δεδομένα και να αφουγκραστεί την πραγματικότητα, είναι πρόδηλο ότι η κοινωνία παλινδρομεί πυρετικά μέσα στα αδιέξοδά της και την απουσία προοπτικής. Οι καταγραφείσες απαιτήσεις για βαθιές, ριζικές αλλαγές ή και «επανάσταση», παρ’ όλη την πολυσημία των ερωτημάτων, δείχνουν ότι η κοινωνική δυναμική μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες αποδομήσεις, απρόβλεπτες, μη ελεγχόμενες. Ηδη το χάσμα μεταξύ δημόσιου αισθήματος και πολιτικής διαχείρισης οδηγεί όχι απλώς σε δυσπραγία, αλλά σε συστημική αστάθεια.

Οι δανειστές, διά του Μνημονίου, επιβάλλουν πολλές και βίαιες αλλαγές, τέτοιες που ανασχηματίζουν εκ θεμελίων την κοινωνική δομή, όχι μόνο τη διοίκηση και την οικονομία, και μάλιστα σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα. Αυτό το σοκ μετασχηματισμού, εφαρμοσθέν στη Χιλή ή το Περού, σε εντελώς άλλα ιστορικά και γεωπολιτικά συμφραζόμενα, δεν φαίνεται να μπορεί να εφαρμοσθεί σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία του 2011, υπό συνθήκες παγκόσμιας κρίσης. Επιπλέον, δεν το αντέχει το πολίτευμα, η κοινοβουλευτική δημοκρατία: αν δεν μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της μια κυβέρνηση, πέφτει και προκηρύσσονται εκλογές, ενδεχομένως ξανά και ξανά. Tertium non datur.

Εξ ου και είναι επικίνδυνο αυτό που απαιτούν οι Ευρωπαίοι εταίροι και νυν δανειστές: για να εκταμιευθεί η 5η δόση και να εγκριθεί το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα πρέπει να εξασφαλιστεί η ανεπιφύλακτη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Ετσι, όμως, όχι μόνο αμφισβητείται ευθέως η φερεγγυότητα της εκλεγμένης κυβέρνησης, αλλά και η ίδια η υπόσταση της εθνικής κυριαρχίας.

Μα μπορεί ο καταχρεωμένος να μιλάει περί εθνικής κυριαρχίας και αυτοδιάθεσης; Η αποδοχή αυτής της κυνικής, πλην υπαρκτής, ένστασης τινάζει στον αέρα όλη τη νεωτερική αξίωση περί δημοκρατίας, επί της οποίας οικοδομήθηκε ιδεολογικά η Ενωμένη Ευρώπη. Η εθνική κυριαρχία είναι η λίβρα κρέατος που ζητάει ο Σάιλοκ· άνευ αυτής, διολισθαίνουμε στη δουλοπαροικία και την αποικιοκρατία.

H υπαγωγή της Ιρλανδίας στον μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ και της Ε.Ε. τραυματίζει την εθνική υπερηφάνεια των Ιρλανδών, αναφέρει η International Herald Tribune σε πρόσφατη εκτενή ανάλυση. Ο συντάκτης ανατρέχει στην ιστορία της χώρας στον 20ό αιώνα, από τους εκτελεσθέντες ηγέτες του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, το 1916, και την ανακήρυξη του ελεύθερου ιρλανδικού κράτους το 1922, έως την ευφορία των χρηματαγορών για τον Κελτικό Τίγρη την περασμένη δεκαετία, και την έκρηξη της τραπεζικής και στεγαστικής φούσκας.

Οι Ιρλανδοί δεν ξεχνούν ποτέ τον βρετανικό ζυγό και τους σκληρούς αγώνες που έχουν δώσει για την εθνική τους ανεξαρτησία. Θυμούνται επίσης τη φτώχεια. Ο λιμός του 1840, η ενδημική φτώχεια, η διαρκής μετανάστευση και ο αδιάκοπος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας σημαδεύουν τη συλλογική μνήμη αυτού του μοναχικού λαού ποιητών και καλλιτεχνών στην ατλαντική άκρη.

Η υπαγωγή στη βοήθεια και τα κελεύσματα των ΔΝΤ-ΕΕ βιώνεται σαν τραύμα για την 60χρονη ιρλανδική δημοκρατία. Είναι δε σχεδόν βέβαιο ότι το κυβερνών κόμμα Fianna Fail, που συμμετέχει στην εξουσία αδιαλείπτως τις τελευταίες δεκαετίες, θα χάσει τις εκλογές.

Αναλόγως τραυματικά βιώνεται η υπαγωγή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην τρόικα. Η Ελλάδα έχει ανάλογη ιστορία εθνικών αγώνων και φτώχειας με την Ιρλανδία ― και ποίησης και μοναχικότητας. Η ίδια η γένεση του νεότερου ελληνισμού βασίζεται στην έννοια της αντίστασης, της ανταρσίας, του αγώνα: τα ιδρυτικά πρόσωπα του νεότευκτου κρατιδίου είναι πρώτα πολεμιστές, επαναστάτες και μάρτυρες, και μαζί ποιητές και λόγιοι: Ρήγας, Αλ. Υψηλάντης, Καραϊσκάκης, Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Κοραής, Σολωμός…

Η ίδρυση του κράτους, πριν από περίπου δύο αιώνες, όμως από επαναστάτες, συνοδεύεται από σχέσεις εξάρτησης και υποτέλειας προς το εξωτερικό, και από σχέσεις διαρκώς εμφιλοχωρούντος διχασμού και πελατειακότητας στο εσωτερικό. Ο ελληνισμός εντός του κρατιδίου συστέλλεται και διαστέλλεται διαρκώς πέριξ πολλαπλών αξόνων: εξάρτηση-ανεξαρτησία, συρρίκνωση-επέκταση, φτώχεια-ευημερία, ελλαδικότητα-διασπορά, νίκες-καταστροφές, υποταγή-αντίσταση, δημοκρατία-δικτατορία. Σε κάθε περίοδο εντούτοις, ακόμη και σε περίοδο καταστροφής ή κατοχής, η έγνοια για την ελευθερία και την ανεξαρτησία είναι πρωταρχική, η περηφάνια του λαού, που ξεσηκώθηκε εναντίον μακραίωνου κατακτητή και επεβίωσε και πρόκοψε, είναι η ιδρυτική και διαρκώς συνέχουσα ύλη των ανθρώπων που γεννιούνται και κατοικούν στον τόπο.

Το πιο επισκέψιμο εθνικό μνημείο του Δουβλίνου είναι η φυλακή όπου εκτελέστηκαν οι δώδεκα ηγέτες του απελευθερωτικού αγώνα του 1912. Ανάλογα μνημεία μαρτυρίου για την ελευθερία είναι διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα, από το 1821 ώς τις μέρες της χούντας ― παρότι δεν προσελκύουν τόσους πολλούς επισκέπτες πια, ίσως διότι η ελευθερία θεωρείται αυτονόητη στις μέρες μας. Δεν είναι. Η ελευθερία και η ανεξαρτησία, η αυτοδιάθεση, η αυτονομία και η αυτοβουλία ενός λαού δοκιμάζονται διαρκώς και διαρκώς κατακτώνται. Υπό αυτή την έννοια, η οικονομική αποτυχία της χώρας ― που δεν οφείλεται αποκλειστικά σε δικά μας σφάλματα― συνιστά μια καταστροφή της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, ή τουλάχιστον έναν σοβαρότατο κλονισμό τους, και πρώτος έσπευσε να το χαρακτηρίσει έτσι ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, περίπου πριν από ένα χρόνο, όταν κανείς πολίτης δεν είχε ιδέα περί Μνημονίου και κηδεμονίας. Εξ ου και το διάχυτο αίσθημα ανημπόριας, ταπείνωσης, περιορισμού, που βιώνεται παράλληλα με τον φόβο της φτώχειας, με την ίδια τη φτώχεια, με την αδυναμία των πολιτών να διορθώσουν ή να ορίσουν τη μοίρα τους.

Την εντύπωση της υποτέλειας και τον τραυματισμό της εθνικής υπερηφάνειας εντείνουν διάφορες συμπεριφορές Ελλήνων αξιωματούχων ή Ευρωπαίων επιτρόπων. Οι Ελληνες υπουργοί που κρύβονται πίσω από διατάξεις του Μνημονίου για να δικαιολογήσουν την έλλειψη διαπραγμάτευσης, η αλαζονεία τους ακόμη και αυτή την τραγική στιγμή, τα ψεύδη και οι παλινωδίες εντείνουν την εθνική ντροπή. Η εκτενής ατιμωρησία φοροφυγάδων και εισφοροφυγάδων, η αδράνεια και η μη επιβολή του νόμου, επίσης, Η εικόνα της Βουλής που σέρνεται από Εξεταστική σε Εξεσταστική, χωρίς ποτέ να τιμωρείται κανείς, τροφοδοτεί επίσης την πικρία, την οργή και την απογοήτευση. Ο αστεϊσμός του επιτρόπου Ολι Ρεν ενώπιον του εθνικού κοινοβουλίου, ότι χάνει το ποδόσφαιρο της Κυριακής για να ασχοληθεί με την προβληματική Ελλάδα, ήταν επίσης δείγμα ιταμής συμπεριφοράς έναντι ενός ολόκληρου λαού που υποφέρει.

Η κατάρρευση των δημοσιονομικών και η πτώση της ανταγωνιστικότητας είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα. Ωστόσο η εσπευσμένη υπαγωγή στα κελεύσματα του Μημονίου, υπό όρους επαχθείς, που θέτουν την εθνική κυριαρχία ως εμπράγματη ασφάλεια, που παραπέμπουν τον δανεισμό στο βρετανικό δίκαιο και απαγορεύουν άλλη διαχείριση του χρέους, είναι υπαγωγή της Ελληνικής Δημοκρατίας σε κηδεμονία. Πολύ περισσότερο που αυτή η υπαγωγή επιβάλλει αλλεπάλληλα σκληρά μέτρα λιτότητας, χωρίς ορατό τέλος, και ριζική αναδιάρθρωση της νομοθεσίας που διέπει την εργασία και την κοινωνική μέριμνα· ουσιαστικά, απορρύθμιση της εργασίας και απίσχναση του κοινωνικού κράτους.

Η ελληνική κυβέρνηση δι’ αιφνιδιασμού κατάφερε να εξασφαλίσει όχι μόνο την οριακή πλειοψηφία για την υπερψήφιση του Μνημονίου, αλλά και την παγωμένη ανοχή του σοκαρισμένου πληθυσμού, μεγάλου μέρους του τουλάχιστον, εφόσον το Μνημόνιο παρουσιάστηκε ως μοναδική λύση σωτηρίας, μετά τις προεκλογικές ψευδείς υποσχέσεις, τον προϋπολογισμό παροχών, την πολύμηνη ολιγωρία και τους λεονταρισμούς που οδήγησαν σε σφοδρή κρίση δανεισμού.

Οι πολίτες ενοχοποιήθηκαν για την κρίση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: κάθε επαγγελματική και κοινωνική ομάδα στρέφεται διαδοχικά εναντίον της άλλης, και όλοι απομένουν κερματισμένοι, μόνοι, χωρίς φρόνημα, χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς ελάχιστο κοινό στόχο και ελπίδα. Ενας λαός όμως διαιρεμένος, ψυχικά διχασμένος, εθνικά ταπεινωμένος, και επιπλέον φτωχός και έμφοβος, δεν μπορεί να ανακάμψει. Απαιτείται επειγόντως αναστροφή: ανάκτηση της περηφάνιας. Φτωχοί μπορούμε να ζήσουμε, να μη ζήσουμε όμως σαν δούλοι.

Η Ελλάδα και η Ευρώπη ζουν ιστορικές στιγμές. Η οικονομική κρίση και η απειλή του greed capitalism αναγκάζουν τα έθνη της Ευρωπαϊκής Ενωσης να επανεξετάσουν θεμελιώδεις συμφωνίες, όπως της ΟΝΕ, τα αναγκάζουν να σκεφτούν την κρίση με πολιτικούς όρους ― επιτέλους. Η Ελλάδα ευρισκόμενη στην αιχμή των εξελίξεων, δείχνει το δρόμο που μπορεί να πάρει η Ε.Ε. στο μέλλον, και ταυτόχρονα, ως πειραματόζωο, βρίσκεται στη δεινότερη θέση: εκχωρεί εθνική κυριαρχία, προκειμένου να πάρει μια ανάσα από τα χρέη που την πνίγουν.

«Χάσαμε μέρος της κυριαρχίας μας…» Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου περιέγραψε με σαφήνεια τι συνέβη στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα δεν έλαβε χρήματα, απεδέχθη σκληρή τριπλή επιτήρηση, από Κομισιόν, ΕΚΤ και ΔΝΤ, πιθανόν με διορισμένο επίτροπο στην Αθήνα, δεσμεύτηκε να επιβάλει και επιπλέον δημοσιονομικούς περιορισμούς στο μέλλον, και αντ’ αυτών έλαβε ρηματική πολιτική στήριξη, η οποία, όπως αναλύει ο γερμανικός τύπος, είναι ουσιαστικά στήριξη προς το ευρώ και την ευρωζώνη απέναντι στις απειλητικές διαθέσεις των κερδοσκοπικών κεφαλαίων.

Για την επόμενη τριετία, όσο θα διαρκέσει το Πρόγραμμα Σταθερότητας, η Ελλάδα θα επιτηρείται στενά· δηλαδή, η εκλεγμένη της κυβέρνηση θα φέρει όλη την ευθύνη του χρέους, αλλά θα διαθέτει περιορισμένα περιθώρια κινήσεων: όλες οι κινήσεις της θα τελούν υπό αίρεση και υπό έγκριση. Ιδίως σε ό,τι αφορά ριψοκίνδυνες πράξεις για πυροδότηση της ανάπτυξης ή ανακούφιση του πληθυσμού από τα επίχειρα της επερχόμενης ύφεσης.

Δεν γνωρίζουμε πώς και πότε θα ανάσανει ελεύθερα η χώρα μας, αν θα ανακτήσει πλήρως την ανεξαρτησία της στην εκπνοή της τριετίας. Γνωρίζουμε όμως ότι υπό την παρούσα κυβέρνηση το ιδρυτικό τρίπτυχο του ΠΑΣΟΚ “Εθνική ανεξαρτησία – Λαϊκή κυριαρχία -Κοινωνική Απελευθέρωση” εξέπνευσε οριστικά, μαζί με όλα τα στερεότυπα και τις ψευδαισθήσεις της Μεταπολίτευσης.

Πέντε μόλις χρόνια από την πανεθνική ευφορία του 2004, πάνω από την Ελλάδα πλανιέται ο φόβος μιας εθνικής καταστροφής: η πτώχευση. Η δραματική αποστροφή του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, προ ημερών, για χρέος που απειλεί την ίδια την εθνική κυριαρχία, ορίζει μια ιστορική στιγμή εξαιρετικά κρίσιμη, τόσο που δεν μπορεί να τη διαχειριστεί μόνη της η ηγετική πολιτική ελίτ. Εξ ου και ο νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός, με νωπή ακόμη και σαφή τη λαϊκή εντολή, αισθάνεται την ανάγκη να απευθυνθεί απευθείας στον λαό και να ζητήσει επιπλέον νομιμοποίηση ― κατ΄ουσίαν κοινωνική και ηθική, πέραν της τυπικής κοινοβουλευτικής.

Ζητάει κατανόηση, ζητάει συναίνεση και συστράτευση, ζητάει θυσίες, σε κλίμακα πρωτόγνωρη για τη μεταπολιτευτική δημοκρατία της δανεικής ευημερίας και της προεξοφλημένης προόδου. Για να πετύχει αυτού του είδους την ιστορική συστράτευση, ο πρωθυπουργός και σύμπασα η κυβέρνηση, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η ελληνική κοινωνία τούτη τη στιγμή βγαίνει οργισμένη από αλλεπάλληλα σκάνδαλα, κερματισμένη και τραυματισμένη από τη δομική διαφθορά και ό,τι αποκαλείται σχηματικά “προδοσία των ελίτ”. Μέσα στο ρευστό οικονομικό περιβάλλον το κοινωνικό σώμα διατρέχεται από ανησυχία και φόβο, από καχυποψία ή και μίσος για τους κρατικούς μηχανισμούς. Στα μάτια πολλών, ιδίως νεότερων, το κράτος έχει απονομιμοποιηθεί ― πρωτοφανές ιστορικό χαρακτηριστικό.

Η πολιτική ηγεσία μπορεί να ζητήσει συστράτευση. Οφείλει όμως ταυτοχρόνως να πείσει και να εγγυηθεί. Να πείσει ότι συμμετέχει στις θυσίες· να εγγυηθεί δικαιοσύνη και ισοπολιτεία, να εγγυηθεί επίσης ότι η εθνική κυριαρχία δεν θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Οι πολίτες μπορούν να δεχτούν θυσίες, μόνο εφόσον οι θυσίες αφορούν όλους ακριβοδίκαια, και μόνο εφόσον δεν τεθούν εν μειοδοσία τα μείζονα εθνικά θέματα, όσα παραμένουν ανοιχτά. Η κοινωνία θα δεχτεί να ξεπουληθούν τα τιμαλφή και τα σκεύη, αναλογικώς, αλλά δεν θα δεχτεί να υποθηκευτεί το οικόπεδο.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits