You are currently browsing the tag archive for the ‘σύγκλιση’ tag.

H συνεδρίαση της Βουλής, το βράδυ της περασμένης Τρίτης, και η ευτυχής της κατάληξη της την επόμενη μέρα, αποτελούν το πιο ενθαρρυντικό σημείο για την υγεία της δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια. Σε αυτές τις συνεδριάσεις οι βουλευτές όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, πλην Χρυσής Αυγής, μαζί με βουλευτές του συγκυβερνώντος ΠΑΣΟΚ εργάστηκαν με ζήλο και ευρηματικότητα για να προτείνουν στον υπουργό Δικαιοσύνης μια νομοθετική λύση που θα διατηρούσε στη ζωή τον απεργό πείνας Νίκο Ρωμανό, και ταυτόχρονα θα διατηρούσε αλώβητα το κύρος και τη λειτουργικότητα του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά και της δημοκρατίας και των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων.

Η αλήθεια είναι ότι και άλλοι πολιτειακοί παράγοντες κινητοποιήθηκαν εκτάκτως και έριξαν το βάρος τους για εξεύρεση λύσης. Ωστόσο, σε επίπεδο κοινοβουλίου δεν θυμόμαστε στο πρόσφατο παρελθόν τέτοια αποτελεσματικότητα και σύγκλιση. Συνηθίζεται να λέγεται ότι οι βουλευτές ομοφωνούν διακομματικά μόνο όταν πρόκειται για τις αμοιβές και τα προνόμιά τους. Με την πράξη τους αυτή έσωσαν την τιμή του κοινοβουλευτισμού.

Και όχι μόνον: έδειξαν εμπράκτως ότι σε κρίσιμα ζητήματα μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος ― αυτό είναι το ιστορικής σημασίας μήνυμα. Εδειξαν, καταρχάς, ότι μπορούν να συμφωνήσουν ότι υπάρχει πρόβλημα, και επιθυμούν να το ορίσουν. Κατόπιν, έδειξαν ότι μπορούν να συμφωνήσουν ότι πρέπει να βρεθεί λύση· κάποια λύση, όχι η λύση του ενός ή του άλλου, αλλά μια συνισταμένη ή οποιαδήποτε γίνεται αποδεκτή και επιλύει ικανοποιητικά το πρόβλημα. Τέλος, απέδειξαν ότι οι νομοθέτες μπορούν να είναι ταχείς και αποτελεσματικοί, με βροχή εναλλακτικών προτάσεων, με ειλικρινή διάθεση για αμοιβαίες υποχωρήσεις, χωρίς κανείς να μειώνεται πολιτικά, αλλά και με τελικό εξαγόμενο που προάγει το Δίκαιο και την Πολιτική.

Αυτή την ικανότητα σύγκλισης, δημοκρατικής σύνθεσης και αποφασιστικότητας, ενώπιον μιας έκτακτης ανάγκης, όπως εκδηλώθηκε στις 9-10 Δεκεμβρίου 2014, ας τη θυμόμαστε. Θα χρειαστεί.

bergedorf

Το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008, η ακολουθήσασα κρίση της ευρωζώνης και η κρίση στην Ουκρανία μάς αναγκάζουν να σκεφτόμαστε την πολιτική όχι μόνο με όρους τρέχουσας διαχείρισης αλλά με όρους ιστορίας, όρους γεωγραφίας, όρους επιβίωσης μεγάλων συνόλων. Στην Ελλάδα του 2010-14 αυτή η εμπειρία βιώνεται βαθιά και επώδυνα· αλλά δεν είναι μόνη: όλη η Ευρώπη σκέφτεται την κρίση, σκέφτεται τον εαυτό της ως κρίση, αν και με διαφορετική ένταση η κάθε χώρα.

Είχαμε την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε αυτή την εικόνα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διήμερη συζήτηση μεταξύ ειδικών, που οργάνωσε στην Αθήνα το γερμανικό Ιδρυμα Koerber, στο πλαίσιο των διαλόγων Bergedorf ― ο αθηναϊκός ήταν ο 155ος. Πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, αναλυτές think tanks, δημοσιογράφοι συνομίλησαν για το πώς η Ευρώπη θα αναδυθεί από την κρίση. Παρά την εντυπωσιακή απουσία Γάλλων, Ιταλών, Ισπανών, Πορτογάλων, δηλαδή όλης της «λατινικής» και μεσογειακής Ευρώπης, και την ετεροβαρή παρουσία των Βορείων, προερχομένων κυρίως από Βερολίνο, Βρυξέλες και Λονδίνο, οι προσεγγίσεις ποικίλαν: η αγγλοσαξωνική σκέψη για τη δομή και τα προβλήματα της ευρωζώνης παραμένει αισθητά διάφορη της γερμανικής· η Γερμανία κατηγορείται ότι εξάγει αποπληθωρισμό στην Ευρώπη. Διαφορετικές είναι επίσης οι προσεγγίσεις στις γεωπολιτικές επιδιώξεις και τη διπλωματική δράση της Ε.Ε.

Η χρηματοπιστωτική κρίση απεκάλυψε την ελλιπή αρχιτεκτονική του ευρώ, την απουσία μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων, το πολιτικό κενό σε επίπεδο ομοσπονδίας, την ασυμμετρία μεταξύ Βορρά-Νότου. Η ίδια η κρίση ωστόσο πυροδότησε τη δημιουργία μηχανισμών διάσωσης-ρύθμισης και κυρίως την έναρξη μιας τολμηρότερης συζήτησης, πέρα από τη μακάρια ορθοδοξία του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος· αίφνης, ο κεϋνσιανισμός, η δημογραφία, η ξεχασμένη αξία της πλήρους απασχόλησης, η κοινωνική δικαιοσύνη διεκδικούν μια θέση στην ατζέντα πλάι στην ανταγωνιστικότητα και την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς και της απορρύθμισης. Σε αυτή τη συζήτηση οι πολιτικοί των εθνικών κοινοβουλίων συχνά ακούνε τα νέα επιχειρήματα πιο προσεκτικά από τους ευρωκράτες, ίσως διότι ακούνε μέσα τους τις φωνές του εκλογικού σώματος. Είναι ενδεικτική πάντως η ασκούμενη κριτική για την παραμέληση ή τη διάψευση των ιδρυτικών αρχών της Ε.Ε. ―σύγκλιση, ανάπτυξη, αλληλεγγύη― και τη σταθερή επικράτηση των εθνικών συμφερόντων και του διακυβερνητισμού.

Η Ουκρανία, με τη σειρά της, κατέδειξε το κενό διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., αλλά και την απουσία ενιαίων στρατηγικών στόχων σε βάθος χρόνου· την στιγμή της κρίσης επικρατούν τα εθνικά συμφέροντα και οι ασυνέχειες. Στο ερώτημα ποια πρόσωπα και ποιοι θεσμοί της Ε.Ε. μπορούν να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο, οι απαντήσεις είναι πολύ δύσκολες, περισσεύουν οι υπεκφυγές. Οι πολιτικοί είναι σαφώς πιο επιφυλακτικοί και προσεκτικοί από τους αναλυτές, οι Γερμανοί μάλιστα φαίνονται απρόθυμοι να αναλάβουν ηγεμονικό ρόλο, ιδιαιτέρως σε θερμές γεωπολιτικές συνθήκες, που φτάνουν στη σύγκρουση. Η αντιπαράθεση με τη Ρωσία ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής soft power.

Σύμφωνα με μια προσέγγιση, πιο επιθετική και τολμηρή, η Ε.Ε. οφείλει να στραφεί προς Ανατολάς, που «ζητάει» Ευρώπη, και να βάλει σε δεύτερη μοίρα τον Νότο, που είναι ευρωσκεπτικιστικός· να διευρύνει τη σχέση της με την Τουρκία, λόγω στρατηγικής σημασίας· να εμβαθύνει την διατλαντική συμμαχία, στο μέτρο που η οπλική ομπρέλα των ΗΠΑ προστατεύει την Ευρώπη. Η συγκεκριμένη προσέγγιση προτρέπει για μια σαφώς πιο ενεργητική διπλωματία και εξωτερική πολιτική. Προφανώς περιέχονται αντιφάσεις και ο αντίλογος είναι ισχυρός. Θα επανέλθουμε.

Μια δεκαετία πέρασε από τη συγγραφή του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τους κλυδωνισμούς που υπέστη. Πρώτα αφαιρέθηκε από την τελική μορφή του προοιμίου, ο σαφής ορισμός των πολιτισμικών θεμελίων της Ευρώπης: η ελληνορωμαϊκή παράδοση, ο χριστιανισμός, ο ιουδαϊσμός. Οι τρεις λόφοι δηλαδή, που ανέφερε ο πρόσφατα ο Γερμανός Πρόεδρος Γιόακιμ Γκάουκ, αντικρίζοντας την Ακρόπολη: οι λόφοι της Αθήνας, της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ.

Στη δεκαετία που πέρασε πολλά συνέβησαν. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα συρρικνώθηκε ιστορικο-ιδεολογικά, με απαλοιφή των τριών προειρηθέντων πυλώνων, ώστε να μην αποκλείονται ή προσβάλλονται άλλες δοξασίες και καταγωγές. Το μοντάζ όμως δεν ήταν ικανό για να υπερψηφιστεί το Σύνταγμα από τους Ευρωπαίους πολίτες· ο φιλόδοξος καταστατικός χάρτης ατύχησε όταν εξετέθη στην καθολική λαϊκή ψήφο, και πέρασε μόνο με τις ψήφους των πειθαρχημένων εθνικών κοινοβουλίων.

Εν τω μεταξύ συνέβη η μεγάλη κρίση του 2008, όταν η φούσκα της χρηματοπιστωτικής απληστίας εξερράγη στα χέρια των κυβερνήσεων που υμνούσαν την ελεύθερη-αυτορυθμιζόμενη αγορά, με βαρύ ή και αβάστακτο κόστος για τους ευρωπαϊκούς λαούς. Η κρίση, μεταξύ άλλων, έδειξε τα όρια αντοχής της νομισματικής ένωσης, έδειξε το κενό της ανύπαρκτης πολιτικής ένωσης, και έδειξε επίσης ότι ο φεντεραλισμός ήταν απλώς ένα κενό γράμμα, η ομοσπονδία ελευθέρων κρατών ήταν μια ξεχασμένη διακήρυξη· η κρίση ρευστότητας, η κρίση χρέους, η κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, κάθε πτυχή της κρίσης αντιμετωπίστηκε διακυβερνητικά, όχι φεντεραλιστικά, με γνώμονα τον συσχετισμό ισχύος των κρατών-μελών και όχι τις παλαιές διακηρύξεις πίστης σε κοινά ιδεώδη σύγκλισης και συνοχής. Υπό μία έννοια, η πολιτική έπαιρνε την εκδίκησή της, απέναντι σε μια κενή περιεχομένου ρητορική και σε μια τεχνοκρατική διαχείριση της εξουσίας.

Πριν από μερικές ημέρες, η Πολιτισμική Επιτροπή της Ε.Ε., αποτελούμενη από είκοσι επιφανείς Ευρωπαίους του πνεύματος και των τεχνών, παρουσίασε ένα σύντομο πλην φιλόδοξο κείμενο, τη «Νέα αφήγηση για την Ευρώπη». Η παρουσίαση έγινε στο Βερολίνο, ενώπιον του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χ. Μπαρόζο και της Γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ.

Το καλογραμμένο, καίτοι επιφανειακό, κείμενο φιλοδοξεί προφανώς να καλύψει το πνευματικό και ιδεολογικό κενό που καθίσταται όλο και εμφανέστερο στη συζήτηση περί Ευρώπης. Προσπαθεί να απαντήσει στις ανησυχίες των όλο και περισσότερων ευρωσκεπτικιστών πολιτών, να διασκεδάσει τους φόβους, να τονώσει τον καχεκτικό φεντεραλισμό έναντι του αναζωπυρωμένου εθνικισμού, και δη του ακροδεξιού. Εξ ου και οι συντάκτες του εντοπίζουν τα ιστορικά ορόσημα της μεταπολεμικής Ευρώπης, στα οποία πλάι στον μη πόλεμο και την Πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος (sic), εντάσσουν την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας· εκεί επισημαίνεται και μια υπόρρητη αντίφαση της σύγχρονης Ευρώπης: αφενός η μεσσιανική υποδοχή της ελεύθερης αγοράς, αφετέρου, η δραματική σύγκρουση της ελεύθερης αγοράς με την κοινωνική πραγματικότητα.

Οι συντάκτες της Νέας Αφήγησης δεν διστάζουν να αναφέρουν τους τρεις λόφους του Προέδρου Γκάουκ, αλλά η ρητορική τους κορυφώνεται με το διφυές όραμα «Αναγέννηση – Κοσμοπολιτισμός». Εδώ όμως διαφαίνονται οι περιορισμοί της ρητορικής τους. Οπως ευλόγως αναρώτηθηκε ο Γιώργος Πρεβελάκης, καθηγητής γεωπολιτικής στη Σορβόννη, κάθε άλλο παρά ευρωσκεπτικιστής: «Οι Αναγεννήσεις συμβαίνουν, δεν διατάσσονται άνωθεν. Ο Κοσμοπολιτισμός δεν μονοπωλείται. Τι διακρίνει τον Ευρωπαίο κοσμοπολίτη από τον Αμερικανό;» Και τον Αυστραλό και τον Βραζιλιάνο και τον Ιάπωνα κ.ά. θα προσθέταμε.

Η Νέα Αφήγηση περιέχει αδυναμίες και αντιφάσεις. Πολλές. Εντούτοις και μόνη η γέννησή της δείχνει ότι η συζήτηση για την Ευρώπη δεν μπορεί πια να εξαντλείται σε ανακύκλωση τεχνοκρατικών δοξασιών, ενώ σωρεύονται πολιτικά και κοινωνικά ερείπια. Οι πνευματικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις συγκρότησης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας παίρνουν επιτέλους τη θέση τους πλάι στους εμφανέστερα ταλαιπωρημένους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση συχνά περιγράφεται σαν μια συνομοσπονδία κυρίαρχων κρατών, με κοινό οικονομικό χώρο, ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και εμπορευμάτων, εγγυημένες ελευθερίες και δικαιώματα, και διαρκή μέριμνα για σύγκλιση και αλληλεγγύη των εταίρων. Στο δε φαντασιακό των λαών εκτός ευρωπαϊκού πυρήνα, ιδίως στους λαούς του πρώην ανατολικού μπλοκ, αυτή η συνομοσπονδία φαινόταν πολύ ελκυστική, μια ζώνη ελευθερίας και ευημερίας. Είναι όμως έτσι;

Για αρκετά χρόνια μετά το ρήγμα του 1989, η Ε.Ε. πράγματι φάνταζε παράδεισος στα μάτια των Ανατολικοευρωπαίων, οι οποίοι εγκατέλειπαν τις πατρίδες τους σε διεφθαρμένους πολτικούς και μαφίες και αναζητούσαν μεροκάματο στην όμορη Δύση. Το μεταναστευτικό ρεύμα συνεχίζεται, αλλά όχι με την ίδια ένταση, όχι με τους ίδιους προορισμούς και πάντως με τεράστια εμπόδια στα σύνορα. Διότι εν τω μεταξύ η Ε.Ε. δεν είναι πια συγκριτικός παράδεισος, οι χώρες εύκολοι προορισμοί, σαν την Ελλάδα, βρίσκονται σε δεινή οικονομική κρίση, και διότι τα σύνορα κλείνουν ακόμη και για τους πολίτες κρατών-μελών της Ε.Ε.! Συμβαίνει τώρα και αυτό στη Βρετανία: η κυβέρνηση Κάμερον δυσκολεύει την είσοδο, νομίμων κατά τα άλλα, μεταναστών από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

Οσοι φαντάζονταν μια συνομοσπονδία ισότιμων και αλληλέγγυων κρατών διαπιστώνουν τώρα ότι ουσιαστικά η Ε.Ε. είναι ένα διακρατικό μόρφωμα αναπτυσσόμενο σε επάλληλους κύκλους, στο οποίο ο σκληρός πυρήνας των ισχυρών επιβάλλει τους κανόνες του σε όλους τους άλλους. Η ισχύς και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα εξαφανίζουν τη σύγκλιση και την αλληλλεγγύη ακόμη και από τη ρητορική της Ε.Ε. Αυτό συνέβη και στην Ουκρανία: η Ε.Ε. ήθελε να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής της, χωρίς να αναλάβει το κόστος της σύγκλισης. Στην κούρσα ισχύος νίκησε η Ρωσία, η οποία ανέλαβε ουκρανικό χρέος 15 δισ. δολαρίων, πρόσφερε ακόμη φθηνότερο αέριο, και κράτησε την Ουκρανία στη δική της επιρροή.

Στην περίπτωση της Ουκρανίας βεβαίως παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, πλην του οικονομικού· παίζει ρόλο η διττή εθνοτική υπόσταση, η γεωπολιτική σημασία της χώρας για τη Ρωσία κ.ά. Ολα αυτά όμως συνιστούν τη διεθνή πολιτική, και η Ε.Ε. φαίνεται ότι εδώ δεν διαθέτει δύναμη και όραμα. Οι διαδηλωτές στο Κίεβο ονειρεύονταν προφανώς μια Ευρώπη ιδανική, έναν χώρο ελευθερίας, δημοκρατίας και ελευθερίας, που θα τους έσωζε από τα νύχια του ΔΝΤ και από τη βαριά σκιά της Ρωσίας. Τέτοια Ευρώπη όμως δεν υπάρχει. Η Ευρώπη εφαρμόζει ασμένως την πολιτική του ΔΝΤ στα κράτη της ευρωζώνης, ενώ τα φτωχά ανατολικά μέλη της δεν έχουν κάνει και πολλά βήματα προς την ευημερία.

Στην Ουκρανία η Ε.Ε. υπέστη συμβολική ήττα. Τη συμβολική ήττα πρέπει να τη δούμε σαν ένα ακόμη σύμπτωμα της πολιτικής συρρίκνωσης της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας στα όρια της γερμανικής αντίληψης περί ηγεμονίας, αφενός, και της ανεξέλεγκτης ισχύος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των μεγάλων τραπεζών, αφετέρου, ουσιαστικά εκτός λογοδοσίας και εκτός πολιτικών ρυθμίσεων.

Ας το φανταστούμε αλλιώς: στις Ηνωμένες Πολιτείες το Τέξας δυσχεραίνει την είσοδο των Καλιφορνέζων πολιτών, η Νέα Υόρκη αρνείται να συμμετάσχει στα αμερικανικά ομόλογα, ο Καναδάς παίρνει στη σφαίρα επιρροής του την Αλάσκα αναλαμβάνοντας το χρέος της. Και η Fed δεν αναλαμβάνει το ομοσπονδιακό χρέος…

berlinguer232

Πριν από λίγες ημέρες η διεθνής κοινή γνώμη θυμήθηκε πάλι πώς ο δημοκρατικός πρόεδρος Σαλβαντόρ Αλιέντε έπεφτε νεκρός, την 11 Σεπτεμβρίου 1973, από τις σφαίρες των πραξικοπηματιών του δικτάτορα Πινοτσέτ. Το μεγαλύτερο δημοκρατικό πείραμα της Λατ. Αμερικής και του κόσμου έπαιρνε τέλος, μόλις έξι μήνες μετά την εκλογική νίκη της Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε. Ο Χιλιανός ηγέτης είχε κερδίσει την κυβέρνηση ειρηνικά, κοινοβουλευτικά, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ την εξουσία.

Η ιστορική ήττα του δημοκρατικού σοσιαλισμού στη Χιλή διέψευσε τις προσδοκίες των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη για μια ειρηνική ανάληψη της εξουσίας. Ελάχιστες μέρες μετά το πραξικόπημα στη Χιλή, ο διακεκριμένος ηγέτης του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης, ο μαρκήσιος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, δημοσίευσε τρία άρθρα στην επιθεώρηση Rinascita (ελλην. μετάφραση: Ιστορικός συμβιβασμός, εκδ. Θεμέλιο), με τα οποία άλλαξε την ιστορική πορεία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και των αντίστοιχων κομμάτων στην Ευρώπη. Η στρατηγική απόληξη των άρθρων του Μπερλινγκουέρ ήταν ο περίφημος «ιστορικός συμβιβασμός» (compromesso storico): το ΙΚΚ θα ακολουθούσε μια πολιτική ευρύτατων συμμαχιών, με τους σοσιαλιστές και τους καθολικούς, για να απεμπλακεί οριστικά από τη «στρατηγική της έντασης» που προωθούσαν οι νεοαφασίστες και για να τερματίσει τον αποκλεισμό του από την εξουσία, έτσι ώστε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση για ενίσχυση και μεταρρύθμιση του δημοκρατικού κράτους. Με τα λόγια του:

«Η αντιπαράθεση και η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα που έχουν βάση μέσα στο λαό και από τα οποία σημαντικές μάζες του λαού αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται, οδηγούν στη ρήξη, στον κυριολεκτικό διχασμό της χώρας, που θα ήταν μοιραίος για τη δημοκρατία και θα παρέσυρε τα ίδια τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.

»Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, πάντα πιστεύαμε -και σήμερα η εμπειρία της Χιλής μάς ενισχύει αυτή την πεποίθηση- πως ή ενότητα των κομμάτων των εργαζόμενων και των δυνάμεων της αριστεράς δεν αρκεί για την εγγύηση της προστασίας και της προόδου της δημοκρατίας, όταν βρεθούν αντιμέτωπες με ένα άλλο συνασπισμό κομμάτων, που εκτείνεται από το κέντρο μέχρι την άκρα δεξιά.

»[…] Θα ήταν εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς, ακόμα κι αν τα κόμματα και οι δυνάμεις της αριστεράς κατόρθωναν να φθάσουν το 51% των ψήφων και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (πράγμα που από μόνο του θα ήταν ένα πελώριο προχώρημα στο συσχετισμό δυνάμεων στην Ιταλία), πως ένα τέτοιο ποσοστό θα επαρκούσε δήθεν για την επιβίωση και την επιτυχία της κυβέρνησης που θα εξέφραζε μία παρόμοια πλειοψηφία.

»Να γιατί εμείς μιλάμε όχι για μια ‘αριστερή εναλλακτική λύση’, άλλα για μια ‘δημοκρατική εναλλακτική λύση’, δηλαδή για την πολιτική προοπτική της συνεργασίας και της συνεννόησης των λαϊκών δυνάμεων, κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης, με τις λαϊκές δυνάμεις, καθολικής έμπνευσης, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και άλλοι, δημοκρατικοί πολιτικοί σχηματισμοί.»

Ο πειρασμός για αναλογίες είναι ισχυρός. Βεβαίως οι διαφορές είναι δομικές και περισσότερες από τις ομοιότητες, και ο ιστορικός αναγωγισμός είναι πάντα επικίνδυνος και σφαλερός. Ωστόσο οι διανοητικές και πολιτικές προκλήσεις του καιρού μας είναι ανάλογες, η δε ανάγκη για λυσιτελείς και ρηξικέλευθες απαντήσεις είναι ίδια.

Η Ιταλία στη δεκαετία του ’70 αντιμετωπίζει οικονομική και πολιτική κρίση, το ΙΚΚ έχει το 27% έως το 34,4% των ψήφων, αλλά παραμένει εκτός κυβέρνησης από το 1947, οι νεοφασίστες, με εκλογική δύναμη γύρω στο 7%, εφαρμόζουν τη στρατηγική της έντασης και απειλούν με εμφύλιο ― πρακτικές που θα αποκαλυφθούν αργότερα σαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης, του Gladio, που περιλάμβανε τη Μαφία, τη στοά Ρ2 και την τράπεζα του Βατικανού Banco Ambrosiano.

Η Ελλάδα του 2013 δοκιμάζεται από πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, το πολιτικό σύστημα κλονίζεται από κρίση νομιμοποίησης, ο νεοναζισμός καταγράφεται εκλογικά στο 7% και εφαρμόζει τη δική του στρατηγική έντασης, στην οποία εντάσσεται και η πρόσφατη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα. Τέλος, ένα αιφνιδίως γιγαντωμένο κόμμα της αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει σκοράρει 27% και διεκδικεί με σοβαρές πιθανότητες την πρωτιά σε επόμενες εκλογές, άρα και τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση.

Κυβέρνηση της αριστεράς ή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με την αριστερά; Ο Μπερλινγκουέρ είχε θέσει το δίλημμα και είχε απαντήσει υπέρ του δεύτερου σκέλους. Την ίδια απάντηση δίνει και ο Αλέξης Τσίπρας του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του άλλωστε σε ένα βαθμό είναι κληρονόμος της παράδοσης του ευρωκομμουνισμού. Για να αποκτήσει όμως περιεχόμενο η απάντηση υπέρ μιας μετωπικής δημοκρατικής κυβέρνησης, πρέπει πρώτα να υπάρξουν κι άλλες προϋποθέσεις. Κυρίως, με ποιες συμμαχίες και με πολιτικές δυνάμεις θα σχηματισθεί αυτή η κυβέρνηση; Βάσει ποίων προγραμματικών αρχών; Μπορεί να διαρκέσει μια κυβερνητική συμμαχία αν συγκολληθεί μόνο για την απόκρουση της άκρας δεξιάς; Πολύ περισσότερο, που η λυδία λίθος για σύγκλιση θα είναι η εφαρμογή ή μη του μνημονίου λιτότητας, και συνακολούθως η στρατηγική ανασυγκρότησης της χώρας.

Η νεοναζιστική απειλή γιγαντώθηκε εξαιτίας της δεινής κρίσης. Και θα ξεριζωθεί μόνο όταν θα αρχίσουν να αίρονται οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης, η ανεργία, η ύφεση, η ανασφάλεια. Το compromesso storico του Αλέξη Τσίπρα είναι κατά πολύ δυσχερέστερο από αυτό του Μπερλινγκουέρ, στο μέτρο που το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι δυσμενές ή και εχθρικό σε τέτοια ιστορικά πειράματα, και με δεδομένη την διαφορετικού βαθμού εξάρτηση των δύο χωρών από ξένες δυνάμεις. Η Ιταλία του ’73 ήταν σε κρίση, αλλά δεν ήταν οιονεί αποικία χρέους, όπως η Ελλάδα του 2013. Οι δυσκολίες και οι διαφορές δεν σταματούν εδώ: για τον ιστορικό συμβιβασμό χρειάζονται περισσότεροι του ενός εταίροι. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ο αντίστοιχος Αλντο Μόρο, ο προνομιακός συνομιλητής του χαρισματικού Μπερλινγκουέρ. Ούτε καν ένας μακιαβελικός Τζούλιο Αντρεότι ή ένας ασταθής Μπετίνο Κράξι. Εξάλλου η ιστορική εμπειρία έδειξε εκ των υστέρων, ότι παρότι ο Μπερλινγκουέρ συνέλαβε μια ιδιοφυή στρατηγική, στην πράξη το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς και το ΙΚΚ του 34% εξαφανίστηκε.

Παρ’ όλ΄αυτά. Η στρατηγική αξία του ιστορικού συμβιβασμού παραμένει, τουλάχιστον ως αφορμή για τολμηρές συγκλίσεις και υπερβάσεις σε άλλα επίπεδα.

Η τρέχουσα περιπέτεια της Κύπρου επαναβεβαιώνει την αρχή: οι συμμαχίες είναι δυναμικές, αναπροσδιορίζονται ανά πάσα στιγμή βάσει ιδίων συμφερόντων. Ο Δ. Χριστόφιας και ο Ν. Αναστασιάδης έσφαλαν αντιδιαμετρικά. Ο μεν υπερεκτίμησε τον ρωσικό παράγοντα, ο δε υποεκτίμησε το κόστος της άνευ όρων συμμόρφωσης. Αμφότεροι υποτίμησαν την ιστορική ευθύνη έναντι του λαού που τους εψήφισε. Ολοι έσφαλαν στην εκτίμηση του ραγδαία αυξανόμενου εκγερμανισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ιδίως της ευρωζώνης όπου η Γερμανία επιβάλλει ωμά στους αδύναμους εταίρους το δικό της μίγμα πολιτικών πρακτικών, ακόμη και μονόδρομους επιβίωσης. Αυτό περιέγραψε παγωμένος από τρόμο ο υπουργός Οικονομικών της Μάλτας, που καθόταν ανάμεσα στον Γερμανό και τον Κύπριο ομόλογό του την κρίσιμη Παρασκευή. Αυτό περίπου ψέλισαν οι υπουργοί της Ισπανίας και του Λουξεμβούργου.

Εν όσω η άλλοτε ισχυρή Γαλλία θα σιωπά και η Ιταλία θα παραμένει ακέφαλη, η Γερμανία θα επιβάλλει τη βούλησή της και το εθνικό της συμφέρον ως ad hoc ευρωπαϊκό κανόνα. Οι θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της ισονομίας και της σύγκλισης ερμηνεύονται τώρα αποκλειστικά υπό το πρίσμα της οικονομικής ισχύος.

Η τριετής διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη μάς δείχνει επίσης μια κρίσιμη μετατόπιση εξουσίας στην Ευρώπη: η Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο έχουν υποκατασταθεί από το Eurogroup, την ΕΚΤ και το Βερολίνο. Ακόμη και από το ΔΝΤ. Οι μεγάλες αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον από εκλεγμένα ή λογοδοτούντα διακρατικά όργανα. Οι κ. Ολι Ρεν, Μπαρόζο, Βαν Ρομπάι είναι σχεδόν γραφικές φιγούρες, εκπροσωπούν την αυτοαναπαραγωγή των χρυσοπληρωμένων fonctionaires των Βρυξελών, αλλά ελάχιστα τις ιστορικές αρχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και δημοκρατίας· και τρέμουν μπροστά στη γερμανική ηγεσία.

Η κατατρόπωση της μικροσκοπικής Κύπρου ωστόσο μακροπρόθεσμα δεν είναι νίκη της Γερμανίας. Είναι ρωγμή στην ευρωζώνη και μια ακόμη αφορμή για ευρωσκεπτικισμό και αντιγερμανικά αισθήματα.

H αποτύπωση των προτιμήσεων στα δύο εκλογικά αποτελέσματα του περασμένου καλοκαιριού, μαζί με τις δημοσκοπικές καταγραφές έκτοτε, δείχνει την κοινωνία ως προς τις πολιτικές εκφράσεις της σε κατάσταση ρευστότητας και κινητικότητας. Για πρώτη ίσως φορά μεταπολεμικά το κοινωνικό σώμα φυγοκεντρίζεται, συσπειρώνεται προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, όπως κι αν τα ορίσουμε. Ταυτόχρονα, αδειάζει το κέντρο. Γιατί;

Μια πρώτη εξήγηση: ο κεντρώος-κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θεωρείται υπεύθυνος για την εν εξελίξει κοινωνική καταστροφή, και τα πληττόμενα στρώματα τον τιμώρησαν. Οι παραγωγικές προπάντων ηλικίες, αυτές που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και την ύφεση, βρέθηκαν άστεγες πολιτικά και μεγάλο μέρος αναζήτησε καταφύγιο στην αριστερά. Αλλά αυτοί είναι ένα 20-25%. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι; Οχι οι εκλογείς του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ, αλλά και της κεντροδεξιάς ΝΔ; Είναι προφανές ότι παρά την ένταση και τον φόβο της προεκλογικής περιόδου, πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν πήγαν στη Νέα Δημοκρατία αλλά στους νεοπαγείς δεξιούς σχηματισμούς που την πλαγιοκόπησαν. Και έκτοτε η ΝΔ νιώθει καυτή την ανάσα των όμορων χώρων, παρότι απορρόφησε τον εξχνωθέντα ΛΑΟΣ.

Το κενό έκφρασης του κεντρώου χώρου είναι ένα μέτρο της πνευματικής και ιδεολογικής κρίσης, ίσως το πιο φανερό. Ο πολιτικός λόγος διχάστηκε βαθιά ανάμεσα στον φιλομνημονιακό και τον αντιμνημονιακό, και ό,τι πήγε να φυτρώσει ανάμεσα, στα διάκενα και τις χαραμάδες, ποδοπατήθηκε. Ποδοπατήθηκαν η μετριοπάθεια, η νηφαλιότητα, ο πραγματισμός, η ιστορική αίσθηση, η μαχητικότητα επί των υπαρκτών πεδίων και όχι κατά ανεμομύλων. Από την πόλωση που προέκυψε βγαίνουν βαριά τραυματισμένες και η συντηρητική παράταξη και η κεντροαριστερή· η μεν πρώτη διότι έχει πια να αντιπαλαίψει τον δαίμονα του νεοναζιστικού άκρου, η δε δεύτερη διότι εξαχνώθηκε υπό το παλαιό της πρόσωπο και τώρα αναζητείται έκφρασή της εξ αριστερών, από τον νεοπαγή ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την ανασυγκρότηση αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων. Η ιστορία κρούει και τα δύο πορτόφυλλα της ελληνικής δημοκρατίας, διότι τα χρειάζεται εξίσου.

Ανασυγκρότηση του καθενός πόλου δεν σημαίνει πόλωση έως διχασμού· δεν σημαίνει ούτε σύγκλιση. Σημαίνει σαφή, διακριτά όρια στην ιδεολογία και στην έκφραση διαφορετικών ταξικών ομάδων· άλλωστε η κρίση επανέφερε στο οπτικό πεδίο τις ταξικές και άλλες ομαδώσεις του παραγωγικού πληθυσμού. Η διαφοροποίηση θα παγιωθεί σε πολλούς άλλους χαρακτήρες, διότι εν τω μεταξύ υπό το βάρος της ένδειας ή της απειλής πληβειοποίησης, η κοινωνία μετασχηματίζεται και ιεραρχεί τις υλικές ανάγκες της και το φαντασιακό της με άλλες προτεραιότητες πια, με άλλες απαιτήσεις. Υπό αυτή την έννοια, ούτε οι υπάρχοντες δεξιοί ούτε οι υπάρχοντες αριστεροί είναι σε θέση προς το παρόν να συλλάβουν τις αναδυόμενες ανάγκες της κοινωνίας και να τις εκφράσουν. Είναι ακόμη εγκλωβισμένοι σε παλαιά σχήματα πρόσληψης και ερμηνείας, με εξαιρέσεις φυσικά.

Ας πούμε, η νεοναζιστική απειλή δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά μόνο από την αριστερά· απαιτείται και η δράση των συντηρητικών. Μάλιστα η δαιμονοποίηση της αριστεράς ως το αντίστοιχο ετερώνυμο άκρο εντέλει ενισχύει το νεοναζιστικό μόρφωμα του φυλετισμού και της εχθροπάθειας, εφόσον του δίνει την ευκαιρία να αποκρύψει τα ειδεχθή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του και να μεταμφιεστεί σε υπερασπιστή του ελληνοχριστιανισμού. Και ακριβώς με την προβιά του υπερεθνικιστή ελληνοχριστιανού αποσπά ακροατήριο από την παραδοσιακή δεξιά, την οποία μέμφεται ως χλιαρή, συστημική ή σάπια. Η ανασυγκρότηση της δεξιάς δεν μπορεί λοιπόν να μην περιλαμβάνει την υπεράσπιση του συνταγματικού δημοκρατικού χώρου και την ιδεολογική ανανέωση προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας.

Αντιστοίχως, η οικοδόμηση ενός ισχυρού κεντροαριστερού πόλου, ελκυστικού για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους ελευθεροεπαγγελματίες, τους μικροεπιχειρηματίες και μικροαστούς, φαίνεται να πέφτει στους ώμους του πρώην μικρού, αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος υπό την ώθηση της ιστορικής δυναμικής και υπό την πίεση περίπου 1,5 εκατομμυρίου εκλογικών μεταναστών, καλείται να μετασχηματιστεί ιδεολογικά και πολιτικά, ταχύτατα, σε συγχρονισμό με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, εφόσον εξακολουθεί να επιθυμεί τη δοκιμασία της κυβερνητικής εξουσίας. Στην περίπτωσή του, οι κίνδυνοι διαρροών προς τα αριστερά δεν είναι ανύπαρκτοι, αλλά είναι μάλλον αμελητέοι συγκρινόμενοι με τα προσδοκώμενα κέρδη από το κέντρο. Στην πραγματικότητα, οι δισταγμοί για εγκατάλειψη της αριστερίστικης ή παλαιοαριστερής ρητορικής πηγάζουν από τον παλαιό μικρό εαυτό του, εκεί όπου όμως αισθανόταν βολεμένος: στην καταγγελτική αντιπολίτευση και στην υπεράσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων. Ως μικρός, δεν ήταν καν αναγκασμένος να έχει επεξεργασμένο πραγματιστικό πρόγραμμα για τη μεγάλη πολιτική· αρκείτο στην ρητορική πολυχρωμία.

Η ιστορική πρόκληση όμως σήμερα είναι άλλη: είναι μια χώρα πτωχευμένη και μια κοινωνία φοβισμένη και απελπισμένη, που καταστρέφεται οικονομικά και αποσαθρώνεται πνευματικά. Τα ιδεολογήματα δεν αρκούν. Ούτε οι σοφτ ιδέες της ευρωπαϊκής Αριστεράς του ύστερου Ψυχρού Πολέμου και των χρόνων της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η οικουμενικότητα των προβλημάτων επιβαρύνεται δραματικά από το εντόπιο ρήγμα: τη χρεοκοπία, την έλλειψη παραγωγικού μοντέλου, τη ξεχαρβαλωμένη διοίκηση, την απουσία στοιχειώδους πνευματικού υποδείγματος. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διασταλεί, να μεγεθυνθεί, να χωρέσει προσδοκίες, να παίξει ηγεμονικό ρόλο ― ή να συρρικνωθεί έως διαλύσεως. Η ιστορία κρούει τη θύρα και, αν αυτή δεν ανοίξει, προσπερνά.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, η ανασυγκρότηση μιας μετριοπαθούς συντηρητικής παράταξης και της αριστερής προοδευτικής, συσχετίζονται· όχι μόνο για αποτροπή της ακροδεξιάς νεοναζιστικής απειλής, αλλά κυρίως για να δοθούν πειστικές πολιτικές εκφράσεις στα κοινωνικά υποκείμενα που αναδύονται μέσα από τον πόνο και τα ερείπια της πτώχευσης.

Η κρίση που άρχισε το 2008 και κλιμακώνεται εφεξής, έδειξε μεγεθυμένες όλες τις αδυναμίες της αρχιτεκτονικής ευρώ, και ακόμη περισσότερο έδειξε το πολιτικό έλλειμμα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η δυσχερής ή και τραγική κατάσταση την οποία βιώνουν οι νέοι Ελληνες, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Ιρλανδοί, Ιταλοί, δείχνει ανάγλυφα την απόκλιση οικονομιών και κοινωνιών μέσα στους κόλπους της Ε.Ε., και κατά τούτο το πολιτικό ναυάγιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Εχει αλλάξει ριζικά ακόμη και η ρητορική, ο λόγος περί την Ευρώπη και για τις προσδοκίες των εθνών από την ένωσή τους. Εκεί που άλλοτε, έως και τις αρχές της δεκατίες ’90, κυριαρχούσαν λέξεις-κλειδιά όπως «σύγκλιση» και «κοινωνική συνοχή», τώρα ακούγονται η «ανταγωνιστικότητα» και η «λιτότητα».

Στην ουσία, η Ε.Ε. βρίσκεται σε διαδικασία απόκλισης, που φτάνει έως την απειλή της αποπομπής κρατών-μελών· στο εσωτερικό της παγιώνονται πολλές κατηγορίες χωρών, με προεξάρχουσα μια μικρή ομάδα βορείων γύρω από την ηγετική Γερμανία, και ακουλουθούσες τις μεγάλες, πλην τραυματισμένες οικονομικά, «λατινικές» χώρες, τις ουδέτερες και εκτός ευρωζώνης σκανδιναβικές, τις βαριά τραυματισμένες χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης, τις ακόμη πιο περιθωριακές μικρές κεντροανατολικές χώρες, την Πολωνία ως ακραίο νατολικό ανάχωμα κ.ο.κ. Η δε Βρετανία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ηπειρο.

Ο κερματισμός της Ευρώπης είχε φανεί ήδη από τον Πόλεμο του Ιράκ, αλλά και από τη αυξανόμενη δυσκαμψία κατά τις διαδικασίες ενοποίησης με εντολές εκ των άνω. Οι λαοί των κρατών-μελών φάνηκαν σκεπτικιστές ή απορριπτικοί και οι ηγεσίες τους απέφυγαν να θέσουν τα σχέδιά τους υπό την έγκριση των πολιτών. Η ίδια η συγκρότηση της ηγεσίας της Ε.Ε., με πρόσωπα χαμηλού ή ανύπαρκτου κύρους, έδειχνε ότι η πραγματική πηγή εξουσίας ήταν οι κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών.

Την ώρα που η ιστορία έκρουσε τη θύρα, με την κρίση του 2008 και τη συνακόλουθη κρίση χρέους στην ευρωζώνη, φάνηκε ποιος σηκώνει πρώτος το κόκκινο τηλέφωνο: η καγκελαρία του Βερολίνου και η, κατά γερμανικό πρότυπο ανεξάρτητη, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της Φρανκφούρτης. Το διοικητήριο των Βρυξελών εξέπεσε πάραυτα σε δευτεραγωνιστικό ρόλο, σχεδόν σε ρόλο κομπάρσου.

Η γερμανική διπλωματία δεν έχει δείξει ευελιξία και διορατικότητα. Και το Βερολίνο δεν έχει πείσει ότι στο εθνικό του σχέδιο περιλαμβάνεται η Ευρώπη υπό τους γνωστούς ιστορικά όρους. Η ενιαία Γερμανία φαίνεται να επιθυμεί μια ηγεμονία α λα καρτ, χωρίς να καταβάλει το τίμημα της ηγεμονίας, με τους δικούς της όρους εθνικής ανάπτυξης, με χώρες δορυφόρους, χωρίς να νοιάζεται για σύγκλιση ή για συνοχή, σαν να μην υπολογίζει καν το κόστος της παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας ή και του χάους στις τραυματισμένες χώρες-μέλη.

Η Ε.Ε. από ιστορικός παράγων ενότητας και ασφάλειας, κινδυνεύει να καταστεί παράγων αποκλίσεων και αστάθειας στην πιο προηγμένη περιοχή του πλανήτη.

Η απόφαση των 17+9 της Ευρώπης για χρυσό δημοσιονομικό κανόνα και τιμωρίες απειθάρχων δεν κατεύνασε τις αγορές. Ισως γιατί ακόμη και οι αγορές περίμεναν μια πολιτική απόφαση με ιστορικό βάρος, που θα συνέδεε τις ευρωπαϊκές χώρες πολύ πιο στέρεα από έναν δημοσιονομικό κανόνα, και θα τους επέτρεπε να ξανοιχτούν στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης με ανανεωμένα πολιτικά εργαλεία. Αντιθέτως, η απόφαση των Ευρωπαίων σφραγίζεται από τις εμμονές της γερμανικής καγκελαρίας: την εμμονή στο σκληρό νόμισμα, την εμμονή στη δημοσιονομική ορθοδοξία, και σε ιδιότυπο μίγμα ηγεμονισμού-απομονωτισμού.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ψέλλισαν διάφορες ενστάσεις, αλλά εντέλει συντάχθηκαν πίσω από το κοντόθωρο όραμα της τακτικίστριας Μέρκελ, τόσο τακτικίστριας και καιροσκόπου που λαμβάνει μεγάλες αποφάσεις για την Ευρώπη, ανάλογα με το εκλογικό κλίμα στα γερμανικά κρατίδια και ανάλογα με τα ανθελληνικά ή αντιμεσογειακά πρωτοσέλιδα της Bild. H κ. Μέρκελ πιθανόν οραματίζεται τη Γερμανία σαν ένα πλούσιο νησί μέσα στην Ευρώπη, που απολαμβάνει όλα τα οφέλη της ασύμμετρης ευρωζώνης, ως ισχυρή, χωρίς να θέλει να επωμιστεί κανένα κόστος εξισορρόπησης. Οι ασθενέστεροι κρίκοι της ασύμμετρης Ευρώπης σύρονται τώρα πίσω από την τιμωρητική ηγεμονία του Βερολίνου. Για πόσο ακόμη; Η πειθάρχηση στο γερμανικό όραμα δεν φαίνεται ικανή να προστατεψει τους ευρωπαϊκούς λαούς από τη φτώχεια και την ανασφάλεια· στην πρόσφατη Σύνοδο, δεν ακούστηκαν ούτε καν σαν ευχές λέξεις-κλειδιά για την Ε.Ε., όπως ανάπτυξη, συνοχή, σύγκλιση.

Ο διαφαινόμενος εκγερμανισμός της Ευρώπης είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει το αντίθετό του: κύματα αντιγερμανισμού καταρχάς, και κύματα ευρωσκεπτικισμού εν συνεχεία. Γιατί ο συκοφαντούμενος και δοκιμαζόμενος Νότος, και όλη η ευρωπεριφέρεια, να παραμείνουν πιστοί στο δόγμα βιαίης εσωτερικής υποτίμησης που τους βυθίζει στην ύφεση και την κοινωνική αποσάθρωση; Που δεν τους εξασφαλίζει καν μεσοπρόθεσμη προστασία έναντι των αναδυόμενων γιγάντων του BRIC; Πολύ περισσότερο που οι ιστορικές αποφάσεις για την Ε.Ε. δεν ελέγχονται κατ’ ουδένα τρόπο από τις πολιτικές κοινωνίες των κρατών-μελών. Μόνο οι Σουηδοί επιφυλάχθηκαν να πάρουν έγκριση του κοινοβουλίου τους. Τα δε δημοψηφίσματα έχουν εξοριστεί ακόμη και από τη ρητορική της ευρωηγεσίας.

Σταδιακά βλέπουμε να υποχωρεί από την κορυφή της Ευρώπης η δημοκρατία και το ιστορικό όραμα σύγκλισης και συμπόρευσης, και να εντείνονται οι φυγόκεντρες τάσεις και οι ασυμμετρίες. Ο ευρωσκεπτικισμός θα είναι το αμέσως επόμενο στάδιο: Ποιος λαός που υποφέρει θα βάλει ένα ασαφές ιστορικό σχέδιο πάνω από την άμεση ανάγκη να γεμίσει το στομάχι του και να θερμάνει το σπίτι του; Ο αντιευρωπαϊσμός και η απομόνωση θα βρουν εύκαιρο έδαφος. Αλλά μόνο ενωμένοι και συνεκτικοί οι Ευρωπαίοι άνθρωποι μπορούν να περισώσουν στον 21ο αιώνα τις μεγάλες τους κατακτήσεις της δημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.898 hits