You are currently browsing the tag archive for the ‘Πολυτεχνείο’ tag.

Παράπλευρα οφέλη επετείων. Με αφορμή την 17η Νοεμβρίου στην τηλεόραση, ιδίως στο κανάλι της Βουλής, προβλήθηκαν μερικές ταινίες, κυρίως ντοκυμαντέρ, για τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας με κατάληξη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στην τραγωδία της Κύπρου.

Ωφέλιμη η αναδρομή στα χρόνια του ’60 και του ’70, με πολλούς τρόπους. Για τόνωση της ιστορικής γνώσης και της πολιτικής κατανόησης, πρώτα πρώτα. Αλλά και για βαθύτερη επανασύνδεση με την ανθρωπολογία και την ψυχολογία των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια, τα τόσο κρίσιμα από πολλές σκοπιές. Παρατηρώντας ατυπικά στιγμιότυπα συχνά ξανασκέφτεσαι βαθύτερα την κοινωνία, την ιστορική κίνηση, τις προσδοκίες, τους ανθρώπινους τύπους.

Στα κινηματογραφημένα επίκαιρα και μόνο ο χαρακτηριστικός τόνος των εκφωνητών, μαζί με την μιξοκαθαρεύουσα, αρκούν για να σε μεταφέρουν σε ένα κόσμο οικείο, αλλά τόσο πολύ μακρινό. Η αισθητική της χούντας βρίσκεται στη ρητορική του γελοίου Παττακού και του ημιπαράφρονος Παπαδόπουλου, αλλά και στα τσάμικα των στρατοπέδων: ανακαλύπτεις ότι όσο γελοία και νεκρή ήταν η ξύλινη καθαρεύουσα στα χείλη των κολονέλων, άλλο τόσο γελοία ήταν τα αρκουδιάρικα τρεκλίσματα τους. Δεν ήξεραν να μιλήσουν, δεν ένιωθαν να χορέψουν. Κατάφεραν όμως να να κυριαρχήσουν, να εκφοβίσουν και να αποκοιμίσουν.

Ευτυχώς υπήρχαν κινηματογραφιστές στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1975. Για να θυμόμαστε το τρελό βλέμμα και το παραλήρημα του βασανιστή Ιωαννίδη. Για να θυμόμαστε τα δειλά ψελλίσματα συνωμοτών και επίορκων στρατηγών, ψοφοδεή ανθρωπάκια που δεν ενθυμούνται, δεν απαντούν και δεν έχουν άλλον τι να προσθέσουν. Για να θυμόμαστε την ανάδειξη ξενοκίνητων πρακτόρων στην κορυφή της τυραννίας, την διαρκή επίκληση του ερυθρού κινδύνου και των ρωσικών όπλων από τους ανθρώπους που πρόδωσαν την Κύπρο, τη φάμπρικα εθνικοφροσύνης από αυτούς που ταπείνωσαν τη χώρα τους. Για να ανασυνθέτουμε ψηφίδα-ψηφίδα ό,τι προηγήθηκε: τις συνωμοσίες των Ανακτόρων και των στρατηγών, τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που είχαν προηγηθεί, κυρίως την ιστορική έκρηξη του Ιουλίου 1965.

Μόνο όταν βλέπεις τις λαοθάλασσες του ’65, τη λαχτάρα των υποτελών για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπους με τα πουκάμισα στο χέρι σαν λάβαρα να διεκδικούν τον σεβασμό της ψήφου τους και τον σεβασμό του Συντάγματος, να διεκδικούν μοίρα στον ήλιο και στην ιστορία, μόνο τότε κατανοείς βαθύτερα τις καθαρευουσιάνικες υλακές των δικτατόρων. Τότε η φόρμα, ο τρόπος, αποκτούν βαθύτερο νόημα. Ο λαός του ’60 τραγουδούσε ήδη Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Γκάτσο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Τσιτσάνη· ένας νέος κόσμος ανέβλυζε. Αυτός ο κόσμος διακόπηκε και συντρίφτηκε την 21η Απριλίου 1967.

Μα και αργότερα, όταν ανέβλυζαν παράλληλα η ποπ και το ροκ, οι απόηχοι του Μάη, συγκροτείτο ένας κόσμος ελευθερίας και οραμάτων που πάλι ήταν ασύμβατος και ενάντιος στον γύψο των δικτατόρων. Κι ήταν αυτός ο κόσμος των παιδιών «με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», με μπαγκράουντ μικτό αλλά νόμιμο, Ξυλούρη, Σαββόπουλο και Ρόλινγκ Στόουνς, που έφτασε ώς την υπέρβαση του Πολυτεχνείου.

Οπως κι αν δεις τα κινηματογραφημένα αποσπάσματα, θα αντικρίσεις ασύμβατους κόσμους, πολιτικά και πολιτισμικά, ψυχογεωγραφίες ασύμπτωτες και συγκρουσιακές, θα δεις τον λαό να προσπαθεί να ξεχυθεί προς την ελευθερία και την ισότητα, και τις δυνάμεις της φεουδαρχίας να συνωμοτούν και να επιβάλλουν τυραννία. Υπό αυτή την έννοια, η άρνηση του τυραννοκτόνου και απελευθερωτικού χαρακτήρα του συμβάντος «Πολυτεχνείο ’73» πλησιάζει, αναλογικά, την άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Ταινίες: Παντελής Βούλγαρης, Θεοδόσης Θεοδοσόπουλος

goyasleepofreason

Μέσα στη διάχυτη βουβαμάρα εγκλείεται φόβος. Φόβος για το παρόν, φόβος για το μέλλον. Οσα συμβαίνουν, κι όσα δεν συμβαίνουν, τροφοδοτούν διαρκώς αυτό τον φόβο του παρόντος, μια σταθερή δυσφορία, μια αίσθηση ανοικειότητας με την ίδια μας τη ζωή. Διότι απλούστατα δεν γνωρίζουμε πού μάς βγάζει ο δρόμος, δεν έχουμε καμία βεβαιότητα, αισθανόμαστε ανήμποροι να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς τον βίο. Αισθανόμαστε να μας πλακώνει ένα ανοίκειο παρόν.

Κοιτάμε λοιπόν διαρκώς προς τα πίσω, στα τετελεσμένα, για να αντλήσουμε ολίγο νόημα, μήπως και με το νόημα του παρελθόντος φωτίσουμε τον ζόφο του παρόντος και φωτίσουμε τη σκολιά οδό προς το μέλλον. Το ξαναδιάβασμα του παρελθόντος μπορεί να είναι προωθητικό· το ίδιο και η επαναπροσέγγιση της παράδοσης, η οικείωσή της στη συγχρονία. Ετσι προχωρούν κοινωνίες και πολιτισμοί ― συναναστροφή με τους νεκρούς το έλεγε ο Ιωάννης Συκουτρής.

Αλλά ― υπάρχει πάντα ένα αλλά. Αλλά στη δική μας περίπτωση, του κλαψιάρη και έμφοβου νου, εμφιλοχωρεί ένας σοβαρός κίνδυνος: η αναψηλάφηση του παρελθόντος να οδηγεί είτε σε απεγνωσμένη εξωράιση και αφελή αγλαϊσμό του είτε σε δαιμονοποίησή του είτε σε βιαστικές έως γελοίες αναθεωρήσεις ― με κοινό παρανομαστή πάντα έναν τερατώδη αναχρονισμό, να προβάλλουμε τους φόβους και τους πόθους μας στο παρελθόν για να του δίνουμε το σχήμα του παρόντος.

Ο αναθεματισμός της Μεταπολίτευσης ως δεξαμενής αρνητικών ρευστών και τοξικών βλαστών, είναι μια τέτοια ατυχής δαιμονοποίηση. Οχι αξιολόγηση, κριτική, αποτίμηση· η Μεταπολίτευση, συμπαγώς και αδιαφοροποίητα, στέλνεται στη χωματερή της ιστορίας. Φυσικά μαζί της θάβουμε τους εαυτούς μας, όπως και όσο υπήρξαμε στη δημόσια σφαίρα.

Το ίδιο και το Πολυτεχνείο: μετά σαράντα χρόνια είναι δύσκολο να καταταγεί στα τρέχοντα ιδεοψυχολογικά σχήματα, αντιστέκεται πεισματικά. Αντί λοιπόν να το κατανοήσουν στο ιστορικό του πλαίσιο και να το ενσωματώσουν σε μια δυναμική αυτογνωσίας, κάποιοι απελπισμένοι αναθεωρητές το μικραίνουν, το χαμηλώνουν, το λοιδωρούν, κυρίως το μεταχρονολογούν, το αναχρονίζουν, για να μπορέσουν υποθέτω να το δουν στο μπόι τους, κι έτσι βολικά χαμηλοαναχρονισμένο να χαρακτηριστεί εργαλειακά ή και καφενειακά ως πηγή των παρόντων δεινών του έθνους κ.λπ. κ.λπ.

Από χθες σε αυτό τον χορό των αναχρονισμών μπήκε ολολύζουσα και η Αποστασία. Του ’65, των Ιουλιανών, των γελοιογράφων και των φαιδρών στιχοπλόκων, ό,τι παρά τη φαιδρότητά του εξέφραζε ένα υπαρκτό δίκτυο συνωμοσιών και εκτροπής. Λίγοι από τους πρωταγωνιστές ζουν πια, οι περισσότεροι γνωρίζουμε το κλίμα της εποχής από τις γελοιογραφίες του Μποστ. Ολα άλλαξαν. Κι όμως η αποσκίρτηση βουλευτών από το κομματικό μαντρί, όπως προσφυώς το ονόμαζε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, επαναφέρεται ως αρχετυπικό σκιάχτρο, ως το Poltergeist που στοιχειώνει την τρέχουσα πρωθυπουργική δημοκρατία.

Είπαμε: ο παγωμένος έμφοβος νους ξαναπλάθει το παρελθόν. Τη θέση του Μποστ παίρνει ο Γκόγια: Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα, τις κουκουβάγιες της ανοησίας και τις νυχτερίδες της αμάθειας.

Η πρωτοφανής κρίση που πλήττει την Ελλάδα, ακόμη κι ενταγμένη στο διεθνές περιβάλλον κρίσης, καταδεικνύει εγχώριες αδυναμίες και ασθένειες του πολιτικού συστήματος, του δημόσιου βίου, της παραγωγικής δομής. Σχεδόν όλοι κάνουν λόγο για το τέλος της μεταπολίτευσης· πολλοί μάλιστα σπεύδουν να εντοπίσουν όλες τις πηγές της κρίσης στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και στις νοοτροπίες που αναπτύχθηκαν. Κάποιοι φτάνουν να υποστηρίζουν ότι όλη η μεταπολίτευση ήταν ένα τεράστιο και διαρκές σφάλμα· ο τρόπος που έζησαν και πολιτεύθηκαν οι Ελληνες οδηγούσε αναπόδραστα στην παρούσα καταστροφή.

Ηταν όλη η μεταπολίτευση ένα λάθος; Πήραμε τη ζωή μας λάθος; Υπάρχει καταφανής ανάγκη για αυτοκριτική και αναχώνευση των όσων ζήσαμε μετά το 1974. Η ανάλυση και κατανόηση είναι το πρώτο βήμα για ανάκαμψη και υπέρβαση της κρίσης. Χρειάζεται όμως προσοχή: η σφοδρότητα των συμβαινόντων θολώνει την κρίση· ο πόνος, η οργή, η κατάπληξη μπορεί να οδηγούν σε βιαστικά συμπεράσματα, σε ισοπεδωτικές κρίσεις, σε μαζικές απορρίψεις. Αναλύοντας τα τερατώδη λάθη της μεταπολίτευσης μπορεί να οδηγηθούμε σε άλλα τερατώδη λάθη, αναλόγως μοιραία.

Ενα πρώτο λάθος σε αυτή την σαρωτική κριτική της μεταπολίτευσης είναι η αυθαίρετη και αδιαφοροποίητη περιοδολόγηση: η πτώση της δικτατορίας είναι αναμφίβολα ένα πολιτικό ορόσημο, αλλά οι κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες δεν ξεκίνησαν αιφνιδίως το 1974 ούτε διακόπηκε όλη η ζωή το 1967. Πολλές κοινωνικές διεργασίες που είχαν αρχίσει στη δεκαετία του ’60 έχασαν την ορμή τους με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, αλλά δεν εξαφανίστηκαν· άλλαξαν κοίτη και δυναμική. Εξάλλου μέσα στην επταετία εμφανίζονται καινοφανείς συμπεριφορές, αναδύονται νέες κοινωνικές ομάδες ευνοημένων, αρχίζει να εμπεδώνονται νέες τάσεις καταναλωτισμού και διασκέδασης. Η χώρα μπορεί να υπέφερε από έλλειψη πολτικών ελευθεριών, αλλά δεν ήταν στεγανή στα μηνύματα της διεθνοποιημένης ποπ κουλτούρας, ούτε καν στο πνεύμα αμφισβήτησης του Μάη ’68 και των χίππις.

Υπό αυτή την έννοια, πολιτισμικά και κοινωνικά η «χαμένη άνοιξη» του ’60 προβάλλει μέσα στην επταετία 1967-74: τα λαϊκά-εργατικά στρώματα συνεχίζουν να μικροαστικοποιούνται, η ανοικοδόμηση και η αστυφιλία εντείνονται, η κοινωνική κινητικότητα συνεχίζεται απρόσκοπτα. Η δωρεάν παιδεία, η επέκταση της μέσης εκπαίδευσης και τα πανεπιστήμια προσφέρουν στα παιδιά των ασθενέστερων στρωμάτων όχι μόνο μόρφωση και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και τα ασφαλή μέσα για κοινωνική-οικονομική άνοδο. Και ακριβώς αυτή η πληθυσμιακή ομάδα με τα ρευστά κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι απρόβλεπτοι φοιτητές, θα διαδραματίσουν ρόλο καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις όταν η χούντα θα έχει πια κουραστεί.

Οι φοιτητές, περιβεβλημένοι την αίγλη της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Πολυτεχνείου, θα πρωταγωνιστήσουν και τα πρώτα χρόνια μεταπολιτευτικά χρόνια: από τις τάξεις τους θα αντλήσουν νέο αίμα τα αριστερά κόμματα, τα οποία επανέρχονται στο προσκήνιο της νομιότητας αποδεκατισμένα και γερασμένα, έχοντας χάσει επαφή τόσο με την μεταλασσόμενη ελληνική κοινωνία, όσο και με τα νέα πολιτιστιτικά ρεύματα του ’60-’70. Μαζί τους οι ποικίλης προέλευσης και νοοτροπίας αντιστασιακοί.
Από αυτές τις δεξαμενές, και από τη δεξαμενή του προδικτατορικού ανδρεϊκού Κέντρου, θα αντλήσει στελέχη και ιδεολογία το ΠΑΣΟΚ, συγκροτούμενο γύρω από τη χαρισματική και ριψοκίνδυνη προσωπικότητα του αρχηγού του Ανδρέα Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε το προειρηθέν συνεχές, από το ’60 ώς το ’80, συμπεριλαμβάνοντας στους κόλπους του νοοτροπίες, συμπεριφορές, ιδέες και ήθη υπό διαμόρφωσιν, αλλά κυρίως τις πυρακτωμένες προσδοκίες των διευρυνόμενων και ανερχόμενων μικρομεσαίων. Το ΠΑΣΟΚ τους έδωσε όνομα, πρόσωπο και χώρο.

Το μικρομεσαίο πλήθος διεκδίκησε πρωταγωνιστική θέση στην κοινωνία με το σφρίγος του, με την ενισχυμένη οικονομική και επαγγελματική του θέση, και με την πανεπιστημιακή μόρφωσή του. Η συμβατικά ονομαζόμενη γενιά του Πολυτεχνείου και η αμέσως επόμενη γενιά της Μεταπολίτευσης απαρτίζονται εν πολλοίς από άτομα με πτυχίο ανώτατης σχολής. Εχουν από πολύ νωρίς εμπειρίες πολιτικών αναμετρήσεων, εξουσίας και διοίκησης. Αναπόφευκτα, αρκετοί απ’ αυτούς θα εισέλθουν στις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ και θα τις ανανεώσουν εν μέρει. Μαζί τους θα κουβαλήσουν και τις αποσκευές της καταγωγής τους, μικροαστικής ή αγροτικής-επαρχιακής, τις πολιτιστικές αναζητήσεις τους, το γούστο τους. Ολα αυτά κυμαίνονται: από τη δημώδη και λαϊκή παράδοση, αμετουσίωτη ή περασμένη από τις επεξεργασίες της Γενιάς του ’30 και της ηττημένης μεταπολεμικής Αριστεράς, έως τα ελαφρολαϊκά και τα ντίσκο της χούντας, έως τη ροκ κουλτούρα που βαθμαία προβάλλει ηγεμονική στους νεότερους.

Μετά τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, και ιδίως μετά το άλλο μεταπολιτευτικό ορόσημο, το βρώμικο ’89, που συμπίπτει με την ιστορική πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όλα τα προηγούμενα ρευστά, ταξικά, ιδεολογικά, πολιτιστικά, συγκροτούνται σε μια νέα δυναμική. Το μικρομεσαίο πλήθος οργανώνεται σε συντεχνίες, με την παρότρυνση του ΠΑΣΟΚ και προς όφελός του: από εκεί και από το υπερτροφοδοτούμενο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, το ΠΑΣΟΚ αντλεί στελέχη, νομιμοποίηση και ισχύ. Η Ευρώπη προσφέρει αφειδώς οικονομικούς πόρους για συνοχή και σύγκλιση. Η Νέα Δημοκρατία αντιγράφει το ΠΑΣΟΚ.

Το τελευταίο ορόσημο πριν την παρούσα πτώση, είναι η κορύφωση της φενάκης, από τα τέλη της δεκαετίας ’90, με την έκρηξη του Χρηματιστηρίου έως την ένταξη στην ευρωζώνη το 2002 και το καλοκαίρι της ολυμπιακή και ποδοσφαιρικής μέθης. Το 2004 το κύμα, που φούσκωνε από τη δεκαετία του ’60, έσκαγε αυτάρεσκα στον κόλπο της Ισχυράς Ελλάδος, δαφνοστεφούς και ευρωπαίας.

Εξι χρόνια αργότερα, το μικρομεσαίο πλήθος, πληβειοποιημένο και διαψευσμένο, έκαιγε την Αθήνα. Είχε περάσει μισός αιώνας.

«Απαγορεύεται να σου μιλάω». Στίχοι: Ντέλλα Ρουφογάλη. Μουσική: Χάρης Παμφίλης. Πρώτη εκτέλεση: Τόλης Βοσκόπουλος. Φωτ.: Η Ντέλλα με τον τότε σύζυγό της, υποστρατηγό Μιχάλη Ρουφογάλη, διοικητή της ΚΥΠ επί δικτατορίας.

Η σημερινή επέτειος του Πολυτεχνείου, εντός της δυσμενούς ιστορικής συγκυρίας, δίνει αφορμή για απολογισμό όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η δικτατορία έπεσε με πάταγο, αλλά η επάνοδος της δημοκρατίας συνοδεύτηκε από μια εθνική καταστροφή, τη διχοτόμηση και κατοχή της Κύπρου. Ωστόσο η δικτατορία των συνταγματαρχών άφησε κάποια ίχνη στην νεογέννητη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, αυτούσια ή τα κατοπτρικά τους αντίστροφα.

Το ελληνοχριστιανικό Kitsch της χούντας λ.χ. λοιδωρήθηκε, αλλά ο λαϊκισμός της επταετίας, όπως ακφραζόταν από τις νέες φυλές των ατσίδων θαλασσοδανειούχων και των γλετζέδων της παραλιακής, έμεινε αλώβητος. Ισως κρύφτηκε την πρώτη περίοδο, αλλά αναδύθηκε παντοδύναμος αργότερα. Η μέθη της ελευθερίας και η εκ των υστέρων αναχώνευση του Μάη ’68 εσκέπαζαν το βαθύτερο kitsch, το ηθικό και κοινωνικό, το ήθος των ανερχόμενων μεσοστρωμάτων, των ωφεληθέντων της χούντας. Ο μεταγενέστερος λαϊκισμός του ’80 άντλησε και από αυτά τα κοιτάσματα.

Ωστόσο η Μεταπολίτευση δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τις ποικίλες φανερώσεις του λαϊκισμού. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία πρόσφερε πρωτόγνωρη πολιτική ελευθερία και μοναδικές ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού· πρακτικά, διεύρυνε τα μεσοστρώματα ως προς την έκτασή τους και την επιρροή τους. Υπό μία έννοια ολοκληρώθηκε επιταχυμένα η κοινωνική ανακατάταξη που είχε αρχίσει τη δεκαετία του ’60.

Η τέτοια ταξική αναδιευθέτηση είχε θετικές και αρνητικές όψεις. Τα μεσοστρώματα απέκτησαν υψηλή παιδεία και πλήθυναν τις τάξεις των επιστημόνων, των επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρηματιών: αυτή ενδεχομένως να είναι και η πολυτιμότερη προίκα για ανάκαμψη από την παρούσα κρίση. Ωστόσο δεν κατάφεραν να ανανεώσουν εξυγιαντικά τις κυβερνώσες ελίτ, ενώ ο διαρκώς ογκούμενος κομματισμός και πελατειασμός κατέλυε βαθμιαία τις λειτουργικές ιεραρχίες, την αξιοκρατία, την ισοπολιτεία εντέλει. Ο,τι προσεφέρετο με το ένα χέρι ―παιδεία, κινητικότητα―, αφαιρείτο με το άλλο. Η Κρίση εσήμανε τη μεγάλη ήττα του μικρομεσαίου πλήθους, που είχε αρχίσει προ πολλού.

Η προχθεσινή μεγάλη πορεία δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων υπό βροχή θέτει εκ νέου το ερώτημα; Γιατί γιορτάζεται το Πολυτεχνείο, τριάντα τρία χρόνια μετά τη νεανική εξέγερση κατά της δικτατορίας;

Ακόμη και η λέξη γιορτή είναι προβληματική, για να περιγράψει την κατ’ έτος τελετουργική πορεία, τους λόγους, τις αψιμαχίες, τις σχετικές πανηγυρικές αναφορές στα σχολεία. Δεν είναι γιορτή· είναι τελετουργική ανάκληση ενός δραματικού συμβάντος, ενός ιστορικού συμβάντος, το οποίο εισφέρει τεράστιο συμβολικό βάρος στην πρόσφατη ιστορία, αφενός, διότι έδωσε στον ελληνικό λαό μια συλλογική αντιστασιακή ταυτότητα, ένα αντίβαρο για τα έξι προηγηθέντα χρόνια προσαρμογής και υποταγής στο πολιτικό kitsch των συνταγματαρχών.

Αφετέρου, το Πολυτεχνείο, περισσότερο από κάθε πρόσφατο ιστορικό συμβάν, ήταν μια έκρηξη προκληθείσα τυχαίως, μια έκρηξη που δεν καθοδηγήθηκε από κανέναν πολιτικό οργανισμό, μια έκρηξη που η επίσημη Αριστερά επiχείρησε να την αποτρέψει ή να την ελέγξει ως μη ώριμη, ήταν μια δραματική πράξη αντίστασης και αποκοτιάς, μια πράξη υπέρβασης.

Οι νέοι που κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο και οι νέοι απέξω, οι νέοι που επυροβολούντο και έμεναν όρθιοι τραγουδώντας, αφελείς, παράτολμοι, σαλοί, υλοποίησαν ένα πυρακτωμένο υπόδειγμα αντιστασιακού ήθους, συνέχισαν μια μακρά παράδοση παράτολμων ηρωικών πράξεων, υπερβάσεων, ενσάρκωσαν το αντιστασιακό πνεύμα των Νεοελλήνων στην ύστερη νεωτερικότητα, όπως εκδηλώθηκε σε προηγούμενες ιστορικές στιγμές από άλλους παράτολμους, από τον ξεσηκωμό του ’21 ώς τον πόλεμο του ’40 και την Αντίσταση. Ετσι, αυτά τα τρελόπαιδα απέσυραν το πέπλο συνενοχής απ’ όλο το υπάκουο κοινωνικό σώμα.

Από αυτή τη σκοπιά, το Πολυτεχνείο είναι μια διαρκής υπενθύμιση της παράφορης νιότης, η οποία μπαίνει μπροστά χωρίς υπολογισμούς, χωρίς ιδιοτέλεια, άλλη από το άφημά της στο πάθος, στο θυμικό, στη διακινδύνευση, στην υπέρβαση. Μια ανάλογη υπέρβαση ζητεί απεγνωσμένα, μα βουβά ακόμη, ο ελληνικός λαός σήμερα· υπέρβαση του χθαμαλού εαυτού, του μαλθακού και κακομαθημένου, του υποταγμένου και υπερχρεωμένου. Ενα ξέσπασμα ζητείται, όχι τόσο δραματικό όσο του ’73, διότι ο εχθρός δεν είναι ο ίδιος, τώρα είναι πιο εσωτερικευμένος, λιγότερο προφανής, πάντως ξέσπασμα με ένταση και βάθος, με θάρρος και πίστη, που θα δράσει σαν καταλύτης και θα αποσύρει από τα μάτια μας το πέπλο της αναξιότητας, της αυτοϋποτίμησης, της ηττοπάθειας.

Οι απόκοτοι νέοι του ’73 πρόσφεραν στους γονείς τους μια νέα αφετηρία κι ένα ηθικό παράδειγμα· παρά τις θυσίες, παρά τις διώξεις, παρά την εθνική τραγωδία του ’74, το συμβάν Πολυτεχνείο τροφοδότησε με τη ζωτικότητά του τη νεογέννητη δημοκρατία ένα χρόνο αργότερα. Πολλές από τις προσδοκίες διαψεύσθηκαν, οι ματαιώσεις, η δημοκοπία, οι στρεβλώσεις δεν έλειψαν, ακόμη και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του συμβάντος. Ωστόσο, το υπερβατικό σήμα, το συμβολικό φορτίο, η ηθική εκτίναξη, τροφοδότησαν και τροφοδοτούν ακόμη την πολιτική κοινωνία της μεταπολίτευσης. Τώρα χρειαζόμαστε μια νέα ώθηση φρονήματος, μια νέα υπέρβαση, με νέους τρόπους σε νέα συμφραζόμενα, για βαθιές, αρχαίες ανάγκες.

polytexneio.jpgpolytexneio.jpg

Σκέφτομαι όμως ότι η Eλλάδα, απ’ το ‘80 έως σήμερα, είναι άλλη χώρα. Δεν ξέρω αν παραμένουν αναλλοίωτες οι αρετές της φυλής, το αντιστασιακό πνεύμα κ.λπ. Παραμένουν όμως ζωντανά, εν φθίσει, τα σύμβολα που είχαμε ανάγκη για να ενηλικιωθούμε, βιολογικά και πνευματικά, σαν άτομα και κοινωνία. Περνώντας από τη μέση ηλικία στο γήρας, μαζί με μας, σύμβολα σαν το Πολυτεχνείο, θα χάνουν ολοένα τη λιγοστή τους σάρκα, θα τρεμοσβήνουν, το φάσμα τους θα μετατοπιστεί προς το αόρατο υπέρυθρο, στη Λήθη.

[ολόκληρο]

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.908 hits