You are currently browsing the category archive for the ‘αφηγήσεις’ category.

Πώς νιώθεις που τώρα δεν δημοσιογραφείς; Με ρώτησαν πρόσφατα.

Χωρίς να το σκεφτώ, απάντησα χωρίς δισταγμό: «Για πρώτη φορά φοβάμαι τους δημοσιογράφους, τι θα γράψουν για μένα. Και για πρώτη φορά δεν το παίρνω κατάκαρδα όταν γράφουν κάτι αρνητικό για μένα. Ο πραγματισμός της πρακτικής πολιτικής διασκεδάζει τον ναρκισσισμό».

Κατόπιν σκέφτηκα πόσες φορές βρέθηκα σε δίκες για αδικήματα τύπου. Πολλές. Πολλές φορές μάρτυρας υπεράσπισης σε ποινικά και αστικά δικαστήρια. Θυμάμαι μια ποινική δίκη, όπου ήμουν μάρτυρας, με κατηγορούμενο τον Αριστείδη Μπαλτά, όταν αρθρογράφησε στην Καθημερινή υπέρ του Στέφανου Τραχανά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης και εναντίον των απηνών διωκτών του, όταν απεκάλυψε το φαύλο κύκλωμα των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων. Ο Αριστείδης αθωώθηκε με 3-2 ψήφους, οριακά.

Κατηγορούμενος «τύπου» βρέθηκα δύο φορές. Μία φορά για συκοφαντική δυσφήμιση, προ 25ετίας, για ρεπορτάζ μου στον Ταχυδρόμο. Επετεύχθη συμβιβασμός έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου. Δεύτερη φορά κατηγορούμενος το 1994, για άσεμνα δημοσιεύματα, ως εκδότης της εφημερίδας Μυκονιάτικη. Τα «άσεμνα» ήταν σκωπτικά-ερωτικά δημοτικά τραγούδια παρελθόντων αιώνων… Είχαμε συνήγορο τότε τους αείμνηστους Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη και Μάκη Φρέρη, παρουσιαστήκαμε στην αίθουσα Καϊρη του μεγάρου Τσίλερ στην Ερμούπολη, αλλά δυστυχώς η δίκη δεν διεξήχθη, διότι το αδίκημα τύπου είχε εν τω μεταξύ παραγραφεί.

Δύο φορές κατηγορούμενος λοιπόν, για αδικήματα τύπου, ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Αγωγή δεν «έφαγα» ποτέ. Σκέφτομαι όμως ότι στις πλείστες των περιπτώσεων, οι μηνύσεις και οι αγωγές για δημοσιεύματα, δεν είναι παραγωγικές, ούτε ιδιαίτερα παιδαγωγικές. Πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, η διαμάχη μπορεί να λυθεί με επανόρθωση ή εξωδικαστική διευθέτηση ή ακόμη καλύτερα με ανταλλαγή επιχειρημάτων.

Θυμήθηκα τα τραβήγματά μου στα ποινικά, γιατί βλέπω ότι οι αγωγές πέφτουν βροχή. Και βρέχονται όλοι, βρεχόμαστε όλοι εντέλει, κι είναι κρίμα.

Στο τέλος της χρονιάς, απόλογος. Κοιτάς φευγαλέα πάνω απ΄ τον ώμο, σαν να οδηγείς μοτοσυκλέτα, να ελέγξεις την κίνηση πίσω. Αλλά η προσοχή είναι συγκεντρωμένη μπροστά, σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάς πίσω, επιμένεις. Ξανά και ξανά.

Σταδιακά εμφανίζονται φιλμάκια σούπερ οκτώ, βίντεο θαμπά VHS, φωτογραφίες ξεπλυμένες Kodacolor, προτού εφευρεθεί το Instagram και η νοσταλγία ως εφέ. Στο πίσω ρεύμα κυκλοφορούν εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό.

Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει.

Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια.

Ενα:

Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν:

«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά».

Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία.

Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη.

Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν.

Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας.

Δύο:

Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».

Τρία:

Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα.

 

Giovanni Bellini: Αγιςο Ιερώνυμος, 1505.National Gallery of Art, Washington.

 

ασδραχάς

«Κοίταξε να στήσεις μια συνεργασία με τον Σπύρο, μια σειρά άρθρων. Τηλεφώνησέ του». Τα λόγια του Αντώνη Καρκαγιάννη. Ηταν αρχές του 2009 νομίζω. Είχα να δω ή ν’ ακούσω τον κύριο Σπύρο αρκετό καιρό· η τελευταία φορά που απόλαυσα τον λόγο και τη σκέψη του ήταν το 2002, όταν το κάναμε μια μακρά συνέντευξη με την Ολγα Σελλά. Μας είχε υποδεχθεί στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη μαζί με την κυρία Αικατερίνη· φορούσε σακκάκι και γραβάτα, μας κέρασε ουίσκι. Δεν χώρεσαν όλα τα θαυμαστά εκείνης της βραδιάς στον περιορισμένο χώρο της εφημερίδας. Ολα όμως, εκείνα κι άλλα πολλά προφορικά και γραπτά, του σεβαστού και αγαπημένου κυρίου Σπύρου έμειναν τυπωμένα μέσα μου τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.

Η σειρά των άρθρων υπό τον τίτλο Υπομνήσεις, που τώρα πήρε μορφή βιβλίου (εκδ. Θεμέλιο), κράτησε περίπου τρία χρόνια, με μικροκαθυστερήσεις εκ μέρους μου, κάθε που δεν έβρισκα ολόκληρη ή δύο τρίτα σελίδας για να χωρέσω το πυκνό κείμενο και να το στολίσω με μια-δυο εικόνες σχετικές, από αυτές που επίμοχθα εντόπιζαν ο συγγραφέας και οι συνεργάτες του σε αρχεία και μουσεία.

Είπα: πυκνό κείμενο. Το ύφος του κυρίου Σπύρου είναι πυκνό, πολυστρωματικό, με πολλές παρενθέσεις και ενδιάμεσες διευκρινίσεις, με μεταπηδήσεις και συστροφές, με ανοιχτά ενδεχόμενα και δηλωμένους δισταγμούς. Ο κύριος Σπύρος είναι το ύφος της πρόζας του. Το ύφος του είναι η κατορθωμένη σκέψή του, ένα ξετύλιγμα· ξετυλίγει ένα πολύμιτο ύφασμα σε κύματα, ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί τους κυματισμούς του όλου καθώς χύνεται και σωρεύεται, και ταυτοχρόνως η προσοχή του πρέπει να στρέφεται και στους χρωματισμούς της πρόζας, στην υφή της ύλης, στην μεταβαλλόμενη τονικότητα.

Είναι δύσκολη πρόζα. Οχι ερμητική και ξηροακαδημαϊκή, όχι δημοσιοσχετίστικος λιβανωτός, όχι εργαλειακή ούτε ναρκισσευόμενη, δηλαδή όχι όπως γράφουν συνήθως οι ακαδημαϊκοί στις εφημερίδες, αλλά όχι και κολακεύουσα τον αναγνώστη ― το αντίθετο. Είναι πρόζα πολυνηματική και πολυκύμαντη, με όρη και κοιλάδες, με κλεισούρες και ξέφωτα, με ξαφνικά μεγάλα ανοίγματα, σαν το ανάγλυφο των τοπίων που λεπτολογεί, σαν τους δρόμους του Αρχιπελάγους που ενοράται στα καράβια, σαν τα δημοτικά τραγούδια που ακροάται για να αποκρυπτογραφήσει εμπορικούς δρόμους και δίκτυα κάστρων, σαν τα χαρτιά θανάτων στην πατρίδα του Λευκάδα, σαν τα χαρτιά των ποινών στην πατρίδα μου Μύκονο, αυτά τα χαρτιά που περιέχουν φωνές φανερές και φωνές πνιγμένες, σιωπές, κενά, θρήνους κυριαρχούμενων, καημούς ξεσηκωμένων.

Κάποτε μια δακτυλογραφική αστοχία με οδηγούσε να τηλεφωνήσω στον κύριο Σπύρο για διευκρινίσεις· η διευκρίνιση πολύ σύντομα ξεστράτιζε σε γόνιμα πεδία, για τις αφορμές του τεκμηρίου και τις παράλληλες σκέψεις που γεννούσε, για τις αναλογίες του τότε με το σήμερα, για τις συνέχειες. Συχνά-πυκνά, αργά το βράδυ, χτυπούσε το κινητό και αναγνώριζα το όνομα. Το έλαβες; Εχεις κι άλλο ένα, δες και τις εικόνες που σου έστειλε ο Δημήτρης. Είτα, πάλι ξεστρατίζαμε γλυκά. Μας είχε αρπάξει πια στις δαγκάνες της η κρίση, η σφοδρή ιστορία, κι αναζητούσα παρηγοριά και φανάρι στις κουβέντες του σοφού μου φίλου ― έτσι τον νιώθω, φίλο.

Από τέτοιες συζητήσεις αργά το βράδυ, θυμάμαι θραύσματα, τις πυγολαμπίδες του Παζολίνι: «Νίκο, αναδύονται νέες ταξικότητες, να δούμε πώς θα εκφραστούν πολιτικά τα νέα υποκείμενα… Νίκο, να προσέξομε, μπαίνουμε σε μια μεγάλη διάρκεια, όλη η Ευρώπη, με άγνωστα χαρακτηριστικά». Κυρίως αυτό: «Στοχαζόμενοι τη μεγάλη διάρκεια, νιώθουμε ηρεμία, παίρνουμε μιαν απόσταση για να δούμε ευκρινέστερα τα παρόντα». Μα κύριε Σπύρο, η διάρκεια του βίου είναι βραχεία, πώς θα παρηγορηθούμε για τα βάσανα του παρόντος; «Δεν υπάρχει παρηγοριά, μόνο στοχασμός, και η συνείδηση, ότι είμαστε ιστορικοί άνθρωποι».

2002: «Kοιτάξτε, είμαστε ιστορικός λαός, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό… Kυρίως σημαίνει ευθύνες: έναντι της μνήμης, και έναντι του μέλλοντος. O πολίτης ενός ιστορικού λαού σκέφτεται ότι ζούμε και μετά τον θάνατό μας…»
Κύριε Ασδραχά, υπάρχουν αρετές που τις έχουμε ως ιστορικός λαός;
«Τρομερές. Και υπάρχει και πίκρα… Αυτοί οι οποίοι έχουν την τόλμη να εκφράζονται σ’ ένα υπερκείμενο επίπεδο δεν ξεχνούν την ταυτότητά τους. Θα σας πω κάτι αυτοβιογραφικό. Εγώ δεν είμαι καμιά προσωπικότητα που να συναναστράφηκε ποτέ με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρ’ όλο που αν ήθελα θα μπορούσα να τους έχω γνωρίσει. Eίμαι ένας απλός άνθρωπος, ζω στη Νέα Σμύρνη, πηγαίνω στη Λευκάδα, όπου μ’ αγαπάνε οι πατριώτες μου. Kαι αυτό μου αρκεί.»

H πρόζα και τα λόγια του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά, το ζωντανό του παράδειγμα, είναι παρηγορητικά, για την ψυχή, για το πνεύμα. Υπομιμνήσκουν την ιστορική μας φύση, την υλικότητα του τόπου και του χρόνου, την περιπέτεια της συνέχειας, τις αναπόφευκτες ρηγματώσεις και τις ασυνέχειες. Υπομιμνήσκει ο κύριος Σπύρος, με έναν σταθερό, οργανωμένο, πολυδαίδαλο ψίθυρο, υπομιμνήσκει, τις συνάφειες, τους κρυμμένους δεσμούς, ανάμεσα σε ένα δημοτικό τραγούδι κι ένα χάνι, ένα κάστρο, ένα πέρασμα, ανάμεσα σε μια νοταριακή πράξη και την ευαισθησία μιας κοινότητας παλαιών ανθρώπων. Υπομιμνήσκει ότι είμαστε παλαιοί, αγκυροβολημένοι στη μεγάλη διάρκεια, και νέοι, ξυλάρμενοι, ανεμοδαρμένοι στη βραχεία διάρκεια. Να, η συνείδηση της ιστορίας, η σκηνή της τραγωδίας.

andros_1

 

Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.

Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.

Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.

Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.

Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.

Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.

Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.

Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.

Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.

Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.

Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.

φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.
φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

Πέρυσι αισθάνθηκα αύρα παλαιοβαλκάνια να πνέει πάνω από το μαραμένο κέντρο της Αθήνας. Το ξανάνιωσα. Κατήφεια και εσωστρέφεια, εγκατάλειψη, καθυστέρηση, φτώχεια. Ολο το Σάββατο και την Κυριακή περπατούσα πάλι στο κέντρο. Εξάρχεια, Χαυτεία, Στουρνάρη, Κάνιγγος, Βάθη, Ομόνοια, Ακαδημίας, Σόλωνος, Χ. Τρικούπη, Ασκληπιού. Από την Αθηναϊκή Τριλογία έως την πλατεία Βάθη, κι από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την Ιερά Οδό.

Αρκετά μαγαζιά στα Χαυτεία ήταν ανοιχτά την Κυριακή, τα περισσότερα κλειστά. Πολύς κόσμος στους δρόμους, λίγος στα μαγαζιά για ψώνια. Γεμάτοι οι φούρνοι, γεμάτα τα καφενεία με τραπέζια στη λιακάδα. Η πλατεία Ομονοίας έλαμπε, παράξενα ωραία, κυριακάτικη. Στους δρόμους που δεν τους λάμπρυνε ο ήλιος, δυσοίωνη υγρασία τρύπωνε στα κόκαλα: σπασμένα ρείθρα, βρώμικα πεζοδρόμια, κλειστές βιτρίνες σκεπασμένες με αφίσες και γκράφιτι, αραιά και πού κανένα πωλείται ή ενοικιάζεται, σχισμένα, δεν περιμένουν πια αγοραστές και ενοίκους. Πόλη παρατημένη.

Η αγορά στο υπογάστριο του ιστορικού κέντρου έχει χαρακτήρα τριτοκοσμικό, μικρό Κάιρο· τα φτηνοεμπορεύματα απλωμένα στον δρόμο, κινέζικα με χάρτινες ταμπέλες φωνάζουν την τιμή, πέντε ευρώ φούτερ, είκοσι ευρώ παπούτσια, τυρόπιτες, σουβλάκια, φραπέδες όλα ένα ευρώ. Οι κυριακάτικοι πελάτες σε αυτό το παζάρι μιλούν γλώσσες της μετανάστευσης, τη μοναδική ημέρα σχόλης ξοδεύουν φειδωλά τα λιγοστά του μόχθου.

Το βράδυ της Κυριακής, η Ακαδημίας είναι σκοτεινή, έρημη, μόνο τα σινεμά και η Λυρική κρατούν φως και ανθρώπους. Αδεια, σκοτεινά τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, μέχρι την Αλεξάνδρας. Στις σκαλωσιές, Βουλής και Κολοκοτρώνη, άστεγοι-στρουθία έχουν καταλάβει τις θέσεις στα μαδέρια της σκαλωσιάς, έστρωσαν το κρεβάτι τους, κλείνουν τα μάτια κι ακούνε τις μουσικές απ’ τα μπαρ.

Η θλίψη αυτής της πτωχευμένης, αχτένιστης, παρατημένης πόλης αντισταθμίζεται από κρυφές χάρες, αυτές που δεν πολυνιώθαμε στους αμέριμνους καιρούς. Πόλη σε μέτρα ανθρώπινα, μια γειτονιά, αγκαλιά, ακόμη και το κέντρο, μικρές πολυκατοικίες, απρόοπτα ξέφωτα όπου προβάλλουν με χάρη και μεγαλείο οι λόφοι, ο Βράχος. Πόλη με κλίμα διαρκώς γλυκύ, θερμή άνοιξη με διαβαθμίσεις. Πόλη διαρκώς αναμμένη – να, αυτό λιγοστεύει τώρα, το φως, ο βόμβος, η κίνηση, αυτοί οι ζωτικοί χυμοί εγκαταλείπουν τις αρτηρίες του κέντρου. Αυτή η εγκατάλειψη πλακώνει το στήθος και πονάει. Πόλη μου παρατημένη.

Τη Δευτέρα η πόλη ξυπνάει άλλη. Το πρωινό την ωθεί, της σταλάζει κουράγιο. Να όμως και η συμφόρηση: στα χαμηλά της Σόλωνος η αριστερή λωρίδα είναι μονίμως κατειλημμένη από σταθμευμένα οχήματα· λεωφορεία και γιώτα-χι ελίσσονται, αργοπορούν, εκνευρίζονται, το ποτάμι φρακάρει στο δέλτα αντί να ανοίγει. Στην Ακαδημίας τα φορτηγά ξεφορτώνουν μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο δεν υπάρχει Τροχαία, ποτέ. Δεν χρειάζεται. Μόνο πάνοπλοι φρουροί.

Η Κομνηνών είναι όρυγμα σε πεδίο πολέμου, ο χειρότερος δρόμος των Αθηνών. Από την Αλεξάνδρας και μετά, σε όλα τα φανάρια που αργούν, άνθρωποι συνωστίζονται για μερικά δεκάλεπτα. Καποδιστρίου: Λεωφόρος της Επαιτείας και της Πρέζας. Αθόρυβα, ταπεινά πλησιάζουν τ’ ανοιχτά παράθυρα των οδηγών. Λέει: «Με τα πενήντα λεπτά, κύριε, συμπλήρωσα να πάρω τσιγάρα, είμαι εκατομμυριούχος, υγεία να ’χετε…». Ενας κούριερ ξεπεζεύει σοβαρός, ανοίγει το πορτ μπαγκάζ της βέσπας, στο εσωτερικό του καπακιού τρεις εικόνες προσεκτικά κολλημένες, η μεγάλη του Χριστού, οι μικρές των προστατών αγίων.

Στην Πειραιώς μια γυναίκα: «Ευλογημένος του Θεού να είσαι, καλό δρόμο, υγεία στην οικογένειά σου, όλες τις ευλογίες του Θεού, κύριε».

Η πόλη λειτουργεί μαγικά, με την εγκαρτέρηση των κατοίκων.

«Σήμερα είμαι άνθρωπος, σήμερα μπορώ να κλάψω». Η γυναίκα που προφέρει αυτά τα βαριά λόγια είναι επιζήσασα του γκέτο της Βαρσοβίας. Παρακολουθεί μια ταινία, με σκηνές από τον τόπο μαρτυρίου εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων, όσων πέθαναν από πείνα και επιδημίες, αφού πρώτα απανθρωπίστηκαν.

Η γυναίκα που μπορεί να κλάψει, ύστερα από 68 χρόνια, τον χρόνο της κινηματογράφησης ήταν κορίτσι δέκα ετών. Στα πεζοδρόμια του γκέτο περπατούσε πλάι σε πτώματα, δεν γυρνούσε ποτέ να τα κοιτάξει, γιατί φοβόταν μην έρθει η δική της σειρά. Τότε δεν μπορούσε να κλάψει. Τώρα είναι ευτυχισμένη που μπορεί.

«Το Γκέτο, μια ταινία που δεν έγινε ποτέ» (A Film Unfinished)) είναι ένα συνταρακτικό ντοκυμαντέρ, γυρισμένο το 2010 από τη σκηνοθέτρια Yael Hersonski, με βάση το κινηματογραφικό υλικό που είχαν γυρίσει γερμανικά συνεργεία, τον Μάιο του 1942. Τριάντα μέρες γυρισμάτων, 62 λεπτά αμοντάριστων πλάνων που βρέθηκαν το 1998· στα κουτιά υήρχε μόνο η λέξη «Das Ghetto».

Η κινηματογράφηση είχε γίνει, όπως πολλές άλλες, για να υπηρετήσει τη ναζιστική προπαγάνδα, μια τρομερή μηχανή κατασκευής αλήθειας και στερεοτύπων· η συγκεκριμένη φιλοδοξούσε, αφενός, να καταδείξει τα φυλετικά γνωρίσματα και τον χαρακτήρα των Εβραίων, αφετέρου, να δείξει ότι μέσα στο γκέτο επικρατούσαν ελευθερία και αφθονία, τέτοιες που οι πλούσιοι Εβραίοι καλοπερνούαν εις βάρος των φτωχών συμπατριωτών τους. Η προπαγανδιστική μηχανή έστησε σκηνές πλούσιων γευμάτων σε εστιατόρια, χορούς, έστησε συγκεντρώσεις, λαμπρές κηδείες. Στο αμοντάριστο υλικό όμως υπήρχε και η άλλη όψη του γκέτο: ο λιμός, η εξαθλίωση, ο απανθρωπισμός, ο θάνατος, τα πτώματα στους δρόμους, οι ομαδικοί τάφοι. Λίγο μετά την αναχώρηση του συνεργείου, τον Ιούλιο, άρχισε η Τελική Λύση στο γκέτο, η μεταφορά και εξόντωση 300.000 ανθρώπων στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα.

Τρία νήματα σκέψης από το ντοκυμαντέρ. Ενα, η διαδικασία απανθρωπισμού, όπως εξελίσσεται σε συνθήκες κράτησης και στέρησης. Η στέρηση δεν είναι μόνο υλική, δεν είναι μόνο καταδίκη σε αργό θάνατο, είναι ταυτοχρόνως στέρηση της ελευθερίας, που συνδυασμένα και σταδιακά γίνεται έλλειψη ενδιαφέροντος για τον κοινωνικό βίο, έλλειψη συμπόνιας, έλλειψη αξιοπρέπειας, έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή. Οι άνθρωποι στο γκέτο, άπαξ και περνούσαν ένα κρίσιμο κατώφλι, βυθίζονταν στην απάθεια, περίμεναν απλώς να πεθάνουν. Αυτό μας το έχει μεταδώσει με μοναδικό τρόπο στον 20ό αιώνα, ο σπουδαίος Πρίμο Λέβι, αυτός που γλύτωσε από το Αουσβιτς, για να γίνει μάρτυρας της ανθρώπινης κατάστασης στα άκρα. Ο Λέβι έγραψε: «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος». Η επιζήσασα, που βλέπει στο ντοκυμαντέρ τους απαθείς και τους σωρούς πτώματων, λέει το ίδιο: «Σήμερα είμαι άνθρωπος, σήμερα μπορώ να κλάψω. Είμαι ευτυχισμένη που μπορώ να κλάψω, που είμαι άνθρωπος».

Δεύτερο νήμα: Η προπαγάνδα. Η συστηματική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, εξαιτίας φυλετικού μίσους, είναι η πιο φανερή όψη του ναζισμού, η μηχανή ολέθρου που εξορκίζεται. Η προπαγάνδα είναι η άλλη μεγάλη μηχανή, αυτή που κατασκευάζει κόσμο, κατασκευάζει αλήθεια, πραγματικότητα, συνεδήσεις· αυτή η μηχανή δεν εξορκίζεται. Αντιθέτως, τα εργαλεία και οι τρόποι της χρησιμοποιούνται πάντα, και τώρα, από πολλούς, με πολλούς τρόπους, για πολιτικούς ή εμπορικούς σκοπούς. Η ταινία «Das Ghetto» τρομάζει όχι μόνο με την περιέχουσα φρίκη, αλλά με τη μέθοδο και με τον σκοπό της: να ξαναγράψει την ιστορία.

Τρίτο νήμα. Απέναντι στην προπαγάνδα της ναζιστικής παρα-τεκμηρίωσης, στέκεται η ανθρωπινότητα δια της μνήμης. Οσο οι Γερμανοί ναζί κατασκεύαζαν τη δική τους ιστορία φυλετικού μίσους και εξολόθρευσης στο Γκέτο, καταρτίζοντας αρχεία και τεκμήρια, ο Ανταμ Ρίνγκελμπλουμ κατέγραφε την ζώσα ιστορία. Ο Πολοωνοεβραίος ιστορικός συνέλαβε το σχέδιο «Χαρά του Σαββάτου», κατά το οποίο δάσκαλοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, επιστήμονες, έγραφαν λεπτομερώς και συνέλεγαν ντοκουμέντα γύρω από οτιδήποτε συνέβη στη Βαρσοβία από την αρχή έως την καταστροφή του γκέτο. Το σώμα των μαρτυριών μπήκε σε τρία κάνιστρα γάλακτος και δέκα μεταλικά κουτιά και κατεκρύβη στα θεμέλια του γκέτο. Ολα, πλην ενός, βρέθηκαν, αποδίδοντας 30.000 φύλλα μαρτυριών, μνήμης, ιστορίας. Ο ορισμός του ζώντος αρχείου.

Τι είναι ιστορία; Ο νικητής εξολοθρευτής έγραφε τη δική του, με κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, με καταλόγους παπουτσιών και τιμαλφών στα λάγκερ. Το θύμα, ο κυριαρχούμενος, ο ηττημένος, έφτιαξε το δικό του αρχείο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων. Αν υπάρχει μια νίκη για την ανθρωπινότητα, είναι αυτή: το αρχείο των θυμάτων μάς επιτρέπει να μπορούμε να κλαίμε.

Π​​ριν από μερικές ημέρες ένα βράδυ έτυχε να παρακολουθήσω από το κανάλι της Βουλής ένα ντοκιμαντέρ για την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, στην Κρήτη, την 26η Απριλίου 1944. Το ιστορικό γεγονός είναι γνωστό, έχουν δημοσιευθεί βιβλία, άρθρα, συνεντεύξεις και απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών. Η συγκεκριμένη ταινία, ωστόσο, προερχόμενη από το αρχείο της ΕΡΤ, γυρισμένη το 2003 από τον σκηνοθέτη Νίκο Παπαθανασίου, είχε ορισμένες αρετές που αιχμαλώτισαν την προσοχή μου πέρα από τα γεγονότα καθεαυτά, και με κράτησαν καθηλωμένο μπρος στην οθόνη να ρουφάω κάθε λεπτό.

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ταινίας βασίζεται στην πηγαία, αδιαμεσολάβητη και ανόθευτη αφήγηση των ανθρώπων, των πρωταγωνιστών, κυρίως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του τελευταίου επιζώντος αντάρτη, του Ηλία Αθανασάκη. Ενας λεβεντάνθρωπος Κρητικός, με το μουστάκι του, καλοστεκούμενος, που μαγνητίζει τον θεατή-ακροατή με την ευθύτητα, τη διαύγεια, τη σαφήνεια και την παραστατική δύναμη του λόγου του. Τίποτε δεν περίσσευε στην αφήγησή του, καμία ανούσια λεπτομέρεια, καμία περιαυτολογία· ακρίβεια χωρική και χρονική· κι όλη η εξιστόρηση τοποθετημένη στο ευρύτερο πλαίσιο, με δραματική κορύφωση στο φινάλε.

Ρέουσα γλώσσα, στέρεα ελληνικά, οικονομία και ακρίβεια λόγου που δείχνουν άνθρωπο που έχει ψηθεί μέσα στην Ιστορία, που έχει περάσει μέσα από πόλεμο, που έχει ζυμωθεί με τον κίνδυνο και τον θάνατο. Σαμποτέρ, κατάσκοπος, αντάρτης, πατριώτης, μαχητής της ελευθερίας. Ο οποίος κατόπιν πολέμησε με τον τρόπο του στον ειρηνικό βίο. Ενας ιστορικός άνθρωπος λοιπόν, μορφωμένος, πεπαιδευμένος μες στη ζωή, από τη ζωή.

Αναπόφευκτα, σύγκρινα αυτόν τον άνθρωπο με τους σημερινούς, τους ανθρώπους της ειρήνης και της έως πρόσφατα ευημερίας: πώς μιλούν και πώς αφηγούνται μπροστά σε μια κάμερα. Θραυσμένα, άτακτα, ανούσια, ναρκισσιστικά. Η σύγκριση είναι συντριπτική.

Προς το τέλος, προστέθηκε η αφήγηση ενός άλλου επιζώντος, του Γιώργου Χαροκόπου, συνδέσμου στην τελική φάση της απαγωγής, στη διαφυγή με βρετανική τορπιλάκατο από τον όρμο Ροδάκινο στο αιγυπτιακό λιμάνι Μάρσα Ματρούχ. Με ανάλογη ενάργεια ο Χαροκόπος πρόσθεσε ανθρώπινες, προσωπικές πινελιές: Αφησαν τα ρούχα και τα παπούτσια τους για να επιβιβαστούν στη βάρκα, κι αυτά θα τα έπαιρναν άλλοι μαχητές πίσω τους, ανυπόδετοι και στερημένοι. Πώς έφτασαν με τις γενειάδες και τα πουκάμισα στην Αίγυπτο, όπου τους έντυσαν και τους παρέθεσαν δείπνο. Τι θυμόταν από το επινίκιο δείπνο; Το άσπρο ψωμί, που είχε να το δει τρία-τέσσερα χρόνια και το σταυροκόπημα ενός Ρώσου συμπολεμιστή, πριν από το φαγητό, μαζί με την ευχή «Κριστός ανέστη». Στη χώρα του κομμουνισμού είχε χριστιανούς…

Είπαμε πριν για τη δραματική κορύφωση του Ηλία Αθανασάκη. Ο νικητής των Γερμανών, ο απαγωγέας του στρατηγού, μετά την άφιξή του στην Αίγυπτο, φυλακίστηκε στο Κάιρο. Είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ το κίνημα του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή. Μάταια φώναζε να του φέρουν τον αρχηγό της απαγωγής, τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, να βεβαιώσει ποιος ήταν. Ο Αθανασάκης ήταν ο επικεφαλής πληροφοριών στα Χανιά.

Ο μαχητής, που είχε πολεμήσει τον κατακτητή και τον είχε νικήσει, βρίσκεται αντιμέτωπος με την άλλη όψη της ιστορίας, τη διόλου ηρωική. Αντιμέτωπος με τη μικροψυχία, τη γραφειοκρατία, την καχυποψία, τον εμφύλιο σπαραγμό. Μετά τον πόλεμο, ο αγώνας του δεν αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος, ως στρατιωτική υπηρεσία, διότι ανήκε στο συμμαχικό στρατηγείο… Κι όταν μια κλήση, για να παραστεί ως βασικός μάρτυρας σε δίκη δωσίλογου, δεν φτάνει ποτέ στα χέρια του, τιμωρείται με βίαιη προσαγωγή και δύο χρόνια φυλάκιση· οδηγείται σιδηροδέσμιος από την Αθήνα στην Κρήτη. Ο τόνος της φωνής ανεβαίνει, «πώς πληρώνουνε τους πατριώτες», η φωνή σπάει: «Αυτή ήτονε η απολαβή μου». Σηκώνει το χέρι, δείχνει με το δάχτυλο – την πατρίδα, την Ιστορία; Freeze frame. Η ταινία τελειώνει, ανοιχτή σε όλες τις σκέψεις, όλα τα συμπεράσματα, με τον τρόπο του Θουκυδίδη.

Η ιστορία του Ηλία Αθανασάκη συνοψίζει με τον τρόπο της μια δραματική περίοδο, που επεφύλαξε στιγμές δόξας, τιμής, πείνας, θανάτου και σπαραγμού, από την 28η Οκτωβρίου 1940 έως το τέλος του Εμφυλίου, μια δεκαετία. Με όλα τα δεινά, ήταν μια περίοδος που γαλβάνισε όλο τον ελληνικό λαό, τον έκανε ιστορικό, τον έκανε μαχητή. Προσεγγίζοντας τα τεκμήρια και τις προφορικές αφηγήσεις, δεν ανασυστήνουμε μόνο το παρελθόν, προσεγγίζουμε το παρόν. Μαθαίνουμε να συλλογιζόμαστε συνθετικά και δημιουργικά, δηλαδή συνετά αλλά και θαρρετά, αντίκρυ στις ενδεχομενικότητες, στους δρόμους και στις τροπές της Ιστορίας. Πάντα ζούμε σε μεταίχμιο, με ανατροπές και γυρίσματα, πολύ περισσότερο τώρα.

Καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους στο ντοκιμαντέρ, και είδα το σήμα της ΕΡΤ, σκέφτηκα ότι αυτή η ταινία είναι ελάχιστο μέρος, πολύτιμο, ενός οπτικοακουστικού αρχείου του νεότερου ελληνισμού. Το 2014, παραμονές της επετείου του ΟΧΙ, έβλεπα μια ταινία του 2003, ήδη παλιά, με φωτογραφικά και έντυπα τεκμήρια, με ιστορική έρευνα, με προφορικές μαρτυρίες. Τότε έκαναν τέτοιες ταινίες. Από το καλοκαίρι του 2013 δεν παράγεται τίποτε, η ΕΡΤ δεν υπάρχει. Αναρωτιέμαι: Τι ντοκιμαντέρ, τι ταινίες θα αφήσουμε πίσω μας από το 2013-2014; Τι θα δούνε από μας οι μελλοντικοί Ελληνες θεατές; Τι τέχνη, τι στοχασμό, τι εικόνες παρήγαγαν οι Ελληνες της κρίσης; Σκέφτομαι ότι απ’ την παρούσα τηλεόραση θα απομείνουν πρωινάδικα και παραθυρο-καβγάδες, πεταμένα στο YouTube.

Καφενεία, ταχυφαγεία, μεζεδοπωλεία, σουβλατζίδικα, αρτοποιεία, κομμωτήρια, μανικιούρ, αρωματοπωλεία του χύμα, σχολές αυτοάμυνας. Α, και «Αγοράζω Χρυσό Τιμαλφή». Ιδού, η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα της κρίσης. Στην Αθήνα της Μεγάλης Υφεσης.

Προ κρίσης, στις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων, τα μαγαζάκια που ανοιγόκλειναν σταθερά, Εβγες, μίνι μάρκετ και ψυλικατζίδικα κυρίως, περιγράφονταν ως επιχειρηματικότητα ανάγκης. Θυμάμαι τον όρο από τα τέλης της δεκαετίας ’90. Χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες ενδεχομένως, χωρίς δυνατότητες να εργαστούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ίσως επειδή δεν ήταν επαρκώς ενταγμένοι σε ένα πελατειακό δίκτυο ή επειδή δεν διέθεταν τα τυπικά προσόντα και μόρια, χωρίς δυνατότητες να απορροφηθούν από τον καχεκτικό παραγωγικό ιστό, για πολλούς λόγους τέλος πάντων, πολλοί συμπολίτες αποφάσιζαν να στήσουν δική τους δουλειά. Ενα μαγαζί.

Ακόμη και χωρίς προτέρα εμπειρία, με ένα μικρό κεφάλαιο ή με δανεικά· πάνω σε μια δική τους ιδέα, όχι ιδιαιτέρως πρωτότυπη συνήθως, ή αγοράζοντας μια άδεια franchise. Δέκα ξεκινούσαν, δώδεκα έκλειναν. Στην αρχή δυσκολεύονταν να πληρώσουν το ΤΕΒΕ, κατόπιν το ΙΚΑ και τον ΦΠΑ, λίγο αργότερα καθυστερούσαν το ενοίκιο. Εκλεινε ένα μαγαζάκι και δίπλα άνοιγε άλλο. Προ κρίσης.

Κάποια περίοδο στο οικοδομικό μας τετράγωνο είχαμε πέντε ψιλικατζίδικα (τώρα, δύο), τρία φαρμακεία (τώρα δύο), τρία καθαριστήρια (τώρα ένα), δύο κομμωτήρια (τώρα, τέσσερα). Καινούργια: δύο μανικιούρ, δύο σχολές αυτομάνυνας, πολεμικών τεχνών, καράτε κ.λπ. Οποιος τεχνίτης καταστηματάρχης βγαίνει στη σύνταξη, το κλείνει και σχεδόν πάντα χάνεται το μαγαζί: συμβαίνει με καθαριστήρια, χασάπικα, ψαράδικα. Υποκαθίστανται από αλυσίδες και μεγάλα σούπερ μάρκετ. Κάπως έτσι ανοίγουν τα κλειστά επαγγέλματα, χωρίς εργαλειοθήκες OOΣΑ και καραμούζες.

Στο καινοφανές εμπορικό περιβάλλον της Μεγάλης Υφεσης, μεγαλύτερη εντύπωση προξενεί η άνθηση των καφενείων, των μανικιούρ-κομμωτηρίων και των σχολών αυτοάμυνας. Ποια ζήτηση έρχονται να καλύψουν; Μπορούμε ευκολότερα να προσεγγίσουμε τα μαγαζιά φτηνής εστίασης, το σουβλάκι, το ρακάδικο, τη νεοταβέρνα· είναι τόποι παρηγοριάς, τόποι που ξεχνιέσαι και συνευρίσκεσαι, συνεχίζουν το καπηλειό του Παπαδιαμάντη και του Βάρναλη, την παράδοση της Ανατολής και της Μεσογείου. Δεν είναι μόνο η οικονομική στενότης, είναι και το ξεκούκκισμα του χρόνου.

Ας δούμε το καφενείο της Μεγάλης Υφεσης. Εκεί ροκανίζεται ο χρόνος της σχόλης, της αργίας, της ανεργίας και της αεργίας. Τα καφενεία εκτείνονται σαν αποικίες μυκήτων, απεγνωσμένες και συγχρόνως αυθάδεις, κατατρώγουν τον λιγοστό δημόσιο χώρο των Αθηνών, πεζοδρόμια, στοές, εσοχές. Οι περιπατητές ελίσσονται ανάμεσα σε τραπεζοκαθίσματα και ομπρέλες, υπαίθριες θερμάστρες, ακροβάτες σερβιτόρους, πλανόδιους μουσικούς και επαίτες ― ή κατεβαίνουν στο οδόστρωμα. Τις καθημερινές στα καφενεία αναπαράγεται πλήξη και κατήφεια, οι περισσότεροι σκαλίζουν σμάρτφοουν, μόνο η νεολαία τιτιβίζει ανέμελη. Συχνά δίνουν η εντύπωση ότι λειτουργούν σαν τέλματα με αργή ανάδευση.

Τα μανικιούρ-κομμωτήρια υπάρχουν εντελώς εξωστρεφή: τζάμι παντού, όλο το μαγαζι είναι μια βιτρίνα-installation και οι πελάτες με τους εργαζόμενους υποκείμενα μιας διαρκούς performance. Τα πιο αγωνιώδη αναγράφουν στη βιτρίνα ή σε πινακίδα πεζοδρομίου τις προσφορές τιμών για νύχια, φορμάρισμα, κούρεμα, από 5 ευρώ, πακέτα και προσφορές. Είναι το τελευταίο αποκούμπι του well being, αχνή υπόμνηση των παλαιών χρόνων, είναι η παραμυθία του beauté με ένα πεντάευρο, είναι η καταφυγή στο σώμα, η περιποίηση του σάρκινου χιτώνα για ελάχιστη ανακούφιση του φέροντος. Βeauté, γυμναστική, τατουάζ: όχι τριμπαλισμός, αλλά το μοναχικό άτομο που πάει να ξεχωρίσει με τα σημάδια της σωματικής αυτάρκειας.

Μόνος με το σώμα σου. Και εναντίον όλων. Στο Depression Εra δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. Η κοινωνία ράγισε και σπάει, σπάνε οι συνεκτικοί δεσμοί, τα συμβατικά ήθη του καιρού ειρήνης αλλάζουν. Τώρα είναι πόλεμος. Η άφιλη πόλη κρύβει απειλές, στους δρόμους, στα πάρκα, στις πλατείες. Αστυνομικοί-αστακοί περιπολούν· ματαίως, επιτείνουν την ανασφάλεια. Οι σχολές αυτοάμυνας υπηρετούν αυτή την ανάγκη: τον φόβο και το ένστικτο αυτοσυντήρησης το μοναχόλυκου, αυτού που νιώθει ότι ζει εκτός πλαισίου, εκτός κοινωνικής συστοιχίας, άνευ προστασίας, του ξεμοναχιασμένου ή απορριφθέντος που νιώθει ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν κράτος πρόνοιας και κράτος δικαίου, δεν υπάρχει θεός και αφέντης, μόνο ο εαυτός του, το σώμα του, οι γροθιές και η διαρκής του επαγρύπνηση. Μαθαίνει πάλι την ξεχασμένη τέχνη του πολέμου, κουνγκ φου, καράτε, ζίου ζίτσου, αναπνέει βαθιά, είναι έτοιμος για όλα. Η μητρόπολη έχει γίνει σκοτεινή Γκόθαμ Σίτυ και ο flaneur είναι πληβειο-Μπάτμαν.

Αν έχεις την τύχη να ταξιδέψεις για αναψυχή στην ενδοχώρα, μακριά απ’ το άστυ, σου προσφέρεται απλόχερα η δυνατότητα να δεις τον εαυτό σου σε άλλο περιβάλλον, άλλο φως, άλλο χρόνο. Κυρίως, να δεις και να ακούσεις τους ανθρώπους, χωρίς πίεση, χωρίς υποχρεώσεις και δεύτερες σκέψεις.

Στην άγνωστη μου Μακεδονία λοιπόν. Με νωπή ακόμη την ευφροσύνη από τις μυρωδιές και τις όψεις του ευλογημένου τόπου. Σκόρπια στιγμιότυπα από πλατείες χωριών.

Το καφενείο το κρατούν τώρα το καλοκαίρι τα δύο παιδιά του ιδιοκτήτη. Στα είκοσι πέντε τους, έχουν τελειώσει τις σπουδές τους, φιλολογία και οικονομικά, δεν έχουν βρει δουλειά, δεν περιμένουν σχεδόν τίποτε, μόνο «κάτι σταζ της κοροϊδίας, ούτε για παρηγοριά, ξεγελιόμαστε ότι δουλεύουμε». Με χαμόγελο και ευγένεια μιλούν.

Στο διπλανό καφενείο, οι ηλικιωμένοι. Νοικοκυρεμένοι, με τα κοντομάνικά τους, αναλύουν τις συντάξεις τους, κερδισμένες στη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ελλάδα. Το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα αραιώνουν, έχει τελειώσει η σύνταξη, μας λέει ο καφετζής.

Παραγωγή. Παντού πουλιέται «κρασί, τσίπουρο, γράπα». Χύμα. Στις μεγάλες ταβέρνες μάς εξηγούν ότι οι κάβες τους δεν διαθέτουν πια κανένα εμφιαλωμένο κρασί, από τις τόσες εκλεκτές ετικέτες που παράγει ο τόπος. Μόνο χύμα στην καράφα, φτηνή ρετσίνα και μπίρες. Εως πριν δυο-τρία χρόνια είχαν πενηντα και εβδομήντα ετικέτες. Στα οινοποεία το καλό κρασί ονομασίας προελεύσεως πουλιέται 6-8 ευρώ η φιάλη.
Ενας ρέκτης μικροαμπελουργός και παρασκευαστής γράπας περιγράφει τη φετινή χρονιά: Το χαλάζι και οι όψιμες βροχές έβλαψαν σοβαρά τους αμπελώνες της Δυτικής Μακεδονίας· φέτος το αεροπλάνο που απέτρεπε τον σχηματισμό επιβλαβών νεφώσεων, δεν πέταξε, κόπηκε το σχετικό κονδύλι. Οι οινοποιοί απεγνωσμένοι αναζητούν σταφύλια από τρίτους.

Στις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις, άλλος καημός: η αβάσταχτη υπερφορολόγηση. Κάθε μήνα αγωνιούμε να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας, φόρους, εισφορές, πάγιους λογαριασμούς· στο τέλος του μήνα, δεν έχει μείνει ούτε περίσσευμα χρήματος ούτε κουράγιο, να συνεχίσουμε. Εξυπνοι, προκομμένοι, επινοητικοί άνθρωποι τα λένε αυτά, που τις περασμένες δεκαετίες πίστεψαν στον τόπο, στα προϊόντα της γης, έβαλαν γνώση, εργασία, κεφάλαια, παρήγαγαν προστιθέμενη αξία. Γνωρίζουν τα πάντα για νέες καλλιέργειες, για μάρκετινγκ, για δίκτυα διανομής, εξαγωγές. Πιστεύουν ότι μόνο με μεταποίηση και παραγωγή διακεκριμένων προϊόντων, μπορεί να παραχθεί πλούτος και να μείνει ζωντανός ο τόπος. Το έκαναν, πέτυχαν, βραβεύτηκαν.
Τώρα αγκομαχούν, χωρίς ρευστότητα, υπερφορολογημένοι, και το χειρότερο με σβησμένη τη ζήτηση: «Τα διακεκριμένα προϊόντα παραμερίζονται από τα πάμφθηνα, αγνώστου συνθέσεως και προελεύσεως προϊόντα, σαν κι αυτά που συχνά είναι τα ιδιωτικής ετικέτας στα εκπτωτικά σουπερ-μάρκετ. Οι μικρές επιχειρήσεις-μπουτίκ δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς εσωτερική αγορά, με εξαγωγές».

Μάθημα οικονομίας που θα έπρεπε να ακούσουν υπουργοί και τεχνοκράτες της ανάπτυξης. Και να δουν ότι ακόμη και τα πιο εκλεκτά και άφθονα τοπικά προϊόντα, κρασιά, τυροκομικά, νερά, χυμοί, δεν βρίσκουν τη θέση τους στα ράφια των αλυσίδων σούπερ μάρκετ· στα ράφια δεσπόζουν τα προϊόντα των πολυεθνικών αλυσίδων. Προβλήματα διανομής, προβλήματα τιμολόγησης, προβλήματα κλίμακας. Σε τοπικά μαγαζιά πωλούν μυριστικά Κίνας, μέλι Βουλγαρίας, ακόμη και τα εξαίρετα ταχίνια και οι χαλβάδες φτιάχνονται με σουσάμι Αιθιοπίας… Η τοπική παραγωγή συνοψίζεται σε ό,τι βλέπεις σε υπαίθριους πάγκους: γλυκά κουταλιού, τραχανάς, τσάι του βουνού, μέλι. Είναι εκλεκτά, αλλά τόσο λίγα, τόσο μοναχικά και φτωχά, τόσο μακριά και αποκλεισμένα από αγορές που θα τα εκτιμούσαν. Ισα-ίσα φτάνουν να ικανοποιήσουν τον αναιμικό εσωτερικό τουρισμό, ο οποίος κι αυτός ξεκίνησε με κάποιες υποσχέσεις και ναυάγησε μες στη κρίση, τον φόβο και την υποπληροφόρηση. Πόσοι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου γνωρίζουν το άφθαστο κάλλος, την ποικιλία τοπίου και τις φτηνές τιμές της Δυτικής Μακεδονίας;

Δεν είναι όλα μαύρα. Ο καταπληκτικός κρεοπώλης Νάσος Κοκκώνας, στη Ροδόπολη Σερρών, αναδεικνύει το βουβαλίσιο κρέας με παραδοσιακά παρασκευάσματα υψηλής ποιότητας και υπερσύγχρονο μάρκετινγκ-διανομή. Ο πληθυσμός του νεροβούβαλου Κερκίνης πριν από δέκα χρόνια ήταν κάτω από χίλια άτομα, έτεινε προς εξαφάνιση και επιδοτείτο η συντήρησή του. Μερικοί επαγγελματίες σαν τον Νάσο Κοκκώνα δούλεψαν, επένδυσαν, συνεργάστηκαν, προώθησαν, εκσυγχρόνισαν. Σήμερα ο πληθυσμός των ζώων είναι υπερτριπλάσιος, η τάση αυξητική και το προϊόν φημισμένο.

Η Δήμητρα Δάρτση πήρε την οικιακή παράδοση γλυκών και ζυμαρικών γύρω από το εύφορο όρος Πάικο και την απογείωσε, γευστικά και επιχειρηματικά, με την ετικέτα Γουμένισσες. Μαζεύει βραβεία και διακρίσεις, παρά τις μεγάλες δυσκολίες της κρίσης. Μια επιχειρηματίας που διδάσκει καλαισθησία, επινοητικότητα, ανάπτυξη, ποιότητα, με τα προϊόντά της και το εργαστήριο της στη Γουμένισσα.

Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση. Μεταφερμένο στη δημοτική, είναι γραμμένο στη βάση του ανδριάντα του, στην Παλαιά Βουλή. Ο μέγας Χαρίλαος Τρικούπης το είπε μετά την πτώχευση του 1893, για να εμφυσήσει στον λαό αυτοπεποίθηση, πίστη στη ζωή. Το ίδιο πράττουν σήμερα αρκετοί Ελληνες, χωρίς τη μεγαλοπρεπή διατύπωση του Τρικούπη. Τρεις νέοι με λαμπερό βλέμμα, ποντιακής καταγωγής, μου έδειξαν τι σημαίνει πίστη στη ζωή, στους πρόποδες του όρους Μπέλες, μερικά χιλιόμετρα από τα σύνορα: εκεί έχουν μια περίφημη ταβέρνα, την Εβόρα, με σπάνια πιάτα ποντιακής κουζίνας, κι από εκεί εξόρμησαν και ανοίγουν ποντιακό-μεσογειακό εστιατόριο στην Αγγλία, μετά από ενδελεχή έρευνα αγοράς. Τα παιδιά του Παρασκευά και της Ουρανίας Παπαδοπούλου. Από τον Πόντο, στη Θεσσαλονίκη, στο Μπέλες, και στο Μπέρμιγχαμ. Θα ζήσουν. Θα ζήσει.

Ενας αναγνώστης ζήτησε να γράψω δυο λόγια για το Πάσχα του καλοκαιριού. Τον Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας. Εκ τν υστέρων, λοιπόν. Είχε δίκιο για το «Πάσχα»: τη βραδιά της εορτής, ακούω και βλέπω πυροτεχνήματα, σποραδικές εκπυρσοκροτήσεις, σαν μπαλοθιές, χιλιάδες οχήματα οργώνουν τους δρόμους, αφίσες με πάρτυ γεμίζουν κάθε στύλο της ΔΕΗ, εδώ κι εκεί ανεμίζουν λάβαρα της Βίση, εκατοντάδες αεροπλάνα προσεγγίζουν ή εγκαταλείπουν το αεροδρόμιο ανά δεκάλεπτο, ένας αχός σηκώνεται πάνω απ’ το νησί, βουή, αντάρα, τεστοστερόνη, προσδοκίες, αταβισμοί. Μύκονος.

Απέναντι, άλλος αχός. Οι φίλοι που μας ήρθαν από απέναντι, περιέγραφαν και πάλι ό,τι έχουμε δει στο νησί της Μεγαλόχαρης, αυτές τις μέρες. Την άνοδο στα γόνατα, τους Ελληνες προσκυνητές, τους καταυλισμούς των τσιγγάνων ταμένων, τους Αιθίοπες Μονοφυσίτες ταξιδιώτες, τα ειλικρινή δάκρυα μπρος στο εικόνισμα, τα πλήθη πέριξ του ναού, το εμπόριο και την πίστη, έτσι που φαντάζεσαι ήδη τον Ιησού, άλλοτε με το φραγγέλιο κατά των εμπόρων, και άλλοτε να γιατρεύει παραλυτικούς, λεπρούς, τυφλούς, δαιμονισμένους στην κολυμπήθρα της Μεσογείου. «Η πίστις σου σέσωκέ σε».

Στο ένα νησί θα έλεγε αυτό. Στο άλλο, απέναντι, θα έλεγε ίσως: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε έστι χρεία». Γιατί, όπως εξηγούσα στους φίλους, τα δυο νησιά φέρουν το καθένα την διττή κληρονομιά της γειτόνισσας Δήλου: το ιερό και το χρήμα, την αγιότητα και την πορνεία, την υπερβατικότητα και την εμπορία ανθρώπων, κτηνών, πραγμάτων, το πνεύμα και τη σάρκα. Τα συμβολικά φορτία καθρεφτίζουν την ουσία των ανθρώπων. Τις διαρκώς διπλές όψεις, τις αντινομίες, τις συγκρούσεις, δημιουργικές και φθοροποιές εν ταυτώ.

Αν γυρεύαμε λοιπόν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα για το Πάσχα του καλοκαιριού, θα ήταν αυτή η αμφίστομη ένταση, η τανυσμένη συνύπαρξη ιερού και κοσμικού, ένυλου και υπερβατικού, υπερδιέργερσης και ραστώνης. Το σώμα χαϊδεύεται με ήλιο και θάλασσα, η ψυχή ποδίζει στ’ ανοιχτά, και βαθμιαία σώμα και ψυχή συντονίζονται, συντήκονται στο φως, μνήμες και προοράσεις σμίγουν, εδώ οι τεθνεώτες εντοιχισμένα οστά σε έρημα ξωκκλήσια, εδώ και η ριγηλή ματαιότης, τα κυνηγητά εφήβων πόθων, εδώ κολυμπούσες νήπιο, κι εδώ μεσόκοπος παρατηρείς μελαγχολικά το αλαλάζον πλήθος.

Μέρη πια του περιοδεύοντος πλήθους, παρατηρούμε τους άλλους του Αυγούστου, τους διπλανούς, και βλέπουμε τους εαυτούς μας. Νιώθουμε μόνοι: «ερημία μιας απέραντης ταξιδιωτικής δραστηριότητας» λέει ο Xάιντεγκερ, και εννοεί τον τουρισμό. Φταίει και η ηλικία, ακόμη και σαν επίνοια, αν όχι σαν βούλιαγμα, για τούτο το μελαγχολικό βλέμμα, τον γλυκόπικρο αναλογισμό. Οσο κι αν αρνείσαι την αγέλη, είσαι ένα κλαράκι που το παρασέρνει το ποδοβολητό.

Αλλά και το κατοπτρικό του: Η ροή του πλήθους στα αυγουστιάτικα πεδία είναι ροή ζωτικότητας. Είναι ένα ποτάμι που κατεβάζει χυμούς ζωής, αισιοδοξίας, νερά τόνωσης και νερά εξαγνισμού, κι όλα τα κλαράκια παρασύρονται πάλι, αλλά τώρα αναζωογονητικά, σε μια πορεία όχι αφανισμού αλλά εξαγνισμού, προς την κάθαρση.

Να ρεμβάζεις αλλά και να δίνεσαι της ζωής, να μελαγχολείς δημιουργικά, αλλά και να αντλείς χυμούς απ’ τη φύση, να κωπηλατείς προς το μέλλον. Τέτοια είναι η λειτουργία του αυγουστιάτικου Πάσχα, της μεσογειακής κορύφωσης του θέρους. Τέτοια ήταν, τέτοια θα ’ναι, όταν εμείς δεν θα υπάρχουμε.

Μια αυθεντική εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού είναι η αδιαμεσολάβητη επαφή με τη φύση. Οσο λίγο κι αν διαρκεί. Αρκεί μια στιγμή βύθισης στον τόπο, στη θάλασσα, στα βουνά, στα φρυγμένα σπαρτά· μια στιγμή μοναχικής ενατένισης, η νυκτερινή ακρόαση του τριζονιού και του γρύλλου, η βαθύτερη συναίσθηση της φθαρτότητας και του θαύματος.

Ναι, βοηθά το καλοκαίρι να νιώσουμε τη βαθύτερη ουσία της ζωής: την καταλαγή, την αρμονία, την αγάπη, την ήρεμη αποδοχή του άλλου μες στην παντοτινή δημοκρατία του θέρους. Ας είναι και κακόγουστη αυτή η δημοκρατία, δεν πειράζει· ο τόπος, η θάλασσα, το φως, περισσεύουν, τους χωράνε όλους.

Ναι, βοηθά ο μεσογειακός Αύγουστος των πλούσιων καρπών, της φωτοχυσίας, της Παναγίας. Το αισθάνεσαι καθώς βγαίνεις το σούρουπο στο προαύλιο εξοχικού ναού, μετά τον Εσπερινό και τον Παρακλητικό Κανόνα της Θεοτόκου. Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά ο λυρισμός, η ταπεινωμένη αυτογνωσία, η ικεσία και το πάθος: Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε… Περιστάσεις και θλίψεις και ανάγκαι εύροσαν με, Αγνή, και συμφοραί του βίου… Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων…

Ηχούν οι ψαλμωδίες των τρυγόνων προσκυνητριών ανά το πανελλήνιον, που ζητούν μεσιτεία από την Μητέρα, ηχούν τα τραγούδια των πουλιών και των τζιτζικιών στον πευκώνα, οι φωνές των νηπίων με το τόπι, οι παφλασμοί κολυμβητών του λυκόφωτος. Ηχεί το μυστικό και διαρκές μήνυμα της αλληλοπεριχώρησης: να ζήσουμε εν δικαιοσύνη, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν. Αυτό το μήνυμα απευθύνεται σε εμάς τους δοκιμαζόμενους της κρίσης, για το πιο ανησυχητικό της σύμπτωμα: το μίσος και τη διχόνοια, τη διάχυτη πηχτή κακία, την πεισμωμένη βλακεία, την αδικία. Επικράτησαν. Και μας διαμελίζουν.

Ας θυμηθούμε πάλι τον αυγουστιάτικο ρεμβασμό του Παπαδιαμάντη για τη σκληρότητα, το πείσμα, την οργή.

Tα κυπαρίσσια έγερναν κουρασμένα, κι έσκεπαν τον αποχαιρετισμό, μακρύ, αργόσυρτο, βαθιά σιωπηλό, μες στην κάψα του Ιούλη· μόνο στην αρχή, τη σιωπή διέκοψε δειλά μια μουσική από κινητό, που κράτησε όσο η κάθοδος, πριν τα άνθη και τις χοές: «Τe quiero puta!», ξεχώριζες το τεξ-μεξ μέταλ των Rammstein, ένα υβρίδιο, μια κραυγή ζωής. Ηταν το σήμα μορς του Πάνου που μας άφηνε: «Δύο χιλιάδες διακόσιες εικοσιδύο μέρες πόνου. Δεν του αρκούν. Βρήκε ωραίο χουζούρι στο κορμί μου. Θα μείνει, λέει. Κι άλλο. Μόνο που, όσο θρονιάζεται, τόσο δυναμώνω τα ηχεία και του φωνάζω στο αυτί: ‘Σ’ αγαπάω, πουτάνα ζωή (ακόμη κι έτσι)’. Με αυτήν τη μελωδία. Πάντα.»

Το σαββατοκύριακο είχε πανσέληνο. Το πρώτο μήνυμα ήρθε από τη γυναίκα μου, απ’ το νησί: «Πέθανε ο Κοντραμπάντο, ε;» Σοκαρίστηκα, αν και περίμενα ότι κάποια στιγμή ο Πάνος Οικονόμου, ο κατά ραδιόφωνο και τουίτερ contrabbando ή Καίσαρ Εμμανουήλ, πιθανότατα θα νικιόταν από την αρρώστια που πολεμούσε σθεναρά επί επτά χρόνια. Σοκαρίστηκα όμως. Τον φαντάστηκα στον Ευαγγελισμό, όπου πέρασε τους τελευταίους μήνες, τουιτάροντας με οξύτητα και διαύγεια, όπως πάντα τα τελευταία επτά χρόνια, αφηγούμενος τη ζωή με δίψα και βιωμένη σοφία, βλέποντας τον έξω κόσμο από ένα παράθυρο με θέα, αναμεταδίδοντας τη ζωή ολόχυμη και πεισματάρα, μεταδίδοντας πίστη σ’ εμάς τους απέξω τους λιγόψυχους, τους κλαυθμηρίζοντες. Τον φαντάστηκα όπως τον πρωτογνώρισα, το 2009 (ή ’10;), ρωτώντας τον γιατί Κοντραμπάντο και γιατί Καίσαρ Εμμανουήλ, μια ποιητική συλλογή της Μέλπως Αξιώτη κι ένας φανταιζίστ ποιητής του μεσοπολέμου. Ε, μα ήταν οι αγάπες του, και περίπου το θέμα της διατριβής του.

Η ποίηση λοιπόν· αυτή διαπερνούσε το λόγο του, τις μουσικές που έβαζε, τα γραφτά που διάλεγε να αναγνώσει, αυτή ήταν στο βιβλίο που έγραψε («Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου»). Και η αντίσταση, η ανυπακοή ― κατέναντι της φθοράς, εννοείται, πρώτα απ’ όλα, κι ύστερα έναντι του κομφορμισμού και της άβουλης συγκατάβασης, της μεμψιμοιρίας. Αυτά εδίδαξε ο καθηγητής ιστορίας και ελληνικών Πάνος, απ’ τα σαράντα ώς τα σαράντα επτά του, όχι μόνο στους έφηβους μαθητές του, αλλά κυρίως στους ώριμους της γενιάς του, στους μεσήλικους, σε όλους όσοι βαρυγκομάνε για μια αναποδιά. Αυτό το μάθημα το πρόσφερε με ποίηση και σώμα, κάνοντας την ασθένεια ορμητήριο ζωής: όση είναι, όση υπάρχει, όση μένει: «Η μόνη αξιοπρέπεια είναι να μείνεις ζωντανός. Και να ανταποδώσεις. Όσο κι όπως μπορείς. Και λίγο θα είναι πάλι. Διάφανοι, αδέρφια, είμαστε. Ζώα διάφανα που μας τρομάζει η αντανάκλασή μας στα ποτάμια της ζωής, πάσχοντα από αγνή, καθαρή ύπαρξη.»

Ο Χρήστος έκλαιγε γοερά, ο Αποστόλης άφησε κτερίσματα μια παιδική ζωγραφιά και ρακή, ο Κωστής εκφώνησε ένα σπαρακτικό «γεια σου, αγάπη μου», πύκνωση της φιλίας ως έρωτα, εκατοντάδες φίλοι και γνωστοί, οικείοι με το πρόσωπο ή με τη διαδικτυακή περσόνα, νέοι, ώριμοι, ηλικιωμένοι.

Είτα η Σοφία πρόσφερε ιχθύες και οίνο, για να θυμόμαστε τον γενναίο, οδυνηρά ειλικρινή ποιητή, και πώς έβλεπε την Ελλάδα:

«Τι συμβαίνει όμως με τις χώρες όταν πεθαίνουν; Γιατί καμιά φορά, μέσα στους αιώνες της πηχτής ιστορίας, και οι χώρες πεθαίνουν. Μη μου αναφέρετε το Δημητριάδη και το Σαραμάγκου. Αυτές είναι δυο θεωρήσεις μόνο, όχι η αλήθεια… Τι κάνουν, τελικά, αυτοί που ζουν σε μια ετοιμοθάνατη χώρα; Ο Γκαλεάνο γράφει: ‘Και η μειονότητα των ζωντανών κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσει’. Εγώ πάλι απλώνω μια μικρή μεξικάνικη κουβέρτα στον εθνικό μας καναπέ, όπου κοιμόμαστε βαθιά.»

manousakis

Ξεκινήσαμε πρωί για τη Χαλκιδική. Ηταν ένα ζεστό υγρό πρωινό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στο αυτοκίνητο πυκνή συζήτηση, σε χαλαρό ρυθμό· μια-δυο διακοπές μόνο για συνομιλίες με ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αν εξαιρούσες αυτές τις εισβολές της συγκυρίας, θα υπέθετες ότι πηγαίναμε για μπάνιο.

Στα Μουδανιά με περίμεναν ο Χρήστος και ο Δημήτρης, μ’ έβαλαν στο δικό τους αυτοκίνητο. Πρώτος σταθμός, Ορμύλια, στη Μονή Ευαγγελισμού. Εκεί μας περίμενε ο Γιώργος Ε., κι όλους μαζί μας υποδέχτηκε ο πατέρας Σεραπίων Σιμωνοπετρίτης. Κέρασμα, συστάσεις, αναμίξεις, ζωηρές συζητήσεις, γνωριμία με τον Σιατίστης Παύλο, τον γενναίο ιεράρχη που τα έβαλε πρώτος με τους νεοναζιστές.

Προς τον Πολύγυρο, με τον μηχανικό Γιώργο. Μου εξηγεί την εξαίσια Χαλκιδική, τα δάση, τοςυ ελαιώνες, το οδικό δίκτυο, τον φυσικό πλούτο και το παραγωγικό δυναμικό· ο Γιώργος και ο Χρήστος είναι το δυναμικό της Ελλάδας, σκέφτομαι ακαριαία.

Ξεπεζεύουμε στη Ρεσπέντζα. Εχω ακούσει ήδη πολλά, από φίλους που εκτιμώ τη γνώμη τους. Είναι καφενείο και μπλογκ ― μοναδικός συνδυασμός, με πολιτική επιρροή σε όλο τον νομό Πρέπει να περάσω οπωσδήποτε. Με υποδέχονται οι οικοδεσπότες, ένας ναυτικός κι ένας δάσκαλος· μου εξηγούν τι εστί ρεσπέντζα στη γλώσσα των θαλασσινών: το πρόχειρο κουζινάκι στο πλοίο, στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι, αξιωματικοί και κατώτερο πλήρωμα. Ενας χώρος ισηγορίας και ισοπολιτείας λοιπόν, μια μικροδημοκρατία βγαλμένη από τον Καββαδία.

Προσφέρουν τσίπουρο και ούζο. Οι φίλοι μου δείχνουν έναν κύριο στην ηλικία μου: Πρέπει να μιλήσεις μαζί του. Ο Αποστόλης Φ. είναι δικηγόρος, ο πιο πετυχημένος του νομού, συντηρητικών απόψεων. Συστήνομαι και αναφέρω τον κοινό μας φίλο Μάριο, την κοινή καταγωγή από την μποεμία του ’78-’80· αμέσως, συντελείται σύντηξις και κοινωνία. Εν τω μεταξύ ο καφετζής σερβίρει αθόρυβα ελιές και φέτα Χαλκιδικής, φρεσκοκομμένη ντοματοσαλάτα, και αναφέρει: «Τηγανίζω δυο ψαράκια». Ακολουθούν πιατέλες με τραγανά μπαρμπούνια. «Πρωινά», σχολιάζει.

Τσίπουρα, ούζα, μπαρμπούνια, ζωγραφική, περιοδικά αντεργκράουντ του τότε, πειράγματα, ουσιώδεις συζητήσεις, κοινωνία και συνύπαρξη αριστερών και δεξιών. Βλέπω να ξεδιπλώνεται μπροστά μου μια άλλη Ελλάδα, βλέπω Ελληνες αντιστεκόμενους στην ισοπέδωση, δρώντες, σκεπτόμενους, συνομιλούντες, με αλληλοσεβασμό, με χιούμορ, με αυτογνωσία, ζυγισμένους μες στην παράδοση και στον σύγχρονο πραγματισμό.

Φεύγω βιαστικά. Τα συναισθηματικά και νοητικά ρευστά της Ρεσπέντζας με αιφνιδιάζουν και με εγκαρδιώνουν. Τα σκέφτομαι μέρες, βδομάδες.

Ενα μήνα αργότερα, στο Ηράκλειο. Αποβραδίς στο πάρκο, ο Αθηναίος Στέλιος με συστήνει σε μια παρέα. Ο Κώστας ο δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Ρ., ο πρώην δήμαρχος Χάρης, μεστές κουβέντες, χιούμορ, αμεσότητα, καμία επιτήδευση. Ο Στέλιος μου δίνει οδηγία: αύριο να πας στην Παράγκα μαζί τους, εγώ φεύγω. Στην αρχή φαντάζομαι ότι θα είναι ταβέρνα, ρακάδικο, ένα στέκι.

Την επομένη η Νίκη με παίρνει και με πάει παραλιακά στις Γούβες. Περνάμε μέσα από τον τουρισμό και τα κυριακάτικα μπάνια του λαού. Στο δρόμο μου εξηγεί: μέσα σε ένα κτήμα βιοκαλλιέργειας, που καματεύει ο άντρας της Μηνάς, υπάρχει μια παράγκα, εκεί μαζεύονται φίλοι παλαιοί και νέοι, μαγειρεύουν ό,τι παράγει το μποστάνι κι ό,τι φέρνουν, πίνουν, μιλούν, διηγούνται, στοχάζονται, πειράζονται.

Δύο οι μάγειρες: ο Δημήτρης έχει μαγειρέψει αμπελοφάσουλα και κολοκύθια, ο Μηνάς μοσχάρι Νάξου και κολοκύθια με τον ανθό τους. Φρέσκια μαλακή φέτα Ρεθύμνου, γραβιέρα Αμαρίου, παξιμάδι κρίθινο, ψωμί ζυμωτό, κρασί ημίξηρο και κρασί ξηρό, καρπούζι αλατισμένο και ρακή για επιδόρπιο. Η Ελλάδα είναι μικρή, μια αγκαλιά, έχουμε κοινούς φίλους: τον Ηλία από τις Γούβες, τον Νίκο και τον Μιχάλη από τους Ασίτες (διευκρίνιση: Ανω Ασίτες) ― ο ανθρωπολόγος Γιώργος τους γνωρίζει όλους καταλεπτώς. Βυθίζομαι στη φιλοξενία· μάλλον, στη μύηση, δεν νιώθω διόλου ξένος. Ακούω τον ζωγράφο Δημήτρη, τον ξενοδόχο Δημήτρη, τον Θοδωρή, τον Μανώλη, τον άλλο Μανώλη, μες στην ηρακλειώτικη κάψα, ανθρώπους μορφωμένους, καλλιεργημένους, με στέρεα ελληνικά, να ρουφάνε τη ζωή, να αποδέχονται τις δυσχέρειες σαν ιστορικοί άνθρωποι, φιλοσοφημένα, να αλληλοπειράζονται αδιάκοπα, να διαφωνούν στα πολιτικά, να ανταλλάσσουν γνώμες για τις ελιές, τα δέντρα και τα μποστάνια, εμπειρίες για φόρους και εισφορές, έγνοιες για παιδιά. Εξω από την παράγκα, φασολιές, σκόρδα, κρεμμύδια, δέντρα, πουλιά που κελαηδούν.

Ενα καφενείο, μια παράγκα. Γεμάτα γράμματα, καλλιέργεια, ελευθεροφροσύνη, γενναιοδωρία, αισθήματα, ιστορία, αρχοντιά. Τέτοιοι Ελληνες κουβαλάνε την αποκαρδιωμένη χώρα στους ώμους τους· όσο την κρατάνε αυτοί, δεν κινδυνεύει.

ζωγραφική: Γιώργος Μανουσάκης, «Καρέκλες και τραπεζάκι σε καλαμιές», 1957.

αδιαβαστο_δάσος

Ελα με τη βέσπα, άνοιξαν οι ουρανοί, χαρά Θεού! Το επείγον τηλεφώνημα του Γιώργου με οδήγησε ως το μπαλκόνι, να διαπιστώσω το γλαυκό θάμβος πάνω απ’ τον Λυκαβηττό.

Δεν είχα καλοξυπνήσει, βρισκόμουν ακόμη στην προηγούμενη νύχτα, υπό βροχήν, στη μακριά συζήτηση με τον ομήλικο Χρήστο. Ψαύαμε ολονυχτίς καταγωγικά ίχνη, παγωμένες κουβέντες αμίλητων γερόντων, συναντήσεις με σαλούς και λεβέντες, πλαγιομετωπικές με καθάρματα, σκόρπιους στίχους, μυρωδιές χώματος και σβουνιάς, παρηγοριές εικόνων, μισό αιώνα σαν νερό, με ένδοξες ουλές και νέα τραύματα. Η συνομιλία ξετυλιγόταν ελικοειδώς, άλλοτε πυρετική κι άλλοτε σιγαλόφωνη, με ουσιώδεις παρεκβάσεις, με μόνο σχέδιο τη συνάντηση, την κοινωνία. Κατοπτρική εξομολόγηση στο διάσελο της ηλικίας, καταλύοντες ιχθύν και οίνον.

Από τη βροχερή νύχτα συγκρατώ ένα διαυγές μουρμουρητό, που ανεβαίνει ντροπαλά, σταθερά: Ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε, τι ξεχάσαμε, τι χάσαμε, τι αφήσαμε πίσω, τι μπορούμε να γίνουμε. Συνεχώς αυτό. Στον πυρήνα του και σε όλη την υποδόρια έκταση, το ελληνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικό και διερώτηση ταυτότητας. Τίθεται εν χρόνω· όχι μόνο σαν συνέχεια εκ του παρελθόντος, αλλά κυρίως μες στη δυναμική του παρόντος: πώς αφομοιώνεις και μετουσιώνεις την παράδοση, πώς ισορροπείς στη διεθνή συγκυρία μετασχηματιζόμενος και προσαρμοζόμενος, χωρίς να χάσεις το πρόσωπό σου.

Το έθνος-κράτος τήκεται και μεταμορφώνεται μες στην άνιση ευρωπαϊκή συνομοσπονδία και την παγκοσμιοποίηση, η δημοκρατία αδυνατίζει από τις πολλές διαμεσολαβήσεις και τις παρακάμψεις της γενικής βούλησης, οι αποφασίζοντες για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων δεν λογοδοτούν και δεν ελέγχονται. Η εργασία, η πρόνοια, η κατοικία, η ισότητα, ό,τι περιείχε το κοινωνικό συμβόλαιο από την αυγή των Φώτων έως σήμερα, βρίσκονται στον αέρα, χωρίς το παλαιό περιεχόμενο. Οι αγορές απαιτούν και κερδίζουν χώρο, ελευθερία κινήσεως, χρόνο· οι άνθρωποι της Ευρώπης περιορίζονται σε όλο και μικρότερο χώρο, με όλο και πιο ρηχές προσδοκίες, στριμωγμένοι στην ανάγκη. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει πού θα καταλήξει αυτή η ταυτόχρονη άσκηση φυγόκεντρων δυνάμεων και κεντρομόλου ηγεμονισμού, η διελκυνστίδα μεταξύ άφωνων λαϊκών μαζών και άδηλων κέντρων ισχύος.

Το βλέπουμε καθαρά εδώ στην Ελλάδα, γιατί είμαστε οι πιο στριμωγμένοι απ’ όλους, διαθέτουμε το επώδυνο προνόμιο να προοικονομούμε το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών υπό τους πιο ακραίους όρους. Αυτή η επώδυνη προπόρευση μας κάνει πειραματόζωα και αποσυνάγωγους, μας προκαλεί ταυτοτική σύγχυση και αδυναμία χάραξης πορείας στα αχαρτογράφητα τοπία του αναδυόμενου κόσμου. Εντούτοις η πειραματική, μερική προοικονόμηση του γενικού μέλλοντος μπορεί να αποβεί σχετικό πλεονέκτημα, εφόσον κατορθώσουμε να απαντήσουμε στις προκλήσεις με κάποια επιτυχία, κυρίως αν απαντήσουμε στην πρόκληση του αυτοκαθορισμού, της ταυτότητας. Αν ανασυγκροτήσουμε λυσιτελώς μια ταυτότητα δυναμική, ευλύγιστη και συμπαγή, ικανή να αμβλύνει τις ανισότητες, να απαλείψει δευτερεύουες ή επίπλαστες αντιθέσεις, μια ταυτότητα που να συναιρεί δημιουργικά τις υπαρκτές αντιθέσεις παράγοντας ενέργεια και ώθηση, αντί για διχασμό και κανιβαλισμό.

Για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση δυναμικού αυτοκαθορισμού, χρειάζεται να πορευτούμε στο ραγδαία μεταλασσόμενο διεθνές περιβάλλον με ένα είδος ριζοσπαστικού πραγματισμού. Ούτε δειλιάζοντας ούτε υπνοβατώντας. Ριζοσπαστικά, με την έννοια μιας πολυμήχανης πολιτικής που θα υπερβαίνει τα στερεότυπα του παρελθόντος, χωρίς να αγνοεί τα ουσιώδη διδάγματά του. Και πραγματιστικά, με την έννοια ότι επικεντρώνεται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, υλικές και πνευματικές· στο ψωμί και στο όνειρο ταυτοχρόνως και ισοβαρώς, στις υλικές και ηθικές προϋποθέσεις του αξιοπρεπούς αυτόνομου βίου.

Για να πετύχουμε, χρειάζεται να γνωρίζουμε και να αισθανόμαστε ποιοι είμαστε· ούτε πιο σπουδαίοι ούτε ασήμαντοι. Χωρίς αυτοϋποτίμηση και επαρχιώτικα συμπλέγματα, χωρίς μειονεξία και δουλοπρέπεια, αλλά και χωρίς πρωτόγονους μηχανισμούς υπεραναπλήρωσης, αναδελφισμού και απομονωτισμού. Στις δύσκολες μέρες μας, περισσεύουν και οι δύο στάσεις παροξυμένες, εκδιπλώνονται συγκρουσιακά και αλληλοαποκλειόμενες. Αδρομερώς, μπορούμε να πούμε ότι πίσω από μια απατηλή πρόσοψη σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής, εκσυγχρονισμού και λαϊκισμού, κρύφτηκε εντέχνως η διαπάλη για την κυριαρχία, μια διαπάλη με βαθύτερα κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά ― τώρα, σαν λεηλασία επί ερειπίων. Η κρίση ρηγμάτωσε στην πρόσοψη, βάθυνε τα χάσματα και αποκαλύπτει εν τω βάθει ραφές και ουλές του ιστορικού σώματος, φωτισμένες επιπλέον απο την καινοφανή ανθρωπολογία της παγκοσμιοποίησης.

Απαντήσεις υπάρχουν. Η ομορφιά υπάρχει, εμείς πρέπει να την ανακαλύπτουμε, να ανασκάπτουμε, είπε ο Χρήστος. Στο βρεγμένο δάσος των Αγράφων, στη γλαυκή διαύγεια της Αττικής, σε αυτή την οικουμενικότητα.

ζωγραφική: Μποκόρος, Φωτισμένη σκιά, 2001

belezza_roma

Παρακολουθούσα λαίμαργα την Grande Belezza (Μεγάλη ομορφιά) του Σορεντίνο, ρουφούσα εικόνες, κιαροσκούρα, φόρμες, αστραφτερά πεζοδρόμια και περίτεχνα δάπεδα, αδριάντες, κρήνες, κήπους, ταράτσες, τα ρωμαϊκά πεύκα να περιγράφουν τον ορίζοντα, μπαρόκ παλάτσα, εκθαμβωτικά μπλέιζερ, τη γιγαντοδιαφήμιση Martini, τον flâneur Τζεπ με ένα νεγκρόνι στο χέρι να ακούει μυστικά τον Αμνό του Τάβενερ και φανερά τα μπιτ της eurotrash. Κατάδυση στον κινηματογράφο και εμβάπτιση στην Αιωνία Πόλη, από εκεί που την άφησαν ο Φελίνι, ο Σκόλα και ο Ροσελίνι, μισό αιώνα μετά, από τα χρόνια της ανοικοδόμησης και της ευφορίας, της λιτής κομψότητας, της ματιάς προς το μέλλον.

Το μέγα κάλλος της ταινίας είναι η Ρώμη, αναμφίβολα· αλλά ο αφηγηματικός της πυρήνας είναι ένας επιτάφιος για την γηραιά Ευρώπη, την ελληνορωμαιοχριστιανική. Οι τελειωμένοι αριστοκράτες, οι φθαρμένοι ηδονιστές, οι ματαιωμένοι επήλυδες, οι στείροι καλλιτέχνες, οι ακηδείς πλούσιοι, οι προλετάριοι απ’ τη χαραμάδα, όλοι πεθαίνουν και σβήνουν εν ηδοναίς προσθέτοντας επιδερμίδα και ρουφώντας σκόνες. Η πόλη είναι ένα αρχαίο πολυστρωματικό μνημείο που τυλίγει με ομορφιά και μεγαλείο τους ανθρώπους, μα τους τυλίγει νεκρικά, τους κρατάει διαρκώς στον κόσμο των νεκρών.

H μονόχρωμη τοιχογραφία της Dolce Vita έχει εν τω μεταξύ μετασχηματιστεί σε μια μπαρόκ ελαιογραφία υπερκορεσμένου χρώματος και ακραίου κιαροσκούρο, με ένα θέμα: τη ματαιότητα, τη vanitas, με τυπωμένη σε κάθε γωνιά την υπόμνηση memento mori, τυπικά ρωμαϊκή. Η αρμονία, το μέτρο, η χάρις, έχουν ταφεί στα σκοτεινά βάθη των παλάτσων, όπως η ραφαελική Fornarina, η πεμπτουσία της sprezzatura: είναι μόνο μια φευγαλέα υπόμνηση του απωλεσθέντος ιδεώδους, ένα φάντασμα, το φάντασμα της Ελίζα, μια έλλαμψη από το μυητήριο πρόσωπο της νιότης που είναι πια νεκρό.

Ρουφώντας τη Ρώμη μέσα από το ρέκβιεμ του Σορεντίνο, σκεφτόμουν διαρκώς ότι να ζεις σε μια τέτοια πόλη-μνημείο, σε ένα απέραντο κενοτάφιο ιστορίας, είναι ευλογία και κατάρα. Ευλογία διότι ζώντας εκεί, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο· τα έχεις δει, τα έχεις ζήσει όλα. Και κατάρα, διότι ζεις πλακωμένος από το βάρος αιώνων και γιγάντων, κι όσο κι αν δίνεσαι της ζωής, πάντα θα βουλιάζεις στην ιστορία, πάντα θα βαραίνει η σύγκριση με τα έργα και το πνεύμα των προγόνων. Με αυτούς συνομιλούν ο Φελλίνι και ο Παζολίνι, από αυτούς αναβλύζουν και εκεί επιστρέφουν.

Σαν να ζεις στην Αθήνα. Πλακωμένος από τη σκιά της Ακροπόλεως, από τερατώδεις σκιές σε κάθε άλσος, εδώ η σκιά του Πλάτωνος, εκεί του Αριστοτέλη, παραπέρα του Περικλή και του Θεμιστοκλή, εκεί ο Σωκράτης συνομιλούσε με τον Φαίδρο. Ξασπρισμένα μαρμάρινα μέλη από τη δημοκρατία, θύλακοι χριστιανικού μεσαίωνα από την αυτοκρατορία, με πλίνθους και κουρασάνι, ένα σπάραγμα οθωμανικό, νεοκλασικισμός σαν του Κανόβα στη Ρώμη, η θάλασσα να λάμπει διαρκώς στο βάθος, μια βιασμένη ενδοχώρα νυμφών και αττικών θαυμάτων.

Αυτή η αβάσταχτη Αθήνα, πρωτεϊκή και ελάχιστη, έλαμψε πάλαι ποτέ σαν Στέλλα, παθιασμένη για ελευθερία σε χωμάτινες αυλές και χαμοκέλες, έλαμψε άγρια σαν Ευδοκία καμένη από ήλιο, σκόνη και φτηνό κρασί. Περιμένει τώρα να λάμψει μητροπολιτική και περίπλοκη, σκοτεινή και πολυπρόσωπη, με σημάδια πολέμων στους τοίχους και μια ευδαιμονία που γυρνάει σε πένθος.

Κάτω από την επιφάνεια του καταθλιπτικού συβαριτισμού και των παλάτσων της Ρώμης, κάτω από το κατσουφιασμένο πρόσωπο του κλασικοαθηναϊκού ερειπιώνα, υπάρχει ένας βαθύς επιτάφιος θρήνος για τον κόσμο που απέρχεται, και ένα βλέμμα προς τον κόσμο που φτάνει· μάλλον, περισσότερα του ενός βλέμματα, προς διάφορες πιθανές ελεύσεις. Ασιάτες, Αραβες, τουρίστες, ας πούμε. Αλλά κυρίως παιδιά που αναζητούν μια διαδρομή στον λαβύρινθο του βίου, όπως έκαναν πάντα τα παιδιά· η έλευση της αγάπης· η αναζήτηση του στοιχειώδους, του θεμελιακού, κάποιος να σε νοιαστεί, κάποιος να σου αποκαλύψει το θαύμα, τη φύση, μια φεγγαρόλουστη νύχτα, μια απέραντη στιγμή αποκαλύψεως, τα επιφάνια και η χάρη.

Ανω και κάτω. Ανω: η ταράτσα, ρωμαϊκή, αθηναϊκή· πλάι στο Κολοσσαίο, πλάι στην Ακρόπολη· ο επιπολής κόσμος θεάται το γέρμα του πλονζέ. Κάτω: τα μνημεία τέχνης, οι τάφοι, ο Κεραμεικός, τα καταχωμένα ποτάμια, οι ψυχές. Ζούμε υπεράνω, αντλώντας παραδόξως δυνάμεις από κάτω, πάντα επιστρέφοντας σε μια Fornarina, μια σβησμένη Ελίζα, προ πάντων στη spretazzura της νιότης, στη θάλασσα.

Το καλοκαίρι του 2004 έφτασα αεροπορικώς στη Ρόδο, καθ’ οδόν προς Σύμη. Λίγο μετά το ξημέρωμα. Ηταν η μέρα του τελικού του Euro. Θυμάμαι ακόμη την ατμόσφαιρα του σιγαλού πρωινού, το ραδιόφωνο που τιτίβιζε, την κατάφυτη διαδρομή, τις ατέλειωτες σειρές τουριστικών καταστημάτων και ξενοδοχείων, κυρίως αυτό που συνέδεε την ακριτική μεγαλόνησο με τη μητροπολτική Αθήνα: όλοι κρατούσαν την ανάσα τους ενόψει του τελικού. Ολοι πίστευαν στο θαύμα. Κι όλα ήσαν σιγανόφωνα και αγουροξυπνημένα. Κατόπιν πήραμε το πλοίο και το βράδυ χορεύαμε με φανελάκια Hellas.

Τον χειμώνα του 2013 ξαναβρέθηκα στη Ρόδο. Αλλος. Ολη η Ελλάδα είναι άλλη. Λίγες μέρες νωρίτερα άνθρωποι είχαν τη ζωή τους στον αυτοκινητόδρομο που περνούσε μέσα απ’ το ρέμα. Πέρασα κι εγώ, χωρίς καταιγίδα.

Η πολιτεία είχε βυθιστεί στη χειμερία φάση· τα γιγάντια ξενοδοχεία είναι κλειστά, οι πινακίδες τυλιγμένες στα νάιλον, τα έπιπλα στα σαλόνια σκεπασμένα με σεντόνια. Σαν μπούνκερ σιωπηλά αντικρίζουν το πέλαγος τα μεγαξενοδοχεία, κυκλώπειες κατασκευές με το ύφος του ’60 και του ’70, του νεομπρουταλισμού και της υπερμεγεθυμένης πολυκατοικίας, με την πρόσοψη να προσπαθεί πεισματικά να βλέπει θάλασσα. Ο δρόμος που διασχίζει τα μεγαθήρια, στέφεται με χιλιάδες πινακίδες και μικρομάγαζα, όλη η δραστηριότητα εν εκτάσει, χωρίς βάθος· αρχετυπική οργάνωση χώρου σαν σκηνικό Τσινετσιτά, χωροταξία τουρισμού, οργάνωση του κόσμου σε σεζόν. Στα διάκενα η φύση ρωμαλέα ακόμη υποβάλλει· εκβιασμένη Μεσόγειος, όμως τόσο ανθεκτική.

Στο κέντρο τα εμπορικά ήταν φωτισμένα, πολλά, φανταχτερά, σαν εικόνες από το παρελθόν. Mε μετρημένα πράγματα στις βιτρίνες. Ομως: Δεν φέρνουμε πια παπούτσια των εκατό ευρώ, δεν τα παίρνει κανείς, ένα πενηντάρι μπορεί να δώσει ο πελάτης, εξηγεί ένας μαγαζάτορας. Τα καφέ μισοάδεια-μισογεμάτα· πέρυσι δεν έπεφτε καρφίτσα εδώ που βλέπεις, εξηγεί άλλος. Νέοι άνθρωποι, οι περισότεροι με iphone.

Το βραδινό μπαρ ανοίγει Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. Ενα άλλο, την Κυριακή προσφέρει Sunday Nights Ελληνικές Φοιτητικές Βραδιές, στα deck o dj Tassos, τιμή φιάλης 50€, τιμή ποτού 5€. Πάνω στην καλοκαιρινή αφίσα του Καζίνου, επένθετη η χειμερινή αφίσα του Στέλιου Ρόκκου, η μια εποχή διαδέχεται την άλλη, καθεμιά με το ύφος της, η κρίση δεν φανερώνεται παντού με την ίδια ένταση, με την ίδια μορφή. Το Σάββατο προ πάντων δεν φανερώνει τίποτε. Μόνο στο σούρουπο, μαζί με την υγρασία, μια κυριακάτικη μελαγχολία αρχίζει να απλώνεται ψιλή-ψιλή στα προάστια, στα μίνι μάρκετ που περιμένουν τους τελευταίους εργένηδες και στις ψησταριές που ανάβουν τα φώτα.

Το πρωί μες στην ανεμοθύελλα το μεγάφωνο έφερνε από νωρίς θρυμματισμένες ψαλμωδίες. Ενας ιεροκήρυκας ακουγόταν με διαλείψεις: ιταλική κατοχή, τουρκοκρατία, προδοσία. Προς το τέλος έψαλε τον Εθνικό Υμνο.

Στην μεγαλόπρεπη μεσαιωνική καστροπολιτεία όλα κλειστά· το φως της συννεφιασμένης Κυριακής ξέπλενε τη σκόνη του τουρισμού, οι γάτες κυριαρχούσαν στο πεδίο, εδώ κι εκεί ένας ανθρώπινος ήχος. Το μόνο ανοιχτό εστιατόριο μάς υποδέχτηκε με γαλανόλευκες επιγραφές και φωτογραφικά στιγμιότυπα σίξτις με Ωνάση, Μπιθικώτση, Μελίνα ― υπήρξε πράγματι αυτός ο κόσμος της αμεριμνησίας, της αισιοδοξίας, της άνοιξης; Από μια ολόκληρη εξηκονταετία ξεδιαλέγουμε μερικές δεκάδες ενσταντανέ, ασπρόμαυρα ή ektachrome, μια γελαστή επιφάνεια, με ντεκαποτάμπλ αυτοκίνητα, καΐκια, λευκά πουκάμισα, παντελόνια κάπρι, νιάτα, τραγούδια, όλα είναι τραγούδια και φιλμ. Δεν δάκρυζε κανείς στο βάθος; Ποιος να το πεί, αυτά δεν είναι ιστορία, είναι η ζώσα φαντασμαγορία για μεσήλικες, ακατανόητα λείψανα για τους νεαρούς.

Γευματίσαμε μόνοι, σαν να βρισκόμασταν σε αστική τραπεζαρία άλλου χρόνου, άλλου τόπου. Στα μεγάφωνα ένας θρηνώδης Πουλόπουλος σέβεντις, «μην του μιλάτε του παιδιού, αφήστε το να κλάψει», σαν να σχολίαζε την αναμμένη τηλεόραση με φόρους και πλειστηριασμούς. Ρευστά σέβεντις, χούντα, μπουζούκια και παντελόνια καμπάνα γέμιζαν τα κενά του τουρισμού· ένας χείμαρρος εσωστρέφειας και αναδίπλωσης πλημμύριζε επίμονα, αθόρυβα την άδεια πόλη, την άδεια χώρα.

Η ανεμοθύελλα συνεχιζόταν στη βαρύθυμη μητρόπολη. Στο λεωφορείο οι commuters είναι αποσυρμένοι στην κούραση, ισορροπούν ασταθώς με τα ακουστικά του smartphone στ’ αυτιά, ο ύπνος τους παίρνει το κεφάλι, μια τετράδα τριαντάρηδων περιγράφει με ένταση πώς κόπηκαν οι συντάξεις των γονιών τους, οι γραβάτες είναι λυμένες, το κραγιόν σβησμένο.

FamilyShopping

Το καλοκαίρι προεκτείνεται αλλόκοτα μες στον Νοέμβριο. Στους δρόμους της πόλης άλλοι κυκλοφορούν με κοντομάνικα και μαύρα γυαλιά κι άλλοι με καμπαρντινάκια και μπότες. Η διχοστασία δείχνει τους ποικίλους δισταγμούς, μια ψευδαίσθηση πολλών επιλογών, τις πολλές παράλληλες στρατηγικές επιβίωσης· ο καθείς κοιτάει πώς να βολευτεί, πώς να διαπλεύσει τον πολλαπλώς ανησυχητικό χειμώνα του 2014 χωρίς καίριες απώλειες.

Η πολύμορφη, πλην καχεκτική, ατομικότητα εκδηλώνεται στους δρόμους. Ο φθινοπωρινός ήλιος φωτίζει από χαμηλά τα πρόσωπα και τα δείχνει σχεδόν πέτρινα, σμιλεμένα σε πάγο. Η αιθρία μαλακώνει τη δυσθυμία, αλλά μέχρι εκεί· δεν κατορθώνει να απογειώσει τα αισθήματα, τη λαχτάρα για ζωή. Υπό άλλες συνθήκες… Υπό άλλες συνθήκες, τα ραδιόφωνα θα παπαγάλιζαν από όρθρου βαθέος “καλά να περνάτε”. Υπό τις παρούσες συνθήκες, τα ράδια αναλύουν τους φόρους ακινήτων, κι όσοι έχουν ακόμη δουλειά και εισόδημα λογαριάζουν τους φόρους· οι άλλοι δεν νοιάζονται για φόρους, λογαριάζουν μόνο πόσο κοστίζουν δυο τσάντες στο σούπερ μάρκετ.

[Τα παιδιά του γυμνασίου φέρονται πιο ώριμα, σε κοιτάνε στα μάτια, είναι πιο μελαγχολικά, άλλαξαν τα τελευταία χρόνια, μου έλεγε φίλη καθηγήτρια στο Θησείο, έμπειρη και ευαίσθητη λειτουργός. Πιο ώριμα στα δεκατρία, δεκατέσσερα, τα υπερχαϊδεμένα και κακομαθημένα παιδιά της υπογεννητικής υπερχρεωμένης Ελλάδας. Ξεδιάλεγα αντιβιοτικά στο τραπέζι της κουζίνας και στ’ αυτιά μου αντηχούσε η λιτή περιγραφή της ωρίμανσης στα δεκατρία-δεκατέσσερα.]

Τα τραπεζάκια καταλαμβάνουν άπληστα τους πεζόδρομους, αλλά είναι τόσο πολλά τα καφενεία που δεν γεμίζουν ποτέ. Παρ’ όλ’ αυτά, διεκδικούν με πείσμα τον δημόσιο χώρο και τον κερδίζουν, τον καταπατούν. Οι διαβάτες ελίσσονται αυτοματικά σε στενούς διαδρόμους, πάνω από ποτήρια φρέντο. Περπατούν ξεκούρδιστα, μηχανικά.

Στα φτηνομάγαζα Tiger οι κυρίες της Ερμού βομβούν συγκρατημένα. Δανέζικο ντιζάιν και κόνσεπτ, ένα Ικέα τσέπης, όλα σελφ σέρβις, κανένας πωλητής, οι αγοραστές τριγυρνάνε σαν θηρευτές ευκαιριών, όλα ημιχρήσιμα, όλα ημικαλαίσθητα ημιορεκτικά, ορισμένως όλα να φαίνονται φτηνά, να γεμίζεις μια τσάντα με δέκα-είκοσι ευρώ για μια shopping therapy καθολικά made in China, υπόκωφα απεγνωσμένη. Στις ουρές η ευρωστωικότητα ραγίζει, τα ψώνια των ολίγων ευρώ έχουν εξαντλήσει ήδη το θεραπευτικό τους αποτέλεσμα. [Η Γερμανοαθηναία Σουζάνε μου είχε περιγράψει προ ετών την έκπληξή της όταν είδε ότι οι συμπατριώτες της μικρομεσαίοι Γερμανοί, μετά την Ατζέντα 2000 του Σρέντερ, μπορούν πια να ψωνίζουν μόνο από τα κινέζικα.]

Σε τέτοια μαγαζιά με περιττά φτηνά κινέζικα θα πάνε να ψωνίσουν κυριακάτικα οι νεόπτωχοι. Αντί για τη Θεία Λειτουργία ή τον καφέ με εφημερίδες, αντί της εκδρομούλας με ταβέρνα, αντί του οικογενειακού γεύματος, θα σπεύσουν να διασκεδάσουν τη φτώχειά τους με ψώνια, να βουτηχτούν στην ειρωνεία: να αγοράσουν ό,τι δεν πρόλαβαν όλη την εργάσιμη εβδομάδα ― όσοι έχουν ακόμη εργασία.

Το πάρτυ της αφθονίας είναι ανάμνηση θαμπή, ματαιωμένη βουλιμία. Στο τεράστιο σούπερ μάρκετ, ζητάνε φρέσκια ρικότα, η υπάλληλος χαμογελά με συγκατάβαση “πάνε αυτές οι εποχές, τώρα φέτα…” Σ’ έναν όροφο πολυκαταστήματος της Ιπποκράτους, εκεί που πρόπερσι συνωστίζονταν οι πελάτισσες ανάμεσα σε  κατάμεστα ράφια, τώρα ερημιά. Όλα τα ράφια άδεια· τα λιγοστά προϊόντα, τα ίδια και τα ίδια, είναι απλωμένα στους πάγκους, αραιά, στολισμένα για να δείχνουν πολλά. Σε τέτοια άδεια μαγαζιά θα πάνε, λέει, οι νεόπτωχοι να σουλατσάρουν τις Κυριακές της Ύφεσης. Θα βγουν από τα δανεικά επισφαλή σπίτια και θα μπαινοβγαίνουν σε φούρνους που ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιακό με πρώην υψηλό ενοίκιο, θα προσπερνούν μισοάδεια καφενεία και βιτρίνες, σαν τα ζόμπι του Ρομέρο στο ανωφελές mall.

Εικόνες από το παρελθόν των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, εικόνες από το χρεοκαπιταλιστικό παρόν. Η ενδόρρηξη μάς συνδέει υποδόρια με τη Ρωσία του Γέλτσιν. Ένας κόσμος ραγισμένος βυθίζεται εντός του, χωρίς φωνή, χωρίς λυγμό. Υπόκωφα, σχεδόν βουβά, η ενδόρρηξη έρπει στους ηλιόλουστους δρόμους, γεμίζει τα αστικά διάκενα, ορίζει τις συμπεριφορές. Στα μουδιασμένα χείλη διαβάζεις ίδια μουρμουρητά “δεν πάει άλλο έτσι”, “να βρω τη δόση”, “ευτυχώς είμαι κοντά στο μετρό”, “ήρθε η ΔΕΗ”, “καλά που δεν πιάσανε τα κρύα” “έχει υπόλοιπο ο λογαριασμός μισθοδοσίας;” “γιατί μου το ‘πε αυτό;” “θα προλάβω το εφάπαξ;” “τις Κυριακές τα μαγαζιά θα μένουν ανοιχτά”.

stoa_elias

Η Αθήνα δεν χαρακτηρίζεται από στοές. Εχει λίγες και μικρές, δεν τη σφραγίζουν. Δεν είναι σαν το Μιλάνο, σαν το Παρίσι, τόπο έμπνευσης του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που είδε την αστική φαντασμαγορία να ανθίζει μες στις στοές και τα περάσματα της πόλεως.

Οι αθηναϊκές στοές, πλην ελαχίστων, απολήγουν τυφλά ή ημίτυφλα, είναι μισοσκότεινες, ελάχιστα μεγαλοπρεπείς, έχουν κυρίως χρηστικό χαρακτήρα. Συγκεντρώνουν, μάλλον συγκέντρωναν, ομοειδή μαγαζιά και εργαστήρια, που ομαδώνονται σε λειτουργικές πιάτσες, με χαμηλότερα ενοίκια και δυνατότητες συνεργιών. Χαράκτες και σφραγιδοποιοί, κλειδαράδες, χρηματιστηριακά γραφεία, ραφεία, αργυροχρυσοχοεία, ρολογάδικα, γραμματόσημα, δίσκοι, μικροηλεκτρονικά, βαλίτσες, κάθε εμπόριο και τέχνη στήνει μια δική του πιάτσα. Αλλά ελάχιστες αθηναϊκές στοές λειτουργούν σαν πέρασμα, ελάχιστες τροφοδοτούν τη φαντασμαγορία της πόλης μες στην πόλη, δεν ειναι ένα στεγασμένο δίκτυο δρόμων για περιπλάνηση, για flânerie. Στις αθηναϊκές στοές εισέρχεσαι με έναν σκοπό, να επιτελέσεις μια λειτουργία. Και εξέρχεσαι συνήθως από το ίδιο φωτεινό στόμιο.

Γιατί έτσι; Ισως διότι ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος, πετάγεται ένας. Διότι το φως διαρκώς σε καλεί να περιπλανιέσαι στ’ ανοιχτά, στα ξέφωτα. Ισως διότι η ανάπτυξη του αστικού ιστού διεξάγεται με υστερήσεις και χάσματα, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό· ο υπέρτατος σχεδιαστής είναι το ζωηρό μικροεμπόριο. Ισως διότι οι αρχαιοκλασικές ημιανοιχτές στοές διεσώθησαν στην κλασικιστική Αθήνα ως στενοί πλην ανοιχτοί δρόμοι. Υπό μία έννοια, όλο το σύμπλεγμα των δρόμων του ιστορικού τριγώνου είναι μια δαιδαλώδης ασκεπής στοά, ένα υβριδικό παζάρι που διαχέεται και πολυμορφίζει: Ευαγγελιστρίας, Αγίου Μάρκου, τώρα πια Αιόλου, και τα δεκάδες-εκατοντάδες παρακλάδια, με αρχαιοδοξασμένα και χριστιανικά ονόματα αναμίξ.

Πίσω στις στοές. Μέσα τους. Η λαμπρότερη ίσως, η στοά Αρσακείου, φθίνει· η ιστορία την πλήττει βάναυσα, κι εμάς μαζί της. Οι σημαίες του Κοκκώνη δεν αρκούν να διασκεδάσουν την θλίψη. Η στοά Φέξη, ναός για τους χασομέρηδες των γκάτζετ, έχει μισοαδειάσει από μαγαζιά· Σάββατο πρωί, σουλατσάρουν φύλακες. Ρημαγμένη η στοά Ειρηνοδικείου στην Ομόνοια, νεκρή. Κενή η στοά Τρικούπη στα Χαυτεία, η και Πιγκουίνου ονομαζομένη, ανοίκειο πέρασμα για βιαστικούς διαβάτες. Μισοσβησμένη η λάμψη στη στοά Σπυρομήλιου· η κρίση νίκησε την ανακαίνιση. Ούτε η εμπορική Ορφανίδου έχει τη βουή του παρελθόντος. Ούτε η Λέκκα. Κρατάει λίγο η στοά της Οπερας, η στοά Λαιμού. Η Νικολούδη ήταν πάντα κομψή και σύντομη, έγινε ακόμη συντομότερη. Η Κοραή σχεδόν βουβάθηκε.

Κλειστά μαγαζιά και εργαστήρια, ξενοίκιαστα, αποικισμός από καφενεία, μπαρ και ουζερί, κομμένη κίνηση. Κι όμως οι στοές των Αθηνών εξακολουθούν να είναι γοητευτικές, και τώρα περισσότερο, έτσι εσωστρεφείς και γυμνές που μείναν· σαν να μιλούν ευκρινέστερα στον εισερχόμενο, τώρα που δεν είναι πια πελάτης αλλά περιπλανητής. Οι πολύβουες στοές έχουν μεταπέσει ηχητικά και κινητικά προς ένα intime ψιθύρισμα, που είναι όμως πιο εύγλωττο για το πρόθυμο αυτί. Είναι αστικά διάκενα, που αφηγούνται τον κυματισμό της ιστορίας: αλλάζουν οι χρήσεις, οι αξίες, η πρόσληψη, οι σημασίες, αλλάζουμε εμείς.

Περιποιημένα καφενεία καταλαμβάνουν τις εξωτερικές γωνίες και ύστερα εξαπλώνονται προς τα μέσα, ίσκιος το καλοκαίρι, προστασία το χειμώνα· όσο προχωράς στο βάθος, η φθορά αναδύεται φανερή και επικρατούσα, αλλά μαζί της μια βαθύτερη αίσθηση του χρόνου. Ο χρόνος ρέει διαφορετικός στο ρολογάδικο του βάθους, στο επιμεταλλωτήριο του πρώτου ορόφου, στο ραφείο του συνταξιούχου. Η σκόνη του χρόνου πάνω στις περίτεχνες σιδεριές της κουπαστής, τα λιωμένα μάρμαρα του δαπέδου, τα ραγισμένα κρύσταλλα, είναι πλούτος.

Με όλες τις δυσκολίες νέοι άποικοι φτάνουν και ξαναφτάνουν, ανανεώνουν τη ζωή, τη νιώθεις, τη μυρίζεις, την ακούς σαν μικρό έντομο αισιόδοξο. Φτιάχνουν ακόμη βέρες, φαρδαίνουν ξεχασμένα δαχτυλίδα οικογενειακά, επισκευάζουν φερμουάρ, ντύνουν κουμπιά, ξαναδίνουν ζωή στα χαλασμένα και τα παλιά. Σερβίρουν μυρωδάτους ελληνικούς με φουσκάλες και εσπρέσο ριστρέτο, το βράδυ νεγκρόνια και ντακίρια, για όλες τις γενιές όλες τις τάξεις. Αγκαλιάζουν οι στοές.

Μέσα-έξω, φως-ημίφως, βουητό ψίθυροι και σιγαλιά, τεντωμένη χορδή χωμένη στις τσέπες, οι άνθρωποι της Μεγάλης Υφεσης δεν φωνάζουν στις στοές, πατάνε σεβαστικά σαν να σέρνουν παντόφλες σε μωσαϊκά νοσοκομείου, στήνουν αυτί και αφουγκράζονται το παρόν, ότι αυτό τα περιέχει όλα. Χωνεύεται ο πλάνης μες στο πλήθος, αφήνεται στο κύμα.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

ilias

Δύο ώρες οδήγηση από την Αθήνα, και ο ορίζοντας ανοίγει. Σε λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο σκέφτεσαι αλλιώς. Είναι η φύση ασφαλώς, το χώμα και τα δέντρα, οι μυρωδιές, οι ήχοι και η σιγαλιά, τα χρώματα του φθινοπωρινού ουρανού, το φως ιλαρόν και ο χαιρετισμός του αποσπερίτη στον Αγιο Τρύφωνα, οι φορτωμένες φυρικιές, καστανιές, καρυδιές, οι κομψότατοι αμπελώνες στους μαλακούς λόφους, οι τραγανές ρώγες που περιμένουν το χέρι του τρυγητή. Είναι το μαλακό αργιλόχωμα και το κυμάτισμα των γρύλλων από πλαγιά σε πλαγιά, είναι το έναστρο στερέωμα και η πόλη στο βάθος, από 1.100 μέτρα υψόμετρο. Είναι η φύση ασφαλώς.

Σε αυτό τον τόπο, ευλογημένο από θεούς παλαιούς και θεούς νέους, ζουν άνθρωποι που ζουν ακόμη αρμονικά με τη φύση, δεν την βιάζουν, δεν την εξαντλούν, τη σέβονται και δρέπουν τους καρπούς της. Που γνωρίζουν την ιστορία του τόπου και τις παραδόσεις του, αλλά και το παρόν δυναμικό του, τα ανοίγματά του στο μέλλον. Η Αρκαδία είναι το αρχέτυπο βάσει του οποίου οικοδομήθηκε η αρκαδική εικόνα της Τοσκάνης, το ευγενές μείγμα βουκολικής ουτοπίας και ανθρώπινης επέμβασης ― ο Γιάννης το επαναλαμβάνει καθώς αποθαυμάζουμε το οικοσύστημα του οροπεδίου της Τεγέας.

Είναι η φύση ασφαλώς. Αλλά και οι άνθρωποι που την αφουγκράζονται και την καλλιεργούν, που ακούνε τις πολιτισμικές συνηχήσεις και τις παραγωγικές δυνατότητες. Ανθρωποι της γνώσης και της επιχειρηματικότητας, της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης μοναδικών προϊόντων, της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, της παροχής υπηρεσιών υψηλής ποιότητας. Ο Γιάννης, η Αμαλία, ο Χρήστος, άνθρωποι της γενιάς μου, με παρόμοια βιώματα και αγωνίες, ευφυείς, ευαίσθητοι, ριψοκίνδυνοι, ακάματοι, νοικοκύρηδες. Ανοιχτοί στο καινούργιο. Αφοβοι. Στα λόγια του Γιάννη και της Αμαλίας, αλλά κυρίως στα έργα τους, αναγνωρίζω τις κρυμμένες, τις λανθάνουσες δυνάμεις του σήμερα λαβωμένου ελληνισμού. Δυνάμεις παραγωγών και εμπόρων, δημιουργών, λογίων, καλλιτεχνών, πατριωτών, ταξιδευτών. Οινοποιούς που σκέφτονται ολιστικά και οικουμενικά, μαθηματικούς που έγιναν μάνατζερ, δάσκαλους που είναι και ξενοδόχοι, ελαιοπαραγωγούς ντιζάινερ, μηχανικούς, κινηματογραφιστές, γιατρούς και γραφιάδες, καλογέρους που καλλιεργούν αμπέλια.

Είναι η φύση ασφαλώς. Ο θηλυκός Πάρνωνας, οι λόφοι των νυμφών και των κλεφταρματολών ― μα ιδού, η φύση είναι και ιστορία, είναι συνέχεια, είναι οι άνθρωποι λοιπόν, που έφυγαν από τον χαμηλό ορίζοντα του παλιού χωριού και τώρα επιστρέφουν υπό άλλους όρους, να ανοίξουν τον ορίζοντα, να βλαστήσουν στο μέλλον.

Η γη. Το καλό κρασί το φτιάχνει η τεχνολογία, το μεγάλο κρασί το φτιάχνει το αμπέλι, μας λέει ο Γιάννης ανάμεσα σε προγραμματιζόμενες μηχανές μέσα σε κλιματιζόμενα κτίρια. Τον πιστεύω ακαριαία, γιατί θυμάμαι πώς εξηγούσε νωρίτερα το ταίριασμα κάθε ράτσας σταφυλιού με το έδαφος και τον προσανατολισμό του αμπελότοπου, τα αργιλώδη, τις μαρμαριές, τα σχιστολιθικά. Και με ποια λάμψη στα μάτια έβλεπε ήδη μπροστά του ολοζώντανη μια Ελλάδα να παράγει προϊόντα κορυφαίας ποιότητας, με ονομασία προέλευσης, με τόπο καταγωγής, με σφραγίδα ανθρώπων. Είδα κι εγώ μαζί του αυτή την Ελλάδα που ξυπνά από τον λήθαργο και το σοκ, από τον φόβο και τον πόνο, από τη φαγωμάρα, και αποτινάσσει το κηφηναριό και τα παράσιτα. Υψώσαμε τα ποτήρια: εγώ ειμί η άμπελος , υμείς τα κλήματα. Οι άνθρωποι πάντα.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

alack_sinner_3

Υποκειμενικό πάντα το βλέμμα σαρώνει το αθηναϊκό κέντρο τις τελευταίες νύχτες του Αυγούστου, τις πρώτες Σεπτεμβρίου. Η πόλη είναι μουδιασμένη ακόμη, άδεια, σαν παρατημένη, ακόμη και τα φώτα φαίνονται λίγα, αδύναμα να φωτίσουν το αστικό κενό, το διαρκώς εκτεινόμενο. Τα καφέ και τα μπαρ ανοιγοκλείνουν διαδοχικά, λειτουργούν σαν μικροεστίες κίνησης, σποραδικά, προσωρινά, οι πιάτσες μετακινούνται, τίποτε όμως δεν μπορεί να ανασχέσει τη βουβή εντροπία που κυριεύει σιγά σιγά το ιστορικό κέντρο.

Στους ήσυχους σκοτεινούς δρόμους αφουγκράζεσαι κάτι να σιγοβράζει. Ισως ο φόβος να αναδεύεται στα σπλάχνα και να ξεδιπλώνεται, να αλλάζει θέση. Ισως να παίρνει τη θέση του η οργή. Ισως να προσπαθεί να βγει μπροστά η ελπίδα. Πϊσω από την ερημία των δρόμων κάτι σαλεύει.

Οταν φωτίζει η μέρα, διακρίνεις κάτι. Ενα χάσμα. Η κρίση αναδεικνύει κρυμμένες χαράδρες, και ανοίγει καινούργιες: ταξικές, πολιτικές, πολιτισμικές, ανθρωπολογικές. Οι αδύναμοι, οι πεπτωκότες, μένουν πίσω, άλλοτε φανερά, και το συχνότερο σιωπηλά: γέροντες αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους τους και να επιζήσουν με τα απομεινάρια σύνταξης, παιδιά που αδυνατύν να συνδράμουν τους γονείς τους, γονείς που δυσκολεύονται να στηρίξουν τα παιδιά τους. Η ταξική χαράδρα είναι η πιο βαθιά και η πιο αποτρόπαιη. Το περιλάλητο λίπος κάηκε, τόσο επιπολής που ήταν, και τώρα σιγοσβήνουν ζωές και αξιοπρέπειες, κοινωνικές αρθρώσεις.

Στη σιγαλιά της νύχτας έως όρθρου βαθέος, στους αθόρυβους πλην πυρακτωμένους δρόμους των δικτύων, ακούγεται υπόκωφη η οργή, η ματαίωση, κοχλάζουν βαριές κουβέντες, ορίζονται διαχωριστικές γραμμές. Ο,τι ελάνθανε μισοκεπασμένο από τη δάνεια ημιχλιδή τα χρόνια του 1990 και του 2000, ό,τι ψευδοενοποιούσε ο φενακισμός της ισχυράς Ελλάδος, τώρα προβάλλει γυμνό και γωνιώδες, τροχισμένο από την σπάνη και την ανάγκη, φλογισμένο από την ανισότητα. Η ανοχή περιορίζεται, ακόμη και η αδιαφορία, το «εντάξει μωρέ, και τι έγινε» τέλειωσε. Η ψευδοευφορία του λάιφστάιλ, ο εξισωτισμός της κατανάλωσης και του ομοιόμορφου στυλ, τελειώνουν με γδούπο και λυγμό. Κάθε κακομοίρης στη μοίρα του.

Και να, μέσα απ’ τα αποκαΐδια του παλιού κόσμου, ένα αναποδογύρισμα. Οι πρώην φλύαροι γελωτοποιοί του λάιφστάιλ, τα ρουλεμάν ολιγαρχών και φυλάρχων, οι παπαγάλοι τοπαρχών και κομματαρχών ξεμυτίζουν σαν αρχάγγελοι της νέας εποχής και της δίκαιης τιμωρίας, σαν τιμητές: κουνάνε το δάχτυλο στον τζίτζικα λαουτζίκο τον εκμαυλισμένο, τον μέγα συνυπεύθυνο, τον ένοχο αμέριμνο. Φταίει ο άρρωστος για την αρρώστια, ο φτωχός για τη φτώχεια. Επιασε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έπιασε· η γιγάντια επιχείρηση ενοχοποίησης και χειραγώγησης θυμικού και λογικού λειτούργησε. Θα ‘λεγες ότι εφαρμοζόταν μάνιουαλ κοινωνικής ψυχολογίας, με οδηγίες βήμα βήμα για τον έλεγχο των μαζών, για τη διάχυση και εμπέδωση ενός new speak και την πειθήνια συμμόρφωση των νεοπληβείων κατά την προσγείωση τους στις πίστες του κάτω κόσμου.

Το σοκ της κρίσης αμβλύνει τη μνήμη. Πολλοί απ’ όσους σήμερα καταριούνται τα λαμόγια, την ασωτία και την ανομία, τω καιρώ εκείνω, της ασωτίας και της γκλαμουριάς, ήσαν συναυτουργοί τους, ιεροφάντες, συνδαιτυμόνες και αυλικοί. Γλεντούσαν στα ίδια μαγαζιά, έπαιρναν δημόσιες θέσεις και κρυφά πέι-ρολ, συμμετείχαν και συναινούσαν. Χαχάνιζαν στα ράδια με μπιτάκια και ποζάριζαν στα γκλόσσυ εξώφυλλα. Ή σιωπούσαν.

Η φρενίτις του χρηματιστηρίου, ο παροξυσμός των εθνικών εργολάβων και των εθνικών προμηθευτών, η θρησκεία του real estate, η επέλαση των ξέκωλων, τα ώπα στα σκυλοβαρελάδικα, τυλίγονταν όλα με αποδοχή, θαυμασμό, συγκατάθεση, ανοχή. Ή ηχηρή σιωπή.

Speak, memory. Εζήσαμε τα χρόνια του ’70 και του ’80 των αρχομένων μετασχηματισμών, θυμόμαστε λόγια μεγάλα μ-λ και ιδεολαγνίες, αυθάδειες και αλαζονίες, κωλοπαιδισμούς. Διαπλεύσαμε ευδαίμονες και μελαγχολικοί μαζί τα χρόνια του ’90, την υπερδιαστολή του φαντασιακού και των προσδοκιών, τη γενικευμένη χυδαιότητα, την αλήθεια ως μια μόνο στιγμή του ψεύδους. Διαβάσαμε εντιτόριαλ και ακκισμούς, δημόσιες καταθέσεις, εζήσαμε στο πλάι και σε κρυμμένα κέντρα, ήμαστε εκεί, όλο τον καιρό, παντού.

Μερικοί, καμπόσοι, δεν σιώπησαν, ούτε το ’80 ούτε το ’90 ούτε το 2000. Και θυμούνται πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις. Ετσι, ώστε η μνήμη να λειτουργεί ανακουφιστικά και δημιουργικά, ηρεμιστικά και διασωστικά. Και αυστηρά και δίκαια «και φοβηθήσονται αι νήσοι από ημέρας πτώσεώς σου». Speak, memory.

 

Εικον.: Αlack Sinner, του Juan Munoz.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits