Είναι άνοιξη. Ακόμη και στην πόλη, χωρίς μυρωδιές, χωρίς ρευστά, μονάχο το φως υπενθυμίζει την αναγέννηση. Στέφει τον Υμηττό, χύνεται στη Συγγρού, περιγράφει την Αίγινα. Δονεί ξεκούρδιστες χορδές. Διάβαζα μια μοναδική ποιήτρια, μιαν εύθραυστη γυναίκα, την Εμιλι Ντίκινσον από το Αμχερστ των Πουριτανών, όταν έμαθα ότι πέθανε ένας «κοντινός» μου ποιητής, ο Υδραίος Μίλτος Σαχτούρης, που εγκαταβίωσε στις πολυκατοικίες και τα καφενεία της Κυψέλης. Κοιτούσα στο μέιλ της xanthippi ένα ολιγόστιχο της Εμιλυ, μια πνοή:

«Το Νερό, μαθαίνεται απ’ τη δίψα.
Η Στεριά – απ’ το αρμένισμα στα Πέλαγα.
Η Έκσταση – απ’ την οδύνη –
Η Ειρήνη, απ’ των πολέμων της το χρονικό –
Η Αγάπη, απ’ του τάφου το ανάγλυφο –
Τα Πουλιά, απ’ το χιόνι.»

(μετ. Ερρίκος Σοφράς, εκδ. Το Ροδακιό).

Τη φανταζόμουν στο μικροσκοπικό της γραφειάκι, στην κάμαρα όπου έζησε έγκλειστη κάτι δεκαετίες, να κοιτά τη βελανιδιά απ’ το παράθυρό της, να μεταγράφει σε στίχους τα θροϊσματα των φύλλων, τα κελαηδήματα του κότσυφα. Εμεινα ώρα πολλή στο σβήσιμο: Τα Πουλιά μαθαίνονται απ’ το χιόνι. Εκεί που έσμιγε τ’ αντίθετα, νά, τελειώνει με ένα ζεύγος όχι αυτονοήτως αντιθετικό, αλλά ανοιχτό στην όποια σχέση: Το χιόνι παγώνει τα πουλιά; Δεν τα αφήνει να πετάξουν; Το χιόνι πετά ή πέφτει;

Μάλλον μάς οδηγεί στο αμέσως προηγούμενο, κι αυτό φαινομενικά ασύνδετο: Η Αγάπη μαθαίνεται απ’ του τάφου το ανάγλυφο. Φανέρωμα. Η ποίηση δεν εξηγεί, δεν λέει· δείχνει. Αναλαμπή: Πριν από πολλά χρόνια στον Κεραμεικό, άνοιξη, προσπαθώντας για μια στιγμή να αφουγκραστώ ανθρώπους, όχι το κλάμα, όχι το πένθος, αλλά τη ζωή, τον χωρισμό, τον αποχαιρετισμό του άνδρα προς τη γυναίκα του. Τις ήρεμες στήλες στο Εθνικό Μουσείο. Τα λιτά επιτύμβια των ανώνυμων αρχαίων λυρικών. Σε αυτά τα «ανάγλυφα» δεν υπάρχει σπαραγμός πια, δεν ακούγεται θρήνος· μόνο αγάπη, αξόδευτη, αστέρευτη, χωρίς έναν κόρφο να φωλιάσει.

Θα ήταν ’79 ή ’80 που δυο-τρεις παρέα, νεαροί θρησεκυόμενοι της ποιήσεως, επισκεφθήκαμε τον ποιητή στον τόπο του. Ο τόπος του Μίλτου Σαχτούρη ήταν ο αργόσυρτος κόσμος των καφενείων της Φωκίωνος Νέγρη. Καμία σχέση με το ψευδο-σπιντ του σήμερα: τότε οι καφετέριες αργοκυλούσαν και οι θαμώνες ξεκούκκιζαν κομπολόγια. Σε ένα τέτοιο τεμπέλικο ποτάμι (Ερμίνα; Οριεντάλ;) λιαζόταν ο ποιητής, πλάι στο τζάμι, στο χειμωνιάτικο γλυκόφως, και κοιτούσε τον ζόφο του κόσμου, νωχελικά, σαν σοφός αλιγάτορας. Ηταν το φως; η προσδοκία; τα δικά μας λαίμαργα νιάτα; Πάντως η εικόνα ήταν θεσπέσια. Και δεν έφερε τη συνήθη διάψευση μετά τη συνάντηση με ίνδαλμα.

Ξανακοίταξα μερικά πρωινά τη τζαμαρία, περνώντας από τη Φωκίωνος Νέγρη με το παπί. Μόνο μια φορά μου φάνηκε ότι τον αναγνώρισα. Ημουν βέβαιος ωστόσο ότι ήταν πάντα εκεί, στον τόπο του, τον αργοσάλευτο, τον σκοτεινό.

Ξέχασα για χρόνια την τζαμαρία· από τον ποιητή μου έμειναν το τόπι του θανάτου κι ο τρελός λαγός, κάτι σπαραγμένα Χριστούγεννα, ένας βουβός πόνος, υπαρξιακός, σχεδόν γλυκός, σαν αυτός που κυριεύει τους έφηβους και τους νέους. Πλησιάζοντας όμως την ηλικία που έγραψε ο ποιητής, μου ξανακόλλησε η τζαμαρία, η βιογράφηση με στερεότυπα που άκουγα στους κύκλους λογίων, το μισοσβησμένο ίχνος του λαγού. Για μένα γινόταν ένας αργοκίνητος άνθρωπος που κάπνιζε κι έπαιζε κομπολόϊ, που έπινε καφέ στη Φωκίωνος κι έμενε σε δυάρι της Κυψέλης. Κανείς ηρωισμός, μόνο η κουφόβραση της ποιήσεως. Μάθαινα ακόμη, ότι δεν δούλεψε ποτέ, έζησε μόνο ως ποιητής. Ε, αυτό ούτε ο Καρούζος, ούτε ο Γκόρπας δεν το πέτυχαν τόσο απόλυτα. Οσο μεγάλωνα, δεν περιφρονούσα πια τα βιογραφικά ίχνη ή τις φήμες· μου ταίριαζαν, μου προέκτειναν κιόλας τα ποιήματα. Με βοηθούσαν να καταλάβω ότι μπορείς να γράψεις οικουμενική ποίηση κοιτώντας μόνο το δέντρο στην αυλή σου· συμπυκνώνοντας το θαύμα στο χιόνι, στα πουλιά.

Και να, πάνω που διάβαζα χιόνι και πουλιά στην Ντίκινσον, διαβάζω στον Σαχτούρη:

«Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ΄ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.»

 

Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 03.04.2005