You are currently browsing the category archive for the ‘griots’ category.

Mια φήμη από τη Μαδρίτη, την Πουέρτα ντε Σολ: «Κάνουμε ησυχία, για να μην ξυπνήσουμε τους Ελληνες», είπαν οι Indignados. Ψεύδος, αλλά το αναπαρήγαγαν εγχώρια μέσα, και δια της μικροσυκοφάντησης, ξύπνησαν το ήδη ερεθισμένο νεύρο του μουγγού λαού, του μεγάλου άγνωστου. O λαός, αυτός ο άγνωστος, πλημμύρισε τις πλατείες σχεδόν χωρίς συγκεκριμένο κάλεσμα, με την τουϊτερική κοινότητα διστακτική ή και ειρωνική, με το φέισμπουκ χαοτικό, με μεμονωμένα μπλογκ αγνώστου προλεύσεως να προσκαλούν διάσπαρτα. Ουσιαστικά το κάλεσμα έρχεται από την Πουέρτα ντελ Σολ, ως θεαματική αφορμή, και από το δεύτερο τσουνάμι που ανήγγειλε ο Παπακωνσταντίνου ως αναπότρεπτη μοίρα. Η απέραντη μικρομεσαία τάξη, αφού λούφαξε για αυτοσυντήρηση, ξεδιπλώνεται ενώπιον της επελαύνουσας καταστροφής της.

Μικρομεσαίο πλήθος είδα στην πλατεία Συντάγματος. Μέσο όρο Ελληνα, οικεία πρόσωπα και εμφανίσεις, νέοι ±30 στη συντριπτική πλειοψηφία, αλλά και μεγαλύτεροι, περιποιημένοι, με τζελαρισμένα μαλλιά και τσιτωμένα smartphones να βιντεοσκοπούν τους εαυτούς τους βρίζοντας το Κοινοβούλιο και όλο το πολιτικό σύστημα, κάτι μεταξύ χάπενινγκ, αυτοσχέδιας περφόρμανς και χαβαλέ. Χωρίς κεντρική καθοδήγηση, χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς αιτήματα άλλα από “φύγετε!” και «κλέφτες!»

Πλήθος μεγάλο και ανάμικτο, με πολλούς ολοφάνερα πρωτόβγαλτους στην εμπειρία του πεζοδρομίου, μη τυπικά πολιτικοποιημένους: σαν να είχαν μόλις σχολάσει ή να άφησαν το καφενείο και το λάπτοπ οι άνεργοι, και επιδόθηκαν σε άγρια συνθηματολογία, ακραία, σαρωτική, εναντίον του πρωθυπουργού, του αντιπροέδρου και του σύνολου πολιτικού προσωπικού.

Αγρια αντιπολιτικά συνθήματα από απολιτίκ πλήθος; Είναι μια επιπολής περιγραφή, παρακινδυνευμένη. Σίγουρα όμως ο πρωτοφανής παλμός και η μαζικότητα δεν προέρχονται από διάθεση χαβαλέ. Είναι πασίδηλη η αγανάκτηση, τη νιώθεις σωματικά, νιώθεις το θυμό, τον σπασμό αυτοσυντήρησης στο χείλος της καταστροφής που όλοι τη βλέπουν να επελαύνει. Ο χαβαλές άρα είναι φόρμα, δεν είναι κίνητρο.

Στόχος της οργής είναι οι συλλήβδην “κλέφτες” πολιτικοί, και ο ηγέτης πρωθυπουργός, πρώτα απ’ όλα· με συνθήματα, απεικονίσεις και εκφράσεις τέτοιας ωμής αποδοκιμασίας που κανένα τυπικά πολιτικό κίνημα δεν θα διενοείτο να εκφέρει. Υπό μία έννοια, και εφόσον συνεχιστεί αυτή η στάση, ο Γ. Παπανδρέου θα τελειώσει πολιτικά στον δρόμο, σύντομα, από ένα ανοργάνωτο, ανώνυμο πλήθος που έχει ελάχιστους ή κανένα ανθρωπολογικό δεσμό με το σύμπαν της Μεταπολίτευσης και του ΠΑΣΟΚ, και με το αφελές ναυάγιο του opengov.

Αυτή η ιδιότυπη μεταπολιτική του δρόμου και του πλήθους, όπως φάνηκε να αναδύεται στην πλατεία Συντάγματος, εμπεριέχει δυνάμεις δημιουργικής καταστροφής, και δυνάμεις αντιπολιτικές. Η οργή εφόσον μείνει τυφλή και διάχυτη, μπορεί να εκτονωθεί από δημαγωγούς, να χιεραγωγηθεί, να διοχετευθεί προς αλυσιτελείς, σκοτεινές οδούς. Αλλά και όχι.

Η πρόσφατη πείρα από τις πλατείες του Μαγκρέμπ και της Ισπανίας δείχνει ότι μπορεί ταχύτατα να προκύψουν αποτελεσματικές μορφές αυτοοργάνωσης, συντεταγμένος λόγος, ακόμη και ηγετικά πρόσωπα. Το αυθόρμητο δεν είναι χαοτικό, και το χαοτικό δεν είναι μηδενιστικό: από το άμορφο χάος μπορούν να προκύψουν έμμορφα σχήματα, ιδέες, νοήματα· αυτό περιγράφει η Γένεσις, καταγωγικό κείμενο της δυτικής σκέψης.

Οι πολιτικότεροι ημών, οι ντρεσαρισμένοι σε έναν ορισμένο τρόπο πολιτικής σκέψης αριστερορθόδοξο, κορέκτ, εκσυγχρονίζοντα ή νεοφιλελεύθερο, ασφαλώς θα παραξενευτούν απ’ όσα διαδραματίστηκαν την περασμένη Τετάρτη στο Σύνταγμα και τις άλλες πλατείες. Θα είναι σκεπτικιστές, θα εντοπίσουν νεολαϊκισμό, θα ανατριχιάσουν με τη ρητορική του κραυγάζοντος όχλου. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυναμική του πλήθους, πώς εισβάλλει στη σκηνή και αλλάζει συσχετισμούς, ανατρέπει στερεότυπα, πρωταγωνιστεί. Οταν το βουβό πλήθος αποκτά φωνή, μπορεί να ακουστεί και παράφωνο, τσιριχτό, υστερικό. Ομως έτσι ακούγεται η σιωπηλή πλειοψηφία, όταν αποφασίσει να σπάσει τη σιωπή της. Εχει πολλούς λόγους να τη σπάσει, κι αυτός είναι ο σημαντικότερος: νιώθει ότι απειλείται η ύπαρξή της, η υπόστασή της, η ίδια η ράθυμη πολυτέλεια της σιωπής.

Αφουγκραστήκαμε τη σιωπή μας, το φόβο, την αυτοσυγκράτηση. Κάναμε τα κουμάντα μας με το περίφημο “λίπος”. Τώρα ακούμε κραυγές.

[sneak preview]

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

WASTED_Youth_Poster

Στην ταινία Wasted Youth όλα συμβαίνουν καλοκαίρι. Ο 16χρονος Χάρης περιπλανιέται στην Αθήνα του καύσωνα πάνω στο σκέιτμπορντ, με τα ακουστικά του iPod στ’ αυτιά, και τη γεύση της αθανασίας στα χείλη. Βόρεια προάστια, συνοικίες, γειτονιές, πλατεία Συντάγματος, Φιλοπάππου, Μοναστηράκι, Γκάζι, Ζούμπερι… Οι φίλοι του είναι παιδιά από μικρομεσαίες οικογένειες, μετανάστες, έφηβοι που δουλεύουν, πηγαίνουν σχολείο χαλαρά, μοιράζονται ένα σουβλάκι και μια μπίρα, μοιράζονται τις εμπειρίες του φλερτ, μοιράζονται τον πελώριο χρόνο. Καθώς παρακολουθείς το παιχνίδι, το χασομέρι, τις επαφές τους, τίποτε δεν σου βάζει στο νου ότι αυτός ο χρόνος μπορεί να διαρραγεί. Οταν το κορίτσι λέει στον Χάρη να μη βιάζεται να προχωρήσει ερωτικά, γιατί “έχουν όλο τον χρόνο”, ο Χάρης απαντά χιλιαστικά: “Ποιο χρόνο; Το 2012 θα καταστραφούν όλα!”

Η “Σπαταλημένη νιότη” των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Φόγκελ τυπικά είναι μια μυθοπλασία βασισμένη στον φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Βαθύτερα όμως είναι ένα δραματοποιημένο ντοκυμαντέρ με πρωταγωνιστές τους έφηβους, τις μικρομεσαίες τους οικογένειες και την μητροπολτική Αθήνα. Είναι ένα υβρίδιο ηθογραφίας και road movie, στην οποία συναντιούνται οι μεγάλες πικρές αφηγήσεις για τη νεολαία, η ιχνογράφηση της σύγχρονης οικογένειας, ο νεορεαλισμός ― το Αmerican Graffiti του Τζ. Λούκας, τα σύγχρονα βραζιλιάνικα με την άγρια μητροπολιτική νεολαία, η ανθρωπολογία των ragazzi di vita του Παζολίνι. Η μοναξιά και η στέγνια αντάμα με την τρυφερότητα, την αθωότητα, τη δύσκολη αναζήτηση της αγάπης.

Είναι ντοκυμαντέρ και αυτοσχεδιασμός: η ταινία δείχνει σχεδόν τις ραφές της, δεν προσποιείται την μεγάλη παραγωγή, δεν εκπαιδεύει ηθοποιούς, η δραματουργία της είναι σχεδόν προσχηματική. Αυτή η τυπικά ρομαντική αφέλεια, αυτή η φρεσκάδα και η απλότητα, η ειλικρίνεια, συνιστούν τη γοητεία της.

Το Wasted Youth είναι μια ροκ ταινία που μιλάει για την Ελλάδα σήμερα, και φιλμάρει την Αθήνα σαν Λος Αντζελες της Μεσογείου, γυμνή, ακομπλάριστη· δείχνει την Αθήνα αυτή που είναι και λίγοι την καταλαβαίνουν: μια υπερμοντέρνα μητρόπολη, γεμάτη λιωμένα αισθήματα, γεμάτη αγάπη και ένταση, αλλά χωρίς στόχο, με σπασμένη τη ραχοκοκκαλιά, μια μάνα που φοράει κηδεμόνα.

Η σκηνή που επισκέπτεται ο Χάρης τη μάνα του στο νοσοκομείο κελαρύζοντας “γειά σου, μαμά” και αγκαλιάζονται και χαϊδεύονται καθώς της φοράει τον κηδεμόνα για τη σπονδυλική στήλη, είναι συνταρακτική κορύφωση τρυφερότητας μάνας-γιου και υπόκωφη αλληγορία για την ανάπηρη αγάπη που δεν μπορεί πια να μας στηρίξει ολοκληρωτικά. Ο Χάρης στηρίζει τη μάνα του και την περπατάει, την κοιτάει με λατρεία, ερωτικά, η μάνα του ανησυχεί, τον λέει συνεχώς “μωρό μου”. Υστερα τρώει ένα ζελέ στο νεκρικό κυλικείο, μόνος, εν σιωπή: Ο χρόνος πάλι αραιώνει, διαστέλλεται, στα μέτρα της απέραντης εφηβείας. Εχει προηγηθεί η αγκαλιά, το χαστούκι και ο καβγάς με τον πατέρα: η σχέση με τον πατέρα είναι σπασμένη.

Η πάσχουσα ραχοκοκκαλιά της μάνας, λοιπόν. Η θραυσμένη πυρηνική οικογένεια: Βουβοί τρώνε, βουβοί κοιμούνται στα διαμερίσματα. Ο οικογενειάρχης Βασίλης καπνίζει μανιασμένα με θέα τον ακάλυπτο· είναι ολόκληρος μια τεντωμένη χορδή που πορεύεται προς την έκρηξη αναπόδραστα. Η πολυεθνική παρέα των εφήβων, Ελληνες, Ουκρανοί, Αλβανοί, Αιγύπτιοι, Αρτούροι, Αμπντάλα και Ερμάλ, Χάρηδες και Σπόροι, μια φυλή φίλων, υποκατάστατο οικογένειας, όπου όλοι αποκαλούνται μυητικά “ρε φίλε”, “ρε μαλ..κα” και μοιράζονται όνειρα και φαντασιώσεις.

Το Wasted Youth, όπως και η Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα, και τα άλλα πρόσφατα κινηματογραφικά έργα καλλιτεχνών ίδιας γενιάς και παρόμοιας ευαισθησίας, βυθίζονται στην ελληνική ζωή και φωτογραφίζουν φόβους, αισθήματα, σχέσεις, ελλείψεις, αγωνίες, ό,τι οδήγησε στον απωθημένο Δεκέμβρη του ’08 και στην παρούσα πολιτισμική-κοινωνική κρίση.

Καμία δημαγωγία, κανένα εύκολο συμπέρασμα, καμία διδακτικότητα ή ηθικολογία, ακόμη και σε ένα τόσο καυτό, φορτισμένο θέμα όπως ο χαμός ενός παιδιού. Το Wasted Youth δεν δικαιολογεί, δεν ερμηνεύει, δεν κοινωνιολογεί, δεν φιλολογεί, μόνο δείχνει: την πόλη λιωμένη στο φως του καταμεσήμερου, τη φαντασμαγορία της αστικής νύχτας, πρόσωπα και σώματα σε κοντινά.  Και αφουγκράζεται: τον ήχο του σκέιτμπορντ, μια κιθάρα indie, ένα κουρελάκι ραπ, ένα σκούτερ που αγκομαχάει, λόγια που τα παίρνει η σκόνη. Λεπτομέρειες, θραύσματα, φευγαλέες στιγμές, χωρίς κεντρικό νόημα. Ολα ειπωμένα παρατακτικά και επάλληλα, χωρίς μπρος-πίσω, σχεδόν αυτοσχέδια, με μια λάμπουσα εικονοποιϊα που αφηγείται χωρίς λόγια.

Το Wasted Youth, περισσότερο από μια καλή ταινία, είναι μια αυθεντική μαρτυρία για την εποχή μας, και μια προκαταβολή για τη σπουδαία τέχνη που πρέπει να περιμένουμε από τη γενιά των σημερινών τριαντάρηδων.

Οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των αραβικών λαών, με προεξάρχοντα τον αιγυπτιακό λαό, εκτός των γεωπολιτικών και άλλων σημάνσεων, φανερώνουν στα έκπληκτα δυτικά μάτια απροσδόκητους κοινωνικούς και ανθρωπολογικούς τύπους, αλλά και παλιές έννοιες που παίρνουν νέο περιεχόμενο. Οι σποραδικές εξεγέρσεις σε δυτικές χώρες, τα τελευταία χρόνια, ερμηνεύονταν λίγο-πολύ ως αναταράξεις γνωστών υποκειμένων: νέοι, άνεργοι, επισφαλείς εργαζόμενοι, μετανάστες δεύτερης γενιάς ανένταχτοι, αποκλεισμένοι. Οι καινοφανείς κατηγορίες ήταν οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, στα γαλλικά μπανλιέ λ.χ., και το πλήθος των επισφαλών, το και πρεκαριάτο καλούμενο, που βρέθηκε στους δρόμους της Αθήνας τον Δεκέμβρη ’08 αλλά και στους δρόμους του Παρισιού, του Λονδίνου και της Ρώμης την περασμένη χρονιά.

Αν γυρεύαμε τα κοινά στοιχεία των ευρωπαϊκών αναταράξεων, θα εντοπίζαμε, αφενός, τη επαναδιεκδίκηση του φαντασιακού, την αναπλήρωση ενός ελλείμματος ελευθερίας σε συνθήκες πληθωρισμού πολιτιστικών και ψυχαγωγικών ψευδο-δικαιωμάτων· αφετέρου, τη διεκδίκηση των υλικών όρων της ελευθερίας, δηλαδή, τα πραγματικά δικαιώματα στην εργασία και στο κοινωνικό κράτος, δηλαδή, τη διατήρησή τους σε χαρακώματα άμυνας, ακόμη και πριν από το ξέσπασμα της σφοδρής οικονομικής κρίσης. Η μεσαία τάξη της Δύσης πασχίζει να αποτρέψει την υποβάθμιση και τον αφανισμό της, πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το κοινωνικό συμβόλαιο, την υπόσχεση διαρκούς ευημερίας.

Στην πολυσήμαντη πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου συναντιούνται παρόμοια και άλλα υποκείμενα, με παρόμοια αιτήματα. Οπως περιγράφει αδρομερώς ο αυτόπτης Πέτρος Παπακωνσταντίνου, την αντικαθεστωτική εξέγερση πυροδοτούν κυρίως τα αναδυόμενα και συμπιεσμένα μεσοστρώματα μορφωμένων, νέων κυρίως, ενός έθνους 85 εκατομμυρίων σε δημογραφική έκρηξη, με μέσο όρο ηλικίας τα τριάντα. Τα πολυπληθή πληβειακά στρώματα ακολουθούν. Πλάι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και την Αριστερά, η πιο δυναμική ομάδωση είναι ακριβώς αυτοί οι μορφωμένοι νέοι που ξεκίνησαν το κίνημα της 6ης Απριλίου: το “κογκνιταριάτο”, οι έχοντες τη γνώση, αλλά όχι τον πλούτο και την εξουσία.

Αν ξεπεράσουμε το αρχικό σοκ της Αιγύπτου ―διότι η Δύση αιφνιδιάστηκε ολοσχερώς―, κι αν ξεπεράσουμε τη δυσπιστία μας απέναντι στους νεολογισμούς, το ούτως ειπείν κογκνιταριάτο προστίθεται στο επίσης καινοφανές πρεκαριάτο, έτσι ώστε με νέα εννοιολογικά εργαλεία να ψηλαφήσουμε τα νέα υποκείμενα. Νέα, αλλά και γνώριμα από παλιά: οι νέοι και οι μορφωμένοι πρωτοστατούν πάντα στους αγώνες για ελευθερία, πολύ περισσότερο αν αντιμετωπίζουν καθεστώτα διεφθαρμένα και τυραννικά. Τα πληβειακά στρώματα, και οι κάθε λογής αποκλεισμένοι, ακολουθούν· τα μεσαιοανώτερα στρώματα ακολουθούν, υπό όρους, εφόσον κινδυνεύει η θέση τους, και εν πάση περιπτώσει δεν πρωτοστατούν.

Τι κοινό μοιράζονται οι πρεκάριοι της βόρειας Μεσογείου με τους κογκνιτάριους της Νότιας Μεσογείου; Την ίδια φαντασιακή δίψα· τη δίψα για ελευθερία, δίψα για δικαιοσύνη και ισότητα. Η οποία φαντασιακή δίψα αναζητεί διαρκώς, και βρίσκει, τις υλικές της βάσεις: αναδιανομή του πλούτου, αναθεώρηση των σχέσεων κυριαρχίας. Η καταναλωτική φενάκη και η χίμαιρα της μίας ευκαιρίας δεν πείθουν τους πρεκάριους, που αντικρίζουν μια πραγματικότητα απείρως σκληρότερη και διαφορετική από τον κόσμο της διαφήμισης αλλά και από τον κόσμο των γονιών τους. Η έσχατη πενία, η διαφθορά, ο αυταρχισμός, η κοινωνική καθυστέρηση, οι τρομακτικές ανισότητες, οδηγούν τους κογκνιτάριους στο σημείο έκρηξης.

Τα δίκτυα της παγκοσμιοποίησης μεταφέρουν εικόνες κλειστού πλούτου και ανοιχτής γνώσης· η γνώση δεν μπορεί να κρυφτεί σε φορολογικούς παράδεισους, διαχέεται στη δική της δημοκρατία, με ισοπολιτεία και ισηγορία: αρκεί μια σύνδεση. Και μια συγκυρία: για να μετατραπούν οι φαντασιακές κοινότητες σε κοινωνίες προσώπων, που βάζουν μπροστά τα σώματά τους, προς έναν κοινό σκοπό, την κοινωνική χειραφέτηση. Πρόκειται για τη λανθάνουσα δυνατότητα των παγκοσμοποιημέων δικτύων, των ίδιων που επέτρεψαν την αποθηρίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυτού που γέννησε υπερκέρδη και σφοδρές κρίσεις, εθνικές και διεθνείς. Από τον πυρήνα της κρίσης ξεπροβάλλουν νέοι τρόποι αυτοαναγνώρισης, και νέα πολιτικά υποκείμενα.

Και μάλιστα στην λεγόμενη περιφέρεια. Μα τι είναι περιφέρεια και τι είναι κέντρο; Μαζί με τη θραύση των ανθρωπολογικών και κοινωνιολογικών στερεότυπων, θραύονται και τα γεωπολιτικά και μακροϊστορικά στερεότυπα. Ο 21ος αιώνας φαίνεται να εγκυμονεί νέα σημεία θέασης του κόσμου: οι άνθρωποι βλέπουν από Νότο προς Βορρά, και εξ Ανατολών προς Δυσμάς. Το δυτικό και βόρειο βλέμμα δεν είναι πια το μόνο, το κυρίαρχο.

Αυτή η ανατροπή του δυτικού-λευκού πτολεμαϊσμού, μαζί με την παγκόσμια κοινότητα γνώσης, μαζί με τη δίψα ελευθερίας, μαζί με το διαρκώς επανερχόμενο πρόταγμα ατομικής και συλλογικής αυτοδιάθεσης, είναι το καινοφανές υπόστρωμα του 21ου αιώνα κάτω από τις επιπολής βαριές στοιβάδες υπαρκτών διαψεύσεων και απειλών.

Εντυπώσεις και παρατηρήσεις από την γενική απεργία και πορεία της 15.12.2010, Αθήνα,
στο politicon.gr

Η νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη ’08 χωρίζει αδιόρατα μα βαθιά την πολιτική ζώη σε Πριν και Μετά. Υπό μία έννοια, προοικονομεί τον ακόμη βαθύτερο χωρισμό σε εποχή Πριν και Μετά το Μνημόνιο, τον Μάιο του ’10. Και τα δύο ορόσημα ήσαν απρόβλεπτα, πολύ περισσότερο ο Δεκέμβρης, και τα δύο ορόσημα ερέθισαν, σχεδόν τραυμάτισαν, το συλλογικό φαντασιακό· και τα δύο έθεσαν το ζήτημα της βίας, της σύγκρουσης, έθεσαν ζητήματα αυτοαναγνώρισης, συλλογικότητας, αντοχών της δημοκρατίας, αντοχών της κοινωνίας, αντοχών των θεσμών.

Ο κοινωνικός πόνος που προκαλεί, και θα προκαλεί, ο επαχθής δανεισμός σκεπάζει προσωρινά την ουλή του Δεκέμβρη. Η σημερινή απειλή είναι καταρχάς υλική, εξόχως υλική, απειλεί με φτώχεια και σπάνι· και αφορά όλο τον παραγωγικό πληθυσμό, τον κόσμο της εργασίας, τα νοικοκυριά, τις οικογένειες. Αντιθέτως, ο σπασμός του Δεκέμβρη αφορούσε πρωτίστως τους νέους, τη γενιά των επισφαλών των 700 ευρώ και των σταζ, τους υπερεντατικοποιημένους έφηβους, τα παιδιά που όλοι λέγανε ότι δεν θα ‘χουν μέλλον.

Το μέλλον… Ο χρόνος, η ζωή. Σε πρόσφατη πολύωρη συζήτηση με μαθητές, άκουσα τι λένε σήμερα οι 17-20 ετών, αυτοί που έζησαν τα δεκεμβριανά. Εμεινα έκπληκτος από την ωριμότητα, τον πραγματισμό, τη μελαγχολία τους. «Ζητούσαμε χρόνο, τον χρόνο μας… Δεν αντέχουμε το σχολείο, αυτό το σχολείο, αυτή τη ζωή… Ζητούσαμε τη ζωή μας…» Τα λόγια έπεφταν αβίαστα, χωρίς εύκολα συμπεράσματα, χωρίς ωραιολογίες. «Δεν βγήκε τίποτε, δεν ξέρω αν βγαίνει τίποτε, μάθαμε πάντως ότι μόνος του ο καθένας δεν βγάζει τίποτε, μόνο ενωμένοι μπορεί να πετύχουμε κάτι… Και ναι, εκείνες οι ώρες στον δρόμο ήταν γιορτή, όλοι μάς άκουγαν κι ακούγαμε ο ένας τον άλλο…»

Τη γιορτή και την έκρηξη διαδέχεται η μελαγχολία, εξόχως νεανική, εξόχως ρομαντική. Και μια αδιόρατη αποδοχή του No Future: όσο χαμηλώνουν οι υλικές προσδοκίες, φουντώνει η λαχτάρα μια νέας συλλογικότητας, σχεδόν ουτοπικής, και μαζί στερεώνεται ένας βιωμένος πραγματισμός: τα παιδιά αυτής της γενιάς ενηλικιώθηκαν απότομα, και πολύ νωρίς, σε αντίθεση με τους γονείς τους. Υπό αυτή την έννοια, το ξέσπασμά τους ίσως διεύρυνε το νόημα της κουρασμένης μεταδημοκρατίας μας, βάζοντας στην πολιτική ατζέντα ξεχασμένους όρους, όπως αλλαγή, μετασχηματισμός, διεκδίκηση του σώματος, διεκδίκηση του δημόσιου χώρου.

Ο πολιτικός επιστήμονας Ανδρέας Καλύβας, αν. καθηγητής στη Νew School της Ν. Υόρκης, πήγε ακόμη πιο μακριά: στο δεκεμβριανό ξέσπασμα είδε μια διεύρυνση του δημοκρατικού χώρου για τους αποκλεισμένους («An Anomaly? Some Reflections on the Greek December 2008”). Και ο διάσημος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ είδε στη φλεγόμενη Ελλάδα όλη την Ευρώπη: «Αν η Ευρώπη είναι για μας πρώτα από όλα το όνομα ενός ανεπίλυτου ακόμα πολιτικού προβλήματος, η Ελλάδα είναι ένα από τα κέντρα της, όχι μόνο εξαιτίας της μυθικής καταγωγής του πολιτισμού μας, που συμβολίζεται από την Ακρόπολη των Αθηνών, αλλά εξαιτίας των σημερινών προβλημάτων που είναι συγκεντρωμένα εκεί… Με αυτή την έννοια, η ελληνική εξέγερση είναι ένα σύμπτωμα της Ευρώπης».

Η καταδίκη του Επαμεινώνδα Κορκονέα σε ισόβια κάθειρξη και του Βασ. Σαραλιώτη σε δεκαετή κάθειρξη για τον φόνο του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, στις 6 Δεκεμβρίου 2008, κλείνει ένα κεφάλαιο της πρόσφατης ταραγμένης ιστορίας. Οι βαριές καταδίκες που επέβαλε το Μικτό Κακουργιοδικείο Αμφισσας και η μη αναγνώριση ελαφρυντικών, ύστερα από επεισοδιακή οκτάμηνη δίκη, δεν αποδίδουν μόνο δικαιοσύνη, αλλά έρχονται να εξευμενίσουν την κοινή γνώμη, η οποία έχει χάσει προ πολλού την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς. Υπό μία έννοια, το δικαστήριο της Αμφισσας προστάτευσε εν συνόλω το κύρος της Δικαιοσύνης, τρωθέν από ποικίλα παραδικαστικά κυκλώματα τα τελευταία χρόνια και μηδέποτε πλήρως ιαθέν.

Διότι οι δικαστές, και οι ένορκοι μαζί τους, εκπρόσωποι όλοι μιας κοινωνίας τραυματισμένης και τελούσης εν αγωνία για το εγγύς μέλλον, θυμούνται πολύ καλά όχι μόνο τι συνέβη τον μακρύ Δεκέμβρη του 2008, αλλά και τι συνέβη το 1985, με τον φόνο του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά, και το 1990, όταν ο φονεύς του Καλτεζά, αστυνομικός Αθαν. Μελίστας, αθωώθηκε από το Εφετείο. Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι στο 1990, στο σύνθημα “Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας“, κατά τις ταραχές για την αθώωση Μελίστα, βρίσκονται οι ρίζες της σημερινής ανυπακοής της νεολαίας, και μια από τις ισχυρότερες ρίζες του Δεκέμβρη ’08.

Ο φόνος ενός 15χρονου είναι ταμπού σε κάθε κοινωνία. Πολύ περισσότερο στην παρούσα ελληνική κοινωνία της υπογεννητικότητας, των παραχαϊδεμένων και ευάλωτων μονάκριβων· στη νευρική και ανασφαλή Ελλάδα που υπόσχεται μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο στα βλαστάρια της· σε μια Ελλάδα γεμάτη μνήμες αδικοχαμένων παλικαριών, θυμάτων διχασμών και εμφυλίων. Αυτή η χώρα, αυτή η κοινωνία δεν αντέχει τον φόνο ενός εφήβου, ποτέ δεν τον άντεχε.

Ο μοιραίος Επαμεινώνδας Κορκονέας κατέστρεψε πολλές ζωές: του Αλέξανδρου, τη δική του, της οικογένειας του και της οικογένειας του θύματος. Κι ο Β. Σαραλιώτης κατέστρεψε: είδε το κακό να έρχεται κι έμεινε άπραγος, μοιραίος κι αυτός. Και καταστράφηκαν όλοι.

Αυτή η καταστροφή ζωών και ψυχών, αυτό το άλυτο δράμα ξετυλίχτηκε στο δικαστήριο της Αμφισσας. Μια Ελλάδα που τα ‘χει χαμένα, που δεν ξέρει ποια είναι και τι της ξημερώνει, δικάζει τον εαυτό της για το φόνο ενός παιδιού. Το παιδί, το πιο αθώο απ’ όλους, πλήρωσε με τη ζωή του τη σύγχυση και την αναπηρία της μητέρας κοινωνίας, που δεν μπόρεσε να το προστατέψει και να το οδηγήσει, να το διδάξει, κι αυτό και άλλα παιδιά σαν αυτό. Η καταδικαστική απόφαση εξάντλησε τα περιθώρια αυστηρότητας, ακριβώς γιατί η προστασία και η πρόνοια τη κοινωνίας υπήρξαν τραγικά ανεπαρκείς· για να ξορκιστεί το κακό, να μην επαναληφθεί.

Στην καταληκτήρια συνεδρίαση, η μητέρα του Σαραλιώτη ζητούσε αναστολή της ποινής, θρηνώντας: “Δεν σήκωσε το χέρι ο γιος μου”. Η γιαγιά του Γρηγορόπουλου, με τη φωτογραφία του θύματος στα χέρια, αποκρίθηκε: “Το δικό μας παιδί είναι στον ουρανό”. Ολοι οι θρήνοι φέρουν την αλήθειά τους.

Η κρίση που διατρέχει τον Συνασπισμό της Αριστεράς συμπυκνώνει εν πολλοίς την κρίση που διατρέχει όλο το πολιτικό σύστημα σήμερα. Η διάσπαση που συνέβη στο πρόσφατο συνέδριο του Συνασπισμού δείχνει καταρχάς την κρίση ταυτότητας, την αδυναμία του να παραγάγει πρωτεγενώς πολιτική και να αφουγκραστεί την κοινωνία, ακόμη και τα μέλη του, αλλά και τις ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις στο σώμα του, τον κερματισμό των δυνάμεών του.

Ο Συνασπισμός, στην αδυναμία του να έχει μια σαφή, διακριτή φυσιογνωμία και ένα συνεκτικό σχέδιο απαντήσεων στα ερωτήματα της ελληνικής κοινωνίας, έφτασε να θεσμοθετήσει τις τάσεις στο εσωτερικό του εν ονόματι του θεμιτού πλουραλισμού και να προβάλει την αδυναμία σύνθεσης ως δημοκρατική αρετή. Η αδυναμία αποσαφήνισης και συνοχής δεν έχει μόνο ιδεολογικές και γενεαλογικές αιτίες· σε μεγάλο βαθμό, ο κερματισμός του ΣΥΝ οφείλεται στη λυσσαλέα και ασίγαστη σύγκρουση των ομάδων για την επικράτησή τους, για την κυριαρχία· και στον διαρκή αγώνα των στελεχών του μηχανισμού για αυτοαναπαραγωγή τους.

Οι στιγμές κρίσης επέδρασαν καταλυτικά πάνω στον εύθραυστο Συνασπισμό, έδειξαν ακριβώς το έλλειμμα ιδεολογίας και πολιτικής μεθόδου, έδειξαν την παθολογική εσωστρέφειά του και την απώλεια αίσθησης του πραγματικού. Το πρώτο ρήγμα το προκάλεσε ο Δεκέμβρης ’08, αλλά τη θραύση την έφερε η μεγάλη οικονομική κρίση. Και στις δύο στιγμές ο πολυτασικός, εσωστρεφής, ενδοανταγωνιστικός ΣΥΝ δεν βρέθηκε σε θέση να απαντήσει στις προκλήσεις, να απευθυνθεί στην κοινωνία συνολικά και να προτείνει μια καθολική αφήγηση. Φυσικό: ο πολυκερματισμένος και απήρυνος αδυνατεί να αξιώσει τη σύνθεση και την καθολικότητα.

Είναι παράδοξο, αλλά έτσι συνέβη: όταν η πολυαναμενόμενη κρίση του καπιταλισμού έφτασε, και μάλιστα εξαιρετικά σφοδρή, η αριστερά βρέθηκε ανέτοιμη και ομφαλοσκοπούσα, χωρίς εργαλεία, χωρίς αντανακλαστικά. Δεν μπόρεσε καν να καρπωθεί τη διάχυτη αμυντική ριζοσπαστικοποίηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού.

Μια ομάδα εντός του ΣΥΝ αντελήφθη τις κρίσεις σαν ευκαιρίες για επίδειξη τακτικής ετοιμότητας, σαν πεδίο άγρας οπαδών, ευκαιρία να εκφράσει ο ΣΥΝ προνομιακά την δυναμική των ταραγμένων υποκειμένων. Χωρίς όμως ανάλυση, χωρίς στρατηγική· χωρίς καν να αντιλαμβάνεται ότι τα νέα υποκείμενα του δύσθυμου 2007 και του φλεγόμενου 2008 θεωρούσαν εν πολλοίς και τον ίδιο τον ΣΥΝ μέρος της κρίσης, μέρος του παλιού κόσμου. Το καινοφανές, μηδενιστικό, υπαρξιακό “μη αίτημα” του Δεκέμβρη δεν μπορούσε να συναντηθεί με τον πατερναλισμό ή τον αμήχανο οπορτουνισμό αυτής της αριστεράς.

Μια άλλη ομάδα, αυτή που αποχώρησε τελικά, θεώρησε τον Δεκέμβρη καθαρό μπάχαλο χωρίς πολιτικό ή κοινωνικό περιεχόμενο· δεν είχε τη διάθεση, αλλά ούτε τα εργαλεία, να προσεγγίσει την έκρηξη οργής και βίας, ούτε καν για οπαδοθηρία.

Υπό την αφόρητη πίεση της δύσκολης πραγματικότητας, οι τάσεις εντός του ΣΥΝ συσπειρώθηκαν βάσει γενεαλογίας· θυμήθηκαν οι μεν την ευγενή καταγωγή εκ του ΚΚΕ-εσωτ. και της ΕΑΡ, οι δε την αριστερή καταγωγή εκ του ΚΚΕ, εκ του βολονταριστικά ενιαίου Συνασπισμού του ’89-90, και εκ των κινημάτων. Οι ανανεωτές θυμήθηκαν τον ευρωπαϊσμό τους, οι άλλοι θυμήθηκαν τον αντικαπιταλισμό τους. Και οι δύο όμως, όταν εξερράγη η μεγάλη κρίση, δεν είχαν να πουν τίποτε.

Ενώπιον της κρίσης, και οι δύο τάσεις βρέθηκαν ανέτοιμες· ο τρεϊντγιουνισμός, ο ευρωσκεπτικισμός, η πλειοδοσία σε αιτήματα, η διαρκής καταγγελία δεν συνιστούν πλατφόρμα, δεν φτιάχνουν ατζέντα. Πώς απαντάς στο μνημόνιο της τρόικας και τον επαχθή δανεισμό; Πώς αποφεύγεις την ύφεση; Πώς χειρίζεσαι το εκρηκτικό χρέος; Πώς αμφισβητείς τη Συνθήκη του Μάαστριχτ όταν την έχεις υπερψηφίσει; Παρότι ορισμένοι αριστεροί οικονομολόγοι έσπευσαν να αναλύσουν και να προτείνουν, με τόλμη αλλά και υπευθυνότητα, ο ΣΥΝ δεν μπόρεσε ούτε αυτούς να συναρθρώσει σε ολοκληρωμένο λόγο. Αφλογιστία.

Πολύ περισσότερο οι ανανεωτές: αυτοί ουσιαστικά σιώπησαν, δεν είπαν τίποτε ουσιώδες για την κρίση, εγκλωβισμένοι σε έναν απολιθωμένο ευρωπαϊσμό του ’70-’80, ο οποίος σήμερα βάλλεται πανταχόθεν. Αντιθέτως, η πολιτική τους ζωτικότητα εξαντλήθηκε σε έναν ιδιότυπο Ανένδοτο για επιβολή της μειοψηφούσας τους άποψης, που έφτασε στα όρια του εκβιασμού: ή διαλύετε τον ΣΥΡΙΖΑ ή αποχωρούμε. Αποχώρησαν. Ωστόσο, κανείς δεν έχει καταλάβει ποια είναι η ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας και η σημερινή πλατφόρμα αυτής της ομάδας των media darlings, που αποσκιρτά κατηγορώντας τους άλλους για αριστερισμό και αντιευρωπαϊσμό. Η αποσκίρτηση των ανανεωτών τροφοδοτείται από πληγωμένο ναρκισσισμό, από ξεθυμασμένη αλαζονεία, από νοοτροπία νομενκλατούρας, χωρίς όμως καμία υλική προϋπόθεση: ηλικιακά και ποσοτικά οι ανανεωτές συνιστούν όμιλο στελεχών, όχι κόμμα. Η δε ατζέντα τους θα μπορούσε κάλλιστα να υλοποιηθεί από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου.

Στο εγγύς μέλλον, σε κλίμα πόλωσης και συγκρούσεων, οι ανανεωτές δεν θα βρουν χώρο στην πολιτική αρένα· θα εξατμιστούν ή θα απορροφηθούν από το ΠΑΣΟΚ. Οι Οικολόγοι με το ισχυρό brand name, αν διαθέτουν ένστικτο αυτοσυντήρησης, δεν θα δεχτούν εκλογική συνεργασία, διότι οι ανανεωτές με τη στελεχική και κομματική τους εμπειρία θα αλώσουν εν μια νυκτί τους ερασιτέχνες Πράσινους.

Ο Συνασπισμός έχει μόνο μια επιλογή επιβίωσης: να καταλάβει μια θέση στα αριστερά του φάσματος καρπωνόμενος τη ριζοσπαστικοποίηση και την απόγνωση των συνθλιβόμενων μεσοστρωμάτων. Αν δεν το καταφέρει, θα συρρικνωθεί στο όριο-θρίλερ του 3% ή και παρακάτω. Σε κάθε περίπτωση, οι περιφερειακές εκλογές του Νοεμβρίου (ή οι αιφνίδιες εθνικές) θα είναι κρίσιμη (ή και αποφασιστική) δοκιμασία για την εκτός ΚΚΕ αριστερά. Οπως άλλωστε και για το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και το ΚΚΕ. Για όλους.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

Αρχισε σαν η μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση από την εποχή της απεργίας για τα μέτρα Γιαννίτση, το 2001· προτού περάσουν τρεις ώρες τέλειωνε σαν τραγωδία.

Εκατό και περισσότεροι χιλιάδες άνθρωποι , νέοι, μεσήλικες, ηλικιωμένοι, κύριοι με το σακκάκι τους και καπελάκι για τον ήλιο, κυρίες με μαλλί κομμωτηρίου και μαύρο γυαλί, άνθρωποι νοικοκυραίοι, φιλήσυχοι, ειρηνικοί, μα τώρα ανήσυχοι, νευρικοί, δύσθυμοι.

Μπροστά από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συγκεντρώνονται δημοσιογράφοι. Πρόσωπα σκυθρωπά, ελάχιστοι μικροαστεϊσμοί. Περνούν γνωστοί: μια γκαλερίστ, ένας ζωγράφος, ένας ξενοδόχος Κυκλάδων, μια πρώην ιδιαιτέρα υπουργού, ένας εκδότης βιβλίων, ένας βουλευτής, ένας νομαρχιακός σύμβουλος, ένας διευθυντής εφημερίδας, ένας άνεργος δημοσιογράφος, μια συνταξιούχος δημοσιογράφος, ένας επιχειρηματίας με τρία καταστήματα. Ο ήλιος καίει ανελέητος, τα κινητά ανάβουν, διάσπαρτος κόσμος αποδοκιμάζει την ομιλία του προέδρου της ΓΣΕΕ.

Διάχυτη ένταση, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αντιλαμβάνονται εναργέστερα το βάρος της στιγμής, την κρισιμότητα των περιστάσεων, την ευθύνη. Ξέρουν ότι σήμερα η Βουλή συνεδριάζει, αντιμέτωπη με μια από τις κρισιμότερες αποφάσεις της μεταπολιτευτικής της ζωής: για να ψηφίσει το Πρόγραμμα Στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η χώρα σώζεται από τη χρεωκοπία, αλλά επιβάλλονται περικοπές στα εισοδήματα, σκληρή φορολογία, αναμόρφωση του ασφαλιστικού. Τα επόμενα χρόνια, η ζωή θα είναι διαφορετική.

Ερχονται ειδήσεις για το συγκεντρωμένο πλήθος: στο Σύνταγμα βρίσκεται η κεφαλή. Μεταξύ Αλεξάνδρας και Μουσείου τα οργανωμένα αριστερά μπλοκ απομακρύνουν αγέλες μπάχαλων. Οι μπάχαλοι προχωρούν απ’ τα πλαϊνά των οργανωμένων συνδικαλιστικών και πολιτικών μπλοκ, προσπερνούν τα πρωτοβάθμια σωματεία, προσπερνούν ακόμη και τα περιφρουρημένα μπλοκ των συντεταγμένων αντεξουσιαστών, προχωρούν προς τα Χαυτεία, χάνονται μες στο πλήθος, δυσοίωνα.

Στουρνάρη και Πατησίων αναποδογυρισμένοι κάδοι. Η πορεία προχωράει αργά, μπαίνει στη Σταδίου, κοντεύει δύο η ώρα. Από το Σύνταγμα μας τηλεφωνούν: γίνονται επεισόδια, πέφτουν χημικά. Κανείς δεν έχει εικόνα τι γίνεται στα άκρα του τεράστιου πλήθους. Πριν από την πλατεία Κλαυθμώνος βλέπουμε πυκνό μαύρο καπνό να σκεπάζει τον στενό ορίζοντα και να ανεβαίνει στον ουρανό. Πυρκαγιά. Στην Κοράη, δύο αυτόπτες δημοσιογράφοι αφηγούνται: Σπάγανε την Εμπορική επί της Σταδίου, μετά σπάσανε το κατάστημα Zara, πετάξανε μια μολότοφ μέσα στη βιτρίνα, αμέσως ενεργοποιήθηκε το αυτόματο σύστημα πυροπροστασίας, η φωτιά έσβησε σε μερικά λεπτά. Μια άλλη μικροομάδα είχε διασχίσει τη Σταδίου, ελάχιστα λεπτά μετά το σπάσιμο του Zara, και έσπαγε το κατάστημα της τράπεζας Marfin στο μικρό εκλεκτικιστικό κτίριο πριν από το Αττικόν, έσπασε τις τζαμαρίες, έριξε μολότοφ μέσα. Κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει στην τυφλή, φονική βία. Πήρε φωτιά, μικρή στην αρχή, μα γρήγορα φούντωσε· η πορεία κοντοστάθηκε, μαύρος καπνός πηχτός άρχισε να βγαίνει από παράθυρα άνω ορόφων του κτιρίου, άνθρωποι βγήκαν στα μπαλκόνια. Κάτι συνέβαινε, κάτι απειλητικό.

Σε μερικά λεπτά έφτασε η Πυροσβεστική. Ημουν εκεί. 14:15, ανθρωποι στέκονταν έξω από το καπνισμένο κτίριο, μια ομάδα ΜΑΤ, φωτογράφοι, τηλεοπτικές κάμερες, κανείς δεν ήξερε τίποτε. Από πλαϊνά μπαλκόνια άνθρωποι πετούσαν μπουκάλια νερό στους εγκλωβισμένους του δευτέρου ορόφου. Η πορεία συνεχιζόταν διστακτική, φήμες κυκλοφορούσαν για έναν άνθρωπο που χτύπησε άσχημα πηδώντας από μπαλκόνι. Κόσμος περνούσε.

Στην οδό Αμερικής τα δακρυγόνα ήταν αποπνικτικά. Η πορεία σκόρπισε προς την Πανεπιστημίου· από το Σύνταγμα κατέβαινε σκόρπιος κόσμος πολύς, καπνοί και δακρυγόνα σπρωγμένα από έναν ελαφρότατο άνεμο έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική, άνθρωποι έκαναν εμετό. Η πορεία έχει διαλύσει. Χάος.

Προπύλαια, 15:10, τηλεφώνημα: Υπάρχουν νεκροί, το γράφουν τα μπλογκ! Μην πιστεύεις τα μπλογκ! 15:11, τηλεφώνημα: Γαλλικό κανάλι μιλά για δύο νεκρούς. 15:13: Το RAI μιλά για τρεις νεκρούς σε τράπεζα, το ίδιο και το CNN. Κοιτάω γύρω μου, μου φαίνεται ότι όλοι μιλούν στα κινητά, όλα έχουν σιγήσει, όλα επιβραδύνονται, παγώνουν. Πράγματι, όλοι μιλούν στα κινητά, κατόπιν τα κλείνουν και σιωπούν. Σκορπάνε. Τρεις νεκροί ― αυτό, βουβό, πλανιέται στον αέρα μαζί με αποκαϊδια και δακρυγόνο.

Στη Σταδίου ένα μεγάλο πλήθος έχει ανασυνταχθεί και πορεύεται. Προς την καμένη τράπεζα, προς τον τόπο του θανατικού; Κανείς δεν ξέρει πια, κανείς δεν ξέρει τίποτε. Χτυπάει το κινητό: Η απεργία ανεστάλη, κατεβαίνουμε στην εφημερίδα. Διασχίζω την πόλη, είναι βουβή.

edit: O μπλόγκερ Μιχάλης talos ήταν μαζί μου, όταν πρωτοείδαμε τον πηχτό μαύρο καπνό στη Σταδίου. Μου είπε: Σαν το Lost! Δεν τον κατάλαβα, του απάντησα: Δεν έχω δει το Lost. Μετά από λίγα λεπτά χαθήκαμε, μάς έφαγαν τα δακρυγόνα.


Θυμός-λύπη, απάθεια-κατάπληξη, αγωνία-παραίτηση, μανία-κατάθλιψη, όλα τα δίπολα περιγράφουν την παρούσα Ελλάδα. Κυρίως κατάπληξη και παγωνιά, κατάπληκτος μετεωρισμός. Σαν να έχει πέσει βόμβα ψυχοτρονίων και ζούμε διεσταλμένα το απειροελάχιστο διάστημα ανάμεσα στη λάμψη και την έκρηξη: το βλέμμα μας συλλαμβάνει αισθητικά την ωραία λάμψη κλάσματα δευτερολέπτου πριν μας τυφλώσει, πριν ακούσουμε τον κρότο, πριν η έκρηξη μάς σαρώσει.

Σε αυτό το dt ξετυλίγεται ο πρότερος βίος, ο έκλυτος και αμέριμνος βίος ο δανεικός, και μαζί προεικονίζονται θραύσματα από τον βίο εφεξής, εικόνες παρόντος, εικόνες μέλλοντος. Παρελθόν, παρόν και μέλλον μαζί, κράμα: Γιατί το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα.

Είπαμε, λέμε από καιρό, ότι το πολιτικό σύστημα έχει γκρεμιστεί, ότι ο λαός το ανέχθηκε και το υπέμεινε, το ψήφιζε, και συχνά συναλλάχθηκε μαζί του σε αναδιανομές δανεικού ή κλοπιμαίου πλούτου, σε διαδικασία αμοιβαίας εξαχρείωσης. Από φούσκα σε φούσκα και από αναβολή σε αναβολή, φορτώνοντας τα βάρη στις μέλλουσες γενεές, ρημάζοντας τη γη, τα ποτάμια, τις θάλασσες και τους οικισμούς, το ήθος της κοινότητας και τις συλλογικές συμπεριφορές.

Το ‘χουμε πει από καιρό, σαν ψυχανέμισμα κραδασμών και φόβων, σαν σύλληψη της αγωνίας που διέτρεχε το κοινωνικό σώμα, ακόμη και σε στιγμές κραιπάλης. Τα λέγαμε τον καιρό της μέθης του εκσυγχρονισμού που έμεινε μισερός και μίζερος, ιδεοληπτικός και πτωχαλαζών, και βούλιαξε εντέλει στα θολόνερα του χρηματιστηρίου («οι αγορές μάς ψηφίζουν!») και της ολυμπιακής φενάκης. Το λέγαμε πάνω στα αποκαϊδια των πυρκαγιών του θέρους ’07: η δύσθυμη μεταδημοκρατία πρηζόταν και ξεχείλιζε με σκάνδαλα ηλίθιων και ανήθικων. Δεν σταματήσαμε λεπτό ν’ ακούμε την τρομερή βοή των πλησιαζόντων· δυστοπικά οράματα τρύπωναν στα πληκτρολόγια, μελαγχολία στοίχειωνε τις οθόνες. Ημασταν πληκτικοί, προβλέψιμες κασσάνδρες.

Ο σκοτεινός Δεκέμβρης ‘08 ήταν ο πιο φανερός σπασμός. Κι όμως ελάχιστοι έστερξαν να τον αφουγκραστούν, να ερμηνεύσουν τις φλόγες των δεκαεξάρηδων, την ηλεκτρική εκκένωση του “Νo Future”. Είπαν ότι δεν σημαίνει τίποτε, ότι καλά βαδίζουμε και χωρίς δεκαεξάρηδες, χωρίς ανυπάκουους εφήβους, ότι η λύση είναι περισσότερη τάξη, περισσότερα δάνεια, με άλλο υπουργό θα είμαστε καλύτερα.

Ηρθαν οι άλλοι υπουργοί. Οι παλιοί βυθίστηκαν στην καταφρόνια. (Και παρ’ όλ’ αυτά κυκλοφορούν αντρόπιαστοι, πάνε στην ταβέρνα, ίσως και να ΄χουν σιγουρέψει τις καταθέσεις τους έξω.) Οι καινούργιοι εξελέγησαν θριαμβευτικά από τον λαό, με σύνθημα “τα λεφτά υπάρχουν”: αυτό το τελευταίο ψέμα ο λαός ήθελε απεγνωσμένα να το πιστέψει. Ο πρωθυπουργός έφερε αμέσως αρχιτέκτονες, έταξε πράσινη αντάπτυξη, μοίρασε μπλάκμπερι. Δυο-τρεις μήνες αργότερα, μιλούσε για κερδοσκόπους και Τιτανικούς, για απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Προχθές μίλησε για Ιθάκη, κάπου στο απώτερο μέλλον. Θα μιλάει κι αύριο και μεθαύριο, θα εκφωνεί κείμενα άδεια, άψαχνα λόγια. Κανείς δεν ακούει πια.

«Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε. / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ. / Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. / Το θέμα είναι τώρα τι λες» (Μαν. Αναγνωστάκης, Στόχος 1970).

Τώρα τι λες… Τις λες εσύ, μαστροπέ λαέ, πιερότε αφηγητή, θύμα και θύτη. Ο κρότος της βόμβας έφτασε, δες τα ερείπια, κι ετοιμάσου να σηκωθείς μέσα στον κουρνιαχτό. Σήκω, άκου τον Νικία τι λέει στους αποκαρδιωμένους, ηττημένους Αθηναίους στη Σικελία: «ἄνδρες γὰρ πόλις, καὶ οὐ τείχη οὐδὲ νῆες ἀνδρῶν κεναί». Οι άνθρωποι είναι η χώρα, η πόλις, η δημοκρατία, η κοινότητα. Οι άνδρες ελεύθεροι, όχι ανδράποδα, παρίες και δούλοι. Εχει τέτοιους άνδρες και γυναίκες η Ελλάδα σήμερα, η Ελλάδα μετά την αποπληξία και την πτώση;

Εχει. Οι καλύτεροι Ελληνες δεν έχουν μιλήσει ακόμη. Εμειναν σιωπηλοί για πολύ καιρό, παραμερίστηκαν από τους ανάξιους, τσαλαπατήθηκαν από τους αριβίστες και τους χαμερπείς, πικράθηκαν κι αποσύρθηκαν. Τώρα αλληλοαναγνωρίζονται από κοινά σημάδια: ποιος αγωνιά, ποιος νοιάζεται, ποιος είναι έτοιμος να δράσει κι όχι να σιχτιρίσει, ποιος είναι ετοιμοπόλεμος. Νέες ιδέες, νέα πρόσωπα, νέες και αναβαπτισμένες συλλογικότητες, ρήξεις με τους αγύρτες και τους ριψάσπιδες.

Είμαστε υπερμοντέρνοι, στο έδαφός μας δοκιμάζονται σχήματα του μέλλοντος, δυστοπίες και ουτοπίες, η αυτονομία και η ετερονομία. Η Ελλάδα τούτη τη στιγμή ζει την έκρηξη της υπερνεωτερικότητας, την τήξη του παλιού κόσμου. Η μοίρα το ‘φερε, δυο φορές σε δύο χρόνια, η Ελλάδα να εικονίζει το μέλλον: τον χειμώνα του ’08 και την άνοιξη του ’10. Για καλό και για κακό, είμαστε υπόδειγμα μετασχηματισμών. Είμαστε εικόνα από το μέλλον.

Tο πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί έχουν απολέσει τη νομιμοποίησή τους έναντι του κοινωνικού σώματος, και υπεύθυνοι κατά μέγα μέρος είναι οι φορείς και οι εκφραστές των θεσμών. Η συντεχνιακή ομερτά, η ταφή σκανδάλων, η θεσμισμένη ατιμωρησία, η διακομματική ανοχή στη διαφθορά και τα προνόμια, η διάχυση της διαφθοράς από τα ψηλά στα χαμηλά σαν αντίδωρο, όλα τούτα γεννούν την εγγενή πλέον ανυπακοή στις νεότερες γενιές.

Διάβασε παρακάτω

Βαρύς ο Δεκέμβρης φέτος. Παρά την εκλογική μεταστροφή, παρά τη νέα κυβέρνηση και τις, συγκρατημένες έστω, ελπίδες που τη συνόδεψαν, η βαρυθυμία αυξάνει καθώς πλησιάζουμε στις γιορτές. Τα μηνύματα από την υπερπρωτεύουσα των Βρυξελών και από τον ευρωπαϊκό Τύπο είναι αποκαρδιωτικά, έως εκφοβιστικά. Λίγο-πολύ, λοιδωρούν την Ελλάδα, περιγράφοντάς την ως χώρα υπό χρεωκοπία, σαν Ντουμπάι της Μεσογείου, σαν τον μεγάλο ασθενή της ζώνης του ευρώ.

Προσηλωμένη στον θεσμισμένο νεοφιλελευθερισμό της, η Ε.Ε. δυσανασχετεί με την απείθαρχη και αναξιόπιστη Ελλάδα. Δικαίως, ως ένα βαθμό. Το 2004, με την απογραφή η Ελλάδα κατήγγειλε τον εαυτό της για δημιουργική λογιστική· το 2009 πάλι καταγγέλλει εαυτόν για ψευδή στοιχεία και δημιουργική στατιστική. Οι θεαματικές ασυνέχειες του ελληνικού κράτους έχουν βαριές συνέπειες για την κοινωνία: βγάζουμε τα μάτια μας. Οδηγημένες μόνο από το πάθος τους για την εξουσία, τυφλές και ράθυμες, οι εγχώριες ελίτ έχουν εξορίσει κάθε πολιτική επεξεργασία των πολλών και ακανθωδών προβλημάτων, κάθε σκέψη με ιστορικές απαιτήσεις, κάθε πολιτική δράση που απαιτεί ειλικρίνεια και ανάληψη ρίσκου. Η κοινωνία και τα σύνθετα προβλήματά της αντιμετωπίζονται με τεχνικές επικοινωνίας, με εργαλειακή σκέψη, με τεχνοκρατική νοοτροπία ― εντελώς απολιτικά όλα αυτά.

Η συρροή σκανδάλων, η δομική διαφθορά που κατατρώει τη διοίκηση και το κοινωνικό σώμα, η ανικανότητα και το ψεύδος, έχουν απογυμνώσει τις ηγεσίες από την πολιτική νομιμοποίηση, την απολύτως αναγκαία για να ζητήσουν συναίνεση και θυσίες, σε μια ιστορική καμπή. Ο πρωθυπουργός σε κάθε υπουργικό συμβούλιο καλεί την τηλεόραση και εμμέσως απευθύνει διάγγελμα στον λαό. Εχει όμως το σθένος και το απαιτούμενο πολιτικό κεφάλαιο, ώστε να συνεγείρει τον δύσθυμο λαό, να τον καλέσει σε συστράτευση για εθνική και κοινωνική ανασυγκρότηση, να ζητήσει θυσίες, να ξεβαλτώσει η χώρα και να επιχειρηθεί η φυγή προς τα εμπρός; Αυτό τον σκοτεινό Δεκέμβρη του ’09, δεν φαίνεται πιθανό τέτοιο ενδεχόμενο.

Η οικονομική κρίση επιστέφει την πολυδιαπιστωμένη πολιτική κρίση, οξύνει την ήδη σοβούσα κοινωνική κρίση, δείχνει ακόμη πιο δραματική την κρίση θεσμών και αξιών. Κάποια από τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης του περσινού Δεκέμβρη παραμένουν ίδια, σκοτεινά και απαράλλαχτα ― παρότι διάφοροι φαιδροθλιβεροί καθηγητίσκοι επιμένουν ότι αυτό το συμβάν δεν συνέβη ποτέ. Η δύσθυμη μεταδημοκρατία, με τις αρχαϊκές αδυναμίες και τον υπερμοντέρνο ζόφο, δεν άλλαξε επειδή άλλαξε κυβέρνηση. Τα μεσαία στρώματα πλήττονται από την κρίση και φοβούνται τα χειρότερα· τα κατώτερα στρώματα τρέμουν τη διολίσθησή τους προς τον αποκλεισμό. Και στα μάτια μεγάλου μέρους της νεολαίας το κράτος και η ηγεσία του έχουν πλήρως απονομιμοποιηθεί· αυτό, μεταξύ άλλων, φέρνει και άγνοια κινδύνου, έλλειψη φόβου, αποκοτιά, αφέλεια, διογκωμένο ναρκισισμό, αυτοκαταστροφικές τάσεις, μηδενισμό.

Το ερεθισμένο νευρικό σύστημα της νεολαίας, παραπαίον ανάμεσα σε ναρκισσιστικούς συναγερμούς και μελαγχολικές βυθίσεις, επηρεάζει αντινομικά την υπόλοιπη κοινωνία των ενηλίκων, ήδη αποσταθεροποιημένη και έμφοβη. Δικαίως. Οχι μόνο επειδή πολλές πηγές δυσθυμίας είναι κοινές, αλλά και γιατί αυτοί οι νέοι αλληλεπιδρούν άμεσα με τις καταγωγικές τους οικογένειες. Εξ ου και οι νενανικές υπερβάσεις, οι ακρότητες και οι αστοχίες, δεν καταδικάζονται αναλόγως αυστηρά από όλους. Οσοι είναι γονείς, κατά τεκμήριο, δείχνουν άλλη κατανόηση, άλλη ανοχή.

Κατανόηση, ανοχή: ιδού τα καταχωμένα, φθαρμένα θεμέλια της δυσθυμούσας κοινωνίας μας. (Θα πρόσθετα: και αυτοπειθαρχία και αυτοσεβασμός, αλλά ας μείνουμε στα πρώτα.) Την κατανόηση ας την εννοήσουμε και ως συμπάθεια, ως ενσυναίσθηση: να μπορούμε και να θέλουμε όχι μόνο να καταλάβουμε αλλά και να συναισθανθούμε, να συμπονέσουμε και να μοιραστούμε. Με διατρέχει μια εμμονή με αυτή την έννοια, αυτή τη στάση, εκ του ρομαντισμού αντλούμενη· θεωρώ ότι είναι πυλώνας του συλλογικού βίου ελεύθερων ανθρώπων. Μαζί, η ανοχή, κληρονομιά ελευθεριακή και φιλελεύθερη, διαφωτιστική.

Αυτή η κληρονομιά, αυτή η ηθική και ιστορική στάση λείπει σήμερα. Ποτισμένοι από κανιβαλικό ατομικισμό, νάρκισσοι και μόνοι, υποταγμένοι και ετερόνομοι, ανήμποροι να αφουγκραστούμε τους γόνους μας, απρόθυμοι να αναλάβουμε ευθύνες και ρίσκα, βλέπουμε τη συλλογική ζωή να βουλιάζει στη διαφθορά και την απάθεια, και αντιδρούμε με εργαλειακούς σπασμούς, λέμε ότι για το χάλι μας φταίει το spread ομολόγων και η διεθνής κερδοσκοπία. Δεν φταίνε αυτά. Εμείς φταίμε.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

Ενα χρόνο ακριβώς από την περσινή νύχτα του Αγίου Νικολάου, ο Δεκέμβρης 2008 πλανάται ακόμη αδέσποτος, ακατάτακτος, ακατανόητος. «Ο Νοέμβρης ανήκει σε όλους, ο Δεκέμβρης δεν ανήκει σε κανέναν», έγραφε προσφυώς ένα πανώ στην πρόσφατη πορεία για το Πολυτεχνείο. Πράγματι, ο σκοτεινός Δεκέμβρης του 2008, ως συμβολικό και πολιτικό συμβάν, δεν διεκδικείται ευθέως από κανέναν, πλην των αντισυστημικών αριστερών και, κυρίως, των αναρχικών-αντεξουσιαστών, αλλά κι εκεί ακόμη με κρίσιμους διαφορισμούς, μεταξύ των “πολίτικος” και των ποικίλων μπάχαλων, ως προς το περιεχόμενο και το νόημα.

Οσο μένει σκοτεινός, και εν πολλοίς ανεπιθύμητος, θα μένει και ακατανόητος· δηλαδή, ένα συμβάν μη οργανικό, ασύνδετο με τα πριν και τα μετά, άχρηστο, ανωφελές, μια μέλαινα οπή στο ιστορικό συνεχές. Eνα ρήγμα. Υπάρχουν όμως ιστορικά συμβάντα ανωφελή ή άχρηστα για την κριτική σκέψη; Ισως υπάρχουν, για μια ορισμένη σκέψη, που μπορεί μόνο να κατακρίνει ή να παινεύει, να εναγκαλίζεται ή να απορρίπτει ― αλλά αυτή η σκέψη δεν είναι κριτική, δεν είναι καν σκέψη, είναι κουβεντολόι περί γούστου, είναι εργαλειακός λόγος υπέρ συμφερόντων και μηχανισμών κυριαρχίας. Η κριτική σκέψη ζητά πάνω απ’ όλα να κατανοήσει· να αναλύσει μηχανισμούς, να διαβάσει πολυεπίπεδα την πραγματικότητα, να αφουγκραστεί τα μη φωνητά, να εξηγήσει. Ακόμη κι όταν το συμβάν τελείται εν θερμώ, όταν βρίσκεται εν τω γεννάσθαι.

Να πώς προσέλαβε το ελληνικό συμβάν ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού: «[…] Ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός ξεπερνούσε τον άμεσο, πολιτικό χαρακτήρα του. Ερμηνεύθηκε ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, κοινής σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, που στερούν τη νεολαία από ελπίδα, προοπτική, νόημα ζωής. Σύμπτωμα, βεβαίως, τυφλό, ενδεχομένως και αυτοκαταστροφικό –και εδώ ο κίνδυνος του μηδενισμού, της τυφλής βίας ή και της τρομοκρατίας είναι υπαρκτός– αλλά αδιάψευστο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σοκαρίστηκαν, γιατί αναγκάστηκαν να αναρωτηθούν μήπως κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα περιμένει και τις ίδιες» (Καθημερινή 29.11.09, συνέντευξη στον Π. Παπακωνσταντίνου).

Η συζήτηση για τον Δεκέμβρη δεν έγινε, τουλάχιστον με τέτοιους αναλυτικούς όρους. Αρα λιγοστά ώς τώρα είναι τα φανερά πνευματικά οφέλη μας, ως κοινωνίας, από αυτή τη μείζονα διαταραχή. Εντούτοις πολιτικά ο Δεκέμβρης έδρασε καταλυτικά, μολονότι δεν διατύπωσε κανένα αίτημα, κανένα πρόγραμμα: αποσυναρμολόγησε μια ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, δίχασε την Αριστερά, αιφνιδίασε τους διανοούμενους, συνήγειρε τη νεολαία, ξάφνιασε και εντέλει αναδίπλωσε τη μεσαία τάξη των γονιών.

Εμφανή χαρακτηριστικά ήταν ο θυμός, η εκδραμάτιση, η ορμητική κατάληψη της σκηνής, η πρωταρχική κραυγή των νέων («είμαστε κι εμείς εδώ, θέλουμε κάτι να γίνει, ό,τι να ‘ναι»), η αγωνιώδης απαίτηση του παρόντος, η άμορφη, χαοτική διεκδίκηση ενός άμορφου μέλλοντος, ένας ρομαντισμός στις παρυφές του μηδενισμού. Αυτά, ως περιγραφή· η ανάλυση θα έπρεπε να ξεκινήσει από αυτό το σημείο. Για να προσεγγίσουμε, τουλάχιστον, τις πηγές του θυμού, της κραυγής, του μηδενισμού· πού έφταιξαν, πού φταίξαμε, οι γονείς της σοσιαλίζουσας ευημερίας, της βαλτωμένης Μεταπολίτευσης, οι γονείς που συγχέουν το ηθικό με το νόμιμο, και τη δημοκρατία με τη μεζονέτα. Η ανυπακοή των νέων μπορεί να πηγάζει από την καταρράκωση του κύρους των γονιών τους, από το αξιακό κενό που κληρονομούν, από την κακομαθησιά και την ευτέλεια που παραλαμβάνουν και αβγατίζουν ― αναρωτιέμαι.

Αυτή η κριτική προσέγγιση έλειψε, όσο γνωρίζω. Αντ’ αυτού, είδαμε διανοούμενους γονείς της μεσαίας τάξης να κραδαίνουν δάφνες αριστεροσύνης και Πολυτεχνείου, να κομίζουν διδακτισμό και αφορισμούς, απέναντι στα ερωτήματα του ασύλληπτου παρόντος. Μάλιστα, οι μοντέρνοι αριστεροσυντηρητικοί, θεμελιωτές και ωφελημένοι του μεταπολιτευτικού consensus, παραγωγοί κυνισμού και νεποτισμού, είναι οι πιο άτεγκτοι επικριτές της αταξίας, είναι αυτοί που αρνούνται στις νεότερες γενιές, στα παιδιά τους, τη διερώτηση επί του ισχύοντος συστήματος, αυτοί που λένε στα παιδιά τους ότι μόνη πολιτική δράση είναι η συμμετοχή σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και φιλανθρωπικά έργα. Η αλλαγή τελείται άπαξ, και ετελέσθη από εμάς, τους γονείς, το ’73-’74 και το ‘81· τι γυρεύετε εσείς τώρα; Μα αυτός ο νεοευσεβισμός, αυτή η υποκρισία των γονιών του καναπέ, πώς μπορεί να μιλήσει στις καρδιές και τα μυαλά των νέων, των νέων όποιας εποχής; Δεν μπορεί.

Ακόμη δεν θέλουμε να μιλήσουμε το συμβάν.

(Περισσότερα κείμενα για το συμβάν του Δεκέμβρη 2008, μεταξύ των οποίων και του Κων/νου Δουζίνα, στο μπλογκ Δεκέμβρης.)

Πόσο σαστισμένος μπορεί να είναι ένας πολιτικός αρχηγός από το εκλογικό ποσοστό του, πόσο στριμωγμένος από την κομματική καμαρίλα, για να εμφανιστεί, τη βραδιά εκλογών, απολογούμενος για το 4,7%, σαν να θεωρεί ότι κατατροπώθηκε στον δρόμο προς τα Χειμρινά Ανάκτορα, και κυρίως, σαν να απευθύνεται στα κομματικά μέλη που τον δίκαζαν και όχι σε πολίτες που τον ψήφισαν. Ο πρόεδρος του Συνασπισμού Αλέξης Τσίπρας, συνήθως χαρωπός και άνετος, την περασμένη Κυριακή εξέπεμπε ήττα και περίσκεψη: πώς θα τα βγάλει πέρα με την εσωκομματική αντιπολίτευση, με τους ανανεωτικούς, με τους καναλοδίκες, με τους βαρυσήμαντους αναλυτές που θα καταδίκαζαν την πολιτική του.

Μα όλοι αυτοί θα τον έθαβαν χωρίς δίκη, θα τον καταδίκαζαν ακόμη κι αν έπιανε 6, 7 ή 8%, γιατί θα τον σύγκριναν με τα δημοσκοπικά διψήφια ποσοστά του περασμένου καλοκαιριού, αφενός, και γιατί δεν εγκρίνουν την πολιτική του Συνασπισμού έτσι κι αλλιώς· δεν τους αρέσει ο Συνασπισμός, τον μισούν, έτσι κινηματικός και αριστερός που κατάντησε, σχεδόν αντισυστημικός, με ροκ χιούμορ, με σκανδαλιστικά φιλελεύθερη προσέγγιση της νεολαίας και των αναδυόμενων συλλογικοτήτων, με σκουλαρίκια στο αυτί και συγχρωτισμούς με τους ανυπάκουους.

Οχι, δεν είναι Αριστερά αυτή ― θα έλεγε ο Λεωνίδας Κύρκος, και όλοι οι σύντροφοι της αλήστου μνήμης EAΔΕ, της ευπειθούς ροζ Αριστεράς, της γραφικής Συμμαχίας, του ΚΚΕεσωτ-Τσαουσέσκου και της ΕΑΡ του 1,5% και του 2%. Και θα συμφωνούσαν όλοι οι καναλαστέρες και οι ξινοί αναλυτές, οι οποίοι ούτε ψηφίζουν ούτε υποστηρίζουν Αριστερά· μόνο τη χλευάζουν.
Αξιοσημείωτο. Οι δριμύτεροι επικριτές της “αριστερής” στροφής του ΣΥΝ υποστηρίζουν ότι νοιάζονται για μια αξιοπρεπή, ρεαλιστική Αριστερά, όπως τον παλιό καλό καιρό του ‘74- ‘89, όταν δηλαδή ήταν κομπάρσος και παρήγαγε στελέχη για το κράτος και το ΠΑΣΟΚ. Τι ειρωνεία… Οι τιμητές της σημερινής “κινηματικής” (και τρικυμιώδους και αντιφατικής και καιροσκοπικής, θα πρόσθετα) Αριστεράς του 5% και του 4,7%, αυτοί που την προτιμούν πτωχή και τιμία, αυτοί που την προτιμούν με Λένιν-και-Λακόστ, είναι περίπου αυτοί που επί έτη πολλά την καθήλωναν στο συν-πλην 2% και την άφησαν εκτός Βουλής.

Γιατί να τους ακούσει αυτούς τώρα ο Συνασπισμός; Θα τους ακούσει, τους ακούει ήδη. Γιατί ο Συνασπισμός ―σαν κόμμα, όχι σαν έκφραση Αριστεράς― είναι ψοφοδεής και αυτιστικός, είναι ιδιοτελής ισορροπιστής και εκκολαπτήριο επαγγελματιών μηχανορράφων. Γιατί ο Συνασπισμός αυτοαναφέρεται, ενδοεπικοινωνεί μες στο περίκλειστο σύμπαν της Κουμουνδούρου, λογοδοτεί στο ιερατείο του, τακτοποιεί τάσεις και ταξίματα, εξασφαλίζει καριέρες, κλαυθμηρίζει που δεν του αφιερώνουν δυο αράδες οι εφημερίδες, που δεν τον καλούν στα πάνελ να μυρηκάσει τα ίδια ξύλινα, να απολογηθεί στον κάθε καναλαστέρα. Γιατί ο Συνασπισμός δεν αφουγκράζεται τις προσδοκίες του κόσμου του, αυτού του πεισματάρη κόσμου που του χάριζε επί τόσες αναμετρήσεις το μαγικό 3% της επιβίωσης, δεν αφουγκράζεται τους φόβους και τις προσδοκίες των ανυπάκουων μα και τόσο τρομαγμένων νέων, των επισφαλών με μάστερ, των ντελίβερι με πτυχίο, των νέων υποκειμένων που στρέφουν τα νώτα στο φθαρμένο σύστημα, που υποφέρουν από τον νεποτισμό, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά, που στραγγαλίζονται από ένα διαλυμένο εκπαιδευτικό σύστημα και υποβαθμίζονται κοινωνικά προτού καν δοκιμαστούν.

Κι όμως, τελευταία, ο Συνασπισμός άκουσε τέτοιες φωνές. Κινήθηκε προς το μέρος των νεο-αποκλεισμένων, των μορφωμένων νεόπτωχων και του αναδυόμενου πρεκαριάτου. Ο Αλέκος Αλαβάνος ελίχθηκε τακτικά, προς τον Καιρό, επεχείρησε ανανέωση προσώπων και ατζέντας. Ταυτόχρονα όμως, ο σκουριασμένος, γερασμένος και επαγγελματοποιημένος ΣΥΝ, ανακαλύπτοντας εκ νέου τη σαγήνη των κινημάτων, των φοιτητών εν προκειμένω, κολακεύτηκε από τα πλήθη που κατέβαιναν στους δρόμους και θεώρησε ότι αυτοί οι νέοι τον ακολουθούν. Εκανε λάθος. Οι νέοι δεν ακολουθούσαν τον ΣΥΝ, ακολουθούσαν την οργή τους, την απελπισία τους, ίσως και την κακομαθησιά τους. Ο ΣΥΝ, όμως, προσβεβλημένος από έναν ιδιότυπο κινηματισμό, αντί να αναλύσει τις νέες ανάγκες, το νέο ήθος, τα νέα υποκείμενα, έκανε σημαία το άρθρο 16 και τα ιδιωτικά κολέγια, αντί να υπερασπίσει καινοτόμα το καλύτερο δημόσιο σχολείο, τον διευρυμένο δημόσιο χώρο, τον χώρο της Αριστεράς εντέλει.

Και προτού αντιληφθεί τι συνέβαινε, σε περιβάλλον απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, με την εφήμερη δημοσκοπική προσδοκία να τροφοδοτεί αλαζονεία και εσωκομματικές διελκυνστίδες, ο Συνασπισμός, και ο Σύριζα μαζί του, τράκαρε στην οικονομική κρίση και στον Δεκέμβρη. Μάλλον, ο Δεκέμβρης τράκαρε πάνω του·και τον τσαλάκωσε, μαζί με όλα τα στερεότυπα και τις εδραίες πεποιθήσεις. Ορθώς ο Συνασπισμός δεν καταδίκασε τυφλά, δεν ξόρκισε, δεν αναθεμάτισε. Προσπάθησε να καταλάβει ― ίσως να νόμισε ότι μπορεί και να ηγεμονεύσει. Δεν μπόρεσε. Δεν είχε τα εργαλεία· αλλά και το ίδιο το παρανάλωμα του Δεκέμβρη δεν προσφέρεται για εύκολες ερμηνείες και αφομοίωση.

Οι χλευαστές λένε ότι ο ΣΥΝ πληρώνει τον Δεκέμβρη. Εν μέρει αληθές ― δημοσκοπικά αληθές: Πράγματι, οι νοικοκυραίοι στον Αγιο Παντελεήμονα λένε ότι ο Συνασπισμός τις νύχτες τούς κουβαλάει μετανάστες… Μα όχι, ο Συνασπισμός, ως έκφραση της Αριστεράς, πληρώνει τις αδυναμίες του: να αντιληφθεί τον κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, τη μητροπολιτική Αθήνα, το απειλητικό πλήθος των μεταναστών homo sacer, τους απειλούμενους μικροαστούς, τους ανυπάκουους νέους, το, μισοτραυλό μα γνήσια αγωνιώδες, νέο discours. Αυτές οι αδυναμίες της Αριστεράς είναι αδυναμίες της κοινωνίας μας. Μα ακριβώς γι’ αυτές τις αδυναμίες, παρ’ όλες τις αδυναμίες, η Αριστερά, με αυτή ή την άλλη μορφή, με αυτόν ή άλλον ΣΥΝ, παραμένει αναγκαία διαρκής δυνατότητα. Ανοιχτή. Αναγκαία όσο και η ουτοπία.

buzz it!

Athen brennt. Am Rote Fabrik.

Athen brennt. Am Rote Fabrik.

Ζυρίχη, 25η Μαρτίου 2009. Χιόνι, βροχή, χιονόνερο, ριπές παγωμένου ανέμου από τα βουνά υπεράνω της λίμνης· ο άστατος, στυφός καιρός σαρώνει τους δρόμους της καλοκουρδισμένης, φιλικής πόλης, με τα καλοκουρδισμένα τραμ, τα τέλεια τρένα, τα ωραία κτίρια, τις πάπιες και τους κύκνους στην πεντακάθαρη λίμνη. Εργατικοί, μετανάστες, μικροαστοί, νεολαία με iPod, κυκλοφορούν στο κέντρο της μικρής πόλης· οι κροίσοι, οι τραπεζίτες, τα γκόλντεν μπόις, κυκλοφορούν στα προάστια, στα καλά ξενοδοχεία, ή δεν κυκλοφορούν καθόλου.

Η ποσότητα και η ποιότητα των δημόσιων χώρων εντυπωσιακή. Ζηλεύουμε. Μη ζηλεύεις, μου λένε Ελληνες φίλοι από τη Γερμανία· όλα ωραία φαίνονται, αλλά είναι ανιαρά, χωριό είναι… Οι φίλοι έχουν μεγαλώσει και ζουν σε μητροπόλεις, όπως το Βερολίνο και το Αμβούργο. Επιμένω. Οκέι, υποχωρούν, δεν είναι άσχημα, για να δουλέψεις και να ζήσεις λίγα χρόνια, οι μισθοί είναι τριπλάσιοι από τη Γερμανία, αλλά μόνο για λίγα χρόνια, δεν συμβαίνει τίποτε εδώ, τη νύχτα πέφτει νέκρα. ΟΙ Ελβετοί φίλοι χαμογελούν.

Το βράδυ συμμετέχουμε σε μια ανοιχτή πολιτική συζήτηση. Θέμα: “Athen brennt – H Αθήνα καίγεται”. Βρισκόμαστε στην περίφημη Rote Fabrik, έναν μεγάλο πολιτιστικό οργανισμό, από τους σημαντικότερους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους στην Ευρώπη. Από τις αίθουσες της Kόκκινης Φάμπρικας (χτισμένης με κόκκινα τούβλα), στα 29 χρόνια ζωής της, έχουν περάσει ποπ αστέρια, ζωγράφοι, σκηνοθέτες, χορευτές, φιλόσοφοι, συγγραφείς και ποιητές, κάθε πρωτοποριακό ρεύμα, αλλά και οι κορυφαίοι εν ζωή· από Nirvana και Red Hot Chili Pepper, έως Πιερ Μπουρντιέ, Νόαμ Τσόμσκι και Γκύντερ Γκρας. Ο Δήμος της Ζυρίχης επιχορηγεί το χώρο με 2,4 εκατ. φράγκα ετησίως.

Η Rote Fabrik συνδιοργανώνει τη βραδιά για τον Ελληνικό Δεκέμβρη, μαζί με την εβδομαδιαία εφημερίδα Die Wochenzeitung (WOZ, ιδρ. 1981), μια από τις εγκυρότερες αριστερές εφημερίδες του γερμανόφωνου χώρου, αυτοδιαχειριζόμενη κι αυτή,  κολεκτίβα. Παράδοξη μοίρα… Η Φάμπρικα και η WOZ είναι τέκνα της ιστορικής εξέγερσης του 1980, όταν η ελβετική νεολαία έσπαγε την Οπερα και τις τράπεζες της περίφημης Bahnhofstrasse· όταν η υπόλοιποη Ευρώπη παρακολουθούσε εμβρόντητη την εξέγερση των “χορτάτων”. «Δεν ήταν ακριβώς έτσι…» διορθώνει ευγενικά ο δημοσιογράφος Ντάνιελ Στερν, βετεράνος του κινήματος, και αξιοσέβαστος διεθνής αναλυτής στη WOZ σήμερα. «Η νεολαία ξεσηκώθηκε κατά της ισοπέδωσης της μπουρζουάδικης κουλτούρας και του αφόρητου πουριτανισμού. Από τις συγκρούσεις και τις καταλήψεις ξεπήδησαν τα πιο δημιουργικά μυαλά της γενιάς μας, κινηματογραφιστές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, μάνατζερ… Μερικοί δεν θέλουν να ακούσουν πια για το ‘80. Αλλοι, οι πιο φτωχοί και αδύναμοι, μετά το ‘80, βούλιαξαν στην ψυχασθένεια, τις αυτοκτονίες, τα ναρκωτικά…»

Eίμαι συγκινημένος. Η ταραγμένη Ζυρίχη του ’80 ενέπνεε τους νεαρούς Ελληνες αυτόνομους  τότε,  πρωταγωνιστούσε στα περιοδικά τους μαζί με τους καταληψίες-κράκερ του Βερολίνου και του Αμστερνταμ. Το λέω: Είκοσι εννέα χρόνια αργότερα, είμαστε εδώ, για να ανταλλάξουμε εμπειρίες και αισθήματα. Ολα έχουν αλλάξει, μα μερικά μένουν ίδια: η δίψα για ζωή, το όραμα της αυτονομίας, η ανάγκη της αυτοδιαχείρισης, ας πούμε. Ο ελληνικός Δεκέμβρης απελευθέρωσε το καρναβάλι και την καταστροφή, ορμή ζωής και ενόρμηση θανάτου· τώρα οι νέοι, το πρεκαριάτο, βρίσκονται στο μεταίχμιο, με φόντο τη διεθνή κρίση: θα τραβήξουν προς τη ζωή, στη δύσκολη ανηφόρα, υπερασπιζόμενοι ένα τόσο-δά συμβολικό παρκάκι, μια κατάληψη; Ή θα τους ρουφήξει η καταστροφική ενόρμηση, το τυφλό μπάχαλο, ο αυτοχειριασμός; Στη Ζυρίχη, οι πλούσιοι ρεπουμπλικάνοι αναγνώρισαν πάραυτα την κατάληψη της Rotte Fabrik, την άφησαν αυτοδιαχειριζόμενη και οιονεί αυτόνομη, τη χρηματοδότησαν γενναιόδωρα, την ενσωμάτωσαν στην κοινωνία, την αφομοίωσαν. Στην Αθήνα, ο δήμαρχος επιτίθεται στα καχεκτικά δέντρα και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ερευνά ιστορικές καταλήψεις· έτσι ώστε ο δημόσιος χώρος αφενός να τσιμεντωθεί ολοσχερώς, οι δε νέοι να παραδοθούν στα Μώλ, στα Στάρμπακς, στην πρέζα και στην αυτοδικία.

Αφομοίωση… Ενσωμάτωση… Ρεφορμισμός… Το σκέφτομαι. Το συζητώ επιτόπου με τον Ντάνιελ της Ζυρίχης, με τον Βασίλη και τον Κύρο του Αμβούργου. Τι ακολουθεί τις φλόγες και τα οδοφράγματα; Η καταστολή, η αντιμεταρρύθμιση, η παλινόρθωση, η σκληρότητα, η εκδίκηση, η τυφλότητα, μια κοινωνία με κάγκελα και κάμερες και μίσος, ή… Ή, ένας ριζοσπαστικός ρεφορμισμός, που χτίζεται κάθε μέρα, κάθε μήνα, που ανοίγει δρόμους και στις επερχόμενες γενιές, ανοίγει δυνατότητες δημιουργικής εκδίπλωσης, συλλογικού βίου και αυτόνομων ζωνών στις γενιές των 15χρονων.

Η Ζυρίχη του Ζβίγγλιου και των τραπεζών, της αυτόνομης Rote Fabrik και της κολεκτιβίστικης WOZ, έχει κάτι να μας διδάξει γι’ αυτή την ανοιχτή δυνατότητα. Και μπορούμε πάντα να μην επαναλάβουμε τα λάθη τους.

ADDENDUM

Ο Ζβίγγλιος με τη ρομφαία.

Ο Ζβίγγλιος με τη ρομφαία.

1980, κατάληψη

Ζυρίχη 1980, κατάληψη.

Ζυρίχη 1980. Κάτω από την άσφαλτο, ο κήπος...

Ζυρίχη 1980. Κάτω από την άσφαλτο, ο κήπος...

Ζυρίχη 1980. Οδόφραγμα με τηλεοράσεις.

Ζυρίχη 1980. Οδόφραγμα με τηλεοράσεις.

netsayev

Προσπαθώ να καταλάβω το πνεύμα των νεαρών που ονομάζουν Σύστημα μια οποιαδήποτε βιτρίνα, ένα αυτοκίνητο, και του επιτίθενται με μια βαριοπούλα κι ένα μπουκάλι βενζίνη. Μπορώ να αντιληφθώ τις αναγωγές, τους συμβολισμούς, πώς η βιτρίνα της οδού Σκουφά και το Audi συμπυκνώνουν την πλουτοκρατία και την αδικία· αδροί συμβολισμοί, αλλά αναλόγως αδρούς συμβολισμούς χρησιμοποιεί και η κοινωνία του θεάματος για να σαγηνεύσει και να εκμαυλίσει· μερικές ώρες τηλεθέασης σε μεσημεριανάδικα και εσπερινά παράθυρα αρκούν. Αυτή η αναλογία επί του συμβολικού και της ρητορικής, μας δείχνει ωστόσο το Σύστημα και τους Εχθρούς του επίσης ανάλογους· αντιστρόφως ανάλογους, ίσως, αλλά δομικά ανάλογους. Κατοπτρικούς, θα έλεγα. Το κυρίαρχο θέαμα κατασκευάζει χαύνους υπηκόους με τον φενακισμό, με το μόλις διακρινόμενο ψέμα, με την αντιστροφή του κόσμου, με την καλλιέργεια του φθόνου· δρα κυρίως συμβολικά, αποικίζει το φαντασιακό. Ο εχθρός του κυρίαρχου τού επιτίθεται αντιστρέφοντας και εντείνοντας τη ροή της βίας· παράγοντας βία επίσης συμβολική: η τσακισμένη βιτρίνα δεν αλλάζει τις σχέσεις εξουσίας, δεν μεταβάλλει τη διανομή του πλούτου, σπείρει όμως την ανασφάλεια, διαχέει αόριστο φόβο, θαμπώνει τα περιγράμματα. Ποιος είναι το Σύστημα; Ο καταστηματάρχης; Ο καφετζής; Συμβολίζουν την εξουσία ή το κεφάλαιο, όπως τα συμβολίζουν φερ΄ ειπείν οι τράπεζες ή τα κρατικά κτίρια; Οχι. Συμβολίζουν ενδεχομένως την κατανάλωση. Μα και ο κάθε σφυροκόπος σε κάποιο καφενείο καταθέτει τον οβολό του, καταναλωτής είναι και αυτός, σε εγχρήματη οικονομία κινείται.

Σκέφτομαι λοιπόν ότι οι καταδρομικές επιχειρήσεις μικροομάδων, εναντίον συμβολικών στόχων, όπως τα μαγαζιά εν γένει ή ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος, είναι τόσο αυθαίρετες κατά τη σύλληψή τους και θεαματικές κατά την εκτέλεσή τους, όσο και το Σύστημα που πολεμούν. Οπως περίπου έγραψε ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος στο τελευταίο τεύχος της Νέας Εστίας, το βίαιο ξέσπασμα των διαδηλώσεων του Δεκεμβρίου μια δημοκρατική κοινωνία οφείλει και μπορεί να το ανεχθεί και να το αναχωνέψει, να το στοχαστεί και να προχωρήσει. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνες τις μέρες, και τις μέρες που προηγήθηκαν, ζούσαμε μια παρατεταμένη απονομιμοποίηση του κράτους, με τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα και τον φόνο του 15χρονου. Αλλά η βία μεμονωμένων ολιγάριθμων ομάδων που στήνουν τη δική τους βεντέτα με το Σύστημα, τροφοδοτώντας το θέαμα της βίας, είναι άλλη ιστορία. Διότι εντέλει παράγουν εικόνες προορισμένες να καταναλωθούν, εικόνες προορισμένες να παράγουν αντισυσπείρωση και αντίδραση, εικόνες που δεν προσφέρουν ούτε δέος ούτε κάθαρση ούτε στοχασμό.

Αυτό το θέαμα της βίας κατάγεται από έναν μηδενισμό νετσαγεφικό, αποκαλυπτικό και χιλιαστικό, από ένα φανατικό όραμα καταστροφής του Κακού με οποιοδήποτε τίμημα, με κάθε θυσία. Ο μηδενιστής απαντά στον ζόφο με ζόφο, απλώνει τον ζόφο παντού, τον βαθαίνει, τον εντείνει· δεν κάνει διακρίσεις και διαφορισμούς, όλα είναι Σύστημα, για όλα είναι Εχθρός. Μόνο ο επαναστάτης κατέχει την αλήθεια, μόνο αυτός βλέπει τον Καλό Θεό, όλα τα υπόλοιπα είναι έργα του Μοχθηρού Θεού, έργα κακότητας, άξια μόνο για καταστροφή. Ο πυρήνας αυτού του εγωτιστικού μηδενισμού είναι θρησκευτικός, παλαιοδιαθηκικός· είναι παρόμοιος με ό,τι κινεί τον απεγνωσμένο Σαμψών εναντίον των αμαρτωλών, είναι παρόμοιος με τον καταστροφικό μεσσιανισμό του Ιησού του Ναυή που εξαφανίζει την αμαρτωλή Ιεριχώ. Ο,τι δεν είναι σαν εμάς, ό,τι δεν χωράει στο όραμα, καταστρέφεται. Με κάθε τίμημα.
Ο σαγηνευμένος από τον μηδενισμό νέος, αρνούμενος τον Κακό Θεό, χάνει την πίστη και σε οτιδήποτε Καλό, χάνει το Καλό ως δυνατότητα, δύσκολο μεν αλλά δυνατό. Χάνει την πίστη του στη ζωή· αποστρέφει το πρόσωπό του από την χαοτική δυνατότητα της ζωής, και βουλιάζει στη βεβαιότητα της καταστροφής.

Από τη δίκαιη οργή, από τη οδυνηρή διαπίστωση της αδικίας και της διαφθοράς, μέχρι την ισοπέδωση των Γομμόρων που δεν περιέχουν ούτε έναν ενάρετο, η απόσταση είναι τεράστια. Σε αυτή την απόσταση, από το βιβλικό Κακό έως το υστερονεωτερικό σήμερα, σε αυτό τον χώρο, αναπτύσσεται κουτσά-στραβά η πολιτική κοινωνία, η δημοκρατία, η συγκατοίκηση με τον άλλο, η γόνιμη αμφιβολία, η διαλεκτική.

Αυτός ο χώρος είναι δύσκολος στη συντήρησή του, απαιτεί ενέργεια, σκέψη, καλλιέργεια σχέσεων, αμοιβαία προσφορά αισθημάτων, υπέρβαση της μνησικακίας και του φθόνου, υπόσκαψη της Μίας Απόλυτης και Τρομακτικής Αλήθειας· είναι το δύσβατο πεδίο της ανθρωπινότητας, της συμπόνιας, της ενσυναίσθησης, της αλληλοπεριχώρησης. Είναι το δύσκολο πεδίο της αγάπης.
Απέναντι στο ζόφο του μηδενισμού, κάποτε ερεθιστικού μα συχνότερα τρομακτικού και ολέθριου, απέναντι στον τόσο χαρακτηριστικά ευρωπαίκό μηδενισμό που σφραγίζει τα πνεύματα από τους Ρώσους του 19ου αιώνα και τον Νίτσε έως ποικίλες εκδιπλώσεις του φαντασιακού στον 20ό αιώνα, τι θα αντιπαραβάλλαμε;

Το δύσκολο πεδίο.

buzz it!

koukoula

Η επιχειρούμενη ποινικοποίηση της κουκούλας και κάθε καλύμματος της κεφαλής, μαντίλας, κασκόλ, κάσκας και μουτσούνας, ενδεχομένως και του μακιγιάζ με αντιδακρυγόνο Maalox, αποδεικνύει ότι ένα ανίκανο, διεφθαρμένο και ψοφοδεές κράτος μπορεί να επιλέξει αυταρχικές πρακτικές και να φαλκιδεύσει τις συνταγματικές και φυσικές ελευθερίες, ακριβώς για να καλύψει τις δικές του αδυναμίες και ανεπάρκειες. Η εσπευσμένη παραγωγή κατασταλτικών νόμων, όπως η ποινικοποίηση της κουκούλας και η αυτεπάγγελτη δίωξη της περιϋβρισης αστυνομικού οργάνου, δείχνει μια πολιτική διοίκηση που τελεί εν πανικώ, αφενός, και αδυνατεί ή και δεν θέλει να καταλάβει τι συμβαίνει στην κοινωνία, αφετέρου· μια διοίκηση που φαίνεται να μην έχει πια επαφή με την πραγματικότητα.

Οι πενήντα-εκατό-διακόσιοι μπάχαλοι που γκρεμίζουν τα μαγαζιά του αθηναϊκού κέντρου με οργάνωση μιλίτσιας, εκτός κάθε διαδηλωσιακού ή συγκρουσιακού πλαισίου, ασφαλώς εκδηλώνουν αντικοινωνική, παραβατική συμπεριφορά· η βία τους είναι αυτάρεσκη και μηδενιστική, και ελάχιστα πολιτική· είναι περισσότερο αυτοδικία ντεσπεράντο, παρά πολιτική δράση εντός κινήματος. Είναι όμως τέτοιοι οι περίφημοι κουκουλοφόροι, οι hoodies του Δεκεμβρίου, που κατέκλυσαν τους δρόμους όλων των ελληνικών πόλεων; Οχι. Οποιοσδήποτε εχέφρων και ψύχραιμος δεν ταυτίζει το μέγα πλήθος του Δεκέμβρη, ένα ποικιλόμορφο σμήνος ανθρώπων και γενεών, με ελάχιστες εκατοντάδες τυφλωμένων μπάχαλων.

Οσοι επινόησαν νέες μορφές συμβολικής διαμαρτυρίας και παραδειγματικών δράσεων, όσοι λατρεύουν τη ζωή με τρόπους νεοχίπικους, αντιηγεμονικούς, ρομαντικούς, ακόμη και αφελείς· όσοι έφηβοι κατέκλυσαν τις ελληνικές πόλεις και δήλωσαν την παρουσία τους σωματικά, που δήλωσαν πένθος και οργή, αλλά και δίψα για μια άλλη ζωή, έστω και άναρθρα· όσοι ημιαπασχολούμενοι και επισφαλείς είπαν ”φτάνει πια” απέναντι στην αλαζονεία και τη διαφθορά, όλοι αυτοί σε κάποια από τις πολλές διαδηλώσεις του Δεκέμβρη και του Γενάρη, όταν ψεκάστηκαν εξ επαφής με δακρυγόνα, όταν τα σύννεφα των χημικών έπνιγαν δικαίους και αδίκους, όλοι αυτοί κάποια στιγμή κουκουλώθηκαν, με κασκόλ, με μάσκες χειρουργείου, με μαντίλες, με μάσκες ελαιοχρωματιστή, με γυαλιά σκι… Είναι κουκουλοφόροι; Κι όλοι σχεδόν φώναξαν το γνωστό σύνθημα που μπορεί  να θεωρηθεί περιϋβριση αστυνομικού λειτουργού. Ολοι αυτοί, χιλιάδες Ελληνες, κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, επί μέρες, επί βδομάδες, παραβίαζαν τους νέους νόμους που ανήγγειλε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Δικαιοσύνης. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες παρανόμησαν, ακόμη και στο νεκροταφείο του Παλαιού Φαλήρου, μετά την κηδεία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Ολοι θα έπρεπε να συλληφθούν και να δικαστούν. Και τα κρατητήρια, οι φυλακές, τα δικαστήρια θα ξεχείλιζαν παράνομους, θα δικαζόταν και θα καταδικαζόταν όλο το πολύμορφο πλήθος του Δεκέμβρη. Θα δικαζόταν το πιο ευαίσθητο,το πιο ευάλωτο, το πιο νεαρό μέρος του ελληνικού πληθυσμού.

Η δαιμονοποίηση και η τυφλή καταστολή δεν οδηγούν στην κοινωνική ηρεμία· αντιθέτως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε περισσότερη και πιο τυφλή βία. Η γενική ακατανοησία, οι ασύμπτωτοι κόσμοι, η ανομία, η ηθική εξαχρείωση, η δαιμονοποίηση, οδηγούν στη διάχυτη μνησικακία, την αυτοδικία, την τυφλότητα. Το επισημάναμε από τις πρώτες μέρες του ταραγμένου Δεκέμβρη. Από τη μια μεριά, σιδερόφρακτες φυλασσόμενες επαύλεις, από την άλλη, μιλίτσιες βανδάλων και κουμπουροφόρων, όπως στις μητροπόλεις του Τρίτου Κόσμου και στα slum, όπως στις πολιτικές δυστοπίες των μυθιστοριογράφων και του σινεμά· και ανάμεσα, η απέραντη μεσαία Ελλάδα, δηλαδή όλοι. Αυτό τον κόσμο της τερατώδους ασυμμετρίας πρέπει να δούμε ως απειλή, ως τρομερό ενδεχόμενο.

Η άλλη βία, αυτή που εκλύθηκε τρομερή τον Δεκέμβρη, μπορεί να ερμηνευθεί και ως αναμενόμενη αντίδραση, όπως και οι μουγκές διαδηλώσεις του 2007· ένας σπασμός, από μια κοινωνία που βουλιάζει στη συνενοχή, τον εγωτισμό και την απάθεια. Το πρόβλημα άρα δεν είναι οι κουκούλες, είναι το γιατί και πότε αναγκάζονται να φορούν κουκούλες οι νεαροί διαδηλωτές, γιατί κρύβονται και από ποιους· είναι το πώς φτάσαμε από τις μούτζες και τη μουγκαμάρα του καλοκαιριού 2007 των πυρκαγιών, στις ξέφρενες οδομαχίες του Δεκέμβρη 2008. Τι έβραζε και βράζει ακόμη μες στο σώμα της κοινωνίας; Πώς εκτρέφεται η λατρεία της βίας σε ορισμένα τμήματα της νεολαίας, από τα γήπεδα έως τα μπάχαλα; Πόσο αρχαϊκή και υποκριτική είναι η παρεχόμενη δημόσια εκπαίδευση; Ποια είναι τα κυρίαρχα υποδείγματα βίου; Ποια τα παραδείγματα των δημόσιων ανδρών;

Εχουμε το θάρρος να αναρωτηθούμε; Αν ναι, τότε ίσως βρούμε απαντήσεις, και δεν θα έχουμε ανάγκη σκληρότερους νόμους, περισσότερη καταστολή. Εχθρός της κοινωνίας δεν είναι ο νεαρός με το κουκουλοφούτερ και τη μαντίλα.

buzz it!

zoi-magiki

Ανήσυχο σαλεύει το πλήθος τη Σαρακοστή. Θυμάται την τρομερή γιορτή του Δεκεμβρίου ― και τρομακτική και γιορτή, και καρναβάλι και σύγκρουση. Και ζει την τρομερή παλίρροια της κρίσης, τον πνιγμό που αναγγέλλεται, τη ζωή σε κατάσταση μόνιμου πνιγμού.

Ο καθείς θυμάται αλλιώς τον Δεκέμβρη. Πολλοί δεν θέλουν να θυμούνται· ήταν μια παρεκτροπή, μια ανωμαλία της κοινωνικής ροής, πάει, τέλειωσε, ποτέ να μην ξαναγυρίσει. Οι πιο νέοι, οι πιο ριψοκίνδυνοι και παιγνιώδεις, οι τελούντες υπό ματαίωση, θυμούνται. Μάλλον, δεν θυμούνται καν: νιώθουν ακόμη την αψάδα των ημερών, νιώθουν τον χρόνο να κυλά ακόμη περίπου τέτοιος, τρομερός και ανεπανάληπτος. Ομως ο χρόνος έχει αλλάξει τροπή.

Αλλοι, πολλοί, προσπαθούν να ανακαλέσουν στη μνήμη τις τρομερές στιγμές, μήπως και καταλάβουν τι συνέβη. Αυτή η λειτουργία, της δημιουργικής ανάκλησης, του αναστοχασμού του συμβάντος, του μετασχηματισμού του βιώματος, είναι ό,τι απασχολεί ήδη τα πιο ανήσυχα μυαλά. Ευτυχώς.

Γερμανοί, Ιταλοί, Αμερικανοί, Ισπανοί δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, κοινωνικοί επιστήμονες, με τους οποίους ήλθα σε επαφή τους τελευταίους δυο-τρεις μήνες, ρωτούν, ζητούν να μάθουν, όχι περιστατικά, αυτά τα έδειξαν όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία με τον α ή β τρόπο, αλλά ζητούν να μάθουν κοινωνικό υπόστρωμα, ιδέες, αισθήματα, συλλογικό φαντασιακό, ιστορικό φόντο, αιτιώδεις σχέσεις. Τι πυροδότησε την έκρηξη; Ποιο ήταν το εύφλεκτο υλικό; Ποιοι βρέθηκαν στους δρόμους; Τι είχε προηγηθεί; Ποια η σχέση με διεθνή ρεύματα; 

Ο έγκυρος Observer έστειλε πρόσφατα τον καλύτερο πολιτικό γραφιά του, τον Εd Vuillamy, για να ερευνήσει και να συγκροτήσει ένα χρονικό. Βρήκε ανθρώπους κάθε ηλικίας, κάθε πολιτικής απόχρωσης, μίλησε μαζί τους, και έγραψε μια ιστορία, σαν αρχαίος χρονικογράφος, σαν τον Ηρόδοτο ή σαν τους χρονικογράφους του Μεσαίωνα. Δεν κρίνει, δεν συμπεραίνει βιαστικά, δεν αποφαίνεται· περιγράφει, καταγράφει, εξιστορεί. Με όλες τις γνωστές αδυναμίες, αυτό το χρονικό είναι εντούτοις πολύτιμο. Σαν να διαβάζεις το χρονικό της πρώτης σταυροφορίας και να συνάγεις γνώση όχι για τα κατορθώματα του τάδε πολέμαρχου, αλλά για τις δοξασίες και τις πεποιθήσεις των σταυροφόρων, για την σαγήνη των οσμών και των γεύσεων, για την ακαταμάχητη αίγλη των ιερών λειψάνων. Το υποκειμενικό, ατελές, ιδεολογικά διάτρητο χρονικό είναι παρ’ όλ’ αυτά η αφήγηση του κόσμου, ο κόσμος. Διαβάζοντας τον Vuillamy, διάβασα όψεις του κόσμου μας, τόσο προφανείς, που συχνά διέφευγαν από τις χιλιάδες σελίδες του εγχώριου τύπου, των εγχώριων χρονικογράφων.

Προσπαθώντας να απαντήσουμε, ανασυγκροτούμε τη σκέψη μας. Απαντούμε στους εαυτούς μας. Παρά τις αποσιωπήσεις και τις αποκρύψεις, παρά τα φοβικά σύνδρομα και τον στρουθοκαμηλισμό, ευτυχώς τώρα αντιδρούμε με σκέψη. Επιχειρούμε χρονικά. Από την πρώτη εβδομάδα της ταραχής, από τις πρώτες ώρες του χάους, του βιβλικού tohu bohu, έως τώρα, εφημερίδες, περιοδικά, παμφλέτες, προκηρύξεις, γκράφιτι, μπλογκ, φόρουμ, τσατ, ιστορούσαν το συμβαίνον. Συμβατικά μέσα, νέα μέσα, εντός και εκτός επίσημου πεδίου, οργανωμένα ή ασύντακτα, με greeklish, με πυρετικό ρομαντισμό, με άγριο σαρκασμό, με πόνο και με χιούμορ, με σκοτεινές αμφισημίες, με εκτροπές του κοινότοπου, πολλοί, πολλαπλά, έγραψαν το χρονικό, τα χρονικά.

Τα πιο πυκνά σπαράγματα αυτοαφήγησης γράφτηκαν στους τοίχους, σε γκράφιτι, στένσιλ και αφίσες, και στο οδόστρωμα, τα ‘βλεπες στα πατημένα τρυκ, στα σπασμένα μάρμαρα και στα αποκαΐδια· τα πιο ακριβή, τα σπάνια, τα πιο εφήμερα: κρατούσαν μια-δυο μέρες. Ηταν το είδος λόγου που βρέθηκε πλησιέστερα στην πράξη· ήταν λόγος-πράξη.

Τώρα ακολουθεί ο καθαρός λόγος. Τα εγκυρότερα λόγια περιοδικά, όπως η ιστορική «Νέα Εστία» των γραμμάτων, και τα «Σύγχρονα Θέματα» των επιστημών, κυκλοφορούν με πλούσια και τολμηρά αφιερώματα, με λαμπρά κείμενα αναστοχασμού και ερμηνειών. Η ετικέτα #griots μετακενώνεται από το Twitter και τα μπλογκ στο σώμα του επίσημου λόγου, από το πεδίο της εξέγερσης και της εντροπίας, στο πεδίο του λόγου που εξηγεί και, κυρίως, αναρωτιέται. Αναρωτιέται, αυτό κυρίως: ποια είναι η διαταραχή, η αταξία, ποια είναι η άτακτη σκέψη που τροφοδοτεί χειρονομίες, που τροφοδοτεί τη μαζική ανυπακοή. Ψηλαφώντας την αταξία, τη διάσπαση, το παλιροϊκό κύμα, ίσως καταλάβουμε την παθογένεια της προτέρας ψευδοκανονικότητας, ίσως δούμε τα κουφάρια που κατεβάζει το ποτάμι.

Ένα βλέμμα, Καθημερινή 08.03.2009

buzz it!

07032009058

Ζ. Πηγής & Ναυαρίνου, 07.03.2009


tatt

Ο ξυλοδαρμός του εγκληματολόγου Γιάννη Πανούση, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέσα σε πανεπιστημιακό χώρο, από ομάδα κουκουλοφόρων, μάς περνάει σε άλλη φάση από τις ταραχές των Δεκεμβριανών και τις συμβολικές δράσεις που ακολούθησαν. Αν η βία των διαδηλωτών στους δρόμους, με το συναισθηματικό φορτίο ενός αθώου νέκρου παιδιού, μπορεί να βρει εξηγήσεις, ακόμη και δικαιολογίες, η τυφλή τραμπούκικη βία εναντίον οποιουδήποτε διαφωνούντος ή κριτικά ιστάμενου, δεν μπορεί να προβάλει καμία πολιτική αξίωση.

Η βία, με αυτή τη μορφή και αυτή την τυφλότητα, δείχνει τους φορείς της αποκομμένους από κάθε πολιτική παράδοση πλην μηδενισμού, αποκομμένους εν πολλοίς από το εξεγερμένο σώμα του Δεκέμβρη, αποκομμένους από την πραγματικότητα. Είναι βία μη πολιτική· είναι βία που συγγενεύει πολύ περισσότερο με τη βία των μητροπολιτικών συμμοριών, των φυλών του περιθωρίου, και των παραβατικών ντεσπεράντος των γκέτο και των slums.

Είναι η Αθήνα όμως slum; Είναι φαβέλα και παραγκούπολη; Οχι. Μπορεί να διακρίνονται πλέον έντονα οι μητροπολιτικοί χαρακτήρες, μπορεί οι τάξεις των επισφαλών εργαζομένων να πληθαίνουν, το πρεκαριάτο να διογκώνεται και η μεσαία τάξη να αδυνατίζει, μπορεί οι 1,5 εκατομμύριο μετανάστες να πιέζουν τις δημόσιες υποδομές προς το όριο θραύσεως, μπορεί η φαύλη διοίκηση να διαχέει μια αίσθηση ανομίας και ατιμωρησίας στον δημόσιο χώρο, μπορεί ο καπιταλισμός να είναι άπληστος και ανάλγητος, παρ’ ολ’ αυτά η Αθήνα δεν είναι Σάο Πάολο, Λάγος, Βομβάη· δεν είναι καν τα Γόμορρα που περιγράφει ο Ιταλός συγγραφέας Ρομπέρτο Σαβιάνο, αναλύοντας την κατίσχυση του τρόμου της Καμόρα στον ιταλικό Νότο.

Η βία που εξαπολύεται από μεμονωμένες ομάδες εν ονόματι μιας ανώνυμης οργής, από άτομα που αυτοχρίζονται Ζορό και τιμωροί, η βία που στρέφεται τυφλά και αυτάρεσκα εναντίον του αριστερού Γιάννη Πανούση λ.χ., ή του Γ. Παπαδάτου, όπως και η απρόκλητη επίθετη εναντίον του τ. προέδρου της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζωγόπουλου, παλιότερα, αυτή η βία δεν αμφισβητεί το μονοπώλιο της κρατικής βίας, δεν είναι επαναστατική αντιβία· απεναντίας, είναι κατοπτρικό ισοδύναμο της αυθαίρετης, καταχρηστικής κρατικής βίας, είναι η πλήρης έκπτωση του λόγου και των ορίων, είναι η άκριτη υποταγή στη λατρεία της καταστροφής και του θανάτου.

Οχι. Καμία πολιτική επαναστατική παράδοση, καμία ρομαντική κληρονομιά, δεν μπορεί να χωρέσει αυτό τον άξεστο τσαμπουκά, την τζάμπα μαγκιά: μια ομάδα ανωνύμων νταήδων να αφήνει αιμόφυρτο ή ημιθανή έναν άνθρωπο που διατυπώνει τις αντιρρήσεις του επώνυμα και διά λογου, όχι με βόμβες. Καμία επαναστατική παράδοση δεν μπορεί να χωρέσει το νταηλίκι του «τζάμπα τρώμε και πίνουμε» στα μαγαζιά των Εξαρχείων, στην ταβέρνα ενός μεροκαματιάρη που κρέμεται από δάνεια· ο λύκος δεν κυνηγάει στην περιοχή του, στα μαρκαρισμένα του· μόνο οι πτωματοφάγες ύαινες δεν αναγνωρίζουν όρια.

Ούτε χωρούν σε καμιά πολιτική επαναστατική παράδοση οι τυφλοί πολυβολισμοί κτιρίων και η τοποθέτηση βομβών ισχύος Βυρητού και Βαγδάτης. Αυτές οι ενέργειες μαρτυρούν μέθη των όπλων και απογείωση από το έδαφος του πραγματικού, μαρτυρούν ανθρώπους ματαιωμένους ασφαλώς, πληγωμένους, με συσσωρευμένο μίσος για το Σύστημα, αλλά επίσης ανθρώπους έξω από τη σφαίρα του έλλογου και της συμπόνιας, ανθρώπους που βουλιάζουν στην απανθρωπιά όσο ακριβώς και οι δυνάστες που μέμφονται. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς ένας νεκρός καθηγητής ή ένας κρατήρας από βόμβα στην πόλη διακονούν την κοινωνική δικαιοσύνη ή την πορεία προς την ουτοπία. Αντιθέτως, κρίνοντας από τον πόνο των κρατήρων της Βυρητού, από τον πόνο των ακρωτηριασμένων και των ορφανών των εμφυλίων, εκεί και αλλού, εκεί και εδώ, με ισχυρή πάντα τη μνήμη του εμφυλίου και του αδελφικού αίματος στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, την Ελλάδα, γνωρίζουμε πολύ καλά, κυτταρικά, πού πάνε οι κοινωνίες με συμμορίτικη βία, με τυφλά χτυπήματα, με φυλές επιδρομέων και τιμωρών, με κρατήρες στο σώμα της πόλης.

Μεσούντος του ταραγμένου Δεκεμβρίου, είχαμε γράψει για το ενδεχόμενο η εξεγερσιακή ορμή και τα δρώντα καινοφανή υποκείμενα να χάσουν τα πολιτικά προτάγματα και να υποπέσουν στην τυφλότητα. Φοβόμασταν ότι μπορεί να χαθεί η δυνατότητα μετασχηματισμού του υπαρξιακού τινάγματος σε πολιτική σκέψη, σε επανορισμό του κοινοτικού βίου και του δημόσιου χώρου. Επιχειρούσαμε μάλιστα να βρύμε κάποιες αναλογίες με το φαινόμενο του ιδιότυπου ιταλικού εμφύλιου στα τέλη της δεκαετίας ’70, όταν από ένα μαζικό εξεγερμένο φοιτηταριάτο και νεανικό προλεταριάτο πήγασε διάχυτη η αντικρατική βία, συγκροτήθηκαν εναλλακτικές κοινοτικές δομές, μα εντέλει εκφυλίστηκαν σε ένοπλο αντάρτικο πόλης, λουτρά αίματος και μαζική καταστολή. Σε ιστορικό τραύμα.

Ο αναδυόμενος μηδενισμός και η λατρεία θανάτου έλκουν την καταγωγή τους από το Viva la Muerte των φρανκικών μελανοχιτώνων, ή από τον γραφικό αναρχικό βομβιστή του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, στο ζενίθ της Βιομηχανικής Επανάστασης και της αποικιοκρατίας. Πόσο πειστικές ή γοητευτικές μπορεί να είναι αυτές οι εικόνες στις σημερινές κοινωνίες της γνώσης, στις κοινωνίες των παγκοσμιοποιημένων κινδύνων και των δικτυακών κοινοτήτων; Πώς μπορεί η θανατολατρεία να είναι δραστικότερη από την ενόραση της ουτοπίας, τον κοινοτισμό, την αλληλεγγύη, την αγάπη και τη συμπόνια, τους πυρήνες της ελευθεριακής σκέψης; Δεν ξέρω.

Η λατρεία της βίας και ο μηδενισμός, παρόντα και τον Δεκέμβριο αλλά όχι κυρίαρχα, φωνασκούν τώρα πολύ ισχυρότερα από τις έλλογες και ρομαντικές τάσεις, και δίνουν τον δυσοίωνο τόνο τους, παρότι μειοψηφούν απελπιστικά. Ελάχιστες ενέργειες ελαχίστων ομάδων, με δραματικό όμως αντίκτυπο, είναι ικανές να σκεπάσουν τη δίψα για ζωή και δημιουργία που χαρακτηρίζουν το απολύτως πλειοψηφικό ρεύμα της νεολαίας. Το πρεκαριάτο δεν ζητάει τον θάνατο των άλλων, ζητάει τη ζωή που του ανήκει.

Καθημερινή 22.02.2009

buzz it!

 

Χάρης Κοντοσφύρης, Εμψυχα παιχνίδια. Τσιμ�ντο. Από την �κθεση «Ηλεκτρικό σπίτι»

Χάρης Κοντοσφύρης, Εμψυχα παιχνίδια. Τσιμέντο. Από την έκθεση «Ηλεκτρικό σπίτι»

Η διαρκής και διάχυτη ένταση στο κοινωνικό σώμα, η αβεβαιότητα που γεννά η οικονομική κρίση, η πολιτική ρευστότητα, η κρίση θεσμών και αξιών, η διάσπαρτη μες στην καθημερινότητα βία, οι ραγδαίες αλλαγές σε θεμελιώδεις υλικότητες όπως η εργασία, ο χρόνος, ο χώρος, το έθνος-κράτος, όλα όσα συνθέτουν το εκρηκτικό σύνολο «Ελλάδα 2009», ελάχιστα γίνονται αντιληπτά από το τρέχον σύστημα πολιτικής διαχείρισης. Κοιμούνται βαθιά, και αλλού.

Στην κορυφή της ατζέντας των πολιτικών βρίσκεται η διαχείριση, μάλλον η απόκρυψη, της δικής τους χρεοκοπίας: το δείχνει περίτρανα η ανοητολογία περί νέου εκλογικού νόμου· το δείχνει ο τρόπος που διαχειρίζονται κοινωνικές και δομικές κρίσεις σκορπίζοντας αδιακρίτως λεφτά και δακρυγόνα· το δείχνει ο κάτισχνος λόγος των κομμάτων, τα ψελλίσματα που αποσκοπούν στη διάσωση των μαγαζιών τους και όχι για την αναζωογόνηση μιας κοινωνίας που βουλιάζει σε αντιφάσεις και κατάθλιψη.

Για πρώτη φορά ίσως την τελευταία εικοσαετία, το χάσμα ανάμεσα στις ελίτ εξουσίας και στο κοινωνικό σώμα είναι τόσο βαθύ και εκτενές: διανοητικά και ψυχικά. Οι πολιτικοί αδυνατούν ολοσχερώς να προσεγγίσουν το πνεύμα των νεότερων γενεών, όχι μόνο των εφήβων και των εικοσάρηδων, αλλά και των τριάντα-σαράντα, δηλαδή τριών κρίσιμων γενεών για το παρόν και το μέλλον του τόπου. Απλούστατα, είναι αλλού: οι μεν στη στρατόσφαιρα του βολέματος, οι δε στο έδαφος της επισφάλειας.

Ατεχνοι, άμουσοι, αρχαϊκοί και εφησυχασμένοι, οι πολιτικοί διαχειριστές ζητούν ψήφο από γενιές ανήσυχες και καλλιεργημένες, υπερμοντέρνες αλλά και υπερπιεσμένες και ανασφαλείς. Αυτές οι γενιές αδιαφορούν ή και περιφρονούν όσους ζητούν την ψήφο τους, ενώ ταυτόχρονα τους βάζουν στο ψυγείο της επισφάλειας και στο περιθώριο των αποφάσεων.

Σαν να κινούνται δύο κόσμοι, ασύμπτωτα: ένας παλλόμενος, αγωνιώδης, φιμωμένος, που φέρνει το μέλλον· κι ένας κόσμος αδρανής, βαρύς, αυτάρεσκος, που θέλει μόνο να το σφετεριστεί.

buzz it!

Στ�λιος Φαϊτάκης, Η Ανάληψη των Ρ�μπελων Αγίων   

Στέλιος Φαϊτάκης, Η Ανάληψη των Ρέμπελων Αγίων, mural, αρχές 21ου αι. μ.Χ.

 

Ανέβαινα την οδό Ακαδημίας. Λίγο πριν από την Χ. Τρικούπη είδα μικρομποτιλιάρισμα, άκουσα σφυρίγματα και τραγουδιστές φωνές, είδα και μια κίνηση ανθρώπων στο οδόστρωμα. Μπα; Τι γίνεται; Διαδηλώνουν οι δικήγοροι;

Σε λίγα λεπτά ήμουν εκεί. Επτά-οχτώ κορίτσια πιασμένα χέρι χέρι χόρευαν μπαλέτο στην άσφαλτο της Ακαδημίας, μπροστά από τη Λυρική. Δεν φορούσαν πουέντ και τούτου, μποτάκια και παντελόνια φορούσαν, και χοροπηδούσαν με χάρη στο οδόστρωμα, και έριχναν το κεφάλι πίσω ξεκαρδισμένες. Από την είσοδο της κατειλημμένης Λυρικής Σκηνής, ξεχυνόταν μουσική· μουσική μπαλέτου, που ακουγόταν απόκοσμα μες στη βουή του αθηναϊκού κέντρου, δεν ακουγόταν σαν τα ντάπα-ντούπα των διαφημιστικών σταντ στους πεζόδρομους, όχι, αυτό εδώ ήταν ένα ιλαρό έπος, που μεταμόρφωνε τον χώρο, τον έβγαζε από την γκριζάδα και το καυσαέριο, που εκτίνασσε τον χρόνο τον συμπιεσμένο και βιαστικό και μίζερο και τον έκανε χρόνο γιορτής αιφνίδιας, χρόνο αναποδογυρισμένο, χαρισμένο γενναιόδωρα από παιδιά που τον έχουν άφθονο προς όλους τους κατσούφηδες και τους αφηρημένους.

els_stencil_web

Εμείς η κατακραυγή της κοινωνίας, οι αλήτες, οι καταραμένοι, εμείς που μείναμε στην πρώτη πατρίδα, στο παιδί...

els_poem1

Εμείς τρελοί από έρωτα, Νεκροί από πόνο, Λυσσασμένοι από συνείδηση

 

Εχω δει πολλές περφόρμανς, σε μουσεία και γκαλερί, σε δημόσοιους χώρους. Ελάχιστες έχουν κατορθώσει αυτό το γόνιμο παραξένισμα, την εκτροπή του χωροχρόνου από τη ρουτινιάρικη κοίτη του, αυτό το αισθητηριακό και υπαρξιακό πετάρισμα που μετέδιδε ο κυκλοτερής χορός των κοριτσιών στις μύτες, τα γέλια, οι μουσικές, τα φέιγ βολάν, αυτή η εισβολή του ζωτικού καρναβαλιού στη σκηνή της ανίας και της αβίωτης καθημερινότητας.

Τα νεαρούδια που χόρευαν έξω από τη Λυρική, απέναντι απ’ τον Δικηγορικό Σύλλογο, μοίραζαν το ρομαντικό, παθιασμένο κείμενό τους για τη σχέση της τέχνης με την κοινωνία, μιλούσαν για εξεγερμένα μπαλέτα, για δωρεάν μαθήματα ακροβατικών, σύγχρονου χορού, ιστορίας τέχνης και παραδοσιακών πολεμικών τεχνών. Μιλούσαν για μια τέχνη αδιαμεσολάβητη, για ζωή δημιουργική, για την εναντίωσή τους στην τέχνη-θέαμα και στην παθητική κατανάλωση.

Και μιλούν για μικρές ομάδες, για μικρές συλλογικότητες που συναντιούνται με άλλες συλλογικότητες και φτιάχνουν πρόσκαιρα μια μεγαλύτερη. Μιλούν για συμβολικές «απελευθερώσεις» συμβολικών χώρων, για επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου.

Παπαγαλία; Δεν νομίζω. Ο λόγος αυτών των διάσπαρτων μικρών συλλογικοτήτων δεν είναι ένα ακόμη copy-paste του συρμού. Πίσω από τα γνωστά λεκτικά σχήματα, πίσω από έννοιες βαρυφορτωμένες και κουρασμένες ίσως, μπορείς να διακρίνεις γνήσια αγωνία για ριζική προσέγγιση της πολιτικής, για επαναφορά σε μια πολιτική δραστική και θεμελιώδη, ικανή να ταράζει συνειδήσεις και να αλλάζει ζωές.

Μετά τις φλόγες της πρώτης εβδομάδας του Δεκεμβρίου, τα νέα υποκείμενα, αβάφτιστα ακόμη, ξεπερνούν το θέαμα της βίας, και ανακαλύπτουν την άλλη όψη του Διονύσου. Στις αφίσες, στους τοίχους, σε δικτυακά και έντυπα κείμενα, ξεπροβάλλει διαρκώς μια νέα ποίηση, επίμονη, ορμητική, υποβλητική, ποίηση που ζητάει ζωή, έκφραση, δημιουργία, αυτοπραγμάτωση. Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε (Γιάννης Ρίτσος) ― έτσι περιγράφεται η δίψα για ζωή στην αφίσα, κάτω από μια εντυπωσιακή μοντερνοβυζαντινή ζωγραφιά του πιο ταλαντούχου ίσως ζωγράφου της γενιάς του, του ελευθεριακού, ρομαντικού Φαϊτάκη.

Η ποίηση είναι πολιτική. Οι ανώνυμοι και επώνυμοι γραφιάδες των τοίχων και των μπλογκ επαναδιατυπώνουν δημιουργικά την κληρονομιά του Λωτρεαμόν και του Σολωμού, του Γουίτμαν και του Κατσαρού, του Μπωντλαίρ και του Γκυστάβ Κουρμπέ, του Ζακ Λουί Νταβίντ και του Ντελακρουά, του Γκόγια και του Κάσπαρ Νταβίντ Φρίντριχ. Επαναδιατυπώνουν το ρομαντικό αίτημα για σύντηξη τέχνης και ζωής, για τη ζωή ως έργο τέχνης.

els_generalviewels_giorti_afisa

Σπόροι. Θραύσματα. Τροχιοδεικτικά. Ψίθυροι. Που μπορούν να γίνουν άνθη, φωτοχυσίες και τραγούδια. Τα νεαρούδια, οι έφηβοι, οι εικοσάρηδες και τριαντάρηδες, βηματίζουν θαρρετά, χορευτικά στην κεντρική σκηνή, αυτοοργανώνονται, αυτοσχεδιάζουν, αυτονομούνται· περιφρονούν τον παλιό πολιτικό κόσμο, την πελατειακή και χειραγωγούμενη μάζα, τον κόσμο του καταναλωτισμού και της ετερονομίας, αδιαφορούν για την λαχανιασμένη correct Αριστερά και τις αγκυλώσεις της.

Σπόροι. Ομάδες, παρέες, μικρές συλλογικότητες. Οργανώνονται σαν σμήνη, ενώνονται, μεγαλώνουν και απλώνονται, σαν φράκταλ, σαν ψαρόνια, με χαοτικές συμμετρίες. Σαν δίκτυα κυψελών.

Από αυτές τις γενιές, τα σμήνη των αυτόφωτων ρομαντικών υποκειμένων, με το θεμελιώδες αίτημα για καθολική ζωή, ίσως προέλθει αναγέννηση της πολιτικής. Τη χρειαζόμαστε so badly…

 

ψίθυρος τίτλων τέλους: Τρύπες – Γιορτή

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.826 hits