You are currently browsing the tag archive for the ‘Σόιμπλε’ tag.

Το δανειακό πακέτο που προανήγγειλε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για το επόμενο εξάμηνο δείχνει πώς προσεγγίζει η Γερμανία τις υπερχρεωμένες χώρες και, με διαβαθμίσεις, τις μεγάλες χώρες του Νότου. Η σιδηρά πειθαρχία του δημοσιονομικού συμφώνου, το σκληρό ευρώ, η άρνηση έκδοσης ευρωομολόγων, η άρνηση της ποσοτικής χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ, προκαλούν οδύνη στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά ενισχύουν τη Γερμανία· διότι στην παρούσα συγκυρία η Γερμανία και η βιομηχανία της απολαμβάνουν χαμηλά επιτόκια και εκτινάσσονται στην ανταγωνιστικότητα, με το μεγαλύτερο εξαγωγικό πλεόνασμα παγκοσμίως (260 δισ. ευρώ το 2013), ενώ ως προς τον υπερχρεωμένο Νότο η Γερμανία βρίσκεται σε θέση ισχύος, ως πιστωτής.

Η Γερμανία εκμεταλλεύεται την κρίση χρέους για να εδραιώσει την ηγεμονία της στην Ευρώπη και, με τη βοήθεια του μεγέθους της ευρωπαϊκής αγοράς, να επιβληθεί ως ισχυρός ανταγωνιστής στο διεθνές περιβάλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να δούμε και την διαφορετικής έντασης επιβολή της λιτότητας στις χώρες υπό κρίση: διαφορετική στις μικρές υπερχρεωμένες χώρες των μνημονίων, όπως Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος, και διαφορετική στις μεγάλες χώρες Ισπανία και Ιταλία. Χαρακτηριστική είναι η διαφορά στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών: στην Ελλάδα έγινε με βαρύ κρατικό δανεισμό, στην Κύπρο έγινε με κούρεμα ομολογιούχων και καταθετών, στην Iσπανία έγινε με κεφάλαια του ESM. Η Ισπανία και η Ιταλία έχουν οικονομικό και πολιτικό εκτόπισμα που δεν επιτρέπουν την επιβολή ακραίας υφεσιακής λιτότητας, και επιπλέον είναι μεγάλες καταναλωτικές αγορές.

Αντιθέτως, οι μικρές χώρες ως καταναλωτές θεωρούνται δευτερεύουσας ή ελάχιστης σημασίας· μόνο το πολιτικό κόστος προσμετράται, όσο υπάρχει. Η Ελλάδα φαίνεται ότι προσεγγίζεται πλέον από την γερμανική οικονομική και πολιτική ηγεσία ως οιονεί δορυφόρος, ως χώρος επέκτασης με φτηνό εργατικό δυναμικό, απεγνωσμένος για κεφάλαια ― αυτό που ήδη έχει συμβεί: η εσωτερική υποτίμηση και η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή έχουν δημιουργήσει στρατιές ανέργων και μεγάλη αποεπένδυση.

Το νέο δάνειο του κ. Σόιμπλε θα συνοδεύεται ασφαλώς από όρους, που αφεύκτως θα οδηγήσουν σε νέα μέτρα λιτότητας, τα οποία ίσως ονομαστούν μεταρρυθμίσεις. Εφόσον μάλιστα δεν γίνεται λόγος, προς το παρόν, για αναδιάρθρωση του πανθομολογουμένως μη βιώσιμου χρέους, η δυσβάκτατη εξυπηρέτηση του χρέους θα κατατρώει οποιαδήποτε νέα χρηματοδότηση. Αυτό είναι το πιο σημαντικό: τα νέα δάνεια θα αποπληρώνουν τα προηγούμενα δάνεια, χωρίς να εισέρχονται κεφάλαια ικανά να τονώσουν την πραγματική οικονομία. Χωρίς δημιουργία θέσεων εργασίας, και μάλιστα ποιοτικής εργασίας όπως επεσήμανε πρόσφατα η έκθεση της Κομισιόν, χωρίς τόνωση της ζήτησης, χωρίς δημόσιες επενδύσεις, ακόμη κι αν εμφανιστεί θετικός δείκτης ανάπτυξης, θα αφορά μια άνεργο ανάπτυξη, λογιστική, χωρίς δουλειές, χωρίς ανακούφιση της κοινωνίας, χωρίς προοπτικές εθνικής ανασυγκρότησης.

Μέσα σε αυτό το σκοτεινό περιβάλλον, είναι ελπιδοφόρο εντούτοις να γνωρίζουμε ότι η πολιτική δυναμική είναι ρευστή και ότι πληθαίνουν οι φωνές στην Ευρώπη για μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης, είτε με ένα άτυπο σχέδιο Μάρσαλ είτε με πιο ριζοσπαστική ανάμιξη της ΕΚΤ. Ας μη λησμονούμε επίσης ότι ο συνεχιζόμενος οικονομικός και πολιτικός κλονισμός αναδυομένων χωρών, όπως λ.χ. η Τουρκία, ή η απειλή διαμελισμού της ανατολικοευρωπαϊκής Ουκρανίας, αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν την υφεσιακή-στάσιμη Ευρώπη και αναμένεται να συνετίσουν τους Ευρωπαίους ηγέτες, των Γερμανών συμπεριλαμβανομένων.

Η προεκλογική συζήτηση και η μετεκλογική πορεία της Γερμανίας ουδέποτε απασχόλησε την Ελλάδα ή και την Ευρώπη τόσο έντονα όσο τώρα. Ευλόγως. Ουδέποτε η γερμανική πολιτική βούληση επηρέαζε τόσο έντονα τις τύχες των Ευρωπαίων όσο τώρα ― εκτός των δύο μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα. Ουσιαστικά, το φλέγον δεν είναι καν η προεκλογική συζήτηση, αλλά το πώς σκέφτονται πολιτικά οι Γερμανοί, κυρίως πώς βλέπουν την Ευρώπη και τους εαυτούς τους μέσα σ’ αυτήν.

Η σκέψη, η στάση, το φαντασιακό των Γερμανών, αυτών των Γερμανών, δύο γενιές μετά την πτώση του Βερολίνου και μιάμιση δεκαετία μετά την ενοποίηση, μάς είναι λίγο-πολύ άγνωστα, ή τουλάχιστον μας προβληματίζουν. Η Ανγκελα Μέρκελ, πρώην Ανατολική και μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας, δεν φέρει την πολιτική και πνευματική σκευή του Βίλυ Μπραντ, του Χέλμουτ Σμιντ ούτε καν του Χέλμουτ Κολ. Κανείς από τη σημερινή πολιτική ελίτ της Γερμανίας δεν μοιράζεται τα βιώματα των παλαιών ηγετών της Δυτικής Γερμανίας, άρα ούτε και τις πολιτικές σκέψεις τους. Ο διακεκριμένος κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ αναλύοντας την πολιτική της συμπατριώτισσάς του καγκελαρίου, τη χαρακτηρίζει «μερκιαβελισμό»: επιδιώκει να τη φοβούνται στο εξωτερικό και την αγαπούν στο εσωτερικό. Αυτό δεν μπορούσε να το διανοηθεί ο Αντενάουερ, ούτε ο Βίλυ Μπραντ που γονατιστός στη Βαρσοβία ζητούσε συγγνώμη για το Ολοκαύτωμα.

Η πολιτική ατζέντα στη Γερμανία διαμορφώνεται για εσωτερική κατανάλωση· όπως και εδώ εξάλλου, έως ότου ξέσπασε η κρίση και σάρωσε την επαρχιακή μας μακαριότητα. Οι ηγέτες της Γερμανίας λένε στον λαό ό,τι τον καθησυχάζει και αφήνουν τα δαιμόνια του ταραγμένου κόσμου έξω από τα σύνορα. Η μνήμη, που τόσο βασάνισε τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές, τώρα εξορίζεται· τη θέση της παίρνει ο υποκριτικός πραγματισμός και η ηθικολογία του περιχαρακωμένου μικροαστού. Ο,τι έγινε, έγινε, στο απώτερο παρελθόν, εμείς δουλέψαμε σκληρά και προκόψαμε, οι άλλοι είναι τεμπέληδες και αγνώμονες. Το στερεότυπο αυτό υφέρπει κάτω από τον ωμό πραγματισμό του υπουργού Σόιμπλε και την αμφισημία της καγκελαρίου Μέρκελ. Η εφημερίδα Die Zeit υπενθύμισε αυτές τις μέρες ότι η Γερμανία ορθοπόδησε μεταπολεμικά χάρη στο αμερικανικό Σχέδιο Μάρσαλ και στη διαγραφή των χρεών με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953. (Θα προσθέταμε: χάρη και στην εργασία εκατομμυρίων μεταναστών από τον Νότο.) Δηλαδή, το γερμανικό θαύμα πυροδοτήθηκε με ό,τι αρνείται τώρα στους τεμπέληδες Νότιους ο Β. Σόιμπλε. Αυτή ακριβώς η μνήμη έχει διαγραφεί, του 1945, του 1953 αλλά και της πρόσφατης ενοποίησης· η μνήμη που έκανε τις ταινίες του Φασμπίντερ και του Βέντερς, τα βιβλία του Χ. Μπελ, τη ζωγραφική του Ρίχτερ, να συγκροτούν ευρωπαϊκό πολιτισμό, και όχι μόνο γερμανικό.

Αλλά όπως επισημαίνει ο επικριτής του Σόιμπλε, ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, «η Γερμανία δεν χορεύει, λαγοκοιμάται πάνω σ’ ένα ηφαίστειο». Το ηφαίστειο είναι η ασύμμετρη Ευρώπη, η εξασθενημένη και παρακμάζουσα Ευρώπη, με το ογκούμενο έλλειμμα δημοκρατίας και τη ραγισμένη ταυτότητα, σε έναν κόσμο αυξημένης αβεβαιότητας και διακινδύνευσης.

Πολύπειρος πολιτικός αναλυτής μάς έλεγε προχθές: Ποιος θα μπορούσε να πει πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια ότι θα ερχόταν ο Γερμανός υπουργός και θα ερήμωνε προληπτικά η πρωτεύουσα, ενώ θα ερχόταν ο Αμερικανός ομόλογός του και κανείς δεν θα το έπαιρνε είδηση…

Οι διαδοχικές επισκέψεις των υπουργών Οικονομικών της Γερμανίας και των ΗΠΑ και μόνο εκ της ασύμμετρης αναναστατώσεως που προκάλεσαν στη ζωή της Αθήνας υποδεικνύουν μιαν ιστορική αλλαγή. Τα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού λαού έχουν καμφθεί ή εκλείψει, ενώ αντιθέτως φουντώνει η δυσπιστία έναντι της Γερμανίας, συχνά και η εχθρότητα. Υπό μία έννοια, το λαϊκό αίσθημα κατοπτρίζει μια στρατηγική επιλογή της πολιτικής ηγεσίας της χώρας ― ακούσια ή εκούσια, αδιάφορο. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα προδήλως έχει προσκολληθεί στη γερμανική σφαίρα επιροοής και έχει εναποθέσει εκεί τις τύχες της.

Μα η αδύναμη Ελλάδα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, επορεύετο πάντα υπό κηδεμονία: στον 20ό αιώνα υπό αγγλική ή αμερικανική. Γιατί να μας πειράζει η γερμανική; Στο κάτω της γραφής, οι Γερμανοί σε αυτή τη φάση βάζουν το χέρι στην τσέπη. Υπάρχουν πράγματι αναλογίες, αλλά και ουσιώδεις διαφορές. Η αμερικανική κηδεμονία μετά τον Β’ Πόλεμο, συνοδεύτηκε από πολλές παρεμβάσεις στον εγχώρια πολιτεία, συχνά και από ωμές επεμβάσεις. Εντούτοις, στην κατεστραμμένη ολοσχερώς Ελλάδα μετά τον πόλεμο, την Κατοχή και τον εμφύλιο, οι ΗΠΑ πρόσφεραν δια του Σχεδίου Μάρσαλ ουσιαστική βοήθεια, ίσως τη μεγαλύτερη αναλογικά σε ευρωπαϊκή χώρα, και βοήθεια ανιδιοτελή υπό οικονομικούς όρους. Το κέρδος των ΗΠΑ ήταν πολιτικό και γεωπολιτικό. Οι ΗΠΑ δεν επέβαλαν τα δικά τους προϊόντα και τις δικές τους επιχειρήσεις· αντιθέτως, προώθησαν τη δημιουργία εθνικής βιομηχανίας και όπου δεν υπήρχε επάρκεια, ενθάρρυναν την εισαγωγή ευρωπαϊκών αγαθών, π.χ. αυτοκινήτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλωστε, δια της αναπτύξεως, συνέβαλαν έργω στη σύμπηξη και ευόδωση της ενωμένης Ευρώπης μετά τον πόλεμο.

Τι συνδέει εκείνη την νεοκεϋνσιανή και μακράς πνοής πολιτική των ΗΠΑ, απότοκη της συμφωνίας του Bretton Woods, με την παρούσα πολιτική άγριας λιτότητας της Γερμανίας; Μάλλον τίποτε. Η Γερμανία εγγυάται τα δάνεια προς την πτωχευμένη Ελλάδα, αλλά κερδίζει πολλαπλώς από την κρίση χρέους. Επιβάλλει τη δική της ορθοδοξία, απότοκη των τραυμάτων της συνθήκης των Βερσαλιών, χωρίς να διδάσκεται από το πόσο γενναιόδωρα της συμπεριφέρθηκαν οι ΗΠΑ μετά την ολοσχερή καταστροφή του Β’ Πολέμου. Αρνείται να διορθώσει την ασύμμετρη αριχτεκτονική του ευρώ, αρνείται την αναλογική ροή πλεονασμάτων-ελλειμμάτων, αδυνατεί ή αρνείται ―που είναι το ίδιο― να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες των νοτίων οικονομιών και κοινωνιών. Τα θέλει όλα στα δικά της γερμανικά μέτρα.
Κατά βάθος, δεν επιθυμεί τον ηγεμονικό ρόλο που καλείται εκ των πραγμάτων να παίξει, ούτε φυσικά να καταβάλει το συνοδό τίμημα της ηγεμονίας.
Η πολιτική κουλτούρα της γερμανικής κυβερνώσας ελίτ περιορίζεται λίγο-πολύ στη λατρεία της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος· δεν εμπεριέχει τον διπλωματικό ή δημοκρατικό πλούτο άλλων μεγάλων δυνάμεων του περασμένου αιώνα, των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Γαλλίας. Οι ΗΠΑ λ.χ. επιζητούσαν και την πολιτική φιλία και την πολιτιστική αποδοχή των κηδεμονευομένων. Οι Γερμανοί όχι.

Η συμπεριφορά του κ. Σόιμπλε είναι χαρακτηριστική: δημιουργεί ένα Επενδυτικό Ταμείο, με 100 εκατ. γερμανικά κεφάλαια, και 350-400 εκατ. κεφάλαια ελληνικών δικαιωμάτων, και ζητεί η Γερμανία να διευθύνει τη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων. Θεωρεί τους Ελληνες ανίκανους υπηκόους. Ισως έχει δίκιο.

Η Γερμανία θέλει να βλέπει την Ελλάδα σταθερή και συνετή, πιστή στο δρόμο της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων. Αυτή την εντύπωση διαχέουν τις τελευταίες ημέρες στη γερμανική και ελληνική κοινή γνώμη ο υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε και ο υπουργός Εξωτερικών Γκ. Βέστερβελε, λίγα εικοσιτετράωρα πρίν το Eurogroup αποφασίσει για την εκταμίευση της δόσης.

Προφανώς η Γερμανία επιθυμεί να στείλει μήνυμα σταθερότητας στις ανήσυχες αγορές και να διασκεδάσει τους φόβους για κυβερνητική αστάθεια στον Νότο της ευρωζώνης, καθώς επίσης και για τα σημάδια ότι τα προγράμματα λιτότητας δεν «βγαίνουν». Προφανώς η Γερμανία επιθυμεί να βαδίσει ήσυχα στις δικές της κρίσιμες εκλογές, για να αναδιατάξει τις δυνάμεις της και την πολιτική της, χωρίς απρόβλεπτα ατυχήματα έως το φθινόπωρο.

Είναι προφανές επίσης ότι η Γερμανία μόλις τώρα, τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της πρωτοφανούς κρίσης, αρχίζει να αφουγκράζεται τους νότιους εταίρους, μόλις τώρα αρχίζει να αντιλαμβάνεται για τα καλά ότι η εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία δεν μπορεί να συνιστά θεραπεία. Μόλις τώρα αρχίζει να κατανοεί ότι το δικό της παράδειγμα προσαρμογής, με την Ατζέντα 2000, δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, ιδίως μετά την τεράστια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και μέσα στην ασύμμετρη αρχιτεκτονική του ευρώ. Πολύ αργά.

Πίσω από τα φουσκωμένα καλά λόγια, τα μόνα ευοίωνα σημεία είναι ότι, αφενός, στην Ευρώπη ξανανοίγει δειλά η συζήτηση για έκδοση ευρωομολόγου και, αφετέρου, η εκδηλωθείσα διάθεση να στηριχτεί ένα Ελληνικό Αναπτυξιακό Ταμείο, με τη συμμετοχή της γερμανικής κρατικής τράπεζας ΚfW, στο μέτρο βεβαίως που το Ταμείο θα προικιστεί με ρευστό και θα δράσει αμέσως. Διότι τα λόγια δεν χορταίνουν. Η πραγματική οικονομία πεθαίνει κάθε μέρα και, δυστυχώς, η μεν τρόικα επιμένει στη λιτότητα, η δε ελληνική κυβέρνηση δεν έχει να προβάλει ούτε μία ιδέα για ανάπτυξη.

H δημοσιευθείσα έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την εξέλιξη του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας, του λεγόμενου Μνημονίου, περιέχει στοιχεία και γεγονότα, που σοκάρουν τον Ελληνα πολίτη, ακόμη και τώρα, τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του. Αυτό που σοκάρει δεν είναι φυσικά η εκ των υστέρων διαπίστωση του ΔΝΤ ότι το πρόγραμμα απέτυχε στον βασικό του στόχο, να καταστήσει το χρέος βιώσιμο, και ότι όλες οι προβλέψεις του ταμείου απέκλιναν οικτρά από την πραγματικότητα. Αυτές τις αποτυχίες και τις πρακτικές τους συνέπειες τις βώνουν οδυνηρά εκατομμύρια Ελληνες.
Αυτό που σοκάρει είναι η αποκάλυψη του πολιτικού μηχανισμού κατά τη λήψη των αποφάσεων, οι εκουσίως εσφαλμένες εκτιμήσεις, το ροκάνισμα χρόνου εις βάρος της Ελλάδος και προς όφελος ευρωπαϊκών τραπεζών που διακρατούσαν ελληνικό χρέος, η θυσία εντέλει της Ελλάδας για διαφύλαξη των συμφερόντων άλλων κρατών εταίρων στην ευρωζώνη.

Το ΔΝΤ γνώριζε τι μπορούσε και τι δεν μπορούσε να γίνει, αλλά δεν το έπραξε· παραβίασε τα κριτήριά του και το δικό του πρωτόκολλο διαχείρισης κρίσεων. Το πρόγραμμα απέτυχε. Ψέγει την ευρωζώνη γι΄αυτή την αποτυχία, δηλαδή την Κομισιόν, το Eurogroup, φυσικά τον ηγεμονικό άξονα Βερολίνου-Παρισιού. Γιατί το κάνει τώρα; Διότι, πρώτον, η εκτελεστική διοίκηση του ταμείου είναι υπόλογη στους πολυεθνικούς εταίρους, στις χώρες που συνεισφέρουν χρήματα και απαιτούν λογοδοσία. Η Ευρώπη δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Είναι γνωστές από δημοσιεύματα οι αυξανόμενες προστριβές εντός του Ταμείου και οι αιτιάσεις μεγάλων χωρών, όπως η Βραζιλία, ο Καναδάς, η Ινδία κ.ά., για τους ατυχείς χειρισμούς του ΔΝΤ στις ευρωπαϊκές χώρες. Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ εισήλθε στην ευρωπαϊκή κρίση με καταρρακωμένο το κύρος του από αλλεπάλληλες αποτυχίες στη Ν. Αμερική και την Ασία. Η αποτυχία του γιγάντιου bail out στην Ελλάδα ασφαλώς δεν ενισχύει το κύρος του ιδρύματος που το ενορχήστρωσε.

Οι σφοδρές επικρίσεις του ΔΝΤ κατά της Κομισιόν και της ευρωπαϊκής ηγεσίας απηχούν επίσης την επικριτική στάση του Λευκού Οίκου έναντι του Βερολίνου στη διάρκεια της κρίσης, ιδίως κατά του δόγματος λιτότητας του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η Ευρώπη βάλλεται πανταχόθεν, εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης από συστάσεώς της. Και τρώει τα παιδιά της στην περιφέρεια: Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία κ.ο.κ. Η κρίση κατέδειξε όχι μόνο τον ωμό και ακατέργαστο ηγεμονισμό των ισχυρών, αλλά και την αναδίπλωση των εθνών-κρατών εις βάρος της ανάπηρης ομοσπονδίας με το κοινό ασύμμετρο νόμισμα και χωρίς οποιαδήποτε άλλη συνεκτική ύλη. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι η αναδυόμενη τάση παντού.

Στο εσωτερικό. Είναι φανερό ότι οι εγχώριες ηγεσίες δεν μπόρεσαν και δεν θέλησαν να συνδιαμορφώσουν με τους ξένους ένα βιώσιμο σχέδιο διάσωσης, στο μέτρο που οι δομικές μεταρρυθμίσεις θα τους συμπεριελάμβαναν, δηλαδή θα τους παραμέριζαν από την εξουσία. Το ένστικτο τής πάση θυσία αυτοδιάσωσης οδήγησε σε άκριτη υποταγή με ταυτόχρονη απόκρυψη πραγματικότητας και παρελκύσεις. Το ψεύδος ήταν αμφίδρομο: και προς τους ξένους και, κυρίως, προς τους Ελληνες πολίτες. Τρία χρόνια αργότερα, διαπιστώνουμε ότι το μεν ψέμα εξατμίζεται, το δε χρέος και οι δομικές αδυναμίες παραμένουν και θεριεύουν, σε φόντο ερειπίων.

Το ενδεχόμενο μιας γερμανικής Ευρώπης παραμένει ανοιχτό και οξύνει τις συζητήσεις σε όλες τις χώρες της ηπείρου μας: υπό μορφήν παραινέσεων, διαπιστώσεων ή και υποδείξεων, ο ένας μετά τον άλλο οι Ευρωπαίοι ηγέτες και πολτικοί λένε στη Γερμανία να εγκαταλείψει την πολιτική της διαρκούς λιτότητας στην Ε.Ε. Από τον, συνήθως πειθήνιο και άνευρο, πρόεδρο της Ευρωοπαϊκής Επιτροπής Ζ.Μ. Μπαρόζο έως τον πρόεδρο της Πολωνίας και τον πρώην πρόεδρο του Eurogroup Ζ.Κ. Γιούνκερ, από θεσμικούς, χώρια τις σφοδρές επικρίσεις των μη κυβερνητικών ηγετών σε Γαλλία, Ιταλία και παντού αλλού. Εντός Γερμανίας οι αντιδράσεις στην πολιτική μαστιγίου του Βερολίνου κλιμακώνονται: ο φιλόσοφος Γ. Χάμπερμας μιλά για δαίμονες της Γερμανίας που απειλούν με αντιδημοκρατική εκτροπή την ίδια και την Ευρώπη, και υπενθυμίζει την στοιχειωμένη περίοδο του Μεσοπολέμου.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι έχουν κατά νου Μέρκελ και Σόιμπλε. Αν, φερ’ ειπείν, σκοπεύουν να καταστήσουν τη Γερμανία μείζον χρηματοπιστωτικό κέντρο, πλήττοντας το βρετανικού Σίτι· κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε τη συνεργασία της Γαλλίας. Ισως η περίφημη συζήτηση Μέρκελ-Σαρκοζί στην Ντωβίλ να περιείχε τέτοια σχέδια· σίγουρα πάντως περιείχε το επιθετικό bail in που εφαρμόστηκε στην Κύπρο.

Γνωρίζουμε όμως ότι οι άλλοι διεθνείς παίκτες αντιδρούν στην εφαρμοζόμενη λιτότητα και γερμανική πειθαρχία στην Ε.Ε., διότι ανησυχούν για τις επιπτώσεις στη διεθνή οικονομία και διότι μεριμνούν για την ισορροπία ηγεμονίας. Οι διαρκείς παρεμβάσεις των ΗΠΑ αυτό δείχνουν. O τέως υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ είχε διδάξει κεϋνσιανισμό στο Eurogroup το φθινόπωρο 2011, ενώ πρόσφατα ο νυν υπουργός Τζακ Λιου δια των υποδείξεών του προκάλεσε την οργισμένη απάντηση του Β. Σόιμπλε.

Τα μέσα πίεσης των ΗΠΑ όμως δεν εξαντλούνται στις ρηματικές υποδείξεις. Οι Αμερικανοί μπορούν να πιέσουν δια των αγορών, στο μέτρο που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τις ροές κεφαλαίων και τα γερμανικά πλεονάσματα τοποθετούνται στην Γουόλ Στριτ.

Οι κεφαλαιαγορές θα πιέσουν τη Γερμανία πολλαπλώς: σε αυτό το πεδίο σημαντικό ρόλο αναμένεται να παίξει και η κολοσσιαία νομισματική χαλάρωση που εφαρμόζει η Ιαπωνία. Τον περασμένο μήνα η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας ανακοίνωσε τη μεγαλύτερη παραγωγή χρήματος στην ιστορία, για να αντιμετωπιστεί ο αποπληθωρισμός που ενδημεί στη χώρα από εικοσαετίας. Η Ιαπωνία θα κυκλοφορήσει 1,4 τρισ. δολάρια στα επόμενα δύο χρόνια, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Η ποσότητα χρήματος είναι τρομακτική: περίπου 73 δισ. μηνιαίως, την ώρα που η Fed στην τετραπλασίου όγκου αμερικανική οικονομία ρίχνει κάθε μήνα 85 δισ. δολάρια.

Το ιαπωνικό χρήμα ήδη κινείται προς Ευρώπη και μπορεί να αλλάξει την ισορροπία: τον περασμένο μήνα έριξε το επιτόκιο του γαλλικού πενταετούς ομολόγου στο ιστορικό χαμηλό επιτόκιο 0,73%. Η ροή ιαπωνικού χρήματος προς Γερμανία φαίνεται να αναστέλλεται το τελευταίο τρίμηνο, ανώ αντιθέτως τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας πήραν ανάσα. Παράλληλα, το γιεν υποτιμάται έναντι του ευρώ και σύντομα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δούμε φθηνότερα ιαπωνικά βιομηχανικά προϊόντα υψηλής ποιότητας να εκτοπίζουν τα αντίστοιχα γερμανικά από τις διεθνείς αγορές: όχι μόνο Honda και Τoyota αλλά και ενδιάμεσα κεφαλαιουχικά αγαθά σε κάθε τομέα. Η Γερμανία έχει λόγους να ανησυχεί.

Η ανακίνηση της ελληνικής αξίωσης έναντι της Γερμανίας για τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο δεν είναι μόνο νομικό θέμα· είναι και ηθικό και πολιτικό. Και ασφαλώς δεν πρόκειται να επιλυθεί σύντομα. Ωστόσο, ο ερεθισμός που προκλήθηκε στον Γερμανό υπουργό Β. Σόιμπλε και ο ωμός τρόπος με τον οποίο απάντησε δείχνουν ότι πράγματι υπάρχει θέμα.

Η ελληνική κυβέρνηση, ευρισκόμενη σε δυσχερέστατη θέση έναντι της πιστώτριας Γερμανίας, επιχειρεί μια κάποια τόνωση του τρωθέντος εθνικού φρονήματος· πλην, φευ, άνευ άμεσου υλικού οφέλους. Μόνο όφελος είναι η αναζωπύρωση της διεκδίκησης και η ενημέρωση της γερμανικής κοινής γνώμης: αρκετά γερμανικά Μέσα πράγματι φαίνεται να μη συμμερίζονται την ωμή απόρριψη και το ιταμό ύφος του Β. Σόιμπλε.

Καταρχήν δεν πρόκειται για ενιαίο θέμα: ένα θέμα, οι ατομικές αποζημιώσεις και κρατικές επανορθώσεις, όπως κατακυρώθηκαν υπέρ της Ελλάδος στη Διάσκεψη του Παρισιού, το 1946, ύψους 7,18 δισ. δολαρίων, και των οποίων ανεστάλη η αποπληρωμή με τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1953 έως ότου συναφθεί ειρηνευτική συνθήκη με τη διαιρεμένη και κατεχόμενη τότε Γερμανία. Με τη διαγραφή των χρεών της το 1953 η ηττημένη και κατεστραμμένη χώρα στάθηκε στα πόδια της και μεγαλούργησε. Το 1990 οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν και συνήψαν ειρήνη με τα τέσσερα κράτη κατοχής· αλλά η ενιαία Γερμανία αρνείται να επιδείξει προς τα πρώην θύματα και νυν συμμάχους της τη γενναιοδωρία που επέδειξαν εκείνα το 1953.

Αλλο θέμα, το αναγκαστικό δάνειο στο οποίο υποχρεώθηκε η λιμοκτονούσα Ελλάδα από τις γερμανικές δυνάμεις Κατοχής, το 1942-44· σε αυτήν την περίπτωση η κυβέρνηση του Γ΄ Ράιχ είχε προβεί και σε αποπληρωμή δόσης, αλλά η μεταπολεμική Γερμανία αρνείται τις υποχρεώσεις της. Σε αυτό το πεδίο η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να πιέσει, μέχρι τέλους.

Η πτώχευση που βιώνουμε αναδεικνύει συμπεριφορές και χαρακτήρες που σε προηγούμενο χρόνο ελάνθαναν ή καλύπτονταν. Στην επικράτεια της σπάνεως και της γυμνής ύπαρξης, του φόβου και της απελπισίας, οι άνθρωποι εκδιπλώνονται αλλιώς, ατομικά και συλλογικά. Το ζούμε καθημερινά: παλιές παρέες σπάνε, φιλίες δοκιμάζονται, ειρηνικές συμβιώσεις ραγίζουν. Οι συμβάσεις και οι αμοιβαίες παραδοχές απαιτούν κόπο, τον οποίο ελάχιστοι πια είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν. Οι δρόμοι χωρίζουν. Ο καθείς υποφέρει τον πόνο μόνος του, με τον δικό του τρόπο.

Ενας τρόπος είναι ο σκεδασμός του πόνου: σαν κακία προς τον άλλο, τον κάθε άλλον. Το νιώσαμε αυτό διάχυτο τις τελευταίες μέρες με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, μια καταστροφή παρόμοια με την ελληνική, μάλλον και μεγαλύτερη, δεδομένων της χρονικής πύκνωσης, του αιφνιδιασμού και του περιβάλλοντος κατατρομοκράτησης που ζουν ακόμη οι Ελληνες της νήσου, με τον περιορισμό κυκλοφορίας χρήματος και την απειλούμενη στενότητα αγαθών. Πολλοί Ελληνες ένιωσαν συμπόνια, γιατί ήδη γνωρίζουν τι σημαίνει η πτώχευση, η ανεργία, ο αναγκεμός. Ολοι σχεδόν ένιωσαν φόβο, γιατί το «ατύχημα» που όλοι φοβόμασταν είναι ίσως αυτό ακριβώς, η πτώση της Κύπρου· και γιατί υποδορίως συνδέουμε τα παθήματα της Κύπρου με ευρύτερη εθνική καταστροφή. Κάποιοι Ελληνες όμως δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδελφών τους. Είναι σοκαριστικό, αλλά συμβαίνει.

Γιατί; Οτι οι εγχώριοι οπαδοί τού «ναι σε όλα» επιχαίρουν για το βαρύ τίμημα του ατελέσφορου κυπριακού «όχι», διότι έτσι δικαιώνεται η δική τους στάση, είναι μια κάποια εξήγηση· αλλά παραείναι προφανής και εύκολη, για να μπορεί να εξηγήσει τη χαιρεκακία και τη μισανθρωπία που χύθηκε στον αέρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή: Ο,τι έπαθαν οι Κύπριοι, το άξιζαν· ας πρόσεχαν· ας επέλεγαν ικανότερους ηγέτες· ας μην έστηναν πλυντήρια για Ρώσους ολιγάρχες· ας περιμάζευαν τους τραπεζίτες τους. Και τα λοιπά. Πίσω από τον ρηχό πραγματισμό των αιτιάσεων, διακρίνεται μια καταπλήσσουσα μνησικακία, μια φιλέκδικη απονομή «καθαρής» δικαιοσύνης, πολύ παρόμοια άλλωστε με τη ρητορική του Β. Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός περιέγραψε την τιμωρία της Κύπρου ως επαναφορά του αμαρτήσαντος εντός των κανόνων και εξήγησε τα αντιγερμανικά αισθήματα ανά την Ευρώπη ως φθόνο για τον Γερμανό καλό μαθητή.

Ωστε, στη δημόσια σφαίρα, οι καταστροφές ανθρώπων, οικογενειών και λαών, αλλά και οι μείζονες γεωπολιτικές μεταβολές, οι ανακατατάξεις ισχύος, η συντριβή των αδυνάτων, συζητούνται πλέον με όρους αμαρτίας, τιμωρίας, φθόνου, εκδίκησης, μνησικακίας. Ας μείνουμε στη μνησικακία. Αναπόφευκτα, ο νους τρέχει στους στοχαστές της νεωτερικότητας, που είδαν τη μνησικακία να διαπερνά τη συλλογική ψυχή.

Ο Νίτσε την είδε ως δηλητήριο και φλόγα που κατατρώει τον αδύναμο άνθρωπο: «Η μνησικακία, γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από τον καθένα τον ίδιο τον αδύναμο – σε άλλη περίπτωση, όπου μια πλούσια φύση αποτελεί προϋπόθεση, είναι ένα πλεονάζον συναίσθημα, η τιθάσευση του οποίου είναι σχεδόν η απόδειξη του πλούτου του».

Ο Μαξ Σέλερ αφιέρωσε μία περίφημη πραγματεία στον «Μνησίκακο άνθρωπο»· η μελέτη του έδωσε πλούσιους καρπούς και στην ελληνική σκέψη: θυμάμαι πρόχειρα τον Κωστή Παπαγιώργη, που τον μετέφρασε κιόλας· τον Βασίλη Καραποστόλη που περιέγραψε σε ανύποπτο χρόνο τον νεοελληνικό βίο με τον «χόλο» και τις «προστριβές»· και πιο πρόσφατα, τους Θ. Λίποβατς και Ν. Δεμερτζή που εφάρμοσαν όψεις της σελεριανής μνησικακίας κατά τη μελέτη του πολιτικού βίου.

Για να καταλάβουμε (ή, μάλλον, να αντέξουμε) την περιρρέουσα μνησικακία, ανατρέχουμε στον Σέλερ: «Η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει, αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί». Ο Ελλαδίτης, ήδη κατεστραμμένος υλικά και ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου, στην καταστροφή του Κυπρίου βρίσκει μια ευκαιρία να λοιδορήσει, και διά της λοιδορίας να παροχετεύσει το δηλητήριο που έχει μέσα του· νομίζει ότι έτσι, με τη λοιδορία του άλλου, δικαιώνει τη δική του αρρώστια. Πολύ περισσότερο που ο άλλος είναι ο απορριφθείς αδελφός· το έδαφος της μνησικακίας είναι η αδελφοφαγία.

Η κυπριακή πτώχευση ήταν το ατύχημα που πυροδότησε όχι μόνο την εκδίπλωση της μνησικακίας, αλλά και δείχνει επιταχυμένη τη διαδικασία ενδόρρηξης των Ελλήνων. Βουλιάζουμε μες στον φόβο, στην ανημπόρια, στην κακία, στον χειρότερό μας εαυτό.

O Ζαν Κλωντ Γιούνκερ επανέλαβε χθες μια πικρή διαπίστωση για τους Ελληνες: ότι πολλοί πλούσιοι δεν φέρονται πατριωτικά σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που περνάει η χώρα. Παρόμοια έχουν πει κατά καιρούς όλοι σχεδόν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, με προεξάρχοντες την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ και τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε, αλλά και ο Γάλλος πρωθυπουργός Ερώ και ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ.

Οι βολές των Ευρωπαίων κατά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της Ελλάδος πυροδοτούνται από γνώση συγκεκριμένων πράξεων και παραλείψεων. Γνωρίζουν περισσότερα από όσα λέγουν φανερά· γνωρίζουν λ.χ. τι πληροφορίες έχουν προσφέρει στις ελληνικές κυβερνήσεις για την πάταξη της μεγάλης φοροδιαφυγής και της έκνομης φυγής κεφαλαίων, και γνωρίζουν τι δεν έχει γίνει. Η δυσπιστία άρα που δείχνουν είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη: στρέφεται κατά των συνομιλητών τους, των Ελλήνων ηγετών, τους οποίους παρακολουθούν κατάπληκτοι να μην υπερασπίζονται λυσιτελώς τους συμπατριώτες τους, αλλά απεναντίας να τους επιβάλλουν άδικη και ατελέσφορη οριζόντια λιτότητα.

Η πρωτοφανής αιτίαση για έλλειψη πατριωτισμού αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα όταν προέρχεται από τον Ζ. Κλ. Γιούνκερ, τον φιλέλληνα ηγέτη του Λουξεμβούργου, έναν βετεράνο ευρωπαϊστή πολιτικό που γνωρίζει νοοτροπίες και πρόσωπα σε βάθος χρόνου. Την πικρή του κουβέντα άλλωστε συνόδευσε μια θερμή δήλωση φιλίας και υποστήριξης των Ελλήνων, και μια εξίσου βαρύνουσα κρίση για το περίφημο χάσμα Βορρά-Νότου στους κόλπους της Ευρώπης. «Η ΕΕ και η Ευρωζώνη θα ήταν ατελής χωρίς την Ελλάδα. Έχουμε γίνει αλαζόνες. Δεν γνωρίζουμε ιστορία. Δεν συμπαθούμε αυτούς που δεν είναι σαν εμάς… Αυτοί που βρίσκονται στον Βορρά και θεωρούν ότι είναι ενάρετοι, θα πρέπει να κοιτάξουν τα δικά τους δημοσιονομικά στοιχεία. Από την άλλη, οι χώρες του Νότου έχουν κάνει μεγάλες προσπάθειες για να ενταχθούν στην ΕΕ. Οι χώρες του Βορρά δεν είναι περισσότερο ενάρετες από τις χώρες του Νότου.»

Τα λόγια του έμπειρου και νηφάλιου Γιούνκερ είναι ό,τι θα περίμενε κανείς να ακούσει από έναν Ελληνα ηγέτη· εγκαρδιώνουν έναν λαό που στενάζει όχι μόνο από τις υλικές θυσίες αλλά και από τη στερεοτυπική λοιδορία και υποτίμηση, την εχθρότητα και την έλλειψη κατανόησης εντός της Ευρώπης. Αυτό άλλωστε είναι το χάσμα που πληγώνει την Ευρώπη: η έλλειψη κατανόησης, η αλαζονία, η αμοιβαία δυσπιστία, ο ανιστόρητος ηγεμονισμός σε συνδυασμό με την εξίσου ανιστόρητη εθελοδουλία. Ο Γιούνκερ, προερχόμενος από μια μικροσκοπική χώρα, υπενθυμίζει την κοινή μοίρα ισχυρών και αδυνάτων εντός του ευρωπαϊκού ολοκληρώματος: η Ελλάδα χρειάζεται την Γερμανία και την Ευρώπη, αλλά και η Γερμανία χρειάζεται την Ελλάδα, η Ευρώπη χρειάζεται την Ελλάδα, ιστορικά, γεωπολιτικά, στρατηγικά, οικονομικά· και την χρειάζεται ελεύθερη, ακέραιη, με αξιοπρεπείς, δημιουργικούς πολίτες.

Oι σημερινές εκλογές δεν γέμισαν χαρτί τους δρόμους και τα γραμματοκιβώτια, οι αφίσες ήταν λίγες, οι ανοιχτές συγκεντρώσεις λιγοστές και ήσυχες, η ζωή πολύ λίγο μετακινήθηκε από τον μελαγχολικό, συγκρατημένο ρυθμό της. Η ζωή έχει άλλάξει έτσι κι αλλιώς, από καιρό, δεν είναι ίδια· κυλάει με απρόοπτους κυματισμούς, γκρεμίζεται, αναπηδά και ξαναπέφτει, γεμάτη ρυτίδες και αναστατώσεις. Δεν ήταν ένα βότσαλο η χρεοκοπία, είναι βροχή από πέτρες ασταμάτητη.

Οι εκλογές είναι μια μικρή ανάπαυλα στη συναισθηματική και διανοητική καταιγίδα. Και επανέλεγχος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: λειτουργεί. Ο λαός ανασυντάσσεται σαν λαός, αφήνει προσώρας τους χαρακτήρες του πλήθους ή του όχλου, και καλείται να εκφράσει τη βούλησή του. Οσο αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι κυριαρχούνται από αντιφατικά συναισθήματα, κοντοστέκουν αμφίθυμοι και αμφίβουλοι μπρος την τελετουργία της κάλπης, για πρώτη φορά ίσως ζυγίζουν τόσο βαριά την ψήφο τους, τη νιώθουν ασήκωτη. Ρωτούν συγγενείς, φίλους, νεότερους: Τι να ψηφίσουμε; Στέκουν μπροστά στο παραβάν ανταριασμένοι.

Πίσω όμως από τα έντονα, συχνά βίαια, συναισθήματα, πίσω από την οργή, τον φόβο, την απόγνωση, διακρίνουμε εξίσου έντονα τα λογικά ερωτήματα: Τι κάνουμε από Δευτέρα; Τι πραγματικά περιθώρια θα έχει όποια κυβέρνηση προκύψει, εκ συγκλίσεως ή εξ ανοχής, να εφαρμόσει το Μνημόνιο αυτούσιο και εντός χρονοδιαγράμματος; Τι περιθώρια υπάρχουν για ήπια αναδιαπραγμάτευση, για χρονική παράταση λ.χ.; Και τι περιθώρια υπάρχουν για ριζική αναδιαπραγμάτευση, αυτή που τάζει η αντιμνημονιακή ρητορική;

Κατά την εκτίμησή μας, τα περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης είναι λιγοστά· υπαρκτά μεν, λαμβανομένης υπ’ όψιν της πανευρωπαϊκής ρευστότητας, λιγοστά δε. Η διαφαινόμενη εκλογή Ολάντ στη Γαλλία μπορεί να κάμψει τη δημοσιονομική πειθαρχία του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά δεν θα τη θραύσει και ασφαλώς ό,τι γίνει θα γίνει μεσοπρόθεσμα και σταδιακά. Οι ενδείξεις για κάμψη της γερμανικής ορθοδοξίας υπάρχουν ήδη: εκτός από τον Ολάντ που έθεσε ευθέως θέμα αναθεώρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, το θέτει και η Ιταλία του Μόντι, διακριτικά μα επίμονα, το θέτει η Ισπανία που στενάζει, και βέβαια και οι μικροί εταίροι που τελούν υπό κηδεμονία Μνημονίου. Αλλά η μεταστροφή δεν θα είναι ταχεία.

Αρα η νέα ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται απεγνωσμένα χρόνο, διπλωματικό χρόνο, διαπραγματευτικό χρόνο. Ομως ο χρόνος κατασπαταλήθηκε: και όταν τον είχαμε αρκετό, το 2009-10, και όταν είχε απομείνει λιγοστός, το φθινόπωρο του 2011. Ωστε τώρα η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει υπό το φως νέων ιστορικών δεδομένων, δεν θα διαθέτει διπλωματικό κεφάλαιο και διαπραγματευτικό απόθεμα.

Πολύ περισσότερο που η νέα κυβέρνηση, ακόμη κι αν εξασφαλίσει ψήφους εμπιστοσύνης ή ψήφους ανοχής, θα διαθέτει τυπική μόνον νομιμοποιητική βάση και ισχνό ή ανύπαρκτο πολιτικό κεφάλαιο, ενώ θα έχει μπροστά της τιτάνιο έργο: να εξασφαλίσει πλήρη και κατά προτεραιότητα την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, με την οικονομία βυθιζόμενη σε ύφεση και την κοινωνία έξαλλη και φοβισμένη. Η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου στην παρούσα φάση άρα δεν φαίνεται εφικτή άμεσα και ριζικά. Η πολιτική ωστόσο είναι κατεξοχήν δυναμική κατάσταση· το εργαστήριο Ελλάς ενδεχομένως να τεθεί σε επόμενο στάδιο πειραματισμών, να δοθεί παράταση. Αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με όσα έχουν μισοειπωθεί, παρά τις απειλητικές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Σόιμπλε, ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες.

Εχουμε πει ότι το υπαρκτό και αγωνιώδες ερώτημα, πριν και μετά την κάλπη, δεν είναι πια το αδρό “Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο”. Το ερώτημα είναι: Ποια Ελλάδα και πώς; Κατά τον ίδιο τρόπο δεν υφίσταται πρακτικά το αδρό δίλημμα «φιλοευρωπαϊστές – αντιευρωπαϊστές». Κανείς πολιτικός οργανισμός δεν είναι ρητά και απόλυτα εναντίον της Ευρώπης. Ακόμη και το αντιδυτικό ΚΚΕ, που θεωρεί την ΕΟΚ-ΕΕ φωλεά του καπιταλιστικού Θηρίου, προσφάτως δεν ετάχθη υπέρ της εγκατάλειψης του ευρώ. Κυρίως: οι Ελληνες θεωρούν εαυτούς, ψυχικά και πολιτιστικά, εντός της Ευρώπης, μέρος αναπόσπαστο, και μάλιστα κεντρικό, όχι περιφερειακό. Δικαίως. Η είσοδος στην ΕΟΚ και η είσοδος στην ευρωζώνη υπαγορεύθηκαν από την ιστορική αναγκαιότητα και από τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων εταίρων, όχι από ελεημοσύνη. Η ανάγκη συνύπαρξης είναι αμοιβαία. Οθεν ο χονδροειδής χωρισμός του πολιτικού, άρα και κοινωνικού, σώματος σε φιλο- και αντι-ευρωπαϊστές στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.

Ο νέος πολιτικός χάρτης, που θα προκύψει στη μετεκλογική και μετά τη χρεοκοπία εποχή, δεν θα ορισθεί με βάση τέτοια ιδεολογήματα παλαιάς κοπής. Αυτά πέθαναν τη δεκαετία του ’80. Με τις εκλογές αρχίζει και τυπικά η πολυδιάρρηξη του πολιτικού σώματος της Μεταπολίτευσης. Δυνάμεις, ιδέες, πρόσωπα, ανάγκες, κοινωνικά υποκείμενα θα αναδιαταχθούν. Ελάχιστοι θα αισθανθούν νικητές από το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά ακόμη κι αυτοί θα νιώσουν καυτές τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Οι ηττημένοι θα είναι πολλοί. Οι διασπάσεις, οι μετακινήσεις, οι εξαφανίσεις και οι γεννήσεις θα διαδέχονται η μια την άλλη. Πάνω απ΄όλα, ο εκλογικός συσχετισμός της 6ης Μαίου θα είναι η απαρχή μιας νέας πολιτικής αποτύπωσης των κοινωνικών συσχετισμών, όπως αυτοί διαμορφώνονται βιαίως και διαρκώς την τελευταία διετία των καταστροφών, κι όπως θα συνεχιστούν τα επόμενα δύσκολα χρόνια.

Ας μείνουμε νηφάλιοι και ενσυναίσθητοι εν ιστορία.

Τις επικείμενες εκλογές ―αν και χωρίς καθορισμένη ημερομηνία ακόμη― τις περιμέναμε για να εκτονώσουν την πολιτική ένταση και να ανανεώσουν την νομιμοποίηση προς τα πολιτικά κόμματα. Θα συμβεί και αυτό. Συγχρόνως όμως βλέπουμε ότι οι εκλογές εντείνουν την αγωνία, στο μέτρο που διαπιστώνεται το μέγεθος του αδιεξόδου: καμία κυβέρνηση μόνη της, ακόμη και με αυτοδυναμία, χωρίς τη συμπαράσταση ή την ανοχή του λαού, δεν θα κατάφερνε να λύσει το ελληνικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο που κανένα κόμμα δεν πρόκειται να κερδίσει αυτοδυναμία. Κατά το πιθανότερο εκλογικό σενάριο, τα δύο πρώτα κόμματα αθροιζόμενα θα συγκεντρώσουν πλειοψηφία εδρών, ώστε να καταστεί δυνατή μια κυβέρνηση συνασπισμού.

Την ήδη μεγάλη αβεβαιότητα και σύγχυση επιτείνουν οι διαδοχικές εκφοβιστικές ή εκβιαστικές, πάντως πιεστικές, δηλώσεις των ξένων ηγετών που αναμιγνύονται αρμοδίως στην ελληνική κρίση: Προφητεύουν αυτοεκπληρωτικά την έξοδο/αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ, υποδεικνύουν τον χρόνο διεξαγωγής ή την αναβολή των εκλογών, υποδεικνύουν το εκλογικό αποτέλεσμα, αποδίδουν γενικευμένους εθνοψυχογραφικούς χαρακτήρες στον ελληνικό λαό. Η κ. Λαγκάρντ ή ο κ. Σόιμπλε υποστηρίζουν θεμιτά τα συμφέροντα τους και τις πολιτικές τους επιλογές· το ζήτημα είναι: Μπορούν οι Ελληνες να επιζήσουν εφαρμόζοντας τις πολιτικές επιλογές των Λαγκάρντ και Σόιμπλε στον κλονισμένο οίκο τους; Δυσκολεύονται αφάνταστα. Διότι η κρίση δεν είναι εγχώρια αυτοπάθεια, αφενός, και διότι η συνιστώμενη θεραπεία της τρόικας (χωρίς καμία άλλη εναλλακτική) δεν φαίνεται να αποδίδει τα επαγγελόμενα.

Τι απομένει στους Ελληνες; Οι εκλογές είναι ένα αναγκαίο στάδιο, τουλάχιστον για να καταγραφεί η λαϊκή βούληση ως προς τις υπάρχουσες πολιτικές προτάσεις, όποια κι αν είναι αυτή η βούληση: αντινομική, κερματισμένη, οργισμένη, απεγνωσμένη. Για να ανατροφοδοτηθεί εμπράκτως μια βασική λειτουργία της δημοκρατίας. Μέχρι εδώ. Οι εκλογές δεν μπορούν, μόνες αυτές, να δώσουν τη μεγάλη λύση, να προσφέρουν την πολιτική-κοινωνική ζωτικότητα που απαιτείται κατεπειγόντως, για να αποτραπεί η κατάρρευση και να ιχνογραφηθεί ένα σχέδιο ανασυγκρότησης. Εντούτοις η εκλογική διαδικασία, έτσι όπως τη διαισθανόμαστε τώρα, μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά και υπερβατικά, ανεξαρτήτως ή και εξαιτίας του εκλογικού σκορ: να συνειδητοποιήσει δηλαδή το νυν αλαφιασμένο πλήθος ότι ο νέος σκληρός κόσμος απαιτεί νέα εργαλεία, νέα νοήματα, νέες συλλογικότητες και συμμαχίες, νέες μορφές οργάνωσης του πολιτικού και του κοινωνικού.

Ο πιθανός κερματισμός του μετεκλογικού τοπίου δεν οδηγεί αφεύκτως στην ακυβερνησία. Η ιστορική ανάγκη θα καλέσει τους πάντες να αναλάβουν τις ευθύνες τους, υποκείμενους και υπερκείμενους· όλοι θα κληθούν να κυβερνήσουν κατά κάποιον τρόπο, και όλοι θα κριθούν κατά την προσφορά τους και τη δυνατότητά τους να συγκλίνουν προγραμματικά και πρακτικά πάνω στο αμείλικτο πραγματικό. Η ιστορία δεν τελειώνει, θα επανέρχεται με προκλήσεις και προσκλήσεις διαρκώς, επώδυνα.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits