Στον δέκατο όροφο με την υπόκωφη θέα, σ’ ένα μπαλκόνι που κρέμεται πάνω απ’ τη ζωή, ο χρόνος αραιώνει, όλα κυλούν αργά, αιωρούνται στο χείλος όπως το φάρμακο διστάζει προτού στάξει απ’ τον πλαστικό σάκο μες στο σώμα. Εδώ, η θέα ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει.


Πόσες φορές έχει την ευκαιρία ο κάτοικος της Αθήνας να δει την πόλη από ψηλά; Ελάχιστες. Η Αθήνα δεν βλέπεται εύκολα. Εκτείνεται πυκνή και χαμηλή στο Λεκανοπέδιο, απλώνεται στα Μεσόγεια, αναπτύσσεται κατά μήκος οδικών αξόνων, σιγοσκαρφαλώνει στα πρανή της Πεντέλης και του Υμηττού, κατηφορίζει προς τη θάλασσα, κι όλο ξεφεύγει απ’ του βλέμματος την αγκαλιά. Δεν έχει πολλά ψηλά κτίρια, τέτοια που να διευκολύνουν τον αστό να δει την πόλη όλη, έστω μεγάλο μέρος της.

Είναι πόλη αρχαία, γραία αδιαπέραστη και σφίγγα· κι είναι πόλη μετέφηβη πυρετική, με σπυράκια ακμής το πρωί, ερωτικό νυχτοπούλι τη νύχτα. Είναι πόλη που τη ζεις, την ανασαίνεις, δεν την βλέπεις. Σε ζει αυτή, σε αναπνέει, καθώς πτυχώνεται διαρκώς προς τα έσω, κι ύστερα εκδιπλώνεται, σαν έμβολο πηγαινοέρχεται μέσα-έξω, μια παλινδρόμηση από το μέσα προς το έξω, απ’ το κρυμμένο στο φανερό και πάλι πίσω.

Η πόλις κρύπτεσθαι φιλεί – παραφράζω τον Εφέσιο. Η Αθήνα είναι μέσα στα μάτια μας, αλλά δεν φανερώνεται μπροστά στο βλέμμα.

Και να, ανεβαίνεις στον 10ο όροφο του ιστορικού θεραπευτηρίου Ευαγγελισμός, στην καρδιά της νεότερης Αθήνας. Είναι καινούργιο κτίριο, μια από τις προσθήκες στο αρχικό του 1884· στο παλαιό διαβάζεις ακόμη τα ίχνη των ιδρυτών και ευεργετών: ο τσάρος Αλέξανδρος, η βασίλισσα Ολγα, Ελληνες της εποχής· σ’ ένα γραφείο, φωτογραφίες με τις διευθύνουσες νοσοκόμες, παλαιικά βλέμματα αχνά, σλάβικες και τευτονικές κατατομές, αυστηρές στολές.

Στο προαύλιο, σμήνη ιατρικών πωλητών με κοστούμι και τσάντα δειγμάτων, πονεμένοι με φλεβοπεταλούδα στον καρπό τρώνε λαίμαργα από κεσέδες, άλλοι σκεφτικοί καπνίζουν. Στους διαδρόμους δεκάδες επιγραφές, όλες οι ειδικότητες, όλες οι ασθένειες, όλοι οι πόνοι, επιπολής δημοκρατία. Αυξημένη Φροντίδα, Νωτιαίος Μυελός, Νοσηλεία, Σκωραμίδες, προτροπές για αντισηψία. Ανεβαίνεις, από τα επείγοντα στα χαρακώματα, το τοπίο σταδιακά οργανώνεται, ησυχία και περισυλλογή.

Δέκατος. Ησυχία εσπερινή. Ακούς ελαφρά συρσίματα παντόφλας, μια τηλεόραση χαμηλωμένη, τίποτε άλλο. Το κτίριο αντικρίζει τον Υμηττό. Η θέα είναι αιφνίδια, συναρπαστική: να πώς φαίνεται η πόλη από το κέντρο της προς την περιφέρεια. Σαν να ψηλώνεις απότομα, να εκδιπλώνεσαι εσύ ο ίδιος και να κοιτάς με την κάμερα του Ντζίγκα Βερτόφ από πάνω και από μέσα, το κέλυφος που σε περιέχει, όπου ζεις.

Δειλινό. Είπαμε, ο Υμηττός, ιώδης, με επίστεψη κεραιών, και χαρακιά πορτοκαλί μοντέρνα τον περιφερειακό, κι αριστερά και πίσω ώς τα βάθη τα Μεσόγεια. Το πιο έντονο τοπόσημο εδώ, το Χίλτον, μες στα μάτια σου, κι ακολουθούν ένα ένα, η Εθνική Πινακοθήκη, το Ιδρυμα Ερευνών (η μοντέρνα Αθήνα η μεταπολεμική) το Καλλιμάρμαρο που ξεπροβάλλει (η ρομαντική και νεοκλασική), οι λόφοι ( η παντοτινή), και καθώς σκανάρεις προς τα δεξιά, στην άκρη, το μέγα σήμα, το αλλόκοτο, το ρίγος: η Ακρόπολη φωτισμένη· με αυτήν κλείνει το πανοραμίκ και εκεί καταλήγει το βλέμμα όσες φορές κι αν κοιτάξεις, είναι ο ομφαλός. Και πέρα βαθιά φαντάζεσαι τη θάλασσα, εκεί εκβάλλει πάντα τούτη η πόλη, στο λευκό πέλαγος.

Με κομμένη την ανάσα μπαίνεις μέσα, συμμαζεύεις το βλέμμα ντροπιασμένος. Ποιος σκέφτεται αυτή τη θέα, από εδώ; Ασφαλώς όχι οι κάτοικοι των θαλάμων του ορόφου 10. Οχι.

Οι κάτοικοι των κρεβατιών αφήνουν το βλέμμα τους να ακουμπήσει το έξω, αλλά δεν βλέπουν θέα. Μάλλον τη ζωή τους βλέπουν, παρελθούσα και παρούσα, κάνουν απολογισμούς, ρουφάνε το διεσταλμένο παρόν σταλιά σταλιά, λογαριάζουν με διστακτικά βήματα το μέλλον, μετεωροσκοπούν χωρίς να εστιάζουν, και αποσύρουν τα μάτια απ’ τον υαλοπίνακα, γιατί να, ήρθαν επισκέπτες, παιδιά και αγαπημένα εγγόνια, γιατί εφαρμόζεται άλλος ένας ορός στον φλεβοκαθετήρα, γιατί η ρουτίνα ζητάει αυτή τώρα το κουρασμένο βλέμμα.

Στον δέκατο όροφο με την υπόκωφη θέα, σ’ ένα μπαλκόνι που κρέμεται πάνω απ’ τη ζωή, ο χρόνος αραιώνει, όλα κυλούν αργά, αιωρούνται στο χείλος όπως το φάρμακο διστάζει προτού στάξει απ’ τον πλαστικό σάκο μες στο σώμα. Εδώ, η θέα ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει.

Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22.04.2007

Advertisement