You are currently browsing the tag archive for the ‘χρόνος’ tag.

Στο τέλος της χρονιάς, απόλογος. Κοιτάς φευγαλέα πάνω απ΄ τον ώμο, σαν να οδηγείς μοτοσυκλέτα, να ελέγξεις την κίνηση πίσω. Αλλά η προσοχή είναι συγκεντρωμένη μπροστά, σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάς πίσω, επιμένεις. Ξανά και ξανά.

Σταδιακά εμφανίζονται φιλμάκια σούπερ οκτώ, βίντεο θαμπά VHS, φωτογραφίες ξεπλυμένες Kodacolor, προτού εφευρεθεί το Instagram και η νοσταλγία ως εφέ. Στο πίσω ρεύμα κυκλοφορούν εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό.

Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει.

Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια.

Ενα:

Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν:

«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά».

Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία.

Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη.

Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν.

Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας.

Δύο:

Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».

Τρία:

Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα.

 

Giovanni Bellini: Αγιςο Ιερώνυμος, 1505.National Gallery of Art, Washington.

Στα τέλη Νοεμβρίου, στο 8ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου που οργάνωσε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα την ταινία του Γάλλου Βενσάν Ντιέτρ «Οrlando ferito» – Oρλάνδος πληγωμένος. Πρόκειται για ένα στοχαστικό ντοκυμαντέρ, με αφηγητή τον ίδιο τον σκηνοθέτη, ο οποίος πηγαίνει στη Σικελία για μια καταγραφή του συνόρου αλλά και του κέντρου, της ψυχής, της Ευρώπης. Στην ταινία, το κεντρικό μοτίβο είναι ο Μαινόμενος Ορλάνδος, του Αριόστο, όπως παρουσιάζεται στο τοπικό λαϊκό κουκλοθέατρο – μια αλληγορία για τις απαρχές της Ευρώπης του Καρλομάγνου. Το άλλο μοτίβο είναι οι περίφημες πυγολαμπίδες του Παζολίνι, από το αλληγορικό άρθρο του στην Κοριέρε ντελα Σέρα το 1975, λίγους μήνες πριν απ΄ το θάνατό του. Σ΄ εκείνη την πνευματική διαθήκη ο σπουδαίος ποιητής και στοχαστής έκανε μια στροφή προς τον πεσιμισμό: οι πυγολαμπίδες, ζωογόνα φωτάκια ελπίδας, έχουν χαθεί, όχι μόνο λόγω της οικολογικής υποβάθμισης, αλλά λόγω της πολιτικής παρακμής. Και εξηγεί πώς αλλάζει το ιστορικό Παράδειγμα, μετά τα ελπιδοφόρα χρόνια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης.

Ο σκηνοθέτης Ντιέτρ συζητά με εξέχοντες σύγχρονους στοχαστές για τις χαμένες πυγολαμπίδες του Παζολίνι. Κεντρικός συνομιλήτής του ο Γάλλος φιλόσοφος και θεωρητικός τέχνης Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν. Ο Ουμπερμάν, με περίσσιο σεβασμό προς τον Παζολίνι, υποστηρίζει ότι σαράντα χρόνια μετά το άρθρο, με την Ευρώπη σε ιστορικό μεταίχμιο, σε ορατή παρακμή, οι πυγολαμπίδες παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν, αρκεί να έχουμε μάτια να τις δούμε. Σε μια έξοχη, συγκινητική ομιλία του προς τους Σικελούς, σε προβολή στο θέατρο Γκαριμπάλντι, ο Ουμπερμάν υποστηρίζει ότι οι πυγολαμπίδες έχουν επιζήσει, ότι δηλαδή μπορούμε να αναπτύξουμε μια πολιτική της επιβίωσης, της ελπίδας, της ομορφιάς, της αυτονομίας. Επισημαίνει ωστόσο ότι ότι ο πόνος, οι δυνάμεις του χάους και της υποταγής είναι πάντα παρούσες.

Ο Ουμπερμάν πάει ένα βήμα πέρα από τους προσφιλείς του στοχαστές, τον Παζολίνι, τον Γκράμσι, τον Μπένγιαμιν, προς μια ποιητική και συνάμα πρακτική ενόραση του κόσμου, υπερβαίνοντας την μεταμοντέρνα ακηδία: «Δουλειά μου, δουλειά μας, είναι να φτιάξουμε μικρά φωτάκια, να τα υποδείξουμε, να δείξουμε τις δυνατότητες»: μου το έλεγε τη βροχερή νύχτα της προπερασμένης Πέμπτης, καθώς αγναντεύαμε τα φώτα της πόλεως των Αθηνών, από τον Υμηττό ώς τη θάλασσα. Την περασμένη βδομάδα, αυτός ο ξεχωριστός στοχαστής μιλούσε στην Αθήνα. Με αφορμή μια ταινία μικρού μήκους της Μαρίας Κουρκούτα, («Επιστροφή στην οδό Αιόλου»), έγραψε ένα δοκίμιο υπό μορφήν επιστολής προς τη σκηνοθέτρια, ουσιαστικά ξετύλιξε τη σκέψη του για τον χρόνο, για τις απροσδόκητες συναιρέσεις του παρελθόντος μες στο παρόν, για τη δυναμική του ποιητικού σινεμά, για την τόλμη του λυρισμού.

Μαζί με αυτό το δοκίμιο (Βγαίνοντας από τον χρόνο, εκδόσεις ΚΙΠΚΕ) , διάβασα ένα παλιότερο οξυδερκέστατο κείμενό του, για την σπουδαία ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, «Η αγέλαστος πέτρα» (2002, όλη η ταινία). Και στις δύο περιπτώσεις εκπλήσσει η ελληνομάθεια του Ουμπερμάν, δηλαδή η ευρωπαϊκή του ευαισθησία, και η δημουργική σύλληψη του λόγιου και του λαϊκού. Ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, τα ρεμπέτικα, συνυπάρχουν με τον Αισχύλο και τον Πίνδαρο, τον Χάιντεγκερ και τον Χαίλντερλιν, τον Μπένγιαμιν, τον Ρίλκε. Ολα εκβάλλουν στην κατανόηση και την ενσυναίσθηση, σε μια βαθύτερη ενόραση του κόσμου, της ζωής σαν θαύμα και σαν ποίημα:

«Μας φοβίζει τόσο η γλώσσα και η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, το ιδρυτικό τους θαύμα, ώστε δεν ξερουμε πια και τόσο πώς να κοιτάζουμε απλά, έτσι όπως είναι μπροστά στα μάτια μας, τους Ελληνες του σήμερα. Οταν ο Χάιντεγκερ έκανε την περίφημη κρουαζιέρα του στην Ελλάδα, δεν είδε τίποτα, καταρχάς επειδή δεν ήθελε να δει τίποτα από την αχρειότητα του σήμερα. Την καθαρή Ελάδα που τόσο αγαπούσε, την αγαπούσε παρελθούσα, νεκρή για τα καλά.[…] Για να βγούμε όμως από τις παρελθούσες εποχές, πρέπει να ξέρουμε να επιστρέφουμε -διαρκώς- στην εμμένεια της εργασίας τους, στις επιστροφές τους, στις αναβιώσεις τους… Μπορεί να επιβιώνει εκεί που δεν το περιμένουμε καθολου, σε ένα λαϊκό ποίημα του ρεμπέτικου ή σε μια μικρή πειραματική ταινία. Δεν βρισκόμαστε μακριά από τους Ελληνες, έστω κι αν δεν πιστεύουμε πια στους θεούς του παγανισμού. Αρκεί να τους βλεπουμε επί τω έργω, να έχουμε ορθάνοιχτα υα μάτια -είναι η ετυμολογία της λέξης Έυρώπη΄- στους τρόπους τους, ακόμη και σήμερα, να ‘βγαίνουν από τον χρόνο’»

tzamouranis_web

Καθημερινά περισσότεροι Ελληνες, όχι όλοι, ρωτούν εαυτούς και αλλήλους εάν υπάρχει εναλλακτική οδός. Είναι πεισμένοι ότι ο δρόμος που ακολουθούμε εκτός από οδυνηρός είναι και αδιέξοδος. Δεν χρειάζεται καν να μελετήσουν στοιχεία, μοντέλα, αναλύσεις· αρκεί μια ματιά στο νοικοκυριό ή στο άμεσο περιβάλλον, μια ματιά στα άνεργα παλικάρια, στους μαραμένους μεσήλικες, τέκνα, ανίψια, φίλους, τους δικούς τους ανθρώπους.

Οι καλόπιστοι και ευαίσθητοι Ελληνες λοιπόν αναρωτιούνται αν υπάρχει άλλη οδός, με διέξοδο, ας περιέχει και πόνο. Η αναρώτηση δεν είναι τυπικά πολιτική, αλλά είναι βαθύτατα πολιτική, υπό την έννοια ότι δεν αναζητούν τη Μία Λύση και τον Μεσσία σε έναν κομματικό σχηματισμό και ένα πρόσωπο, αλλά σε ένα σχέδιο, ένα όραμα, μια στρατηγική, που θα περιέχει σκληρές αλήθειες, κόπο, ρίσκο, αλλά και που οπωσδήποτε θα εγγυάται ισότητα, δικαιοσύνη, διαφάνεια, αξιοκρατία, αποτελεσματικότητα, δημοκρατία. Το ερώτημα λοιπόν βρίσκεται στα χείλη πολλών, όλο και περισσότερων, ανεξαρτήτως τυπικών κομματικών προτιμήσεων του παρελθόντος. Διότι τίποτε σημερινό δεν μοιάζει με το παρελθόν, τουλάχιστον με το βιωμένο παρελθόν των περασμένων σαράντα-πενήντα χρόνων· είναι τόση η ένταση και τέτοια η φύση των ιστορικών αλλαγών, ώστε αδρές αναλογίες με τα σημερινά μπορείς να βρεις μόνο με αναδρομές στον μακρύ ιστορικό χρόνο: στον εμφύλιο και στον επαχθή δανεισμό μετά το ξέσπασμα του Αγώνα του ’21, στη χρεοκοπία του 1893, στην καταστροφή του ’22, στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου. Εντούτοις, η μελέτη της ιστορίας δεν περιέχει συνταγές· ούτε καν παρηγοριά.

Υπάρχει άλλη οδός; Η αναρώτηση περί της άλλης οδού παίρνει χαρακτηριστικά υπαρξιακής αγωνίας. Για μέγα μέρος του πληθυσμού τίθεται με όρους ζωής ή θανάτου – και δεν εννοώ μόνο όρους υλικούς, που ασφαλώς είναι αλλά και πνευματικούς: Υπό ποίους όρους θα συνεχίσουμε να ζούμε, εφόσον επιβιώσουμε από την καταιγίδα; Σε ποια κοινωνία, ποιο κράτος; Σε χώρα ή χώρο; Με ποια ταυτότητα, ποια συνείδηση εαυτού και συνόλου;

Το σοκ έχει σπάσει βίαια τη ροή του χρόνου για όλους· σε πολλούς έχει αφαιρεθεί ο χρόνος, επιζούν σε κενό. Εξ ου και μεγάλο μέρος του πληθυσμού τείνει να εναποθέσει τη μοίρα του σε έναν Μεσσία, σε έναν σωτήρα που θα θυσιαστεί υπέρ αυτών, ή σε έναν Μωυσή που θα αρπάξει τους γιους του Ισραήλ και θα τους οδηγήσει μακριά από την κοιλάδα των δακρύων. Η αναμονή του Μεσσία ή του Μωυσή είναι κατά κάποιον τρόπο παρηγορητική, ναρκωτική, μουδιάζει τον νου και την ψυχή, να μην πονούν, να μην αισθάνονται το δάγκωμα του φόβου, τις τρυπανιές της αμφιβολίας και της διερώτησης. Τα πνεύματα οργωμένα από τη χειραγώγηση, εθισμένα στην ανάθεση, ποτισμένα από την ετερονομία, έτοιμα από καιρό, τρέπονται αβίαστα προς την εθελοδουλία και τον ανδραποδισμό. Και είναι τόσο βαθιά ποτισμένη η ύπαρξη από την ετερονομία που ακόμη και συντριβόμενοι, μπορεί να βιώνουν την καταστροφή τους ως θέαμα, ως την αναπόφευκτη πτώση, ως δίκαιη τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα. Και να πιστεύουν ότι ο πραγματικός Μεσσίας θα έρθει αργότερα.

Μια άλλη μερίδα, όχι κατ’ ανάγκην ολιγομελέστερη, δεν αναρωτιέται καν αν υπάρχει άλλη οδός, αν η σωτηρία θα έρθει έξωθεν ή έσωθεν ή άνωθεν. Σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, πιστεύουν ότι μόνο αυτή η οδός υπάρχει και καμία άλλη, τουλάχιστον έτσι λένε για να απεμπλακούν από σχετικές συζητήσεις. Κατά βάθος αισθάνονται ότι τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν δεν τους αφορούν ― ίσως διότι δεν τους αγγίζουν. Δεν βλέπουν τον πόνο των άλλων, δεν αντιλαμβάνονται την κατάρρευση του δημόσιου χώρου, ορισμένως δεν αισθάνονται μέλη μιας δοκιμαζόμενης συλλογικότητας. Πιστοί στο δόγμα «ο καθείς για τον εαυτό του» και στο «there is not such thing as society», πορεύονται την ευθεία οδό της ατομικής σωτηρίας παντί τρόπω, επανερχόμενοι στην πρωταρχική φύση του πολέμου όλων εναντίον όλων.

Ανάμεσα στις αδρομερώς σκιαγραφηθείσες ομάδες, υπάρχουν ασφαλώς και πολλές άλλες· συμπολίτες μας που παλινδρομούν ή δοκιμάζουν περισσότερες της μιας απαντήσεις. Τα ερωτήματα άλλωστε ποικίλλουν σε ένταση και εξειδίκευση, η κρίση πλήττει διαφορετικά την κάθε ζωή, τον κάθε άνθρωπο. Θα διακινδύνευα όμως ακόμη μία παρατήρηση, πάνω σε αυτό την ήδη ριψοκίνδυνη ανθρωπολογική σκιαγραφία: Οι περισσότεροι, κι αν όχι οι περισσότεροι σίγουρα οι πιο ενεργοί, αυτοί που με το βάρος τους θα επηρεάσουν την ιστορική ζυγαριά, είναι όσοι αναρωτιούνται και ήδη αναζητούν διεξόδους, εναλλακτικές οδούς, χαραμάδες φωτός.

Επαναλαμβάνω: όσοι αναζητούν δεν αθροίζονται σε ένα ομοιογενές ή ομοιόχρωμο σύνολο, δεν ανήκουν σε ίδιες κοινωνικές ομάδες, δεν ταυτίζονται πολιτικά με τυπικούς όρους, δεν συμμερίζονται καν ίδιες κοσμοθεωρήσεις ή άλλες πεποιθήσεις. Εχουν κοινή όμως την αγωνία: Τι μπορούμε να κάνουμε, εδώ και τώρα και εφεξής, για να ανακόψουμε τη διαρκή πτώση και να σταθούμε στα πόδια μας; Τι μπορούμε να κάνουμε για μας, τα παιδιά μας, την κοινωνία και την πατρίδα μας; Αυτό το απλό, το πυρηνικό, το κατεπείγον ερώτημα είναι η κοινή αγωνία, και σπαθίζει ήδη το σκοτάδι μπροστά μας.

ζωγραική: Δημήτρης Τζαμουράνης, Νύχτα.

goyasleepofreason

Μέσα στη διάχυτη βουβαμάρα εγκλείεται φόβος. Φόβος για το παρόν, φόβος για το μέλλον. Οσα συμβαίνουν, κι όσα δεν συμβαίνουν, τροφοδοτούν διαρκώς αυτό τον φόβο του παρόντος, μια σταθερή δυσφορία, μια αίσθηση ανοικειότητας με την ίδια μας τη ζωή. Διότι απλούστατα δεν γνωρίζουμε πού μάς βγάζει ο δρόμος, δεν έχουμε καμία βεβαιότητα, αισθανόμαστε ανήμποροι να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς τον βίο. Αισθανόμαστε να μας πλακώνει ένα ανοίκειο παρόν.

Κοιτάμε λοιπόν διαρκώς προς τα πίσω, στα τετελεσμένα, για να αντλήσουμε ολίγο νόημα, μήπως και με το νόημα του παρελθόντος φωτίσουμε τον ζόφο του παρόντος και φωτίσουμε τη σκολιά οδό προς το μέλλον. Το ξαναδιάβασμα του παρελθόντος μπορεί να είναι προωθητικό· το ίδιο και η επαναπροσέγγιση της παράδοσης, η οικείωσή της στη συγχρονία. Ετσι προχωρούν κοινωνίες και πολιτισμοί ― συναναστροφή με τους νεκρούς το έλεγε ο Ιωάννης Συκουτρής.

Αλλά ― υπάρχει πάντα ένα αλλά. Αλλά στη δική μας περίπτωση, του κλαψιάρη και έμφοβου νου, εμφιλοχωρεί ένας σοβαρός κίνδυνος: η αναψηλάφηση του παρελθόντος να οδηγεί είτε σε απεγνωσμένη εξωράιση και αφελή αγλαϊσμό του είτε σε δαιμονοποίησή του είτε σε βιαστικές έως γελοίες αναθεωρήσεις ― με κοινό παρανομαστή πάντα έναν τερατώδη αναχρονισμό, να προβάλλουμε τους φόβους και τους πόθους μας στο παρελθόν για να του δίνουμε το σχήμα του παρόντος.

Ο αναθεματισμός της Μεταπολίτευσης ως δεξαμενής αρνητικών ρευστών και τοξικών βλαστών, είναι μια τέτοια ατυχής δαιμονοποίηση. Οχι αξιολόγηση, κριτική, αποτίμηση· η Μεταπολίτευση, συμπαγώς και αδιαφοροποίητα, στέλνεται στη χωματερή της ιστορίας. Φυσικά μαζί της θάβουμε τους εαυτούς μας, όπως και όσο υπήρξαμε στη δημόσια σφαίρα.

Το ίδιο και το Πολυτεχνείο: μετά σαράντα χρόνια είναι δύσκολο να καταταγεί στα τρέχοντα ιδεοψυχολογικά σχήματα, αντιστέκεται πεισματικά. Αντί λοιπόν να το κατανοήσουν στο ιστορικό του πλαίσιο και να το ενσωματώσουν σε μια δυναμική αυτογνωσίας, κάποιοι απελπισμένοι αναθεωρητές το μικραίνουν, το χαμηλώνουν, το λοιδωρούν, κυρίως το μεταχρονολογούν, το αναχρονίζουν, για να μπορέσουν υποθέτω να το δουν στο μπόι τους, κι έτσι βολικά χαμηλοαναχρονισμένο να χαρακτηριστεί εργαλειακά ή και καφενειακά ως πηγή των παρόντων δεινών του έθνους κ.λπ. κ.λπ.

Από χθες σε αυτό τον χορό των αναχρονισμών μπήκε ολολύζουσα και η Αποστασία. Του ’65, των Ιουλιανών, των γελοιογράφων και των φαιδρών στιχοπλόκων, ό,τι παρά τη φαιδρότητά του εξέφραζε ένα υπαρκτό δίκτυο συνωμοσιών και εκτροπής. Λίγοι από τους πρωταγωνιστές ζουν πια, οι περισσότεροι γνωρίζουμε το κλίμα της εποχής από τις γελοιογραφίες του Μποστ. Ολα άλλαξαν. Κι όμως η αποσκίρτηση βουλευτών από το κομματικό μαντρί, όπως προσφυώς το ονόμαζε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, επαναφέρεται ως αρχετυπικό σκιάχτρο, ως το Poltergeist που στοιχειώνει την τρέχουσα πρωθυπουργική δημοκρατία.

Είπαμε: ο παγωμένος έμφοβος νους ξαναπλάθει το παρελθόν. Τη θέση του Μποστ παίρνει ο Γκόγια: Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα, τις κουκουβάγιες της ανοησίας και τις νυχτερίδες της αμάθειας.

stoa_elias

Η Αθήνα δεν χαρακτηρίζεται από στοές. Εχει λίγες και μικρές, δεν τη σφραγίζουν. Δεν είναι σαν το Μιλάνο, σαν το Παρίσι, τόπο έμπνευσης του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που είδε την αστική φαντασμαγορία να ανθίζει μες στις στοές και τα περάσματα της πόλεως.

Οι αθηναϊκές στοές, πλην ελαχίστων, απολήγουν τυφλά ή ημίτυφλα, είναι μισοσκότεινες, ελάχιστα μεγαλοπρεπείς, έχουν κυρίως χρηστικό χαρακτήρα. Συγκεντρώνουν, μάλλον συγκέντρωναν, ομοειδή μαγαζιά και εργαστήρια, που ομαδώνονται σε λειτουργικές πιάτσες, με χαμηλότερα ενοίκια και δυνατότητες συνεργιών. Χαράκτες και σφραγιδοποιοί, κλειδαράδες, χρηματιστηριακά γραφεία, ραφεία, αργυροχρυσοχοεία, ρολογάδικα, γραμματόσημα, δίσκοι, μικροηλεκτρονικά, βαλίτσες, κάθε εμπόριο και τέχνη στήνει μια δική του πιάτσα. Αλλά ελάχιστες αθηναϊκές στοές λειτουργούν σαν πέρασμα, ελάχιστες τροφοδοτούν τη φαντασμαγορία της πόλης μες στην πόλη, δεν ειναι ένα στεγασμένο δίκτυο δρόμων για περιπλάνηση, για flânerie. Στις αθηναϊκές στοές εισέρχεσαι με έναν σκοπό, να επιτελέσεις μια λειτουργία. Και εξέρχεσαι συνήθως από το ίδιο φωτεινό στόμιο.

Γιατί έτσι; Ισως διότι ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος, πετάγεται ένας. Διότι το φως διαρκώς σε καλεί να περιπλανιέσαι στ’ ανοιχτά, στα ξέφωτα. Ισως διότι η ανάπτυξη του αστικού ιστού διεξάγεται με υστερήσεις και χάσματα, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό· ο υπέρτατος σχεδιαστής είναι το ζωηρό μικροεμπόριο. Ισως διότι οι αρχαιοκλασικές ημιανοιχτές στοές διεσώθησαν στην κλασικιστική Αθήνα ως στενοί πλην ανοιχτοί δρόμοι. Υπό μία έννοια, όλο το σύμπλεγμα των δρόμων του ιστορικού τριγώνου είναι μια δαιδαλώδης ασκεπής στοά, ένα υβριδικό παζάρι που διαχέεται και πολυμορφίζει: Ευαγγελιστρίας, Αγίου Μάρκου, τώρα πια Αιόλου, και τα δεκάδες-εκατοντάδες παρακλάδια, με αρχαιοδοξασμένα και χριστιανικά ονόματα αναμίξ.

Πίσω στις στοές. Μέσα τους. Η λαμπρότερη ίσως, η στοά Αρσακείου, φθίνει· η ιστορία την πλήττει βάναυσα, κι εμάς μαζί της. Οι σημαίες του Κοκκώνη δεν αρκούν να διασκεδάσουν την θλίψη. Η στοά Φέξη, ναός για τους χασομέρηδες των γκάτζετ, έχει μισοαδειάσει από μαγαζιά· Σάββατο πρωί, σουλατσάρουν φύλακες. Ρημαγμένη η στοά Ειρηνοδικείου στην Ομόνοια, νεκρή. Κενή η στοά Τρικούπη στα Χαυτεία, η και Πιγκουίνου ονομαζομένη, ανοίκειο πέρασμα για βιαστικούς διαβάτες. Μισοσβησμένη η λάμψη στη στοά Σπυρομήλιου· η κρίση νίκησε την ανακαίνιση. Ούτε η εμπορική Ορφανίδου έχει τη βουή του παρελθόντος. Ούτε η Λέκκα. Κρατάει λίγο η στοά της Οπερας, η στοά Λαιμού. Η Νικολούδη ήταν πάντα κομψή και σύντομη, έγινε ακόμη συντομότερη. Η Κοραή σχεδόν βουβάθηκε.

Κλειστά μαγαζιά και εργαστήρια, ξενοίκιαστα, αποικισμός από καφενεία, μπαρ και ουζερί, κομμένη κίνηση. Κι όμως οι στοές των Αθηνών εξακολουθούν να είναι γοητευτικές, και τώρα περισσότερο, έτσι εσωστρεφείς και γυμνές που μείναν· σαν να μιλούν ευκρινέστερα στον εισερχόμενο, τώρα που δεν είναι πια πελάτης αλλά περιπλανητής. Οι πολύβουες στοές έχουν μεταπέσει ηχητικά και κινητικά προς ένα intime ψιθύρισμα, που είναι όμως πιο εύγλωττο για το πρόθυμο αυτί. Είναι αστικά διάκενα, που αφηγούνται τον κυματισμό της ιστορίας: αλλάζουν οι χρήσεις, οι αξίες, η πρόσληψη, οι σημασίες, αλλάζουμε εμείς.

Περιποιημένα καφενεία καταλαμβάνουν τις εξωτερικές γωνίες και ύστερα εξαπλώνονται προς τα μέσα, ίσκιος το καλοκαίρι, προστασία το χειμώνα· όσο προχωράς στο βάθος, η φθορά αναδύεται φανερή και επικρατούσα, αλλά μαζί της μια βαθύτερη αίσθηση του χρόνου. Ο χρόνος ρέει διαφορετικός στο ρολογάδικο του βάθους, στο επιμεταλλωτήριο του πρώτου ορόφου, στο ραφείο του συνταξιούχου. Η σκόνη του χρόνου πάνω στις περίτεχνες σιδεριές της κουπαστής, τα λιωμένα μάρμαρα του δαπέδου, τα ραγισμένα κρύσταλλα, είναι πλούτος.

Με όλες τις δυσκολίες νέοι άποικοι φτάνουν και ξαναφτάνουν, ανανεώνουν τη ζωή, τη νιώθεις, τη μυρίζεις, την ακούς σαν μικρό έντομο αισιόδοξο. Φτιάχνουν ακόμη βέρες, φαρδαίνουν ξεχασμένα δαχτυλίδα οικογενειακά, επισκευάζουν φερμουάρ, ντύνουν κουμπιά, ξαναδίνουν ζωή στα χαλασμένα και τα παλιά. Σερβίρουν μυρωδάτους ελληνικούς με φουσκάλες και εσπρέσο ριστρέτο, το βράδυ νεγκρόνια και ντακίρια, για όλες τις γενιές όλες τις τάξεις. Αγκαλιάζουν οι στοές.

Μέσα-έξω, φως-ημίφως, βουητό ψίθυροι και σιγαλιά, τεντωμένη χορδή χωμένη στις τσέπες, οι άνθρωποι της Μεγάλης Υφεσης δεν φωνάζουν στις στοές, πατάνε σεβαστικά σαν να σέρνουν παντόφλες σε μωσαϊκά νοσοκομείου, στήνουν αυτί και αφουγκράζονται το παρόν, ότι αυτό τα περιέχει όλα. Χωνεύεται ο πλάνης μες στο πλήθος, αφήνεται στο κύμα.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

«Η μεταπολίτευση δεν έχει και τόσο καλή φήμη στις μέρες μας. Διανοούμενοι όλων των αποχρώσεων τη στηλιτεύουν, αναγνωρίζοντάς την ως πηγή των κακοκδαιμονιών που τυραννούν εδώ και πολύ καιρό, κι ακόμη περισσότερο σήμερα, τη χώρα: από την ισοπέδωση κριτηρίων και αξιών στην παιδεία μέχρι τη διάδοση μιας ξύλινης γλώσσας στα δημόσι απράγματα, κι από την κατάχρηση συνδικαλιστικών και πολιτικών διεκδικήσεων μέχρι τη δημοσιονομική κατάρρευση και την κρίση χρέους».

Περιγράφει ο Κώστας Λιβιεράτος, κατ’ εξοχήν τέκνο της περιόδου, οξυδερκής και εμβριθής μελετητής της «πολιτισμικής» μεταπολίτευσης είτε γράφοντας αυτόνομα είτε αναλύοντας το έργο του φίλου του Χρήστου Βακαλόπουλου. Ο Βακαλόπουλος άλλωστε, μοναδικός παρατηρητής του καιρού του, καμιά εικοσαριά χρόνια νωρίτερα, είχε μιλήσει για «αυτή την παρεξήγηση που ονομάστηκε μεταπολίτευση».

Στο εκτενές μελέτημά του «Ο Χρ. Βακαλόπουλος και οι χαμένοι δρόμοι της μεταπολίτευσης», στο τελευταίο τεύχος της Νέας Εστίας, ο Λιβιεράτος τοποθετεί με ευαισθησία την όλη συζήτηση περί τέλους της μεταπολίτευσης πέραν της αυτομαστίγωσης και της στερεοτυπικής καθολικής ευθύνης. Σαν ακάματος ανασκαφέας των συλλογικών αναπαραστάσεων και των συλλογικών πρακτικών, των καθημερινών σπαραγμάτων του λαϊκού πολιτισμού και της διάσπαρτης ποπ, σαν άγρυπνος ακροατής των υπόγειων ρευμάτων της παράδοσης και της ιστορίας, ο Κ.Λ. βγαίνει τολμηρά υπεράνω της νοσταλγίας για το ροκ συγκρότημα της εφηβείας μας που διαλύθηκε, αλλά και υπεράνω της άγονης καταστροφολογίας.

Προεκτείνω τις σκέψεις του Κ.Λ., συνοδοιπόρου απ’ τα χρόνια του ’80, μέσα στο δραματικό παρόν: Η αθωότητα και η σωματική βίωση του χρόνου τέλειωσε πράγματι πολύ πριν από τη χρεοκοπία. Από τη δεκαετία του ’90 ζούμε διαρκώς αποκολλώμενοι από τη σωματικότητα και την παράδοση, διαρκώς εμβαπτιζόμενοι στη φενάκη και την απληστία, ανιστορικοί και λιμασμένοι. Χωρίς να γινόμαστε περισσότερο ηδονικοί· μάλλον, ματαιόσπουδοι θηρευτές της ατομικότητας και της υλικής πλησμονής. Χάνοντας στο δρόμο την κριτική ματιά, τη ζυγισμένη αποτίμηση, την αποσυμπιεστική ειρωνεία, την αίσθηση της φθαρτότητας. Χάνοντας τη γνώση της παράδοσης και την έγνοια για ανανέωσή της, δηλαδή, όλα όσα με κόπο και ενόραση αποτόλμησαν οι πνευματικοί προπάτορες, από τον ρομαντικό 19ο αιώνα ίσαμε τη γενιά του ’30 και τα φανερώματα του νέου λαϊκού πολιτισμού το ’60.

Ο σημίτειος εκσυγχρονισμός, ας πούμε, ένας βαλκάνιος μπλερισμός, διακηρύχθηκε σαν σπάσιμο των δεσμών με το παρελθόν της μίζερης Ελλάδας, σαν άλμα στο λαμπρό μέλλον των αγορών. Το άλμα συντελέσθηκε πράγματι, πάνω από στάδια, εργολαβίες και ιερά δισκοπότηρα χρηματιστηρίου και ευρώ· όταν πέσαμε όμως δεν υπήρχε ούτε στρώμα ούτε χώμα. Υπήρχαν τα καρφιά της ματαίωσης. Χωρίς καταγωγικό ίχνος, δίχως τη χαρά του μικρού και του τοπικού, χωρίς έγκαιρο ενοφθαλμισμό του παγκόσμιου στο μικρό μας σώμα, όταν έσπασε η πολυετής φούσκα βυθιστήκαμε διαδοχικά στην κατάπληξη, την οργή, την αυτοϋποτίμηση, τον φόβο, το μίσος. Οι πληγωμένοι και εμβρόντητοι, οι έντρομοι, αποτινάσσουν το βάρος μισώντας κάθε τι πέρα από τον πυρήνα του φόβου τους: τον διπλανό του, τον άλλο, τα ίδια τους τα σωθικά.

Ακόμη και μια ιστορική περίοδος, μια άυλη υπόσταση ποικίλως οριζομένη, όπως η μεταπολίτευση, συγκεντρώνει την καταλαλιά και το μίσος. Αν όμως ακούσουμε προσεκτικά ποιοι φωνάζουν, θα αντιληφθούμε ότι οι περισσότεροι ποτέ άλλοτε δεν φώναξαν, δεν μίλησαν, δεν άσκησαν κριτική, κατά το μακάριο παρελθόν. Σαν τους μελετηρούς επί δικτατορίας, τότε δεν ήξεραν τίποτε για το έγκλημα. Οι περισσότεροι σημερινοί τιμητές της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, στα χρόνια της κραιπάλης εδόξαζαν λόγω και έργω τον κυνισμό του λάιφστάιλ, τον ατομικιστή άρπαγα, την αναδιανομή του Χρηματιστηρίου, τα ελληνάδικα, ανέχονταν τη διαφθορά, ήταν συγκαταβατικοί με τη γενικευμένη ξιππασιά. Οσοι, ολίγοι, μιλούσαν για την εν τω βάθει παρακμή και την πολιτισμική παράλυση, χαρακτηρίζονταν μίζεροι, κολλημένοι, μοραλίστ, γραφικοί.

Μα ακριβώς αυτοί οι κριτικοί και οι κολλημένοι, πικρότατα δικαιωμένοι τώρα, καλούνται πάλι να μιλήσουν ψύχραιμα για τα επιτεύγματα της μεταπολίτευσης και όχι μόνο για τις απώλειες και τις αμαρτίες. Μόνο όσοι διέκριναν ακόμη και μες στην ασυδοσία τα φανερώματα της ζωής και τους κόκκους αλήθειας, τολμούν να δουν το σημερινό ναυάγιο με όρους ιστορικούς και πνευματικούς, χωρίς αναθέματα και δαιμονολογία, χωρίς την εύκολη προσφυγή σε νεοφιλελεύθερους μονόδρομους ή εθνικοσοσιαλιστικά τσεκούρια.

Τα δημόσια γραπτά και τα δημόσια λόγια μένουν. Να τα αφήσουμε πίσω, ναι, οπωσδήποτε, αλλά να μη λησμονούμε.

Είναι Κυριακή και είναι μισολιακάδα Νοεμβρίου. Το φως λούζει την Αθήνα, την ξεπλένει και την αποδίδει αναγεννημένη, σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια, καθώς διαπλέεις Πατησίων και Αθηνάς με την Ακρόπολη διαρκώς μπροστά σου. Αυτό το φως σού ανοίγει την ψυχή, σε ξεζαρώνει.
Απ΄την εκβολή της η Αθηνάς προδιαθέτει για το πανηγύρι που τελείται παρακάτω. Στην πλατεία στο Μοναστηράκι, αδιαχώρητο. Ανθρωποι έχουν πλημμυρίσει όλο το ξέφωτο, στο κέντρο το πλήθος είναι στημένο γύρω από ένα δυσδιάκριτο δρώμενο: σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών, διαπερνάς πλάτες και κεφάλια, διακρίνεις ακροβάτες και πεχλιβάνηδες. Είναι 2012.

[Φλας: Θυμάμαι αχνά τον Τζίμη τον Τίγρη στην πλατεία Κοτζιά πριν καμιά τριανταριά χρόνια, τόσο και παραπάνω. Η Αθήνα ήταν μια πρωτεύουσα του Νότου, βαλκάνια, συμμαζεμένη· η ζωή έσφυζε γύρω από το ιστορικό της κέντρο, με καφενεία μουσικών, με οικοδόμους και ελαιοχρωματιστές στην Αθηνάς ξημερώματα, με άφοβα νυχτοπερπατήματα μειρακίων για πατσάδες και γιαουρτόμελα, με ζεστά κουλούρια ξενύχτικα στου Ψυρρή. Με κέρματα και μικρά χαρτονομίσματα ευημερούσαν οι Ελληνες στην τυφλή απόληξη της Ευρώπης, αισιοδοξούντες και εργαζόμενοι. Ταινίες, δίσκοι, συναυλίες, αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, μπαρ, ρούχα, ουίσκια, κονιάκ, ταβέρνες, όλα ήσαν λίγα αλλά επαρκή, όλα κυκλοφορούσαν χρησιμοποιούνταν εξαντλητικά. Κανείς δεν ανησυχούσε, σε κανέναν δεν έλειπαν τα αναγκαία, κανείς δεν αισθανόταν μειονεκτικός.]

Aπό την Ερμού έως την Ασωμάτων το παζάρι των παλιατζήδων. Απιθωμένα στην άσφαλτο ή στα καπώ των αυτοκινήτων τα περισσεύματα νοικοκυριών, τα απομεινάρια κλεισμένων σπιτιών, βινύλια, αγαλματίδια, θαμπά CD, ποτηράκια και υπολείμματα από σερβίτσια, ρολόγια κούκοι, τενεκεδένια κουτιά Παπαγάλος Λουμίδη. Υλη για περίεργους και συλλέκτες, σαβούρα που αναζητεί νέο χώρο να καταλάβει.

Σαβούρα λοιπόν: λάμπει κάτω απ΄το ηλιόφως, εκπέμπει μια αλλόκοτη αισιοδοξία, την χρονοανθεκτικότητά της· πίσω απ΄το εμπόρευμα στέκουν κλειστά μαγαζιά φαλιρισμένα, πνιγμένα από οργιώδη γκράφιτι που επιτείνουν το κενό. Ακόμη και στην Ερμού, που πρόσφατα καλλωπιζόταν με στεγαστικά δάνεια, ανάμεσα σε κραταιά παλαιοπωλεία με ακριβά κομμάτια, η παλιατσούρα εισβάλλει κυρίαρχη, αμείλικτη. Ερχεται παντοδύναμη, κλιμακωτά, από τα μεγάλα παζάρια της Πειραιώς στο Γκάζι, από τον Πειραιά, κι από το αχανές παζάρι του Σχιστού, από τα βασίλεια της σαβούρας.

[Πετάρισμα: η Αθήνα ήταν βαλκάνια, χωρίς όμως τη λάσπη, αρωματισμένη πάντα με την αύρα του Σαρωνικού και τον ανοιχτό ορίζοντα της Μεσογείου, ευλογημένη με ερείπια και κινητικότητα. Στο πρόσφατο τέταρτο αιώνος έγινε μητρόπολη του Νότου, μια προβολή λάμπουσας Ευρώπης προς ανατολάς, λίγο αλαζονική: προς αυτή τη φωτεινή εστία συνέρρευσαν άνθρωποι από γύρω, προς τον ήλιο, προς την γλυκεία ζωή της Μεσογείου, προς μια άρρητη υπόσχεση. Τώρα ξαναγίνεται βαλκάνια; Στρέφει προς τα έσω, προς μια κλειστή αυτάρκεια; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Ακόμη.]

Η εικόνα διαφορίζεται στο μεγαλειώδες άνοιγμα του Θησείου, εκεί όπου η Αθήνα προβάλλει δαιμονικά αρχαία και νέα, αιώνια καλλονή με λυτά μαλλιά. Υπό την κραταιά σκιά της Ακροπόλεως, αναπτύσσονται βυζαντινοί και νεοκλασσικοί ναοί, πεύκα, δενδροστοιχίες, εκλεκτικιστικές κατοικίες, μοντέρνα κτίρια, λιθόστρωτοι πεζόδρομοι, ταφικά μνημεία, θαλερά συντρίμμια αγοράς, διαρκείς ίσκιοι ανθρώπων, συρσίματα ποδιών, ψίθυροι και ντελάληδες από πάντα εδώ. Στο ξέφωτο, πλάι στο παρκάκι, ένα άλλο παζάρι, πιο κομψό, με καινούργια πραγματάκια, πάντως το ίδιο ανώφελο, μη πρακτικό, το ίδιο γοητευτικό. Σμήνη περιπατητών, χαζεύουν τα πωλούμενα χειροτεχνών και γυρολόγων, τα Made in China πραγματάκια της πεντάρας. Υπνωτισμένοι όλοι, ξενόλαλοι και αυτόχθονες, υπνωτισμένοι από το κάλλος του τοπίου και από τα πραγματάκια.

Τι μαγνητίζει τους ανθρώπους σε τέτοια παζάρια; Ιδια παντού η σαγήνη, από το Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη ώς τη Βενετία, τη Νάπολη και το Παρίσι. Παζάρι, μερκάτα, σουκ, αγορά, υπαίθρια ή ημιστεγασμένη, πόσο διαφορετική όμως πάντα από το mall, πόσο πιο πολύχρωμη, φτηνή, διασκεδαστική, για χασομέρηδες και παιδιά εξίσου. Είναι το τελευταίο πεδίο μαγείας στις πόλεις της ταχύτητας και της τεχνικής, μια φυσαλλίδα όπου ο χρόνος επιβραδύνεται έως ότου όλα γίνονται άχρονα, αρχαϊκά, όλα βαπτίζονται στον μύθο, και ο βίος απλώνεται κυκλικά. Για λίγο, όσο διαρκεί ένα πρωινό σουλάτσο, πριν ή μετά έναν μακρόσυρτο καφέ στα δάση των τραπεζοκαθισμάτων. Οσο διαρκεί το φως μιας Κυριακής, άπλετο, βασανιστικό, λυτρωτικό.

Το χώμα στο παρκάκι είναι νωπό. Σχεδόν μυρίζεις δέντρα.

ζωγραφική: Paul Klee, Mediterranean Settlement.

Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι η Ελλλάδα ύστερα από δέκα χρόνια. Αδύνατον. Μετά πέντε χρόνια; Αδύνατον. Σ’ ένα χρόνο; Οικονομικά θα είναι ακόμη χειρότερα από σήμερα, πολιτικά ή κοινωνικά δεν ξέρω, μόνο φοβάμαι για χειρότερα. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είμαστε τα Χριστούγεννα. Πιστεύω ότι θα καθίσουμε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και σε τραπέζια φίλων και θα καταφέρουμε να γελάσουμε, να ευχηθούμε, να τσουγκρίσουμε, χωρίς να μπλέξουμε σε συζητήσεις για την Υφεση και μαυρίσει η ψυχή μας, χωρίς να χαλάσουμε τις καρδιές μας για τα πολιτικά αίτια και τα ελαττώματα του γένους.

Αυτά τα Χριστούγεννα θα τα καταφέρουμε κουτσά-στραβά. Μέχρι τόσο μπορώ να δω το μέλλον, ευχόμενος να μη σκιάσει το τραπέζι καμιά βαριά κουβέντα. Πιο πέρα δεν μπορώ να δω. Δεν πρόκειται για αδυναμία πρόβλεψης, αλλά για κατάρρευση της κανονικότητας: ποτέ δεν μπρούσαμε να προβλέψουμε τη μέλλουσα ζωή, αλλά τουλάχιστον η ζωή κυλούσε μέσα σε μια ροή αναμονών, με κάποιες ευλογοφανείς προσδοκίες, με εύλογες πιθανότητες. Η κρίση διέκοψε την κανονική ροή του βίου και η ύφεση διέλυσε κάθε ορθολογιστική ή έστω ευλογοφανή προσδοκία. Οχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά.

Η μετάπτωση από τη σφαίρα της επιθυμίας, γνήσιας ή επίπλαστης, από τη σφαίρα της αφθονίας και της επάρκειας, πρωτογενούς ή δανεικής, στη σφαίρα της ανάγκης, της σπάνης, δεν μετασχηματίζει μόνο τον υλικό βίο, αλλά και τη σκέψη, το φαντασιακό, τους άυλους, πλην απολύτως ουσιώδεις, όρους της ύπαρξης. Ο βιαίως και αποτόμως χρεοκοπημένος, ο νεόπτωχος, ο νεοπληβείος βρίσκεται σε μια ριζικά καινούργια κατάσταση εντελώς απαράσκευος, χωρίς τα στοιχειώδη νοητικά εργαλεία, χωρίς την ψυχική δομή για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις. Λυγίζει, πανικοβάλλεται, λιποψυχάει.

Σε αυτό το σημείο περίπου βρισκόμαστε τώρα, με ευρεία διαβάθμιση ποσοτική και ποιοτική· δεν είναι εκτεθειμένες όλες οι πληθυσμιακές ομάδες στον ίδιο πόνο. Το γενικό κλίμα εντούτοις είναι αυτό: σύγχυση, πανικός, φόβος. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο λυγισμένος και δεχόμενος αλλεπάλληλα σοκ, ο ολισθαίνων καθοδικά στην κλίμακα της πτώχευσης και της ανημπόριας, είναι έτοιμος να αποδεχτεί τον τερματισμό του μαρτυρίου έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, ηθικού, πολιτικού· είτε με έκπτωση στην ατομική του αξιοπρέπεια είτε με εκχώρηση κάθε αξίωσης επί του κοινωνικού συμβολαίου, του άλλωστε κουρελιασμένου. Ο λυγισμένος, ο ευρισκόμενος στο κατώφλι της ολοσχερούς ήττας, ο απωλέσας την τιμή και την υπερηφάνειά του, ο λαχταρισμένος για το ψωμί των παιδιών του, είναι πρόθυμος να υποταχθεί, να εγκαταλείψει και την ισότητα και την ελευθερία και φυσικά τη δημοκρατία. Αρκεί να επιζήσει.

Είναι όλα τόσο μαύρα; Οχι. Ασφαλώς το ενδεχόμενο του ζόφου είναι ισχυρό. Αλλά όχι μόνο αυτό. Οι άνθρωποι είναι επιβιωτές που τρέπονται προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις, που αντιδρούν στις ιστορικές προκλήσεις με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, με επινοητικότητα, με πρωτότυπες ανασυνθέσεις της εμπειρίας. Ωστε πλάι στο ενδεχόμενο της παράλυσης και της υποταγής, του απανθρωπισμού, υπάρχουν πάντα και άλλα ενδεχόμενα εξίσου ισχυρά: η εξέγερση, η μεταρρύθμιση, η ταχεία προσαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι οργανισμοί επιδιώκουν αυτοματικά σχεδόν, και επιτυγχάνουν, ομοιοστασία, τη βέλτιστη ισορροπία με δαπάνη της ελάχιστης δυνατής ενέργειας ― αυτό αχνοθυμάμαι από τη θερμοδυναμική εμβίων όντων στις παραδόσεις Βιολογίας πρώτου έτους και το μεταφέρω χοντροκομμένα στον κοινωνικό οργανισμό.

Παρότι δεν μπορείς πια να προδιαγράψεις ούτε καν το αναμενόμενο περίγραμμα του εγγύς μέλλοντος ―έλλογη προσδοκία, παρά πρόβλεψη―, προσαρμόζεσαι. Φέρνεις το μέλλον ακόμη πιο κοντά, συμπυκνώνεις τον χρόνο. Μαθαίνεις να ζεις μέρα τη μέρα, να αντλείς ευχαρίστηση βραχείας διάρκειας, παροντική, σωματική. Επανεκτιμάς απλές χαρές, βλέπεις ξανά τα ουσιώδη, ορίζεις αλλιώς τα στερνά χρειώδη.

Τα δύο δύσκολα χρόνια που πέρασαν έπιανα τον εαυτό μου να ρουφάει άπληστα, σαν παρθένος οργανισμός άμαθος, τον ουρανό, τη λιακάδα, τη θάλασσα, αγκάλιαζα αλλιώς τ’ αμπέλια, τις ελιές, τους άτακτους πευκώνες. Γεύτηκα με πρωτόγνωρη ηδονή ντομάτες ξερικές απ΄το κυκλαδικό μποστάνι και πράσινο λάδι απ΄το «δύστυχο χώμα» του Μανιάτη φίλου μου. Ενιωσα ότι οι φιλίες, οι συγγενείς, οι σχέσεις είναι μονάκριβα δώρα. Σαν τη ζωή. Και με έκπληξη έπιασα και άλλους πολλούς γύρω μου να αντιδρούν έτσι, να ζουν εδώ και τώρα, να απολαμβάνουν το ολίγο, να σέβονται το ελάχιστο. «Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς».

Η αιφνίδια επίσκεψη της καγκελαρίου Μέρκελ στην Αθήνα, ύστερα από εσπευσμένη πρόσκληση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, συμπίπτει με μια κρίσιμη φάση του προγράμματος διάσωσης και με μια αναλόγως κρίσιμη στιγμή της ευρωζώνης. Η επίσκεψη έχει υψηλή συμβολική σημασία: Η κ. Μέρκελ, αφενός, σπεύδει να βοηθήσει την αμήχανη ελληνική κυβέρνηση, λίγες ημέρες πριν από τη λήψη οδυνηρών περικοπών, και εν μέσω δεινής πολιτικής κρίσης· αφετέρου, σπεύδει να ενισχύσει την αξίωση ηγεμονίας της Γερμανίας στο ασθενές νότιο τόξο της ευρωζώνης.

Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Δυστυχώς όμως στα δυόμισι χρόνια της κρίσης οι ελληνογερμανικές σχέσεις έχουν πληγεί εξαιτίας αμοιβαίως κακών εκτιμήσεων και χειρισμών, ασαφειών και ολιγωρίας, και κυρίως επειδή διπλωματία άσκησαν αμετροεπείς πολιτικοί και λαϊκιστικά μήντια για τους δικούς τους σκοπούς. Η γερμανική ηγεσία άργησε να εκτιμήσει το βάθος και τη σφοδρότητα της ελληνικής κρίσης, η δε ελληνική ηγεσία δεν αποτόλμησε να εκθέσει όλο το πρόβλημα και να διαπραγματευθεί ένα βιώσιμο σχέδιο διάσωσης. Οι Γερμανοί πείσμωναν, οι Ελληνες κρυβόντουσαν· και οι δύο μαζί απέτυχαν να συναντηθούν εγκαίρως σε μια λύση.

Τώρα το πρόγραμμα διάσωσης παραπαίει εν μέσω σφοδρής πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, την οποία εν πολλοίς έχει προκαλέσει ή επιταχύνει το ίδιο. Οι λανθασμένες και παρακινδυνευμένες παραδοχές του έχουν καταστρέψει ήδη μία κυβέρνηση και τουλάχιστον δύο κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και τον ΛΑΟΣ, ενώ απειλείται ήδη η τρίτη, κατά σειρά, κυβέρνηση μέσα σε τρία χρόνια. Η κ. Μέρκελ, αφού επίεσε ασφυκτικά τον κ. Σαμαρά να συμμεριστεί τη δική της μνημονιακή προσέγγιση, τώρα ίσως αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται εν ασφυξία, στο όριο θραύσεως. Ζητάει να κερδίσει χρόνο για τις δικές της κινήσεις εντός της ραγισμένης ευρωζώνης και εντός της προεκλογικής Γερμανίας. Το ζήτημα όμως είναι ότι ο χρόνος της Ελλάδας είναι διαφορετικός, εξαιρετικά πιο βραχύς και επείγων.

Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς φέρει στους ώμους του μια πολύ δύσκολη αποστολή, σχεδόν ακατόρθωτη: αφενός, να διατηρήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη, στις παρυφές έστω του ραγισμένου κλαμπ των ισχυρών, αφετέρου, να κρατήσει στη ζωή τη βαριά τραυματισμένη ελληνική κοινωνία. Μάλιστα, να κρατηθεί η κοινωνία εν ζωή όχι μόνο με οικονομικούς όρους, αλλά και με πολιτικούς, δηλαδή στο πλαίσιο ενός υγιούς δημοκρατικού κράτους. Ετσι τουλάχιστον δηλώνει στα ξένα μέσα, δείχνοντας ότι αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες και τους κινδύνους, εξ ου και το αγωνιώδες αίτημά του για χρόνο, λίγο ακόμη χρόνο, μια ανάσα.

Δυστυχώς, η ελληνική ηγεσία κατασπατάλησε πολύτιμο ιστορικό χρόνο την παρελθούσα κρίσιμη τριετία. Μαζί με τον χρόνο σπατάλησε και το διπλωματικό κεφάλαιο και τα διαπραγματευτικά αποθέματα. Η διάγνωση του προβλήματος δεν ήταν έγκαιρη, τα σωστικά μέτρα ανεπαρκή ή εντελώς λανθασμένα, η διαπραγμάτευση ανύπαρκτη, η αντίληψη του πολιτικού χρονισμού μηδαμινή. Μηδαμινή πλέον και η εθνική αξιοπιστία.

Η Ελλάδα αφέθηκε να θυματοποιηθεί προς τα έξω, ενώ στο εσωτερικό η ηγεσία επετίθετο με οριζόντιες περικοπές στους πολίτες, άνευ σχεδίου, άνευ στοχεύσεων. Είναι ορθή άρα η επισήμανση των ξένων ηγετών ―καίτοι μερική ως εξήγηση―, ότι για τα δεινά του ελληνικού λαού ευθύνονται οι ανεπαρκείς εγχώριες ελίτ. Ακόμη και χθες, ενώπιον του Ελληνα πρωθυπουργού, η καγκελάριος Μέρκελ επεσήμανε ότι την κρίση δεν πρέπει να την πληρώνουν μόνον οι οικονομικά αδύναμοι.

Ο χρόνος δεν δίδεται χωρίς ανταλλάγματα. Η Γερμανίδα καγκελάριος απέφυγε να εκφράσει την πολιτική της βούληση για την τύχη της Ελλάδας· παρέπεμψε στην έκθεση της τρόικας, ένα τεχνικό κείμενο συνταγμένο από υπαλλήλους, που εκτελούν εντολές πολιτικών προϊσταμένων. Η παραπομπή στην “ουδέτερη” έκθεση δίδει πράγματι τον λιγοστό χρόνο, ο οποίος πιθανόν να παραταθεί έως τις αμερικανικές εκλογές. Αλλά αυτός ο χρόνος ρέει σαν σιγαλόφωνο πρελούδιο ρήξης. Η καλοσύνη των ξένων στερεύει.

Την περασμένη εβδομάδα, μετά πολλούς αλλεπάλληλους μήνες αγωνίας, κι ενώ τα διλήμματα περί την εκλογή κορυφώνονταν, εν μέσω διάχυτου δέους και απειλών Αποκαλύψεως, διαβάζοντας λαχανιασμένα ξένους αναλυτές, οικονομοπροφήτες και γεωπολιτικούς, έλαμψε το μέλλον: Η παρτίδα υπό τους τρέχοντες όρους δεν σώζεται. Αλλά το παιχνίδι δεν τέλειωσε.

Η δοκιμασία, κλιμακούμενη επί τριετία, φέρνει κατάπληξη, φόβο, πόνο, ασφυξία, αλλά και αστραπές ελπίδας. Οσο μεγαλύτερα τα βάρη της δοκιμασίας, τόσο πιο αβάσταχτη η αναμονή, σε έναν χρόνο που πήζει γύρω μας και μας φυλακίζει. Αλλά και τόσο εναργέστερη η αίσθηση ότι στο τέρμα αυτού του σπιράλ δεν καραδοκεί μεγαλύτερος πόνος, αλλά ανακούφιση και λύτρωση. Διότι τώρα το μεγαλύτερο άχθος είναι η αναμονή, να νιώθεις τα ζωτικά υγρά να ρέουν έξω απ’ το σώμα και να μην μπορείς να διακόψεις την απορροή, να μην μπορείς να αναπληρώσεις τις απώλειες.

Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή… Ο Ιπποκράτης ψιθυρίζει το ίαμα της σοφίας του κάτω απ΄τα πλατάνια του Ακληπιείου της Κω. Μας διδάσκει υπομονή, καρτερία, να δεχόμαστε ότι ο καιρός ολισθαίνει συνεχώς, κι η εμπειρία δεν διδάσκει πάντα για το πώς να αντιμετωπίσουμε τα ερχόμενα, κι η κρίση και η απόφαση είναι πάντα δύσκολες. Δεν είναι μοιρολατρία, αλλά αποδοχή του πεπερασμένου, του περατού μας ορίζοντα, του βραχέος βίου. Και με την αποδοχή, ήδη αρχίζει η εκτίναξη, η αποκατάσταση και η ανακαίνιση. Ως εκ τούτου, καλούμαστε να διοεχετεύσουμε τη ζωτικότητά μας και το πνεύμα μας, στην ίδια τη ζωή, τη δρώσα ζωή, τη vita activa. Είμαστε τα έργα μας, η τέχνη μας, η δημιουργία μας και η μαστορική μας, η μήτις που πηδαλιουχεί τον βίο εν δράσει.

Φτάνει να κρατάμε «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας», καθώς λέει ο Σολωμός. Καθώς το μαρτυρά η παράδοση: Ego dormio et cor meum vigilat. Καθώς το μεταγράφει ο άλλος ποιητής, ο Σεφέρης: Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά. Λόγια βγαλμένα από το Ευαγγέλιο: οι φρόνιμοι περιμένουν την Κρίση κάθε ώρα, κάθε στιγμή, και είναι άγρυπνοι. Οι λιγόψυχοι ολιγωρούν· σ’ αυτούς η Κρίση θα έρθει σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα, όταν ο νοικοκύρης κοιμάται. «Nα είναι η μέση σας πάντα ζωσμένη και τα λυχνάρια σας αναμμένα», υποδεικνύει ο Ευαγγελιστής.

Ετσι διασχίζουμε τη νύχτα της δοκιμασίας, ζωσμένοι με καρτερία, με πικρά αποκτημένη πείρα, αγρυπνούντες και ιστορικοί. Τα βάσανα δεν έχουν τελειώσει, αλλά τουλάχιστον τώρα αισθανόμαστε ότι το τέρμα πλησιάζει, και μες στην αντάρα και τη σκόνη της πρόσκρουσης θα συμβαίνει ήδη η επανεκκίνηση. Τώρα, για πρώτη φορά μετά την μακρά αγωνία της διαρκούς ολίσθησης, χαράζει ως πραγματικό το στερεοτυπικό: κάθε καταστροφή φέρει μέσα της τη δυνατότητα για δημιουργία. Είναι η μόνη δυνατότητα. Αλλά εν τω μεταξύ έχουμε να αντέξουμε ενδιαμέσως τον πόνο· ας είναι ωδίνη λοιπόν.

Ο Ιπποκράτης, ο Σολωμός, ο Σεφέρης, το Ευαγγέλιο, η amor fati του Μάρκου Αυρήλιου και του Νίτσε, όλα έρχονται παραμυθητικά και σκεπάζουν την ψυχή και τον νου. Το μέλλον φανερώνεται σαν έλλαμψη και σαν προαναγγελία κινδύνου, και μαζί σαν κάμπος φωτός, σαν να περνάς διαμιάς τη χρονοσήραγγα και βρίσκεσαι στη διάδοχη πίστα, σαν να ακολουθείς ανοδικό σπιράλ. Οσο διαρκεί η λάμψη της μετάβασης, το σώμα θα υποφέρει, ο βίος θα λυγίζει· αλλά μόνο για να εκτιναχθεί ξανά.

Ας το πάρουμε απόφαση. Θα διαγράψουμε το παρελθόν, αλλά δεν θα λησμονήσουμε. Δεν θα ξεχάσουμε τη φενάκη και την ύβρη, όσο και όπως υποκύψαμε. Η μνήμη είναι η μόνη αποσκευή, θα τη μεταφέρουμε ακούσια αλλά αγόγγυστα, θα είναι η μαρτυρία και η προίκα μας. Κάθε ρήξη εμπεριέχει συνέχεια και ανέλιξη.

Στεκόμαστε όρθιοι στην οδό Μπενάκη, πλάι σ’ έναν κάδο με υλικά κατεδαφίσεως, ανακαινισμένο με γκραφίτι. Ο σεβαστός μου φίλος αναρωτιέται τι δίνουμε στα παιδιά μας, στο χείλος της Κρίσεως. Κρίση είναι ζωή που τους ανοίγεται. Τους παραδίδουμε μια φλογίτσα αγάπης, ελευθερία. Και τη μαρτυρία του βίου μας: είμαστε τα έργα μας, οι πράξεις, το ζωντανό μας παράδειγμα και τα αισθήματά μας. «Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά, / κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι / και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.»

Οι αθηναϊκοί δρόμοι ζωντάνεψαν, οι θερμές νύχτες προσκαλούν και πάλι τον κόσμο να βγει έξω, ακόμη και τα χρήματα από τα στρώματα επιστρέφουν στις τράπεζες. Οι Ελληνες κρατούσαν την ανάσα τους για μερικές εβδομάδες, καθώς η διεθνής δημοσιότητα τους φώτιζε ανελέητα και τους έθετε σκληρά διλήμματα. Εντέλει διά της ψήφου τους έδωσαν τη δυνατότητα να σχηματιστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας, για να ασφαλιστεί η παραμονή στο ευρώ και να επιχειρηθεί κάποια ανάσχεση της κρίσης, διά επιμηκύνσεως και χαλαρώσεως του Μνημονίου.

Ωστόσο, ο τρόπος και οι όροι συγκρότησης της κυβέρνησης από τα συμμετέχοντα κόμματα δείχνουν μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό και το πολιτικό σώμα. Οι κυβερνητικοί εταίροι δείχνουν να μη συμμερίζονται την όποια ελπίδα, την όποια πίστη, την αίσθηση επείγοντος και την απαίτηση για υπερβάσεις, που κατέθεσε το εκλογικό σώμα στην κάλπη την 17η Ιουνίου.

Ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς δεν επέβαλε υπερκομματικά πρόσωπα, ικανά να πείσουν και να εμπνεύσουν ευρύτερες μάζες πέραν των ψηφοφόρων της Ν.Δ. Ουσιαστικά, οι μόνοι υπερκομματικοί είναι οι δύο υπηρεσιακοί υπουργοί, που παρέμειναν σε νέες θέσεις. Οι δε κ. Βενιζέλος και Κουβέλης απέφυγαν επιμελώς να προσφέρουν το πολιτικό τους κεφάλαιο στην κυβέρνηση· δεν συμμετέχουν καν οι ίδιοι προσωπικά, παραμένουν στο παρασκήνιο, καθοδηγώντας αφανώς και φυλάγοντας τα νώτα τους. Κρατάνε πισινή, σε φόντο ερειπίων…

Αυτή η διστακτικότητα, η οπισθοβουλία, η ολιγωρία εντέλει, δεν στέλνει το κατάλληλο σήμα στην κοινωνία. Δεν στέλνει μήνυμα αποφασιστικότητας, κεραυνοβόλων δράσεων, ομοθυμίας, υπερβάσεων, ενώπιον μιας πραγματικότητας ζοφερής, μιας καταστροφής εν εξελίξει, ενώπιον μιας ιστορικής προκλήσεως. Ασφαλώς πρέπει να περιμένουμε λίγο, να εξαγγείλει το πρόγραμμά της η κυβέρνηση, να δούμε και ποια περιθώρια, χρονικά και ποσοτικά, θα δοθούν από τους πιστωτές. Μόνο τόσο όμως. Ο χρόνος κυλάει αμείλικτα εναντίον της Ελλάδας.

Μία εβδομάδα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές. Τέσσερις εβδομάδες από τις περασμένες άγονες. Ενας λαός αιωρείται εν θυμώ, εν χώρω και χρόνω: ανάμεσα σε αισθήματα, ψυχανεμίσματα, υλικές ανάγκες και προσδοκίες, ανάμεσα στο πάτριο χώμα και τον ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο, ανάμεσα στο αμετάκλητα απολεσθέν παρελθόν και το άδηλο απειλητικό μέλλον.

Αιωρούμενοι διαρκώς, αναπόσπαστο μέρος του φαινομένου, εντοπίζουμε ωστόσο δύο ρευστά μοτίβα, δύο μεταξύ πολλών άλλων. Ενα: τι διαιρεί και τι συνέχει το αιωρούμενο πλήθος. Δύο: ποια η υπόσταση και η υφή του χρόνου.

Η εκλογή της 17ης Ιουνίου θα επισφραγίσει χειρονομιακά, ποσοτικά, μια μετατόπιση που ήδη έχει συντελεστεί. Πρόκειται για τη μετακίνηση του πλήθους από τον χώρο της σιωπής, του ψίθυρου, του μυκτηρισμού και του αποκλεισμού, στο κεντρικό πεδίο, στην μεγάλη σκηνή, στην πλατεία. Η μετακίνηση μεταμόρφωσε το πλήθος από άφωνο κομπάρσο σε ομιλούντα πρωταγωνιστή: το πλήθος των πλατειών του Ιουνίου 2011 αναποδογύρισε τον τρόπο και τον χρόνο, αντέστρεψε τους ρόλους· με το καρναβαλικό του γέλιο, διόλου αστείο αλλά βαθιά απελευθερωτικό, κλόνισε τις εγκατεστημένες σχέσεις κυριαρχίας. Το καρναβάλι των πλατειών τα περιείχε όλα: και τον σπασμό της απόδρασης και τη λαχτάρα για αυτονομία και τη στερεοτυπικότητα και το kitsch. Ηταν μια ιστορική στιγμή όπου συναιρέθηκε το πρωτόγονο και το ενστικτώδες με το υπερμοντέρνο και τις αδύναμες σπίθες μιας ανεύρετης ουτοπίας.

Υστερα, οι σπίθες έσβησαν. Τα σώματα αποσύρθηκαν. Χωρίς όμως να ξεχάσουν. Στα σώματα είχε εγγραφεί η στάσις και ο έτερος τρόπος: αυτά τα σβησμένα ξαναφούντωσαν στις κάλπες. Το πλήθος κινήθηκε σαν την παλίρροια, φούσκωσε, φύρανε και ξαναφούσκωσε, και θα ξαναφυράνει. Στην παρούσα φάση το πλήθος του καρναβαλιού και της κάλπης αναζητεί τη συνέχουσα ύλη του, μια κοινή δόξα, μια μοιραζόμενη πίστη, ό,τι θα το μεταμορφώσει σε λαό που αποφασίζει τη μοίρα του, ή τουλάχιστον που γνωρίζει γιατί να αφεθεί σ’ αυτήν.

Ποια θα είναι η συνέχουσα ύλη, όταν θα καταγραφούν τα ποσοστά της απόφασης, ώστε η απόφαση να γίνει ιστορική ύλη, βίος και δράση; Θα τη λένε πατρίδα; Πολιτική κοινωνία; Γυμνή επιβίωση; Κάθε ενδεχόμενο είναι ανοιχτό και κάθε ενδεχόμενο οδηγεί σε άλλες καταστάσεις ισορροπίας, άλλες μορφές οργάνωσης βίου.
Γιατί η ενδιάθετη ροπή προς τη συνοχή αντισταθμίζεται διαρκώς από τη ροπή προς τη διαίρεση, προς τον κερματισμό και τις συγκρούσεις των επιμέρους. Το πλήθος συνεχώς νιώθει στο σώμα του φυγόκεντρες, αντίρροπες δυνάμεις. Στοιχειακά: φιλότης και νείκος.

Αυτή τη δυναμική των αντίρροπων να τη δούμε αναπτυσσόμενη σε έναν χρόνο που έχει πυκνώσει τόσο που μας ρουφάει και μας παγώνει, μας επιταχύνει και μας εκσφενδονίζει στο μέλλον, ταυτοχρόνως σαν παρατηρούμενα και σαν παρατηρητές. Ας δούμε τον χρόνο σε πολλαπλές φανερώσεις: Γέρων Χρόνος, Καιρός, Fortuna. Αλλοτε, σαν αρχαίους, μας όριζε η Μοίρα, τώρα οι νεωτερικοί αδράχνουμε την Τύχη απ΄τα μαλλιά. Εντός του χρόνου εκπτύσσονται η παράδοση και το μέλλον αξεχώριστα· εμείς, τα υποκείμενα, πασχίζουμε να μη χάσουμε την παράδοση, αλλά και να αδράξουμε το παρόν, να μη χάσουμε την επαφή με το μέλλον. Στην περίπτωσή μας τα φοβόμαστε όλα: το πρόσφατο παρελθόν των σωρευμένων απωλειών, το δύσθυμο παρόν, το απειλητικό μέλλον. Νομίζουμε ότι κινδυνεύουμε να τα χάσουμε όλα. Αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν χάνεται οριστικά· μάλλον, συμβαίνει μια ρήξη σε ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως γραμμικό χρόνο. Στα χείλη του ρήγματος, αυτό μας φοβίζει: να χάσουμε, να βυθιστούμε στην άγνοια και τη λησμονιά. Ομως όχι, τίποτε δεν πάει χαμένο, ούτε το πιο μικρό, το πιο ασήμαντο. Ολες οι ψυχές δικαιούνται τη χάρη· στη μακρά διάρκεια ορισμένως, αλλά ακόμη και στον περατό ορίζοντα του βίου.

Πόσο επηρεάζουν τη ροή των συμβάντων τέτοιες αυτοπαρατηρήσεις του αιωρούμενου μέσα στο πλήθος, στο κατώφλι μιας λύτρωσης ή μιας καταστροφής; Πολύ λίγο ίσως. Ομως παρηγορούν. Διότι αφενός μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε την κινδυνώδη συγκυρία σαν λάμψη και σαν δυνατότητα, όχι μόνο ως τραύμα. Και αφετέρου διότι επιτρέπουν να δούμε ακόμη και τη συντελούμενη καταστροφή σαν έναρξη αποκατάστασης, σαν επανεκκίνηση, σαν λύτρωση. Να ανοιχτούμε στο μέλλον. Με τα λόγια του Στρίνμπεργκ: «Η κόλαση δεν είναι διόλου αυτό που μας περιμένει ― αλλά αυτή η ζωή εδώ».

εικόνα: Αγγελος, Ρέκβιεμ για τον 20ό αιώνα, των Κατρ. Θωμαδάκη – Μαρίας Κλωνάρη

Εγκλωβισμένη στην τριπλή παγίδα, της διεθνούς κρίσης, της κρίση του ευρώ και της εθνικής δομικής κρίσης, η Ελλάδα είδε την οικονομία της να συρρικνώνεται κατά το ένα πέμπτο μέσα σε τρία χρόνια, την ανεργία να εκτοξεύεται στο 21,7%, και το πολιτικό της σύστημα, ήδη εξουθενωμένο, να κερματίζεται και να παραλύει.

Η Ιστορία φτερουγίζει πράγματι πάνω απ’ την Ελλάδα, αλλά προτού μας παρασύρει ο αναγεννητικός της άνεμος, πιθανότατα θα γευθούμε τα ερείπιά της. Εχουμε πει επανειλημμένως ότι το πολιτικό προσωπικό, υπεύθυνο ήδη για την πολυετή αισχροδιοίκηση και την κλεπτοκρατία, αιφνιδιάστηκε επιπλέον από την ευρωπαϊκή κρίση, και παρέδωσε τη χώρα αμαχητί. Ητοι, χωρίς εθνικό σχέδιο διάσωσης και με κατασπατάληση πολύτιμου διαπραγματευτικού χρόνου. Προφανώς λόγω τεχνοκρατικής ανεπάρκειας αλλά και λόγω ψυχοπνευματικής αδυναμίας, οι δύο κυβερνήσεις του 2009-2012 απεδέχθησαν ένα εξοντωτικό πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης και ραγδαίων μεταρρυθμίσεων, που απηχούσε περισσότερο την τιμωρητική, ακρωτηριαστική διάθεση του Βερολίνου απέναντι στον Ελληνα ασθενή, παρά την ανάγκη εθνικής επιβίωσης και ανάταξης.

Το σχέδιο είναι τόσο μονομερές και τόσο ασφυκτικό χρονικά που κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να το εφαρμόσει χωρίς να εξουθενώσει τον πληθυσμό του. Ακόμη χειρότερα, οι ελληνικές κυβερνήσεις σε αυτή τη φρενήρη διετία δεν κατάφεραν καμία μείζονα δομική μεταρρύθμιση, αρκέστηκαν σε απίσχναση μισθών και φοροεπιδρομές. Η κοινωνία λύγισε, και έσπασε. Η θραύση του εκλογικού χάρτη και η συνακόλουθη ακυβερνησία είναι αναμενόμενη κατάληξη.

Η Ευρώπη, ευρισκόμενη σε χρονική υστέρηση, αρχίζει να εξετάζει αλλαγή θεραπείας για την κρίση της. Εχει δει ότι το ελιξήριο που χορήγησε στην Ελλάδα είναι τοξικό, και αναζητεί άλλη συνταγή. Θα βρει κάτι, αργά ή γρήγορα. Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα, χτυπημένη από την τριπλή κρίση και το τοξικό φάρμακο, συσπάται επώδυνα, χωρίς ανάσα, χωρίς χρόνο, χωρίς εθνικό σχέδιο θεραπείας.

Ο ήλιος καταυγάζει τον Σαρωνικό, την Αττική, την πόλη των Αθηνών. Καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση. Καθώς υποδεχόμαστε το 2012, νιώθουμε ότι τίποτε δεν είναι ίδιο πια, ίδιο με ό,τι γνωρίζαμε· η χρονιά που τέλειωσε μάς κατέπληξε, μας πόνεσε, μας φόβισε, τόσο που να περιμένουμε τα πάντα, ακόμη και χειρότερα.
Θα είναι δύσκολο το ’12, αλλά θα αρχίσει να φαίνεται πια το τέλος· το τέλος της καθόδου. Δηλαδή, το τέλος της αβεβαιότητας: αυτή είναι η πιο επώδυνη, αυτή μουδιάζει τις ψυχές και τα μυαλά. Η πρόσκρουση στον πάτο θα είναι ανακουφιστική, διότι θα σημάνει το τέλος των ψευδαισθήσεων σωτηρίας εξ ουρανού, θα τερματίσει το φόβο και την απόγνωση. Σημαίνει γείωση στο χώμα και τη στάχτη. Θα σημάνει επανέναρξη.

Βαθιά μέσα μας πεταρίζει μια πίστη καταγόμενη από το Tikkun olan της Καμπάλα: εκεί στα σκοτάδια του πάτου, ξαναβρίσκουμε τον βαθύ χρόνο, τον χρόνο πριν από τον χρόνο, πριν από την πτώση, και μαζί μάς αποκαλύπτεται η δυνατότητα αποκαταστάσης, η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον ραγισμένο κόσμο μας, να τον επαναφέρουμε καινούργιο· εκεί στα σκοτάδια του βυθού, απόκειται η τρομερή δυνατότητα της ανακαίνισης. Οχι αναπαλαίωση, όχι αναστήλωση ερειπίων, αλλά ανακαίνιση μέσα από την καταστροφή.

Αυγή.
Ο ήλιος βάφει μαγικά τον ουρανό πάνω απ’ την Καστέλα. Παραβάλλω αυτό το πυρετώδες ηλιοβασίλεμα με την ζωγραφική «Αυγή» που μου ‘στειλε ο Μποκόρος για ευχή. Ηλιόβγαλμα και ηλιοβασίλεμα υποστασιώνονται στα μάτια μας με ίδια χρώματα, ίδιες φόρμες, ίδια φευγαλέα δυναμική, ίδιο κέντρισμα να στοχαστείς το χρόνο: στο τέλος η αρχή. Κύκλος.

Η κρίση φέρνει στον νου τον κυκλικό χρόνο των προνεωτερικών ανθρώπων, τέτοιων που ζουν ακόμη, τέτοιων που ήταν οι γονείς και οι παππούδες μας. Τη χρειαζόμαστε αυτή την κρίση για να αποτινάξουμε την τυραννία του γραμμικού χρόνου, του αυθάδους διανύσματος της διαρκούς προοόδου, της αλαζονικής συσσώρευσης. Η απόγνωση της κρίσης μάς προσφέρει μια βαθύτερη επίγνωση του χρόνου: ο χρόνος σπαταλιέται, όταν δεν τον ζεις απόλυτα και μοναδικά, με ό,τι έχεις, όπως είσαι· μόνο έτσι, αλλιώς, η ζωή κλειδώνει σε βρόχους, κάνει λούπες, ξοδεύεται και καίγεται.

Κατά τα λοιπά, οι άνθρωποι:
Μπαινοβγαίνω σε ηλικίες, κλέβοντας ομιλίες και σημάδια εφήβων, είκοσι-κάτι, τριάντα-φεύγα, μεσηλίκων, ηλικιωμένων. Σε καφενεία, τραπεζώματα, ραδιοθαλάμους, σε φυσαλίδες σοσιαλμηντιακές και σωματικές προσκρούσεις, όλοι μου μεταγγίζουν δύναμη και πίστη στη ζωή. Σκέφτομαι ότι αυτό το κεφάλαιο είναι αφάγωτο, οι άνθρωποι: απρόβλεπτοι, ανόμοιοι, πληγωμένοι, σκόρπιοι, παρ’ όλ’ αυτά ακατάβλητοι, πομποί αισθημάτων και ζωτικότητας.

«Θα σταθούμε όρθιοι, ρε!» μου σφίγγει ζωηρά το χέρι και με χτυπάει στον ώμο πολυπράγμων συνομήλικος στην οδό Ασκληπιού, κι ένας άλλος στη Σκουφά διασχίζει το οδόστρωμα με φιλάει στο κρύο μάγουλο και ψιθυρίζει εμπιστευτικά μες στη βουή «υγεία, αδελφέ, αγάπη, κι όλα θα ‘ρθουν…» Εγκαρδιωμένος μοιράζομαι κονιάκ και ρακές, ώσπου να σκοτεινιάσει καλά. Από κάθε πόρο της πόλης αναδύεται γνώση και καρτερία, και μια θέληση αμίλητη ακόμη, ωστόσο υπαρκτή, φουσκώνει στις φλέβες: Θα σταθούμε όρθιοι, δεν θα μας πάρει αποκάτω.

Ξυπνάω πριν την αυγή.
Είμαι στο πλοίο, ακτή Κονδύλη, Σαρωνικός, Κάβο Κολώνες, Κάβο Ντόρος ανταριασμένος, Τζιά, Γιούρα, κάτω δυτικά τα Θερμιά, ο κάβος της Σύρας, το μπουγάζι του Τσικνιά, το Φανάρι. Στο τέρμα του δρόμου, ο Αϊ-Λούκας των κεκοιμημένων, φλογίτσες δαρμένες από τον βοριά, και χαμομήλια την άνοιξη. Φλογίτσες. Φωτογραφίες από βαφτίσια με βιολιά στο νησί, φωτογραφίες από βαφτίσια με κλαρίνα στο βάλτο. Φλογίτσες.

Είμαι ξανά στο πλοίο. Χωρίς βιβλίο, χωρίς μουσική. Μόνο με κύμα μανιασμένο κι αρμύρα και τσιγάρο κλεισμένο μες στη φούχτα. (Δεκάξι, στο Ναϊάς Ι, πενήντα τρία, στο Ιθάκη, ίδιο ταξίδι, πάντα το ίδιο, από το ένα λιμάνι στο άλλο, πότε για ζωή και πότε για θάνατο.)

Πϊσω από κάθε ακρωτήρι ξεπροβάλλει ένα άλλο.

Οι Ελληνες φίλοι που βλέπουν τη χώρα απέξω είναι πολύ περισσότερο ανήσυχοι και απαισιόδοξοι από εμάς, τους εντός των τειχών. Στα τηλεφωνήματα και στα μέιλ αισθάνεσαι πηχτή την αγωνία τους, μια αγωνία άλλης τάξεως από αυτή που βιώνουμε εμείς τα θύματα της κρίσης. Ισως γιατί τα αισθήματά τους για την πατρίδα τους είναι πιο αδιαμεσολάβητα, πιο ανιδιοτελή, ακόμη κι αν αυτή η πικρή πατρίδα τους έχει διώξει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μετά από κάθε τέτοια επαφή, προσπαθώ να δω τη ζωή γύρω μου με πιο ψυχρό μάτι, πιο αποστασιοποιημένα. Προσπαθώ να συγκρίνω την αγωνία του απέξω με ό,τι διαδραματίζεται εντός, ενώπιόν μου, για να νιώσω βαθύτερα το παρόν, αλλά κυρίως μήπως και μπορέσω να διαισθανθώ τα επερχόμενα.

Αδύνατον. Αδύνατον να προβάλλεις το παρόν στο εγγύτατο μέλλον, αδύνατον να χρησιμοποιήσεις την έως τώρα εμπειρία για να σχηματίσεις μια αδρή, έστω, μια θαμπή εικόνα του μέλλοντος. Η κρίση υπονομεύοντας το παρόν εξαφανίζει το μέλλον. Αυτή η απώλεια είναι ίσως η βαθύτερη, η πιο βουβή, και η πιο οδυνηρή: το πόδι προβάλλει εμπρός και μένει αιωρούμενο, στο κενό, δεν έχει πού να πατήσει. Κι έτσι στεκόμαστε όλοι στο ένα πόδι, σε ασταθή ισορροπία, αβέβαιοι, ετοιμόρροποι.

Εχει συσταλεί λοιπόν ο χρόνος, έχει πυκνώσει, και στέκεται διαρκώς πάνω μας, σαν βάρος στην πλάτη. Η τέτοια αίσθηση του χρόνου μάς ωθεί όμως και σε μια άλλη αίσθηση του τρέχοντος, δηλαδή της ίδιας της ζωής: τώρα τη νιώθουμε στα χέρια μας, να την κρατάμε σαν νεράκι που κυλάει άπιαστο, εντούτοις νεράκι δροσερό με μια πρωτοφανέρωτη μοναδική αξία. Η παλαιά βεβαιότης περί αδιατάρακτου μέλλοντος έχει εξατμιστεί· στη θέση της πάλλεται μια αίσθηση επείγοντος βίου, πιο ζωική, απόλυτη, υλική. Σαν να κατέρρευσαν η πλαδαρότητα, η ραθυμία, η αμεριμνησία, ο ανηδονική βουλιμία, της παλαιάς εποχής της ευμάρειας. Σαν να υποχωρούν σιγά σιγά και ο φόβος, η απόγνωση, η κλάψα, η τυφλή οργή. Ακόμη κι η οργή αρχίζει να παίρνει σχήμα και κατεύθυνση, να έχει σκοπό και στόχους, μέσα στο πυκνό, επείγον παρόν. Νιώθουμε άλλη τη ζωή, απαιτητική στην κάθε στιγμή της, απαιτεί απαντήσεις ακαριαίες, ζητάει πράξεις και προσφορά ζωτικότητας, ωθεί σε πολύστροφο πυρετώδη στοχασμό με συμπεράσματα και αποφάσεις.

Υπόκωφα ζούμε τη ζωή μας αλλιώς, τη νιώθουμε αλλιώς, ορμητική, δεν την περιμένουμε να ξετυλιχτεί σύμφωνα με ράθυμες βεβαιότητες, είμαστε έτοιμοι να αποκριθούμε στις αιφνίδιες ζητήσεις της. Με όλα τα νεύρα κουρδισμένα, όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Το λες προσαρμογή. Το λες φόρτιση για επανεκκίνηση. Το λες ανυπόκριτη δίψα για ζωή, εν θερμώ επαφή με το εδώ και τώρα. Ανάκληση ξεχασμένων δυνάμεων, θαμμένων αισθημάτων, πρωταρχικών αναγκών. Ξανακούγονται χαμένες λέξεις: συντροφικότητα, αλληλλεγγύη, συλλογικότητα, χάρισμα, χαρά, άγγιγμα, έγνοια, φίλος παλιός.

Ο Μίμης, τέτοιος φίλος παλιός, μου βάζει στο χέρι κλεφτά, σιωπηλά, ένα μικρό βιβλίο βυσσινί: Ο Τελάλης, Αθήνα 2011. Καμία άλλη ένδειξη, ούτε συγγραφέας ούτε εκδότης, τίποτε. Απλά ελληνικά σε κρεμ χαρτί, πολυτονικά. Ενα πολύστιχο ποίημα: «Λόγια του τελάλη, βασιλιά των Εβραίων. / Τζάμπα, τζάμπα, είπε ο τελάλης, / τζάμπα όλα κι ανώφελα.» Ετσι αρχίζει. Το ξεφυλλίζω όρθιος στο πεζοδρόμιο, μου θυμίζει κείμενο αρχαίο, σταματάω στη σελίδα 50:

«Βγες έξω λοιπόν, / Φάε το ψωμί σου με χαρά, / πιες το κρασί σου με χαρά, / γιατί ο αφέντης χάρηκε / με τα δικά σου έργα. / Κάθε μέρα φόρα τα άσπρα σου τα ρούχα / και ρίξε στο κορμί σου άρωμα καλό. / Και φτιάξε τη ζωή σου / με το κορίτσι που αγαπάς, / την κάθε μέρα της ζωής / που σου δόθηκε να ζεις. / Αυτό το μερτικό της ανώφελης ζωής σου, / αυτή η πληρωμή του ιδρώτα σου. / Κι όσα μπορείς να κάνεις / κάν’ τα όσο μπορείς. / Γιατί στον τάφο που θα μπεις / δεν θα ‘χει τίποτα να κάνεις, / και τίποτα να σκεφτείς.»

Η ανθρωποσυρμή της Σόλωνος σε παρασέρνει, όπως ο ρυθμός της βιβλικής αφήγησης: «Ευφραίνου, νεανίσκε, εν νεότητί σου, και αγαθυνάτω σε η καρδία σου εν ημέραις νεότητός σου, και περιπάτει εν οδοίς καρδίας σου άμωμος…» Ο Εκκλησιαστής λοιπόν… Ο χρόνος του: «το γενόμενον ήδη εστί, και όσα τού γίνεσθαι, ήδη γέγονε».

Η ζαριά του Γ. Α. Παπανδρέου αιφνιδίασε και αποδιοργάνωσε. Τον ελληνικό λαό σίγουρα, ίσως και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ενεργώντας ως παράφρων μεταβλητή, ο απομειωμένος πρωθυπουργός μιας χώρας διεφθαρμένων με απομειωμένο πλην άβάσταχτο χρέος, τροφοδότησε επικά πρωτοσέλιδα και τηλεοπτικά δελτία, άλλαξε την ατζέντα του G20, αιφνιδίασε τα κόμματα και, κυρίως, κεραυνοβόλησε τον ελληνικό λαό ζητώντας του να απαντήσει σε ένα εκβιαστικό δίλημμα και να αναλάβει την ιστορική ευθύνη των μελλουσών γενεών. Σε ένα δίλημμα στο οποίο ο ίδιος δεν κατόρθωσε να απαντήσει, αν υποθέσουμε ότι το έθεσε.

Οπωσδήποτε υπάρχει ένας τρελός χρονισμός στις κινήσεις του Γ. Α. Παπανδρέου: τα έκανε όλα ανάστροφα. Πρώτα μετέτρεψε το χρέος σε αβάσταχτο, αντάλλαξε το χρέος με ελευθερία, έκανε μυστική διπλωματία, είπε ψέματα, μισές αλήθειες, δημαγώγησε, σχεδόν περιφρόνησε τη λαϊκή βούληση, και κατόπιν, όταν απέτυχε σε όλους τους αυτοσχεδιασμούς του, εστράφη στο λαό και του ζήτησε συμμετοχή, βούληση και ευθύνη· και μόνο τότε θυμήθηκε ότι μπορεί να διαπραγματευθεί με τόλμη. Αλλά τώρα, τυπικά, έχει κάψει πολλά χαρτιά. Και κυρίως έχει κάψει το λαό του: τον έκανε πένητα, αναξιοπρεπή και έξαλλο, απεγνωσμένο ― και μάλλον δεν το αντιλαμβάνεται καν. Ισως ποτέ δεν αντελήφθη αυτό τον δύστροπο, κυκλοθυμικό λαό, τις πλούσιες αμφίστομες παραδόσεις ηρωισμού και ποταπότητας, το φιλόσοφο λόγο του, το αίσθημα του δίκιου και της ελευθερίας,τις εικονίσεις τους στη δημώδη και τη λόγια ποίηση. Ισως ποτέ δεν κατάλαβε σε ποια βαθιά ιστορική κοινωνία ζούσε, ένας πολίτης της open society ο ίδιος. Ισως πάλι να νόμισε ότι Ελλάδα ίσον ΠΑΣΟΚ ― αυτό που μίσησε και το εξουσίασε ως πρίγκηψ.

Κάθε άνθρωπος πιστεύει ενδομύχως στα θαύματα· κι αν βρίσκεται υπό πίεση, πολύ περισσότερο. Καθώς η λιτότητα, οι φόροι και η φτώχεια σκέπαζαν ανά κύματα τους Ελληνες, η πίστη στο θαύμα δυνάμωσε: κάτι θα συνέβαινε, μια σωτήρια επέμβαση, ένα Ναυαρίνο, η Υπέρμαχος Οδηγήτρια στα τείχη εναντίον των Αβάρων, κάτι, και η ζωή θα επέστρεφε στον περασμένο ρυθμό, ίσως ψαλιδισμένη, αλλά όχι ριζικά άλλη, όχι τρομακτικά άλλη. Η ρουτίνα είναι το αποκούμπι της ζωής.

Ακόμη και η κρίση φτιάχνει τη δική της ρουτίνα. Οι άνθρωποι προσαρμόζονται, ζαρώνουν, φυλάγονται, αλλάζουν στρατηγικές επιβίωσης. Αντιλαμβάνονται αλλιώς τον χρόνο: όσο πυκνώνει ο χρόνος, τόσο επιταχύνουν οι άνθρωποι τις αντιδράσεις τους. Κι αρχίζουν να βλέπουν άλλη τη ζωή, τις αξίες της, τα χρειώδη.

Το δημοψήφισμα Παπανδρέου φέρνει τρόμο διότι ανατρέπει ακόμη και τη ρουτίνα της κρίσης. Διότι πυκνώνει αφόρητα τον χρόνο,την υλικότητά του, τόσο πολύ που ο χρόνος καταρρέει μέσα σε μια μαύρη τρύπα. Ετσι το αισθάνεται ο κόσμος, ο ήδη εξουθενωμένος από τις αλλεπάληλλες, συνεχιζόμενες ανατροπές, τη διαρκή συρρίκνωση του μέλλοντος. Ωστόσο η παράφρων μεταβλητή του Γ. Α. Παπανδρέου μπορεί να κρύβει το θαύμα. Οχι με την έννοια της ακαριαίας σωτηρίας, ούτε καν της βραχυμεσοπρόθεσμης. Αλλά με την έννοια ότι απότομα, βίαια, φέρνει το μέλλον πιο κοντά μας ― πέραν του καλού και του κακού. Απλώς, φέρνει το μέλλον εδώ, στο παρόν, με έναν σπασμό, που μπορεί να είναι σπασμός ωδίνης, μπορεί να είναι σπασμός βαθύτερου άλγους, οπωσδήποτε όμως δεν είναι ο ύστατος σπασμός: ένας λαός, μια χώρα, μια διάρκεια, σαν της Ελλάδας, δεν τελειώνουν έτσι, με έναν σπασμό, με ένα δίλημμα, μια ασθένεια, όσο βαριά κι αν είναι. Ναι, βεβαίως, λαοί μεσουράνησαν και έσβησαν παλαιότερα, και τους θυμούνται μόνο οι ειδικοί ιστορικοί, αλλά δεν είναι αυτή η περίπτωση τώρα: ενδεχομένως να βιώνουμε την αρχή του τέλους του ελληνισμού, όπως τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε, με εκλάμψεις και υφέσεις, ενδεχομένως να πορευόμαστε προς μια ετέρα μορφή ελληνικού βίου, εν Ελλάδι και αλλαχού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχουν ρήγματα και τομές, φαράγγια, αλλά και πάντα μια όχθη απέναντι, ένα Βορειοδυτικό Πέρασμα.

Η απειλή αιφνίδιας κατάρρευσης μπορεί να είναι το θαύμα. Δηλαδή, να είναι το τέλος της πίστης στο θαύμα και η βίαιη επαναφορά στην πίστη στον εαυτό, η επαναφορά στην αυτοπεποίθηση, στην ευθύνη, στην ιστορικότητα. Και η εκτόξευση στην ώριμη παγκοσμιοποίηση.

εικόνα: ALEKSANDRA WALISZEWSKA

Οι μέρες της κρίσεως κυλούν αργά, βασανιστικά. Οι Ελληνες μετεωρίζονται αβέβαιοι, έρμαια του συνοφρυωμένου γέροντα Χρόνου, του αμφίβουλου Καιρού, κακόβουλου στο δικό μας παρόν. Σαν χάρτινα αθύρματα μας σηκώνει και μας στροβιλίζει ο Χρόνος, κρατώντας στα χέρια του δρεπάνι και κλεψύδρα, υπενθυμίζοντάς μας τη ματαιότητα του βίου αλλά και ότι ήμασταν ανέτοιμοι ακόμη και να αναλογισθούμε την κρίση.

Ενύσταξαν οι Ελληνες και εκάθευδον, σαν τις μωρές παρθένες του Ευαγγελίου, κρατώντας λαμπάδες χωρίς λάδι. Απέμειναν καθεύδοντες, με αδειασμένο κράτος, αδειασμένο από νόημα, χωρίς δομή και ζωτικότητα, χωρίς αποτέλεσμα. Απέμειναν καθεύδοντες, μαλθακοί και φενακισμένοι κι οι ίδιοι, ανεχόμενοι αχρείους άρχοντες και αλληλοεξαχρειούμενοι.

Ωστε όταν ο Αποκαλύπτων Χρόνος απεκάλυψε την κόρη του Αλήθεια, αυτή ήταν οδυνηρή για τους καθεύδοντες. Η αλήθεια απεκαλύφθη όχι μόνο ως ματαιότητα βίου, αλλά και ως κατάπληξη και πόνος. Και ως πικρή επίγνωση: οι Ελληνες ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν κράτος, ότι κατόρθωσαν να το φθείρουν, να το ευτελίσουν μέχρις αφανισμού, μέχρι το σημείο να αγκομαχούν πια τα σχολεία, τα νοσοκομεία, οι συγκοινωνίες. Το άφησαν, το εγκατέλειψαν τρόπαιο στους προύχοντες κηφήνες στους λεηλάτες, να το διαμοιράζουν σαν λεία, κουρέλι κουρελάκι, εν όσω οι ίδιοι μετέπιπταν σε πλιατσικολόγους, μάζα πληβείων άβουλων και κυριαρχούμενων, εθελόδουλων. Συνέχεαν την ασυδοσία του πληβείου με την ελευθερία του πολίτη.

Ενώπιον του δραπάνου, λοιπόν. Για κούρεμα ή για αποκεφαλισμό. Αλλά και ενώπιον της κλεψύδρας, η οποία ρέει διαδοχικά αμφίδρομα· όταν στραγγίξει η άμμος κατά τη μία φορά, ο γέρων Χρόνος θα την αναστρέψει και θα αρχίσει νέα ροή. Το αβάσταχτο παρόν θα παρέλθει, θα περάσει μέσα απ΄τις ζωές μας, ο πόνος θα τελειώσει, θα αρχίσει νέα ροή, καθαρτήρια, λυτρωτική, αναγεννητική. Η αλήθεια πονά όταν αποκαλύπτεται, συντρίβει, και ύστερα γιατρεύει, αναγγενά. Τη λέμε Filia Temporis, Θυγατέρα του Χρόνου. Μητέρα της ελπίδας.

Η νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη ’08 χωρίζει αδιόρατα μα βαθιά την πολιτική ζώη σε Πριν και Μετά. Υπό μία έννοια, προοικονομεί τον ακόμη βαθύτερο χωρισμό σε εποχή Πριν και Μετά το Μνημόνιο, τον Μάιο του ’10. Και τα δύο ορόσημα ήσαν απρόβλεπτα, πολύ περισσότερο ο Δεκέμβρης, και τα δύο ορόσημα ερέθισαν, σχεδόν τραυμάτισαν, το συλλογικό φαντασιακό· και τα δύο έθεσαν το ζήτημα της βίας, της σύγκρουσης, έθεσαν ζητήματα αυτοαναγνώρισης, συλλογικότητας, αντοχών της δημοκρατίας, αντοχών της κοινωνίας, αντοχών των θεσμών.

Ο κοινωνικός πόνος που προκαλεί, και θα προκαλεί, ο επαχθής δανεισμός σκεπάζει προσωρινά την ουλή του Δεκέμβρη. Η σημερινή απειλή είναι καταρχάς υλική, εξόχως υλική, απειλεί με φτώχεια και σπάνι· και αφορά όλο τον παραγωγικό πληθυσμό, τον κόσμο της εργασίας, τα νοικοκυριά, τις οικογένειες. Αντιθέτως, ο σπασμός του Δεκέμβρη αφορούσε πρωτίστως τους νέους, τη γενιά των επισφαλών των 700 ευρώ και των σταζ, τους υπερεντατικοποιημένους έφηβους, τα παιδιά που όλοι λέγανε ότι δεν θα ‘χουν μέλλον.

Το μέλλον… Ο χρόνος, η ζωή. Σε πρόσφατη πολύωρη συζήτηση με μαθητές, άκουσα τι λένε σήμερα οι 17-20 ετών, αυτοί που έζησαν τα δεκεμβριανά. Εμεινα έκπληκτος από την ωριμότητα, τον πραγματισμό, τη μελαγχολία τους. «Ζητούσαμε χρόνο, τον χρόνο μας… Δεν αντέχουμε το σχολείο, αυτό το σχολείο, αυτή τη ζωή… Ζητούσαμε τη ζωή μας…» Τα λόγια έπεφταν αβίαστα, χωρίς εύκολα συμπεράσματα, χωρίς ωραιολογίες. «Δεν βγήκε τίποτε, δεν ξέρω αν βγαίνει τίποτε, μάθαμε πάντως ότι μόνος του ο καθένας δεν βγάζει τίποτε, μόνο ενωμένοι μπορεί να πετύχουμε κάτι… Και ναι, εκείνες οι ώρες στον δρόμο ήταν γιορτή, όλοι μάς άκουγαν κι ακούγαμε ο ένας τον άλλο…»

Τη γιορτή και την έκρηξη διαδέχεται η μελαγχολία, εξόχως νεανική, εξόχως ρομαντική. Και μια αδιόρατη αποδοχή του No Future: όσο χαμηλώνουν οι υλικές προσδοκίες, φουντώνει η λαχτάρα μια νέας συλλογικότητας, σχεδόν ουτοπικής, και μαζί στερεώνεται ένας βιωμένος πραγματισμός: τα παιδιά αυτής της γενιάς ενηλικιώθηκαν απότομα, και πολύ νωρίς, σε αντίθεση με τους γονείς τους. Υπό αυτή την έννοια, το ξέσπασμά τους ίσως διεύρυνε το νόημα της κουρασμένης μεταδημοκρατίας μας, βάζοντας στην πολιτική ατζέντα ξεχασμένους όρους, όπως αλλαγή, μετασχηματισμός, διεκδίκηση του σώματος, διεκδίκηση του δημόσιου χώρου.

Ο πολιτικός επιστήμονας Ανδρέας Καλύβας, αν. καθηγητής στη Νew School της Ν. Υόρκης, πήγε ακόμη πιο μακριά: στο δεκεμβριανό ξέσπασμα είδε μια διεύρυνση του δημοκρατικού χώρου για τους αποκλεισμένους («An Anomaly? Some Reflections on the Greek December 2008”). Και ο διάσημος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ είδε στη φλεγόμενη Ελλάδα όλη την Ευρώπη: «Αν η Ευρώπη είναι για μας πρώτα από όλα το όνομα ενός ανεπίλυτου ακόμα πολιτικού προβλήματος, η Ελλάδα είναι ένα από τα κέντρα της, όχι μόνο εξαιτίας της μυθικής καταγωγής του πολιτισμού μας, που συμβολίζεται από την Ακρόπολη των Αθηνών, αλλά εξαιτίας των σημερινών προβλημάτων που είναι συγκεντρωμένα εκεί… Με αυτή την έννοια, η ελληνική εξέγερση είναι ένα σύμπτωμα της Ευρώπης».

Η καθημερινότητά μας άλλαξε. Με έναν νόμο: από πρώτης του μηνός Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλους τους δημόσιους χώρους. Στο εξής, το γραφείο, το καφενείο, το εστιατόριο, το μπαρ είναι χώροι απαγορευμένοι. Το νευρικό ή κατευναστικό τσιγάρο της δουλειάς κόπηκε· ακόμη και το καπνιστήριο έκλεισε και η γυάλινη είσοδός του καλύφθηκε με λευκό χαρτί, οριστικό, καταληκτήριο. Στον περίβολο των κτιρίων οι καπνιστές εργαζόμενοι συναντιούνται αμήχανοι, αισθάνονται αποσυνάγωγοι και απείθαρχοι, είναι οι τελευταίοι που ανθίστανται στην αντικαπνιστική εκστρατεία· οι περισσότεροι συνάδελφοι, φίλοι και οικείοι έχουν εγκαταλείψει τη βλαβερή συνήθεια του καπνού.

Σε τι ανθίστανται οι καπνιστές; Σκέφτομαι… Ανθίστανται στον έλλογο εαυτό τους. Ολες οι ενδείξεις είναι ενοχοποιητικές για το τσιγάρο, βλάπτει τον οργανισμό από χίλιες πλευρές, όλοι οι καπνιστές το ξέρουν. Κι όμως συνεχίζουν. Γιατί; Από συνήθεια. Από βαριά συνήθεια, υπαρξιακή. Ο καπνιστής καπνίζει τον χρόνο του, συνηθίζει να μου λέει φίλος που το έκοψε λίγο πριν του το κόψουν οι γιατροί. Πράγματι, το κάπνισμα είναι μια μικροτελετουργία πάνω στον χρόνο: τον επιβραδύνει, τον επιταχύνει, τον ξεκουκκίζει, τον ξορκίζει, τον κάνει λιγότερο αβάσταχτο. Και όχι με τη νικοτίνη, αλλά με τις χειρονομίες, την επανάληψη, τις μικρούτσικες πανίσχυρες εμμονές του καπνιστή: για τη μάρκα, τη φόρμα του πακέτου, το χρώμα του αναπτήρα, τη μυρωδιά του σιγαρέτου, το πέρασμα μέσα απ’ τα δάχτυλα, το πλησίασμα της φλόγας, το άναμμα και την πρώτη ρουφηξιά. Η ηδονική ανταμοιβή της τελετουργίας ολοκληρώνεται με τις πρώτες ρουφηξιές· κι ύστερα παρεμβάλλεται ο άκαπνος χρόνος, ένα ιντερμέδιο, έως ότου ξεμυτίσει το κέντρισμα για την επόμενη τελετουργική κορύφωση. Χρόνος κυματιστός, διάστικτος με τολύπες καπνού πάνω από αχνιστούς καφέδες και ψυχρά ποτά, χρόνος κυκλικός, ταχύς ή αργόσυρτος, ο χρόνος του καπνιστή.

Η σύγχρονη ιατρική άλλαξε και αυτό τον χρόνο. Οπως επιμήκυνε το προσδόκιμο επιβίωσης, όπως βράχυνε τους χρόνους διάγνωσης και θεραπείας, όπως διέστειλε τον χρόνο της ακμής και της ψευδαίσθησης νεότητος. Στην περίπτωση του καπνίσματος, περιέστειλε τον χρόνο μιας ηδονικής αυταπάτης και τον έδειξε χρόνο αυτοκαταστροφής.

Ως καπνιστής (εν αποδρομή…), γνωρίζω ότι υποσκάπτω την υγεία μου κάθε φορά που αρχίζω την τελετή καπνού. Ταυτοχρόνως όμως ασκώ την ελευθερία μου, να αφεθώ στο κάψιμο του χρόνου μου. Σκέφτομαι ωστόσο ότι αρκετό χρόνο έκαψα. Θα το κόψω. Καιρός του θερίζειν, καιρός του υπακούειν: η απαγόρευση περιορίζει ασφαλώς την ελευθερία μου, αλλά με ωθεί να αυτοπειθαρχήσω σε έναν άλλο χρόνο, άκαπνο, λησμονημένο, χωρίς τολύπες και τελετές, με ανακαινισμένες γεύσεις και μυρωδιές.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.826 hits