You are currently browsing the tag archive for the ‘χαμένη γενιά’ tag.

H ψήφος εμπιστοσύνης που ζητεί η κυβέρνηση από το Βουλή απασχολεί ευλόγως τον Τύπο, αλλά για να θέσουμε το γεγονός στις πραγματικές διαστάσεις του, ας πισωπατήσουμε, να το εντάξουμε σε ευρύτερη προοπτική. Η κίνηση της κυβέρνησης είναι τακτικής φύσεως· αναζητεί χρόνο και χώρο, ενώπιον μιας διαπιστωμένης στασιμότητας. Η στασιμότητα αφορά το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα προσαρμογής: παρατηρούμε κόπωση του πολιτικού συστήματος και του κοινωνικού σώματος. Κατ’ ακρίβειαν, εξάντληση.

Οι ουρές των σιωπηλών, κατηφών πολιτών στις τράπεζες, στην αρχή της εβδομάδος, για πληρωμή του φόρου εισοδήματος και του ΕΝΦΙΑ, δίνουν μια εικόνα για τα όρια του προγράμματος προσαρμογής. Τεσσερήμισι χρόνια από την έναρξη της προσαρμογής, η εμπειρία του ελληνικού πληθυσμού είναι η διαρκής απομείωση των εισοδημάτων και των περιουσιών, χωρίς καμία προσπάθεια παραλλήλως να παραχθεί νέος πλούτος. Ως εκ τούτου, η προσαρμογή, ακόμη και στις εξυγιαντικές της όψεις, βιώνεται συνολικά ως συρρίκνωση και καταστροφή. Κανείς δεν βλέπει μια ευτυχή κατάληξη, ούτε καν μια δυσχερή διέξοδο.

Η πολιτική αστάθεια καταδεικνύει μέρος μόνον της εσωτερικής αστάθειας που διατρέχει την ελληνική κοινωνία. Μάλλον, ένα σχίσμα: Η ζωή προ κρίσης έχει σφραγιστεί από την ενοχή, και εν πάση περιπτώσει τείνει να ξεχαστεί. Η ζωή μέσα στην κρίση είναι αφόρητη μες στην αβεβαιότητά της. Η ζωή μετά την κρίση παραμένει ασύλληπτη, αδιανόητη.

Σε δημόσια συζήτηση αυτή την εβδομάδα, ετέθη το ερώτημα: Αξίζαμε τη ζωή που είχαμε προ κρίσης; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Πράγματι μεγάλο μέρος από την ευημερία των χρόνων του 1990 και του 2000 οφείλετο στην πιστωτική επέκταση και την έκρηξη του καταναλωτισμού. Το ερώτημα όμως, έτσι διατυπωμένο, εσωτερικεύει την ενοχή, είναι δηλαδή μια ψυχολογική, ηθικιστική προσέγγιση: τότε η ύβρις, τώρα η νέμεσις. Μα έτσι παραλείπονται από την εξέταση οι ιστορικές και πολιτικές παράμετροι, οι συσχετισμοί ισχύος, οι μηχανισμοί επιρροής.
Το ερώτημα άρα προκαλεί αναπόφευκτα το σύστοιχό του: Αξίζουμε τη ζωή της κρίσης; Μια απάντηση: Δεν αξίζουμε την παρούσα ζωή της κρίσης, όχι μόνο για την πενία, αλλά για την ασυμμετρία και την αδικία, για την αναξιοπρέπεια που την χαρακτηρίζουν, και πάνω απ’ όλα για την έλλειψη προοπτικής.

Η προοπτική είναι το μέγα ζητούμενο. Σε έδαφος δημογραφικού μαρασμού και διαρκούς απώλειας ανθρώπινου δυναμικού, οποιοδήποτε πολιτικό σχέδιο πρέπει να πείσει πρωτίστως ότι προτείνει μια οδό απεμπλοκής, όσο στενή και επώδυνη, ότι προτείνει μια πορεία για να μη χαθεί οριστικά μια γενιά.

Ας το δούμε: τώρα αρχίζει η δυσκολότερη φάση, ίσως η πιο επώδυνη, διότι εν τω μεταξύ έχουν δαπανηθεί πόροι, αποταμιεύσεις, προσδοκίες, ψυχικά αποθέματα. Και θα είναι φάση μακρά, πολυκύμαντη, με ανατροπές που δεν μπορούν καν να προβλεφθούν. Αλλωστε ποιος μπορούσε να προβλέψει τη σημερινή Ελλάδα το 2009 ή το 2010; Ούτε καν το 2011.

Η σκληρή προηγούμενη περίοδος δεν αφήνει ωστόσο μόνο ήττες και ερείπια, εφήνει και θετικά στοιχεία, πολύτιμα για όσους θέλουν και μπορούν να τα συγκομίσουν: είναι η βαθύτερη επίγνωση των μηχανισμών της κρίσης, των απολεσθεισών ευκαιριών, των αδυναμιών που μπορούν να θεραπευθούν, των λανθανουσών δυνατοτήτων, τέλος, μια οδυνηρή πλην ανανεωμένη επίγνωση των ιδιαίτερων ταυτοτικών χαρακτηριστικών. Τίποτε δεν τελειώνει:

We must be still and still moving
Into another intensity
For a further union, a deeper communion
Through the dark cold and empty desolation,
The wave cry, the wind cry, the vast waters
Of the petrel and the porpoise. In my end is my beginning.
(Τ. S. Eliot, «East Coker», από τα «The Four Quartets»)

H εν εξελίξει ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, η κρισιμότερη ίσως όλης της πρόσφατης περιόδου, θέτει, εκτός των άλλων, ένα ερώτημα: Ποιος ωφελείται εντέλει από την ιδιωτικοποίηση των πάντων; Η συνήθης απάντηση είναι: ο καταναλωτής. Αλλά δυστυχώς αυτό μένει να αποδειχθεί· η διεθνής εμπειρία από ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικών βιομηχανιών και υπηρεσιών δεν είναι τόσο πλούσια ως προς την πτώση των τιμών, τη βελτίωση των υπηρεσιών ή τη βελτίωση των επενδύσεων.

Μπορούμε να βρούμε πολλά ζεύγη επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων, αλλά το ουσιώδες στην παρούσα περίπτωση δεν είναι να διαπράξουμε ένα ακόμη άγονο ντιμπέιτ επί των ερειπίων της χώρας. Δύο είναι τα ουσιώδη: Πρώτον, να κατανοήσουμε σε βάθος την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και του κράτους, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες τους. Ακόμη κι αν δεν συμφωνούμε στους τρόπους υπέρβασης της κρίσης, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η κατάσταση είναι τραγική.

Τούτου δοθέντος, πρέπει, δεύτερον, να υπερβούμε τις ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και την ορθοδοξία της μίας και μόνης εναλλακτικής, προκειμένου να βρούμε τις πιο πρόσφορες λύσεις, τις πιο αποτελεσματικές, τις ιστορικά δοκιμασμένες, έστω και σε μη τυπικά όμοιες συγκυρίες.

Αν λοιπόν δεχθούμε ότι όλοι οι βασικοί δείκτες της χώρας είναι δυσμενέστεροι από τους ανάλογους δείκτες των ΗΠΑ τον καιρό της Μεγάλης Υφεσης, τότε φρόνιμο θα ήταν να εξετάσουμε πώς την αντιμετώπισαν οι Αμερικανοί. Μια απλή αναδρομή στην ιστορία του New Deal του Ρούσβελτ πείθει και τον πιο αδαή ότι κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής ήταν η τόλμη, η φαντασία, η πρωτοφανής παρέμβαση του κράτους. Το κράτος λειτούργησε ως μηχανισμός έσχατης καταφυγής για την κυκλοφορία χρήματος, και ως εργοδότης έσχατης καταφυγής, δημιουργώντας μαζικά θέσεις απασχόλησης. Οι ιστορικοί λένε ότι η πολιτική Ρούσβελτ επεξέτεινε δραματικά τον ρόλο του κράτους, δίνοντας του όχι μόνο τον ρόλο του υπέρτατου ρυθμιστή, αλλά συμβάλλοντας και σε μια άνευ προηγούμενου τόνωση του πατριωτικού αισθήματος και του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Η αμερικανική δημοκρατία έδειξε εν τοις πράγμασι ότι φρόντιζε τα τέκνα της.

Ο πόνος της Μεγάλης Υφεσης είναι ίδιος στην Ελλάδα του 2010-2014. Εντούτοις υπάρχουν και δομικές διαφορές: το ελληνικό κράτος, για ενδογενή μα κυρίως για εξωγενή αίτια, δεν μπορεί να κινηθεί με τους ίδιους βαθμούς ελευθερίας. Η Ελλάδα ανήκει σε μια ένωση κρατών, οικονομική και πολιτική. Εχει εκχωρήσει οικειοθελώς μεγάλο μέρος της εθνικής κυριαρχίας της: δεν έχει νόμισμα, δεν μπορεί να ασκήσει ανεξέλεγκτη δημοσιονομική πολιτική, τώρα πλέον δεν μπορεί καν να καταρτίσει προϋπολογισμό χωρίς την προτέρα έγκριση των εταίρων δανειστών. Τελεί υπό επιτήρηση.

Η σοβαρότερη διαφορά όμως είναι ότι έχουν αλλάξει οι κυρίαρχες ιδέες. Η τρέχουσα ορθοδοξία στη Γηραιά Ηπειρο, η οποία τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια από την ευρωπαϊκή ηγεσία, δεν μοιάζει σε τίποτε με τις εφαρμοσθείσες ιδέες του New Deal, ούτε καν με τις πρακτικές που ακολούθησαν άλλες χώρες σε κρίση ή σε χρεοκοπία, κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, λ.χ. στη ΝΑ Ασία, στη Σκανδιναβία, στο Μεξικό και αλλού. Η ανελαστική δομή, οι άκαμπτες παραδοχές και κυρίως η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν επιτρέπουν καμία περέκκλιση από τον Μωσαϊκό Νόμο όπως σμιλεύθηκε στο Μάαστριχτ, στη Λισαβώνα και στο Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Η διαρκής, οδυνηρή και εντέλει καταστροφικά υφεσιογόνος λιτότητα, ως μέσον θεραπείας των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης, είναι μία απόρροια αυτής της πολιτικής ακαμψίας.

Η απομείωση του κράτους έως εσχάτης ταπεινώσεως είναι μία άλλη ιδεοληψία ― εφαρμοζόμενη πάντως επιλεκτικά, κυρίως στις πιο αδύναμες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η κρατική ισχύς λ.χ. στη Γερμανία δεν περιορίζεται, απεναντίας: οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης υπερισχύουν έναντι του ευρωπαϊκού δικαίου, στο οποίο συμμορφώνονται όλοι οι άλλοι. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έσπευσε μάλιστα πρόσφατα να θεσπίσει κατώτατο μισθό σε όλη την επικράτεια ― τελευταία από τις μεγάλες χώρες.

Ας επιστρέψουμε. Η Ελλάδα κείτεται ξέπνοη οικονομικά· η κοινωνία μετασχηματίζεται, φτωχοποιείται. Πώς θα τεθεί σε φάση ανάταξης; Με ποια εργαλεία; Της λείπει ένα βασικό, το νόμισμα. Πέραν αυτού, μπορεί το κράτος να παίξει ρόλο εργοδότη έσχατης καταφυγής, ώστε να αναταχθεί γρήγορα η ανθρωποβόρος ανεργία; Φυσικά μπορεί, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση, εντός και εκτός· από την εθνική κυβέρνηση και από τους υπερεθνικούς επιτηρητές. Σε περίπτωση συμφωνίας για ανάληψη τέτοιου έργου, η εθνική οικονομία θα χρειαστεί έναν κορμό παραγωγικών δραστηριότητων και κάποια βασικά εργαλεία: ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις με κρατική συμμετοχή, μια επενδυτική τράπεζα, νεοπαγή παραγωγικά σχήματα σε σύμπραξη με ιδιώτες επενδυτές, πειστικά παραγωγικά σχέδια που θα προσελκύουν ευρωπαϊκά θεσμικά κεφάλαια και θα μοχλεύουν ακόμη περισότερα.

Κανείς ιδιώτης επενδυτής δεν μπορεί να προκαλέσει το αναγκαίο σοκ επανεκκίνησης στην Ελλάδα της ανεργίας του 28%, μάς έλεγε πρόσφατα έμπειρο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Υπολογίζεται ότι για να δημιουργηθούν 100.000 θέσεις εργασίας, απαιτούνται επενδυμένα κεφάλαια περίπου 7 δισ. ευρώ, μάλιστα μακροπρόθεσμα επενδυμένα κεφάλαια, όχι τα νομαδικά των hedge funds που πετάνε σε μερικούς μήνες, μόλις αποκομίσουν την απόδοση-στόχο. Πόσα χρήματα απαιτούνται για να αποκατασταθούν οι ένα εκατομμύριο άνεργοι της κρίσης; Περίπου 70 δισ. ευρώ.

Ποιοι ιδιώτες θα επενδύσουν μακροπρόθεσμα αυτά τα κεφάλαια, για να ανακουφιστεί άμεσα ο πληθυσμός; Για να μη χαθούν οριστικά 15 χρόνια και μια γενιά, όπως είχε προφητέψει το 2010 ο Τομάζο Πάντοα Σιόπα, για να μη χαθούν 25 χρόνια όπως υπολόγισε πρόσφατα η οργάνωση Endeavour. Μόνο το κράτος μπορεί να αναλάβει τέτοιας κλίμακας πρωτοβουλία. Αυτό έχει δείξει η ιστορική εμπειρία: την εγγύηση της ισότητας και της αξιοπρέπειας των πολιτών δεν θα την αναλάβει η αόρατος χειρ της αγοράς.

Η πώληση της τεμαχισμένης ΔΕΗ, με την οποία διαφωνούσε σφοδρά ο Αντώνης Σαμαράς το 2011, αφαιρεί εργαλεία από το κράτος για την ανάταξη της οικονομίας και την ανακούφιση των πολιτών. Καλή κυβέρνηση είναι αυτή που εξυγιαίνει το κράτος για να λειτουργεί εύρυθμα και αποτελεσματικά, για να συμβάλλει στην παραγωγή πλούτου, όχι η κυβέρνηση που ταπεινώνει το κράτος και πουλάει την περιουσία του. Κάθε ιδιωτικοποίηση, κάθε πράξη απορρύθμισης, θα κριθεί από την κατάσταση της ανεργίας και της φτώχειας τα επόμενα χρόνια ― ελπίζουμε να μην είναι δεκαπέντε ή είκοσι πέντε.

To κείμενο των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς είναι ενδεικτικό μιας διάχυτης αγωνίας για το ξεπέρασμα της κρίσης, με πολιτικούς και πνευματικούς όρους. Το μανιφέστο έχει επιμέρους αδύνατα σημεία στη ρητορική του συγκρότηση, τουλάχιστον τέτοια που εγείρουν αντιρρήσεις, αλλά σε γενικές γραμμές περιγράφει καίρια το πρωταρχικό αίτημα: την εθνική ανασυγκρότηση μέσα από τα ερείπια της κρίσης. Επισημαίνεται ορθώς ότι: «η εποχή των Μνημονίων φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Το τραύμα της εθνικής πόλωσης δεν θα σβήσει εύκολα, θα χρειαστεί μάλιστα πολύ κουράγιο και συμφιλιωτική επιμονή απ’ όλες τις πλευρές για να ξεπεραστεί. Ομως η πολιτική δραστηριότητα δεν θα περιορίζεται στην αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο». Συμφωνούμε απολύτως· η πολιτική σκέψη, ήδη τώρα, καλείται να υπερπηδήσει τα διλήμματα του 2010-13, και να υπάρξει δρώσα και λυσιτελής Μετά την Καταστροφή.

Κάποιες παρατηρήσεις εντούτοις. Η αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο δεν ήταν, δεν είναι, στενά ρητορική-ιδεολογική. Η κατάρρευση του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης και η έως καταστροφής υποβάθμιση ευρύτατων στρωμάτων υποδεικνύει ότι η εφαρμογή των Μνημονίων μετασχηματίζει την κοινωνία. Βίαια και ριζικά. Το Μνημόνιο, όπως τουλάχιστον εφαρμόστηκε, με οριζόντιες και τυφλές περικοπές, ανέδειξε νέα ταξικά χάσματα, χώρισε αδρά την κοινωνία σε έχοντες και μη έχοντες, άμβλυνε επικίνδυνα τους δεσμούς συνοχής, φτιάχνει ήδη μια χαμένη γενιά. Αυτή η αντίθεση είναι υλικότατη, δεν είναι ρητορική ή ιδεολογική.

Στο πολιτικό πεδίο επίσης αναδείχθηκε μια σφοδρή κρίση ηγεμονίας, εκφραζόμενη τυπικά με τη συρρίκνωση της συντηρητικής παράταξης και τη συντριβή της κεντροαριστεράς. Οι δεσπόζοντες σχηματισμοί της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας αμφισβητούνται σφοδρά από την παραδοσιακή τους πελατεία. Γνωρίζουμε δε, κατά αναλογία, ότι μετά παρόμοια μνημόνια σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Τουρκία, τα παλαιά ηγεμονικά κόμματα σαρώθηκαν.

Η αντίθεση εκτείνεται και στο πεδίο των ιδεών και της ιντελιγκέντσιας. Πολύ αδρά, οι διανοούμενοι αιφνιδιάστηκαν· η κρίση τους βρήκε βολεμένους και οκνηρούς, σαν φοβισμένους αμήχανους μικροαστούς γύρω από το τζάκι με τα φρόνιμα στερεότυπα.

Το μανιφέστο των 58 επισημαίνει ορθώς, άρα, την ανάγκη συμφιλίωσης και υπέρβασης του τραύματος, χωρίς όμως να υπολογίζει επαρκώς το βάθος των ουλών και τις νέες κοινωνικοπολιτικές σημασίες τους. Ισως γι’ αυτό το λόγο, υποβαθμίζει έως εξαφάνισης ως συνομιλητή τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αριστεράς που εκτινάχθηκε εξαιτίας ακριβώς της αντίθεσης, την οποία εξέφρασε. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι αρκετοί εκ των 58 έχουν περάσει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον πρόδρομό του Συνασπισμό, τον ίδιο που χαρακτηρίζουν τώρα ως νεοκομμουνιστικό και εθνολαϊκιστικό, έναν μάλλον μειωτικό και σίγουρα χρωματισμένο ιδεολογικά χαρακτηρισμό, τέτοιο που δεν επιφυλάσσουν για τη δεξιά παράταξη. Τουναντίον, αναγνωρίζουν ασμένως ως προνομιακό συνομιλητή το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ.

Το κείμενο των 58 είναι εύστοχο κατά την ανίχνευση της διάχυτης αγωνίας και της ανάγκης για υπέρβαση και σύνθεση. Είναι απλουστευτικό ή και εμμονικό κατά την ανίχνευση των υπαρκτών και αναδυόμενων κοινωνικών-πολιτικών δυνάμεων, που θα αναλάβουν το τιτάνιο έργο της εθνικής ανασυγκρότησης. Ακόμη κι αν παραμερίζει ιδρυτικά τη σταλινική αριστερά του 4,5%, μπορεί η κεντροαριστερά των σπαργάνων να αποκλείει τη λαϊκή αριστερά του 27%;

gezi1

Τυνησία, Ταχρίρ, Μαδρίτη, Αθήνα, Occupy Wall Street, Τουρκία, Βουλγαρία, Βραζιλία. Νέοι, κοπέλες, αρτίστες, twitter και smartphones, αυτοοργάνωση, ακαριαία διεθνής αλληλεγγύη, μάσκες Guy Fawkes, σφυρίχτρες, καλλιτεχνικά δρώμενα, σκληρές οδομαχίες. Απέναντί τους, δακρυγόνα, γκλομπ, κανόνια νερού. Κάτι κοινό υπάρχει σε αυτό το ποτάμι που φουσκώνει εδώ, υπογειώνεται εκεί και ξεπροβάλλει πιο πέρα.

Από τον Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα έως την Ταξίμ και το Σάο Πάολο του 2013, ένα φάντασμα δυσαρεσκειας πλανιέται στον κόσμο. Στην αρχή μιλούσαμε για την αραβική άνοιξη, ενάντια σε διεφθαρμένα αυταρχικά καθεστώτα. Εν συνεχεία, είδαμε τους Αγανακτισμένους νεόπτωχους των χρεοκοπημένων χωρών της Ευρώπης. Κατόπιν, τους εξεγερμένους των υπεραναπτυσσόμενων χωρών της περιφέρειας και τους απεγνωσμένους της πρώην Αναταλικής Ευρώπης. Κάθε ανάφλεξη έχει τα δικά της αίτια, αλλά και κοινά χαρακτηριστικά. Είναι προφανές ότι οι ποικίλες εξεγέρσεις δεν έχουν κοινή γεωγραφία ή κοινωνικό υπόστρωμα, ούτε καν παρόμοια πολιτικά καθεστώτα απέναντί τους, φαίνεται όμως ότι μοιράζονται κάποια κοινή ανθρωπολογία, διανοητικούς ορίζοντες και εργαλεία, ψυχικές προσδοκίες και τρόπους αυτοναγνώρισης.

Είναι οι εξεγέρσεις της γενιάς που κληρονομεί ένα μέλλον χειρότερο από των γονιών τους, της γενιάς των σπουδαγμένων ή υπερσπουδαγμένων, που όμως δεν χωράνε πουθενά: ούτε στο κάδρο της υπερανάπτυξης ούτε στο κάδρο της χρεοκοπίας ούτε στο κάδρο της καθυστέρησης. Εχουν σπουδάσει αρχιτέκτονες ή ιστορικοί τέχνης και θα δουλέψουν ρεψεσιονίστ ή χαμηλοϋπάλληλοι, εφόσον και όταν βρουν δουλειά, πιεζόμενοι διαρκώς να είναι ανταγωνιστικοί, ατομικιστές και πειθήνιοι, ακτήμονες και νομάδες, χωρίς δημόσιο χώρο και συλλογική συνείδηση, χωρίς καμία βεβαιότητα για το μέλλον.

Από τον α-τυπικό αθηναϊκό Δεκέμβρη έως την Πουέρτα ντελ Σολ, το Σύνταγμα, την Ταξίμ και το Ρίο, οι νέοι λένε διαρκώς το ίδιο: θέλουμε τη ζωή μας. Χρησιμοποιούν τα social media και είναι δικτυωμένοι διεθνώς, δεν πιστεύουν ή δεν παρακολουθούν καν τα συμβατικά μήντια, είναι δύσπιστοι ή εχθρικοί προς τα παραδοσιακά κόμματα, απαιτούν ουσιαστική άμεση δημοκρατία, αδιαπράγματευτη ελευθερία, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Ο λόγος τους και οι πρακτικές τους αντλούν μορφότυπους κυρίως από την παγκοσμιοποιημένη ποπ κουλτούρα, από την τέχνη του γκράφιτι, τις κόμικς μάσκες του V for Vendetta, τις λεκτικές ριπές του twitter και των sms, τη δικτυωμένη φωτογραφία ντοκουμέντο, το viral video, την ενδοσυνεννόηση και αυτοοργάνωση ομάδων μέσω social media, την αστραπιαία κοινοποίηση των συμβάντων και την κινητοποίηση παλιρροϊκών κυμάτων συμπαράστασης ανά τον πλανήτη.

Απέναντι σε αυτό το υπερνεωτερικό κύμα δυσαρεστημένων και αποκλεισμένων, δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και αυταρχικά καθεστώτα αδυνατούν να αντισταθούν αποτελεσματικά. Ο έλεγχος των συμβατικών μήντια, για έλεγχο της ροής πληροφοριών και προπαγάνδας, δεν είναι αρκετός: η Ταχρίρ πρώτη και μετά η Ταξίμ παρέκαμψαν όλους τους φραγμούς. Δεν μπορούν να απαντήσουν πειστικά ούτε στα υλικά αιτήματα ούτε στα ιδεολογικά-πολιτικά· διότι αυτό που παράγεται και μοιράζεται αφειδώς στη νεότερη γενιά και στα μεσοστρώματα είναι ένα και μόνο: ανισότητα. Με διαφορετικούς τρόπους ανά περίπτωση, η υπερανάπτυξη ή η αιφνίδια φτωχοποίηση, βαθαίνουν εκθετικά την ανισότητα, ακυρώνουν την ισοπολιτεία και την ισονομία, υπονομεύουν την ισηγορία και τα ατομικά δικαιώματα. Οι κυριαρχούμενες τάξεις και οι πεπτωκότες νεοπληβείοι βρίσκονται ενώπιον ενός ιστορικού ρήγματος: η επερχόμενη κοινωνία δεν τους περιλαμβάνει, οι περισσότεροι θα καταβαραθρωθούν. Δεν πρόκειται καν για την κοινωνία των δύο τρίτων, αλλά για την κοινωνία του ενός τρίτου ή του ενός πέμπτου· δεν πρόκειται καν για τη διαμαρτυρόμενη νέα γενιά των 700 ευρώ προ του 2008, αλλά για την απελπισμένη γενιά των νομοθετημένων 426 ευρώ, της μετανάστευσης και του no future.

Μόνη απάντηση των κυβερνήσεων μέχρι στιγμής, από την Κωνσταντινούπολη ώς το Σάο Πάολο, είναι η καταστολή. Οι διαμαρτυρόμενοι ζητούν δημόσιο χώρο, εργασία, πρόνοια, κοινωνικές υποδομές, ελευθερία, και λαμβάνουν δακρυγόνα. Ωστόσο δεν σταματούν. Αντιθέτως, η καταστολή και η βίαιη αντιμέτωπιση αφυπνίζουν μεγαλύτερα τμήματα πληθυσμού και πυροδοτούν μια νέου είδους πολιτικοποίηση, άμορφη και διάχυτη προς το παρόν, αλλά εξαιρετικά δυναμική. Τι θα προκύψει; Αδηλο. Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε έναν παραλληλισμό: οι αναταραχές της τελευταίας τριετίας ορίζουν ένα ιστορικό ορόσημο ανάλογο του ρήγματος του 1989. Τότε έπεσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός και οι ψευδαισθήσεις του· τώρα, κλονίζεται ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και οι μονόδρομες δοξασίες του. Ή τουλάχιστον γίνεται φανερό ότι ο τέτοιος καπιταλισμός προτιμά διεφθαρμένα, αυταρχικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα, και όχι τη δημοκρατία και τις ανοιχτές κοινωνίες.

IMAG0357

«Σώσαμε τις τράπεζες, αλλά κινδυνεύουμε να χάσουμε μία γενιά», δήλωσε πριν από λίγες ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Η ζοφερή διαπίστωση του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη πολιτικού μας φέρνει στον νου την άνοιξη του 2010, μέρες σύγχυσης και σοκ. Σε ένα ημιεπίσημο δείπνο, Ελληνας τραπεζίτης μού είχε πεί ότι η κρίση, που τότε μόλις είχε αρχίσει να δείχνει τη σφοδρότητά της, δεν θα περνούσε σε λιγότερο από δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Στην παρατήρησή μου ότι αυτή η πρόβλεψη ακούγεται τρομακτική, μου απάντησε νηφάλια και αφοπλιστικά: «Εχουμε και οι δύο παιδιά, καλύτερα να ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί».

Τον θυμήθηκα λίγο καιρό αργότερα, αφού είχε ψηφιστεί το πρώτο Μνημόνιο, όταν ο Ιταλός οικονομολόγος και πρώην υπουργός Τομάζο Πάντοα Σιόπα μίλησε ευθέως για δεκαπέντε χαμένα χρόνια και για μισή ή μία χαμένη γενιά Ελλήνων.

Η πραγματικότητα έμελλε να είναι ακόμη πιο σκληρή και από τις σκοτεινές προβλέψεις των οικονομολόγων το 2010. Σήμερα, μετά τρία χρόνια διάσωσης, δηλαδή λιτότητας και βαθιάς ύφεσης, μετά τρία χρόνια σοκ και ενοχοποίησης, ένας Γερμανός πολιτικός, από τη χώρα που πρωτοστατεί στην εφαρμογή της ενάρετης λιτότητας παρ’ ημίν, άρα και της συνοδεύουσας ύφεσης, περιγράφει αδρά την ιστορική καταστροφή που συντελείται όχι μόνο στην αμαρτωλή Ελλάδα αλλά σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο: «Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία διαθέτουν ίσως τις καλύτερα εκπαιδευμένες γενιές που υπήρξαν ποτέ στις χώρες τους, οι γονείς τους επένδυσαν πολλά χρήματα στην εκπαίδευση των παιδιών τους, έκαναν το σωστό. Και τώρα που είναι έτοιμοι να εργασθούν, η κοινωνία λέει: ‘Δεν υπάρχει θέση για εσάς’».

Το 60% νεανικής ανεργίας είναι ο δείκτης αποτυχίας της Ενωμένης Ευρώπης, δείκτης μιας απίστευτης πολιτικής μυωπίας των Ευρωπαίων ηγετών, αλλά και σήμα κινδύνου για τον ίδιο τον πυρήνα των δημοκρατιών και την κοινωνική ειρήνη. Ενας άλλος Ευρωπαίος ηγέτης, ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, πρόσφατα το διατύπωσε με πικρή ωμότητα: «Όποιος πιστεύει ότι δεν τίθεται πλέον το αιώνιο ερώτημα περί ειρήνης και πολέμου στην Ευρώπη, μπορεί να πλανάται οικτρά. Οι δαίμονες δεν έχουν φύγει, απλά κοιμούνται».

Υπό μία έννοια, και οι δύο πολιτικοί ηγέτες δείχνουν να αναγνωρίζουν ότι η αιώνια ειρήνη έχει ραγίσει. Και δειλά αναγνωρίζουν επίσης ότι με δική τους ευθύνη οι ευρωπαϊκοί λαοί αφέθηκαν ανυπεράσπιστοι, βουλιάζουν στην ανεργία και τον αποκλεισμό, τα κράτη χρεοκοπούν, οι δημοκρατίες κλονίζονται, ενώ η χρηματοπιστωτική βιομηχανία δέχεται συνεχώς τους πόρους και τα χάδια των κρατών.

Γιατί; Μια απάντηση, μεταξύ άλλων, είναι η εξής: όπως στις παραμονές του Α΄Πολέμου, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν πίστευαν ότι απειλείται η ειρήνη, άρα δεν τη θωράκιζαν, έτσι και μέχρι το 2007-08, δεν πίστευαν ότι η νεαρά και ευημερούσα ευρωζώνη μπορεί να πληγεί από τη μεγάλη κρίση, άρα δεν είχαν απολύτως καμία προετοιμασία. Η ίδια η ευρωζώνη δεν ήταν εξοπλισμένη για αντιμετώπιση κρίσεων. Ακόμη και σήμερα, με την μακρά και πικρή πείρα της έκρηξης του δημόσιου χρέους, των πτωχεύσεων, των μνημονίων και της παγίδας της ύφεσης, η κρίση αντιμετωπίζεται με νυσταλέα αντανακλαστικά, με αδύναμα γιατροσόφια που πάντα χορηγούνται αργά, με υστεροβουλία, και με καταπλήσσουσα επιμονή σε μια ηθικολογία, που δεν μπορεί να κρύψει την υπερχειλίζουσα υποκρισία και την έλλειψη πραγματισμού. Ορισμένως η ηθικολογία και η καθυστέρηση δεν μπορούν πια να κρύψουν το βαθύ έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης της ευρωελίτ στις Βρυξέλλες και την αφύσικη αυτονόμηση της κεντρικής τράπεζας στη Φρανκφούρτη από τα κράτη μέλη και τους δοκιμαζόμενους λαούς.

Κι έτσι, όπως στον Α’ Πόλεμο η Ευρώπη θυσίασε μια γενιά στα χαρακώματα και στα αέρια, όπως στον Β’ Πόλεμο αφάνισε μια γενιά νέων στρατιωτών αλλά και αμάχων, ισοπέδωσε πόλεις και στιγμάτισε εσαεί την ανθρώπινη συνείδηση με το Shoah, με παρόμοιο τρόπο τώρα, η μεγάλη Ευρώπη του 21ου αιώνα θυσιάζει ασυλλόγιστα την καλύτερη γενιά νέων στην ιστορία του Νότου της. Πρόκειται για πόλεμο με άλλα μέσα.

Δημιουργική καταστροφή; Ας το δεχτούμε. Αλλά πού είναι η δημιουργία; Εδώ, στο ευρωπαϊκό υπογάστριο, επί τρία τουλάχιστον χρόνια αντικρίζουμε μόνο καταστροφή, τέτοια που δεν είχαμε νιώσει από το τέλος της αιματοβαμμένης δεκαετίας του ‘40.

Η ελπίδα για διάσωση και δημιουργία βρίσκεται ακριβώς στην επίγνωση της καταστροφής, να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι ζούμε μια μείζονα ιστορική μετάβαση, αμετάκλητα, χωρίς επιστροφή στην προτέρα κατάσταση. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι απώλειες είναι βαθιές και μόνιμες, και ότι το προέχον δεν είναι τόσο η ανάκτηση των απωλεσθέντων, αλλά το χτίσιμο υγιών και ανθεκτικών δομών καθώς θα ανοιγόμαστε στο μέλλον. Η Μεγάλη Υφεση γκρεμίζει την κοινωνία, ακόμη τώρα που μιλάμε· το μέλλον όμως δεν συνίσταται μόνο από στατικά ερείπια, είναι δυναμική κατάσταση, σύντομα μια νέα κοινωνία ασπαίρουσα θα διαμορφώνει τη δική της κοίτη, και θα διεκδικεί νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και οργάνωσης του οικονομικού βίου, νέες συλλογικές αναπαράστασεις και ηθικές αξίες· μια νέα διάνοια.

Η παράδοση θα είναι μία πηγή που θα τροφοδοτεί το ποτάμι· το νέο περιβάλλον, το μεταϋφεσιακό, το «μεταπολεμικό» θα είναι η άλλη πηγή έμπνευσης και ενέργειας για την ανασυγκρότηση. Μένει να μεριμνήσουμε ποια στοιχεία της παράδοσης θα αξιοποιήσουμε, και πώς, δια της ενεργού βουλήσεως, της αναγεννημένης γενικής διάνοιας, θα ορίσουμε την κοίτη του ποταμού. Ποταμώ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ.

εικόνα: Βλάσης Κανιάρης, «Εις δόξαν»

Unexposed_Iran

Αρκετούς μήνες μετά την πρώτη αποκάλυψη των οικονομολόγων του ΔΝΤ, στη σύνοδο του Τόκυο, ότι οι παραδοχές και οι προβλέψεις για το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας ήταν λανθασμένες, η εγερθείσα συζήτηση συνεχίζεται ενόσω εν παραλλήλω εφαρμόζεται καταλεπτώς το ατελές πρόγραμμα ― με τα γνωστά σε όλους τους Ελληνες οδυνηρά αποτελέσματα. Οι δανειστές της Ελλάδας, που επιβάλλουν τον θανατηφόρο συνδυασμό λιτότητα και ύφεση, δεν αμφισβητούν το «λάθος» του πολλαπλασιαστή ούτε την ακαδημαϊκή επάρκεια του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ. Ομως τα θεωρούν ακριβώς ακαδημαϊκή συζήτηση. Οι πολιτικές τους επιλογές είναι άλλες, είναι ορθές και απαιτούν να εφαρμοστούν, εφόσον έχουν επικυρωθεί άλλωστε από τρεις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις.
Κατά τούτο, οι δανειστές πράττουν ορθά, προς το δικό τους συμφέρον, το ορατό τουλάχιστον. Ο,τι βιώνουμε εμείς ως καταστροφή και ιστορική υποβάθμιση, μπορεί για τους δανειστές να είναι ακριβώς το επιδιωκώμενο: η ορθολογική, αν και βίαιη, προσαρμογή σε αυτό που πράγματι αξίζει να είναι η Ελλάδα, μια χώρα λίγο πάνω από τη Βουλγαρία.

Το ζήτημα είναι, πρώτον, πώς αυτή η πολιτική λιτότητας και ύφεσης βοηθά την Ευρώπη συνολικά να σταθεί στα πόδια της, χωρίς να πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις και πολιτική αστάθεια. Δεύτερον, πώς αυτή η πολιτική χτίζει μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, με τεράστιες αποκλίσεις και με αλλεπάλληλες παραβιάσεις του κοινοτικού κεκτημένου και του ευρωπαϊκού νομικού-πολιτικού πολιτισμού· άρα μπορεί να πυροδοτήσει κύμα αντιευρωπαϊσμού. Τρίτον, πώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει την τρομερή ύφεση που την πλήττει: με ποιές ιδέες, ποια βούληση και ποιο φρόνημα αντιμάχεται την κρίση και προσπαθεί να σταθεί όρθια.

Στα δύο πρώτα ζητήματα, στο ευρωπαϊκό πεδίο, η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει τον ρου ή να ανατρέψει συσχετισμούς δύναμης, αλλά μπορεί να πράξει το θεμελιώδες: να θέσει το πρόβλημά της και να προτείνει κοινές λύσεις που θα περιλαμβάνουν την ίδια. Στο τρίτο όμως η ευθύνη και η δράση είναι δικές μας, των Ελλήνων.

Τα τρία χρόνια ύφεσης, με όλο τον πόνο που έχουν προκαλέσει, έχουν προσφέρει και μια πολύτιμη, παρότι επώδυνη, πείρα. Η πτώση έδειξε τις αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου, τις αδυναμίες της διοίκησης και των θεσμών, την ενδημική διαφθορά, τις ενδοταξικές αδικίες· όλα όσα εκαλύπτοντο κάτω από το δάνειο χρήμα και την αμοιβαία εξαχρείωση ελίτ και πελατών. Δεν υπάρχει γυρισμός σε αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο δημόσιου βίου και παρασιτικής οικονομίας.

Αντιμετωπίζουμε ήδη το υπαρκτό πρόβλημα της «χαμένης γενιάς», με όρους όχι μόνο εργασιακούς και οικονομικούς, αλλά και δημογραφικούς, ιστορικούς και εθνικούς. Οι νέοι που μεταναστεύουν και οι νέοι που ενηλικιώνονται στο πουργατόριο της ανεργίας αφαιρούνται πολλαπλασίως από τον εθνικό κορμό, σε βάθος χρόνου και με πολλούς δυσμενείς τρόπους. Επιπλέον, αντιμετωπίζουμε το επίσης υπαρκτό πρόβλημα της πληβειοποίησης της μεσαίας τάξης, με ανάλογους όρους. Μπορούμε να φανταστούμε την Ελλάδα, σαν ευρωπαϊκή, δυτική χώρα, αναπτυσσόμενη και με στοιχειώδη συνοχή, χωρίς νέους ανθρώπους και χωρίς μεσαία τάξη; Χωρίς νέο αίμα και χωρίς ραχοκκαλιά; Αυτό πρέπει να σκεφτούμε, πρώτα απ’ όλα, σε συλλογικό επίπεδο, δηλαδή πολιτικά· αυτή η σκέψη θα ορίσει και το ατομικό. Κανείς δεν θα σωθεί μόνος του ενάντιος σε όλους τους άλλους.

εικόνα: Unexposed, 40 νέες γυναίκες εικαστικοί που ζουν και δημιουργούν στο Ιράν εκθέτουν 70 έργα τους.

Ποια είναι τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα για το αμέσως επόμενο διάστημα στην Ελλάδα; Κατά τη γνώμη μας, δύο, ένα μετρήσιμο κι ένα μη μετρήσιμο, και τα δύο όμως βόμβες στα θεμέλια: η ανεργία και ο διχασμός ―μάλλον, κερματισμός― της κοινωνίας.

Οι τελευταίες εκθέσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του ΙΟΒΕ καταγράφουν τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομίας και μια ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα. Η ανεργία τον φετινό Οκτώβριο έφτασε το 26,8%, έναντι του 19,7% τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Ο ρυθμός αύξησης είναι τρομακτικός: 2,6% μηνιαίως. Αν διατηρηθεί αυτός ο ρυθμός, τον Οκτώβριο του 2013 οι άνεργοι θα είναι το 36,5% ― περισσότερο από το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού θα είναι εκτός εργασίας, εκτός βιοπορισμού.

Οι δείκτες ανεργίας και ύφεσης αντιστοιχούν στους δείκτες της αμερικανικής Μεγάλης Υφεσης, μετά το Κραχ του 1929. Αμερικανοί αναλυτές που παρακολουθούν με ανησυχία την Ευρώπη, υπολογίζουν ότι για να επανέλθει η ανεργία στα κοινωνικώς αποδεκτά επίπεδα του 7,5%, όσο δηλαδή μετριόταν η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, θα απαιτηθούν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια είναι πολύ μακρύς χρόνος, είναι περίπου μια γενιά: πρώτος είχε μιλήσει για μισή ή μία χαμένη γενιά Ελλήνων ο οικονομολόγος Τομάσο Πάντοα Σιόπα, πρ. υπουργός στην Ιταλία και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος είχε προβλέψει μια δεκαπενταετία πτώσης ήδη το 2010. Ο δε πρώην πρόεδρος της Bundesbank Aξελ Βέμπερ είχε εκτιμήσει ότι η κρίση χρέους θα ταλανίζει την Ελλάδα για την επόμενη τριακονταετία.

Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι. Το 26,8% αντιστοιχεί σε περίπου 1,35 εκατομμύρια συμπολίτες, επί συνόλου 5 εκατομμυρίων ενεργού πληθυσμού· 1,35 εκατομμύρια νοικοκυριά, οικογένειες, στερούνται το βασικό ή το αναγκαίο συμπληρωματικό εισόδημα για να επιβιώσουν. Αλλιώς: 3,64 εκατομμύρια εργαζόμενοι πρέπει να παράγουν πλούτο ικανό να θρέψει 11 εκατομμύρια Ελληνες. Δεν γίνεται.

Αυτή η αριθμητική αφόρητης ένδειας μάς οδηγεί αναπόφευκτα στις μη μετρήσιμες αλλά εξίσου αισθητές συνέπειές της: στον διχασμό, τον κερματισμό του κοινωνικού σώματος. Εξαιτίας της κρίσης η Ελλάδα χάνει οδυνηρά ό,τι είχε κατακτήσει με κόπο τη μεταπολεμική περίοδο: υψηλή κοινωνική ομοιογένεια, διαταξική κινητικότητα και μια ευρύτατη μικρομεσαία τάξη. Οι πιο αδύναμοι κρίκοι των μικρομεσαίων στρωμάτων πληβειοποιούνται, τα χάνουν όλα, ενώ και τα μεσαία στρώματα φτωχοποιούνται, χάνουν τα προστατευτικά μαξιλάρια των σταθερών εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων και ήδη απειλείται σοβαρά το τελευταίο οχυρό και ταυτοποιητικό στοιχείο, η ακίνητη περιουσία.

Αυτός ο μείζων κοινωνικός μετασχηματισμός ασφαλώς θα εκφραστεί και πολιτικά. Ηδη οι ψηφοφόροι μετατοπίστηκαν μαζικά προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, καθώς η κεντρώα έκφραση κατέρρευσε ηθικά. Η μετατόπιση δεν εκφράζει μόνο την ψήφο· εκφράζει και την οργή, την απόγνωση, τον φόβο, την ελπίδα και, για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, τον ταξικό διαχωρισμό. Ο εμφιλοχωρών διχασμός δεν έχει ιδεολογικούς ή πολιτικούς χαρακτήρες, όσο κοινωνικούς και οικονομικούς, δηλαδή ταξικούς. Ακόμη πιο ωμά: οι πεπτωκότες, οι κατεστραμμένοι, οι μη έχοντες ούτε εισόδημα ούτε ελπίδα βραχυπρόθεσμης ανάταξης, βρίσκονται αποκομμένοι από το υπόλοιπο όλον των εχόντων κάτι, βρίσκονται απέναντι, καχύποπτοι και ενάντιοι. Οσο η υπόλοιπη κοινωνία των εχόντων -κάτι ή πολύ- δεν καταφέρνει να ανασχέσει την ερείπωση και να αναδιοχετεύσει μέριμνα, υλική ανακούφιση και εργασία προς τους ανέργους, το ενδεχόμενο ρήξεων θα ενισχύεται.

Συναφές και ίσως πιο ανησυχητικό για το μέλλον, με όρους εθνικούς -ιστορικούς, είναι το φαινόμενο της νεανικής ανεργίας, που φτάνει πια το 56% στις ηλικίες 15-25. Γνωρίζουμε από το κοντινό περιβάλλον μας, πόσο οδυνηρή είναι η ανεργία του πενηντάχρονου: πιθανότατα δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά με πλήρεις αποδοχές. Η ανεργία στους νέους δεν τόσο φανερά επώδυνη· ακουμπάνε στην οικογένεια, οι ανάγκες είναι μικρότερες. Είναι όμως πιο ύπουλη και υπονομευτική: ο μακροχρόνιος αποκλεισμός από την είσοδο στην εργασία αναστέλλει βίαια μια αναγκαία τελετή ενηλικίωσης, ψαλιδίζει τα όνειρα, την αυτοπεποίθηση, τη δημιουργικότητα. Κι όχι μόνο κολοβώνει τα νεαρά άτομα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά στερεί και την κοινωνία από τις απολύτως αναγκαίες δυνάμεις ανανέωσης: Πώς αλλιώς θα ανανεώσει το έμψυχο δυναμικό της μια κοινωνία στην παραγωγή, στην επιστήμη, στην τέχνη, στις ηγετικές ελίτ; Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα φθίνει δημογραφικά. Προβάλλοντας πάνω στην υπογεννητικότητα, πάνω σε έναν γερασμένο πληθυσμό, τον καλπάζοντα δείκτη νεανικής ανεργίας και αποκλεισμού, η εξαγόμενη εικόνα είναι ζοφερή. Οι μεσήλικες κουρασμένοι και άνεργοι, οι νέοι άνεργοι ή μετανάστες. Κινδυνεύουμε σαν λαός, σαν έθνος, να μπούμε σε τροχιά ιστορικού μαρασμού.

Κασσανδρικές προβλέψεις; Ναι, εφόσον ισχύσουν οι προβολές του δυσχερούς παρόντος στον μέλλοντα χρόνο. Γνωρίζουμε όμως ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά· ρήξεις και ασυνέχειες, επώδυνες συχνά, εκτρέπουν τη ροή προς άλλες, απρόσμενες κατευθύνσεις. Στο μέτρο που μας επιτρέπεται, διότι η Ελλάδα δεν πορεύεται μόνη της αλλά εξαρτώμενη σε πολλά από άλλους, οφείλουμε να κατανοήσουμε τους κινδύνους καταρχάς, και να δράσουμε αποτρεπτικά: να διαφυλάξουμε την κοινωνική συνοχή, ανακουφίζοντας τους αδύναμους και ανανεώνοντας το συλλογικό φρόνημα. Με δικαιοσύνη και αναδιανομή. Για να επηρεάσουμε κατά το δυνατόν την ιστορική ροή, δηλαδή τη μοίρα μας.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.944 hits