Ποια προσμονή φέρνουν οξύτερη οι γιορτές; Πάνω απ’ όλα θα έβαζα τον χρόνο. Τον χρόνο της σχόλης, τον χρόνο των επισκέψεων και των τραπεζωμάτων, τον χρόνο που παγώνει για λίγο και αργοκυλάει και σταλάζει σε καναπέδες και φορτωμένες ροτόντες, σε καφενεία και φωτεινούς πεζοδρόμους, που καθυστερεί γενναιόδωρα ακόμη και σε πολύβουα γραφεία όταν με σηκωμένα μανίκια οι χαρτογιακάδες προσομοιώνουν ένα τσούγκρισμα με το κύπελλο του βιαστικού ουίσκι και ανταλλάσσουν ευχές. Είναι ειλικρινείς.

Πώς συναρπάζουν αυτές οι ξεχειλωμένες ώρες, όταν όλα διαστέλλονται εντός τους: οι προσδοκίες, η κούραση, οι ψευδαισθήσεις, η ακατακρισία, η μελαγχολία, οι ψυχροί απολογισμοί, η θυμόσοφη διάθεση. Στην εσχατιά του έτους όλα επιμηκύνονται, αποπνέουν άλλο νόημα.

Και το παράδοξο: μέσα στον διεσταλμένο χρόνο, ο στοχασμός ακριβώς του χρόνου είναι πιο επίπονος… Αιωρούμενος μέσα στην αλλόκοτη αυτή φυσαλίδα, αναλογίζεσαι πόσος χρόνος σού λείπει, πόσο στριμώχνεσαι καθημερινά, πόσο γρήγορα κυλάει η ζωή μες στις ελλείψεις και τις αναβολές, πώς διαφεύγει γλιστερή και επείγουσα. Αμείλικτη.

Χρόνο ζητάμε και χρόνο χαρίζουμε σε όσους αγαπάμε. Πεντάλεπτα τηλεφωνήματα σε μακρινούς γονείς, αποκαρωμένα μοιράσματα σιωπών το μεσονύχτι, αισθητικά σχόλια πεταχτά στο φουαγιέ, ανταλλαγή θερμών κοινοτοπιών στο κινητό, ωφέλιμες ασυναρτησίες πάνω από έναν καφέ στο όρθιο, ένα απρόοπτο πρωινό με την αναδυόμενη γενιά.

Ο ψυχωφέλιμος χρόνος, ο απολύτως ζωτικός, στριμώχνεται σε έκτακτα μεσοδιαστήματα, σε φτενά ένθετα. Ο πολύς χρόνος ρουφιέται από την ανάγκη, τη ρουτίνα, τον μόχθο, την υποταγή. Είσαι ένα κλαράκι, μπορεί κομψό, κι ανθεκτικό ίσως, μα κλαράκι – και αρμενίζεις ανέλεγκτο στα νερά του ποταμού. Οσο πιο νέος, τόσο πιο χαρίεν το κλαράκι, τόσο πιο παιγνιώδες το αρμένισμα, οι πτώσεις στον καταρράκτη, οι προσκρούσεις στις όχθες. Οσο μεγαλώνεις, οι πτώσεις πονάνε, δυσκολεύεσαι να κρατήσεις το κεφάλι έξω απ’ το νερό, η ανάσα λιγοστεύει. Το ποτάμι, θολό. Το ποτάμι, ο χρόνος. Σε διαπερνά το πέρας, αισθάνεσαι ότι η ροή κάπου τελειώνει για σένα, σε περιμένει η εκβολή, στο σχεδόν ορατό βάθος περιμένει η θάλασσα. Μια χάντρα πέφτει. Μια χρονιά. Αχνολαχταράς ότι η χάντρα που έρχεται δεν θα μοιάζει με την προηγούμενη. Γνωρίζεις όμως κιόλας ότι θα μοιάζει. Οι μέρες ίδιες θα κυλούν, το βάρος τους θ’ αυξάνει. Είπαμε δα: ο χρόνος μάς κάνει σοφότερους, πιο κυνικούς, και από μια χάντρα πιο ευάλωτους. Η σοφία των ουλών.

Κοιτάς γύρω. Ο χρόνος είναι λιγοστός για τους περισσότερους που ξέρεις. Παραπονιούνται. Φταίει η εποχή, η παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα, ο μητροπολιτισμός, το άξενο άστυ. Ναι. Αλλά μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας έξω από αυτήν την τερατώδη σύμφραση; Χωρίς αυτοκινητοδρόμους και ακαριαίες τηλεπικοινωνίες, χωρίς αυτοματισμούς και ηλεκτρικά facilities, χωρίς νεοευμάρεια και μικροευκολίες; Μπορούμε να σκεφτούμε τους εαυτούς μας σήμερα σε υλικοτεχνικό περιβάλλον του ’60, του ’70, του ’80 ακόμη; Μπορούμε να διανοηθούμε να ζούμε τώρα με την τότε αίσθηση χρόνου, με την τότε πλησμονή του χρόνου; Δεν μπορούμε. Είμαστε το παρόν μας. Το παρελθόν, ακόμη κι αν το κρατάμε στη μνήμη μας, είναι στάχτη.

Τώρα ο χρόνος είναι συμπιεσμένος. Τον λένε και πυκνό και γρήγορο – ας το δεχτούμε. Ομως πόση πύκνωση, πόση ταχύτητα, πόση συμπίεση να αντέξει η περατή μας η ζωή; Πόσο να συμπυκνώσουμε τις εμπειρίες, να στριμώξουμε αισθήματα, όνειρα, ομιλίες, παραμιλητά; Πώς να καταργήσουμε το χάσιμο, το άδειασμα, το χασομέρι, τη φυγή; Πώς να χτίσεις τη ζωή χωρίς κρίσιμα κενά, δίχως διαφυγές; Δεν ζεις χωρίς διάκενα, χωρίς άδειο χρόνο.

Τώρα, αυτό είναι το άλγος: δεν έχεις κενό, δεν έχεις άδειο χρόνο, δεν έχεις χώρο να χαθείς. Ο ωφελιμιστικός βίος σε τραβάει απ’ το μανίκι, σου σφίγγει τα σπλάχνα, κι εσύ ψελλίζεις δικαιολογίες στο τηλέφωνο, κρύβεσαι από φίλους, κρύβεσαι από τον αλήτη βίο, κυνηγημένος από τον μόχθο και τον υπόδουλο εαυτό.

Κοιμάσαι βαριά, ανονείρευτα. Ξυπνάς από κράμπες. Ενα πρωί ξύπνησες από όνειρο: έπεφτε το ασανσέρ σε κτίριο γραφείων και ήσουν μόνος μέσα. Στα όνειρα τα ασανσέρ πέφτουν αργά, κι έτσι είχες τον χρόνο να σκεφτείς ότι δεν θα πάθεις τίποτε, στον πυθμένα υπάρχει αμορτισέρ. Ομως τινάχτηκες. Ανακατεμένος στα σεντόνια θυμήθηκες την παλαιά πολύτιμη στάχτη, το όνειρο το πιο αγαπημένο: όταν πετούσες κι έβλεπες τα κτίρια από πάνω κι έδινες ώθηση και μαλακά βρισκόσουν στα ψηλά. Αυτό το όνειρο έρχεται ακόμη.

Eνα Bλεμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18.02.05