Τα σχέδια του Μάριου Σπηλιόπουλου

Πώς θα ονόμαζα την τέχνη του Μάριου Σπηλιόπουλου; Ψάχνω… Ξεφυλλίζω τα σχέδιά του, ξεφυλλίζω καταλόγους παλαιών εκθέσεων, κυρίως ξεφυλλίζω ενθυμήσεις: των εικόνων του, των έργων του. Καταλήγω σε μια αναμόχλευση δεκαετιών, από τότε που τον πρωτοαντάμωσα, γερμένο σ’ ένα ντιβανάκι στην οδό Μαυρομιχάλη. Να ένας εύκολος τρόπος να ξεμπερδέψεις με έναν καλλιτέχνη, που τυχαίνει να είναι ομήλικος και φίλος: καταφεύγεις στα ρηχά της βιογράφησης και στον συναισθηματισμό.
Έλα όμως που η δουλειά του ΜΣ κολυμπάει στο συναίσθημα, στη μνήμη και στον θάνατο… Έλα που και άλλοτε, όταν μου ζήτησε να γράψω για μια έκθεσή του, κατέφυγα σε ένα ποίημα, που κολυμπούσε στη μνήμη, στο συναίσθημα και στον θάνατο…

Τόσο δύσκολο λοιπόν να ονοματίσεις την τέχνη του Μάριου Σπηλιόπουλου; Ναι, δύσκολο, θα την φτηνύνω. Γιατί η τέχνη του είναι πολλά πράγματα μαζί, έχει προσχώσεις και βάθη, παρότι πάντα μου φωνάζει ότι είναι αυτοβιογραφία. Εστω. Θα πω λοιπόν ότι είναι μια συλλογική αυτοβιογραφία για τους ανθρώπους της Μεταπολίτευσης, τους ροκ και χίππυ σικ, αριστερόφρονες και αντεξουσιαστές, τους επήλυδες, τους επαρχιώτες νομάδες των Αθηνών, τους ανερχόμενους την ολισθηρή κλίμακα των ’80s, τους αμόνιαστους με τον μονάχο εαυτό, τους εξαρτημένους από φιλίες, τους αιδοιολάτρες μετέφηβους, τους βαρείς καπνιστές, τους χύμα και τους ευάλωτους. Αυτοβιογραφία του αθέατου, του υποδόριου, του ανομολόγητου.

Ο Μάριος φιλοτεχνεί με αποκόμματα, με ready mades, μια μεταβυζαντινή ποπ τοιχογραφία (νά, τον βάφτισα…), χαώδη, non finito, ετερόκλητη μα συνεπή. Ετερόκλητη, διότι βυζαίνει από το χώμα και από τη φαντασία· από το χώμα του Πολύγυρου και του Αγιονόρους, και από τον πυρετό των μητροπόλεων· από το χώμα της καταγωγής, και από το χώμα της κατάληξης· από τη φαντασία της παράδοσης, νά, από τη θρησκευτική διακόσμηση και τον Πεντζίκη· και από τη διάσπαρτη φαντασία της μοντερνιάς, της μαζικής ποπ, ό,τι κατακλύζει τη μηντιόσφαιρα και τα παιδικά μάτια.

Εγινε γνωστός χάρη σε μια ελληνοπρεπή, μυστική, arte povera· στήνοντας μελίσσια, κεριά και πρόσωπα τεθνεώτων. Εγινε δημοφιλής και πλούσιος φιλοτεχνώντας αχνά πορτρέτα, οι ζωντανοί με μάσκες θανάτου. Κι είναι άγνωστος ως ποπ ζωγράφος, όπως φανερώνεται σε τούτο δω το περιοδικό, με σχέδια βασανιστικά παιγνιώδη και λυτρωτικά, άγρια, μοναχικά, χωρίς μεγαλείο, μόνο με κόκκαλα και σάρκινα ράκη.

Στα σχέδιά του, ο ΜΣ περιέχει την ψυχεδέλεια, το underground, τον Κόντογλου, τους περιηγητές και τον Πεντζίκη, τα άγρια κόμικς των Ιταλών του ’80 και τον Συναξαριστή. Απλώνει τα κόμικς της γυμνής ζωής, γυμνής κατέναντι του τέλους και της μοναξιάς· κατά τούτο, τα σχέδιά του διαφέρουν από τις εγκαταστάσεις και τις κατασκευές του, που είναι λίγο-πολύ λυρικές και αφηγηματικές. Τα σχέδια κρατούν έναν πυρήνα αφήγησης, αλλά περισσότερο κλίνουν προς ένα σκαρίφημα του υπεραισθητού, προς την παραίσθηση, τον υπερρεαλισμό, το γέμισμα του κενού χώρου, ακόμη και την αδρή καρικατούρα. Στον κύκλο των πολεμικών σχεδίων με κόκκινο αιμάτινο μελάνι, η αφήγηση εκτρέπεται προς τον εφιάλτη και τη βία, εκφρασμένη με σφοδρή χειρονομιακότητα.

Λίγο πριν από τα πενήντα του, ο ζωγράφος αφήνει τον εαυτό του γυμνό ενώπιον του χαρτιού, μ’ ένα μολύβι ή ένα στυλό, αφήνει πίσω τις σύνθετες αφηγήσεις και τις φιλόδοξες εγκαταστάσεις, και βουτάει στο ολίγο, το ελάχιστο, το ταπεινό και άγριο. Τα σχέδιά του είναι οι ψίθυροι κι οι στεναγμοί αυτής της κατάδυσης.

περιοδ. ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, αριθ. 72, καλοκαίρι 2006