ζωγραφική: Αχιλλέας Χρηστίδης
Πού πήγατε; Δηλαδή, πού να πήγαμε; Να… βουνό, νησί, κάπου έξω… Οχι, πουθενά δεν πήγαμε!
Επαναλάμβανε μονότονα επί τρεις εβδομάδες ότι δεν πάει πουθενά. Κλονίστηκε. Κόντεψε να πιστέψει ότι κάτι δεν κάνει σωστά, κάτι ανάρμοστο πολιτιστικά και κοινωνικά. Πρόσθετε βέβαια τη δικαιολογία, κάπως άτονα, ότι, να, τέτοιες μέρες καλύτερα είναι σπίτι, οικογενειακά, με τους φίλους, αλλά όλο και λιγότερο ακουγόταν πειστικός. Υποψιαζόταν ότι τον κοιτούσαν συγκαταβατικά, σχεδόν με λύπηση. Την τελευταία βδομάδα απαντούσε αόριστα, άφηνε να εννοηθεί ότι κάτι κανονίζεται για κάπου…
Ευτυχώς, φίλοι, κουμπάροι και γείτονες, κάτι μπέρμπον, κάτι μοσχάτα σπουμάντε, κάτι μουσικούλες, κάπως τον γλίτωσαν απ’ την αναγγελθείσα κατάθλιψη των εορτών στο σπίτι. Ε, και τα καφενεία! Σμηνουργούσαν τα Ελληνόπουλα στα καφενεία, με ψώνια στις τσάντες, με κονιάκ τριάρια, με δροσερή φλυαρία, επισκοπώντας τον Γκρασιάν και τον Μακιαβέλι, κυκλοφορώντας καινούργιους Ντίλαν και Ουελμπέκ σε φίλους παλαιούς και καινούργιους, σε πεζοδρόμια φωτεινά, με καιρό σκανδαλιστικά μη χειμωνιάτικο.
Ιδού οι γιορτές: το βουητό στις φωλιές των καφενείων τυλίγει και σμίγει, εμπεδώνει για λίγο τον χρόνο της σχόλης, προσφέρει μια φυσαλίδα βραδύτητας. Το πιο πολύτιμο δώρο: η σχόλη, η βραδύτης. Από καναπέ σε τραπέζι, κι από καφενείο σε μπαρ. Και στην άκρη ενός μώλου, ν’ αγναντεύεις νησιά στα σύννεφα, να ρουφάς αρμύρα.
Χαμένοι σε παρέες και σπίτια, στον ημιδιαφανή μικρόκοσμο των αστών, παρατηρούμε εαυτούς στα πρόσωπα των φίλων, των ομόγλωσσων και ομόθυμων. Δεν μας αρέσουν όλα· ο χρόνος που ασπρίζει και σφραγίζει, το βάρος του χρόνου, οι παραξενιές που σωρεύονται, ο μικροαστισμός που τρυπώνει σαν γλίτσα στα κενά, οι δρόμοι που τραβάνε αλλού.
Και μας αρέσουν άλλα· η εν μέτρω προβλεψιμότητα, ο μοιραζόμενος αυτοσαρκασμός, η ήρεμη αποδοχή, ο κοινός όγκος αυτονοήτων. Η βραδύτης φέρνει μαζί της διαύγεια, όχι πάντα ηδονική· προφταίνεις να δεις τώρα, να καθρεφτιστείς, να ψαύσεις δυσάρεστες ρυτίδες. Οι άνθρωποι, οι βίοι, σαλεύουν διάφανοι στα πάμφωτα σαλόνια, στους πεζόδρομους των καφενείων, στις πληθωρικές τραπεζαρίες. Σε slow motion όλα φαίνονται πιο καθαρά.
Την πρώτη βραδιά του νέου χρόνου ανοίγει τυχαία η τηλεόραση. Πίστες, μπουζούκια, ντανς, αγιοβασίληδες με σκι, αγιοβασίληδες σε SUV, ξέσαλα σε μπάρες και τραπέζια, Αράχωβα, Σαλονίκη και Λάρισα, «περνάτε καλά;», «έτσι το πάμε ώς το πρωί, όλη τη χρονιά», ο καλλιτέχνης Νίκος Βέρτης αναπτύσσει σχέδια σε κοριτσόπουλα που τον αποθεώνουν, η καλλιτέχνις Χριστίνα Κωλέτσα φιλοσοφεί για τη ζωή και τον Kaϊrό, η δημώδης Εφη Θώδη ανακαινίζει την ντίσκο, επιφανείς της κοινωνίας και του πολιτισμού φέρνουν γυροβολιές, παλαμακίζουν σε τηλερεβεγιόν, η κληρονόμος Πάρις Χίλτον τα μπλέκει με γόνο Νιάρχο και φωνάζει για κουμπάρα την Μπρίτνεϊ Σπίαρς…
Ρε, τι γίνεται! Se ti kosmo zoume? Κι εσύ μακάριος, ημιδιαφανής, να καθρεφτίζεσαι σε ομόσταβλους και να αποστάζεις μικροκαημούς και μικροδιαψεύσεις… Se ti kosmo zeis kakomoiri?
Γυρνούσε με λυμένη γραβάτα μες στ’ αγιάζι, το μπλακ λέιμπελ ξεθύμαινε στις αρτηρίες, τα φωτάκια στα μπαλκόνια έγνεφαν ανθρωπίλα, πίεζε το iPod στην τσέπη της καρδιάς, ήξερε απέξω τη σειρά της λίστας «31 για το 2007», που του ’δωσε ο άλλος, πού ήταν το Βe my babe και πού το Suspicious Minds, εδώ μια γέφυρα Orbital κι εκεί ένας Μπιλ Εβανς, ρομαντικοί θρήνοι του Thom Yorke και της Paula Frazer, και για τέλος Λένον.
Προσπερνούσε σπίτια και ακάλυπτους, διανυκτερεύοντα ξενοδοχεία και μπαρ, πράσινους σταυρούς φαρμακείων, λαμπρές βιτρίνες, ξεπαγιασμένους ντελίβερι, τινέιτζερ με το μαλλί στα μάτια. Ανάμεσά τους αντάμωνε φίλους του ’70 και ξεχασμένους έρωτες, τις πλεύσεις του ’80, τις καριέρες και τα μπαρ του ’90, νησιά, Παρίσια, Αμστερνταμ και Βερολίνα.
Οι κούρσες στη λεωφόρο κυλούσαν βλοσυρές, αξιοπρεπείς. Ολα τα τραπέζια ρεζερβέ, όλες οι σουίτες κρατημένες. Ομως η γιορτή ήδη απλωνόταν έξω, σαν σιωπηλή πυρκαγιά τύλιγε τους δρόμους, φώτιζε την πόλη.
Περπατούσε μες στους ανθρώπους. Απ’ το iPod στην τσέπη της καρδιάς, ο Ντίλαν τού έψαλλε παρηγορητικά:
«Ain’t talkin’, just walkin’
Walkin’ ever since the other night.
Heart burnin’, still yearnin’
Walkin’ ’til I’ m clean out of sight.»
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 06.01.2007
12 Σχόλια
Comments feed for this article
6 Ιανουαρίου 2007 στις 2:45 μμ
Σπινόζα
…
Τί κείμενο είναι αυτό;!
6 Ιανουαρίου 2007 στις 10:15 μμ
μαραμένα σύκα
Ότι και να είναι εμένα μου θυμίζει την μεγάλη αντριχίλα των Χριστουγέννων που τρώω στη μάπα για δεύτερη φορά στην Ελλάδα.
7 Ιανουαρίου 2007 στις 4:16 πμ
Rayuela
Εξαίσιο κείμενο, αγαπητέ nicoxy, με όλη τη μελαγχολία των γιορτών, όλη τη νοσταλγία που διεγείρει κάθε τέλος χρόνου, με το βλέμμα να σκανάρει περισκοπικά τη γιορτινή πόλη… Καλή σας χρονιά, και του χρόνου πάλι σε πόλεις γιορτινές και σε καφενεία ράθυμα να συναντιόμαστε…
7 Ιανουαρίου 2007 στις 8:57 μμ
βασιλική
Υπάρχει πάντοτε ένας δρόμος που μας αναλογεί,
λίγο πιο προσωπικός, λίγο πιο δικός μας.
Απέναντι στο μαζικό κίνημα που θέλει να μας εξομοιώσει και να μας κατευθύνει σε μια απρόσωπη μετοχή μας σε ένα απρόσωπο γεγονός. Απέναντι και μέσα του.
Εγώ δεν έχω τηλεόραση εδώ και είκοσι χρόνια.
Δεν γιορτάζω τίποτα σύμφωνα με επιταγές.
Δεν κάνω τίποτα που να μη με ενδιαφέρει πάρα πολύ.
Σίγουρα θα πει κανείς πως έχω μια ακραία στάση ζωής και δεν θα έχει άδικο.
Κατεβάζω τα βιβλία από τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τ’ ανοίγω τυχαία. Αν το μάτι μου διαβάσει μια γραμμη που να με αφορά το αγοράζω. Έτσι πριν από χρόνια ανακάλυψα για παράδειγμα τον Πεσόα.
Δεν θα κάνω βέβαια λίστα με το τι κάνω τις ώρες που δεν μου φτάνουν ποτέ να ζήσω αυτήν την ζωή που κάποιοι αποφάσισαν πως πρέπει να είμαστε καθηλωμένοι και να χαζεύουμε πώς ζουν οι άλλοι στις οθόνες.
Μα έζησα τα Χριστούγεννα όπως το λαχταρούσα στον άγιο Νικόλαο τον Ορφανό της Θεσσαλονίκης.
Έζησα και την Πρωτοχρονιά αντίστοιχα, αλλάζοντας τον χρόνο μέσα στην εκκλησία της αγίας Αικατερίνας. Και στα διαβάσματά μου τα έζησα και στα γραψίματά μου τα αποτύπωσα.
Σας προτείνω τώρα να κάνετε μια επισκεψη στο μπλογκ του Άρη Δαβαράκη (www.prosopa.com) για να δείτε και μια άλλη προσέγγιση βίωσης των Χριστουγέννων, ακόμα πιο προσωπική και πολύ πιο καλά αποτυπωμένη από αυτή που εγώ προσπάθησα εδώ να κάνω.
… για να μην μείνουμε με την μελαγχολία
που φέρνει μαζί του το ποτάμι του όχλου…
7 Ιανουαρίου 2007 στις 9:12 μμ
alberich
Μόλις με έστειλες για περπάτημα στην παραλία και στη συνέχεια στο μπαρ, για ποτό και πολλοστή επανάληψη των κοινών αυτονόητων.
Μάλλον ενδείκνυται ως θεραπεία για την μελεγχολία μιας Κυριακής που είναι και παραμονή της επανόδου στη ρουτίνα.
7 Ιανουαρίου 2007 στις 9:50 μμ
paparouna
εξαιρετικός ο Χρηστίδης!
8 Ιανουαρίου 2007 στις 12:00 μμ
Maigret
δρασκελίζεις τα μονοπάτια των πρακτικών και των ψυχών στα πρότυπα των Rousseau και Μπέντζαμιν, είτε συνειδητά είτε όχι,
κατορθώνεις να αναδείξεις τον πλούτο του εντόπιου αστικού και μοναχικού ή μη ‘Μονόδρομου’, φωτίζοντας εκείνα που περνούμε βιαστικά, παραγνωρίζοντας το -ενίοτε – λυτρωτικό τους βάθος
κείμενο εξαίσιο!!!
28 Ιανουαρίου 2007 στις 12:02 πμ
yparxo
εξαιρετικος ο νεος ντυλαν!
10 Φεβρουαρίου 2007 στις 12:08 μμ
melanhappy
τελικά έχετε γούστο εσείς,
αν κρίνω και από τον πίνακα που αναρτήσατε
πάντα τέτοια
10 Φεβρουαρίου 2007 στις 12:14 μμ
melanhappy
το δυσάρεστο είναι πως σας γράφουν κολακευτικά λόγια για τη γραφή σας, κι όχι μόνο, κι εσείς δεν αντιδράτε. μ’άλλον.τέτοια συμβαίνουν και πάμε μιντιακά κατά αβύσσου.σκέφτομαι να αρθρογραφούσατε σ’εφημερίδα και με πιάνει σύγκρυο
11 Φεβρουαρίου 2007 στις 8:34 πμ
melanhappy
φλυαρώ πρωινιάτικα, μα θα τονε ματιάσετε τον άνθρωπο
12 Μαρτίου 2007 στις 9:35 μμ
nu_angel
άκις ζηλεύεις που υπαρχουν αρχιτεκτονες της γραφής
εξίσου καλοί με εσένα?