You are currently browsing the tag archive for the ‘griots’ tag.
Ενα χρόνο ακριβώς από την περσινή νύχτα του Αγίου Νικολάου, ο Δεκέμβρης 2008 πλανάται ακόμη αδέσποτος, ακατάτακτος, ακατανόητος. «Ο Νοέμβρης ανήκει σε όλους, ο Δεκέμβρης δεν ανήκει σε κανέναν», έγραφε προσφυώς ένα πανώ στην πρόσφατη πορεία για το Πολυτεχνείο. Πράγματι, ο σκοτεινός Δεκέμβρης του 2008, ως συμβολικό και πολιτικό συμβάν, δεν διεκδικείται ευθέως από κανέναν, πλην των αντισυστημικών αριστερών και, κυρίως, των αναρχικών-αντεξουσιαστών, αλλά κι εκεί ακόμη με κρίσιμους διαφορισμούς, μεταξύ των “πολίτικος” και των ποικίλων μπάχαλων, ως προς το περιεχόμενο και το νόημα.
Οσο μένει σκοτεινός, και εν πολλοίς ανεπιθύμητος, θα μένει και ακατανόητος· δηλαδή, ένα συμβάν μη οργανικό, ασύνδετο με τα πριν και τα μετά, άχρηστο, ανωφελές, μια μέλαινα οπή στο ιστορικό συνεχές. Eνα ρήγμα. Υπάρχουν όμως ιστορικά συμβάντα ανωφελή ή άχρηστα για την κριτική σκέψη; Ισως υπάρχουν, για μια ορισμένη σκέψη, που μπορεί μόνο να κατακρίνει ή να παινεύει, να εναγκαλίζεται ή να απορρίπτει ― αλλά αυτή η σκέψη δεν είναι κριτική, δεν είναι καν σκέψη, είναι κουβεντολόι περί γούστου, είναι εργαλειακός λόγος υπέρ συμφερόντων και μηχανισμών κυριαρχίας. Η κριτική σκέψη ζητά πάνω απ’ όλα να κατανοήσει· να αναλύσει μηχανισμούς, να διαβάσει πολυεπίπεδα την πραγματικότητα, να αφουγκραστεί τα μη φωνητά, να εξηγήσει. Ακόμη κι όταν το συμβάν τελείται εν θερμώ, όταν βρίσκεται εν τω γεννάσθαι.
Να πώς προσέλαβε το ελληνικό συμβάν ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού: «[…] Ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός ξεπερνούσε τον άμεσο, πολιτικό χαρακτήρα του. Ερμηνεύθηκε ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, κοινής σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, που στερούν τη νεολαία από ελπίδα, προοπτική, νόημα ζωής. Σύμπτωμα, βεβαίως, τυφλό, ενδεχομένως και αυτοκαταστροφικό –και εδώ ο κίνδυνος του μηδενισμού, της τυφλής βίας ή και της τρομοκρατίας είναι υπαρκτός– αλλά αδιάψευστο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σοκαρίστηκαν, γιατί αναγκάστηκαν να αναρωτηθούν μήπως κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα περιμένει και τις ίδιες» (Καθημερινή 29.11.09, συνέντευξη στον Π. Παπακωνσταντίνου).
Η συζήτηση για τον Δεκέμβρη δεν έγινε, τουλάχιστον με τέτοιους αναλυτικούς όρους. Αρα λιγοστά ώς τώρα είναι τα φανερά πνευματικά οφέλη μας, ως κοινωνίας, από αυτή τη μείζονα διαταραχή. Εντούτοις πολιτικά ο Δεκέμβρης έδρασε καταλυτικά, μολονότι δεν διατύπωσε κανένα αίτημα, κανένα πρόγραμμα: αποσυναρμολόγησε μια ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, δίχασε την Αριστερά, αιφνιδίασε τους διανοούμενους, συνήγειρε τη νεολαία, ξάφνιασε και εντέλει αναδίπλωσε τη μεσαία τάξη των γονιών.
Εμφανή χαρακτηριστικά ήταν ο θυμός, η εκδραμάτιση, η ορμητική κατάληψη της σκηνής, η πρωταρχική κραυγή των νέων («είμαστε κι εμείς εδώ, θέλουμε κάτι να γίνει, ό,τι να ‘ναι»), η αγωνιώδης απαίτηση του παρόντος, η άμορφη, χαοτική διεκδίκηση ενός άμορφου μέλλοντος, ένας ρομαντισμός στις παρυφές του μηδενισμού. Αυτά, ως περιγραφή· η ανάλυση θα έπρεπε να ξεκινήσει από αυτό το σημείο. Για να προσεγγίσουμε, τουλάχιστον, τις πηγές του θυμού, της κραυγής, του μηδενισμού· πού έφταιξαν, πού φταίξαμε, οι γονείς της σοσιαλίζουσας ευημερίας, της βαλτωμένης Μεταπολίτευσης, οι γονείς που συγχέουν το ηθικό με το νόμιμο, και τη δημοκρατία με τη μεζονέτα. Η ανυπακοή των νέων μπορεί να πηγάζει από την καταρράκωση του κύρους των γονιών τους, από το αξιακό κενό που κληρονομούν, από την κακομαθησιά και την ευτέλεια που παραλαμβάνουν και αβγατίζουν ― αναρωτιέμαι.
Αυτή η κριτική προσέγγιση έλειψε, όσο γνωρίζω. Αντ’ αυτού, είδαμε διανοούμενους γονείς της μεσαίας τάξης να κραδαίνουν δάφνες αριστεροσύνης και Πολυτεχνείου, να κομίζουν διδακτισμό και αφορισμούς, απέναντι στα ερωτήματα του ασύλληπτου παρόντος. Μάλιστα, οι μοντέρνοι αριστεροσυντηρητικοί, θεμελιωτές και ωφελημένοι του μεταπολιτευτικού consensus, παραγωγοί κυνισμού και νεποτισμού, είναι οι πιο άτεγκτοι επικριτές της αταξίας, είναι αυτοί που αρνούνται στις νεότερες γενιές, στα παιδιά τους, τη διερώτηση επί του ισχύοντος συστήματος, αυτοί που λένε στα παιδιά τους ότι μόνη πολιτική δράση είναι η συμμετοχή σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και φιλανθρωπικά έργα. Η αλλαγή τελείται άπαξ, και ετελέσθη από εμάς, τους γονείς, το ’73-’74 και το ‘81· τι γυρεύετε εσείς τώρα; Μα αυτός ο νεοευσεβισμός, αυτή η υποκρισία των γονιών του καναπέ, πώς μπορεί να μιλήσει στις καρδιές και τα μυαλά των νέων, των νέων όποιας εποχής; Δεν μπορεί.
Ακόμη δεν θέλουμε να μιλήσουμε το συμβάν.
(Περισσότερα κείμενα για το συμβάν του Δεκέμβρη 2008, μεταξύ των οποίων και του Κων/νου Δουζίνα, στο μπλογκ Δεκέμβρης.)
Ζυρίχη, 25η Μαρτίου 2009. Χιόνι, βροχή, χιονόνερο, ριπές παγωμένου ανέμου από τα βουνά υπεράνω της λίμνης· ο άστατος, στυφός καιρός σαρώνει τους δρόμους της καλοκουρδισμένης, φιλικής πόλης, με τα καλοκουρδισμένα τραμ, τα τέλεια τρένα, τα ωραία κτίρια, τις πάπιες και τους κύκνους στην πεντακάθαρη λίμνη. Εργατικοί, μετανάστες, μικροαστοί, νεολαία με iPod, κυκλοφορούν στο κέντρο της μικρής πόλης· οι κροίσοι, οι τραπεζίτες, τα γκόλντεν μπόις, κυκλοφορούν στα προάστια, στα καλά ξενοδοχεία, ή δεν κυκλοφορούν καθόλου.
Η ποσότητα και η ποιότητα των δημόσιων χώρων εντυπωσιακή. Ζηλεύουμε. Μη ζηλεύεις, μου λένε Ελληνες φίλοι από τη Γερμανία· όλα ωραία φαίνονται, αλλά είναι ανιαρά, χωριό είναι… Οι φίλοι έχουν μεγαλώσει και ζουν σε μητροπόλεις, όπως το Βερολίνο και το Αμβούργο. Επιμένω. Οκέι, υποχωρούν, δεν είναι άσχημα, για να δουλέψεις και να ζήσεις λίγα χρόνια, οι μισθοί είναι τριπλάσιοι από τη Γερμανία, αλλά μόνο για λίγα χρόνια, δεν συμβαίνει τίποτε εδώ, τη νύχτα πέφτει νέκρα. ΟΙ Ελβετοί φίλοι χαμογελούν.
Το βράδυ συμμετέχουμε σε μια ανοιχτή πολιτική συζήτηση. Θέμα: “Athen brennt – H Αθήνα καίγεται”. Βρισκόμαστε στην περίφημη Rote Fabrik, έναν μεγάλο πολιτιστικό οργανισμό, από τους σημαντικότερους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους στην Ευρώπη. Από τις αίθουσες της Kόκκινης Φάμπρικας (χτισμένης με κόκκινα τούβλα), στα 29 χρόνια ζωής της, έχουν περάσει ποπ αστέρια, ζωγράφοι, σκηνοθέτες, χορευτές, φιλόσοφοι, συγγραφείς και ποιητές, κάθε πρωτοποριακό ρεύμα, αλλά και οι κορυφαίοι εν ζωή· από Nirvana και Red Hot Chili Pepper, έως Πιερ Μπουρντιέ, Νόαμ Τσόμσκι και Γκύντερ Γκρας. Ο Δήμος της Ζυρίχης επιχορηγεί το χώρο με 2,4 εκατ. φράγκα ετησίως.
Η Rote Fabrik συνδιοργανώνει τη βραδιά για τον Ελληνικό Δεκέμβρη, μαζί με την εβδομαδιαία εφημερίδα Die Wochenzeitung (WOZ, ιδρ. 1981), μια από τις εγκυρότερες αριστερές εφημερίδες του γερμανόφωνου χώρου, αυτοδιαχειριζόμενη κι αυτή, κολεκτίβα. Παράδοξη μοίρα… Η Φάμπρικα και η WOZ είναι τέκνα της ιστορικής εξέγερσης του 1980, όταν η ελβετική νεολαία έσπαγε την Οπερα και τις τράπεζες της περίφημης Bahnhofstrasse· όταν η υπόλοιποη Ευρώπη παρακολουθούσε εμβρόντητη την εξέγερση των “χορτάτων”. «Δεν ήταν ακριβώς έτσι…» διορθώνει ευγενικά ο δημοσιογράφος Ντάνιελ Στερν, βετεράνος του κινήματος, και αξιοσέβαστος διεθνής αναλυτής στη WOZ σήμερα. «Η νεολαία ξεσηκώθηκε κατά της ισοπέδωσης της μπουρζουάδικης κουλτούρας και του αφόρητου πουριτανισμού. Από τις συγκρούσεις και τις καταλήψεις ξεπήδησαν τα πιο δημιουργικά μυαλά της γενιάς μας, κινηματογραφιστές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, μάνατζερ… Μερικοί δεν θέλουν να ακούσουν πια για το ‘80. Αλλοι, οι πιο φτωχοί και αδύναμοι, μετά το ‘80, βούλιαξαν στην ψυχασθένεια, τις αυτοκτονίες, τα ναρκωτικά…»
Eίμαι συγκινημένος. Η ταραγμένη Ζυρίχη του ’80 ενέπνεε τους νεαρούς Ελληνες αυτόνομους τότε, πρωταγωνιστούσε στα περιοδικά τους μαζί με τους καταληψίες-κράκερ του Βερολίνου και του Αμστερνταμ. Το λέω: Είκοσι εννέα χρόνια αργότερα, είμαστε εδώ, για να ανταλλάξουμε εμπειρίες και αισθήματα. Ολα έχουν αλλάξει, μα μερικά μένουν ίδια: η δίψα για ζωή, το όραμα της αυτονομίας, η ανάγκη της αυτοδιαχείρισης, ας πούμε. Ο ελληνικός Δεκέμβρης απελευθέρωσε το καρναβάλι και την καταστροφή, ορμή ζωής και ενόρμηση θανάτου· τώρα οι νέοι, το πρεκαριάτο, βρίσκονται στο μεταίχμιο, με φόντο τη διεθνή κρίση: θα τραβήξουν προς τη ζωή, στη δύσκολη ανηφόρα, υπερασπιζόμενοι ένα τόσο-δά συμβολικό παρκάκι, μια κατάληψη; Ή θα τους ρουφήξει η καταστροφική ενόρμηση, το τυφλό μπάχαλο, ο αυτοχειριασμός; Στη Ζυρίχη, οι πλούσιοι ρεπουμπλικάνοι αναγνώρισαν πάραυτα την κατάληψη της Rotte Fabrik, την άφησαν αυτοδιαχειριζόμενη και οιονεί αυτόνομη, τη χρηματοδότησαν γενναιόδωρα, την ενσωμάτωσαν στην κοινωνία, την αφομοίωσαν. Στην Αθήνα, ο δήμαρχος επιτίθεται στα καχεκτικά δέντρα και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ερευνά ιστορικές καταλήψεις· έτσι ώστε ο δημόσιος χώρος αφενός να τσιμεντωθεί ολοσχερώς, οι δε νέοι να παραδοθούν στα Μώλ, στα Στάρμπακς, στην πρέζα και στην αυτοδικία.
Αφομοίωση… Ενσωμάτωση… Ρεφορμισμός… Το σκέφτομαι. Το συζητώ επιτόπου με τον Ντάνιελ της Ζυρίχης, με τον Βασίλη και τον Κύρο του Αμβούργου. Τι ακολουθεί τις φλόγες και τα οδοφράγματα; Η καταστολή, η αντιμεταρρύθμιση, η παλινόρθωση, η σκληρότητα, η εκδίκηση, η τυφλότητα, μια κοινωνία με κάγκελα και κάμερες και μίσος, ή… Ή, ένας ριζοσπαστικός ρεφορμισμός, που χτίζεται κάθε μέρα, κάθε μήνα, που ανοίγει δρόμους και στις επερχόμενες γενιές, ανοίγει δυνατότητες δημιουργικής εκδίπλωσης, συλλογικού βίου και αυτόνομων ζωνών στις γενιές των 15χρονων.
Η Ζυρίχη του Ζβίγγλιου και των τραπεζών, της αυτόνομης Rote Fabrik και της κολεκτιβίστικης WOZ, έχει κάτι να μας διδάξει γι’ αυτή την ανοιχτή δυνατότητα. Και μπορούμε πάντα να μην επαναλάβουμε τα λάθη τους.
ADDENDUM
Ανήσυχο σαλεύει το πλήθος τη Σαρακοστή. Θυμάται την τρομερή γιορτή του Δεκεμβρίου ― και τρομακτική και γιορτή, και καρναβάλι και σύγκρουση. Και ζει την τρομερή παλίρροια της κρίσης, τον πνιγμό που αναγγέλλεται, τη ζωή σε κατάσταση μόνιμου πνιγμού.
Ο καθείς θυμάται αλλιώς τον Δεκέμβρη. Πολλοί δεν θέλουν να θυμούνται· ήταν μια παρεκτροπή, μια ανωμαλία της κοινωνικής ροής, πάει, τέλειωσε, ποτέ να μην ξαναγυρίσει. Οι πιο νέοι, οι πιο ριψοκίνδυνοι και παιγνιώδεις, οι τελούντες υπό ματαίωση, θυμούνται. Μάλλον, δεν θυμούνται καν: νιώθουν ακόμη την αψάδα των ημερών, νιώθουν τον χρόνο να κυλά ακόμη περίπου τέτοιος, τρομερός και ανεπανάληπτος. Ομως ο χρόνος έχει αλλάξει τροπή.
Αλλοι, πολλοί, προσπαθούν να ανακαλέσουν στη μνήμη τις τρομερές στιγμές, μήπως και καταλάβουν τι συνέβη. Αυτή η λειτουργία, της δημιουργικής ανάκλησης, του αναστοχασμού του συμβάντος, του μετασχηματισμού του βιώματος, είναι ό,τι απασχολεί ήδη τα πιο ανήσυχα μυαλά. Ευτυχώς.
Γερμανοί, Ιταλοί, Αμερικανοί, Ισπανοί δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, κοινωνικοί επιστήμονες, με τους οποίους ήλθα σε επαφή τους τελευταίους δυο-τρεις μήνες, ρωτούν, ζητούν να μάθουν, όχι περιστατικά, αυτά τα έδειξαν όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία με τον α ή β τρόπο, αλλά ζητούν να μάθουν κοινωνικό υπόστρωμα, ιδέες, αισθήματα, συλλογικό φαντασιακό, ιστορικό φόντο, αιτιώδεις σχέσεις. Τι πυροδότησε την έκρηξη; Ποιο ήταν το εύφλεκτο υλικό; Ποιοι βρέθηκαν στους δρόμους; Τι είχε προηγηθεί; Ποια η σχέση με διεθνή ρεύματα;
Ο έγκυρος Observer έστειλε πρόσφατα τον καλύτερο πολιτικό γραφιά του, τον Εd Vuillamy, για να ερευνήσει και να συγκροτήσει ένα χρονικό. Βρήκε ανθρώπους κάθε ηλικίας, κάθε πολιτικής απόχρωσης, μίλησε μαζί τους, και έγραψε μια ιστορία, σαν αρχαίος χρονικογράφος, σαν τον Ηρόδοτο ή σαν τους χρονικογράφους του Μεσαίωνα. Δεν κρίνει, δεν συμπεραίνει βιαστικά, δεν αποφαίνεται· περιγράφει, καταγράφει, εξιστορεί. Με όλες τις γνωστές αδυναμίες, αυτό το χρονικό είναι εντούτοις πολύτιμο. Σαν να διαβάζεις το χρονικό της πρώτης σταυροφορίας και να συνάγεις γνώση όχι για τα κατορθώματα του τάδε πολέμαρχου, αλλά για τις δοξασίες και τις πεποιθήσεις των σταυροφόρων, για την σαγήνη των οσμών και των γεύσεων, για την ακαταμάχητη αίγλη των ιερών λειψάνων. Το υποκειμενικό, ατελές, ιδεολογικά διάτρητο χρονικό είναι παρ’ όλ’ αυτά η αφήγηση του κόσμου, ο κόσμος. Διαβάζοντας τον Vuillamy, διάβασα όψεις του κόσμου μας, τόσο προφανείς, που συχνά διέφευγαν από τις χιλιάδες σελίδες του εγχώριου τύπου, των εγχώριων χρονικογράφων.
Προσπαθώντας να απαντήσουμε, ανασυγκροτούμε τη σκέψη μας. Απαντούμε στους εαυτούς μας. Παρά τις αποσιωπήσεις και τις αποκρύψεις, παρά τα φοβικά σύνδρομα και τον στρουθοκαμηλισμό, ευτυχώς τώρα αντιδρούμε με σκέψη. Επιχειρούμε χρονικά. Από την πρώτη εβδομάδα της ταραχής, από τις πρώτες ώρες του χάους, του βιβλικού tohu bohu, έως τώρα, εφημερίδες, περιοδικά, παμφλέτες, προκηρύξεις, γκράφιτι, μπλογκ, φόρουμ, τσατ, ιστορούσαν το συμβαίνον. Συμβατικά μέσα, νέα μέσα, εντός και εκτός επίσημου πεδίου, οργανωμένα ή ασύντακτα, με greeklish, με πυρετικό ρομαντισμό, με άγριο σαρκασμό, με πόνο και με χιούμορ, με σκοτεινές αμφισημίες, με εκτροπές του κοινότοπου, πολλοί, πολλαπλά, έγραψαν το χρονικό, τα χρονικά.
Τα πιο πυκνά σπαράγματα αυτοαφήγησης γράφτηκαν στους τοίχους, σε γκράφιτι, στένσιλ και αφίσες, και στο οδόστρωμα, τα ‘βλεπες στα πατημένα τρυκ, στα σπασμένα μάρμαρα και στα αποκαΐδια· τα πιο ακριβή, τα σπάνια, τα πιο εφήμερα: κρατούσαν μια-δυο μέρες. Ηταν το είδος λόγου που βρέθηκε πλησιέστερα στην πράξη· ήταν λόγος-πράξη.
Τώρα ακολουθεί ο καθαρός λόγος. Τα εγκυρότερα λόγια περιοδικά, όπως η ιστορική «Νέα Εστία» των γραμμάτων, και τα «Σύγχρονα Θέματα» των επιστημών, κυκλοφορούν με πλούσια και τολμηρά αφιερώματα, με λαμπρά κείμενα αναστοχασμού και ερμηνειών. Η ετικέτα #griots μετακενώνεται από το Twitter και τα μπλογκ στο σώμα του επίσημου λόγου, από το πεδίο της εξέγερσης και της εντροπίας, στο πεδίο του λόγου που εξηγεί και, κυρίως, αναρωτιέται. Αναρωτιέται, αυτό κυρίως: ποια είναι η διαταραχή, η αταξία, ποια είναι η άτακτη σκέψη που τροφοδοτεί χειρονομίες, που τροφοδοτεί τη μαζική ανυπακοή. Ψηλαφώντας την αταξία, τη διάσπαση, το παλιροϊκό κύμα, ίσως καταλάβουμε την παθογένεια της προτέρας ψευδοκανονικότητας, ίσως δούμε τα κουφάρια που κατεβάζει το ποτάμι.
Ένα βλέμμα, Καθημερινή 08.03.2009
Αυτή η χώρα δεν έχει μέλλον… Ή: No future. Η βαριά αυτή κουβέντα, με δύο τρόπους ειπωμένη, ακούγεται από δαφορετικούς άνθρώπους. Ο πρώτος τρόπος είναι ανθρώπων που δεν έχουν πολύ μέλλον, αλλά έχουν πλούσιο παρελθόν· μάλιστα, σε αυτή τη χώρα, την τώρα περιγραφόμενη ως ζοφερή, οι συγκεκριμένοι μεσήλικες ή ηλικιωμένοι άνθρωποι έκαναν προκοπή, φάγανε ψωμάκι, βολεύτηκαν· τώρα, ξινίζουν με την τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική.
Ο δεύτερος τρόπος, ο οργισμένος, ανήκει σε ανθρώπους που έχουν άφθονο μέλλον· μάλλλον, οι νέοι έχουν όλο το μέλλον, και από αυτή την άποψη η διαπίστωση No Future ηχεί παράδοξα, σαν τζάμπα μεμψιμοιρία.
Και οι δύο τρόποι είναι περίβλημα μιας κοινοτοπίας· το μέλλον δεν εξαρτάται από διαπιστώσεις. Μα και οι δύο τρόποι εκφράζουν, στερεοτυπικά έστω, μια κοινή αγωνία· όχι για το άδηλο μέλλον, μα για το υλικότατο, το σωματικό παρόν, και το περιγράφουν σχεδόν όμοια: σκοτεινό, δυσοίωνο, νοσογόνο. Ενα παρόν που σαμποτάρει την «ομαλή» εκδίπλωση του μέλλοντος.
Εδώ ακριβώς, στην «ομαλή» εκδίπλωση του μέλλοντος, διαφορίζονται ηλικιωμένοι και νέοι. Κάθε ομάδα το εννοεί, το προσδοκά, το διεκδικεί αλλιώς. Οι ηλικιωμένοι το θέλουν χωρίς εκπλήξεις, κεκανονισμένο, μοιρασμένο, με προτεραιότητα στους ήδη έχοντες. Οι νέοι το θέλουν όλο, τίποτε λιγότερο.
Διελκυνστίδα. Τραβάνε οι έχοντες, από τη μια, τραβάνε οι θέλοντες, από την άλλη. Σταδιακά, κάποιοι διεκδικούντες περνάνε απέναντι, καινούργιοι προστίθενται στους μη έχοντες κ.ο.κ. Στο αδρό αυτό σχήμα βέβαια, οι κοινωνικές και ταξικές διαστρωματώσεις, δηλαδή η υλική συνθήκη, συχνά βαραίνουν περισσότερο από τις διαφορές ηλικιών. Η βιολογική-ψυχική συνθήκη, της νεότητος ή του γήρατος, δεν γέρνει μόνο αυτή τη ζυγαριά των στάσεων.
Ωστόσο, στο ηλικιακό φάσμα 15-25 μπορούμε να διακρίνουμε εναργέστερα τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης κοινωνίας, ακριβώς διότι λόγω ηλικίας οι συμπεριφορές είναι αμεσότερες, λιγότερο διαμεσολαβημένες και υστερόβουλες. Η επισφάλεια λόχου χάριν, στην εργασία και στο κοινωνικό πλασάρισμα, η τυραννία του καταναλωτισμού και της καριέρας, ο χυδαίος υλισμός, ο ατομοκεντρισμός, ο κομφορμισμός, είναι τα βασικά στοιχεία που επιβάλλονται στη νεολαία. Στην εικονογραφία της διαφήμισης ο νέος σκιτσάρεται στερεοτυπικά σαν χαζοχαρούμενο πρόβατο που πραγματώνει την ύπαρξή του εκλιπαρώντας περισσότερες μονάδες για το κινητό με αργκό βελάσματα, καταβροχθίζοντας αυτιστικά γκέιμ και γκάτζετ, κουρέματα και piercing. Η ελευθερία του περιγράφεται σαν κατανάλωση στυλ. Στη νεότητα επιτρέπονται μόνο ασθητικές ακρότητες· είναι εμπορευματικό συμβάν, είναι τάργκετ γκρουπ. Στην πράξη, μέγα μέρος του μαζικού ποπ εμπορεύματος παράγεται βάσει αυτών των προδιαγραφών, δηλαδή των προεξοφλημένων αναπαραστάσεων για τη νεότητα: από τα μούλτιπλεξ και τα φαστοφουντάδικα έως το packaging των γκάτζετ, των ρούχων και των ταινιών.
Στην πράξη επίσης, η νεολαία, συμπιεσμένη ανάμεσα σε υπέρμετρες προσδοκίες και ταπεινές δυνατότητες, εξεγείρεται. Οι τσακισμένες χαρές καθρεφτίζονται σε σπασμένες βιτρίνες ― κάπως έτσι περιέγραψε τη βιωματική-πολιτική ανάδυση των νέων υποκειμένων και το νέο habitus, ένας Ελληνας ανθρωπολόγος αυτής περίπου της γενιάς. Ξαφνικά ο ανέμελος καταναλωτής, το πρόβατο των φροντιστηρίων, ο καταθλιπτικός της τερατώδους ανεργίας, o λοιδωρούμενος ως γραφικός emo, κάγκουρας, χουλιγκάνι, φύτουλας, μεταλάς και ράστα, όλες οι δήθεν φυλές, σπάνε τα στερεότυπα που τους κρατούν φυλακισμένους στην απάθεια και την αυτοανάλωση, σπάνε τη διάψευση και την κατάθλιψη, σπάνε τα όρια του πωλούμενου χωροχρόνου που τους αναλογεί, και απαιτούν το δημόσιο όλον, το παρόν, το εδώ και το τώρα, μουρμουρίζουν ή κραυγάζουν, χωρίς ενσυνείδητη μνήμη ίσως, αλλά με τρομερό ένστικτο, ένστικτο αυτοσυντήρησης πρωτίστως, αλλά και έντστικτο αναγνώρισης, χειρονομούν: το αρχαίο omnia sunt communia. Ολα. Η διαφήμιση, η υποκριτική νεολατρεία, η σχολική αγωγή, η οικογενειακή ανατροφή, όλοι τους τάζουν όλα, τους τα υπόσχονται, τα κρεμάνε δόλωμα, από το γυμνάσιο έως την μακρόσυρτη ένταξη στην αλυσίδα παραγωγής. Ολα. Αυτό ζητούν.
Η θραύση της βιτρίνας προσδοκιών και υποκρισίας από τη σημερινή γενιά 15-25 είναι το πέρασμά τους στον δημόσιο βίο με τους δικούς τους όρους, είναι η υπέρβαση της κατανάλωσης και του οικόσιτου πρόβατου, το άνοιγμα προς την δύσκολη ελευθερία του λύκου, είναι κατάκτηση του δικού τους habitus, αντιφατικού και εύθραυστου, δυσχερούς, όμως δικού τους. Αυτό κανείς δεν τους το υποσχέθηκε, κανείς δεν τους το χάρισε, κανείς δεν μπορεί να τους το πάρει.
soundtrack: Fuck Buttons – Colors Move
φωτ.: raresteak

To header του mail
Στις 21 Δεκεμβρίου εστάλη στο vlemma ένα κείμενο από τη διεύθυνση anaflexis@gmail.com.
Το κείμενο είναι διαυγές και προφητικό, παρ’ όλα τα προβλήματα εννοιολόγησης της «μεσαίας τάξης». Μάλιστα στη λογική του, ομοιάζει πολύ με τις (link->) αντίστοιχες θέσεις του καταστασιακού συγγραφέα Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι, που περιγράφει την κατάσταση του ένοπλου και της τρομοκρατίας στην Ιταλία του 1977 και πέρα.
Ιδού τι λέει το anaflexis για ένοπλα και δολοφονίες:
[…] Θα προσπαθήσουν να μας χτυπήσουν με προβοκάτσια: Θα στήσουν τρομοκρατική οργάνωση, θα σκοτώνουν, και θα προσπαθήσουν να ενοχοποιήσουν το κίνημα για δολοφονίες.
Θα μάς ενοχοποιήσουν είτε έμμεσα είτε στρατολογώντας τους πιο αφελείς από εμάς.
Όπλα, εκρηκτικά και πρέζα έχουν να εισάγουν στο κίνημα μόνο οι μυστικές υπηρεσίες.
Αν το πετύχουν, ξεχάστε το κίνημα. […]
Ολο το κείμενο, εδώ: anaflexis (pdf), ακριβώς όπως εστάλη.
H νέα χρονιά αρχίζει φορτωμένη σκοτεινούς οιωνούς. Η κρίση, που διαπερνά τον πλανήτη και τη μικρή μας χώρα, δεν είναι μόνο οικονομική· είναι κρίση πολιτική και κοινωνική, είναι κρίση ηθική και κρίση αξιών. Πορευτήκαμε για πολλά χρόνια οδηγημένοι από στερεότυπα, μηρυκάζοντας κλισέ, αβασάνιστα, επιπόλαια, αφήνοντας τους εαυτούς μας σε ξένα χέρια, σε διαμεσολαβητές, σε δανεικά, σε έτοιμες λύσεις. Τώρα πορευόμαστε ανάμεσα σε διαψεύσεις. Με πικρή επίγνωση ― μα ευτυχώς, είναι επίγνωση.
Ανάμεσα στο σμήνος των σκοτεινών οιωνών, πεταρίζουν φωτεινά οι ελπίδες. Μέσα στον κρύο διαυγή Δεκέμβρη μάς φανερώνεται μια Ελλάδα μοντέρνα. Αντιφατική, με πλήθος θυλάκων καθυστέρησης, διάστικτη από αρχαϊσμούς, ναι ― παρ’ όλ’ αυτά, μοντέρνα. Με νεολαία ευαίσθητη και δυναμική, που αντιδρά, παλεύει, μορφώνεται, ταξιδεύει, επικοινωνεί· μια νεολαία χωρίς συμπλέγματα, διεθνή και ακομπλάριστη όσο ποτέ. Και ταυτόχρονα μεσογειακή και ελληνική, με αίσθηση του χωροχρόνου της, της παράδοσης και του προσώπου της.
Ακούω τα τραγούδια των νεότερων γενιών, βλέπω τις ζωγραφιές και τις παραστάσεις τους, πίνω ένα καφέ στα στέκια τους. Τους βλέπω πολύχρωμους και συντροφιασμένους, ρεαλιστές και παθιασμένους, κριτικούς και cool, πολύμορφους. Μητροπολιτικούς. Από το Μπραχάμι ώς τα Λιόσια, κι από τα Χανιά ώς την Καλαμαριά, από το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ ώς τους δρόμους της Βαρκελώνης. Με ή χωρίς Ph.D.
Η εναλλακτική κουλτούρα, τα δίκτυα, οι παρέες, το κοινοτικό πνεύμα των νεοτέρων, αρχίζουν να διαχέονται στο υπόλοιπο, ημιαναίσθητο σώμα της κοινωνίας. Τα ραδιόφωνα ανακαλύπτουν εγχώρια σκα και ραπ, παραμερίζουν λιγάκι την κουρτίνα του σκυλοπόπ που μας τυφλώνει, στον Μελωδία και στο YouΤube, στο αυτοκίνητο, μες στον διαυγή Δεκέμβρη, ακούμε δοξαστικό το «Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ» από μια οργιώδη μπάντα με έγχορδα και πνευστά, με έναν ακατάβλητο γκριζομάλλη τραγουδιστή: ο σχεδόν πενηντάρης Αγγελάκας συνομιλεί με τους εικοσάρηδες και τους λυκειακούς χούντις. Ενα τραγούδι καφρεφτίζει τον Καιρό.
Παλιότερα, όταν άκουγα μύθους και τέρατα για τα Εξάρχεια, αδιαφορούσα, σνομπάριζα, υπομειδιούσα με συγκατάβαση. Τι ξέρουν… Ελεγα. Ζώ πολλά χρόνια εκεί, πάνω από δύο δεκαετίες, και τριγυρνάω στα δρομάκια τους, σε τυπογραφεία, γραφεία και μαγαζιά, από το χειμώνα του ‘77 όταν μπήκα στον Ηράκλειτο της οδού Κωλέττη. Από τότε, δεν τα άφησα ποτέ.
Στα Εξάρχεια παντρεύτηκα, στον Αγιο Νικόλαο Πευκακίων, εκεί κάναμε τη μία βάπτιση· στο Λόφο του Στρέφη βγήκαν τις πρώτες βόλτες τους τα μωρά με το καρότσι, κι ύστερα στον παιδικό σταθμό της Μαυρομιχάλη και στον πεζόδρομο της Μεθώνης. Τα πρώτα δέντρα που είδαν ήταν οι μουριές της Καλλιδρομίου και τα πεύκα του λόφου· κατόπιν είδαν αμπέλια και λεμονιές. Στο λόφο πρωτόπαιξαν χιονιές, στο λόφο κατέφυγαν τη μέρα του σεισμού, στο λόφο είδαν Καραγκιόζη, έπαιξαν ποδόσφαιρο και μπάσκετ.
Στη γειτονιά αυτή μεγαλώνουν παιδιά, κάνουν παρέες που διαρκούν ακόμη κι όταν σκορπάνε σε διάφορα σχολεία, ξαναβρίσκονται στους πεζόδρομους, πίνουν καφέ στην πλατεία, στους πεζόδρομους με τα γκράφιτι υποδέχονται συμμαθητές από τα βόρεια και τα ανατολικά. Σε συτή τη γειτονιά θα πάνε φροντιστήριο, θα πάρουν πανεπιστημιακά βιβλία, στο ποτάμι της Σόλωνος, σε βιβλιοπωλεία κιβωτούς και ναυτίλους, θα εμβαπτισθούν στη λογοτεχνία και την πολιτική, στην ποίηση, τα κόμικς και τη φιλοσοφία. Και στη Stournari Valley θα μυηθούν στη δική τους εποχή.
Μια γειτονιά που μεγαλώνει παιδιά δεν μπορεί να είναι άβατη. Ούτε σβησμένη. Μια γειτονιά, όπου σε κάθε καφενείο συγκροτείται μια κοινότητα σε διαρκή ώσμωση με την κοινότητα του παραδίπλα καφενείου, δεν μπορεί να θεωρείται κλειστή και άβατη· είναι κοινωνία, είναι σώμα. Η κοινότητα του ιστορικού Παρασκήνιου, υπό την άτυπη ηγεσία του Μίμη, με τη μυρωδιά απ’ το πούρο του αείμνηστου Νίκου Μπαλή, με τη μνήμη του Χρήστου Βακαλόπουλου (οδός Ασημάκη Φωτήλα), με τον θυμόσοφο ίσκιο του Κωστή Παπαγιώργη, με τις ατέλειωτες συζητήσεις ζωγράφων, ποιητών και ηθοποιών, αυτή η πυρηνική κοινότητα της Καλλιδρομίου συγκοινωνεί διαρκώς με τον βραδινό Ενοικο του Βαγγέλη, με το Αμα Λάχει του Χρήστου και του Μήτσου, με τα σαββατιάτικα ούζα στις Μουριές μες στην καρδιά της λάμπουσας λαϊκής, με τα νεανικά καφέ στους νότιους πεζόδρομους, με τα ροκ καφέ της πλατείας όπου ακόμη πίνει τον εσπρέσο του ο παλαίμαχος λιθογράφος Χρίστος της Ερεσσού.
Οσο θυμάμαι τον εαυτό μου στα Εξάρχεια, θυμάμαι παρέες και κοινότητες. Ελληνικές· παει να πει, κοινότητες με φαγωμάρες και οίστρους, με αγάπες και ψύχρες, με μεθύσια και ξενερώματα, με μεροκάματα και deadline, με ποιήματα και άγριες καζούρες, με χάπενινγκ και μελαγχολίες, με πτώσεις και θανατικά. Και οι γενιές μπαινοβγαίνουν στις κοινότητες, διαδέχονται η μία την άλλη, περνούν από μυητήριες τελετές· στο μπαρ Decadence, πρώην κατοικία Ζωιτάκη, όπου φωτογραφίζεται ο Σαββόπουλος και ρητορεύουν σκηνοθέτες ενώπιον ενζενύ στις αρχές του ‘80, το ίδιο μπαρ αναζητούν ακόμη σήμερα ροκ δεκαοχτάρηδες: «Συγγνώμη, ξέρετε πού είναι η οδός Πουλχερίας» ρωτούν τις νύχτες οι νεοσσοί. Επί τρεις δεκαετίες ο ανθός της ελληνικής νεολαίας μυείται στα Εξάρχεια, μυείται σ’ έναν ιδιότυπο, αντιφατικό, ρευστό μα γοητευτικό και πολύτιμο κοινοτισμό, τέτοιον που δεν προσφέρει κανένα mall, καμιά διασκεδασούπολη Ψυρρή, κανένα fun park.
Γιατί εδώ; Γιατί έτσι; Γιατί ποιητές, ζωγράφοι, θεατρίνοι και κινηματογραφιστές δουλεύουν και συγχρωτίζονται εδώ; Γιατί η καθημερινότητα των μόνιμων κατοίκων παραμένει ζωντανή και αναμμένη, παρά τους χαλασμένους δρόμους, σε πείσμα της εγκληματικής παραμέλησης του Δήμου, παρά τον κλεφτοπόλεμο των αναρχικών με τα ΜΑΤ, παρά το διαρκές νταραβέρι των τοξικομανών που συνεχώς προς το «άβατο» προωθούνται; Γιατί;
Είπαμε. Γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη έναν κοινόχρηστο χώρο, ελεύθερο δημόσιο χώρο, χώρο ολοήμερης και ολονύχτιας ζωής, έχουν ανάγκη μια συνοικία ονείρων και ανταλλαγών, μια γειτονιά ομιλιών και αντεγκλήσεων, να σε ανέχονται και να μη σε επικρίνουν γιατί δεν ταιριάζεις στις νόρμες, να σε αποδέχονται γι’ αυτό που είσαι, ό,τι είσαι, πένης, σαλός, νεραϊδοπαρμένος, προκομένος, μοναχοδαρμένος, υπερκοινωνικός, φαφλατάς, ανέστιος, πλάνης, και νοικοκύρης.
Τα Εξάρχεια, μυθολογημένα, παρεξηγημένα, στερεοτυπικά, αντιφατικά, ακόμη κι έτσι, είναι μια από τις λιγοστές προτάσεις πολύχρωμης οργάνωσης αστικού βίου, απέναντι στην επέλαση των υπνωτηρίων, των μεζονετών και της ραδιενεργού πλήξης των προαστίων.
Ένα βλέμμα, Καθημερινή 28.12.2008
Δύο εβδομάδες μετά τη Νύχτα του Αγίου Νικολάου με το φόνο του 15χρονου Αλέξη και την πανελλαδική εξέγερση λυκειόπαιδων και άγριας νεολαίας, το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου αρνείται πεισμόνως να αφουγκραστεί οτιδήποτε. Σαν να ζουν σε άλλη χώρα.
Σίγουρα δεν διαθέτουν τα αναλυτικά εργαλεία για να προσεγγίσουν τα καινοφανή υποκείμενα, τις πολυπολικές συγκρούσεις, τους εργαζόμενους νέου τύπου, τους ημιαποκλεισμένους, τους μικροαστούς που εξαθλιώνονται, τη μεσαία τάξη που ξεπέφτει. Οι συζητήσεις για τον βαθύ μετασχηματισμό της εργασίας και της σύστοιχης συνείδησης, για το μετασχηματισμό του λαού σε πλήθος, για τη νέα γενική διάνοια, για την πνευματική υπεραξία, για τους homo sacer λαθρομετανάστες, για τη βιοπολιτική, για την αυξανόμενη ενδοκοινωνική βία, για τη φθορά του δημόσιου χώρου, όλες αυτές οι συζητήσεις που ανάβουν εδώ και πολλά χρόνια, και είναι επείγουσες και αναγκαίες όσο ποτέ, ασφαλώς και δεν βρίσκονται στα ενδιαφέροντα του πολιτικού προσωπικού. Ασφαλώς. Η πολιτική ελίτ της χώρας επιδίδεται μόνο στη δράση: Πώς θα παραμείνει στην εξουσία.
Δεν μπορούν λοιπόν; Ναι. Και δεν θέλουν. Δεν θέλουν να καταβάλουν κανέναν κόπο για να σκεφτούν, πόσω μάλλον για να κατανοήσουν ή να ρισκάρουν δράση άλλη από την καθήλωση στην καρέκλα. Κι όταν ξεσπάσει κρίση; Οταν το πλήθος, που έως τώρα αγνοούσαν ή περιφρονούσαν, πάρει φωτιά από μια σπίθα; Ε, τότε το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αναζητήσουν έναν φταίχτη εκεί έξω, έξω από τους ίδιους βεβαίως. Ενα εξιλαστήριο θύμα.
Στην περίπτωση των ταραχών, ο φταίχτης ήταν πάντα, στερεότυπα, οι γνωστοί – άγνωστοι, οι κουκουλοφόροι. Στην περίπτωση των σχολικών καταλήψεων και κινητοποιήσεων, φταίχτης ήταν πάντα οι υποκινητές της Αριστεράς. Τώρα, με την Greek Riot των λυκειόπαιδων της μεσαίας τάξης, των γονιών τους, αριστερών, φοιτητών, άγριων, αποκλεισμένων, λούμπεν, τώρα που τσουρουφλίζεται η Ελλάδα από οργή, τώρα που μυριάδες κραυγάζουν «φτάνει πια!», ποιος είναι ο φταίχτης; Η πολιτική ελίτ, κατάκοπη από σκάνδαλα, κορεσμένη από νεποτισμό, αποσυρμένη από την κόλαση του πραγματικού, η ίδια που ανέθεσε τη διαχείριση του κοινωνικού σε ειδικούς φρουρούς, βρίσκεται πια αντιμέτωπη με την κοινωνία. Και αφού δεν αναγνωρίζει καμία δική της ευθύνη, αναζητά υποκινητές, καθοδηγητές και συνοδοιπόρους. Ακριβώς με την ορολογία του Ψυχρού Πολέμου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σχηματισμός της Αριστεράς, σε οριακή επαφή με τα νεανικά κινήματα των τελευταίων ετών, κυρίως τα φοιτητικά, κλήθηκε να καταδικάσει τους εξεγερμένους συλλήβδην, κυρίως από εισαγγελείς–τηλεαστέρες. Οταν ο ηγέτης του Αλ. Αλαβάνος είπε ζυγισμένα, σαν γονιός, «δεν μπορώ να καταδικάσω ένα παιδί που πετάει μια πέτρα, και δεν είναι επαγγελματίας», μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποκινεί, υποθάλπει, καθοδηγεί τους σπάστες – ήταν η ετυμηγορία της έξαλλης μιντιόσφαιρας, της πολιτικής ελίτ και του σταλινικού ΚΚΕ, το οποίο συνεπές στην παράδοσή του χαρακτηρίζει προδότες, πράκτορες και προβοκάτορες όποιους ξεφεύγουν από τη χειραγώγησή του – από τον καιρό της ΟΠΛΑ και του Πλουμπίδη, έως τους «προβοκάτορες» του Πολυτεχνείου ’73.
Η πραγματικότητα: Η κομματική Αριστερά δεν είχε καμία ουσιαστική επιρροή στο αυθόρμητο, διάχυτο και άμορφο πλήθος της δεκεμβριανής εξέγερσης. Ωστόσο, μεταξύ των αυτόνομων εξεγερμένων υποκειμένων με πολιτική συνείδηση και της οργανωμένης Αριστεράς πάντα υπήρχε μια άτυπη διαπίδυση, διαπίδυση ιδεολογικών αντιδικιών και αντιπαραθέσεων όμως, και όχι καθοδήγησης. Οι δε σημερινοί διάχυτοι «άγριοι», βάνδαλοι και λούμπεν, δεν επηρεάζονται καν από πολιτικούς αντιεξουσιαστές, πόσω μάλλον από «καθεστωτικούς» αριστερούς.
Η δαιμονοποίηση της Αριστεράς, σε όλο το φάσμα, από τους ευπειθείς πρώην ΚΚΕ–εσωτ. έως τους αναρχικούς, συνιστά απειλή για τα θεμέλια της κοινωνίας. Ο δίαυλος του πολιτικού πρέπει να παραμείνει ανοιχτός· η οργή και η καταστροφική μανία να μετασχηματιστούν έλλογα, να εμπλουτίσουν την πολιτική κοινωνία. Η τυφλή απόρριψη μπορεί να ρίξει το εξεγερμένο πλήθος βαθύτερα στην απελπισία και τον μηδενισμό, απελευθερώνοντας πολύ πιο σκοτεινές δυνάμεις.
Γι’ αυτό το άμορφο πλήθος, η πολυμερής αντιφατική Αριστερά είναι προς το παρόν η μόνη πύλη εισόδου στο έλλογο. Αν κλείσει η πύλη, θα πλημμυρίσει η απόγνωση και η τυφλότης. Και τότε ανάμεσα στις φρουρούμενες επαύλεις της ελίτ και στους λυσσασμένους λούμπεν, θα μείνει ανυπεράσπιστη η απέραντη μεσαία τάξη, και τα παιδιά της με τα χούντις, δηλαδή όλοι μας.
Ένα βλέμμα, Καθημερινή 21.12.2008
21 Δεκεμβρίου 2008, οδός Στουρνάρη
Είδα τα πρόσωπα εφήβων στους φλεγόμενους δρόμους, κι ήταν σκληρά, πέτρινα, πιο σκληρά κι από ψημένων ενηλίκων τα πρόσωπα. Και το βλέμμα τους, κι αυτό σκληρό, παγωμένο. Μου το είπαν ψημένοι ενήλικοι που βρέθηκαν στο δρόμο αυτές τις σκληρές μέρες· το αντίκρισα κι εγώ. Αναρωτήθηκα φωναχτά: Γιατί; Πώς; Ενας συνομιλητής άκουσε τη σκέψη κι απάντησε: Γιατί δεν βλέπει τίποτε μπροστά του, ούτε μέλλον ούτε παρόν· βλέπει από τη μια ανεργία και malls κι από την άλλη πρέζα, δεν μπορεί να διακρίνει τίποτε ανάμεσα, κανέναν ενδιάμεσο χώρο, τίποτε να τον περιμένει, τίποτε να τον χωράει ή να του υπόσχεται.

Ενθύμιον φιλίας (περιοδικό Vice, http://vice.typepad.com/)
Ποιοι είναι οι γνωστοί-άγνωστοι; Το προσφιλέστερο κλισέ των μήντια εμπεριέχει μια αντίφαση, η οποία ακυρώνει τη δημοσιογραφική αξιοπιστία: Αν είναι γνωστοί, γιατί δεν κατονομάζονται; Αν είναι άγνωστοι, γιατί δεν τους μαθαίνουμε;
Δυστυχώς, μέγα μέρος της μηντιόσφαιρας έχει απολέσει τις σχέσεις του με την έρευνα, με το πρωτογενές ρεπορτάζ και με την ψυχρή περιγραφή των ευρημάτων. Αντ’ αυτών μηρυκάζει δελτία τύπου, διαρροές κρατικών πηγών, στερεότυπα και κόπι-πέιστ από το ίντερνετ.
Ωστόσο, αν θέλεις να διαβάσεις ψυχρά τα γεγονότα και αν ερευνήσεις, μπορείς να αποκτήσεις μια ιδέα για το ποιοι κρύβονται πίσω από τις αντιδακρυγόνες κουκούλες. Καταρχάς, η παρούσα νεανική εξέγερση κατέρριψε τα κλισέ περί δυο-τριών εκατοντάδων κουκουλοφόρων που κατοικοεδρεύουν στα Εξάρχεια. Οι χιλιάδες νεαροί με τα κουκουλο-φούτερ “χούντις” Nike και GAP, σε όλη την Ελλάδα, ασφαλώς δεν ανάβλυσαν από τα μυθολογημένα Εξάρχεια. Οι περισσότεροι χούντις των Δεκεμβριανών είναι λυκειόπαιδα εύπορων και μικροαστικών οικογενειών, που έως την ιστορική πια Νύχτα του Αγίου Νικολάου δεν είχαν ιδέα πώς ανατρέπονται οι κάδοι και πώς προφυλάσσεσαι από τα δακρυγόνα. Το έμαθαν σε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα. Η θεαματική είσοδος των λυκειακών χούντις στους δρόμους είναι το πρώτο και πιο εντυπωσιακό στοιχείο των Δεκεμβριανών ‘08.
Το δεύτερο καινοφανές στοιχείο είναι ο ρόλος των λούμπεν βανδάλων. Σε αυτό το άμορφο σύνολο αθροίζονται μικροποινικοί, παραβατικοί, πρεζάκια, τσιγγάνοι, μετανάστες, γηπεδο-συναυλιακοί χούλιγκαν, περιθωριακοί χωρίς καμία πολιτική συνείδηση. Τους ενώνει το σπάσιμο χωρίς επιλεκτική στόχευση, το μπάχαλο, το ντου, το μικροπλιάτσικο. Οι λούμπεν βάνδαλοι σπάνε «ό,τι να’ ναι», αδιακρίτως, και έδωσαν τον τόνο σε αρκετά σημεία της Αθήνας, την περασμένη Δευτέρα. Αυτοί κυριάρχησαν σιωπηρά και το βράδυ της Τετάρτης στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, υπερισχύοντας ακόμη και επί των δυναμικών, πλην ευάριθμων και πολιτικοποιημένων αντεξουσιαστών, οι οποίοι ενώπιον του χάους των λούμπεν μετακόμισαν στη συνέλευση της ΑΣΟΕΕ. Οι αναρχικοί έχασαν το Πολυτεχνείο, το μυθικό τους Κάμελοτ, άπαρτο από το 1973.
Αυτούς τους λούμπεν τους εχω δει και στην Ιταλία και στη Γένοβα ―μάς έλεγε εμπειροπόλεμος αναρχικός, την Πέμπτη τα ξημερώματα― αλλά δεν τους είχα ξαναδεί σε τέτοια έκταση εδώ. Οι λούμπεν δεν υπακούουν σε καμία συλλογικότητα: έκλεβαν κινητά, κράνη και μοτοσυκλέτες από αναρχικούς, ακόμη και μέσα στο Πολυτεχνείο…
Τρίτο στοιχείο: το πλιάτσικο. Περισσότερο και από τους λούμπεν, στο πλιάτσικο επιδόθηκαν μετανάστες που δεν συμμετείχαν καν στα σπασίματα. Η Πατησίων λεηλατήθηκε από τέτοιους ανθρώπους: Είδα Πακιστανό με σαγιονάρα, να φοράει γούνα-λάφυρο, μας είπε αναρχικός ακτιβίστας.
Αλλοι γνωστοί-άγνωστοι; Ναι, μια ακαθόριστη ομάδα «γκρίζων» που κινείται στις διαδηλώσεις σε ρόλο προβοκάτορα: σπάει απρόκλητα εκτός στόχων, αρχίζει το πλιάτσικο κι ύστερα ξεγλιστράει, αφήνοντας πίσω τους νεοφώτιστους, τους άπειρους νεαρούς, οι οποίοι και συνήθως συλλαμβάνονται. Αυτοί οι «γκρίζοι» πιθανολογείται ότι χρωστούν κάτι στην αστυνομία από το παρελθόν ―σύλληψη για ουσίες, για μικροποινικά κ.λπ.― και δρουν, για κάποιο διάστημα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο ιδιότυπης ομηρίας και ανταπόδοσης. Για κάποιους τουλάχιστον αυτοί οι «γκρίζοι» δεν είναι «άγνωστοι», και δεν είναι αναρχικοί.
Οι αναρχικοί; Σαραντάρης διανοούμενος αντεξουσιαστής, την Κυριακή των δακρυγόνων στον Λυκαβηττό, ενώ μας προσπερνούσαν εκατοντάδες έξαλλοι σπάστες, μας είπε: Τώρα το λόγο έχει η ξέφρενη μεταβλητή… Προφανώς είχε διαγνώσει τη φύση του πλήθους. Οι αναρχικοί δεν είναι οργανωμένοι και δεν είναι ενιαίοι ιδεολογικά: αναρχοκομμουνιστές, συμβουλιακοί, σιτουασιονίστ, κοινωνικοί οικολόγοι, πολιτικοί σπάστες, αυθόρμητοι μπάχαλοι, κ.λπ., χωρίς καν ενιαία στάση στη χρήση βίας. Τα σπασίματά τους πάντως, όταν συμβαίνουν, στρέφονται κατά στόχων με σαφή συμβολισμό: κρατικά κτίρια, τράπεζες, πολυεθνικές, ποτέ μικρομάγαζα και κτίρια κατοικιών.
Στις πρωτοφανούς εκτάσεως και διάρκειας ταραχές της περασμένης εβδομάδας, ακόμη και οι αναρχικοί «έχασαν την μπάλα», όπως μας είπαν. «Είδαμε μπροστά μας το όνειρο κάθε αναρχικού: το χάος. Και σαστίσαμε…» Οι συνειδητοποιημένοι αναρχικοί είναι μορφωμένοι· όταν δεν σπάνε, περνούν με άνεση από τον Ντοστογιέφσκι στον Αναγνωστάκη και τον Ντεμπόρ, από το dubstep στα ρεμπέτικα και στο noise, συζητούν για τη βακχεία της εξέγερσης, για τη μέθη της βίας και τα όριά της. Αναγνωρίζουν προγόνους, συγχρωτίζονται με την Αριστερά και αλληλοεπηρεάζονται, βρίσκονται εντός κοινωνίας. Μετά τα τριάντα, συνήθως, αποσύρονται σταδιακά από το δρόμο. «Οι πιο υπέροχες στιγμές ήταν όταν κατεβαίναμε πιασμένοι χέρι-χέρι», άκουσα να εξομολογείται υποβλητικά η νεαρή αναρχική. «Δεν αντέχω πια τους “ζέουλες” της Δευτέρας που τρέχανε τρελαμένοι όπου γινόταν μπάχαλο. Βαρέθηκα τα όχι, θέλω να πω ναι, δεν γουστάρω άλλο θάνατο…»
Αλλά οι πολιτικοί αναρχικοί δεν δίνουν πια τον κυρίαρχο τόνο στα οδοφράγματα και τα σπασίματα· το κύμα των αυθόρμητων χούντις εφήβων και η αγέλη των λούμπεν απειλούν, αν δεν έχουν σπάσει ήδη, την ηγεμονία τους.
* Σύνθημα στην Κατάληψη της ΑΣΟΕΕ.
Εβλεπα στην τηλεόραση τη Βουλή. Αψιμαχίες, κροτίδες λόγου. Και ασυναρτησία και απάθεια: σαν να μη θέλουν να καταλάβουν· σαν να μη τους αφορά η φλεγόμενη Ελλάδα, σαν να συμβαίνει στην Απω Βλαχομπογδανία η εξέγερση των νέων, σαν να μην είναι αυτοί οι ίδιοι που εξέθρεψαν την πυρκαγιά, που ξεθεμέλιωσαν θεσμούς, που κουρέλιασαν την αξιοπιστία του δημοκρατικού κράτους, που εξαχρείωσαν την πολιτική κοινωνία, που εκμαύλισαν τον μαστρωπό λαό του Φιλύρα.
Ούτε μια λέξη αυτοκριτικής, ούτε μια συγγνώμη. Την ώρα που η Ελλάδα καιγόταν με αφορμή τον φόνο ενός μαθητή, ο ανίδεος υπουργός Παιδείας διασκέδαζε στα μπουζούκια και στο γήπεδο. Και τα τηλεδικεία, τοξικά υποκατάστατα παράλυτων θεσμών, ανέκριναν και δίκαζαν, απαιτούσαν ομολογίες ενοχής: Αποτάσσεσαι τον Σατανά; Η μόνη δυνατή απάντηση είναι: Απεταξάμην. Οποιοσδήποτε ψελλίσει, “προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι ακριβώς ο Σατανάς”, ρίχνεται στη γέενα του πυρός από ιταμούς τηλεδικαστές.
Ετσι βαδίζουμε, ακόμη και τούτη την έσχατη ώρα: χωρίς συγγνώμη, χωρίς αυτοκριτική, χωρίς διερωτήσεις και κατανόηση. Δειλοί και υστερικοί. Τυφλοί. Μοιραίοι. Ορισμένοι, θρασύδειλες ύαινες, υποκαθιστούν δίκαιο και ηθική με τερτίπια δικονομίας, ασελγούν πάνω στη νωπή σορό του 15χρονου.
Ο διεθνής Τύπος περιγράφει την ελληνική εξέγερση σε φόντο νεποτισμού, διαφθοράς, σκανδάλων, κρίσης θεσμών, νεανικής ανεργίας. Το εγχώριο σύστημα, αυτό ακριβώς που γέννησε την κρίση, δεν βλέπει τίποτε απ’ όλ’ αυτά. Βλέπει τυχαία μεμονωμένα περιστατικά, αναζητεί άλλη μια τεχνική λύση, ένα μπάλωμα στον κουρελιασμένο καραγκιόζ μπερντέ, να παραχώσει το πρόβλημα κάτω απ’ το χαλί.
Δεν κρύβεται, δεν ξεχνιέται, δεν προσπερνιέται. Το λαμπάδιασμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου μπροστά στη Βουλή είναι φρυκτωρία. Οι παρυφές, τα έγκατα και οι οριακές ζώνες, τα σπλάχνα και οι βλαστοί της κοινωνίας στέλνουν φλεγόμενο μήνυμα: Κάναμε λάθος, ας το δούμε αλλιώς. Ας μην το προσπεράσουμε.
[…]
Πώς έφτασαν τα παιδιά της μεσαίας τάξης, με τα χούντις και τα όλσταρ, τα δικά μας παιδιά, πώς έφτασαν να λιθοβολούν αστυνομικά τμήματα και να φωνάζουν «πυροβολήστε μας»; Ταυτίστηκαν με τον νεκρό Αλέξη, τον μάρτυρα της γενιάς τους; Ναι, ασφαλώς, είναι μια απάντηση, όχι όμως η απάντηση. Ναι, είναι ο εξεγερσιακός ρομαντισμός, η αδρεναλίνη, η αποκοτιά, το αναγκαίο rite de passage, η μύηση στο δρόμο, ο διονυσιασμός μαζί με την εξωτερίκευση του πένθους, ναι, ναι, όλα αυτά ισχύουν, λειτούργησαν και θα λειτουργούν.
Μα είναι κι άλλα… Πολλά. Γιατί η πυρκαγιά που λαμπάδιασε τη χώρα, ψυχικά και ηθικά, δεν αφορά μόνο τα λυκειόπαιδα με τα χούντις και τα sms. Αφορά και τους φοιτητές, παρκαρισμένους εκτός μετρήσεων ανεργίας σε ετοιμόρροπες σχολές, αφορά και τους no future πολυπτυχιούχους που μετριούνται ως άνεργοι, αφορά το ετοιμόρροπο «ένα τρίτο» στο χείλος του αποκλεισμού, αφορά τους νεόπτωχους μικρομεσαίους που στενάζουν, αφορά πια και τα ημιπρονομιούχα «δύο τρίτα» της κοινωνίας. (Δεν τολμώ να σκεφτώ πώς και πόσο αφορά τους ένα εκατομμύριο μετανάστες, χωρίς ψήφο και χωρίς χαρτιά.)
Η οργή για το φόνο, ένα στοιχείο. Η βαθιά περιφρόνηση προς το πολιτικό σύστημα, άλλο. Η δυσπιστία προς τους θεσμούς. Η καχυποψία προς το ισχύον κράτος δικαίου. Η βίαιη απόρριψη των προσφερόμενων προτύπων. Κι άλλα, βαθύτερα, πιο σκοτεινά, πιο περίπλοκα.
Ολα μαζί διαμορφώνουν μια κοινωνία σε μανιοκατάθλιψη, χωρίς αυτοπεποίθηση, με πεσμένο ηθικό, με μειωμένη αυτοεκτίμηση, με εκρήξεις υπεραναπλήρωσης, με εμμονές και φοβίες, με βαθιά απαισιοδοξία. Είναι η δύσθυμη μεταδημοκρατία που διαπιστώνουμε μονότονα από το 2005 τουλάχιστον, αφότου εξατμίστηκε η προσωρινή ευφορία του 2004, αφού ξεθύμανε η τονωτική επήρεια των Ολυμπιακών και του Euro στο συλλογικό φαντασιακό.
Ολοι θυμόμαστε το μακρύ καλοκαίρι του 2004: οι Ελληνες χόρευαν αγκαλιασμένοι στις παραλίες και στις πλατείες, με κυανόλευκα τι-σερτ και μπουκάλια μπίρας. Και θυμόμαστε το καλοκαίρι του 2007, τις πυρκαγιές και το πένθος, τις βουβές διαδηλώσεις, τη βαριά δυσθυμία, το ανέκφραστο πολιτικό, τις μούτζες προς τη Βουλή, το αδιάμορφωτο πλήθος της μεταδημοκρατίας που σάλευε και κόχλαζε κι έβραζε στο ζουμί του.
Από αυτό το πλήθος ξεπήδησαν τώρα απροσδόκητα τα χούντις των λυκείων κι οι αλαφιασμένοι γονείς τους, από αυτό το πλήθος ξεπήδησαν πολλαπλάσιοι και ξαναμμένοι οι σπάστες και οι μπάχαλοι, η οργή, η αγανάκτηση, η φυσική βία, η τυφλή μανία. Το πλήθος μετακινήθηκε στο δίπολό του: από την κατάθλιψη προς τη μανία. Και ιδού: οι γιορτινές μπίρες του 2004 έγιναν οι οργισμένες μολότοφ του 2008. Το πεδίο γιορτής έγινε πεδίο καταστροφής: οι δύο εκδοχές της βακχείας.
Η εξέγερση δεν προέρχεται μόνο από σπασμό του θυμικού. Προέρχεται και από έλλογη δυσαρέσκεια, από αγανάκτηση για την ανάπηρη δημοκρατία. Ο κόσμος έχει χάσει την πίστη του στις εξαγγελίες εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων, όπως τα ακούει από τη δεκαετία ‘90. Βλέπει τους θεσμούς διάτρητους και αναξιόπιστους, βλέπει το πολιτικό σύστημα να μη διαφυλάσσει το κύρος των θεσμών αλλά απλώς να φροντίζει για την αυτοαναπαραγωγή του και τον πλουτισμό μου, άνομο και άνηθικο. Το σύστημα γλιστράει: από δημοκρατία, μαζική και τυπική έστω, προς ένα υβριδικό καθεστώς με φεουδαρχικά χαρακτηριστικά, με ξεδιάντροπο νεποτισμό, με αναξιοκρατία, δομημένο γύρω από συμφέροντα, προπαγανδιστικά τρικ, χειραγωγούμενα μήντια, φαμίλιες και clan.
Ο καπνός των μολότοφ, τα σύννεφα των δακρυγόνων, το πένθος για το παιδί, θα περάσουν· το σοκ θα καταλαγιάσει. Η Ελλάδα θα μείνει ίδια;
sneak preview
«Πού είναι το παιδί; Τηλεφώνησέ του τώρα! Να πάς να το μαζέψεις!» Χιλιάδες γονείς σε όλη την Ελλάδα γύρευαν τα παιδιά τους το Σάββατο τη νύχτα, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, και την συννεφιασμένη Κυριακή που ξημέρωσε απειλητική, και τη Δευτέρα που τα λύκεια πλημμύρισαν τις πόλεις, ώς τη χθεσινή νύχτα που καιγόταν το σύμπαν…
Η αστυνομική σφαίρα που έριξε ξέπνοο τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στο πλακόστρωτο, γωνία Μεσολογγίου και Τζαβέλα, πλάι στα ευρηματικά γκράφιτι, στις ψυχεδελικές ζωγραφιές και τα μποέμικα καφέ, πυρπόλησε τις καρδιές των εφήβων, πάγωσε τους γονείς τους, άπλωσε τα Εξάρχεια σε όλη τη χώρα.
Η νεολαία, δύσθυμη, ανασφαλής, παραχαϊδεμένη, πιεσμένη, μηδενιστική, ευνουχισμένη, παραγκωνισμένη, στριμωγμένη ανάμεσα σε ένα ξεχαρβαλωμένο λύκειο, σε ένα εξευτελισμένο πανεπιστήμιο, και σε ένα συνοφρυωμένο επαγγελματικό μέλλον διαγκωνισμού για 700 ευρώ, στο πρόσωπο του νεκρού έφηβου αναγνωρίζει τον εαυτό της.
Ενα παιδί ήταν, ένα παιδί! Ελεγαν εμβρόντητοι οι συνομήλικοι του μεγάλου μου γιου, λυκειόπαιδες στα ιδιωτικά των βορείων προαστίων, όπως κι ο Αλέξανδρος. Χθες το πρωί, οι λυκειόπαιδες, ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας, φώναζαν έξω από την Αστυνομία: Πυροβολήστε κι εμάς! Τα ίδια συνέβαιναν σε δεκάδες ελληνικές πόλεις.
Αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο: η διασπορά της εξέγερσης σε όλη την επικράτεια και στην ευρεία μάζα των αδιαμόρφωτων λυκειόπαιδων. Αυτό το λαμπάδιασμα δεν έχει ξανασυμβεί. Παρότι υποψιαζόμασταν, παρότι αφουγκραζόμασταν, παρότι τα σημάδια υπήρχαν από καιρό, ωστόσο τόση οργή συσωρευμένη δεν την περιμέναμε. Ενα ελατήριο που φόρτιζε επί χρόνια, και τινάχτηκε βίαια, τρομακτικά, μαζί με τη σφαίρα που έριξε νεκρό τον έφηβο μάρτυρα. Το τρομερό ελατήριο εκτονώθηκε με έναν μάρτυρα.
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Θυμάμαι το 1990, μετά την αθωωτική απόφαση του Εφετείου για τον αστυνομικό Μελίστα, που είχε σκοτώσει τον 16χρονο Μιχ. Καλτεζά το 1985. Το Πολυτεχνείο καταλήφθηκε ακαριαία, και στην πολυήμερη κατάληψή του από ποικίλες, αδέσποτες ομάδες ακούστηκε για πρώτη φορά ο αυτοπροσδιορισμός «Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας» και «Εμείς, ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας».
Πέντε χρόνια αργότερα, σε άλλη κατάληψη του Πολυτεχνείου, πεντακόσιοι νεαροί προσήχθησαν στη ΓΑΔΑ: ήταν τα παιδιά της μεσοαστικής τάξης, των καλών σχολείων, των ευυπόληπτων οικογενειών· οι γονείς τους συνωστίζονταν στην Αλεξάνδρας. Την επομένη στα πανώ της διαδήλωσης έγραψαν: «Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας».
Δεκαοκτώ χρόνια μετά την πρώτη αυτονόμηση του «ανθού» από το συμβατικό πολιτικό πλαίσιο, με αφορμή τον ατιμώρητο φόνο ενός 16χρονου, μετά την αυτονόμηση προς μεταπολιτικές κατευθύνσεις, με εν τω μεταξύ βαθείς μετασχηματισμούς στην κοινωνία, την εργασία και το φαντασιακό, ένας δεύτερος φόνος εφήβου, εν ψυχρώ, στην καρδιά των πολιορκούμενων Εξαρχείων, δείχνει τον «ανθό» μετασχηματισμένο, γενικευμένο, πολυπληθή, οργισμένο, μηδενιστή, τυφλό. Εκτός ελέγχου.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά τα πρώτα σημάδια επί οικουμενικής κυβερνήσεως, το δημοκρατικό κράτος και το πολιτικό προσωπικό που το διοικεί εθελοτυφλούν, αλληθωρίζουν, ολιγωρούν, αδρανούν, ψεύδονται. Η πολιτική ελίτ σχεδιάζει μόνο βραχυπρόθεσμα και ενεργεί χωρίς καμία ιστορική προοπτική, και διαρκώς με ασθενέστερη αίσθηση του πραγματικού, με ελλιπή ή ανύπαρκτη γνώση της κοινωνίας. Το υπόδειγμα βίου που προσφέρουν είναι αλυσίδα σκανδάλων, φαυλότητας, διαφθοράς, ατιμωρησίας, ανικανότητας. Πρυτάνεις, υπουργοί, επίσκοποι, ηγούμενοι, συλλαμβάνονται κλέπτοντες και επίορκοι, νεόπλουτοι και μαυρόπλουτοι προκαλούν και καίνε ουίσκια, τα κανάλια συναγωνίζονται στην επίδειξη ξέκωλων, χλιδής και χυδαιότητας, η πρέζα πνίγει τις πόλεις, οι απόκληροι κατασκηνώνουν στις πλατείες, τα δημόσια νοσοκομεία παραλύουν. Αυτό το υπόδειγμα βίου αρνείται ο «ανθός», βίαια, νιχιλιστικά, αυτοκαταστροφικά, τρομακτικά.
Και το υπόδειγμα του υπεραπασχολούμενου, αγχωμένου, άπληστου, απνευμάτιστου ενήλικου, που προσφέρουμε οι γονείς στα παιδιά, στους ανθούς μας. Τους προσφέρουμε σχολεία, φροντιστήρια, κινητά, λάπτοπ, διακοπές, γκάτζετ, δώρα, χαρτζιλίκια, γεμάτα ψυγεία· δεν τους προσφέρουμε κανένα αξιακό πλαίσιο, γιατί δεν το διαθέτουμε κι εμείς, δεν τους προσφέρουμε αισιοδοξία και πίστη, γιατί τα έχουμε χάσει. Προσφέρουμε ύλη, όση έχουμε, όσο κόπο κι αν χρειάζεται. Μόνο αυτή έχουμε. Προσφέρουμε πνευματική και ηθική ορφάνια.
Το βράδυ της Κυριακής πρωτοείδα το αγένειο πρόσωπο του Αλέξανδρου, σ’ ένα καφέ της πολιορκούμενης Τοσίτσα. Δάκρυσα. Δεν ήξερα αν δάκρυσα για το παιδί ή απ’ τα δακρυγόνα. Βλέποντας τα ερείπια και τ’ αποκαϊδια, μυρίζοντας τα χημικά, μυρίζοντας το μίσος, τον καπνό, δάκρυσα πάλι. Δάκρυσα για την πόλη μου, για την πατρίδα μου, για τα παιδιά, για τα δικά μας χάλια.
Κάτοικοι της οδού Μεσολογγίου ανάρτησαν στο σταυροδρόμι αυτό το κείμενο: sabbato_6-12-2008-2
07.12.2008, 21:00
Ενα παιδί 15 ετών νεκρό. Τα μάτια μου δακρύζουν, καθώς αντικρίζω το αγένειο πρόσωπό του σην τηλεόραση σ ‘ ένα καφέ της οδού Τοσίτσα, ανάμεσα σε δακρυγόνα, πυροσβεστικά οχήματα, και συμπλοκές.
Μετά το παιδί, δεύτερο θύμα, η πόλη.
Δεν ξέρω γατί δακρύζω: από τα δακρυγόνα, ή από την απόγνωση. Δεν έχω λύση, δεν έχω απάντηση, έχω μόνο πόνο, απορία, οργή, απορία.
Η Αθήνα είναι Σεράγεβο. Είναι Βαγδάτη. Μα δεν μπορεί να είναι. Κατασπαράζουμε τις σάρκες μας.
Δεν ξέρω πια γιατί δακρύζω.