You are currently browsing the category archive for the ‘des idées reçues’ category.

Στο τέλος της χρονιάς, απόλογος. Κοιτάς φευγαλέα πάνω απ΄ τον ώμο, σαν να οδηγείς μοτοσυκλέτα, να ελέγξεις την κίνηση πίσω. Αλλά η προσοχή είναι συγκεντρωμένη μπροστά, σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάς πίσω, επιμένεις. Ξανά και ξανά.

Σταδιακά εμφανίζονται φιλμάκια σούπερ οκτώ, βίντεο θαμπά VHS, φωτογραφίες ξεπλυμένες Kodacolor, προτού εφευρεθεί το Instagram και η νοσταλγία ως εφέ. Στο πίσω ρεύμα κυκλοφορούν εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό.

Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει.

Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια.

Ενα:

Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν:

«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά».

Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία.

Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη.

Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν.

Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας.

Δύο:

Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».

Τρία:

Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα.

 

Giovanni Bellini: Αγιςο Ιερώνυμος, 1505.National Gallery of Art, Washington.

Πολλές όψεις, όχι όλες, του ελληνικού προβλήματος είναι αμιγώς ευρωπαϊκές, πηγάζουν από την κεντρική πολιτική στην ευρωζώνη, γι΄ αυτό άλλωστε εμφανίζονται και στις μεγάλες χώρες του πυρήνα. Τυπικό παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο των μέτρων που επιχειρούν να εφαρμόσουν η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση, συμμορφούμενες στις επιταγές της Επιτροπής. Είναι ο δυσπρόσιτος στόχος του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσκρούει όχι μόνο στα συνδικάτα αλλά και σε στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.

Καθ’ όμοιο τρόπο, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς επιχειρεί να απελευθερώσει την αγορά και να ανοίξει επαγγέλματα: να ανοίγουν τα μαγαζιά δεκαπέντε Κυριακές, αντί για πέντε που ισχύει τώρα, και να διευρυνθεί το ωράριο λειτουργίας σε περιοχές με υψηλή τουριστική κίνηση. Επίσης να ανοίξουν τα κλειστά επαγέλματα του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου. Τις μεταρρυθμίσεις απειλούν να καταψηφίσουν οι βουλευτές της αριστερής πτέρυγας των κυβερνώντων σοσιαλιστών.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι χώρες αφενός απειλούνται με κυρώσεις από την Επιτροπή για παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, αφετέρου, κινδυνεύουν από την πολιτική αστάθεια, λόγω μεταρρυθμίσεων.

Η Ελλάδα, αναγκασμένη και από το Μνημόνιο, έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει πολλές από τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις. Οι εργασιακές σχέσεις και τα ωράρια έγιναν ευέλικτα, η μερική απασχόληση θεσμοθετήθηκε, τα μαγαζιά ανοίγουν περισσότερες ώρες. Σε κάποιους τομείς η Ελλάδα πρωτοπορεί.

Ποιο το αποτέλεσμα; Το περιέγραψε προχθές η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), στην ετήσια έκθεση που εκπόνησε το θυγατρικό του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έκθεση, τα νέα για όσους ακόμη έχουν εργασία, δεν είναι ενθαρρυντικά: η μερική απασχόληση διπλασιάστηκε ως προς το 2008, η προσωρινή απασχόληση αυξήθηκε 28% σε ένα χρόνο, το 18% των εργαζόμενων στο εμπόριο δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα, οι απλήρωτες υπερωρίες φτάνουν το 63% των περιπτώσεων. Παράλληλα έχει γενικευτεί το φαινόμενο οι εργαζόμενοι να δηλώνονται ως μερικής απασχόλησης και να δουλεύουν πλήρη ωράρια, για να μην καταβάλλονται πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή, μεγάλο μέρος της εργασίας μετατρέπεται σε γκρίζα. Το Ινστιτούτο συμπεραίνει: «Η αγορά εργασίας στον κλάδο του εμπορίου απορρυθμίζεται λόγω μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά κι εξαιτίας δύο αδυναμιών: Οι εργοδότες αδυνατούν να καταβάλουν τους μισθούς και πολύ περισσότερο τις υπερωρίες, και οι μισθωτοί δεν αντιδρούν φοβούμενοι μη χάσουν τη δουλειά τους ή μήπως διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησης».

Είναι προφανές ότι η τέτοια επιδείνωση της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται και στη μεγάλη και πολύχρονη ύφεση, σε συνδυασμό με την επί τετραετία δημοσιονομική λιτότητα. Καμία παρόμοια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιβάλλον βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Ωστόσο η ίδια μεταρρυθμιστική συνταγή πάει να εφαρμοστεί στην Ιταλία, που εισέρχεται σε ύφεση, και στη Γαλλία, που βρίσκεται σε στασιμότητα και κάμψη. Με ποιες διαφορετικές προσδοκίες άραγε; Καμία βάσιμη προσδοκία δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλο το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα σύρεται σε τροχιά απίσχνασης όχι μόνο του κόσμου της εργασίας αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αγοράς και εργασίας αποσκοπούν στην αύξηση της προσφοράς, ενώ το μέγα πρόβλημα φαίνεται να είναι η αδύναμη ή ανύπαρκτη τόνωση της ζήτησης, εφόσον λείπει η ρευστότητα στα νοικοκυριά. Αναμένεται με αγωνία, η μεγάλη κίνηση του Μ. Ντράγκι, για ποσοτική χαλάρωση στο τέλος Ιανουαρίου, η οποία εκτιμάται ότι θα ελαφρώσει τα κρατικά χρέη και θα απελευθερώσει ρευστό.

apollo_elena

Ποια εικόνα έχουμε για την Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης; Πώς βλέπουμε τον τόπο, την ιστορία, την κοινωνία, πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας μέσα στον χωροχρόνο, στον τόπο που μας δόθηκε, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε; Μια απάντηση μπορούμε να αντλήσουμε από την εικόνα που κατασκευάζουμε για να τη δουν οι ξένοι, οι άλλοι. Είδα αυτή την εικόνα πολλές φορές τις τελευταίες μέρες στις πτήσεις της Αegean και στα viral ταινιάκια για τον ελληνικό τουρισμό.

Η ταινία της Αegean είναι πολύ καλοφτιαγμένη. Παρουσιάζει τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, νησιά, παραλίες, αρχαία και νεότερα μνημεία, κτίσματα, γαστρονομία. Η Ικαρία έχει την τιμητική της: παρουσιάζεται με μουσική συνοδεία ενός παραδοσιακού σκοπού παιγμένου με λύρα και λαούτο· παρουσιάζεται ένας επίγειος παράδεισος. Παρομοίως, οι Κυκλάδες και οι διασημότεροι αρχαιολογικοί τόποι. Οι εικόνες είναι διαλεγμένες με καλό γούστο και συναρμοσμένες δεξιοτεχνικά. Το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει μια μυθική Αρκαδία, όπου επικρατεί παντοτινό καλοκαίρι, και οι άνθρωποι ζουν περίπου όπως την εποχή του Ησιόδου και του Ομήρου.
Κρίσιμη λεπτομέρεια: Από όλες σχεδόν τις εικόνες απουσιάζουν οι άνθρωποι, απουσιάζει η σύγχρονη ζωή. Οπου υπάρχει ζωή, είναι στιγμιότυπα από τον ησιόδειο βίο: μελίσσια, άλογα, κατσίκες, άρμεγμα, τυριά. Ακόμη και η Μύκονος παρουσιάζεται καρτ-ποσταλικά, οι παραλίες είναι χωρίς ανθρώπους, καμιά εικόνα πλήθους στις πλαζ, στους δρόμους, στα κλαμπ. Μόνο στη Σαντορίνη εμφανίζεται για μερικά δεύτερα να ποζάρει ένα νιόπαντρο ζευγάρι, πιθανόν Ασιάτες.

Μια Ελλάδα καρτ-ποστάλ, λοιπόν· κατοικία θεών και τουριστών, ένα έξοχο τοπίο για χαλάρωση και κατανάλωση. Η Ελλάδα αυτοσυστήνεται σαν τουριστικός προορισμός. Ασφαλώς, στο περιβάλλον μιας πτήσης ο τουρισμός είναι το πρώτο που σου έρχεται στο νου. Αλλά η Ελλάδα του 21ου αιώνα εξαντλείται μόνο σε αυτό; Είναι μόνο τοπίο; Με αρχαιότητες, μουσεία, κρασί, σαλάτες, ήλιο; Δεν υπάρχουν άνθρωποι του καιρού τους μέσα σε αυτό το τοπίο; Δεν υπάρχουν πόλεις, σχολεία, εργοστάσια, μαγαζιά, αυτοκινητόδρομοι;

Κοιτούσα τις εικόνες παραδομένος στην υπνωτιστική τους ομορφιά, αλλά και με κάποια υποδόρια ενόχληση, μου ξυπνούσαν μιαν ανάμνηση. Ηταν deja vu. Ναι, τέτοιες εικόνες, χωρίς ίσως τις εντυπωσιακές από αέρος λήψεις και τις σύγχρονες τεχνικές ευκολίες του ψηφιακού βίντεο, είναι εικόνες από τη δεκαετία ΄60, όταν η Ελλάδα ξεπρόβαλλε ως η ιδανική γραφικότητα για τον αναδυόμενο μαζικό τουρισμό. Ω, ναι, τη θυμάμαι αυτή την Ελλάδα! Μεγάλωσα σε αυτή, μεγάλωσα στα νησιά του τουρισμού, ζυμώθηκα, ενηλικιώθηκα με την ιδεολογία του τουρισμού, με την Ελλάδα των πόστερ του ΕΟΤ. Κι ύστερα την άφησα πίσω μου· μάλλον, αυτή η Ελλάδα της αφίσας και της καρτ-ποστάλ έπαψε να είναι κυρίαρχη, αναδύθηκαν άλλες, όπου η οικονομία και κατ’ επέκτασιν η ζωή δεν ήταν μόνο τουρισμός, συρτάκι, ζορμπαδιλίκι, ρουμς του λετ, γκρικ σάλατ, γκρικ λάβερ. Ετσι νόμιζα.

Γελάστηκα. Πενήντα χρόνια αργότερα, παρότι μεσολάβησαν κοσμογονικές αλλαγές, κοινωνικές και πολιτισμικές, σχεδόν ανθρωπολογικές, παρότι η χώρα γέμισε πανεπιστήμια και θέατρα, αυτοκινητόδρομους και αεροδρόμια, πολυπτυχιούχους και μπίζνες, με δύο Νόμπελ ποιήσεως, πάλι η εικόνα που προβάλλουμε και η αναπαράσταση που βιώνουμε είναι η Ελλάδα τουριστικός προορισμός. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να δείξουμε πάρεξ ακρογιαλιές, αρχαιότητες, ελαιώνες και ήλιο. Σαν να συρρικνώθηκαν επιτεύγματα και πρόοδος μισού αιώνα, σαν να μην υπήρξαν καν, και γυρίσαμε εκεί όπου άρχισε η παρ΄ ημίν νεωτερικότητα, στην εξωστρέφεια δια του τουρισμού του ΄60, με ορχηστρικά Χατζιδάκι και μοντέρνα αρχιτεκτονική ξενοδοχείων.

Η κρίση γκρέμισε τον μύθο της Ισχυρής Ελλάδας του εκσυγχρονισμού, εν πολλοίς θεμιτά. Εδειξε ασθένειες της διοίκησης, έδειξε την καχεξία του παραγωγικού κορμού, την απουσία εθνικού σχεδίου, τη διαφθορά και τη φθορά. Ωστόσο, κάπου εδώ παραμονεύει η υπερβολή: η ισοπέδωση και ο αυτοοικτιρμός. Από την αυταρέσκεια και τον φενακισμό του ΄90 και του 2000, το εκκρεμές πάει στο άλλο άκρο: δεν παράγουμε τίποτε, δεν είμαστε τίποτε. Η ενίσχυση του τουρισμού, η βελτίωση των υπηρεσιών, η επινόηση νέων προϊόντων με ποιότητα και χαρακτήρα, είναι επίσης αναγκαία, αλλά ο τουρισμός δεν μπορεί να ανορθώσει την οικονομία μιας χώρας δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι εικόνες του γραφικού παράδεισου Hellas συγκινούν αισθητικά τον αμήχανο Ευρωπαίο, τον ωθούν ίσως να ξεπεράσει τα δυσμενή στερεότυπα για την failed Greece. Αλλά τι λένε για τους Ελληνες, για τον βίο και την πολιτεία τους;

Σε όλη τη διάρκεια της σαραντάχρονης Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας καμία κυβέρνηση δεν εξάντλησε την τυπικά προβλεπόμενη τετραετία. Με το άλφα ή το βήτα πρόσχημα, συνήθως επικαλούμενος εκκρεμότητες εθνικής σημασίας, ο εκάστοτε πρωθυπουργός επέλεγε τον κατ’ αυτόν καταλληλότερο χρόνο για να προκηρύξει εκλογές. Αν αναλογισθούμε λοιπόν την ιστορική κρισιμότητα της περιόδου που διανύουμε από τις εκλογές 2009 και εφεξής, με τις πρωτόγνωρες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που έχουν εν τω μεταξύ επέλθει, δεν είναι παράξενο να τίθεται και πάλι ζήτημα εκλογών. Ενας κοινωνικός σχηματισμός που αλλάζει τόσο γρήγορα και επώδυνα, ή και καταστροφικά για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αναζητεί νέες μορφές πολιτικής έκφρασης. Και αυτή η αναζήτηση, συχνά αγωνιώδης, πώς αλλιώς μπορεί να μορφοποιηθεί αν όχι με εκλογές, τουλάχιστον στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας;

Εκφράζεται κι αλλιώς ο μετασχηματισμός, με εξωστρεφείς, δημιουργικούς ή υπόγειους, άδηλους τρόπους· με ανάπτυξη άτυπων συλλογικοτήτων στα μικροκοινωνικά πεδία, με μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος που άρχισαν ήδη τον Μάιο 2012, με αναδύσεις νέων πολιτικών σχημάτων, με πολλούς τρόπους. Δημοφιλής είναι, ας πούμε, στα social media και στα χάπενινγκ η άποψη «πρώτα ν’ αλλάξουμε νοοτροπία, πρώτα ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας», καταγόμενη εκ των οδηγών αυτοβελτίωσης. Από άλλες πνευματικές παραδόσεις, βεβαίως, γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι μεμονωμένα, ο καθείς μόνος του και εν απουσία ή εναντίον όλων, δεν μπορούν να καταφέρουν μεγάλα πράγματα. Μόνο λειτουργώντας συλλογικά, οργανωμένοι και σε συνομολογημένο πλαίσιο, μόνο ανατροφοδοτούμενοι με κοινές επιδιώξεις και ηθικά κίνητρα, οι άνθρωποι απελευθερώνουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις και πετυχαίνουν τα μεγάλα πράγματα.

Τα κόμματα, τα συνδικάτα, οι επαγγελματικοί και εμπορικοί σύλλογοι, οι επιστημονικές ενώσεις, τα επιμελητήρια, είναι τέτοιες οργανώσεις, με αρετές και ελαττώματα. Η νέα κοινωνική δυναμική οδηγεί σε νέες μορφές οργάνωσης και παράλληλα ωθεί σε αναθεωρήσεις των παλαιών, σε ανακαινίσεις και μετασκευές. Στο ρευστό παρόν, και πάντα στο υφιστάμενο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τα κόμματα και οι εκλογές παραμένουν η κύρια, αν και όχι αποκλειστική, οδός πολιτικής έκφρασης του κυρίαρχου λαού, του πλήθους, των ποικίλων κοινωνικών υποκειμένων.

Ως εκ τούτου, πρέπει να ελέγξουμε κριτικά τον εύκολο ψόγο κατά των κομμάτων συλλήβδην ή κατά των «παλιών» κομμάτων. Ναι, πράγματι τα εν ενεργεία κόμματα κουβαλάνε πολλές αμαρτίες και πολλά σφάλματα, φθαρμένα πρόσωπα, καταδικαστέες πρακτικές. Το έχουμε πει σε ανέφελους καιρούς, τον καιρό που ουδείς εκ των νεόκοπων πολιτικών τα εμέμφετο· αντιθέτως συναγελάζοντο με τα πρόσωπα που τώρα πτύουν.

Παλαιά και νέα κόμματα φέρουν τα ίχνη του παρελθόντος των ανθρώπων τους, των ιδρυτών και ηγετών, των στελεχών τους. Παράγουν μνήμη και κρίνονται διαρκώς.

Οι εκλογές δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην και μονοσήμαντα στην αστάθεια, όπως στερεοτυπικά μεταδίδεται. Οι εκλογές γίνονται για να ανανεωθεί και να αναδιατυπωθεί η λαϊκή εντολή, για να εκδιπλωθεί η λαϊκή βούληση στα εκάστοτε νέα δεδομένα. Από την ιστορική εμπειρία, άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η Δημοκρατία δεν καταλύθηκε από τις συχνότερες εκλογές, αλλά από την κατάργησή τους.

Η σφοδρή οικονομική κρίση και η εξ αυτής κοινωνική αναστάτωση προκαλούν σύγχυση, φόβο, ανησυχία. Η ομαλή διαδοχή και η ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας μπορούν να λειτουργήσουν αποσυμπιεστικά και να απελευθερώσουν δημιουργικές δυνάμεις, εφόσον όλα γίνονται με τήρηση αποδεκτών απ’ όλους κανόνων.

Παράπλευρα οφέλη επετείων. Με αφορμή την 17η Νοεμβρίου στην τηλεόραση, ιδίως στο κανάλι της Βουλής, προβλήθηκαν μερικές ταινίες, κυρίως ντοκυμαντέρ, για τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας με κατάληξη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στην τραγωδία της Κύπρου.

Ωφέλιμη η αναδρομή στα χρόνια του ’60 και του ’70, με πολλούς τρόπους. Για τόνωση της ιστορικής γνώσης και της πολιτικής κατανόησης, πρώτα πρώτα. Αλλά και για βαθύτερη επανασύνδεση με την ανθρωπολογία και την ψυχολογία των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια, τα τόσο κρίσιμα από πολλές σκοπιές. Παρατηρώντας ατυπικά στιγμιότυπα συχνά ξανασκέφτεσαι βαθύτερα την κοινωνία, την ιστορική κίνηση, τις προσδοκίες, τους ανθρώπινους τύπους.

Στα κινηματογραφημένα επίκαιρα και μόνο ο χαρακτηριστικός τόνος των εκφωνητών, μαζί με την μιξοκαθαρεύουσα, αρκούν για να σε μεταφέρουν σε ένα κόσμο οικείο, αλλά τόσο πολύ μακρινό. Η αισθητική της χούντας βρίσκεται στη ρητορική του γελοίου Παττακού και του ημιπαράφρονος Παπαδόπουλου, αλλά και στα τσάμικα των στρατοπέδων: ανακαλύπτεις ότι όσο γελοία και νεκρή ήταν η ξύλινη καθαρεύουσα στα χείλη των κολονέλων, άλλο τόσο γελοία ήταν τα αρκουδιάρικα τρεκλίσματα τους. Δεν ήξεραν να μιλήσουν, δεν ένιωθαν να χορέψουν. Κατάφεραν όμως να να κυριαρχήσουν, να εκφοβίσουν και να αποκοιμίσουν.

Ευτυχώς υπήρχαν κινηματογραφιστές στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1975. Για να θυμόμαστε το τρελό βλέμμα και το παραλήρημα του βασανιστή Ιωαννίδη. Για να θυμόμαστε τα δειλά ψελλίσματα συνωμοτών και επίορκων στρατηγών, ψοφοδεή ανθρωπάκια που δεν ενθυμούνται, δεν απαντούν και δεν έχουν άλλον τι να προσθέσουν. Για να θυμόμαστε την ανάδειξη ξενοκίνητων πρακτόρων στην κορυφή της τυραννίας, την διαρκή επίκληση του ερυθρού κινδύνου και των ρωσικών όπλων από τους ανθρώπους που πρόδωσαν την Κύπρο, τη φάμπρικα εθνικοφροσύνης από αυτούς που ταπείνωσαν τη χώρα τους. Για να ανασυνθέτουμε ψηφίδα-ψηφίδα ό,τι προηγήθηκε: τις συνωμοσίες των Ανακτόρων και των στρατηγών, τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που είχαν προηγηθεί, κυρίως την ιστορική έκρηξη του Ιουλίου 1965.

Μόνο όταν βλέπεις τις λαοθάλασσες του ’65, τη λαχτάρα των υποτελών για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπους με τα πουκάμισα στο χέρι σαν λάβαρα να διεκδικούν τον σεβασμό της ψήφου τους και τον σεβασμό του Συντάγματος, να διεκδικούν μοίρα στον ήλιο και στην ιστορία, μόνο τότε κατανοείς βαθύτερα τις καθαρευουσιάνικες υλακές των δικτατόρων. Τότε η φόρμα, ο τρόπος, αποκτούν βαθύτερο νόημα. Ο λαός του ’60 τραγουδούσε ήδη Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Γκάτσο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Τσιτσάνη· ένας νέος κόσμος ανέβλυζε. Αυτός ο κόσμος διακόπηκε και συντρίφτηκε την 21η Απριλίου 1967.

Μα και αργότερα, όταν ανέβλυζαν παράλληλα η ποπ και το ροκ, οι απόηχοι του Μάη, συγκροτείτο ένας κόσμος ελευθερίας και οραμάτων που πάλι ήταν ασύμβατος και ενάντιος στον γύψο των δικτατόρων. Κι ήταν αυτός ο κόσμος των παιδιών «με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», με μπαγκράουντ μικτό αλλά νόμιμο, Ξυλούρη, Σαββόπουλο και Ρόλινγκ Στόουνς, που έφτασε ώς την υπέρβαση του Πολυτεχνείου.

Οπως κι αν δεις τα κινηματογραφημένα αποσπάσματα, θα αντικρίσεις ασύμβατους κόσμους, πολιτικά και πολιτισμικά, ψυχογεωγραφίες ασύμπτωτες και συγκρουσιακές, θα δεις τον λαό να προσπαθεί να ξεχυθεί προς την ελευθερία και την ισότητα, και τις δυνάμεις της φεουδαρχίας να συνωμοτούν και να επιβάλλουν τυραννία. Υπό αυτή την έννοια, η άρνηση του τυραννοκτόνου και απελευθερωτικού χαρακτήρα του συμβάντος «Πολυτεχνείο ’73» πλησιάζει, αναλογικά, την άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Ταινίες: Παντελής Βούλγαρης, Θεοδόσης Θεοδοσόπουλος

To σχέδιο ριζικής μεταμόρφωσης της Πανεπιστημίου και της Πατησίων έως την πλατεία Αιγύπτου, γνωστό υπό την ποπ ονομασία Rethink Athens, επικοινωνείται συστηματικά επί δύο χρόνια, ενώ πρόδρομες προτάσεις δημοσιεύονται από το 2010. Αξιοθαύμαστη επιμονή για ένα σχέδιο που φιλοδοξεί να αναπλάσει το πιο νευραλγικό τμήμα στο ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το χρονικό ωρίμανσης του σχεδίου είναι κι αυτό λίγο-πολύ γνωστό και υπερεπικοινωνημένο. Αυτό που δεν συζητείται αρκετά είναι η πολιτική και συμβολική αξία τέτοιων επεμβάσεων. Δηλαδή, ποια είναι η σημασία της οδού Πανεπιστημίου; Οχι μόνο η συγκοινωνιακή-κυκλοφοριακή, που έχει κι αυτή μεγάλο βάρος, όχι μόνο η εμπορική, αλλά πρωτίστως και κυρίως η συμβολική, ιστορική και ζωτικά πολιτική αξία αυτού του πολεοδομικού άξονα που ενώνει την καρδιά του κράτους, το σύμπλεγμα Κοινοβουλίου, Προεδρικού και Πρωθυπουργικού μεγάρων, υπουργείων, με το διπλό ξέφωτο: με την κλασικιστική Αθηναϊκή Τριλογία στη μία πλευρά, Πανεπιστήμιο – Ακαδημία- Βιβλιοθήκη, πνευματικό πυρήνα του ελληνικού κράτους, και με το δικαστικό-τραπεζικό-εμπορικό σύμπλεγμα, από την άλλη πλευρά. Με λίγα λόγια: οποιαδήποτε χωροταξική-λειτουργική αλλαγή σε αυτό το τμήμα του ιστορικού κέντρου συνεπάγεται αλλαγή στον υλικό συμβολισμό του κράτους.

Ποιος αποφασίζει ότι θα μετασχηματιστούν η όψη, η δομή, η κυκλοφορία και η λειτουργία αυτού του συμβολικού πυκνώματος; Σε οποιαδήποτε λειτουργική δημοκρατία, η πρώτη απάντηση θα ήταν: η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία, όλων των βαθμίδων, συνεπικουρούμενη από τους επιστημονικούς και τεχνολογικούς θεσμούς της χώρας, και υπό εκτενή και σε βάθος δημόσια διαβούλευση. Ο δημόσιος χώρος, πολύ περισσότερο ο συμβολικά έμφορτος και πυκνός δημόσιος χώρος, είναι αδιανόητο να γίνει αντικείμενο άλλης διαχείρισης. Η αλλαγή του, εφόσον κριθεί αναγκαία, απαιτεί πολιτική και επιστημονική συνεργασία και συναίνεση· δεν είναι δυνατόν να διεξάγεται με όρους κηποτεχνικού εξωραϊσμού και καλλωπισμού facades, και να προκαλούνται προς τούτο αυθαίρετοι διαγωνισμοί, που θα απαιτήσουν εν συνεχεία ποταμούς δημοσίου χρήματος.

Παρακολουθώ το σχέδιο μεταμόρφωσης της Πανεπιστημίου-Πατησίων από την αρχή. Εχω παρακολουθήσει επίσης το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου διαλόγου περί το σχέδιο, στο οποίο συμμετέχουν κυρίως πολεοδόμοι, χωροτάκτες, αρχιτέκτονες, πρώην υπουργοί Χωροταξίας ― όλοι σχεδόν έχουν αντιρρήσεις για τη μεθόδευση και τη σκοπιπόμητα του έργου. Προξενεί ωστόσο εντύπωση ότι από αυτό τον διάλογο απουσιάζουν οι ολοκληρωμένες και συνεκτικές παρεμβάσεις των πολιτικά αρμοδίων, ήτοι των υπουργών Χωροταξίας και Υποδομών, του δημάρχου Αθηναίων, του περιφερειάρχη Αττικής, αλλά και των σχετικών επιστημονικών και πνευματικών θεσμών: του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, του Πανεπιστημίου Αθηνών, της Ακαδημίας Αθηνών. Ολα αυτά τα ιδρύματα θα έπρεπε να έχουν κληθεί να καταθέσουν απόψεις, εκθέσεις, γνώμες, στρατηγικές, μελέτες σκοπιμότητας. Εξ όσων γνωρίζω, μπορεί και να μου διαφεύγει κάτι μεγάλο, δεν έχει προκληθεί τέτοια ώσμωση ιδεών.

Απεναντίας, σύμφωνα με την πλούσια αρθρογραφία (πλήθος άρθρων και στην «Καθημερινή») και σύμφωνα με προσφυγή πολιτών και αρχιτεκτόνων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν υπάρχουν ούτε ολοκληρωμένη κυκλοφοριακή μελέτη ούτε στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για να μείνουμε στις απολύτως τεχνικές και μεθοδολογικές ελλείψεις.

Εχουμε γράψει πολλές φορές για τη σταδιακή εγκατάλειψη του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, μετά το Ολυμπιακό 2004, και ιδίως μετά το κράχ του 2010, που προκάλεσε εμπορική ερήμωση της Σταδίου, των Χαυτείων, της Σόλωνος. Το βαριά πληγωμένο κέντρο δεν χρειάζεται ένα ακόμη έργο έξωραϊσμού, μια ακόμη διακοσμητική gentrification όπως αυτά που έγιναν στην Ομόνοια και στην Κουμουνδούρου και έσβησαν. Το κέντρο χρειάζεται αναζωογόνηση του εμπορίου, αφύπνιση των ισογείων καταστημάτων, μετάγγιση εργαζόμενου πληθυσμού σε υπουργεία και υπηρεσίες κοινωφελούς χαρακτήρα. Το κέντρο χρειάζεται ξανά ενεργούς πολίτες, εργαζόμενους και συναλλασσόμενους, όχι χασομέρηδες και άεργους σε τραπεζοκαθίσματα και νυκτερινά παρκάκια για νταραβέρι.

Το πτωχευμένο ελληνικό κράτος κλήθηκε να διοχετεύσει σε αυτόν τον αμφιλεγόμενο εξωραϊσμό καταρχάς 80 εκατομμύρια ευρώ, εν συνεχεία 120 εκατομμύρια, αντλημένα κυρίως από το ΣΕΣ 2014-2020. Ολοι γνωρίζουν ότι έργα τέτοιας κλίμακας ξεπερνούν κατά πολύ τον αρχικό προϋπολογισμό. Αλλά το ζήτημα δεν είναι τόσο τα χρήματα (που είναι και αυτό), αλλά η σκοπιμότητα, το μακροπρόθεσμο όφελος, οι ευρύτερες επιπτώσεις, η ιστορική συνέχεια, η πολιτική ευθύνη. Ποιος αναλαμβάνει την ιστορική και πολιτική ευθύνη της μεταμόρφωσης της Αθήνας· με ποιους όρους και ποιο σκεπτικό.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης καθιερώθηκε στον δημόσιο βίο ως ο τυπικός λαϊκιστής πολιτικός, ακροδεξιού προσήμου, που έγινε γνωστός όταν ο Κώστας Καραμανλής τον διέγραψε από τη ΝΔ λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ιδρυσε κόμμα, διαφημισμένο ως γνησίως ακροδεξιό, και κατάφερνε έκτοτε να βρίσκεται στο προσκήνιο με πολλά πρόσωπα: αυτοπροβαλλόμενος ως ρυθμιστής εξελίξεων, αυτόκλητος εθνοσωτήρας, συγκάτοικος της δεξιάς πολυκατοικίας, συμπαθής ατακαδόρος, τηλεκήρυκας με τσουβαλάτα λόγια αλλά και άφθονα υπονοούμενα, τέλος, ως ιδιοκτήτης πολιτικού «μαγαζιού». Οι επόμενες γενιές δεν θα θυμούνται όλες αυτές τις ιδιότητες, εκτός κι αν τις περιλάβει το οικείο λήμμα στη wikipedia· πιαθνότατα όμως θα τον βλέπουν στα αρχεία του YouTube και θα αναγνωρίζουν στις εμφανίσεις του έναν γραφικό συνεχιστή της ελληνικής φαρσοκωμωδίας.

Τα ύποπτα εμβάσματα από εμπόριο εξοπλισμών προς τις άδηλες υπεράκτιες εταιρείες του αρχηγού του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού αποτελούν δραματικό επεισόδιο που μάς αναγκάζει να αλλάξουμε genre: η  φαρσοκωμωδία μεταπίπτει σε μαύρη κωμωδία. Ο ελισσόμενος συγκάτοικος και συγκυβερνών, ο πρόθυμος λαγός για το καλό του έθνους, ο εναλλάξ τιμητής και χατζηαβάτης της εξουσίας, ο ικανότατος επιβιωτής και χαμαιλέων, δεν γνώριζε πότε να σταματήσει, να αποσυρθεί για να απολαύσει τους καρπούς των ελιγμών του και να γράψει απομνημονεύματα. Οθεν βρέθηκε κρεμασμένος στα μανταλάκια, έκθετος στη χλεύη, ενώπιον της ανθρωπίνης δικαιοσύνης. Εξουδετερωμένος πολιτικά και υποχρεωμένος πλέον να αποδείξει πώς απέκτησε την περιουσία του κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο τελευταίος καρατερίστας, φαίνεται δεν είχε αφομοιώσει τις σοφές ατάκες και τα πικρά διδάγματα του στρατηγού Δεκαβάλλα, στο «Ενας ήρως με παντούφλες». Δεν είχε αφομοιώσει λ.χ. το σχόλιο του θυμόσοφου στρατηγού για το περίφημο άγαλμα, το σύμπλεγμα που του σερβίριζαν: «…Εγώ, η Νίκη, η Δόξα, το άλογο… Από μακριά θα φαινόμαστε σα σούστα.» Και κυρίως λησμόνησε το δραματικό φινάλε, την έξοδο του στρατηγού Δεκαβάλλα, το σοφόκλειο άμα και αριστοφανικό καθαρτήριο «Βρε ουστ!»

Στην γκάμα του καρατερίστα προέδρου δεν περιλαμβάνονταν οι δραματικές αποχρώσεις, οι ανατροπές, η πτώση. Είχε μόνο την μπαλαφάρα, τον «Μπακαλόγατο», τις ευκολίες μιας επιθεώρησης σε λαϊκό αναψυκτήριο. Μα έτσι εβιώνετο η πολιτική και ο δημόσιος βίος έως την μεγάλη πτώση·  γι ‘ αυτό άλλωστε βρήκε χώρο και ευκαιρία να μεσουρανήσει το καινοφανές πολιτικό genre του λαϊκού τηλεκήρυκα, ορμητικού, συνωμοσιολόγου και ασυνάρτητου, ερμηνευτή των πάντων·  σε αυτή την πίστα άνθησαν οι θίασοι ποικιλιών των φωνακλάδων υπερπατριωτών, των ωρυομένων για τα όσια της φυλής και τους άμωμους υπεράκτιους λογαριασμούς. Ετσι εβιώνετο η πολιτική: υποκρισία, απληστία, χρηματισμός, υποδούλωση.

Σε αυτή την ακρολαϊκιστική πίστα έλαμψαν και άλλοι βλαστοί, κήρυκες γελοιότητος και μίσους· όσοι μεταμφιέζουν ιδέες και πεποιθήσεις, προκειμένου να επιπλεύσουν σε νέες ιστορικές δεξαμενές. Η προκληθείσα πτώση του αρχηγού και διδάχου ίσως αποτελεί ένα μήνυμα και προς αυτούς. Toυς το είχε πει ο Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης το 2011: «Δεν μπορεί το περιθώριο, οι νονοί, τα λαμόγια να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή… Το περιθώριο πρέπει να ξαναγυρίσει στο περιθώριο». Ηταν το «ουστ» του στρατηγού Δεκαβάλλα, με περισσότερα λόγια.

 

Fotor0914114318

Πριν από μερικές ημέρες στο facebook ξεκίνησε, και συνεχίζεται, ένας από τους γνωστούς μαραθώνιους ανταλλαγής προσκλήσεων για παράθεση καταλόγου με τα «Δέκα καλύτερά μου». Ο εν λόγω γύρος, το #bookchallenge, αφορούσε τα δέκα βιβλία που έχεις διαβάσει και σου έρχονται πρώτα στον νου. Οχι απαραιτήτως αυτά που θεωρείς σημαντικότερα, ωραιότερα, πιο ωφέλιμα κ.ο.κ., αλλά αυτά που ανακαλείς μέσα στα πρώτα δύο-τρία λεπτά από την πρόκληση-πρόσκληση. Αυτή η απαιτούμενη αυθορμησία μού φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Και ενέδωσα.

Παρέθεσα μία λίστα με τίτλους που ανέβλυσαν ακαριαία, με μια ελάχιστη ανάδευση της μνήμης. Γνώριζα ότι τέτοιες δημόσιες λίστες είναι, συνηθέστατα, μείγμα ναρκισσιστικής πόζας και υπολογισμένης αυτοπεριγραφής. Αλλά ήθελα να μετρηθώ, όσο ήταν δυνατόν, να δω πώς και πόσο ο ήδη χτισμένος δημόσιος εαυτός, η δημόσια εικόνα αποστειρωμένη από τα εν τω βάθει γούστα, φανερώνεται αυθόρμητα και αφτιασίδωτα. Πιέστηκα να καταγράψω χωρίς φίλτρο ό,τι ανέβλυσε πρώτο, ακατέργαστο.

Καθώς κοιτούσα την άλλη μέρα τη λίστα μου, διαπίστωνα ότι όλοι οι συγγραφείς ήταν αναμενόμενοι, και τα βιβλία. Ηταν μέσα στο μπουκέτο των προσωπικών εμμονών, καθώς ως γνωστόν, με την πρόοδο της ηλικίας, οι εμμονές συμπυκνώνονται και σκληραίνουν. Δεύτερη διαπίστωση: τα βιβλία που έρχονται πρώτα στον νου είναι αυτά που διάβασες σε σχετικά νεαρή ηλικία ή στην πρώτη ωριμότητα, και σε σφράγισαν· αυτά που σε εντυπωσίασαν, ακόμη κι αν δεν τα κατανοούσες τότε εν τω βάθει, αυτά που σε διαμόρφωσαν, ακόμη κι αν το αντελήφθης πολύ πολύ αργότερα. Προσέτι, βιβλία που σε γέμισαν χαρά, την άγρια χαρά του οδοιπόρου ερευνητή στον κόσμο του βιβλίου, βιβλία που πρόσφεραν την τόσο ιδιαίτερη απόλαυση της ανάγνωσης, το σέρφινγκ πάνω σε λέξεις, εικόνες, έννοιες, αισθήματα· τη δυσπερίγραπτη αίσθηση αμοιβαιότητας με τον συγγραφέα και την αίσθηση ότι ένα τέτοιο ερεθιστικό έργο θα ήθελες πολύ να το έχεις γράψει εσύ.

Πόσο ποικίλα και διαφορετικά είναι αυτά τα μυητήρια βιβλία τα αλησμόνητα… Πόσο διαφορετικοί οι κόσμοι που σε γοήτευσαν και που υπογείως σε συγκρότησαν. Ο αρχαϊκός παροξυσμός της Σαλαμπό και η μελλοντική δυστοπία του Ούμπικ, η flânerie στην αστική φαντασμαγορία και η πολύσημη σιωπή των ερειπιώνων, ο ερμητικός φιλόσοφος πλάι στον λυρικό και στον ηθογράφο, ο ρομαντικός μαζί με τον μεταφυσικό.

Το πιο σημαντικό: αν η ειλικρινής, η αυθόρμητη καταγραφή στο παιχνίδι «τα δέκα καλύτερά μου» κατορθώσει εντέλει να επιπλεύσει, να μην πνιγεί από τον πανίσχυρο ναρκισσισμό και τη δημόσια αυτοεικόνιση, τότε θα δούμε ότι συμφύρονται το υψηλό και το χαμηλό, το σοβαρό και το ελαφρό, το ποιοτικό και το λαϊκό· τέτοιες διακρίσεις παύουν να ισχύουν στον πράγματι προσωπικό Κανόνα. Ενα μυθιστόρημα διαβασμένο στα δεκατέσσερα, ένα κόμικς ή ένα ποίημα ρουφηγμένα στα είκοσι, έχουν μείνει σαν τατουάζ που δεν σβήνει, ακόμη και αν εν τω μεταξύ άλλαξαν τα γούστα, οι προσδοκίες, η παιδεία, η επίκτητη ικανότητα πρόσληψης, η κρίση, ακόμη κι αν οι ρυτίδες αλλοιώνουν το αρχικό σχήμα του τατουάζ.

Ολα τα μυητήρια βιβλία είναι μέρη ενός πολύτιμου οικοσυστήματος, μαζί με ξεθωριασμένες έγχρωμες φωτογραφίες, σημειωματάρια σχεδόν ακατανόητα, κάτι τυπογραφικά δοκίμια, λείψανα ταξιδιών και διακοπών, στεγνούς στυλογράφους και αναπτήρες· ιδίως όμως δίσκους βινυλίου και κασέτες, για τα οποία ισχύουν όλα όσα είπαμε για τα βιβλία: αυτά κι αν έχουν συγκροτήσει προσωπικές μυθολογίες, εμμονές και τατουάζ… Τα βινύλια στέκουν άφωνα σε κάτω ράφια, μερικές κασέτες ενταφιασμένες στο πατάρι – στο σπίτι δεν υπάρχει πικάπ ή κασετόφωνο. Οι μουσικές τους όμως εξακολουθούν να συγκινούν και να τέρπουν, ενίοτε και να μικροπυρπολούν. Εχει παιχτεί ασφαλώς και το παιχνίδι «Οι δέκα καλύτεροί μου δίσκοι».

Γυρνάς σ’ εκείνα τα βιβλία, στην υλικότητά τους. Θυμάσαι αμυδρά ή ζωηρά, ένα διαλυμένο Βίπερ, έναν φθαρμένο κομψό Γαλαξία στο νησί, ένα κιτς γυαλιστερό εξώφυλλο καμένο από τσιγάρο, μια κομψή μονοτυπία λεκιασμένη από καφέ, ένα γεμάτο ιερογλυφικά γραμμένα με μολύβι στα περιθώρια. Ενα το βρήκες μετά από δεκαετίες στο σπίτι των γονιών όταν πια αυτοί είχαν πεθάνει, άλλο αναδύθηκε στη μετακόμιση κι ύστερα πάλι χάθηκε, λίγα διασώζονται σε τιμητική θέση, τα περισσότερα εξαχνώθηκαν και η ύλη τους κατοικεί έκτοτε μέσα σου.

Η ανασκαφή στην Αμφίπολη και ο δημόσιος θόρυβος που ξεσηκώνει δίνουν την αφορμή για μερικές σκέψεις. Καταρχάς, το αιφνίδιο ενδιαφέρον για την Αμφίπολη αναζωπυρώθηκε μες στον Αύγουστο επειδή διαδόθηκε ότι εκεί βρίσκεται ένας βασιλικός τάφος, από τη δυναστεία των Μακεδόνων βασιλέων, πιθανόν του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή της συζύγου του. Και μόνο το άκουσμα του ονόματος Αλέξανδρος είναι αρκετό για να ερεθίσει την κοινή γνώμη. Είναι το Χρυσό Δισκοπότηρο της αρχαιολογικής και ιστορική έρευνας, αλλά και της λαϊκής φαντασίας. Από τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, του 17ου αιώνα, ώς τον ήρωα του Καραγκιόζη.

Θυμόμαστε πόσος θόρυβος είχε προκληθεί πριν δύο δεκαετίες, το 1992 αν θυμάμαι, όταν η αρχαιολόγος Λιάνα Σουβαλτζή είχε δηλώσει ότι βρήκε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην έρημο Σίουα της Αιγύπτου. Εντέλει δεν εξακριβώθηκε ποτέ ότι ο Αλέξανδρος ετάφη εκεί, πλησίον του Μαντείου του Αμμωνος Διός… Βεβαίως οι Ιντιάνα Τζόουνς ανά την Γη και οι συγγραφείς ιστορικών θρίλερ εξακολουθούν να αναζητούν και να προσκομίζουν τεκμήρια. Η κ. Σουβαλτζή μάλιστα εξέδωσε σχετικό βιβλίο, στον εκδοτικό οίκο του κ. Αδωνη Γεωργιάδη, όπου υποστηρίζει ότι κάποιοι ανθέλληνες συνωμότησαν για να μην ολοκληρωθεί ποτέ η μεγαλύτερη ανακάλυψη στα χρονικά της αρχαιολογίας.
Στην Αμφίπολη η αρχική φήμη ότι βρέθηκε ο τάφος του Αλεξάνδρου διαψεύσθηκε νωρίς. Εμεινε η άλλη φήμη να αιωρείται, περί του τάφου του γιου ή της συζύγου του. Η φήμη τροφοδοτείται και οι προσδοκίες γιγαντώνονται, αφενός με τους υπερενθουσιώδεις χειρισμούς της ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, αφετέρου, με τον μηντιακό πολλαπλσασιασμό.

Οι σοβαροί αρχαιολόγοι ωστόσο είναι συγκρατημένοι. Περιμένουν να δουν το σύνολο των ευρημάτων, τα οποία θα επιτρέψουν καταρχάς την χρονολόγηση του μνημείου και, κατά δεύτερον, θα βοηθήσουν να οριστεί η φύση του μνημείου και η ταύτιση προσώπων και γεγονότων. Για την χρονολόγηση απαιτείται μελέτη στρωματογραφικών τομών, μελέτη του αρχιτεκτονικού ρυθμού και της πλαστικής των γλυπτών, προπάντων μελέτη της κεραμικής που τυχόν θα βρεθεί. Μόνο αξιολογώντας όλα αυτά τα ευρήματα, θα είναι δυνατή η χρονολόγηση του μνημείου. Και μόνο αν χρονολογηθεί και προσδιοριστεί ο χαρακτήρας, θα είναι δυνατόν να σχηματισθεί και μια βάσιμη υπόθεση για τη φύση και τη λειτουργία του μνημείου. Εκτός κι αν σε κάποιο αφανέρωτο θάλαμο, σε κάποια επιγραφή ή αλλο στοιχείο, περιέχεται ατόφια όλη γνώση και η αλήθεια ― κάτι που μένει να βρεθεί.

Ας μη βιαζόμαστε λοιπόν. Κάθε αρχαιολογική ανακάλυψη έχει την αξία της, αλλά συνήθως άλλη από αυτή που της αποδίδει ο δημόσιος θόρυβος. Η γνώση του παρελθόντος δεν βρίσκεται μόνο στα έργα τέχνης, αλλά πολύ περισσότερο στα απομεινάρια του υλικού βίου, της καθημερινής ζωής. Εχει περάσει ένας αιώνας από την ρομαντική άποψη ότι αρχαιολογία είναι η ιστορία της αρχαίας τέχνης, όταν σπουδαίοι, κατά τα άλλα, αρχαιολόγοι κρατούσαν τα κτερίσματα των προϊστορικών τάφων και πετούσαν σε λάκκους τους ανθρώπινους σκελετούς.

Η συλλογική συνείδηση ενός λαού συγκροτείται με την ανάπλαση του παρελθόντος, μια διαδικασία κατά την οποία συμφύρονται μυθικά και ιστορικά στοιχεία, αναδεικνύονται ήρωες και απονέμονται εκ των υστέρων η νίκη και οι στέφανοι, λειτουργούν μηχανισμοί εξιδανίκευσης και υπεραναπλήρωσης. Είναι αναγκαία αυτή η διαδικασία, η μη τυπικά επιστημονική ιστορική, για να αποκτήσουν οι κοινωνίες συνοχή και ταυτότητα. Οχι όμως άμετρα, όχι καθ’ υπερβολήν. Διότι στην υπερβολή ελλοχεύουν όχι μόνο το θεσμικό Kitsch αλλά και το ρεζιλίκι, η διάψευση και η απογοήτευση. Δεν μας έλειψαν δα οι τύμβοι, οι τάφοι, τα μνημεία.

Ακόμη κι αν δεν ήσουν ποτέ φίλος ή ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ, εφόσον έζησες στην τεσσαρακονταετία του, οφείλεις να το λάβεις σοβαρά υπ’ όψιν, σε οποιονδήποτε απολογισμό ή ανάλυση της συγκεκριμένης περιόδου. Μα πολύ σοβαρά. Για να το πούμε πολύ αδρά: μελετώντας την πορεία και τους μετασχηματισμούς του ΠΑΣΟΚ, μελετούμε την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας, σε μια μακρά περίοδο με μοναδικά ιστορικά χαρακτηριστικά και με πρωτοφανέρωτες εκδιπλώσεις του κοινωνικού σχηματισμού.

Το ΠΑΣΟΚ ταυτίζεται με την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, με την περίοδο μετά την Μεταπολίτευση του 1974. Υπό μία έννοια μάλιστα, την περίοδο 1974-81, έως την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε σαν μεταβατική περίοδο, σαν αργή μετάβαση στην καθαυτή μεταπολίτευση που συντελείται με την ονομασθείσα Αλλαγή του ’81.

Η αλλαγή του ’81 σηματοδοτεί την ανάδυση και επικράτηση της πολιτικής έκφρασης των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων, μια κοινωνική κίνηση που είχε ξεκινήσει δυναμικά στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ’60, και η οποία ανεκόπη βιαίως από τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα και την επταετή στρατιωτική δικτατορία. Σε εκείνη την περίοδο, που βαφτίστηκε εύστοχα από τον Στρατή Τσίρκα «χαμένη άνοιξη», μπορούμε να εντοπίσουμε ψυχοκοινωνικά τις πηγές της δυναμικής του ΠΑΣΟΚ, από τον Σεπτέμβρη του 1974 έως την πρωτη διακυβέρνηση του 1981-85.

Ισως ακούγεται υπερβολική η σύνδεση του 1981 με τα προδικτατορικά ’60s, αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις ιστορικές περιόδους αποσπασμένες απ’ ό,τι προηγείται. Τα αιτήματα για απελευθέρωση των δυνατοτήτων και των ευκαιριών, στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, είχαν διατυπωθεί από τότε με οξύτητα, αν όχι και με διαύγεια, από τα λαϊκά στρώματα. Ας μη λησμονούμε ότι στο μεταίχμιο, από το ’50 προς το ’60, παρ’ όλους τους ρυθμούς ανάπτυξης, οι προσφερόμενες οδοί ανέλιξης, προσωπικά και κοινωνικά, ήταν πολύ περιορισμένες: αναγκαστική αστυφιλία, μαζική μετανάστευση, ανισότητα, περιορισμένη πρόσβαση στη μέση και ανώτερη εκπαίδευση, φτώχεια, μαζική ανεργία: το 1961 η ανεργία καταγραφόταν στο 27,6%, όσο και στη σημερινή χρεοκοπημένη Ελλάδα.

Η κορύφωση της πανευρωπαϊκής χρυσής τριακονταετίας αρχίζει να συμβαίνει στην Ελλάδα μέσα στο ’60. Η ανάπτυξη της οικοδομής, η γενίκευση της υποχρεωτικής και δωρεάν παιδείας, το τραγούδι, το σινεμά, η εισαγόμενη ευφορία, όλα καταγράφουν τη διόγκωση των προσδοκιών για ευημερία, τη διαμόρφωση μιας νέας διάνοιας, το φούσκωμα του λαϊκού ποταμιού. Το μωσαϊκό της Ενωσης Κέντρου δεν κατόρθωσε να εκφράσει πλήρως και λυσιτελώς αυτό το πολύμορφο κοινωνικό ρεύμα. Επρεπε να περιμένουμε το ’74 και όλη την περίοδο έως το ’81.

Ο σχηματισμός του ΠΑΣΟΚ, το φθινόπωρο του ’74, μου θύμισε φίλος πολιτικός επιστήμων, εμβριθής μελετητής της μεταπολεμικής ιστορίας, συντελέσθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και με αυτοοργάνωση των μαζών. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, είχαν συγκροτηθεί αυθορμήτως περίπου τετρακόσιες επιτροπές πρωτοβουλίας πανελληνίως. Αυτό δεν είχε προηγούμενο σε περίοδο ειρήνης. Ας το πούμε και διαφορετικά: το κοινωνικό ποτάμι που είχε εκτραπεί το ’60-’70, έψαχνε να βρει την κοίτη του έκτοτε· θα την έβρισκε, ούτως ή άλλως, ακόμη κι αν δεν προσφερόταν η πρόσκληση ΠΑΣΟΚ. Οι κοινωνικές δυνάμεις των Ιουλιανών ’65, των χωριατόπαιδων που κατέκλυζαν τα πανεπιστήμια, των νεομικροαστών που αυτοαναγνωρίζονταν στο διαμέρισμα πολυκατοικίας με λουτρό και ηλεκτρικό ψυγείο, των baby boomers που μεγάλωναν με τους Κένεντι, τον Ωνάση, τους Μπιτλς και το Απόλλων 11 στη Σελήνη, όλο αυτό το πλήθος των αυτοδημιούργητων ανοικοδομητών απαιτούσε χώρο, όλο τον κοινωνικό χώρο, με δημοκρατία, ισότητα, ελευθερία λόγου και σκέψης, πολιτικές ελευθερίες. Τα πήρε. Με παλινωδίες, κόπο, παραμορφώσεις, παρανοήσεις, άθλους και αθλιότητες. Πήρε περίπου είκοσι χρόνια.

Ακόμη κι έτσι πάντως, η νέα πολιτική έκφραση, που γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 από την παλαιά θρεπτική ιλύ του ’60, χρειάστηκε επτά χρόνια, ώς το ’81, για να καταστεί ηγεμονική και να ολοκληρώσει τη μεταπολίτευση. Ο,τι συνέβη μετά την πρώτη, ορμητική και ελπιδοφόρα διακυβέρνηση, με προφανή ορόσημα το 1989 και το 2004, και κατάληξη την πτώχευση του 2010, είναι εν πολλοίς μια πορεία αναδιάταξης των δυνάμεων εξουσίας και αναδιανομής του πλούτου, και μια διαδικασία μετασχηματισμού των πλειοψηφικών μικρομεσαίων, σε επίπεδο συνείδησης, αναπαράστασεων και προσδοκιών. To ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία…

«Προβληματισμός στις τάξεις της αριστεράς για τον Αλέξη, το Άγιο Όρος και τους Ζαπατίστας; Μια λέξη μόνο: Μανταμάδος, 98% ΚΚΕ (κάποτε) και χριστανοί μέχρι το κόκκαλο. Έτσι για το διαλεκτικό υλισμό και την αλητεία της υπερβατικότητας.» Ετσι απάντησε στα σχόλια για την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Αγιο Ορος ο πολιτικός επιστήμων και επιχειρηματίας Γιώργος Παπαναγιώτου ― στο facebook βεβαίως, στον χλοερό λειμώνα του αθεϊσμού και του αντικληρικαλισμού.

Ο αγγλοσπουδασμένος Γ.Π. βεβαίως, εκτός από βρετανικό χιούμορ, διαθέτει ελληνική μνήμη. Και γράμματα γνωρίζει. Μπορεί να θυμάται λόγου χάρη ότι σπουδαίοι ποιητές, που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αντιδραστικοί, συντηρητικοί ή θεούσες, έχουν γράψει αξέχαστες σελίδες που τις διαπερνά μεταφυσικό ή θρησκευτικό ρίγος: Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, Νίκος Καρούζος, Βύρων Λεοντάρης. Και με το παράδειγμα του Μανταμάδου Λέσβου υποδεικνύεται ακριβώς η αναχώνευση των ποικίλων παραδόσεων στο σώμα του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Εικάζω τέτοια θα ήταν, μεταξύ άλλων, η συζήτηση του κ. Τσίπρα με τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, τον ιερομόναχο που συνέπαιρνε με τον εμπνευσμένο λόγο του τους αμφισβητίες φοιτητές στη δεκαετία του ‘80. Θα ωφελούσε πολλούς δοκησίσοφους η συνακρόαση.

Νομίζω ότι αυτό είναι το πολιτιστικό υπόστρωμα της επίσκεψης Τσίπρα στην αθωνική πολιτεία: αναγνωρίζει την πολυστρωματική και πολυδιάστατη παράδοση που αρδεύει τη σύγχρονη ζωή. Η Εκκλησία είναι ουσιώδες συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας, απ’ όποια πλευρά κι αν το δεις, με θετικές και αρνητικές αποτιμήσεις. Αρκεί να δεις και να επικοινωνήσεις με τη ζώσα Εκκλησία, το σώμα πιστών, πάντων ημών των βαπτισθέντων, και όχι να τη συρρικνώσεις στα μέτρα της επίσημης διοικούσας Εκκλησίας. Εκκλησία δεν είναι κάποιοι καμαρωτοί αρχιμανδρίτες και ξιπασμένοι δεσπότες· είναι οι ανώνυμοι πιστοί, οι θερμοί, οι χλιαροί, οι σιωπηλοί, οι ταπεινοί λευίτες, οι απόκληροι. Οπως ακριβώς όταν μιλάμε για Δημοκρατία δεν την ταυτίζουμε κατ’ ανάγκην με την τρέχουσα Κυβέρνηση, αλλά με την κοινωνία των πολιτών, τη ζωή και τους θεσμούς της.

Οι πούροι αριστεροί, οι ευλαβείς του ιστορικού υλισμού, οι αντικληρικαλιστές, οι φονταμενταλιστές φιλελεύθεροι, ας μην ανησυχούν άλλωστε: οι χριστιανοί στην Ελλάδα σήμερα είναι μικρή μειοψηφία, με αναλόγως μικρή πολιτική επιρροή· συμβιώνουν ταπεινά εντός της εκκοσμικευμένης κοινωνίας μας με τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους άπιστους, τους ετερόδοξους. Στα γεύματα της Εκκλησίας προσέρχονται όλοι, ανεξαρτήτως φυλής και πίστεως.

Ας δούμε και το πολιτικό υπόστρωμα της επίσκεψης: ως θεσμικό πρόσωπο, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δυνάμει πρωθυπουργός, αποδέχεται την πρόσκληση της Ιεράς Κοινότητας. Και επισκέπτεται την υπερχιλιόχρονη μοναστική πολιτεία, την αρχαιότερη του χριστιανικού κόσμου, όπως πράττουν αδιαλείπτως κορυφαίοι πολιτικοί απ’ όλο τον κόσμο, πνευματικοί ηγέτες, καλλιτέχνες, διανοούμενοι ― όλοι σαν προσκυνητές μιας συνεχούς χιλιετούς παράδοσης. Πολύ περισσότερο, που είναι Ελληνας, και ως Ελληνας δημοκράτης ηγέτης υποχρεούται να είναι συμπεριληπτικός όλων των Ελλήνων, σεβόμενος τις πεποιθήσεις και τις παραδόσεις όλων.

Δεν είναι υποκρισία λοιπόν, είναι πραγματισμός, άνοιγμα και σεβασμός, εκ μέρους ενός δημοκράτη πολιτικού. Ενα βήμα για να φτάσει η δημοκρατική αριστερά του 21ου αιώνα να πει τα λόγια του Πάπα Φραγκίσκου και στη θέση της Εκκλησίας να εννοεί τον εαυτό της: «Προτιμώ μια Εκκλησία μωλωπισμένη, πληγωμένη, βρώμικη επειδή ήταν έξω στους δρόμους, από μια Εκκλησία που είναι ανθυγιεινή διότι παρέμεινε περιορισμένη και προσκολλημένη στην ιδέα της δικής της ασφάλειας» (Εvangelii Gaudium – Η Χαρά του Ευαγγελίου, Νοέμβριος 2013).

ultima-llamada-v0-2-640x927

Βυθισμένοι σε μια κρίση που στη χώρα μας πλήττει σκληρά το ένα τρίτο του πληθυσμού και απειλεί εν συνόλω τα δύο τρίτα, δυσκολευόμαστε ευλόγως να κατανοήσουμε το εύρος και το βάθος της κρίσης. Οτι δηλαδή δεν πρόκειται μόνον για οικονομική κρίση, για μια φάση ενός κυκλικού φαινομένου, αλλά για κρίση υποδείγματος, για ρήξη πρωτίστως πολιτική και πολιτισμική. Οι Ελληνες δεν υποφέρουν μόνο επειδή έσφαλαν, δεν αδυνατούν να δουν το μέλλον επειδή ως τζίτζικες δεν εφρόντισαν εγκαίρως ― αυτά ισχύουν μόνο εν μέρει και μόνο εντοπισμένα. Το ελληνικό πρόβλημα κατά το βάθος και κατά την πλήρη του έκταση είναι πρόβλημα ευρωπαϊκό, και πρόβλημα οικουμενικό. Είναι το πρόβλημα του 21ου αιώνα: πώς αντιλαμβανόμαστε την ανάπτυξη, τη μεγέθυνση, την αειφορία, την ευημερία, την ισόρροπη διαβίωση μέσα στα όρια του πλανητικού οικοσυστήματος.

Ασφαλώς η ανεργία, η φτώχεια, η ανασφάλεια είναι οι πρώτες προτεραιότητες, για μια κοινωνία που λαχταρά για ανακούφιση του πόνου. Η κρίση όμως δεν θα θεραπευτεί με παλιές συνταγές, χωρίς να δούμε τον πυρήνα των αιτίων, φανερών και λανθανόντων. Η υπέρβαση της κρίσης θα κατορθωθεί με νέα σκέψη, με υπέρβαση της οικονομίστικης ορθοδοξίας και του υστερόβουλου πολιτικού κομφορμισμού, με συναντίληψη του τοπικού και του οικουμενικού, με φαντασία και ενσυναίσθηση. Η κρίση είναι πολύπλευρη: κρίση παραγωγικού μοντέλου, κρίση από την υπεράντληση φυσικών πόρων και τον υπερπληθυσμό, κρίση υπερεπέκτασης και υπερκατανάλωσης, κρίση από την διόγκωση πλαστών αναγκών, κρίση από τα ελλείμματα δημοκρατίας. Ο ντετερμινισμός της διαρκούς επέκτασης συναντά τα όρια του: είναι τα όρια του πλανητικού οικοσυστήματος.

Πώς εντάσσουμε τα δικά μας εθνικά και τοπικά προβλήματα στον ευρύτερο προβληματισμό; Οι Ισπανοί φωτίζουν ένα μονοπάτι σκέψης. Οπως πριν από τρία χρόνια το κίνημα 15M των Indignados από τις ισπανικές πλατείες άνοιξε νέους ορίζοντες προβληματισμού, έτσι και τώρα οι Ισπανοί συντάσσουν ένα μανιφέστο για να σκεφτούμε οικουμενικά και πλανητικά, πολιτισμικά και ολιστικά. Το ονομάζουν «Υστάτη έκκληση» και το υπογράφουν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της Αριστεράς, παλαιάς και νέας, από το ΚΚ έως το Podemos, Καταλανοί και Βάσκοι αυτονομιστές, οικοσοσιαλιστές, το κίνημα για την απομεγέθυνση, προσωπικότητες από όλο το φάσμα των τεχνών και των επιστημών. Βρισκεται, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, και στα ελληνικά, στον ιστότοπο www.ultimallamada.org.

Προφανώς το αίτημα πλέον δεν είναι μια κάποια ανάταξη, μια κάποια θεραπεία της ανεργίας και της φτώχειας· είναι η αποφασιστική στροφή:
«Ο πλανήτης δεν μπορεί να στηρίξει την παραγωγιστική και καταναλωτική κοινωνία. Έχουμε ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα νέο πολιτισμό ικανό να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή σε ένα τεράστιο ανθρώπινο πληθυσμό (σήμερα, σε περισσότερους από 7,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους), που συνεχίζει να αυξάνεται και κατοικεί σε ένα κόσμο με φθίνοντες πόρους. Να γιατί θα είναι απαραίτητο να γίνουν ριζικές αλλαγές στο τρόπο ζωής, στις μορφές της παραγωγής, στο σχεδιασμό των πόλεων και στη χωροταξική οργάνωση: και πάνω από όλα, στις αξίες που διέπουν όλα τα παραπάνω. Χρειαζόμαστε μια κοινωνία που θα έχει για στόχο να επαναφέρει την ισορροπία με τη βιόσφαιρα, και που χρησιμοποιεί την έρευνα, την τεχνολογία, τον πολιτισμό, την οικονομία και την πολιτική για να προχωρήσει προς αυτή τη κατεύθυνση. […]

»Προσοχή: το παράθυρο της ευκαιρίας κλείνει. […] Έχουμε, όμως, το πολύ μία πενταετία για να οργανώσουμε μια πλατιά και σφαιρική συζήτηση για τα όρια της ανάπτυξης, και για να δημιουργήσουμε δημοκρατικά οικολογικές και ενεργειακές εναλλακτικές ικανές να είναι σοβαρές και βιώσιμες. Θα πρέπει να είμαστε ικανοί να συσπειρώσουμε μεγάλες πλειοψηφίες για μιαν αλλαγή οικονομικού, ενεργειακού, κοινωνικού και πολιτισμικού μοντέλου. Πέρα από το ότι πολεμάει τις αδικίες που οφείλονται στην άσκηση της εξουσίας και στη συσσώρευση του πλούτου, μιλάμε για ένα μοντέλο που αναγνωρίζει την πραγματικότητα, κάνει ειρήνη με τη φύση και κάνει δυνατή την ευζωία μέσα στα οικολογικά όρια της Γης.

»Ένας πολιτισμός τελειώνει και πρέπει να οικοδομήσουμε έναν άλλο καινούργιο. Οι συνέπειες του να μην κάνουμε τίποτα —ή να κάνουμε πολύ λίγα— μας οδηγούν κατευθείαν στη κοινωνική, οικονομική και οικολογική κατάρρευση. Αλλά αν αρχίσουμε σήμερα, μπορούμε ακόμα να γίνουμε οι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες μιας αλληλέγγυας και δημοκρατικής κοινωνίας που θα συμβιώνει ειρηνικά με τον πλανήτη.»

Κάτι κινείται στην Ευρώπη. Η κρίση γεννά όχι μόνο θύματα και φόβο, αλλά επιτέλους σκέψη και δράση.

H αύξηση των αφίξεων τουριστών φουντώνει τις προσδοκίες για ανάκαμψη. Φυσικό: σε μια οικονομία που συρρικνώνεται διαρκώς, μια οποιαδήποτε επιτυχία φαντάζει τεράστια. Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική, δεν αντιστοιχεί ακριβώς στους παιάνες.

Ο τουρισμός συμβάλλει στο ΑΕΠ ασφαλώς, αξιοσημείωτα ήδη από τη δεκαετία του ’60, εντούτοις τα οφέλη δεν διαχέονται συμμετρικά σε όλη την επικράτεια και σε όλο τον πληθυσμό. Μακράν πιο ωφελημένοι είναι οι τουριστικοί προορισμοί με φήμη, παράδοση και υποδομές. Ας πούμε, ακόμη και σε σεζόν κάμψης, η Σαντορίνη και η Μύκονος θα έχουν κόσμο. Επίσης η τόνωση της απασχόλησης είναι εν πολλοίς εποχική, ενώ τα τελευταία χρόνια αρκετές τουριστικές επιχειρήσεις στρέφονται σε φτηνά εργατικά χέρια από την αλλοδαπή, κυρίως την Ανατ. Ευρώπη. Εν πάση περιπτώσει τα έμμεσα οφέλη για την εθνική οικονομία είναι σημαντικά αλλά δυσκόλως μετρήσιμα. Αυτό που φαίνεται να μετράει μακροπρόθεσμα είναι μια στρατηγική για την φυσιογνωμία και την ποιότητα του προσφερόμενου προϊόντος, με στόχο όχι τόσο τη μάζα στην περίοδο αιχμής, αλλά την ποιότητα των επισκεπτών και την επιμήκυνση της σεζόν.

Ας λάβουμε, τέλος, υπ’ όψιν ότι ο τουρισμός υπόκειται σε διακυμάνσεις, είναι ευαίσθητος σε εξωγενείς επιδράσεις: η κρίση στην Ευρώπη λ.χ. επηρεάζει τον προϋπολογισμό των Ευρωπαίων, το ανασφαλές περιβάλλον στην Αίγυπτο και την Τουρκία στρέφει τουρίστες προς την Ελλάδα, η κρίση στην Ουκρανία μειώνει το τουριστικό ρεύμα από Ουκρανία και Ρωσία κ.ο.κ.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τη συζήτηση για την Αθήνα ως τουριστικό προορισμό: Πώς θα γίνει ελκυστική, ώστε να μην είναι μόνον σημείο μετεπιβίβασης; Ακούγεται φερ’ ειπείν ότι τα ανοιχτά μαγαζιά τις Κυριακές ωθούν την τουριστική κίνηση. Μα ποιος έρχεται στην Αθήνα για ψώνια; Ούτε καν οι πλούσιοι Ασιάτες. Για ψώνια πάνε στο Μιλάνο ή στο Ντουμπάι.

Η Αθήνα έχει να προσφέρει άλλο προϊόν, μοναδικό: ιστορία, πολιτιστική κληρονομιά, αρχαιότητες. Το Μουσείο Ακροπόλεως μάς δείχνει τι πρέπει να γίνει και δεν το κάνουμε. Τι δεν κάνουμε για να αναδείξουμε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με τη μακράν μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή κλασικών αρχαιοτήτων παγκοσμίως. (Μάλλον, κάνουμε πολλά για να το αφήσουμε στη σκιά του Ακροπόλεως…) Τι δεν κάνουμε για να επεκτείνουμε την ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων, όπως είχε συλληφθεί προ πολλών ετών· αντιθέτως ο Οργανισμός Ενοποίησης καταργήθηκε και ουδείς γνωρίζει τι θα απογίνουν το αρχείο και η πολύτιμη τεχνογνωσία του. Ουδείς γνωρίζει επίσης γιατί αφήνουμε να ρημάζει η περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος, το μοναδικής αρχαιολογικής και συμβολικής αξίας πάρκο στον Κολωνό, το οποίο απειλείται να πλακωθεί από σχεδιαζόμενο mall. Ή πώς αξιοποιείται τουριστικά το Λύκειο του Αριστοτέλη: κενό και έρημο, πλάι στο υπέροχο Βυζαντινό Μουσείο, το επίσης εκτός τουριστικών διαδρομών.

Ας μείνουμε σε αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα, αρχαιολογικά σημεία με συμβολική αξία ανυπέρβλητη και κυρίως οικουμενική. Πλην της Ακροπόλεως, έχουν μείνει χωρίς φροντίδα και υποστηρικτικό πλαίσιο· μερικά μάλιστα ρημάζουν. Αυτα είναι τα «ψώνια» που έχουμε να προσφέρουμε στους τουρίστες.

Για να γίνει η Αθήνα τουριστικός προορισμός σαν τη Ρώμη ή τη Βενετία, δεν χρειάζεται να ανοίγουν τα μαγαζιά τις Κυριακές στο Πικέρμι. Επείγει να λειτουργήσει λυσιτελώς και καλαίσθητα η μοναδική της προίκα πολιτισμού. Στη Βενετία τα εστιατόρια δεν σερβίρουν μετά τις εννέα το βράδυ, κι όμως συρρέουν περισσότεροι τουρίστες απ’ όλη την Ελλάδα. Γιατί; Η Γαληνοτάτη πουλάει Σαν Μάρκο, Ακαντέμια, Γκραν Κανάλ, παλάτσα, ιστορία. Παρεμπιπτόντως πουλάει Prada και Gucci ― αλλά όχι γιατί μένουν ανοιχτά τις Κυριακές…

katagatsi

Θέλω να φύγω από αυτή τη μαύρη τρύπα… Εννοούσε την Ελλάδα. Εξήγησε: όχι τη γλώσσα, τον πολιτισμό, το περιβάλλον· δεν θέλω να έχω σχέση με το ελληνικό κράτος, προτιμώ να γίνει μια πολιτεία της Ευρώπης, της Γερμανίας, οτιδήποτε, αρκεί να μην κυβερνούν την Ελλάδα Ελληνες.

Μορφωμένος άνθρωπος, έχει καλή δουλειά και εισόδημα. Εχει ένα σκεπτικό, αλλά η κατάληξή του είναι σκοτεινή, μηδενιστική, σαν να ακούς λόγια ενός μακροχρόνιου άνεργου, ενός απελπισμένου νεοπληβείου. Και καλά, να κατανοήσουμε τη μαυρίλα του χτυπημένου απ’ την κρίση, αλλά δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε τον μηδενισμό του σωσμένου. Σε πρώτη ανάγνωση.

Σε δεύτερη ανάγνωση, διακρίνουμε ότι ακόμη και οι σωσμένοι, οι διασωθέντες της κρίσης, έχουν χάσει κι αυτοί την πίστη τους, το φρόνημα, την αίσθηση ότι μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον. Αυτή η απώλεια τούς οδηγεί σε καθολική απόρριψη του υπάρχοντος κοινωνικού και κρατικού σχηματισμού, εφόσον σε αυτόν εντοπίζουν την αιτία της δυσφορίας τους, την πηγή του φόβου.

Ας μη σπεύσουμε να πούμε ότι ο άνθρωπός μας κάνει αναγωγές και απλουστεύσεις. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι σε κάθε πεδίο, κάθε χαραμάδα της κοινωνίας απλώνεται γενικευμένη δυσφορία, πικρή απόρριψη, απόσυρση, απόσυρση όχι μόνο από το ερειπωμένο κοινό παρόν, αλλά και από την διεκδίκηση του μέλλοντος. Παρατηρείται μια αναδίπλωση στον ατομικό πυρήνα, μια επιχείρηση ατομικής διάσωσης γεμάτη πίκρα: Θα στείλω τα παιδιά μου έξω. Με μνησικακία για την Ελλάδα που τον πρόδωσε, για το ανίκανο, διεφθαρμένο κράτος, για την πατρίδα που διέψευσε τις προσδοκίες του. Τόση πίκρα, τόση ματαίωση, που οδηγεί στον σολιψισμό: ο άνθρωπός μας απορρίπτει την υλική πραγματικότητα, την υπάρχουσα Ελλάδα, και κρατάει μόνο τον εαυτό του και τις ιδεατές αναπαραστάσεις του της Ελλάδας, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ποίηση.

Ας μη σπεύσουμε να εξετάσουμε πώς ο άνθρωπός μας εξαιρεί τον ευατό του από όλη την προτέρα και την υπάρχουσα Ελλάδα. Εδώ, μάς ενδιαφέρει η παρούσα αντίδρασή του: αυτή η συμπαγής πικρία που εκτοξεύει, η καθολική απόρριψη του ένυλου, η απόδραση στην απολύτως υποκειμενική συνείδηση, και η λυσσώδης διάσωση του εγώ. Είναι ένας ορισμένος τύπος αντίδρασης των ανθρώπων της Μεγάλης Υφεσης, πολύ συγκεκριμένος, εκφραζόμενος υπό διάφορες εντάσεις και μορφές.

Μια άλλη αντίδραση είναι η νοσταλγία. Σε πρόσφατες συζητήσεις, διαπίστωσα ότι οι οποιεσδήποτε αναφορές στο καλοκαίρι, στον υπαίθριο βίο, στη θάλασσα, στην επαφή με τη φύση, στο έθος του μεσογειακού θέρους, στις οικείες εκδηλώσεις ψυχαγωγίας, προξενούν κύματα νοσταλγίας, ως εάν το καρπούζι με φέτα να ανήκει οριστικά στο προ κρίσης παρελθόν, στον απολεσθέντα παράδεισο.

Κι εδώ προσοχή: να ξεχωρίσουμε τη στερεοτυπική νοσταλγία του «παλιά όλα ήταν καλύτερα», από τη νοσταλγία του έμφοβου, του ραγισμένου ανθρώπου της Μεγάλης Υφεσης, ο οποίος νιώθει τη ζωή του να χωρίζεται στα δύο, στο πριν και το μετά. Η νοσταλγία του μεσήλικα για τα αγλαϊσμένα χρόνια της εφηβείας και της νιότης είναι θεμιτή και ευεξήγητη, απολύτως αναμενόμενη. Είναι διαφορετικό όμως τούτο το άλγος του αποχαιρετισμού: ο άνθρωπος της κρίσης αισθάνεται ότι στερείται ακόμη και τη δυνατότητα να επαναλάβει τις τελετές του πρότερου βίου. Πρόκειται, ούτως ειπείν, για το άλγος του μέλλοντος, ο χρόνος που έρχεται σκοτεινός τού γεννάει υπαρξιακή αγωνία, angst.

Σε μια τέτοια συζήτηση περί μεσογειακού καλοκαιριού, ελάχιστοι πια το σκέφτονται αφαιρετικά με βάση τις εμπειρίες τους ή με τους αισθητικούς-υπαρξιακούς όρους του Ελύτη, του Λακαριέρ ή ακόμη και με τον θείο Ιούλιο του Καβάφη. Δεν εμβολιάζουν το παρόν καλοκαίρι με αυτό το βλέμμα, με αυτή τη διάθεση. Οι περισσότεροι το εκλαμβάνουν αυτόχρημα σαν παλιό, λήξαν, χαμένο. Και συνεκδοχικά στομώνουν οι αισθήσεις. Στομώνει η δυνατότητα να συνεχιστεί η ζωή υπεράνω του ρήγματος· μπαίνει κι εδώ ο χωρισμός σε πριν και μετά, την κρίση. Οπως το διατύπωσε προσφυώς μια συνομιλήτρια: Μετά το μπάνιο στη θάλασσα, καθίσαμε όλοι μαζί να φάμε όπως παλιά, όπως πάντα· αλλά ξέραμε όλοι ότι δεν ήταν ίδιο· μας πήρανε το καλοκαίρι.

Μα ποιος μπορεί να σου πάρει το καλοκαίρι, το τρέμισμα της κάψας, το τρέμολο του τζίτζικα, του τριζονιού, τη δίψα του; Το καλοκαίρι σου το παίρνει η ενδοβολή της κρίσης, η αυτοδηλητηρίαση, η απόσυρση από τη μάχη και τη δόξα της ζωής.

ζωγραφική: Νίκη Καραγάτση, Το καραβάκι για την Αίγινα

H εν εξελίξει ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, η κρισιμότερη ίσως όλης της πρόσφατης περιόδου, θέτει, εκτός των άλλων, ένα ερώτημα: Ποιος ωφελείται εντέλει από την ιδιωτικοποίηση των πάντων; Η συνήθης απάντηση είναι: ο καταναλωτής. Αλλά δυστυχώς αυτό μένει να αποδειχθεί· η διεθνής εμπειρία από ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικών βιομηχανιών και υπηρεσιών δεν είναι τόσο πλούσια ως προς την πτώση των τιμών, τη βελτίωση των υπηρεσιών ή τη βελτίωση των επενδύσεων.

Μπορούμε να βρούμε πολλά ζεύγη επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων, αλλά το ουσιώδες στην παρούσα περίπτωση δεν είναι να διαπράξουμε ένα ακόμη άγονο ντιμπέιτ επί των ερειπίων της χώρας. Δύο είναι τα ουσιώδη: Πρώτον, να κατανοήσουμε σε βάθος την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και του κράτους, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες τους. Ακόμη κι αν δεν συμφωνούμε στους τρόπους υπέρβασης της κρίσης, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η κατάσταση είναι τραγική.

Τούτου δοθέντος, πρέπει, δεύτερον, να υπερβούμε τις ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και την ορθοδοξία της μίας και μόνης εναλλακτικής, προκειμένου να βρούμε τις πιο πρόσφορες λύσεις, τις πιο αποτελεσματικές, τις ιστορικά δοκιμασμένες, έστω και σε μη τυπικά όμοιες συγκυρίες.

Αν λοιπόν δεχθούμε ότι όλοι οι βασικοί δείκτες της χώρας είναι δυσμενέστεροι από τους ανάλογους δείκτες των ΗΠΑ τον καιρό της Μεγάλης Υφεσης, τότε φρόνιμο θα ήταν να εξετάσουμε πώς την αντιμετώπισαν οι Αμερικανοί. Μια απλή αναδρομή στην ιστορία του New Deal του Ρούσβελτ πείθει και τον πιο αδαή ότι κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής ήταν η τόλμη, η φαντασία, η πρωτοφανής παρέμβαση του κράτους. Το κράτος λειτούργησε ως μηχανισμός έσχατης καταφυγής για την κυκλοφορία χρήματος, και ως εργοδότης έσχατης καταφυγής, δημιουργώντας μαζικά θέσεις απασχόλησης. Οι ιστορικοί λένε ότι η πολιτική Ρούσβελτ επεξέτεινε δραματικά τον ρόλο του κράτους, δίνοντας του όχι μόνο τον ρόλο του υπέρτατου ρυθμιστή, αλλά συμβάλλοντας και σε μια άνευ προηγούμενου τόνωση του πατριωτικού αισθήματος και του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Η αμερικανική δημοκρατία έδειξε εν τοις πράγμασι ότι φρόντιζε τα τέκνα της.

Ο πόνος της Μεγάλης Υφεσης είναι ίδιος στην Ελλάδα του 2010-2014. Εντούτοις υπάρχουν και δομικές διαφορές: το ελληνικό κράτος, για ενδογενή μα κυρίως για εξωγενή αίτια, δεν μπορεί να κινηθεί με τους ίδιους βαθμούς ελευθερίας. Η Ελλάδα ανήκει σε μια ένωση κρατών, οικονομική και πολιτική. Εχει εκχωρήσει οικειοθελώς μεγάλο μέρος της εθνικής κυριαρχίας της: δεν έχει νόμισμα, δεν μπορεί να ασκήσει ανεξέλεγκτη δημοσιονομική πολιτική, τώρα πλέον δεν μπορεί καν να καταρτίσει προϋπολογισμό χωρίς την προτέρα έγκριση των εταίρων δανειστών. Τελεί υπό επιτήρηση.

Η σοβαρότερη διαφορά όμως είναι ότι έχουν αλλάξει οι κυρίαρχες ιδέες. Η τρέχουσα ορθοδοξία στη Γηραιά Ηπειρο, η οποία τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια από την ευρωπαϊκή ηγεσία, δεν μοιάζει σε τίποτε με τις εφαρμοσθείσες ιδέες του New Deal, ούτε καν με τις πρακτικές που ακολούθησαν άλλες χώρες σε κρίση ή σε χρεοκοπία, κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, λ.χ. στη ΝΑ Ασία, στη Σκανδιναβία, στο Μεξικό και αλλού. Η ανελαστική δομή, οι άκαμπτες παραδοχές και κυρίως η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν επιτρέπουν καμία περέκκλιση από τον Μωσαϊκό Νόμο όπως σμιλεύθηκε στο Μάαστριχτ, στη Λισαβώνα και στο Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Η διαρκής, οδυνηρή και εντέλει καταστροφικά υφεσιογόνος λιτότητα, ως μέσον θεραπείας των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης, είναι μία απόρροια αυτής της πολιτικής ακαμψίας.

Η απομείωση του κράτους έως εσχάτης ταπεινώσεως είναι μία άλλη ιδεοληψία ― εφαρμοζόμενη πάντως επιλεκτικά, κυρίως στις πιο αδύναμες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η κρατική ισχύς λ.χ. στη Γερμανία δεν περιορίζεται, απεναντίας: οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης υπερισχύουν έναντι του ευρωπαϊκού δικαίου, στο οποίο συμμορφώνονται όλοι οι άλλοι. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έσπευσε μάλιστα πρόσφατα να θεσπίσει κατώτατο μισθό σε όλη την επικράτεια ― τελευταία από τις μεγάλες χώρες.

Ας επιστρέψουμε. Η Ελλάδα κείτεται ξέπνοη οικονομικά· η κοινωνία μετασχηματίζεται, φτωχοποιείται. Πώς θα τεθεί σε φάση ανάταξης; Με ποια εργαλεία; Της λείπει ένα βασικό, το νόμισμα. Πέραν αυτού, μπορεί το κράτος να παίξει ρόλο εργοδότη έσχατης καταφυγής, ώστε να αναταχθεί γρήγορα η ανθρωποβόρος ανεργία; Φυσικά μπορεί, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση, εντός και εκτός· από την εθνική κυβέρνηση και από τους υπερεθνικούς επιτηρητές. Σε περίπτωση συμφωνίας για ανάληψη τέτοιου έργου, η εθνική οικονομία θα χρειαστεί έναν κορμό παραγωγικών δραστηριότητων και κάποια βασικά εργαλεία: ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις με κρατική συμμετοχή, μια επενδυτική τράπεζα, νεοπαγή παραγωγικά σχήματα σε σύμπραξη με ιδιώτες επενδυτές, πειστικά παραγωγικά σχέδια που θα προσελκύουν ευρωπαϊκά θεσμικά κεφάλαια και θα μοχλεύουν ακόμη περισότερα.

Κανείς ιδιώτης επενδυτής δεν μπορεί να προκαλέσει το αναγκαίο σοκ επανεκκίνησης στην Ελλάδα της ανεργίας του 28%, μάς έλεγε πρόσφατα έμπειρο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Υπολογίζεται ότι για να δημιουργηθούν 100.000 θέσεις εργασίας, απαιτούνται επενδυμένα κεφάλαια περίπου 7 δισ. ευρώ, μάλιστα μακροπρόθεσμα επενδυμένα κεφάλαια, όχι τα νομαδικά των hedge funds που πετάνε σε μερικούς μήνες, μόλις αποκομίσουν την απόδοση-στόχο. Πόσα χρήματα απαιτούνται για να αποκατασταθούν οι ένα εκατομμύριο άνεργοι της κρίσης; Περίπου 70 δισ. ευρώ.

Ποιοι ιδιώτες θα επενδύσουν μακροπρόθεσμα αυτά τα κεφάλαια, για να ανακουφιστεί άμεσα ο πληθυσμός; Για να μη χαθούν οριστικά 15 χρόνια και μια γενιά, όπως είχε προφητέψει το 2010 ο Τομάζο Πάντοα Σιόπα, για να μη χαθούν 25 χρόνια όπως υπολόγισε πρόσφατα η οργάνωση Endeavour. Μόνο το κράτος μπορεί να αναλάβει τέτοιας κλίμακας πρωτοβουλία. Αυτό έχει δείξει η ιστορική εμπειρία: την εγγύηση της ισότητας και της αξιοπρέπειας των πολιτών δεν θα την αναλάβει η αόρατος χειρ της αγοράς.

Η πώληση της τεμαχισμένης ΔΕΗ, με την οποία διαφωνούσε σφοδρά ο Αντώνης Σαμαράς το 2011, αφαιρεί εργαλεία από το κράτος για την ανάταξη της οικονομίας και την ανακούφιση των πολιτών. Καλή κυβέρνηση είναι αυτή που εξυγιαίνει το κράτος για να λειτουργεί εύρυθμα και αποτελεσματικά, για να συμβάλλει στην παραγωγή πλούτου, όχι η κυβέρνηση που ταπεινώνει το κράτος και πουλάει την περιουσία του. Κάθε ιδιωτικοποίηση, κάθε πράξη απορρύθμισης, θα κριθεί από την κατάσταση της ανεργίας και της φτώχειας τα επόμενα χρόνια ― ελπίζουμε να μην είναι δεκαπέντε ή είκοσι πέντε.

Ακουγα προσεκτικά δύο επιφανείς ξένους πολιτικούς και οικονομολόγους, έναν Ισπανό και έναν Τούρκο να εξηγούν γιατί η αντιμετώπιση της κρίσης στον Ευρωπαϊκό Νότο δια της εντεινόμενης λιτότητας δεν οδηγεί πουθενά· ανατροφοδοτεί το πρόβλημα, βυθίζει περαιτέρω τις οικονομίες στην ύφεση, καταστρέφει κοινωνίες.

Ο Ζοσέπ Μπορέλ έχει χρηματίσει πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου· ο Κεμάλ Ντερβίς ήταν υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας την εποχή της μεγάλης κρίσης της, το 2001, ο άνθρωπος που την οδήγησε σε ανάκαμψη σε λιγότερο από δύο χρόνια. Ακουγα να αναλύουν τη μακροδομή της ευρωζώνης, εύληπτα και ευθύβολα, και άκουγα επίσης τις σκέψεις τους για την Ελλάδα, διατυπωμένες χωρίς διάθεση πατρωνίας, με φιλική διάθεση. Μην τα περιμένετε όλα από τον τουρισμό, είπε ο Ντερβίς· στραφείτε προς την οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας, μπορείτε. Είπε κι άλλο ένα ενδιαφέρον: η κρίση δεν μπορεί να αποδίδεται σε εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά, σε γονίδια, ότι οι Ελληνες δεν εργάζονται αρκετά, γι’ αυτό επτώχευσαν· κανείς δεν έχει πει κάτι ανάλογο για τους Αμερικανούς του Great Depression.

Παρόμοια ήταν τα συμπεράσματα των δύο Ελλήνων οικονομολόγων, των Θ. Πελαγίδη – Μ. Μητσόπουλου, το βιβλίο των οποίων συμπαρουσίαζαν οι δύο ξένοι: στην Ελλάδα υπάρχει πλούσιο δυναμικό επιστημόνων και ερευνητικών ιδρυμάτων, το οποίο όμως μένει αναξιοποίητο. Μία βασική αιτία: Η δαπάνη για επιχειρηματική έρευνα στην Ελλάδα είναι λιγότερη από το 1/5 του μέσου όρου στην ευρωζώνη. Προεκτείνω: Η ελληνική οικονομία, καθοδηγημένη επί ένα τέταρτο του αιώνος από τους ίδιους εγκεφάλους, απέφυγε να επενδύσει στην έρευνα, στην καινοτομία, στην παραγωγή· στράφηκε στην πιστωτική επέκταση, επιδόθηκε στον παρασιτισμό επί του κράτους, προμοδοτήθηκε η κατανάλωση.

Η πολιτική ηγεσία, αφοσιωμένη στο συμβόλαιο αμοιβαίας εξαχρείωσης με τους εκλογείς της, δεν εφρόντισε ούτε καν για ένα δίχτυ προστασίας των αδυνάτων. Την κρίσιμη στιγμή του ατυχήματος δεν διέθετε ούτε την ικανότητα ούτε τη βούληση να προτείνει ένα εθνικό σχέδιο σωτηρίας. Αντ’ αυτού, παραδόθηκε ολόψυχα στην καλοσύνη των ξένων και ταυτοχρόνως επιδόθηκε σε ενοχοποίηση του ελληνικού λαού, αμιλλώμενη τις λαϊκές φυλάδες της Γερμανίας: κράτος διεφθαρμένων, μαζί τα φάγαμε, λαός λαϊκιστών, κόμμα της δραχμής. Τούτη η φρικτή διαδικασία αυτολοιδορίας μου ήρθε πάλι στον νου, όταν άκουσα την σύγκριση του Κεμάλ Ντερβίς μεταξύ του ελληνικού και του αμερικανικού Great Depression. Πράγματι κανείς δεν απέδωσε το Κραχ και την Μεγάλη Υφεση στα τεμπέλικα γονίδια του αμερικανικού λαού· πολύ περισσότερο, ούτε ο Xούβερ ούτε ο Ρούζβελτ κατηγόρησαν το λαό τους για διαφθορά και σπατάλη.

Ισως δεν έχει νόημα πια να ανατρέχουμε κάθε τόσο στις απαρχές της κρίσης· προέχει να δούμε τι κάνουμε τώρα. Αλλά και έχει νοήμα. Διότι πρέπει να κατανοήσουμε την πολιτική παθογένεια, που οδήγησε σε ηγεσίες κατώτερες των περιστάσεων και σε εξασθένηση της δημοκρατίας, αφενός. Αφετέρου, πρέπει να αναλύσουμε και να βρούμε τρόπους να ξεπεράσουμε την παθητική ανάθεση, που χαρακτήρισε την πολιτική συμπεριφορά της λαϊκής πλειονότητας προ κρίσης· ώστε εν συνεχεία να ξεπεράσουμε το σοκ του δέους, την ενοχοποίηση, την αυτοϋποτίμηση και τον πάνδημο φόβο, που εγκαταστάθηκαν κατά την κρίση. Η ηττοπάθεια, ο κατακερματισμός, η έλλειψη φρονήματος, είναι τα δεινότερα πλήγματα της κρίσης πάνω στο κοινωνικό σώμα· αυτά το τυφλώνουν και το εμποδίζουν να ανασυγκροτηθεί διανοητικά και ψυχικά, ώστε να συγκροτηθεί και πολιτικά, να προβάλει την ενεργό του βούληση.

Ασφαλώς, η ανασυγκρότηση δεν είναι αποκλειστικά εσωτερική, εθνική υπόθεση. Η χώρα υπόκειται σε πολλές και ποικίλες δεσμεύσεις· η εθνική κυριαρχία ήταν συμπεφωνημένα περιορισμένη και προ Μνημονίου. Η ανάκαμψή μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανάκαμψη της ευρωζώνης, δηλαδή από την αλλαγή πολιτικής πορείας του υπερεθνικού συνόλου στο οποίο ανήκουμε. Ωστόσο οι δυνατότητες επηρεασμού της υπερεθνικής πορείας εκ μέρους μας είναι περιορισμένες. Εκεί που μπορούμε να εξαντλήσουμε τις δυνατότητες είναι στο εθνικό πεδίο, και εκείθεν θα επηρεάσουμε και το υπερεθνικό: να ανασυγκροτήσουμε το δημοκρατικό κράτος, να αναβαθμίσουμε τους πληγωμένους θεσμούς, να εφαρμόσουμε ένα πραγματιστικό και ριζοσπαστικό σχέδιο για την οικονομία, τη γνώση, την παιδεία, τον πολιτισμό. Ολα τούτα προϋποθέτουν ανάκτηση φρονήματος, πίστη, ευθύνη, ομόνοια, αλλά και ανάκτηση της αίσθησης δικαιοσύνης, ισονομίας, ισοπολιτείας.

Για την παρ’ ημίν Μεγάλη Υφεση δεν φταίνε οι ξένοι, οι ψεκασμοί, οι σοφοί της Σιών, οι συναστρίες, ο Αγαθάγγελος. Πάντως σίγουρα δεν φταίνε και τα νότια γονίδια.

Η ελληνική κρίση είναι πολιτική, λέγαμε προ ετών. Κατόπιν, προσθέσαμε: η κοινωνία μετασχηματίζεται βαθιά και βίαια, εξαιτίας της κρίσης και με μοχλό την κρίση. Σήμερα, στην ανήσυχη, δυσοίωνη ακινησία μπορούμε να δούμε δια γυμνού οφθαλμού την κρίση σαν κλειστό βρόγχο, σαν αυτοτροφοδοτούμενη λούπα.

Στο πολιτικό πεδίο, η κρίση έχει ταπεινώσει τους διαχειριστές της, όσον αφορά την εκλογική τους νομιμοποίηση, και έχει αναδείξει νέες πολιτικές δυνάμεις. Ο μεγάλος ασθενής είναι προφανώς το Κέντρο, ό,τι κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται Κεντροαριστερά, αλλά και ο συντηρητικός χώρος, η Κεντροδεξιά ή Δεξιά. Στην κρίσιμη στιγμή, το Κέντρο δεν κατόρθωσε να υπερασπιστεί το παραδοσιακό εκλογικό του κοινό· πρόσδωσε τις προσδοκίες του, θεμιτές ή αθέμιτες, έσπασε το υπόρρητο συμβόλαιο. Ο εκλογικός καταποντισμός του και ο ηθικός ξεπεσμός του ήταν αναμενόμενα.

Το ίδιο παθαίνει τώρα και η δεξιά παράταξη, διαχειριζόμενη την κρίση με τρόπο που πλήττει καίρια τους εκλογείς της. Ουσιαστικά, τα δύο μεγάλα κόμματα, που συγκέντρωναν έως και 86% του εκλογικού σώματος, εφάρμοσαν δια του μνημονίου έναν βίαιο μετασχηματισμό της κοινωνίας, πλήττοντας κυρίως τα ποικίλα μεσοστρώματα, τον βασικό αιμοδότη τους. Στις ευρωεκλογές 2014 και τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα συγκέντρωσαν 31%. Στις παρελθούσες εθνικές εκλογές είχαν συγκεντρώσει: 42% το 2012, 77% το 2009, 86% το 2004.

Για να υπάρχει λειτουργούσα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, χρειάζονται ορισμένως υγιείς πολιτικές εκφράσεις όλου του πολιτικού φάσματος. Προς το παρόν, ας δούμε τον τελευταίο οργανισμό που δεν έχει πληγεί από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει εκ σκεδάσεως την λαϊκή εντολή, μετά επιφυλάξεων, να ανασχέσει την πτώση και να εφαρμόσει ένα υλοποιήσιμο σχέδιο εθνικής σωτηρίας, ήτοι σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης.

Η αμφίπλευρη διεύρυνση που εξαγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, και δεδομένης της θρηκόληπτης άρνησης του ΚΚΕ για οποιαδήποτε συνεργασία, κατ’ ουσίαν είναι απόπειρα κατάληψης του κεντρώου χώρου, που αφήνει κενό το διαλυμένο ΠΑΣΟΚ. Αυτό με πολιτικούς όρους.

Με κοινωνικούς όρους, η περαιτέρω διεύρυνση απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει λυσιτελώς τις ανάγκες και τις προσδοκίες ευρύτατων στρωμάτων· να γίνει το συνέχον και συμπεριλαμβάνον πολιτικό υποκείμενο για ποικίλα, απογοητευμένα, θραυσμένα και έμφοβα κοινωνικά υποκείμενα. Πρόκειται για εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό διανοητικά και ψυχικά, αν συνυπολογισθεί η τελεσθείσα φθορά του δημοκρατικού κράτους και των θεσμών, η ιδεολογική αμηχανία της Αριστεράς διεθνώς μετά το ρήγμα του 1989, και το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη.

Το ερώτημα είναι με ποιους όρους θα διευρυνθεί: με συμμαχίες πολιτικής κορυφής ή με εξάπλωση ριζών στη βάση; Το πρώτο είναι εύκολο και θεαματικό· το δεύτερο είναι δύσκολο και απαιτητικό. To συμβολικό φορτίο των προβεβλημένων προσώπων είναι χρήσιμο, εντούτοις είναι πεπερασμένης αξίας. Όθεν, πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο οι προβεβλημένοι επώνυμοι, αλλά πρωτίστως οι άνθρωποι με «όνομα» και ηθικό βάρος στην κοινότητα, στο μικροπεδίο, στα σπλάχνα της κοινωνίας. Η ιστορική πρόκληση είναι η κατασκευή ενός ρωμαλέου πολιτικού υποκειμένου, ικανού να αντέξει το βάρος ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης και ικανού επίσης να εμπνεύσει στην κοινωνία των πολιτών πίστη για το εθνικό σχέδιο και ένα νέο ήθος στη δημόσια σφαίρα.

Εφόσον η διεύρυνση επιχειρηθεί μόνο με μετεγγραφές στελεχών του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, το όλο εγχείρημα κινδυνεύει να γίνει συνάθροιση δημογερόντων και ανακύκλωση οιονεί τεχνοκρατών του Ancien Régime· και το πολιτικό υποκείμενο να καταλήξει μια ασπόνδυλη συνομοσπονδία ομάδων και οπλαρχηγών, ο καθείς με τη δική του ατζέντα, την ιδιοτέλεια, το χαβά του. Την τέτοια αποτύπωση του κοινωνικού στο πολιτικό, τις διαμεσολαβήσεις και τις στρεβλώσεις του κρατικοκομματικού απαράτ ―ας πούμε τις κυβερνώσες φυλές των αυλικών, των golden boys, των ΔΕΚΟ και των προστατευμένων θυλάκων― τα είδαμε εν δράσει τις δεκαετίες της αμέριμνης ισχυράς Ελλάδος, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.

almada-negreiros-fernando-pessoa

Λατρεύω τα καφενεία και τα μπαρ που έχουν ιστορία, χαρακτήρα. Απεχθάνομαι τις καφετέριες και τα κλαμπ, τους ανώνυμους χώρους συνάθροισης μάζας.

Τα πρώτα προσελκύουν πρόσωπα και παρέες, καλλιεργούν έναν ορισμένο συγχρωτισμό, προάγουν την επικοινωνία μεταξύ τραπεζιών και διαφορισμένων κύκλων, διαμορφώνουν ένα ήθος συνύπαρξης και τριβής. Φέρουν επίσης μια διακριτή αισθητική, ένα ύφος, έναν αέρα, που δεν περιορίζεται στο γούστο του διακοσμητή και στα έπιπλα, αλλά πηγαίνει πιο μακριά και πιο βαθιά, στην σταθερή ποιότητα των προσφερομένων και στο σέρβις, διακριτικό και οικείο ταυτοχρόνως.

Πάνω απ’ όλα όμως την ατμόσφαιρα ορίζουν οι κυκλοφορούντες άνθρωποι, δηλαδή οι θαμώνες και οι μαγαζάτορες. Τέτοια καφενεία και μπαρ αποτελούν δημόσιους χώρους με παιδευτική λειτουργία πολλαπλή: πολιτική, κοινωνική, αισθητική, πνευματική. Και είναι τοπόσημα: κάθε πόλη διαθέτει τα δικά της, λίγα και χρονοανθεκτικά. Κύριος εχθρός τους είναι ο τουρισμός, αλλά ακόμη και τέτοιες επελάσεις τις αντέχουν συνήθως και προχωρούν στον χρόνο. Τέτοια ιστορικά καφενεία-μπαρ βρίσκεις ακμαία στις ευρωπαϊκές πόλεις: ανεξάρτητα, σαν ζαχαροπλαστεία, μέσα σε ξενοδοχεία,: στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα, τη Ζυρίχη. Το Παρίσι είναι ένας καφενειακός κόσμος μόνος του, πλήρης. Αλλά κυρίως σκέφτομαι τα μυθικά καφέ του μεσογειακού κόσμου, νευρικά ή αργόσυρτα, ποιητικά, στοχαστικά, αισθαντικά, αρχαία: στο Μιλάνο, τη Νάπολη, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, την Πάντοβα, τη Βενετία, το Παλέρμο, τη Λισσαβώνα, τη Βαρκελώνη, τη Μαδρίτη, το Κάιρο… Βρίσκεις και στην Ελλάδα.

Στους αντίποδες, οι καφετέριες. Πρώτα, οι ποικιλώνυμες αλυσίδες καφέ, που μιμούνται τα Starbucks: ανώνυμα, άχρωμα, επιθετικού μάρκετινγκ, πληθωριστικά, με καφέ και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και χαμηλής ποιότητας, take away ως επί το πλείστον. Σε αυτά τα μαγαζιά, ο καφές παύει βιαίως να είναι τελετή απόλαυσης και συνάντησης· γίνεται είδος ταχείας κατανάλωσης, και το μαγαζί γίνεται σταθμός ανεφοδιασμού καφεΐνης. Είναι η εκδοχή φαστ, για ανθρώπους που τρέχουν πίσω απ’ τη ζωή με ένα χάρτινο κύπελλο στο χέρι.

Στη χώρα μας ευδοκιμούν και οι τεράστιες καφετέριες, οι αδηφάγες που καταλαμβάνουν πεζόδρομους, πλατείες και πεζοδρόμια και τα μετατρέπουν σε θάλασσες τραπεζοκαθισμάτων. Γιγάντιες, αδρανείς, μαζικές, ομογενοποιητικές των προσώπων, ισοπεδωτικές των παρεών, καταπίνουν και πέπτουν τους θαμώνες. Στα νότια παράλια της Αττικής, στη Θεσσαλονίκη, στον αστικό ιστό και στα παράλια μέτωπα, σε κάθε ελεύθερο χώρο θερέτρων και κωμοπόλεων, τα τραπεζοκαθίσματα, οι τέντες και οι ομπρέλες, οι μουσικές, ορίζουν ένα οικοσύστημα ραθυμίας και ακινησίας, μαζικότητας. Υποδέχονται πρόσφυγες αναλόγως ακίνητους, στάσιμους, παθητικούς, χωρίς συνομιλίες και ανταλλαγές, χωρίς ιστορική μνήμη. Ανοίγουν, κλείνουν, χρεοκοπούν, ξεπλένουν χρήμα, φτιάχνουν φωλιές για τον κόσμο των χασομέρηδων, αλλά και της νύχτας και των συναλλαγών της.

Η αισθητική τους προκύπτει από την μόδα που λατρεύει ο εκάστοτε διακοσμητής· ανοξείδωτος χάλυβας, καπλαμάς, γυαλί, δερματίνη, ξύλινα ντεκ ιστιοπλοϊκού ― όλα γεωμετρημένα, καινούργια, φουτουριστικά, με ετοιματζίδικη χλιδή. Η ατμόσφαιρα ορίζεται από το σούρτα-φέρτα κλαρινογαμπρών και νυμφιδίων, από τα μπιτάκια που ακούγονται αδιάκοπα στα μεγάφωνα, από τις φράκταλ συστοιχίες των φραπέ και των φρέντο. Οι άνθρωποι κοιτούν μπροστά, απλανώς, πάνω από τα ποτήρια, μέσα από τζαμαρίες, προς την απέναντι καφετέρια.

Είναι μια λίμνη αρυτίδωτη, αβαθής, όπου δεν συμβαίνει τίποτε. Μια αχανής επιφάνεια. Στην επιφάνεια αυτή αντανακλάται μια κοινωνία αναλόγως στάσιμη, απαθής, που παρακολουθεί εταστικά το θέαμα της αργής διαλύσεως του αφρόγαλου, σαν θαύμα επαναλαμβανόμενο.

Ζωγραφική: Ο Fernando Pessoa στο καφενείο, προσωπογραφία από τον José de Almada Negreiros, 1964.

Henry_David_Thoreau lewis_Mumford_U1146499-7 marcuse  michel foucault Murray_Bookchin berlinguer232

Θα ήταν 1985, λίγο πριν, λίγο μετά. Στο μπαρ Βιτόφσκι, στις παρυφές του λόφου Στρέφη, άκουσα μια κουβέντα: Προτιμώ έναν υγιή ηδονισμό από τη μίζερη άρνηση της υλικής ευημερίας. Τη θυμάμαι ακόμη αυτή την κουβέντα· ο άνθρωπος που την έλεγε ήταν διανοούμενος, αντικομφορμιστής, με συγκροτημένη σκέψη. Εξέφραζε με ενάργεια το πνεύμα της εποχής: οι Ελληνες έπλεεαν στην ευημερία και στην προσδοκία, στην ακλόνητη πίστη ότι όλα θα είναι διαρκώς καλύτερα, πίστευαν ότι τα φαντάσματα της φτώχειας χάνονταν μαζί με τις μνήμες της Κατοχής.

Για τα επόμενα πολλά χρόνια η εκτίμηση-προτίμηση του συνομιλητή μου εκπληρώθηκε. Η ελληνική κοινωνία βούτηξε στον ευδαιμονισμό, στην κατανάλωση, στον υλισμό, στην αυτοπραγμάτωση. Βούτηξε βαθιά. Τρεις δεκαετίες αργότερα, διαπίστωσε ότι είχε κολλήσει στον βούρκο του πυθμένα.

Η σημαντικότερη ίσως επίπτωση του σοκ της πτώχευσης σε ατομικό επίπεδο είναι η κατακρήμνιση των υλικών συνθηκών της ζωής, η μετάβαση από την υλική κατάσταση του μικρομεσαίου στην κατάσταση του νεόπτωχου ή του νεοπληβείου. Ο υποβιβασμός δεν είναι μόνο υλικός, συνοδεύεται από μια οδυνηρή διάψευση των προσδοκιών, από το γκρέμισμα της πίστης στη διαρκή πρόοδο, στην εξασφαλισμένη ευημερία. Το σοκ είναι υλικό και ψυχικό.

Ο υγιής ηδονισμός, που υποδεχόμασταν το μακρινό 1985, στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε νοσηρός καταναλωτισμός, έγινε εκβιασμένη χλιδή με δανεικά, έγινε υποταγή σε έναν τρόπο ζωής που αποθέωνε την ατσιδοσύνη και την κερδοσκοπία, έγινε λατρεία μιας κοσμοαντίληψης που απαξίωνε το εργασιακό ήθος και την ολιγάρκεια. Ιδίως στα χρόνια της πιστωτικής επέκτασης, όταν το δανεικό χρήμα έρρεε άφθονο από τις τράπεζες προς τους Ελληνες, τους Ευρωπαίους με τον χαμηλότατο δείκτη ιδιωτικού δανεισμού έως τότε. Με αυτή την ψυχοπνευματική σκευή και με αυτό το έθος μάς βρήκε η πτώχευση. Την απώλεια του εισοδήματος συνοδεύει η απώλεια του βολέματος σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής, η συντριβή των προσδοκιών, η προσγείωση σε μια άλλη υπαρξιακή συνθήκη.

Η ανάταξη δεν θα είναι εύκολη ούτε σύντομη· και σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι επιστροφή στα πρότερα, αλλά μετάβαση σε άλλη κατάσταση, για την οποία απαιτούνται ριζικά άλλες προσεγγίσεις και παραδοχές. Απαιτείται να ιεραρχήσουμε διαφορετικά τις ανάγκες και τις αξίες· απαιτείται να κάνουμε την αναγκαία διάκριση μεταξύ βιώσιμης ανάπτυξης και ποσοτικής μεγέθυνσης, μεταξύ ευημερίας και σπατάλης, μεταξύ αυτάρκειας και απληστίας. Να επιλέξουμε μεταξύ κοινόχρηστου δημόσιου πλούτου και ιδιωτικής χλιδής.

Εδώ πρέπει να κάνουμε επίσης μια διάκριση μεταξύ της επιβαλλόμενης άνωθεν νεοφιλελεύθερης λιτότητας, και μιας αυτόβουλης ενεργητικής εγκράτειας, όπως την χαρακτήριζε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ προφητικά το 1977, πολλά χρόνια πριν από την καπιταλιστική κρίση του 2008: «Ο άκρατος ατομικός καταναλωτισμός παράγει μόνο διασπάθιση πλούτου και στρεβλώσεις της παραγωγής, αλλά πέραν αυτών και δυσφορία, αποπροσανατολισμό, δυστυχία».

Στο ίδιο μήκος κύματος, τα ίδια χρόνια, οι Εναλλακτικοί και οι Πράσινοι προέκτειναν τα κινήματα του ’68 στην πολιτική σφαίρα προτάσσοντας έννοιες όπως βιώσιμη ανάπτυξη, αποανάπτυξη, βιοσυμβατές καλλιέργειες, αντικαταναλωτισμός. Η τότε μετασοβιετική αριστερά εισήγαγε ανανεωμένες έννοιες του ρομαντικού και του ελευθεριακού κινήματος, ποικιλοτρόπως εκφρασμένες ιστορικά από διαφορετικούς στοχαστές όπως ο Henry Thoreau, o R. Waldo Emerson, το κίνημα Arts and Crafts, ο Lewis Mumford, ο Ηerbert Μarcuse, o J. Κ. Galbraith, o Jacques Ellul, ο Μurray Bookchin, o Cristopher Lasch, o Claude Lévi-Strauss, ο Μ. Foucault και πολλοί άλλοι, όσοι ασκούσαν κριτική στο δόγμα της αιωνίας προόδου, στην λατρεία της τεχνολογίας και της κατανάλωσης, στον μετανεωτερικό ναρκισσισμό, στον κοινωνικό ντετερμινισμό και την κοινωνική μηχανική.

Ακούγονται ίσως σαν σκέψεις πολυτελείας αυτά, σε μια συγκυρία κοινωνικού σοκ, αλλά δεν είναι. Η ανακούφιση του πλήθους των πληγέντων και των σιωπηλών αποκλεισμένων είναι βεβαίως το πρώτο καθήκον της δημοκρατικής κοινωνίας. Ταυτοχρόνως όμως έχουμε κατά νου τι είδους κοινωνία ανασυγκροτούμε, με ποιες αξίες, σε ποια θεμέλια: ασφαλώς όχι στα σαθρά θεμέλια της ατομικής αυτοπραγμάτωσης εκτός κοινότητας, της καταναλωτικής κατασπατάλησης, της λεηλασίας των φυσικών πόρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς ― όλα όσα γεννούν ακαταπαύστως ανισότητα, αδικία, δυσφορία. Η ανασυγκρότηση με δημοκρατία και δικαιοσύνη, με αυτάρκεια, προϋποθέτει πνευματική αναδιάταξη, αναθεώρηση αξιών, διαπαιδαγώγηση και άσκηση. Για να φτάσουμε σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τον 21ο αιώνα.

Προτού βρεθεί η δημοκρατία πνιγμένη μέσα σε δύσοσμα βίντεο, ας θυμηθούμε τους πολιτικούς χειρισμούς και το σκεπτικό που αναπτύχθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα, από την απειλητική ανάδυση της Χρυσής Αυγής έως τη σοκαριστική βίντεο υποκλοπή. Σε μια πρώτη φάση, οι τραμπουκισμοί, φραστικοί και σωματικοί, μελών ή και βουλευτών της Χ.Α. συνάντησαν τη χλιαρή υποδοχή ή και την ανοχή της πολιτείας και μεγάλου μέρους των πολιτικών δυνάμεων. Δεν υπήρξε ούτε ολομέτωπη πολιτική αποδοκιμασία ούτε άμεση δίωξη για τα μικρά πλην φανερά αδικήματα.

Ακολούθησε η θεωρία των δύο άκρων, σύμφωνα με την οποία η βία είναι μία, ομοούσιος και αδιαίρετος, και προέρχεται αδιακρίτως από τα αυθαιρέτως οριζόμενα άκρα. Στη συγκεκριμένη περίοδο επιχειρήθηκε ακόμη και λεκτική ταύτιση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με παρακρατικούς και πρώην καταδίκους. Ενδεχομένως να προεβλέπετο μια κατάσταση συγκρούσεων μεταξύ της ποικίλης Αριστεράς και των νεοναζί. Αυτό δεν συνέβη. Ισως διότι ακόμη και η εκ φύσεως βίαιη Χ.Α. διείδε μεγαλύτερα οφέλη στη συστημικότητα την οποία κατήγγειλε. Εν τω μεταξύ, η ανοχή των διωκτικών αρχών έναντι άνομων πράξεων της Χ.Α. συνεχιζόταν.

Ο εν ψυχρώ φόνος του Παύλου Φύσσα από χρυσαυγίτη ανέτρεψε την εύθραυστη ισορροπία. Η πολιτεία κινήθηκε εναντίον της Χ.Α. με ταχύτητα και σφοδρότητα. Κατηγορούμενη για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης σχεδόν όλη η ηγεσία της Χ.Α. βρέθηκε προφυλακισμένη και εκτός Βουλής. Το νεοναζιστικό μόρφωμα ριζοτομήθηκε με ποινικά μέτρα, αλλά όχι ακόμη με πολιτικά μέσα.

Εδώ εντοπίζεται η αδυναμία: η μη πολιτική απάντηση σε ένα κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο. Δεν κατανοήθηκαν τα αίτια που οδηγούν στην αποδοχή της νεοναζιστικής βαναυσότητας από μερίδα του ελληνικού λαού. Δεν κατανοούνται οι συμπεριφορές μιας κοινωνίας πληγωμένης, σε κρίση, μιας κοινωνίας που δέχεται και που παράγει κρίση. Κι όταν αδυνατείς ή δεν επιθυμείς να κατανοήσεις την κοινωνία, δεν μπορείς να παράγεις πολιτική.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.818 hits