You are currently browsing the tag archive for the ‘ΣΥΡΙΖΑ’ tag.

Η ελληνική κρίση είναι πολιτική, λέγαμε προ ετών. Κατόπιν, προσθέσαμε: η κοινωνία μετασχηματίζεται βαθιά και βίαια, εξαιτίας της κρίσης και με μοχλό την κρίση. Σήμερα, στην ανήσυχη, δυσοίωνη ακινησία μπορούμε να δούμε δια γυμνού οφθαλμού την κρίση σαν κλειστό βρόγχο, σαν αυτοτροφοδοτούμενη λούπα.

Στο πολιτικό πεδίο, η κρίση έχει ταπεινώσει τους διαχειριστές της, όσον αφορά την εκλογική τους νομιμοποίηση, και έχει αναδείξει νέες πολιτικές δυνάμεις. Ο μεγάλος ασθενής είναι προφανώς το Κέντρο, ό,τι κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται Κεντροαριστερά, αλλά και ο συντηρητικός χώρος, η Κεντροδεξιά ή Δεξιά. Στην κρίσιμη στιγμή, το Κέντρο δεν κατόρθωσε να υπερασπιστεί το παραδοσιακό εκλογικό του κοινό· πρόσδωσε τις προσδοκίες του, θεμιτές ή αθέμιτες, έσπασε το υπόρρητο συμβόλαιο. Ο εκλογικός καταποντισμός του και ο ηθικός ξεπεσμός του ήταν αναμενόμενα.

Το ίδιο παθαίνει τώρα και η δεξιά παράταξη, διαχειριζόμενη την κρίση με τρόπο που πλήττει καίρια τους εκλογείς της. Ουσιαστικά, τα δύο μεγάλα κόμματα, που συγκέντρωναν έως και 86% του εκλογικού σώματος, εφάρμοσαν δια του μνημονίου έναν βίαιο μετασχηματισμό της κοινωνίας, πλήττοντας κυρίως τα ποικίλα μεσοστρώματα, τον βασικό αιμοδότη τους. Στις ευρωεκλογές 2014 και τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα συγκέντρωσαν 31%. Στις παρελθούσες εθνικές εκλογές είχαν συγκεντρώσει: 42% το 2012, 77% το 2009, 86% το 2004.

Για να υπάρχει λειτουργούσα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, χρειάζονται ορισμένως υγιείς πολιτικές εκφράσεις όλου του πολιτικού φάσματος. Προς το παρόν, ας δούμε τον τελευταίο οργανισμό που δεν έχει πληγεί από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει εκ σκεδάσεως την λαϊκή εντολή, μετά επιφυλάξεων, να ανασχέσει την πτώση και να εφαρμόσει ένα υλοποιήσιμο σχέδιο εθνικής σωτηρίας, ήτοι σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης.

Η αμφίπλευρη διεύρυνση που εξαγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, και δεδομένης της θρηκόληπτης άρνησης του ΚΚΕ για οποιαδήποτε συνεργασία, κατ’ ουσίαν είναι απόπειρα κατάληψης του κεντρώου χώρου, που αφήνει κενό το διαλυμένο ΠΑΣΟΚ. Αυτό με πολιτικούς όρους.

Με κοινωνικούς όρους, η περαιτέρω διεύρυνση απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει λυσιτελώς τις ανάγκες και τις προσδοκίες ευρύτατων στρωμάτων· να γίνει το συνέχον και συμπεριλαμβάνον πολιτικό υποκείμενο για ποικίλα, απογοητευμένα, θραυσμένα και έμφοβα κοινωνικά υποκείμενα. Πρόκειται για εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό διανοητικά και ψυχικά, αν συνυπολογισθεί η τελεσθείσα φθορά του δημοκρατικού κράτους και των θεσμών, η ιδεολογική αμηχανία της Αριστεράς διεθνώς μετά το ρήγμα του 1989, και το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη.

Το ερώτημα είναι με ποιους όρους θα διευρυνθεί: με συμμαχίες πολιτικής κορυφής ή με εξάπλωση ριζών στη βάση; Το πρώτο είναι εύκολο και θεαματικό· το δεύτερο είναι δύσκολο και απαιτητικό. To συμβολικό φορτίο των προβεβλημένων προσώπων είναι χρήσιμο, εντούτοις είναι πεπερασμένης αξίας. Όθεν, πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο οι προβεβλημένοι επώνυμοι, αλλά πρωτίστως οι άνθρωποι με «όνομα» και ηθικό βάρος στην κοινότητα, στο μικροπεδίο, στα σπλάχνα της κοινωνίας. Η ιστορική πρόκληση είναι η κατασκευή ενός ρωμαλέου πολιτικού υποκειμένου, ικανού να αντέξει το βάρος ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης και ικανού επίσης να εμπνεύσει στην κοινωνία των πολιτών πίστη για το εθνικό σχέδιο και ένα νέο ήθος στη δημόσια σφαίρα.

Εφόσον η διεύρυνση επιχειρηθεί μόνο με μετεγγραφές στελεχών του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, το όλο εγχείρημα κινδυνεύει να γίνει συνάθροιση δημογερόντων και ανακύκλωση οιονεί τεχνοκρατών του Ancien Régime· και το πολιτικό υποκείμενο να καταλήξει μια ασπόνδυλη συνομοσπονδία ομάδων και οπλαρχηγών, ο καθείς με τη δική του ατζέντα, την ιδιοτέλεια, το χαβά του. Την τέτοια αποτύπωση του κοινωνικού στο πολιτικό, τις διαμεσολαβήσεις και τις στρεβλώσεις του κρατικοκομματικού απαράτ ―ας πούμε τις κυβερνώσες φυλές των αυλικών, των golden boys, των ΔΕΚΟ και των προστατευμένων θυλάκων― τα είδαμε εν δράσει τις δεκαετίες της αμέριμνης ισχυράς Ελλάδος, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.

kyklades_MG_3636web

Τις επόμενες εβδομάδες η συνομιλία με το κοινό της «Καθημερινής» θα αραιώσει. Αλλά δεν θα χαθούμε, θα ξαναβρεθούμε, ό,τι κι αν συμβεί. Προς το παρόν θα εκτεθώ στην κρίση των συμπολιτών σε ένα πεδίο άλλο από το οικείο της εφημερίδας που με στεγάζει είκοσι δύο χρόνια, εντούτοις όχι τόσο μακρινό: στο πεδίο των εκλογών. Θα είμαι υποψήφιος ευρωβουλευτής, συνεργαζόμενος με τη λίστα του ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί; Ας πούμε ότι είναι μια καμπή στη μακρά διαδρομή στον δημόσιο χώρο. Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χρόνια σχολικά για μένα, έως τα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό το διάστημα πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα, στην κοινωνία, στα ήθη· οι άνθρωποι αλλάξαμε. Η πολιτική ζωή άλλαξε: τα αιτήματα, τα συνθήματα, οι προσδοκίες, οι σχέσεις, οι οργανωμένοι σχηματισμοί, οι συνειδήσεις. Η οικονομία πληγώθηκε. Τώρα αλλάζει γοργά και ο κοινωνικός σχηματισμός, παρότι δεν το βλέπουν όλοι από την ίδια γωνία θέασης: άλλοι έχουν πέσει, πολλοί· άλλοι ισορροπούν, έστω δύσκολα· άλλοι ολίγοι δεν πλήττονται από την κρίση. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι αλλάζει, βαθιά. Πολλοί αντιλαμβάνονται αυτή την αλλαγή σαν ένα παντοδύναμο χέρι που μας αρπάζει και μας εκσφενδονίζει σε σκοτεινά τοπία, ανεξερεύνητα.

Αυτό αισθάνομαι κι εγώ: σαν να ανοίγονται μπροστά μας δρόμοι, δρόμοι παλιοί και νέοι, ξεχασμένοι και απερπάτητοι, σκονισμένοι απ’ τη λήθη, τυλιγμένοι απ’ την ομίχλη του μέλλοντος. Είναι οι διακλαδώσεις της ιστορίας, εκεί όπου όλα είναι δυνατά, ανοίγουν όλα τα ενδεχόμενα, εκεί που νιώθεις όμως ότι δεν τα ορίζει όλα η τύχη, αλλά το φρόνημα και η βούληση, η φρόνηση και η τόλμη, η απόφαση και η ευθύνη της πράξης.

Σε αυτό τον κόμβο ο καθείς ακούει την κλήση του. Και δεν έχεις περιθώριο να κρυφτείς από το μέλλον, να αδρανήσεις πάνω στις ράγες της συνήθειας. Επώδυνα, με πολλές αμφιβολίες, με επιφυλάξεις, με τα βάρη της ηλικίας και τις υποχρεώσεις του βίου, με παλινδρομήσεις – ακούς την κλήση, βλέπεις έναν φανό να τρεμανάβει στο βάθος. Ζυγίζεις. Αποφασίζεις. Βγαίνεις σαν υπνοβάτης από το παλιό σου δέρμα και εισχωρείς στη λεπτή ομίχλη του μέλλοντος, οδηγημένος από τον προσωρινό φανό. Εκεί βρίσκεται η νέα Ελλάδα, τεμνόμενη με την αναδυόμενη νέα Ευρώπη, συναρτημένη με τον αναδυόμενο περίπλοκο κόσμο.

Η ευτυχής τομή ωστόσο δεν θα προκύψει μόνη της, είναι δικό μας έργο να την ορίσουμε και να την κάνουμε να βλαστήσει· θα είναι καρπός της βούλησης και των ενεργειών μας. Στα πεδία της Ευρώπης θα δοθούν σκληρές μάχες, πολιτικές και πνευματικές, που θα αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, με τον δικό μας σχεδιασμό, σύμφωνο με τις δικές μας ανάγκες, με τις δυνάμεις μας και τη φυσιογνωμία μας, σε αλληλεπίδραση με ό,τι δημιουργικό και ελπιδοφόρο συμβαίνει στην Ευρώπη, για την ανοικοδόμηση μιας Ελλάδας που θα τρέφεται από ελευθερία και δημοκρατία, και θα ανατρέπει τις βάρβαρες ανισότητες που γεννά η κρίση.

Κάτι αλλάζει στην Ευρώπη, και τώρα είναι ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των σιωπηλών, των θυμάτων, των φοβισμένων, των λαχταρισμένων, των αποφασισμένων, των υπερήφανων, των αγωνιστών της ζωής, των νέων, των μεσήλικων, των βετεράνων της εργασίας, να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων. Σε αυτές τις φωνές προσθέτω τη δική μου φωνή και τη δική μου πράξη. Τόσο.

Καθημερινή, 15.04.2014 / φωτ.: Αλέξανδρος Φιλιππίδης

Το πολιτικό στερέωμα μετασχηματίζεται με εντυπωσιακά ταχύ ρυθμό, σε σχέση με το παρελθόν. Τα πολιτικά γεγονότα είναι πολλά και πυκνά, δείχνουν ώσμωση μεταξύ χώρων, κινητικότητα προσώπων, κερματισμό και ανασύνθεση. Ολα έχουν τη σημασία τους: η πανηγυρική ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα από την Ευρωπαϊκή Αριστερά σε υποψήφιο πρόεδρο της Κομισιόν, η κίνηση των 58 για αναδιάταξη της κεντροαριστεράς, η μεγάλη πλειοψηφία που έλαβε ο Φώτης Κουβέλης επανεκλεγόμενος πρόεδρος μια διχασμένης ΔΗΜΑΡ.

Η σταδιακή αποσάθρωση του ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας του μνημονίου, άφησε κενό χώρο, δηλαδή αδέσποτους εκλογείς και ορφανά κοινωνικά στρώματα. Αυτό τον πληγωμένο και σαστισμένο μικρομεσαίο κόσμο, την πλειονότητα του εκλογικού σώματος, διεκδικούν ο ΣΥΡΙΖΑ, με όρους μιας νέας ηγεμονίας, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, η οποία επανέφερε τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» στη ρητορική της για να διαφοριστεί από την υπό διαμόρφωση Ελιά· και πιο πρόσφατα η Ελιά των 58, με περισσότερα πασοκογενή στοιχεία αυτή, πιο μεταπολιτική και ασαφής ως προς τα κοινωνικά της μηνύματα.

Παρότι όμως οι πολιτικές διεργασίες επιταχύνονται, υστερούν ως προς τις κοινωνικές διεργασίες. Οι πολιτικοί σχηματισμοί κινούνται με εντυπωσιακή βραδύτητα, σε σύγκριση με τις τεκτονικές μετατοπίσεις μέσα στο κοινωνικό σώμα. Δεν καταφέρνουν να στοιχηθούν ευκρινώς με τα νεοπαγή κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που ανέδειξε η κρίση, κυρίως με την οδυνηρά μετασχηματιζόμενη μεσαία τάξη. Ακόμη και ο παλαιότερος και συμπαγέστερος των προειρηθέντων σχηματισμών, ο ΣΥΡΙΖΑ, αναζητεί ακόμη τον προγραμματικό λόγο που θα καταφέρει να συσπειρώσει την εκλογική κρίσιμη μάζα.

Πέρα από τα εκλογικά ποσοστά: το σημαντικότερο σε αυτή την ιστορική μετάβαση είναι πώς θα εκφραστούν πολιτικά οι ανάγκες και οι προσδοκίες των πληγέντων από την κρίση. Πώς θα συγκροτηθεί μια συνολική επίγνωση: αφενός μια συνείδηση για τα εγχώρια και διεθνή αίτια, αφετέρου, το κρισιμότερο, μια συνείδηση των αναγκαίων δράσεων για να αναταχθεί η χώρα με όρους συνοχής και δικαιοσύνης.

Υπό αυτή την έννοια, οι αλλαγές ρητορικής, ιδεών, συμμαχιών, οι μετατοπίσεις και οι ανασυνθέσεις, προοικονομούν μια βαθύτερη αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής, πολύ βαθύτερη από όσο καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και από όσο φαίνεται στις δημοσκοπήσεις. Στο σημείο ζέσεως η πολιτική καλείται να ακολουθήσει την κοινωνία, λαχανιασμένα, σχεδόν πανικόβλητα. Η κοινωνία, με τη σειρά της, είναι πολυδιαιρεμένη, υλικά και βουλητικά· οι γονατισμένοι δεν ελπίζουν τίποτε, είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν το πολιτικό, ακόμη και τις υποσχέσεις στήριξης από την Αριστερά, ακόμη και την αντισυστημική βαναυσότητα της Χρυσής Αυγής. Αλλοι, όχι τόσο απελπισμένοι, θέλουν να εκφραστούν, αλλά ταλαντεύονται άθυμα ανάμεσα σε ριζοσπαστικές, μετριοπαθείς και τυχοδιωκτικές φωνές· κι εδώ όμως ζυγίζει βαριά η δυσπιστία προς την πολιτική, παρότι δεν εγκαταλείπεται το πολιτικό. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, πάνω σε κοινωνικά ερείπια, η πολιτική δεν μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω, με παραδοσιακούς τρόπους επιρροής ή χειραγώγησης.

Το κοινοβουλευτικό σαββατοκύριακο αποτύπωσε την κόπωση και την αμηχανία που διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα. Η πρόταση μομφής που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση καταψηφίστηκε με την αναμενόμενη οριακή κυβερνητική πλειοψηφία· η σχετική συζήτηση διεξάχθηκε με οξείς τόνους, όπως αναμενόταν, αλλά χωρίς να λάβουμε μια καινούργια, μια ουσιαστική απάντηση, για το ένα και μοναδικό καυτό ερώτημα: Πώς θα απεγκλωβιστεί η χώρα από το θανάσιμο σπιράλ της ύφεσης και της ανεργίας;

Ο πρωθυπουργός περιέγραψε τη χώρα σαν να βγαίνει από την κρίση, σαν να έχει ανακοπεί ήδη η οδυνηρή πτώση· δεν δίστασε μάλιστα να υποσχεθεί ότι, αν καταστεί δυνατόν, ένα μικρό μέρος του πλεονάσματος θα δοθεί για ανακούφιση. Ωστόσο, η υπαρκτή πραγματικότητα και όσα φέρνουν τα νέα μέτρα λιτότητας δεν έχουν καμία σχέση με τη χώρα που περιέγραψε ο κ. Σαμαράς, ούτε με την κενή περιεχομένου αριθμολογία του υπουργού Οικονομικών Γ. Στουρνάρα. Ανεξάρτητοι αναλυτές υπολογίζουν ότι και το 2014 η ύφεση θα παραταθεί για έκτη συνεχή χρονιά, με ρυθμό 2-4%, η ανεργία θα προσεγγίσει το 30%, ενώ οι βασικές οικονομικοκοινωνικές δομές θα εξασθενούν από την απώλεια παγίων επενδυμένων κεφαλαίων, τη διαρροή νεανικού στελεχικού δυναμικού και τη δημογραφική γήρανση. Ολοι οι αναλυτές, εντός και εκτός Ευρώπης, συμφωνούν ότι η συνεχιζόμενη λιτότητα δεν επιλύει την ελληνική-ευρωπαϊκή κρίση, αλλά την επιδεινώνει.

Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή προοπτική αργού θανάτου, η αξιωματική αντιπολίτευση στάθηκε περιγραφική. Με ορθή, κατά το μάλλον ήττον, περιγραφή του εθνικού αδιεξόδου, με ορθή επισήμανση της ευρωπαϊκής δυστοκίας, με ορθές επισημάνσεις για την παθογένεια που γεννά η εγχώρια διαπλοκή. Αλλά χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε μαχητικός και με αυτοπεποίθηση, αλλά περισότερο ως οξύς παρατηρητής και ως σκληρά αντιπολιτευόμενος διαχειριστής με αίτημα πολιτικής εναλλαγής· όχι όμως ως φορέας εξουσίας έτοιμος να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια ιστορική καμπή, για να ανακόψει την πτώση και να οργανώσει τη σωτηρία.

Δεν εξετάζουμε εδώ τα τακτικά οφέλη και τις ζημίες ενός εκάστου· εξετάζουμε τις βραχυμεσοπρόθεσμες δυνατότητες της χώρας για ανάκαμψη. Ως προς τούτο, κατέστη φανερή η κόπωση του πρωθυπουργού, ο οποίος περιορίζεται να συνοψίζει ευφημιστικά ό,τι έχει επιτευχθεί στο δημοσιονομικό πεδίο, χωρίς να απευθύνεται ευθέως στους πολίτες, επειδή δεν μπορεί πλέον να υποσχεθεί πειστικά ότι δεν έρχονται κι άλλες οριζόντιες θυσίες. Είναι φανερή επίσης η δυσχερέστατη πολιτικά θέση του κ. Β. Βενιζέλου, μετέωρος καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε μια αντιδημοφιλή κυβερνητική πολιτική και σε μια διαφαινόμενη εκλογική συντριβή. Σε παρόμοια δύσκολη θέση βρίσκεται και ο κ. Φ.Κουβέλης: ο επαμφοτερισμός του οδηγεί σε στρατηγικό αδιέξοδο.

Δυσχερής είναι όμως και η θέση του κ. Αλέξη Τσίπρα. Στο μέτρο που προβάλλει με αξιώσεις ως ο επόμενος πρωθυπουργός, θα έπρεπε ήδη να αρθρώνει άλλο λόγο: ξεκάθαρα ηγεμονικό, ενωτικό και συμπεριληπτικό, με εξειδικευμένες προτάσεις διάσωσης και ανόρθωσης, λόγο ενισχυτικό του συλλογικού φρονήματος αλλά και με σκληρές αλήθειες για τον βίο μεσοπρόθεσμα σε μια οικονομία βαριά λαβωμένη και σε δυσμενές διεθνές περιβάλλον.

Δυστυχώς, η αναμέτρηση εντός του Κοινοβουλίου μετέδωσε κόπωση, όχι μια σύγκρουση για υπέρβαση. Προς το παρόν.

To κείμενο των 58 για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς είναι ενδεικτικό μιας διάχυτης αγωνίας για το ξεπέρασμα της κρίσης, με πολιτικούς και πνευματικούς όρους. Το μανιφέστο έχει επιμέρους αδύνατα σημεία στη ρητορική του συγκρότηση, τουλάχιστον τέτοια που εγείρουν αντιρρήσεις, αλλά σε γενικές γραμμές περιγράφει καίρια το πρωταρχικό αίτημα: την εθνική ανασυγκρότηση μέσα από τα ερείπια της κρίσης. Επισημαίνεται ορθώς ότι: «η εποχή των Μνημονίων φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Το τραύμα της εθνικής πόλωσης δεν θα σβήσει εύκολα, θα χρειαστεί μάλιστα πολύ κουράγιο και συμφιλιωτική επιμονή απ’ όλες τις πλευρές για να ξεπεραστεί. Ομως η πολιτική δραστηριότητα δεν θα περιορίζεται στην αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο». Συμφωνούμε απολύτως· η πολιτική σκέψη, ήδη τώρα, καλείται να υπερπηδήσει τα διλήμματα του 2010-13, και να υπάρξει δρώσα και λυσιτελής Μετά την Καταστροφή.

Κάποιες παρατηρήσεις εντούτοις. Η αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο δεν ήταν, δεν είναι, στενά ρητορική-ιδεολογική. Η κατάρρευση του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης και η έως καταστροφής υποβάθμιση ευρύτατων στρωμάτων υποδεικνύει ότι η εφαρμογή των Μνημονίων μετασχηματίζει την κοινωνία. Βίαια και ριζικά. Το Μνημόνιο, όπως τουλάχιστον εφαρμόστηκε, με οριζόντιες και τυφλές περικοπές, ανέδειξε νέα ταξικά χάσματα, χώρισε αδρά την κοινωνία σε έχοντες και μη έχοντες, άμβλυνε επικίνδυνα τους δεσμούς συνοχής, φτιάχνει ήδη μια χαμένη γενιά. Αυτή η αντίθεση είναι υλικότατη, δεν είναι ρητορική ή ιδεολογική.

Στο πολιτικό πεδίο επίσης αναδείχθηκε μια σφοδρή κρίση ηγεμονίας, εκφραζόμενη τυπικά με τη συρρίκνωση της συντηρητικής παράταξης και τη συντριβή της κεντροαριστεράς. Οι δεσπόζοντες σχηματισμοί της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας αμφισβητούνται σφοδρά από την παραδοσιακή τους πελατεία. Γνωρίζουμε δε, κατά αναλογία, ότι μετά παρόμοια μνημόνια σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Τουρκία, τα παλαιά ηγεμονικά κόμματα σαρώθηκαν.

Η αντίθεση εκτείνεται και στο πεδίο των ιδεών και της ιντελιγκέντσιας. Πολύ αδρά, οι διανοούμενοι αιφνιδιάστηκαν· η κρίση τους βρήκε βολεμένους και οκνηρούς, σαν φοβισμένους αμήχανους μικροαστούς γύρω από το τζάκι με τα φρόνιμα στερεότυπα.

Το μανιφέστο των 58 επισημαίνει ορθώς, άρα, την ανάγκη συμφιλίωσης και υπέρβασης του τραύματος, χωρίς όμως να υπολογίζει επαρκώς το βάθος των ουλών και τις νέες κοινωνικοπολιτικές σημασίες τους. Ισως γι’ αυτό το λόγο, υποβαθμίζει έως εξαφάνισης ως συνομιλητή τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αριστεράς που εκτινάχθηκε εξαιτίας ακριβώς της αντίθεσης, την οποία εξέφρασε. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι αρκετοί εκ των 58 έχουν περάσει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον πρόδρομό του Συνασπισμό, τον ίδιο που χαρακτηρίζουν τώρα ως νεοκομμουνιστικό και εθνολαϊκιστικό, έναν μάλλον μειωτικό και σίγουρα χρωματισμένο ιδεολογικά χαρακτηρισμό, τέτοιο που δεν επιφυλάσσουν για τη δεξιά παράταξη. Τουναντίον, αναγνωρίζουν ασμένως ως προνομιακό συνομιλητή το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ.

Το κείμενο των 58 είναι εύστοχο κατά την ανίχνευση της διάχυτης αγωνίας και της ανάγκης για υπέρβαση και σύνθεση. Είναι απλουστευτικό ή και εμμονικό κατά την ανίχνευση των υπαρκτών και αναδυόμενων κοινωνικών-πολιτικών δυνάμεων, που θα αναλάβουν το τιτάνιο έργο της εθνικής ανασυγκρότησης. Ακόμη κι αν παραμερίζει ιδρυτικά τη σταλινική αριστερά του 4,5%, μπορεί η κεντροαριστερά των σπαργάνων να αποκλείει τη λαϊκή αριστερά του 27%;

berlinguer232

Πριν από λίγες ημέρες η διεθνής κοινή γνώμη θυμήθηκε πάλι πώς ο δημοκρατικός πρόεδρος Σαλβαντόρ Αλιέντε έπεφτε νεκρός, την 11 Σεπτεμβρίου 1973, από τις σφαίρες των πραξικοπηματιών του δικτάτορα Πινοτσέτ. Το μεγαλύτερο δημοκρατικό πείραμα της Λατ. Αμερικής και του κόσμου έπαιρνε τέλος, μόλις έξι μήνες μετά την εκλογική νίκη της Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε. Ο Χιλιανός ηγέτης είχε κερδίσει την κυβέρνηση ειρηνικά, κοινοβουλευτικά, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ την εξουσία.

Η ιστορική ήττα του δημοκρατικού σοσιαλισμού στη Χιλή διέψευσε τις προσδοκίες των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη για μια ειρηνική ανάληψη της εξουσίας. Ελάχιστες μέρες μετά το πραξικόπημα στη Χιλή, ο διακεκριμένος ηγέτης του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης, ο μαρκήσιος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, δημοσίευσε τρία άρθρα στην επιθεώρηση Rinascita (ελλην. μετάφραση: Ιστορικός συμβιβασμός, εκδ. Θεμέλιο), με τα οποία άλλαξε την ιστορική πορεία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και των αντίστοιχων κομμάτων στην Ευρώπη. Η στρατηγική απόληξη των άρθρων του Μπερλινγκουέρ ήταν ο περίφημος «ιστορικός συμβιβασμός» (compromesso storico): το ΙΚΚ θα ακολουθούσε μια πολιτική ευρύτατων συμμαχιών, με τους σοσιαλιστές και τους καθολικούς, για να απεμπλακεί οριστικά από τη «στρατηγική της έντασης» που προωθούσαν οι νεοαφασίστες και για να τερματίσει τον αποκλεισμό του από την εξουσία, έτσι ώστε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση για ενίσχυση και μεταρρύθμιση του δημοκρατικού κράτους. Με τα λόγια του:

«Η αντιπαράθεση και η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα που έχουν βάση μέσα στο λαό και από τα οποία σημαντικές μάζες του λαού αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται, οδηγούν στη ρήξη, στον κυριολεκτικό διχασμό της χώρας, που θα ήταν μοιραίος για τη δημοκρατία και θα παρέσυρε τα ίδια τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.

»Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, πάντα πιστεύαμε -και σήμερα η εμπειρία της Χιλής μάς ενισχύει αυτή την πεποίθηση- πως ή ενότητα των κομμάτων των εργαζόμενων και των δυνάμεων της αριστεράς δεν αρκεί για την εγγύηση της προστασίας και της προόδου της δημοκρατίας, όταν βρεθούν αντιμέτωπες με ένα άλλο συνασπισμό κομμάτων, που εκτείνεται από το κέντρο μέχρι την άκρα δεξιά.

»[…] Θα ήταν εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς, ακόμα κι αν τα κόμματα και οι δυνάμεις της αριστεράς κατόρθωναν να φθάσουν το 51% των ψήφων και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (πράγμα που από μόνο του θα ήταν ένα πελώριο προχώρημα στο συσχετισμό δυνάμεων στην Ιταλία), πως ένα τέτοιο ποσοστό θα επαρκούσε δήθεν για την επιβίωση και την επιτυχία της κυβέρνησης που θα εξέφραζε μία παρόμοια πλειοψηφία.

»Να γιατί εμείς μιλάμε όχι για μια ‘αριστερή εναλλακτική λύση’, άλλα για μια ‘δημοκρατική εναλλακτική λύση’, δηλαδή για την πολιτική προοπτική της συνεργασίας και της συνεννόησης των λαϊκών δυνάμεων, κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης, με τις λαϊκές δυνάμεις, καθολικής έμπνευσης, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και άλλοι, δημοκρατικοί πολιτικοί σχηματισμοί.»

Ο πειρασμός για αναλογίες είναι ισχυρός. Βεβαίως οι διαφορές είναι δομικές και περισσότερες από τις ομοιότητες, και ο ιστορικός αναγωγισμός είναι πάντα επικίνδυνος και σφαλερός. Ωστόσο οι διανοητικές και πολιτικές προκλήσεις του καιρού μας είναι ανάλογες, η δε ανάγκη για λυσιτελείς και ρηξικέλευθες απαντήσεις είναι ίδια.

Η Ιταλία στη δεκαετία του ’70 αντιμετωπίζει οικονομική και πολιτική κρίση, το ΙΚΚ έχει το 27% έως το 34,4% των ψήφων, αλλά παραμένει εκτός κυβέρνησης από το 1947, οι νεοφασίστες, με εκλογική δύναμη γύρω στο 7%, εφαρμόζουν τη στρατηγική της έντασης και απειλούν με εμφύλιο ― πρακτικές που θα αποκαλυφθούν αργότερα σαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης, του Gladio, που περιλάμβανε τη Μαφία, τη στοά Ρ2 και την τράπεζα του Βατικανού Banco Ambrosiano.

Η Ελλάδα του 2013 δοκιμάζεται από πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, το πολιτικό σύστημα κλονίζεται από κρίση νομιμοποίησης, ο νεοναζισμός καταγράφεται εκλογικά στο 7% και εφαρμόζει τη δική του στρατηγική έντασης, στην οποία εντάσσεται και η πρόσφατη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα. Τέλος, ένα αιφνιδίως γιγαντωμένο κόμμα της αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει σκοράρει 27% και διεκδικεί με σοβαρές πιθανότητες την πρωτιά σε επόμενες εκλογές, άρα και τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση.

Κυβέρνηση της αριστεράς ή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με την αριστερά; Ο Μπερλινγκουέρ είχε θέσει το δίλημμα και είχε απαντήσει υπέρ του δεύτερου σκέλους. Την ίδια απάντηση δίνει και ο Αλέξης Τσίπρας του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του άλλωστε σε ένα βαθμό είναι κληρονόμος της παράδοσης του ευρωκομμουνισμού. Για να αποκτήσει όμως περιεχόμενο η απάντηση υπέρ μιας μετωπικής δημοκρατικής κυβέρνησης, πρέπει πρώτα να υπάρξουν κι άλλες προϋποθέσεις. Κυρίως, με ποιες συμμαχίες και με πολιτικές δυνάμεις θα σχηματισθεί αυτή η κυβέρνηση; Βάσει ποίων προγραμματικών αρχών; Μπορεί να διαρκέσει μια κυβερνητική συμμαχία αν συγκολληθεί μόνο για την απόκρουση της άκρας δεξιάς; Πολύ περισσότερο, που η λυδία λίθος για σύγκλιση θα είναι η εφαρμογή ή μη του μνημονίου λιτότητας, και συνακολούθως η στρατηγική ανασυγκρότησης της χώρας.

Η νεοναζιστική απειλή γιγαντώθηκε εξαιτίας της δεινής κρίσης. Και θα ξεριζωθεί μόνο όταν θα αρχίσουν να αίρονται οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης, η ανεργία, η ύφεση, η ανασφάλεια. Το compromesso storico του Αλέξη Τσίπρα είναι κατά πολύ δυσχερέστερο από αυτό του Μπερλινγκουέρ, στο μέτρο που το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι δυσμενές ή και εχθρικό σε τέτοια ιστορικά πειράματα, και με δεδομένη την διαφορετικού βαθμού εξάρτηση των δύο χωρών από ξένες δυνάμεις. Η Ιταλία του ’73 ήταν σε κρίση, αλλά δεν ήταν οιονεί αποικία χρέους, όπως η Ελλάδα του 2013. Οι δυσκολίες και οι διαφορές δεν σταματούν εδώ: για τον ιστορικό συμβιβασμό χρειάζονται περισσότεροι του ενός εταίροι. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ο αντίστοιχος Αλντο Μόρο, ο προνομιακός συνομιλητής του χαρισματικού Μπερλινγκουέρ. Ούτε καν ένας μακιαβελικός Τζούλιο Αντρεότι ή ένας ασταθής Μπετίνο Κράξι. Εξάλλου η ιστορική εμπειρία έδειξε εκ των υστέρων, ότι παρότι ο Μπερλινγκουέρ συνέλαβε μια ιδιοφυή στρατηγική, στην πράξη το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς και το ΙΚΚ του 34% εξαφανίστηκε.

Παρ’ όλ΄αυτά. Η στρατηγική αξία του ιστορικού συμβιβασμού παραμένει, τουλάχιστον ως αφορμή για τολμηρές συγκλίσεις και υπερβάσεις σε άλλα επίπεδα.

Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, το 2009, και πολύ περισσότερο από την αναγγελία εισόδου στο πρώτο μνημόνιο, ήταν σαφές ότι η πολιτική γεωγραφία, όπως λίγο πολύ παρέμενε σταθερή από τη δεκαετία ‘80, θα άλλαζε βαθιά και διαρκώς. Σε κανένα κράτος υπό τη δοκιμασία της χρεοκοπίας και των προγραμμάτων του ΔΝΤ το πολιτικό σύστημα δεν παρέμεινε αλώβητο· αντιθέτως, πρόσωπα και δυνάμεις που οδηγούν μια χώρα στην οδυνηρή επιτήρηση είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν από το προσκήνιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Αυτή η τεκτονική μετατόπιση συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα, παρότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Το πολιτικό σκηνικό του φθινοπώρου 2009, μετά τις τελευταίες προμνημονιακές εκλογές, παρουσιάζει ελάχιστα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά με το σημερινό. Εν τω μεταξύ, στη διαρρεύσασα τετραετία, έχουν συμβεί πρωτογανή γεγονότα: ο εκλεγμένος πρωθυπουργός του πρώτου μνημονίου απεπέμφθη και ο υπουργός του επί των Οικονομικών σύρεται κατηγορούμενος για κακούργημα. Ενας τραπεζίτης αναγορεύθηκε πρωθυπουργός και υπέγραψε το δεύτερο μνημόνιο. Το κεντροαριστερό κόμμα που σφράγισε τη μεταπολίτευση και έβαλε τη χώρα σε καθεστώς επιτήρησης κατέρρευσε. Ενα ακροδεξιό κόμμα συνήργησε στο μνημόνιο και εξαερώθηκε. Ενα άλλο ακροδεξιό μόρφωμα, με νεοναζιστικούς χαρακτήρες και αντισυστημική ρητορική, εκτοξεύθηκε από το πουθενά και διεκδικεί την τρίτη θέση. Ο ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης, που αντιτάχθηκε στο πρώτο μνημόνιο, υπέγραψε το δεύτερο και το τρίτο και εφάρμοσε πολτική εκ διαμέτρου αντίθετη προς τις διακηρύξεις του, όταν έγινε πρωθυπουργός. Τέλος, ένα μικρό αριστερό κόμμα, κινούμενο ιστορικά μεταξύ 3%-5,5%, απογειώθηκε στη στρατόσφαιρα του 27% και του ουσιαστικού ρυθμιστή των εξελίξεων εφεξής.

Οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ. Στο ρευστό παρόν, πέραν της υπό διαμόρφωσιν πολιτικής γεωγραφίας, διακρίνουμε ήδη μείζονες μετασχηματισμούς στο κοινωνικό ανάγλυφο, δηλαδή στην ταξική διάρθρωση, και στις συλλογικές αναπαραστάσεις, στις συμπεριφορές και στις ιδέες. Το υλικό, κοινωνικό και διανοητικό σοκ της χρεοκοπίας και της φτώχιας διαμορφώνει νέες συσσωματώσεις, νέα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα, με τέτοια σφοδρότητα και ταχύτητα που δεν είχαμε υποψιαστεί στην Ελλάδα τον τελευταίο μισό αιώνα. Τόσο που, στο πολιτικό επίπεδο, μπορούμε να μιλάμε για νέα δεξιά και νέα αριστερά, σε αντιπαραβολή με την έως πρόσφατα παλαιά δεξιά και αριστερά.

Θα αποτολμήσουμε να περιγράψουμε αδρά μερικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου τοπίου, σε σύγκριση με τους χαρακτήρες του παλαιού.

Η παλαιά δεξιά, επηρεασμένη βαθιά από τον καραμανλισμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου («σοσιαλμανία» και ευρείες κρατικοποιήσεις), σταδιακά προσέγγισε και τον κεντρώο χώρο, όπως και τον φιλελεύθερο-νεοφιλελεύθερο. Η νεοφιλελεύθερη στροφή, υπό τον αστερισμό του θατσερισμού, επιχειρήθηκε από τον Κων. Μητσοτάκη στο κυβερνητικό διάλειμμα του ‘90. Η κεντρώα στροφή της λαϊκής δεξιάς ολοκληρώθηκε υπό την ηγεσία τον Κώστα Καραμανλή. Ηδη όμως από τη δεκαετία ‘90, η νοοτροπία των στελεχών της δεξιάς επηρεάζεται από τον κυβερνητισμό και τη συμπαγή κομματική οργάνωση του αντιπάλου του, του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004, και ιδίως μετά το 2007, η τυπική δεξιά παρουσιάζεται κουρασμένη, χωρίς νέα πρόσωπα και νέες ιδέες, στηριζόμενη στην περιστασιακή, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ακτινοβολία του ηγέτη της παράταξης.

Η κρίση μεταμορφώνει δραστικά τη δεξιά. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια και η συνακόλουθη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων, απομακρύνουν μεγάλα μέρη της εκλογικής πελατείας. Ταυτόχρονα, οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, εφαρμοζόμενες από την ξένη επιτροπεία, καθίστανται απεχθείς για τις μάζες. Τα πληγέντα στρώματα, που ακολουθουσαν τη δεξιά, είτε ως πελάτες είτε από οικογενειακή παράδοση, αποκολλώνται ψυχικά και σκορπίζουν. Παρά τη στροφή της πληγείσας ΝΔ προς τον σκληρό λόγο και την απορρόφηση ακροδεξιών από τον ΛΑΟΣ, ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων καταφεύγει στον οιονεί αντισυστημικό, υπερεθνικιστικό, λαϊκιστικό και βάναυσο λόγο της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτή την έννοια, η παλαιά ΝΔ και η νέα ΧΑ είναι όμορες και ανταγωνιστικές εντός του ευρύτερου δεξιού πλαισίου.

Αξιοσημείωτο: η νυν ΝΔ διατηρείται ενιαία μόνον λόγω της συγκολλώσας κυβερνητικής εξουσίας. Κατά τα άλλα, εφόσον η κατάσταση οξύνεται, θα αποκαλύπτονται οι τώρα λανθάνουσες φυγόκεντρες τάσεις: οι σαμαρικοί της σκληρής λαϊκής δεξιάς, οι καραμανλικοί κεντροδεξιοί, οι νεοφιλελεύθεροι, οι ακροδεξιοί.

Στα μήντια, συμβατικά και δικτυακά, η δεξιά εκφράζεται με ισχυρή φωνή κυρίως μέσω των νεοδεξιών, οι οποίοι προέρχονται από μη τυπικούς δεξιούς χώρους· κυρίως από την πρώην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, το ερειπιώδες ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου, φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους των μικροσκοπικών μορφωμάτων, αλλά και αρκετούς πρώην αριστερούς. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φωνής είναι η επιθετική ρητορική της καθολικής ευθύνης ή της συνευθύνης, και ένα κράμα ηθικολογίας και οικονομισμού.

Η αριστερά έχει υποστεί κι αυτή βαθιές μεταμορφώσεις. Η παλαιά ήταν κατά βάσιν ηττοπαθής, περιχαρακωμένη, αναχρονιστική, εκφραζόμενη ως τέτοια από το ΚΚΕ έως και σήμερα. Η σοσιαλδημοκρατία, στην επικρατήσασα ελληνική εκδοχή της, ήταν μαζική, νικήτρια, συμπαγής, λαϊκιστική, πελατειακή και συντεχνιακή, εντέλει διεφθαρμένη. Τώρα πλέον δεν υπάρχει.

Ο τελευταίος, μικρότερος παίκτης της ευρύτερης παλαιάς αριστεράς, ο πρώην Συνασπισμός, είναι αυτός που άλλαξε πιο θεαματικά από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό. Ο μικρός ΣΥΝ καρδιοχτυπούσε να μπει στη Βουλή, ήταν μια περίπου λέσχη μοιρασμένη ανάμεσα στον δικαιωματισμό και έναν αντιπαγκοσμιοποιητικό κινηματισμό, ταλαντευόμενος επίσης ανάμεσα στον φετιχιστικό ευρωπαϊσμό και τον εγγενή συντηρητισμό της πρωην ΕΑΡ, αφενός, και τις παλαιοαριστερές καθηλώσεις των κουκουεδογενών, αφετέρου. Κοινωνικά και ανθρωπολογικά, η παλαιά αριστερά ήταν συμμαζεμένη και υστερόβουλη, λεηλατημένη πολιτικά αλλά και βολεμένη εντός του κοινωνικού συμβολαίου του ΠΑΣΟΚ. Η περιλάλητη πνευματική ηγεμονία της είναι μάλλον για γέλια.

Η νεά αριστερά όπως την ανέδειξε η τεκτονική κρίση έχει διαφοριστεί σε πολύ σύντομο χρόνο. Είναι επιθετική και αυθάδης, με σχετική αυτοπεποίθηση, είναι ηγεμονική αλλά και σαστισμένη, υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης και με τη διεθνή κοινή γνώμη στραμμένη πάνω της. Η αναδυόμενη μαζική αριστερά φέρει την απόγνωση της κρίσης και της υλικής εξαθλίωσης, υποφέρει και αυτή από τη σύγχυση των καινοφανών προκλήσεων, δεν διαθέτει νέα διανοητικά εργαλεία, αλλά πολιτικά για πρώτη φορά καταφέρνει να είναι πιο ανοιχτά λαϊκή, συχνά και λαϊκιστική. Υπάρχουν κι εδώ πολύς οπορτουνισμός, υστεροβουλία, εξουσιομανία. Ελάχιστες νέες ιδέες. Τα πιο νεανικά της τμήματα είναι τα πιο μοντέρνα, ανοιχτά στη νέα γνώση, τα νέα μέσα και τον κοσμοπολιτισμό· αυτά συμπεριφέρονται πλουραλιστικά επιθετικά στα κοινωνικά δίκτυα, αποκόπτουν εαυτούς από τη σταλινική παράδοση και ταυτόχρονα βδελύσσονται την παλαιά σοσιαλδημοκρατία, ιδίως τον εκσυγχρονισμό που βούλιαξε στη διαφθορα και την χρεοκοπία.

Κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.

συνεδριο

Οι περισσότεροι ψηφοφόροι απ’ όσους έδωσαν το ιστορικό 27% στον ΣΥΡΙΖΑ περίμεναν από το συνέδριο ένα μήνυμα συνέγερσης και ελπίδας, σκληρές αλήθειες και δεσμεύσεις επί του πρακτέου, επί του αμείλικτου πραγματικού. Αυτοί οι 1,8 εκατομμύρια εκλογείς, οι μη τυπικά αριστεροί, περίμεναν ένα ενιαίο κόμμα ευρύχωρο και ανοιχτό, εξωστρεφές, όχι για να τους χωρέσει όλους, αλλά για να τους σκεφτεί, και κυρίως για να τους ανοίξει ένα παράθυρο στο μέλλον.

Αυτό συνέβη μόνον εν μέρει. Στο συνέδριο του Φαλήρου ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να συγκροτηθεί ως ενιαίο κόμμα, με ενιαίες καταστατικές αρχές και πολιτικές θέσεις, ανέδειξε και τυπικά πρόεδρο τον de facto ηγέτη Αλέξη Τσίπρα, με απευθείας εκλογή, κήρυξε το τέλος των συνιστωσών. Είναι βήματα αυτά, σημαντικά σε άλλο, ομαλό καιρό, αλλά βήματα μάλλον δειλά υπό την παρούσα ιστορική συγκυρία, δεν είναι βήματα που οδηγούν αποφασιστικά στο ραντεβού με την ιστορία, τη μεγάλη, όχι την κομματική. Ας πούμε: Η αυτοδιάλυση των εναπομεινασών συνιστωσών πήρε πίστωση χρόνου («εύλογο διάστημα»), η απευθείας εκλογή προέδρου συνάντησε αντιστάσεις, στην εκλογή της κεντρικής επιτροπής κατέβηκαν λίστες, η εσωτερική αντιπολίτευση θεσμοθετήθηκε σαν παρουσία, παρότι οι πολιτικές της θέσεις καταψηφίστηκαν. Τέλος, ο χαρισματικός Αλέξης Τσίπρας, παρά τις υποχωρήσεις και τους ισορροπισμούς του, ή μάλλον εξαιτίας τους, εισέπραξε 20% λευκές ψήφους, μισόκαρδης αμφισβήτησης.

Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερέβη ολοκληρωτικά την εσωστρέφεια. Δεν μίλησε θαρρετά και ανοιχτά στον εξωκομματικό κόσμο, στους ψηφοφόρους και συμπαθούντες, στους προσβλέποντες, δηλαδή στους πολίτες. Η περισσότερη ενέργεια των 3.800 συνέδρων αναλώθηκε στο πώς θα πλασαριστούν καλύτερα στο νέο τοπίο ενδοκομματικής εξουσίας οι διαλυόμενες φράξιες και συνιστώσες. Το κόμμα αναδύθηκε ενιαίο μεν, διστακτικά δε, με δυσπιστία προς την ισχυρή ηγεσία και τις ρεαλιστικές απαντήσεις στο εδώ και τώρα της σφοδρής κρίσης, με αποφυγή του πρωτογενούς, ρηξικέλευθου, συνθετικού λόγου για τον ταραγμένο καιρό, με καταφυγή είτε σε δοξασίες Τρίτης Διεθνούς είτε στον αμυντικό κινηματισμό των δικαιωμάτων.

Υπό μία έννοια, τα ιστορικά στελέχη του Συνασπισμού και των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, προέβησαν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών του συνομοσπονδιακού και κομμουνιστογενούς παρελθόντος, αναγκαίο ίσως, αλλά δεν τόλμησαν να ανοίξουν παράθυρα στο μέλλον, δεν εξέπληξαν. Η τέτοια προσέγγιση προδίδει μια στατική αντίληψη του ρευστού και πολυκίνδυνου παρόντος, τοπικού και γεωπολιτικού. Προδίδει μια ιδεολογική και αμυντική προσέγγιση των καινοφανών πολιτικών προβλημάτων του 2013, με τη χώρα χρεοκοπημένη στα πρόθυρα κατάρρευσης, με την Ευρώπη διαιρεμένη και αδύναμη, με τη Μεσόγειο ασταθή ή φλεγόμενη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιθανόν να πρωτεύσει και να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για να συμβεί αυτό, πρέπει όχι μόνο να κάμψει την καχυποψία όσων δεν τον εψήφισαν πέρυσι και να κερδίσει την ανοχή ή τον σεβασμό τους, αλλά να αναπτερώσει το φρόνημα των πολλών, των φίλων, συμπαθούντων, ουδετέρων. Δηλαδή, των πληγέντων και έμφοβων Ελλήνων πολιτών. Η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση όλων των Ελλήνων, όχι των αριστερών. Για να το επιτύχει αυτό, δεν αρκούν ο κομματικός πατριωτισμός και οι καλές προθέσεις, απαιτείται υπέρβαση εαυτού, απροκατάληπτη εμβάπτιση στην κοινωνία, συναίσθηση της βαριάς ιστορικής ευθύνης μες στο εργαστήρι του μέλλοντος.

Η πολιτική περιμένει έξω από την υπόγεια αρένα του συνεδρίου· εκεί όπου πάντα βρισκόταν.

Η αποχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς από την κυβέρνηση σήμανε αλλαγή πολιτικής του κεντροαριστερού κόμματος: παύει να αναλαμβάνει ευθύνες που δεν μπορεί να τις αντέξει ηθικά, ιδεολογικά αλλά και υλικά. Η απαγκίστρωσή του από τη διακυβέρνηση προκαλεί κλυδωνισμούς στο εσωτερικό του, αλλά ίσως αυτή η αναστάτωση οδηγήσει σε αποσαφήνιση της φυσιογνωμίας του και ουσιαστικότερη σχέση με την εκλογική του βάση, ωφέλιμη εν όψει πολλαπλών ανακατατάξεων. Αν δεν εμπλακεί σε έριδες και πόλωση, η πολιτική πείρα των στελεχών του και, ιδίως, η ιδεολογική τους συγκρότηση, θα είναι η μαγιά για ανασυγκρότηση του χαμένου σοσιαλδημοκρατικού πόλου, στην οποία μάλλον αποκλείεται πια να παίξει ρόλο το ΠΑΣΟΚ.

Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ΔΗΜΑΡ θα πλησιάσει προς τον φυσικό της όμορο και ετεροθαλή αδελφό, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αυτές τις μέρες με το ιδρυτικό του συνέδριο παύει να είναι ιδιότυπη ομοσπονδία συνιστωσών και συγκροτείται ως πολυτασικό μεν, πλην ενιαίο κόμμα, με πρόεδρο μάλιστα αντλούντα ισχύ και νομιμοποίηση απευθείας από το συνέδριο. Δεν είναι λίγοι άλλωστε όσοι υποστηρίζουν ότι η ανάδυση της μεγάλης κεντροαριστεράς δεν μπορεί παρά να συνυπολογίζει σαν πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, μπορούμε να πούμε ότι μόλις τώρα αρχίζει να φαίνεται ο πυρήνας μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης. Εως τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, εκπλαγείς από το εντυπωσιακό εκλογικό του σκορ, δεν είχε κατορθώσει να συνθέσει μια πρόταση διακυβέρνησης, αν όχι ολοκληρωμένη και τολμηρή, τουλάχιστον ρεαλιστική και πειστική. Ηταν διστακτικός διττά: και ως προς την πρόταση εξουσίας και ως προς την άντληση ζωτικότητας και ιδεών από την κοινωνία. Η οργανωτική και κυρίως η πνευματική του δομή δεν προέβλεπαν τέτοιο άλμα μεγέθυνσης, μαζί με τα συνοδά αμφίπλευρα ανοίγματα και τις αυτοϋπερβάσεις.

Το συνέδριο πιθανότατα θα τερματίσει την εσωστρέφεια του μικρού αριστερού κόμματος, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό· το νέο κόμμα πρέπει να απαντά στην κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσείλκυσε ψήφους πολιτικά αστέγων και προσφύγων που εξέφραζαν ταυτοχρόνως οργή, απόγνωση, προσδοκία. Θα πρέπει να διασκεδάσει τον φόβο και την απόγνωση και να ανταποκριθεί στην προσδοκία, στην ελπίδα για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για κοινωνική δικαιοσύνη, για μεταρρύθμιση του κράτους: αυτά άλλωστε εμπεριέχονται ιστορικά στο πρόγραμμα και της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Κάποιες από τις εξυγιαντικές του πελατειακού κράτους μεταρρυθμίσεις, λ.χ., που ζητούνται από την τρόικα, θα μπορούσαν να είναι μέρος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ· και σίγουρα μπορεί να διεκδικήσει να είναι αυτός ο κατεξοχήν φορέας αλλαγής και μεταρρυθμίσεων.

Υπό μία έννοια, πρόκειται για την παραγωγή ενός μοντέρνου ουσιώδους λαϊκισμού ανάλογου προς τον Ομπάμα του 2008, ριζικά διάφορου από το ελληνικό ’80, με αναφορές στις εθνικές, δημοκρατικές και κοινοτικές παραδόσεις, αλλά και με τολμηρές απαντήσεις στους παρόντες καταναγκασμούς της μόνιμης κρίσης και της «μη υπάρχουσας εναλλακτικής». Ναι, υπάρχει ζωή χωρίς κρίση ― αυτό.

Μπορεί να τα συλλάβει, να τα πιστέψει και να τα αναπτύξει αυτά ο νέος ΣΥΡΙΖΑ με τους όποιους συμμάχους του; Θα δούμε σύντομα, ο καιρός δεν περιμένει. Πάντως αυτά περιμένει το χειμαζόμενο πλήθος: τόλμη, ηθική ακεραιότητα, συνθέσεις, υπερβάσεις, ειλικρίνεια, παρρησία. Αυτή είναι η ιστορική πρόκληση, και η ευθύνη.

Το μαύρο στις οθόνες της ΕΡΤ ήταν ενδογενές ατύχημα, το οποίο ανεξαρτήτως της αρχικής στόχευσης, εντέλει εκτροχίασε την τρικομματική συνεργασία και γέννησε μια ασθενή κυβέρνηση. Πέραν του εσπευσμένου κυβερνητικού ανασχηματισμού, το ατύχημα ΕΡΤ φαίνεται ότι θα είναι αφετηρία βαθύτερων πολιτικών εξελίξεων. Η αποσκίρτηση της ΔΗΜΑΡ σημαίνει την απαρχή ριζικών διαφορισμών στην κομματική γεωγραφία και, περαιτέρω, στην πολιτική ψυχογεωγραφία.

Οι δυνάμεις που συγκροτούν την παρούσα κυβέρνηση είναι οι δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, για καλό και για κακό. Οι πολιτικές επιλογές ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έφτασαν τη χώρα στο σημείο ρήξης του 2009-10 και οι ίδιοι λίγο-πολύ άνθρωποι διαχειρίζονται το ναυάγιο έκτοτε. Ο παλαιός δικομματισμός συναιρεμένος θα αποτελέσει πιθανότατα τον ένα μεγάλο πόλο στο πολιτικό σκηνικό προσεχώς. Οι ιδεολογικές διαφορές, δυσδιάκριτες ήδη από καιρό, τώρα πλέον έχουν εξαλειφθεί· στη μέλλουσα ρητορική του νέου δεξιού-κεντροδεξιού πόλου η μόνη συνέχουσα ύλη θα είναι ο φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός, στο μέτρο βεβαίως που θα εξακολουθήσει να υπάρχει η ευρωζώνη όπως την ξέρουμε τώρα. Εν πάση περιπτώσει η συναίρεση των δύο πρώην αντιπάλων στην κυβέρνηση εφαρμογής του μνημονίου προοιωνίζεται την ανάδυση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με προσχωρήσεις και τρίτων, νυν αστέγων. Οι αποχωρήσεις φαίνονται λιγότερο πιθανές.

Ιδεολογικά, ο νέος σχηματισμός θα δέχεται διαρκώς πίεση από την ακροδεξιά, ως εκ τούτου, αντανακλαστικά, θα είναι δυσχερής έως αδύνατη η επέκταση προς το κέντρο. Ενδεχομένως να διαμορφωθεί ένας λόγος οιονεί νεοθατσερικός, με λαϊκιστικές και αυταρχικές αποχρώσεις, πάντως ο πολιτικός φιλελευθερισμός συρρικνώνεται διαρκώς.

Ο άλλος πόλος του μεταμνημονιακού-μεταπτωχευτικού δικομματισμού συγκροτείται γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγαλύτερο μέρος της ΔΗΜΑΡ και ένα μέρος του κερματισμένου ΠΑΣΟΚ συγκλίνουν ήδη προς τα εκεί. Κεντρώος χώρος δεν υπάρχει, οποιαδήποτε ανασύστασή του είναι προς τα παρόν καταδικασμένη. Ο αριστερός-κεντροαριστερός πόλος της νέας εποχής έχει να επιλύσει δύσκολα προβλήματα φυσιογνωμίας και λόγου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με απώτατο ορίζοντα τις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές στα μέσα του 2014 ― ίσως και νωρίτερα. Κυρίως επείγεται να βρει ιδέες και ζωτικότητα, πρόσωπα και δυνάμεις, ώστε να εμφανιστεί ως επί της ουσίας κυβερνώσα δύναμη.

Κωδικά, τρία είναι τα κρίσιμα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει: Πρώτον, ποια είναι η εθνική συλλογική ταυτότητα, αυτή που θα συνέχει και θα συνεγείρει τους πολίτες επί ελαχίστης βάσεως, και θα τοποθετεί γεωπολιτικά τη χώρα στο ασταθές περιβάλλον της. Δεύτερον, ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο με το οποίο θα ανορθωθεί η χώρα και θα μειωθούν οι στρατιές των ανέργων. Τρίτον, πώς θα επανιδρυθεί το μεταπελατειακό κράτος, με όρους λειτουργικότητας και ανοιχτής κοινωνίας. Σε αυτό το τρίπτυχο εντάσσονται και κρίσιμες απαντήσεις για την ασφάλεια, το μεταναστευτικό, τη δραστική αξιοποίηση της νεολαίας, τις στρατηγικές αντιμετώπισης του δημογραφικού κ.λπ.

Ο νέος αριστερός-κεντροαριστερός πόλος φέρει το βάρος της «μικρής» καταγωγής και της μεγάλης προσδοκίας, πιέζεται αμείλικτα από τον χρόνο και από πρωτόγνωρες ιστορικές προκλήσεις. Η προσδοκία είναι διττή: αφενός υλική ανακούφιση, αφετέρου ηθική-πολιτική αναγέννηση. Αμφότερα δύσκολα, κατεπείγοντα· το δεύτερο ίσως ακόμη περισσότερο.

Στο επίκεντρο της κυβερνητικής κρίσης βρίσκεται αίφνης η ΔΗΜΑΡ, η αποχωρούσα από το τριμερές κυβερνητικό σχήμα. Η Δημοκρατική Αριστερά βάλλεται ως προάγουσα την αστάθεια και υπαναχωρούσα. Είναι όμως έτσι; Αραγε η ΔΗΜΑΡ προκάλεσε το ατύχημα της μαύρης ΕΡΤ; Η ΔΗΜΑΡ συνήψε τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις του 2010-12; Η ΔΗΜΑΡ ολιγώρησε στις μεταρρυθμίσεις και τις τομές της κρίσιμης τριετίας; Η αλήθεια είναι ότι έχει ευθύνη διακυβέρνησης, αλλά μόνο κατά το τελευταίο έτος και μόνο κατά το ποσοστό που της αναλογεί στο τριμερές σχήμα. Η αλήθεια επίσης είναι ότι η πολιτική συγκυρία και η εξ αυτής απορρέουσα κυβερνητική πρακτική ανάγκασαν τη ΔΗΜΑΡ να μεταθέσει πολλάκις τις δικές της κόκκινες γραμμές, ιδεολογικές και πολιτικές, αυτές ακριβώς που της προσδίδουν διακριτή φυσιογνωμία, άρα και λόγο ύπαρξης.

Το σημαντικότερο: ένα χρόνο μετά τον σχηματισμό τρικομματικής κυβέρνησης, ελάχιστες ή καμία από τις 14 συμφωνημένες προγραμματικές δεσμεύσεις έχουν τηρηθεί· όλες σχεδόν έχουν παραβιαστεί. Και βεβαίως, πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά είναι επίσης η τέχνη της διαχείρισης των συμβολισμών και της διατήρησης ενός ελάχιστου αναγκαίου ηθικού έρματος, και εντέλει η ανάληψη των δικών σου ευθυνών, όχι των αμαρτιών άλλων.

Ο κ. Κουβέλης διείδε ότι το κόμμα του κινδύνευε να έχει την τύχη του ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος έσπευσε ασμένως να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου, και εν συνεχεία το μεν κόμμα του εξαερώθηκε, τα δε κορυφαία στελέχη του μετεπήδησαν στη ΝΔ. Το μικρό κεντροαριστερό κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη και των συντρόφων του, κατά πλειοψηφίαν προερχομένων από την αλυσίδα ΚΚΕ-εσωτερικού, Ελληνική Αριστερά, Συνασπισμός, είναι μεν ένα κόμμα-λέσχη συστημικών στελεχών, επιρρεπών στον κυβερνητισμό και σε έναν ιδιότυπο μικρομεγαλισμό, αλλά δεν αντέχει απεριόριστες ποσότητες οπορτουνισμού και απεμπόλησης όλων των αρχών και χαρακτηριστικών του σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα. Υπό μία έννοια, η ΔΗΜΑΡ εξάντλησε τα αποθέματα πραγματισμού που την είχαν οδηγήσει σε συμβίωση με ακροδεξιά και φαύλα στοιχεία, υπεύθυνα εκτός των άλλων για τον ιστορικό εκτροχιασμό της χώρας.

Επιπλέον, ενώπιον των επερχομένων σκληρών μέτρων, αφυπνίστηκε το ένστικτο αυτοσυντήρησης· δεν θα μπορούσαν να τα στηρίξουν ηθικά, η εφαρμογή τους θα τους μετέτρεπε σε πολιτικό ακολούθημα της Ν.Δ. Αφησαν αυτή τη μοίρα ακολουθήματος και αφομοιώσεως στο συγκυβερνών ΠΑΣΟΚ, και ελπίζουν εφεξής να καρπωθούν τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς, πλησιάζοντας περισσότερο το δεξί κέρας του συρριζαϊκού μετώπου. Στο μέτρο που διασκεδαστούν οι εσωτερικές συγκρούσεις, η ΔΗΜΑΡ φαίνεται να αποφεύγει προσώρας το στρατηγικό της αδιέξοδο, με τακτικές απώλειες. Τελικός κριτής για την αποσκίρτηση θα είναι η επόμενη κάλπη.

H αποτύπωση των προτιμήσεων στα δύο εκλογικά αποτελέσματα του περασμένου καλοκαιριού, μαζί με τις δημοσκοπικές καταγραφές έκτοτε, δείχνει την κοινωνία ως προς τις πολιτικές εκφράσεις της σε κατάσταση ρευστότητας και κινητικότητας. Για πρώτη ίσως φορά μεταπολεμικά το κοινωνικό σώμα φυγοκεντρίζεται, συσπειρώνεται προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, όπως κι αν τα ορίσουμε. Ταυτόχρονα, αδειάζει το κέντρο. Γιατί;

Μια πρώτη εξήγηση: ο κεντρώος-κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θεωρείται υπεύθυνος για την εν εξελίξει κοινωνική καταστροφή, και τα πληττόμενα στρώματα τον τιμώρησαν. Οι παραγωγικές προπάντων ηλικίες, αυτές που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και την ύφεση, βρέθηκαν άστεγες πολιτικά και μεγάλο μέρος αναζήτησε καταφύγιο στην αριστερά. Αλλά αυτοί είναι ένα 20-25%. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι; Οχι οι εκλογείς του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ, αλλά και της κεντροδεξιάς ΝΔ; Είναι προφανές ότι παρά την ένταση και τον φόβο της προεκλογικής περιόδου, πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν πήγαν στη Νέα Δημοκρατία αλλά στους νεοπαγείς δεξιούς σχηματισμούς που την πλαγιοκόπησαν. Και έκτοτε η ΝΔ νιώθει καυτή την ανάσα των όμορων χώρων, παρότι απορρόφησε τον εξχνωθέντα ΛΑΟΣ.

Το κενό έκφρασης του κεντρώου χώρου είναι ένα μέτρο της πνευματικής και ιδεολογικής κρίσης, ίσως το πιο φανερό. Ο πολιτικός λόγος διχάστηκε βαθιά ανάμεσα στον φιλομνημονιακό και τον αντιμνημονιακό, και ό,τι πήγε να φυτρώσει ανάμεσα, στα διάκενα και τις χαραμάδες, ποδοπατήθηκε. Ποδοπατήθηκαν η μετριοπάθεια, η νηφαλιότητα, ο πραγματισμός, η ιστορική αίσθηση, η μαχητικότητα επί των υπαρκτών πεδίων και όχι κατά ανεμομύλων. Από την πόλωση που προέκυψε βγαίνουν βαριά τραυματισμένες και η συντηρητική παράταξη και η κεντροαριστερή· η μεν πρώτη διότι έχει πια να αντιπαλαίψει τον δαίμονα του νεοναζιστικού άκρου, η δε δεύτερη διότι εξαχνώθηκε υπό το παλαιό της πρόσωπο και τώρα αναζητείται έκφρασή της εξ αριστερών, από τον νεοπαγή ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την ανασυγκρότηση αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων. Η ιστορία κρούει και τα δύο πορτόφυλλα της ελληνικής δημοκρατίας, διότι τα χρειάζεται εξίσου.

Ανασυγκρότηση του καθενός πόλου δεν σημαίνει πόλωση έως διχασμού· δεν σημαίνει ούτε σύγκλιση. Σημαίνει σαφή, διακριτά όρια στην ιδεολογία και στην έκφραση διαφορετικών ταξικών ομάδων· άλλωστε η κρίση επανέφερε στο οπτικό πεδίο τις ταξικές και άλλες ομαδώσεις του παραγωγικού πληθυσμού. Η διαφοροποίηση θα παγιωθεί σε πολλούς άλλους χαρακτήρες, διότι εν τω μεταξύ υπό το βάρος της ένδειας ή της απειλής πληβειοποίησης, η κοινωνία μετασχηματίζεται και ιεραρχεί τις υλικές ανάγκες της και το φαντασιακό της με άλλες προτεραιότητες πια, με άλλες απαιτήσεις. Υπό αυτή την έννοια, ούτε οι υπάρχοντες δεξιοί ούτε οι υπάρχοντες αριστεροί είναι σε θέση προς το παρόν να συλλάβουν τις αναδυόμενες ανάγκες της κοινωνίας και να τις εκφράσουν. Είναι ακόμη εγκλωβισμένοι σε παλαιά σχήματα πρόσληψης και ερμηνείας, με εξαιρέσεις φυσικά.

Ας πούμε, η νεοναζιστική απειλή δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά μόνο από την αριστερά· απαιτείται και η δράση των συντηρητικών. Μάλιστα η δαιμονοποίηση της αριστεράς ως το αντίστοιχο ετερώνυμο άκρο εντέλει ενισχύει το νεοναζιστικό μόρφωμα του φυλετισμού και της εχθροπάθειας, εφόσον του δίνει την ευκαιρία να αποκρύψει τα ειδεχθή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του και να μεταμφιεστεί σε υπερασπιστή του ελληνοχριστιανισμού. Και ακριβώς με την προβιά του υπερεθνικιστή ελληνοχριστιανού αποσπά ακροατήριο από την παραδοσιακή δεξιά, την οποία μέμφεται ως χλιαρή, συστημική ή σάπια. Η ανασυγκρότηση της δεξιάς δεν μπορεί λοιπόν να μην περιλαμβάνει την υπεράσπιση του συνταγματικού δημοκρατικού χώρου και την ιδεολογική ανανέωση προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας.

Αντιστοίχως, η οικοδόμηση ενός ισχυρού κεντροαριστερού πόλου, ελκυστικού για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους ελευθεροεπαγγελματίες, τους μικροεπιχειρηματίες και μικροαστούς, φαίνεται να πέφτει στους ώμους του πρώην μικρού, αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος υπό την ώθηση της ιστορικής δυναμικής και υπό την πίεση περίπου 1,5 εκατομμυρίου εκλογικών μεταναστών, καλείται να μετασχηματιστεί ιδεολογικά και πολιτικά, ταχύτατα, σε συγχρονισμό με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, εφόσον εξακολουθεί να επιθυμεί τη δοκιμασία της κυβερνητικής εξουσίας. Στην περίπτωσή του, οι κίνδυνοι διαρροών προς τα αριστερά δεν είναι ανύπαρκτοι, αλλά είναι μάλλον αμελητέοι συγκρινόμενοι με τα προσδοκώμενα κέρδη από το κέντρο. Στην πραγματικότητα, οι δισταγμοί για εγκατάλειψη της αριστερίστικης ή παλαιοαριστερής ρητορικής πηγάζουν από τον παλαιό μικρό εαυτό του, εκεί όπου όμως αισθανόταν βολεμένος: στην καταγγελτική αντιπολίτευση και στην υπεράσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων. Ως μικρός, δεν ήταν καν αναγκασμένος να έχει επεξεργασμένο πραγματιστικό πρόγραμμα για τη μεγάλη πολιτική· αρκείτο στην ρητορική πολυχρωμία.

Η ιστορική πρόκληση όμως σήμερα είναι άλλη: είναι μια χώρα πτωχευμένη και μια κοινωνία φοβισμένη και απελπισμένη, που καταστρέφεται οικονομικά και αποσαθρώνεται πνευματικά. Τα ιδεολογήματα δεν αρκούν. Ούτε οι σοφτ ιδέες της ευρωπαϊκής Αριστεράς του ύστερου Ψυχρού Πολέμου και των χρόνων της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η οικουμενικότητα των προβλημάτων επιβαρύνεται δραματικά από το εντόπιο ρήγμα: τη χρεοκοπία, την έλλειψη παραγωγικού μοντέλου, τη ξεχαρβαλωμένη διοίκηση, την απουσία στοιχειώδους πνευματικού υποδείγματος. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διασταλεί, να μεγεθυνθεί, να χωρέσει προσδοκίες, να παίξει ηγεμονικό ρόλο ― ή να συρρικνωθεί έως διαλύσεως. Η ιστορία κρούει τη θύρα και, αν αυτή δεν ανοίξει, προσπερνά.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, η ανασυγκρότηση μιας μετριοπαθούς συντηρητικής παράταξης και της αριστερής προοδευτικής, συσχετίζονται· όχι μόνο για αποτροπή της ακροδεξιάς νεοναζιστικής απειλής, αλλά κυρίως για να δοθούν πειστικές πολιτικές εκφράσεις στα κοινωνικά υποκείμενα που αναδύονται μέσα από τον πόνο και τα ερείπια της πτώχευσης.

Λούλα και Τσίπρας.

Λούλα και Τσίπρας.

Η προσεκτική ανάγνωση των δημογραφικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών των εκλογέων του περασμένου καλοκαιριού (π.χ. εδώ και εδώ) και των ευρημάτων πρόσφατων δημοσκοπικών ερευνών (εδώ και εδώ) δείχνει την ελληνική κοινωνία να μετατοπίζεται μαζικά κατά την πολιτική της έκφραση, έστω και στο σχετικά περιορισμένο πλαίσιο που συνθέτουν οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί.

Οι μετακινήσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις πολιτικές προτιμήσεις, όσο με τις ραγδαίες ανακατατάξεις στην οικονομική και κοινωνική πυραμίδα. Η ύφεση και η ανεργία δεν είναι απλώς οικονομετρικοί δείκτες, αλλά φαινόμενα που κατεξοχήν και απευθείας επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Τα πολυπληθή στην Ελλάδα μικροαστικά στρώματα ήταν τα πρώτα που ένιωσαν στο πετσί τους τις επιπτώσεις της βαθιάς παρατεταμένης ύφεσης: καταστράφηκαν οικονομικά, κατρακύλησαν ταξικά, υποβαθμίστηκαν οι προσδοκίες τους. Οι νεόπτωχοι, άνεργοι ή ημιαπασχολούμενοι, μαζί με την εργασία και το εισόδημά τους, σε δυόμισι χρόνια έχασαν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στο παρόν και κάθε δυνατότητα σχεδιασμού του εγγύς μέλλοντος. Αυτοί ακριβώς, οι πληγέντες και οι αισθανόμενοι προδομένοι, οι συνθέτοντες τον παραγωγικό κορμό της χώρας, μετακινούνται τώρα μαζικά στο πολιτικό φάσμα. Πού πάνε;

Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ άφησε τα μικροαστικά στρώματα και τις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες όχι μόνο χωρίς πολιτική στέγη, αλλά και κοινωνικά υποβαθμισμένα και ψυχικά εξαγριωμένα. Η συντριπτική πλειονότης κινείται προς τον ΣΥΡΙΖΑ: μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες, νέοι, άνεργοι, και όλες οι παραγωγικές ηλικίες. Μόνο οι αγρότες και οι συνταξιούχοι, οι πιο συντηρητικές ομάδες πληθυσμού, δεν μετακινούνται πλειοψηφικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς τη Νέα Δημοκρατία.

Με τις παραγωγικές και κατά τεκμήριο πιο δυναμικές ομάδες να κινούνται πολιτικά εκτός των κομμάτων του κυβερνητικού τόξου, γεννάται εύλογα το ερώτημα: Ποιο εναλλακτικό κυβερνητικό σχήμα μπορεί να εκφράσει τους μετακινούμενους, και να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους για απόκρουση της φτώχειας και στοιχειώδη αξιοπρέπεια; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί απ’ όσους ψήφισαν ή κλίνουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν τον θεωρούν έτοιμο να κυβερνήσει, δηλαδή να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους. Αυτό σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, ο περισσότερο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι έχει συντελεστεί ήδη μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, ότι δεν υπάρχει επιστροφή στα παλιά· άρα απαιτούνται νέα εργαλεία και ριζικά νέο πολιτικό σχέδιο.

Δεύτερον, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιπολιτεύεται κυρίως, και λιγότερο να προβάλλει ως επόμενη κυβέρνηση και ως ηγεμονική δύναμη στο πολιτικό πεδίο. Ο πυκνός χρόνος τον αιφνιδίασε. Δεν έχει προλάβει να αντλήσει ψυχοπνευματικές δυνάμεις από το άμορφο πλήθος των απογοητευμένων αλλά πολύτιμων ανένταχτων μονάδων που κινούνται φωτοτακτικά προς αυτόν. Ενώ ήταν τολμηρή και ορθή η διεθνοποιημένη προσέγγιση της κρίσης, οι κινήσεις του στο εσωτερικό στηρίζονται σε εννοιολογήσεις του παλαιού θνήσκοντος κόσμου: παραδοσιακές συμμαχίες με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν κανέναν, τακτικές μανούβρες διεμβόλισης, υψηλή ρητορεία, σε συνδυασμό με αμφίθυμη διγλωσσία και πολυφωνικό βόμβο σε κομβικά ζητήματα υψηλής πολιτικής.

Με τις διαδικασίες βάσης και αιμοδότησης από τη βάση να απαιτούν άλλο χρόνο από τον διατιθέμενο, αναπόφευκτα το βάρος για παραγωγή πολιτικής σύνθεσης πέφτει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την ηγεσία ενός πρώην μικρού κόμματος πολύχρωμης διαμαρτυρίας. Αρα το ερώτημα τίθεται κι έτσι: Μπορούν ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα;

Με χρονική υστέρηση ως προς τις κοινωνικές μετατοπίσεις και τους ψυχοπνευματικούς μετασχηματισμούς, ακόμη και ως προς τα εκλογικά αποτελέσματα, οι πολιτικοί οργανισμοί εισέρχονται και αυτοί σε φάση έντονων αναζητήσεων και ανασυγκρότησης. Παρά την πρωτοφανή (τείνουσα προς τη μηδενική) κρίση εμπιστοσύνης προς τα κόμματα, τις τελευταίες ημέρες είχαμε μείζονες διεργασίες σε δύο υπάρχοντα κόμματα και ανάδυση δύο νέων μορφωμάτων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού ενέγραψε περίπου 30-40 χιλιάδες νέα μέλη τριπλασιάζοντας τη βάση του, προχώρησε σε πανελλαδική ιδρυτική συνδιάσκεψη ως ενιαίο κόμμα και ετοιμάζεται ήδη για συνέδριο. Με ογκώδες εκλογικό ποσοστό και φιλοδοξία ανάληψης της εξουσίας, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εισήλθε προχθές στη δύσκολη ενηλικίωση. Οι περιλάλητες συνιστώσες αυτοδιαλύθηκαν και ενσωματώθηκαν, πλην του Αριστερού Ρεύματος· η νέα δυναμική πλέον αντλείται από την προοπτική εξουσίας και από την ανάγκη κοινωνικών-πολιτικών συμμαχιών· όχι από την άθροιση επιμέρους ιδεολογικών εμμονών και ιδιορρυθμιών. Το νέο αίμα και η ιστορική συγκυρία θα ορίσουν την πολιτική σύνθεση που θα παραχθεί από το νέο μεγάλο κόμμα: και οι δύο αυτές παράμετροι ανατρέπουν τη συμβίωση επαγγελματικών στελεχών και αριστεριστών καθαρολόγων, που συνυπήρχαν σε ένα μικρό κόμμα-λέσχη.

Το σαφώς μειοψηφικό (25%) Αριστερό Ρεύμα εκφράζει μια στατική άποψη, προσανατολισμένη προς τον καταγωγικό Περισσό και ιδεολογικές συμμαχίες. Το κυρίαρχο ρεύμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα στρέφεται προς κοινωνικές συμμαχίες και προς την ευθύνη μιας διαταξικής εθνικής συμπερίληψης· υπό τον όρο «κόσμος της εργασίας» νοούνται πλέον και τα ευρύτερα μικροαστικά στρώματα που πλήττονται από την κρίση. Εξ ου και οι πιο δυναμικές οργανώσεις είναι οι χωρικές, οι μικτής επαγγελματικής σύνθεσης οργανώσεις γειτονιάς, συνοικίας κ.λπ., οι οποίες είναι και πολύ περισσότερο παρεμβατικές επί του πεδίου, και όχι οι τυπικές κλαδικές.

Ενδιαφέρον έχει και η κινητικότητα στο χώρο των φιλελευθέρων, με αφορμή το συνέδριο της Δράσης. Παρά την περιορισμένη διείσδυση των ιδεών του πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού, και την μονομερή έμφαση στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά, γεγονός που τους προσδίδει συχνά έναν ακατέργαστο πολιτικά και αντιδημοφιλή χαρακτήρα, φαίνεται ότι και αυτός ο χώρος αντιλαμβάνεται ότι η συγκυρία επιτάσσει ριζοσπαστισμό και ανατροπές.

Τέλος, δύο αποτμήματα από τα κυβερνητικά κόμματα, ελάσσονος σημασίας: η ΡΙΚΣΣΥ του Ανδρέα Λοβέρδου, διαγραφέντος πάραυτα από το ΠΑΣΟΚ, πλασάρεται στο ασχημάτιστο κέντρο, ενόψει εξελίξεων, ενώ το Αριστερό Δίκτυο συγκεντρώνει τους ευάριθμους δυσαρεστημένους της ΔΗΜΑΡ, περισσότερο σαν αμήχανη ομάδα πίεσης στο αραιωμένο διάλυμα της παλαιάς κεντροαριστεράς.

Σε κάθε περίπτωση, ο σκληρότατος χειμώνας που έρχεται απειλητικός για το υπόλοιπο 70% του πληθυσμού, όσο δεν έχει διαβεί το κατώφλι της φτώχειας και του αποκλεισμού (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), θα φέρει και σοβαρές πολιτικές διεργασίες ― συστοιχισμένες εν μέρει με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς.

Οι Ελληνες ανταποκρίθηκαν στην ιστορική πρόκληση για δεύτερη φορά. Και κατηύθυναν την ψήφο τους πάλι προς αντιμνημονιακή κατεύθυνση, κατά πλειοψηφία. Ταυτόχρονα, εισακούοντας τα εκβιαστικά, ενίοτε τρομοκρατικά, διλήμματα, διέσπειραν την ψήφο τους με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να προκύψει μια κυβέρνηση συνασπισμού ανεκτή από τον ξένο παράγοντα, δηλαδή τους πιστωτές που κρατάνε ακόμη ανοιχτή τη γραμμή πίστωσης. Η πληγωμένη Νέα Δημοκρατία και το μικρό ΠΑΣΟΚ μπορούν πλέον να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Ωστόσο, η αιτία που προκάλεσε τη φθορά τους, το Μνημόνιο, εξακολουθεί να υπάρχει, επώδυνο και καυτό, και αυτό ακριβώς καλούνται να διαχειριστούν. Με μια κρίσιμη μετατόπιση τώρα: προεκλογικά, και υπό την πίεση της προηγούμενης λαϊκής ετυμηγορίας, υποσχέθηκαν ότι θα επαναδιαπραγματευτούν το Μνημόνιο. Αυτή η υπόσχεση θα συνοδεύει τη νέα κυβέρνηση στη συνάντησή της με την τρόικα. Αρα, η βιωσιμότητα της νέας κυβέρνησης θα εξαρτηθεί από τη βούληση της τρόικας, κυρίως από το αν θελήσει το Βερολίνο να χαλαρώσει τα σκληρά μέρα λιτότητας, χρονικά και ποσοτικά. Κατ’ επέκτασιν, από τη χαλάρωση του Μνημονίου, δηλαδή από την αποτροπή της κατάρρευσης και την άμεση ανακούφιση των ανέργων και κατεστραμμένων, εξαρτάται εφεξής το πολιτικό τοπίο. Εξαρτώνται η ηγεσία και η συνοχή της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, εξαρτάται το μέγεθος ή και η ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ, στο μέτρο που θα στηρίξει φιλομνημονιακά μέτρα, εξαρτάται η μεγέθυνση ή συρρίκνωση των Ανεξάρτητων Ελλήνων και των νεοναζί. Το ΚΚΕ, αρνούμενο να μολυνθεί από την Ιστορία, ήδη συνετρίβη. Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ελληνικό και ευρωπαϊκό φαινόμενο: άδραξε τη συγκυρία, εξέφρασε μαζικά την αντιμνημονιακή ορμή, λύγισε και ωρίμασε από την ευθύνη, πολλαπλασίασε το ποσοστό του, είναι ο νικητής, παρότι ή ακριβώς επειδή μένει δεύτερος.

Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα προκαλέσει σπασμούς στα χρηματιστήρια τη Δευτέρα, αλλά οι αγορές δεν θα ξεδιψάσουν· άλλωστε το θήραμα πια είναι η Ισπανία, κατόπιν η Ιταλία κ.ο.κ. Μένει να δούμε την πολιτική αντίδραση των Βρυξελλών, του Βερολίνου, του Παρισιού, του ΔΝΤ. Μένει να δούμε την εξέλιξη της κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο. Μένει να δούμε αν η Ευρώπη έχει την ιστορική διορατικότητα και το σθένος να αναπροσδιορίσει τους στόχους της και να επιπλεύσει στον 21ο αιώνα.

Η αγωνία των Ελλήνων πολιτών θα συνεχιστεί, παρότι τα ΑΤΜ και τα σούπερ μάρκετ δεν θα αδειάσουν και οι κανονιοφόροι δεν θα εμφανιστούν. Τίποτε δεν έχει τελειώσει.

17.06.2012

Τον Δεκέμβριο του 2010, όταν οποιαδήποτε συζήτηση περί κουρέματος του χρέους αντιμετωπιζόταν περίπου ως προδοσία, παρότι το PSI Plus μαζί με το Μνημόνιο ΙΙ ήταν μερικούς μόνο μήνες μακριά, διαπιστώνοντας τους κινδύνους από τις λυσσώδεις μάχες για κατάργηση της τότε αντιπολίτευσης, γράφαμε:

«Η ελληνική κοινωνία πάσχει, εκτός των άλλων, από ακινησία των ελίτ, οι οποίες ράθυμες και αυτάρεσκες αυτοαναπαράγονται σε κλειστό κύκλωμα και παράγουν παρακμή. Η κρίση και η αντιπολίτευση στις ελίτ που παράγουν/διαχειρίζονται την κρίση, μπορούν να ανανεώσουν τις ελίτ, και να αναδιατάξουν τις δυνάμεις προς όφελος των μεγάλων μαζών που βρίσκονται εκτός εξουσίας.
»Εδώ ας θυμηθούμε τον περίφημο πολιτικό στοχαστή Τζέιμς Μπέρναμ: “Η ύπαρξη αντιπολίτευσης συνεπάγεται την ύπαρξη ρήγματος στην άρχουσα τάξη. Εν μέρει ο αγώνας που διεξάγεται μεταξύ των τμημάτων της άρχουσας τάξης είναι εσωτερικός. Ελιγμοί και ίντριγκες συμβαίνουν διαρκώς στην πορεία της συνεχούς θεσιθηρίας. Ομως όταν η αντιπολίτευση είναι δημόσια, αυτό σημαίνει ότι οι συγκρούσεις δεν μπορούν να λυθούν μόνο με εσωτερικές αλλαγές στην υπάρχουσα ελίτ.”»

Το κυρίαρχο αφήγημα (μάλλον: κυρίαρχη δοξασία) τότε ήταν μια κυβέρνηση προθύμων για εθνική σωτηρία με εργαλείο τη μόνη λύση, δηλαδή το Μνημόνιο. Πράγματι μια τέτοια κυβέρνηση συγκροτήθηκε τον Νοέμβριο του 2011, καρατομώντας τον Γ. Παπανδρέου και ρυμουλκώντας τον απρόθυμο Α. Σαμαρά και τον πρόθυμο Γ. Καρατζαφέρη. Ετσι όμως, όχι μόνο εξουδετερώθηκε η μείζων αντιπολίτευση, αλλά ισοπεδώθηκαν και όλα τα αναχώματα: αφενός, προς τον ακροδεξιό αντισυστημισμό με ναζιστικό πρόσημο, που ήδη είχε ξεμυτίσει στις δημοτικές εκλογές, αλλά και προς το λαϊκιστικό κύμα που φούσκωνε στις πλατείες των αγανακτισμένων. Προφανώς το πολιτικό σύστημα σε εκείνη τη φάση, δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στην ασφυκτική, άφρονα πίεση του ξένου παράγοντα. Κι επίσης δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει τη δυναμική των αγανακτισμένων: πώς αυτή η οργή θα εκφραζόταν στο πολιτικό πεδίο.

Το αποτέλεσμα της τύφλωσης το είδαμε στην κάλπη της 6ης Μαΐου: Οι συγκρούσεις δεν μπόρεσαν να αφομοιωθούν μόνο με εσωτερικές αλλαγές στις κυβερνώσες ελίτ. Τα κόμματα του Μνημονίου σαρώθηκαν· μαζί τους θρυμματίστηκε το θεμέλιο σχήμα κυβέρνηση-αντιπολίτευση όπως εκφραζόταν από τα πρώην μεγάλα κόμματα. Το κενό της δομικής αντιπολίτευσης κατέλαβε ορμητικά ο ΣΥΡΙΖΑ καταρχάς, ακολουθούμενος από τους Ανεξάρτητους Ελληνες, το ΚΚΕ και τη Χρυσή Αυγή. Εξ αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις ριζοσπαστικές-ρεφορμιστικές του εξαγγελίες, μπορεί να θεωρηθεί το πιο συστημικό, ορθολογικό και φιλοευρωπαϊκό κόμμα, αυτό που ένεκα και της εκλογικής του επίδοσης, θα πρωταγωνιστήσει, ως μείζων αντιπολίτευση ή και ως (συν)κυβερνώσα δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, άρα, ο ΣΥΡΙΖΑ αφενός πληροί το δομικό ρήγμα, που κατέλειπε η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, αφετέρου λειτουργεί πλέον ως καταλύτης για αναδιάταξη και ανανέωση των ελίτ· έτι περαιτέρω, προσφέρει μια δυνατότητα για λυσιτελέστερη, με πολιτικά ειρηνικά μέσα, έκφραση των μαζών που αισθάνονται αποκλεισμένες και απειλούμενες. Στις 17 Ιουνίου θα δούμε πώς θα κρυσταλλωθούν περαιτέρω οι αναδιατάξεις.

Οι εκλογές της 6ης Μαϊου διεξάχθηκαν διλημματικά: υπέρ ή κατά του Μνημονίου. Υπέρ του Μνημονίου ετίθεντο αναγκαστικά το ΠΑΣΟΚ που το εισήγαγε και το επέβαλε ως μόνη εναλλακτική λύση έναντι της πτώχευσης, και η Νέα Δημοκρατία που μετεστράφη και ακολούθησε μετά τον Οκτώβριο του 2011. Υπέρ ετέθησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και κάποια μικρότερα κόμματα. Εναντίον του Μνημονίου ετέθησαν όλα τα άλλα κόμματα, αριστερά και δεξιά· και σχηματισμοί που προέκυψαν εξ αποσχίσεως από τα μεγάλα μνημονιακά κόμματα.

Το εκλογικό αποτέλεσμα έδειξε ότι το αντιμνημονιακό ρεύμα κατίσχυσε. Ωστόσο η διασπορά των ψήφων και ο παράλογος εκλογικός νόμος δεν επέτρεψαν τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνασπισμού, υπέρ ή κατά του Μνημονίου. Παρότι άκαρπη, όμως, η διαδικασία των διαβουλεύσεων έδειξε ότι το «μνημονιακό» μέτωπο έχει διαρραγεί: ουδείς τώρα υπερασπίζεται το Μνημόνιο ως έχει, αδιαπραγμάτευτο, ακόμη και όσοι το υπερψήφισαν πριν από λίγες εβδομάδες. Τώρα όλοι συμφωνούν ότι τα βάρη του είναι αβάσταχτα και ότι η χώρα βρίσκεται στο χείλος ανθρωπιστικής κρίσης· πρώτος ο κ. Βενιζέλος, αρχιτέκτων του Μνημονίου 2, το αναγνωρίζει. Αρα όλοι συμφωνούν ότι απαιτείται επανεξέταση ή αναδιαπραγμάτευση ή απαγκίστρωση ή πάγωμα ή ακύρωση. Ολοι συμφωνούν τώρα ότι το Μνημόνιο, με τη δομή, τον τρόπο και την ένταση που εφαρμόστηκε, έφερνε καταστροφή μάλλον ή θεραπεία. Αρα το δίλημμα υπέρ ή κατά του Μνημονίου έχει καταπέσει εν τοις πράγμασι, πολλώ μάλλον που και από τα ευρωπαϊκά κέντρα αρχίζει να πνέει δειλά άνεμος χαλάρωσης.

Εντούτοις, καθώς βαδίζουμε προς επαναληπτικές, απολύτως κρίσιμες, εκλογές, αναδύεται νέο δίλημμα: Υπέρ ή κατά της Ευρώπης; Ηδη στη δημόσια ρητορική διαμορφώνονται αδρά δύο πόλοι, ο φιλοευρωπαϊκός και αντιευρωπαϊκός. Τυπικά, σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους, αντιευρωπαϊστές μπορούν να θεωρηθούν μόνο το ΚΚΕ και οι νεοναζί, και φυσικά όχι με τους ίδιους όρους· το ΚΚΕ ακολουθεί μια πολιτική λογική, οι άλλοι απλώς κρώζουν ανορθολογικά. Ολοι οι άλλοι σχηματισμοί εντάσσουν εαυτούς πολιτισμικά και ιστορικά σε μια ευρωπαϊκή προοπτική, με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση, με περισσότερο ή λιγότερο φορμαλισμό. Ευλόγως. Η Ελλάδα είναι Ευρώπη, και η σχέση είναι αμφίδρομη. Η Ελλάδα προϋποθέτει την Ευρώπη κατά την πολιτιστική της γενεαλογία· και η Ευρώπη εμφυσά στην Ελλάδα μια νεοκλασικιστική-ρομαντική ταυτότητα κατά τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους.

Αλλά ακόμη κι αν βρίσκουμε τους ιστορικούς δεσμούς μη επαρκείς, τότε πρέπει να δούμε τους γεωπολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς της μεταπολεμικής περιόδου, και ιδίως της πρόσφατης 30ετίας της ΕΟΚ και της ΕΕ. Η αποβολή της ασθενούς Ελλάδας από την νομισματική ένωση δεν θα έχει μόνο οικονομικό κόστος, αλλά και πολιτικό και γεωπολιτικό. Η αποσυνάγωγος Ελλάδα θα πληρώσει ασφαλώς μέγα κόστος σε ενδεχόμενη ρήξη σχέσεων, ακούσια ή εκούσια. Αλλά κόστος θα πληρώσει και η Ευρώπη, πολιτικό στο σύνολό της, σαν πολιτική ένωση, και οικονομικό σε μεμονωμένες χώρες. Το διαζύγιο δεν συμφέρει κανέναν. Αυτό το αναγνωρίζουν πλέον όλοι, εντός και εκτός συνόρων, πλην ίσως της νυν κυβερνώσας ομάδας στη Γερμανία.

Το δίλημμα άρα υπέρ ή κατά της Ευρώπης, υπέρ ή κατά του ευρώ, που αναμένεται να χρησιμοποιηθεί προεκλογικά, είναι εν πολλοίς κατασκευασμένο και άνευ ουσίας, όπως τα περισσότερα διλήμματα. Η πολιτική είναι δυναμική ρευστών, είναι διαχείριση του πραγματικού, είναι τέχνη του εφικτού· ταυτοχρόνως είναι ιστορία εν τω γεννάσθαι, ποτέ στατική και δεδομένη. Οι αφηγήσεις των πολιτικών κομμάτων από αλλού ξεκινούν και αλλού φτάνουν: το ΠΑΣΟΚ εκραύγαζε εναντίον του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ· η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή έθεσε τη χώρα εκτός ΝΑΤΟ. Κατά τον ίδιο τρόπο, η πέραν του ΚΚΕ αριστερά πορεύτηκε πάντα φιλοευρωπαϊκά, ασκώντας κριτική στις άκαμπτες νεοφιλεύθερες δοξασίες των Βρυξελών, αλλά φτάνοντας να υπερψηφίσει ακόμη και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Το πρόβλημα της συγκεκριμένης αριστεράς είναι ότι είχε υποτιμήσει το ρόλο του έθνους-κράτους και ενός μοντέρνου πατριωτισμού σαν δυνάμει πυλώνες μιας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας δημοκρατικών ισότιμων κρατών. Αυτό το ανακαλύπτουν διανοούμενοι και πολιτικοί εδώ και σε άλλα κράτη-μέλη, τώρα που η μεγάλη ενιαία Γερμανία και η νομισματική ορθοδοξία δοκιμάζουν τις αντοχές των λαών και των δημοκρατιών. Το δίλημμα άρα δεν είναι μέσα ή έξω απ’ την Ευρώπη, αλλά ν’ αλλάξει η Ελλάδα και ν’ αλλάξει η Ευρώπη. Για την Ελλάδα είναι κατεπείγον.

Ζωγραφική: Στέλιος Φαϊτάκης, 2009.

Οσοι ταξίδεψαν στα νησιά τους για να ψηφίσουν προχθές, υποδέχτηκαν το καλοκαίρι με αρχαίες τελετουργίες: μύρισαν μαγιάτικα ρόδα και κολύμπησαν σε διάφανα νερά. Ελλάδα και Μάης μαζί, έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ το 1932 μαγεμένη: «Είναι τρέλα να χάνει κανείς τα καλύτερά του χρόνια πασχίζοντας να πλουτίσει, όταν υπάρχει αυτή η άγρια αλλά πολιτισμένη και πανέμορφη χώρα όπου μπορείς να ζήσεις.»

Ογδόντα χρόνια αργότερα, η ιστορία έστηνε το μεγάλο της παιχνίδι στην Ελλάδα, με τη δική του άγρια ομορφιά, που έκοψε την ανάσα στους Ελληνες και προκάλεσε διανοητικά τους εκατοντάδες αναταποκριτές απ’ όλο τον κόσμο. Τεμαχισμός του κοινοβουλευτικού σώματος, έτσι ώστε κανείς συνδυασμός δυνάμεων να μη συνθέτει κυβέρνηση. Κατάρρευση των κυβερνητικών κομμάτων μιας 38ετίας. Δεύτερο κόμμα, εντολοδόχος για σχηματισμό κυβέρνησης, η ριζοσπαστική αριστερά, ενώ αποπειράται να μεταμορφωθεί σε ηγεμονική παράταξη. Είκοσι ένας βουλευτές για ένα αντικοινοβουλευτικό μόρφωμα που εξαπολύει ναζιστικούς κρωγμούς μίσους και βίας. Και τα λοιπά.

Η ιστορία είχε αρχίσει τις επισκέψεις της από το 2008. Και θα παραμείνει εδώ, άγνωστο πόσο. Ωστόσο μόλις τώρα αρχίζουμε να συλλαμβάνουμε τους κύκλους και τα σχήματά της. Οτι, ας πούμε, δεν κλείνει απλώς ο κύκλος της μεταπολίτευσης, αλλά ο κύκλος του μεταπολέμου, αυτός που αρχίζει με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και την πολιτικοστρατιωτική ήττα της αριστεράς και περνά διαδοχικά απ’ την ανοικοδόμηση, τη δικτατορία, την κυπριακή απώλεια, την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έως το λυκόφως της πρώτης παγκοσμιοποίησης.

Η Ελλάδα πρωταγωνίστησε ως εργαστήριο μέλλοντος, στην αρχή του κύκλου, το 1944-49· πρωταγωνιστεί και τώρα ως εργαστήριο ευρωπαϊκού μέλλοντος, στην αρχή ενός νέου κύκλου. Κι άλλη διεθνής πρωτιά: η ανάδυση του ευρωαριστερού ΣΥΡΙΖΑ στις παρυφές της εξουσίας με ειρηνικά μέσα. Τέτοια κίνηση έχει σημειωθεί μεταπολεμικά στην Ευρώπη άπαξ μόνο, από το ευρωκομμουνιστικό PCI του Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία του ’70. Το PCI μεταμορφώθηκε, χάθηκε μαζί με όλο το ιταλικό μεταπολεμικό σύστημα.

Σήμερα ο κόσμος είναι διαφορετικός. Εντούτοις η προσέγγιση της εξουσίας από την αριστερά είναι παρόμοια με του PCI. Αίτημα δεν είναι η βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού, όσο μια λυσιτελής υπεράσπιση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου και των δημοκρατικών κατακτήσεων της νεωτερικότητας. Η οικονομική κρίση που ενδημεί από το 2008 έδειξε φθαρμένους τους πολιτικούς αρμούς της αντιπρόσωπευσης και απροστάτευτο τον κόσμο της εργασίας. Ωστε το νέο στοίχημα της ζώσας αριστεράς και νέα απαίτηση και προσδοκία των λαών δεν είναι μια ανεύρετη ουτοπία, αλλά η υπεράσπιση του ζωτικού δημόσιου χώρου και η επινόηση ενός άλλου μοντέλου ανάπτυξης, βιώσιμου, μη σωρευτικού, εμπνεόμενου από αξίες ενός ήπιου βίου.

Αυτό το μεγάλο ιστορικό παίγνιο, πνευματικό, πολιτικό, κοινωνικό, παραγωγικό, διαδραματίζεται τούτες τις ώρες του πόνου και της δημιουργικής αγωνίας στην Ελλάδα, κοιτίδα της δημοκρατίας, του λόγου και του νείκους. Ο άγγελος της ιστορίας φτερουγίζει μες στον Μάη ― ας ελπίσουμε χωρίς ερείπια.

ζωγραφική: Jean-François Millet, Angelus Domini

Η εντυπωσιακή αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη αποτυπώνει τον σπασμό ενός κοινωνικού σώματος πληγωμένου και έμφοβου που μετασχηματίζεται βίαια. Οι εκλογές διεξάχθηκαν σε φόντο οικονομικής και και κοινωνικής καταστροφής: 21% άνεργοι, ένας στους δύο νέους άνεργος, 18% του ΑΕΠ χαμένο από την αρχή της κρίσης. Η αριθμητική είναι απλή: πόσες ψήφοι απελευθερωμένες ή απεγνωσμένες αντιστοιχούν στο 1,1 εκατομμύριο των καταγεγραμμένων ανέργων; Είναι ακριβώς οι ψήφοι που συνέτριψαν τον κυρίαρχο δικομματισμό της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ψήφοι που κατευθύνθηκαν στην Αριστερά πρωτίστως, αλλά και στον νεοπαγή ποπουλισμό της Πάνω Πλατείας και στους μελανοχίτωνες νεοναζί, μια άγρια συμμορία που διεκδικεί τώρα από τη Δημοκρατία βουλευτική ασυλία.

Το Βερολίνο και οι Βρυξελλες μετέτρεψαν απερίσκεπτα την Ελλάδα σε πεδίο πειραματισμών για την εφαρμογή συνταγών εσωτερικής υποτίμησης προς αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και των ασυμμετριών της ευρωζώνης. Πίεσαν αφόρητα τα ελληνικά αστικά κόμματα· πρώτα, το ΠΑΣΟΚ, που υπέκυψε αμαχητί, και, μετά την καθαίρεση του Γ. Παπανδρέου, τη ΝΔ. Η κατάληξη ήταν η καταστροφή τους. Ο λαός, σοκαρισμένος από μια διετή πληβειοποίηση χωρίς καν υπόσχεση ανάσχεσης, βγήκε στους δρόμους πολλές φορές και αποσύρθηκε ηττημένος― εντέλει αντέδρασε με το τελευταίο όπλο του: διέσπειρε την ψήφο του σε πολλά μικρά μερίδια, τιμωρώντας κυρίως τον δικομματισμό, τον ίδιο που τόσα χρόνια ψήφιζε από ιδιοτέλεια και αδράνεια.

Ο μεγάλος νικητής είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι αξιωματική αντιπολίτευση υπερτριπλασιάζοντας το ποσοστό του και υπερσκελίζοντας το ΠΑΣΟΚ. Η εκλογική του επίδοση ίσως αποτελέσει τη μήτρα για μια νέα αριστερόστροφη παράταξη, η οποία θα καταλάβει τον χώρο που καταλείπει το συστημικό ΠΑΣΟΚ. Στο κλείσιμο ενός νέου ιστορικού κύκλου, που αρχίζει το 1944-45, η αριστερά αποσπάται από τη συνθήκη της ήττας και του κομπάρσου και διεκδικεί θέση στην κεντρική σκηνή. Η ευθύνη είναι βαριά ασφαλώς και ενώπιον εθνικού ακροατηρίου ο λόγος και η πράξη του θα στρογγυλέψουν και θα αποκτήσουν βάρος.

Η εκλογική αποτύπωση της 6ης Μαΐου αποτελεί το πρελούδιο ενός μείζονος κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού, στην Ελλάδα οπωσδήποτε, αλλά και στην Ευρώπη, που παρακολουθεί με προσοχή τα συμβαίνοντα στο μελλοντολογικό εργαστήριο του Νότου. Η Ελλάδα προβάρει την Ιστορία του 21ου αιώνα.

Η κρίση χρέους και τα συνακόλουθα Μνημόνια προκάλεσαν σοκ στην κοινωνία και ακολούθως αποδόμησαν το πολιτικό σύστημα. Τα μεγάλα αστικά κόμματα που εδέσποσαν στην Γ΄Δημοκρατία, που ουσιαστικά όρισαν και μορφοποίησαν όλη την πολιτεία κατά τις βουλήσεις τους, βγαίνουν βαριά πληγωμένα από την αναμέτρησή τους με την κρίση. Ευλόγως: και οι δύο σχηματισμοί φάνηκαν ανέτοιμοι να απαντήσουν πειστικά ή, έστω, λειτουργικά στα αμείλικτα ερωτήματα που έθεταν ταυτοχρόνως η διεθνής κρίση, η ασύμμετρη αρχιτεκτονική του ευρώ και οι δομικές ασθένειες του ελληνικού κράτους και της εγχώριας πραγωγικής δομής.

Ποιος καταλαμβάνει το πολιτικό-λειτουργικό κενό που καταλείπει ο παραδοσιακός δικομματισμός; Καθώς η μέση λυγίζει έως ρήξεως, θα υπέθετε κανείς ότι τα άκρα θα συμπλήρωναν το κενό. Αυτό συμβαίνει εν μέρει, αλλά μόνο ποσοτικά και μόνο προσωρινά. Στην πραγματικότητα, κανένα από τα μικρότερα, «αντιμνημονιακά» κόμματα δεν μπορεί να διεκδικήσει ηγεμονικό ρόλο για το μέλλον. Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε με αξιώσεις ηγεμονίας και κυβερνητική ρητορική· κι αυτός το έπραξε τις τελευταίες εβδομάδες, ωθούμενος και από τις δημοσκοπικές καταγραφές. Η ηγεμονική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει βαρύνουσα σημασία, αφενός, διότι για πρώτη φορά, από την εποχή της Βάρκιζας και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, η Αριστερά αποκολλάται από την εσωτερικευμένη ήττα και την κλαψιάρικη διαμαρτυρία, αποκολλάται δηλαδή από το πεδίο του κομπάρσου ή του τρίτου ρόλου και αυτοπροτείνεται ως πόλος εξουσίας.

Κατά τη γνώμη μας, δεν είναι σε θέση να κυβερνήσει, στην παρούσα φάση τουλάχιστον. Δεν διαθέτει το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό και το διανοητικό-πολιτικό απόθεμα· ο λόγος του είναι μερικός και ρηχός, καίτοι αιχμηρός, δεν διαπερνά το εθνικό ακροατήριο σε ικανή έκταση και βάθος. Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να συλλαμβάνει πρώτος τη ραγδαία μεταβαλλόμενη συγκυρία και να προσαρμόζει τη ρητορική του αναλόγως, μεταμορφωνόμενος από πολύχρωμο μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα που προσπαθεί να προσελκύσει το πιο δυναμικό και φιλοευρωπαϊκό-ανοιχτό τμήμα της πολυάριθμης πλην πολυδιασπασμένης ευρείας αριστεράς-κεντροαριστεράς. Κατά κάποιο τρόπο, δεν απευθύνεται πια μόνο στην αριστερή πελατεία του, αλλά σε όλο το αντιμνημονιακό πλήθος. Επιπλέον επέδειξε σε αυτό το φοβισμένο πλήθος τις ενεργούς συμμαχίες του με τα αριστερά κόμματα της Ευρώπης, μια επίδειξη δύναμης και διεθνών ερεισμάτων, και επικουρούμενος από την επιτυχία του Μελανσόν στη Γαλλία, υιοθέτησε το σύνθημα “μήνυμα στην Ευρώπη”.

Μόνο οι Οικολόγοι-Πράσινοι έχουν να επιδείξουν ανάλογο ευρωπαϊκό προσανατολισμό και λειτουργική σύνδεση με Ευρωπαίους ομολόγους, εκ των οποίων μάλιστα οι Γερμανοί έχουν πλούσια κυβερνητική πείρα. Οι Ο.Π. αφυπνίστηκαν αργά, αλλά φάνηκαν αρκετά πραγματιστές, με δουλεμένο πρόγραμμα, έτοιμοι για συνεργασίες βάσει θέσεων.

Αυτό το ρεφλέξ και αυτή την πραγματιστική προσαρμογή δεν την επέδειξαν οι όμοροι σχηματισμοί, ΔΗΜΑΡ και ΚΚΕ. Η μεν ΔΗΜΑΡ συμπεριφέρθηκε αμήχανα και χωρίς συνοχή λόγου, σαν χώρος ευκαιριακής συγκόλλησης ετερόκλιτων προσώπων, σαν χώρος τράνζιτο εν όψει εξελίξεων. Μόνο συνεκτικό στοιχείο απέμεινε η μετριοπαθής μορφή του Φώτη Κουβέλη. Η σφοδρότης των μετεκλογικών ερωτημάτων θα δοκιμάσει την αντοχή της ΔΗΜΑΡ, αλλά και το αριστερό-σοσιαλδημοκρατικό της πρόσημο.

Το πιο εντυπωσιακό φαινόμενο όμως της προεκλογικής περιόδου είναι η βίαιη άρνηση της πραγματικότητας από το ΚΚΕ. Περιχαρακωμένο, αγοραφοβικό, σταλινικό απολίθωμα στον 21ο αιώνα ― όλα αυτά τα ξέραμε. Το νέο στοιχείο είναι η φυγή ολοταχώς προς τα έσω, η βίαιη απόρριψη του πραγματικού, η απόδραση από τα ερωτήματα του επίγειου κόσμου εν ονόματι μιας απροσδιόριστης επανάστασης, μιας Αποκάλυψης. Στο λόγο του ΚΚΕ η τοποθέτηση επί του πραγματικού βαφτίζεται «στρούγκα»· αντηχώντας έτσι τη βαθιά εσωτερίκευση της παλαιάς ήττας, των διασπάσεων, της διάψευσης από την ιστορία· έτσι, εγκυστώνεται στο παρελθόν, δεν αντέχει το παρόν και δεν σκέφτεται καν το μέλλον, παρά μόνο ως εσχατιά του χρόνου.

Τις τελευταίες μέρες ο λόγος του ΚΚΕ θύμιζε λόγο ζηλωτών της Μονής Εσφιγμένου ή Μαρτύρων του Ιεχωβά, λόγο σαλού προφήτη που προφητεύει χαιρέκακα στα πληβειακά πλήθη την καταστροφή τους και την επιδιώκει για να επαληθευτεί. Η στάση του ΚΚΕ θα χαρακτηριζόταν φιλοσοφικά ως σολιψισμός, αν δεν εμπεριείχε την ιδιοτέλεια της ηγεσίας του και τη υποκρυπτόμενη μοχθηρία προς τις δοκιμαζόμενες μάζες, προς τα άτακτα, ανυπάκουα, αλλόπιστα κοινωνικά υποκείμενα.

Η συντομότατη προεκλογική περίοδος έδειξε ήδη τεταμένες τις ραφές του πολιτικού συστήματος, στην αρχή της ρήξης.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.818 hits