You are currently browsing the category archive for the ‘feuilleton’ category.

• Δια χειρός & σκηνοθεσίας του μετρ, Κυριάκος Αγγελάκος
• Μουσική: Drog A Tek, ευγενική προσφορά Quetempo Recs (ευχαριστώ Μάκη μπρο)
• Remix από το θέμα της αγαπημένης μου ταινίας του Syllas Tzoumerkas «Χώρα προέλευσης»
(από την καμπάνια «Handmade – Friendmade – No Budget»)

Κάτι αλλάζει στην Ευρώπη, και τώρα είναι ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων. Οι Ελληνες θα ακουστούν όχι πια ως λοιδωρούμενα θύματα, αλλά ως ισότιμοι πολίτες και, κυρίως, ως οι φορείς μιας επώδυνης, πλην πολύτιμης, εμπειρίας από την άκριτη εφαρμογή των πιο βάρβαρων συνταγών νεοφιλελευθερισμού. Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική εμπειρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους λαούς της Ευρώπης σαν δείκτης για το τι πρέπει να ανατραπεί. Από την πλευρά μας, η επώδυνη εμπειρία της χρεοκοπίας, της εσωτερικής υποτίμησης και της ισοπέδωσης του κόσμου της εργασίας, πρέπει να μετασχηματιστεί σε σύνθετο στοχασμό και πράξη, που θα εμπνεύσουν τον ελληνικό λαό στην πορεία εθνικής ανασυγκρότησης και ταυτοχρόνως θα ακτινοβολούν στους λαούς της Ε.Ε. το πολύτιμο μήνυμα: Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή.

Η πρωτοφανής απήχηση που έχει έδη η ελληνική Αριστερά και ο Αλέξης Τσίπρας στην Ευρώπη ενισχύει αυτή την εκτίμηση. Προ πάντων όμως μας δίνει το μέτρο της ιστορικής ευθύνης που έχουμε ως Ελληνες δημοκράτες και αριστεροί απέναντι στην κοινωνία και τις μέλλουσες γενιές, απέναντι στην ιστορία.

Η κρίση

Η Ευρώπη μπαίνει σε φάση κλυδωνισμών και ιστορικού μετασχηματισμού. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποκάλυψε τρία λανθάνοντα χαρακτηριστικά της ευρωδομής:

Πρώτον, την κατίσχυση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επί των κυβερνήσεων και της πολιτικής εξουσίας. Στην κρίση χρέους, οι κυβερνήσεις Γερμανίας και Γαλλίας κινήθηκαν για να σώσουν τις τράπεζές τους, και όχι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ούτε καν τους λαούς τους. Τα χρέη των τραπεζών μετακυλίστηκαν στους λαούς.

Δεύτερον, την ασύμμετρη αρχιτεκτονική του ευρώ, που όχι μόνον απέτρεπε τη σύγκλιση και σώρευε πλεονάσματα στο Βορρά (ουσιαστικά στη Γερμανία) εις βάρος του Νότου, αλλά επιπλέον έδειχνε τα παθογενή όρια της έκδοσης χρήματος από τις ιδιωτικές τράπεζες.

Τρίτον, την πλήρη εγκατάλειψη του φεντεραλισμού και των ιδρυτικών αρχών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τη στιγμή της κρίσης ο ομόσπονδος χαρακτήρας εγκαταλείφθηκε ακόμη και κατά τα προσχήματα, και στην Ε.Ε. ξεπρόβαλε μόνο και κυρίαρχος ο διακυβερνητισμός. Μέρκελ και Σαρκοζί, καταρχάς, και μόνη της η Μέρκελ, εν συνεχεία, αποφασίζουν για λογαριασμό της κερματισμένης Ευρώπης.

Τι περιμένουμε

Η κρίση χρέους στις χώρες της ευρωζώνης είναι ένα μόνο σύμπτωμα από πολλά: ύφεση ή στασιμότητα, αποπληθωρισμός και, κυρίως, ογκούμενη δομική ανεργία, είναι τα σημαντικότερα συμπτώματα. Η εμμονή στο δόγμα της δημοσιονομικής λιτότητας και της αποστράγγισης του κόσμου της εργασίας, απειλούν πλέον όχι μόνο την κοινωνική συνοχή εντός των κρατών, αλλά και τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η οικονομική απόκλιση Βορρά-Νότου τείνει να λάβει χαρακτήρες έμμεσου ελέγχου των αδύναμων κρατών-μελών, που φτάνουν στα όρια της αποικιοποίησης. Το ογκούμενο κύμα του ευρωσκεπτικισμού και της άκρας δεξιάς είναι η μια δυσάρευστη, πλην υπαρκτή, έκφραση της δυσαρέσκειας απέναντι στην κοινωνική αποσυναρμογή, την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

Πάνω σε αυτό το φόντο έρχονται και οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές αναταράξεις. Μερικά σημεία:

• Η κρίση της Ουκρανίας έδειξε πόσο ευάλωτη είναι η εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης: Ατολμη, καιροσκοπική, ασυνεπής, μυωπική. Η νεοφιλελεύθερη καιροσκοπική Ευρώπη συνεθλίβη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία.

• Το προσεχές δημοψήφισμα φέτος, για την αυτονομία της Σκωτίας, όχι μόνο θα δοκιμάσει τις αντοχές της Μεγάλης Βρετανίας αλλά θα αποτελέσει πρόκριμα για ανάλογες αυτονομιστικές κινήσεις σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Τα κέντρα εξουσίας της Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να επανεξετάσουν την πολιτική σιδηράς πειθαρχίας και περιορισμού των εξουσιών των εθνικών κυβερνήσεων.

• Τέλος, το δημοψήφισμα της Βρετανίας, το 2017, για έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα δρομολογήσει μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στο ευρωατλαντικό μέτωπο. Για να αποτραπεί η απόσπαση της Βρετανίας από την Ε.Ε., πιθανότατα θα επιστραφούν εξουσίες και ελευθερία κινήσεων στο κράτος-έθνος, οι οποίες έως τώρα ελέγχονταν από το κέντρο των Βρυξελλών.

Γενικά, θα δούμε πιθανότατα έναν κλονισμό της διακυβερνητικής ηγεμονίας στην Ευρώπη, κατ’ ουσίαν μια αμφισβήτηση της γερμανικής ηγεμονίας, και μια επαφορά σε νέα ισορροπία, πιθανόν έναν πολυπολικό ομοσπονδιακό τρόπο διακυβέρνησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να προσδοκούμε και να επιδιώξουμε μια ευνοϊκότερη σχέση της Ελλάδας με το ευρωπαϊκό κέντρο, επαναφέροντας στο επίκεντρο τις ιδρυτικές αρχές της Ε.Ε., δηλαδή τη σύγκλιση, τη συνοχή, την ισότιμη συμμετοχή, την αλληλεγγύη, τη δημοκρατική πολιτική ολοκλήρωση.

Εχουμε το καθήκον να ανακόψουμε την νεοφιλελεύθερη πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς την ανισότητα, την πληβειοποίηση και την αμοιβαία καχυποψία των Ευρωπαίων.

Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις για την έκταση της επιρροής του Ευρωκοινοβουλίου. Γνωρίζουμε την ύπαρξη πανίσχυρων εταιρικών λόμπι στις Βρυξέλες, τα οποία συναγωνίζονται τους λομπίστες του Capitol Hill της Ουάσιγκτον. Γνωρίζουμε ότι η Ε.Ε. κυβερνάται διακυβερνητικά από το Βερολίνο και εν μέρει από το εξασθενημένο Παρίσι, και όχι φεντεραλιστικά, αλλά χρησιμοποιούμε κάθε όπλο που διατίθεται. Το Ευρωκοινοβούλιο είναι ένα τέτοιο προνομιακό πεδίο, το μόνο όργανο της Ε.Ε. με εκλεγμένους αντιπροσώπους των λαών, το μόνο με αδιαμεσολάβητη πολιτική νομιμοποίηση.

Η άρση της ασυλίας όλων των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, εφόσον δίνει δεκτό το δικαστικό αίτημα, οδηγεί σε καινοφανή διλήμματα την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Προέχει βεβαίως η θεμελίωση της κατηγορίας για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και τέλεση εγκληματικών πράξεων, που δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται και πάντως θα απαιτήσει χρόνο. Εν πάση περιπτώσει η Δικαιοσύνη καλείται να τεκμηριώσει αν οι κατηγορούμενοι ετέλεσαν εγκληματικές πράξεις και όχι αν οι ιδέες τους, τα σύμβολά τους, τα παραληρήματά τους είναι εγκληματικά και αξιόποινα· η δίκη ιδεών και προθέσεων δεν αρμόζει σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, όσο αποκρουστικές κι αν είναι. Οι ιδέες αντιμετωπίζονται με ιδέες, η πολιτική κακία με πολιτική αρετή. Τα εγκλήματα αντιμετωπίζονται με τον πέλεκυ του νόμου.

Αν η απάντηση στο νεοναζιστικό φαινόμενο εξαντληθεί στην κατασταλτική αντιμετώπιση, χωρίς να ηττηθεί πολιτικά η Χρυσή Αυγή, ενδέχεται να προκύψουν δυσάρεστες περιπλοκές. Λ.χ., να καταγραφούν υψηλά εκλογικά σκορ υπέρ φυλακισμένων υποψηφίων· να ηρωοποιηθούν πολιτικά, άτομα που πράγματι έχουν εμπλακεί σε αξιόποινες πράξεις· να προκληθούν δυσλειτουργίες στην κοινοβουλευτική λειτουργία, τραυματίζοντας περαιτέρω το κύρος των θεσμών.

Οι βεβιασμένες, μετά μακρά ολιγωρία, διώξεις της Χρυσής Αυγής, δια της ετερογονίας των σκοπών, ενδέχεται να καταστήσουν επικίνδυνα γενικευμένο δόγμα το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και να αποβούν επιβλαβείς για την ακεραιότητα της δημοκρατίας. Η συντριπτική πλειονότης των Ελλήνων πολιτών αισθάνεται αποστροφή για το φυλετικό μίσος και την πνευματική βαναυσότητα των θρασύδειλων νεοναζιστών, εντούτοις τα αισθήματα αυτά και τα οποιαδήποτε προσωρινά πολιτικά οφέλη δεν πρέπει να υποκαταστήσουν την πολιτική φρόνηση, τη συνταγματική τάξη, τις δικαιικές αρχές και τον ηθικό πυρήνα της δημοκρατίας. Δημοκρατικοί διώκτες και νεοναζιστές διωκόμενοι δεν συμμερίζονται το ίδιο αξιακό σύστημα. Εν εναντία περιπτώσει, τα πρόσκαιρα τακτικά οφέλη θα είναι μηδαμινά μπρος στις μεσοπρόθεσμες απώλειες.

paragka_karagkiozi

Πριν από τέσσερα χρόνια, τέτοιες μέρες, περπατούσα στην Αθήνα και αφουγκραζόμουν τα πλησιάζοντα. Οχι ευκρινώς· η πραγματικότητα απέβη πιο ζοφερή εντέλει, ωστόσο ήδη τον Δεκέμβριο του 2009 στους δρόμους του άστεως μπορούσες να μυρίσεις εντροπία και μια νέα διάνοια να ανατέλει. Να πώς: Κολυμπούσα σαν υπνωτισμένος μες στη στερεοτυπική εορταστικότητα: τα παράφωνα κάλαντα, οι σακούλες με τα δώρα και τα περιττά, ο αμέριμνος καφές και το κονιάκ στα πεζοδρόμια, κι αυτή η στερεοτυπία χρειάζεται, σαν νοσταλγία γι’ αυτό που υπήρχε διαρκώς, χωρίς κανένα σημάδι διακοπής του. Μα διακόπηκε.

Ιδια είναι η στερεοτυπικότητα κατά το περίβλημα, όμως φέτος ο πυρήνας της είναι στεγνός, σκοτεινός, σαν καμένος. Περιέχει κάποιους χυμούς ωστόσο· όσο λιγοστεύουν οι χυμοί, τόσο πλησιάζουμε στην ψίχα, στην ουσία, στα στερνά χρειώδη, σαν την παρηγορητική ελάχιστη ζωγραφική του Χρήστου Μποκόρου, φέτος στο Μπενάκη Πειραιώς: οι άνθρωποι παρασταίνονται οριζόντιοι, ξαπλωτοί, όμως άγρυπνοι, να ατενίζουν το στερέωμα ή το άπειρο, και παραδίπλα εικονίζονται στην ίδια στενόμακρη ξαπλωτή φόρμα τα αναγκαία τους, όλα: μια πλάκα σαπούνι, ένα χιονάτο πεσκίρι, νερό τρεχούμενο, ένα πιάτο φασολάδα, ένα ποτήρι κοκκινέλι. Αυτά. Από τα περιττά, στα χρειώδη. Τώρα λείπουν κι αυτά.

Η ζωή κυλάει ντεγκραντέ, από τα πλούσια κορεσμένα χρώματα, τα σπάταλα και περιττά, κυλάει ντεγκραντέ προς μια πολυγνώτεια παλέτα, (συν ολίγο λουλακί, συμπληρώνει ο Χρήστος), ελάχιστη κι όμως αυτάρκη. Πριν μπω στο ζωγραφικό ευχέλαιο του Μποκόρου, τριγύρισα στη βιογραφική έκθεση του Τσαρούχη, στις ηχογραφημένες αφηγήσεις του, στα βιοφωτογραφικά τεκμήρια του μεσοπολέμου και του ’50-’60, στις υπέρλαμπρες ζωγραφιές του ’30, γονιμοποίηση του Ματίς και του Καραγκιόζη. Και όσο βυθιζόμουν στην ομορφιά και τη χάρη αυτού του κόσμου, στη φτώχεια και τον πλούτο του, στη ζωική ορμή και την αισιοδοξία του, τόσο βούλιαζα στη θλίψη. Ο τσαρουχικός κόσμος, ο κόσμος του μοντερνισμού και της λαϊκότητας, του νεοαναγεννησιακού και της αστικότητας, μου φαινόταν αβάσταχτα ωραίος και νεκρικός, αβάσταχτα οικείος αλλά και ξένος, σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Υπήρξαν ποτέ οι νοικοκυραίοι; Οι μικρομεσοαστοί και οι λαϊκοί ; Οι πρόσφυγες Ελληνες μετά το 1922, οι επήλυδες μετά το 1944 και το 1949, οι μετανάστες του ’50-’60, οι καταφερτζήδες επιβιωτές, οι έποικοι της πολυκατοικίας, οι σπουδαγμένοι babyboomers του ’70-’80; Υπήρξαν οι γονείς μας ως νοικοκυραίοι, που έχτισαν σπίτια και μαγαζιά, σπούδασαν παιδιά και προίκισαν εγγόνια; Υπήρξαμε εμείς ως νοικοκυραίοι;

Δυσκολεύομαι να πω. Τέσσερα χρόνια από την πρώτη αναλαμπή του ιστορικού ρήγματος, όταν πρωτοείδα καθαρά την γνώριμη ζωή να ξεθωριάζει, δυσκολεύομαι πια και να θυμηθώ πώς υπήρξαμε νοικοκυραίοι, ευημερούντες ελευθεροεπαγγελματίες και παραγωγοί, κουβαρντάδες νονοί και ευωχούντες συμπότες. Λες και όλη η προηγούμενη ζωή συμπυκνώθηκε μες στα τέσσερα χρόνια της κρίσης, που διαρκώς αποχρωματίζουν την προτέρα ζωή και την κάνουν αχνή ανάμνηση, μια θαμπή αναπαράσταση με ανάμικτες χαρές και αμαρτίες, μια αναπαράσταση σφραγισμένη ορισμένως από τα τωρινά μας αισθήματα, άλλοτε να γέρνει προς τη γλύκα και το αγλάισμα, στο φως, κι άλλοτε να βουλιάζει στα σκούρα, στις σκιές και τη θλίψη.

Ακόμη και η λέξη, νοικοκύρης, σημαίνει τόσο διαφορετικά πράγματα, σήμερα και τότε. Ηταν συκοφαντημένος στο ηρωικό χιπ εννοιολόγιο της νιότης μας, ποτισμένο από το «Αντισταθείτε» του Κατσαρού και το «Ballad of a thin man» του Ντύλαν· ήταν ένας δειλός συντηρητικός ανθρωπάκος, με χαμηλό ορίζοντα και υλόφρονες φιλοδοξίες, ήταν ο Φαρισαίος στην ηθογραφική φαρσοκωμωδία, ήταν ο φοβισμένος γείτονας κι ο σιωπηλός πατέρας μες στη δικτατορία. Σήμερα σκέφτομαι ότι δεν ήταν μόνο αυτό ο νοικοκύρης· ήταν συνάμα κι ένας ήρως με παντούφλες. Ηταν κι άλλα πολλά, η προκοπή ως αξία, η έγνοια για τους δικούς του ανθρώπους, τα οικογενειακά και κοινοτικά δίκτυα, η λαχτάρα για γράμματα, η δίψα για ειρήνη και δημοκρατία.

Μπρος-πίσω, απ’ το ’09 στο ’13, σε δρόμους παλιούς. Διαπερνώ τους τοίχους των πολυκατοικιών του ξέθωρου σαστισμένου ελληνισμού, βλέπω ακόμα αναμμένα τα LED της ζωής, σκέψεις και αισθήματα να ανατέλλουν πάλι, την περηφάνια, τα δίκτυα, την φιλαλληλία, το άφοβο κοίταγμα στην ιστορία.

Από τα βάθη του ’09 κρατάω αυτό το επικούρειο, το καίριο: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».

Την περασμένη βδομάδα ένας νεαρός άνδρας έπεφτε νεκρός από τις γροθιές μπράβου, στην Ομόνοια, στην καρδιά της Αθήνας. Την Κυριακή το βράδυ, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω, στη συμβολή των οδών Κωλέττη και Θεμιστοκλέους, έπεφτε νεκρός ένας άλλος άνδρας, τούτη τη φορά από πυρά πολεμικού όπλου καλάσνικοφ. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο νεκρός άνδρας έφερε και ο ίδιος οπλισμό· λέγεται ότι ήταν μπράβος και δολοφονήθηκε από άλλους μπράβους, ότι ήταν εκτέλεση εντός της αλβανικής μαφίας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μαφιόζικες συμμορίες εξαπολύουν φονικά πυρά στα πυκνοκατοικημένα Εξάρχεια· και νεκρός έχει υπάρξει στο παρελθόν και τραυματισμοί. Η ιστορική περιοχή βρίσκεται υπό τον στρατιωτικό έλεγχο αλβανικών κυρίως συμμοριών, οι οποίες πλουτίζουν με το εμπόριο ναρκωτικών, την προστασία καταστημάτων, τα μαγαζιά-βιτρίνες και το λαθρεμπόριο τσιγάρων, αφού έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τους Μπαγκλαντεσιανούς πωλητές στην οδό Στουρνάρη.

Επιτροπές κατοίκων, ομάδες καταστηματαρχών και επιχειρηματιών, πολιτικές κινήσεις και συλλογικότητες απωθούνται και τρομοκρατούνται καθημερινά από το οργανωμένο έγκλημα. Ολες οι επιτυχείς προσπάθειες του παρελθόντος για εξοστρακισμό των εμπόρων ναρκωτικών τερματίστηκαν όταν κάτοικοι και επιχειρηματίες ήρθαν αντιμέτωποι με τα καλάσνικοφ του οργανωμένου εγκλήματος και τις αδέσποτες συμμορίες ναρκομανών και λυσσασμένων που ληστεύουν διαβάτες και πυρπολούν αυτοκίνητα. Εξακόσιοι εμπρησμοί αυτοκινήτων έχουν σημειωθεί μες στη χρονιά.

Μπροστά στα όπλα και τη βία των συμμοριών υποχώρησαν και οι αναρχικοί, ενώ διάφορες πολιτικές κινήσεις μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους εκτός Εξαρχείων. Οι παλαιοί Αθηναίοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Ο μύθος του πολιτικού και καλλιτεχνικού καρτιέ των Αθηνών γκρεμίζεται από το οργανωμένο έγκλημα· στη θέση του αναδύεται ένα μητροπολιτικό γκέτο, μια μαύρη τρύπα, σαν του Αγίου Παντελεήμονα, με κοινό χαρακτηριστικό τον φόβο.

Εύλογο το ερώτημα: Τι κάνει η οργανωμένη πολιτεία; Πώς διώκει η Αστυνομία τους ναρκέμπορους και τη μαφία; Τι κάνουν οι διωκτικές αρχές του υπουργείου Οικονομικών και του υπουργείου Εμπορίου κατά του λαθρεμπορίου τσιγάρων; Ποιες είναι οι υποστηρικτικές και εξωραϊστικές δράσεις του Δήμου Αθηναίων στους πεζόδρομους, στην πλατεία, στον πολύπαθο λόφο του Στρέφη;

Αλλη μια ιστορική συνοικία, η τελευταία ζώνη κατοικίας στο αθηναϊκό κέντρο, η γειτονιά του Πολυτεχνείου και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, εγκαταλείπεται στον ζόφο της γκετοποίησης, και γι’ αυτό δεν ευθύνεται η οικονομική κρίση, ευθύνεται η ολιγωρία της πολιτείας. Οι κρατικές υπηρεσίες γνωρίζουν τα πάντα. Ο υπουργός Ν. Δένδιας ας δώσει εντολές και πόρους στο Τμήμα Εξαρχείων, ο δήμαρχος Γ. Καμίνης ας φροντίσει για την καθαριότητα, τον φωτισμό, τις κοινωνικές μονάδες, οι υπουργοί Οικονομικών και Εμπορίου ας διαλύσουν το κύκλωμα λαθρεμπορίου. Γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν, όλοι οι τοπικοί φορείς τούς περιμένουν. Θέλουν;

GameOfThrones

To Game of Thrones εμφανίστηκε σαν τηλεοπτικό σίκουελ του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, συν τη λαγνεία και τον αστραφτερό κυνισμό των διαλόγων. Έχει όλα τα στοιχεία του fantasy, μυθικά θηρία, δράκους, απέθαντους, κάστρα με μυστικά και δάση με νεράιδες. Παρότι τοποθετημένο σε έναν ασαφή, υβριδικό Μεσαίωνα, είναι άχρονο ή, μάλλον, μεταβατικό: υπάρχουν μαζί οι παλαιοί και οι νέοι θεοί. Τυπολογικά, λοιπόν, κατάγεται φανερά από το ιπποτικό μυθιστόρημα και τις φαντασίες του ρομαντισμού, άρα και από τον διάσημο Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, ακόμη και από τις μεσαιωνικές μυθοπλασίες του Ουμπέρτο Έκο και από ποικίλα διάσημα κόμικς.

Το χαρακτηριστικό όμως που διαφοροποιεί το τηλεοπτικό Game of Thrones από τους προδρόμους του είναι η έμφαση που δίνεται στη βουλιμία του σεξ, επί το πλείστον πορνικού, και στην ασίγαστη δίψα για εξουσία. Με αυτή την έννοια, το Game of Thrones είναι fantasy για ενήλικους, εξ ου και στις ΗΠΑ προβάλλεται μόνο από συνδρομητικά κανάλια. Αυτά τα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα η εμμονή περί εξουσίας, διατυπώνονται με αστραφτερούς διαλόγους, ποτισμένους από ένα πνεύμα μακιαβελικό, που φέρνουν έντονα στο νου την αξεπέραστη ιστορική σειρά «Εγώ, ο Κλαύδιος». Το πάθος για εξουσία επισκιάζει κάθε άλλο αίσθημα και κίνητρο, εκτός ίσως από το αίσθημα της τιμής και του ανήκειν στην οικογένεια-φατρία, αλλά και αυτά ακόμη υποχωρούν ή και ηττώνται όταν τεθεί το ζήτημα της κατίσχυσης παντί τρόπω. Η φατρία, η φυλή και η εξουσία υπερκαλύπτουν άλλωστε και κάθε προσωπικότητα· το άτομο υποχωρεί και σβήνει ενώπιον των υπέρτερων δυνάμεων, και αυτό το στοιχείο σεναριογραφείται έξοχα με τις αλλεπάλληλες και απρόσμενες αποσύρσεις ηρώων.

Οι διαρκείς ανατροπές εντός της μυθοπλασίας είναι ένα ακόμη από τα στοιχεία δημοφιλίας της σειράς, μαζί με την υποβλητική κινηματογραφική ατμόσφαιρα, τους πρωτότυπους χαρακτήρες ηρώων και φρικιών, και βέβαια με την επιτυχημένη σύμφυρση πολλών genres: μεσαιωνικό, fantasy, ιπποτικό, βαμπίρ, πολεμικό, σοφτ πορνό, post-apocalyptic.

Το Game of Thrones αρέσει διότι φέρει το πνεύμα της δικής μας εποχής: τον μεταμοντέρνο εκλεκτικισμό και κυνισμό, τη μακρά μετάβαση, την αγωνία για το άδηλο μέλλον, τη λανθάνουσα πεποίθηση ότι υπερφυσικές δυνάμεις κυριαρχούν στις ζωές μας, την αίσθηση του ανοίκειου και της ανημπόριας. Και υπεράνω όλων, επειδή ικανοποιεί την αστείρευτη δίψα του κοινού για παραμύθι και θέαμα.

Προς φίλους, που ακούνε διάφορα από διάφορους:

Δεν έφυγα από τον Σκάι, διότι δεν ήμουν ποτέ ενταγμένος σε αυτόν.
Παραμένω στην Καθημερινή, όπου εργάζομαι τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Αυτά.

(Ευχαριστώ τους φίλους που μου υπέδειξαν ότι το λινκ προς το Facebook δεν λειτουγεί. Το αναρτώ και εδώ, διότι το σχετικό status στο Facebook δεν το έχουν δει πολλοί.)

paradise

Περπατώ στους αυγουστιάτικους δρόμους του αθηναϊκού κέντρου, με λεπτό ξηρό καύσωνα και άπλετο φώς. Η πόλη έχει αδειάσει και είναι πιο μελαγχολική από τόσους πολλούς Αύγουστους που την έχω ζήσει. Σαν εγκαταλειμμένη, σαν να την έχουν παρατήσει. Κοντοστέκομαι μπρος σε κατεβασμένα ρολά: έκλεισε για πάντα ή για Δεκαπενταύγουστο. Εύχομαι το δεύτερο, να έχουν παρατήσει την Αθήνα για ν’ απλωθούν στην ενδοχώρα, ή να απλώσουν την πόλη ευδαιμονικά στο αρχιπέλαγος.

Ευχόμαστε το δεύτερο με τους εκλεκτούς φίλους και τσουγκρίζουμε· πάνω απ’ τα ποτήρια φυτρώνουν λιμάνια, κάστρα και νησιά, κάστρα μεσαιωνικά, αρχαίοι οπωρώνες, μυριστικά φυτά, αιθέρια έλαια, ξερικά αμπέλια σε πεζούλες, παππούδες και ερειπωμένα σπίτια πατρογονικά, Γενοβέζοι πολεμιστές και Βενετσιάνοι έμποροι, Ελληνες stradioti, κουρσάροι και κοντραμπατζήδες, η Χίος, η Μονεμβασιά, η Σύρος, το Γαλαξείδι, το Τσιρίγο, φάροι πετρόκτιστοι και φανοί εσβεσμένοι, μπαρ, αρχέγονες ντισκοτέκ καλαμένιες, ρουμς του λετ, η Παναγίτσα του Μουντέ των εξορίστων, και παντού βαπόρια, καράβια, πλοία ολόφωτα στη νύχτα από νησί σε νησί. Αφικνυόμενοι και αναχωρούντες, βρισκόμαστε διαρκώς στη Μεγάλη Μητρόπολη του Αυγούστου: στο Αιγαίο.

Στέκομαι σ’ ένα πέρασμα πλήθους ανθρώπων, γλωσσών και φυλών. Στο κέντρο των Κυκλάδων, κι είναι νύχτα με μελτέμι. Εχω αγκυροβολήσει, όπως πενήντα πέντε συναπτά καλοκαίρια, στο καταγωγικό αρχιπέλαγος. Κοιτώ τους μυριάδες νεαρούς ανθρώπους, είκοσι-τριάντα, που πηγαινοέρχονται στο τοπικό bus terminal, με τελικό προορισμό τα γιγάντια κλαμπ των νότιων παραλιών. Προέλευση: Ευρώπη, Αμερικές, Ωκεανία. Τατουάζ, πιρς, φανελάκια, μοτοσικλέτες: στον εξισωτισμό του καλοκαιριού όλοι φαίνονται ίδιοι και όλοι ζητούν το ίδιο, μια νύχτα διεσταλμένη μέχρι το ηλιόβγαλμα, με κιλοβάτ, σφηνάκια και ουσίες, με διεσταλμένες τις αισθήσεις, με παραισθήσεις, με απόδραση από τον κλοιό των δυτικών μητροπόλεων. Οι παγκοσμιοποιημένες μάζες μιλούν τα ίδια στοιχειώδη κρεολικά αγγλικά, ακούνε τους ίδιους ντι-τζέι σαμάνους, καταναλώνουν ίδια shots και σμάρτφον. Ο πακιστανοαυστραλός Αφζάλ συνοδεύει σαν κομψός αίλουρος τα φωτομοντέλα που ντυμένα-γδυμένα στυλ Μυγκλέρ και Γκωτιέ διαφημίζουν το κλαμπ του παραδείσου. Είναι διεθνής επαγγελματίας του κλάμπινγκ, τέσσερις μήνες Μύκονος, τέσσερις μήνες Πουκέτ, τέσσερις μήνες Σίδνεϊ ― η διαδρομή του είναι η παγκοσμιοποίηση, ο κόσμος είναι ο κόσμος της επιστημονικής φαντασίας υλοποιημένος μες στην καρδιά της Νύχτας, ο αισθητικοποιημένος κόσμος των δυστοπιών του ‘70-’80, του Ranxerox και του Τotal Recall, της καρικατούρας Fifth Element. Κλώνοι και μεταλλάξεις. Ο,τι συνέγραφε τριπαρισμένος ο Φίλιπ Ντικ ακούγοντας βινύλια Grateful Dead και Βάγκνερ, το 2013 είναι το απόλυτο mainstream, με ψηφιακή υπόκρουση Afrojack και Martin Solveig.

Γύρω από τα λεωφορεία για τον Παράδεισο, χτυπάνε τατουάζ, σαν μονομάχοι ή υποψήφιοι για σκλαβοπάζαρα της αυτοκρατορίας. Δεν έχουν ακούσει ωστόσο τίποτε για τον Σπάρτακο. Η σκέψη μου τρέχει στην πρόταση των Ελλήνων αρχιτεκτόνων για τη μετάπολη του 21ου αιώνα, στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2006. Είδαν το Αιγαίο σαν μια Διάσπαρτη πόλη, σύμφωνη με τις συλλήψεις επιφανών ιστορικών και διανοητών, όπως ο Ρουτζέρο Ρομάνο, ο Μάσιμο Κατσάρι, ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Αγγελος Ελεφάντης. Σε εκείνη την ελληνική έκθεση, ο αρχιτέκτονας Στέφανο Μποέρι είχε περιγράψει μια ουτοπία, την Ελεύθερη Ομοσπονδία των Νήσων της Μεσογείου. Την τοποθετούσε στη δεκαετία 2010-2020. Ισως έχει ξεκινήσει πράγματι, ταλαντευόμενη μεταξύ ουτοπίας και δυστοπίας.

Είναι πολλά τα γεγονότα που συμβαίνουν το ένα πάνω στ’ άλλο, κι όλα σημαντικά με τον τρόπο τους, έτσι ώστε να κινδυνεύουν όλα να μείνουν ακατέργαστες πληροφορίες, αμετουσίωτες, ακατανόητες κατ΄ουσίαν. Θραύσματα πληροφοριών, που δεν μεταφέρουν νόημα και δεν οδηγούν σε καμιά βαθύτερη κατανόηση του τι μάς συμβαίνει. Ακόμη χειρότερα: το ένα γεγονός σωρεύεται επί του προηγουμένου με καταιγιστικό ρυθμό, έτσι που όλα ισοπεδώνονται, αποχρωματίζονται, γίνονται πολτός, το πράγματι σημαντικό πέφτει στον ίδιο κουβά με το ελαφρύ ή το ασήμαντο, ακόμη και με την ανεπιβεβαίωτη φήμη.

Τις τελευταίες μέρες, λόγου χάριν, η αποκάλυψη της κρυμμένης λίστας Λαγκάρντ προκάλεσε πολιτική κρίση και κλονισμό της κυβέρνησης. Προτού καν χωνευτεί το συμβάν ως τέτοιο, η αιφνίδια επίσκεψη Μέρκελ άλλαξε την ατζέντα και τράβηξε πάνω της τα φώτα και τους οιωνοσκόπους. Βεβαίως τα δύο συμβάντα συνδέονται πολιτικά, ακόμη και ακούσια: η κυβέρνηση κλονίζεται από τη λίστα, στο μέτρο που ο ένας εκ των συγκυβερνώντων εταίρων βρίσκεται με καταρρακωμένο κύρος, βουτηγμένος στα ψέματα και στη συγκάλυψη ανομιών. Κι επίσης η κυβέρνηση πρέπει μεθαύριο να παρουσιάσει στη Βουλή ένα απίστευτα σκληρό πακέτο περικοπών και να ζητήσει υπερψήφιση. Σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή εισβάλλει στην αθηναϊκή σκηνή η καγκελάριος Μέρκελ αυτοπροσώπως, για τους δικούς της λόγους. Η παρουσία της κ. Μέρκελ βοηθά την παραπαίουσα κυβέρνηση να πάρει ανάσα, καθώς οι διαμαρτυρίες του λαού στρέφονται εναντίον της έξωθεν ερχομένης Γερμανίδας καγκελαρίου, και όχι εναντίον της ελληνικής ηγεσίας, της ένοχης για πολλά σφάλματα και πολλές αμαρτίες.

Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια παρατήρηση για το τρελαμένο εκκρεμές αντιδράσεων ενός λαού τρελαμένου από την ύφεση, από την προπαγάνδα, την πολιτική αφασία, την πυκνότητα του ιστορικού χρόνου και, εντέλει, εξουθενωμένου, ανίκανου να εντάξει τα συμβάντα σε μια αφηγηματική ροή, σε ένα πλαίσιο κατανόησης. Το εκκρεμές κινείται από έξω προς τα έσω και αντιστρόφως· τα συμβάντα και η φερόμενη αλήθειά τους εισάγονται και εξάγονται στο πεδίο, αλλά ποτέ δεν αναχωνεύονται, δεν αφομοιώνονται, δεν μετουσιώνονται. Η λίστα εισήχθη, ήλθε απ’ έξω, ελάνθανε επί μακρόν, έως ότου ταράξει το έσω. Κι ύστερα από τον εσωτερικό συγκλονισμό που προκάλεσε, εξήχθη πάλι ως σκανδαλιστικό πρωτοσέλιδο της International Herald Tribune. Παρόμοια η τροπή του συμβάντος Μέρκελ: ήλθε απ’ έξω αιφνιδίως, ανατάραξε το έσω, και ύστερα εξήχθη ως πρώτη είδηση στα διεθνή μήντια.

Ακόμη πιο πρωτότυπη όμως είναι η κίνηση του εκκρεμούς σε ένα άλλο συμβάν. Στο ίδιο χρονικό διάστημα με τα προαναφερθέντα, η γνωστή βρετανική εφημερίδα Guardian δημοσίευσε καταγγελίες για βασανισμούς και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, επί συλληφθέντων αντεξουσιαστών ύστερα από συγκρούσεις με ρατσιστές νεοναζί. Τα γεγονότα είχαν αναφερθεί στη Βουλή από βουλευτές, αλλά δεν είχαν απασχολήσει τα εγχώρια μέσα και την κοινή γνώμη. Αλλωστε λίγες ημέρες νωρίτερα, η αστυνομία δημοσίευσε φωτογραφίες άλλων συλληφθέντων διαδηλωτών, στις οποίες κάποιοι εμφανίζονταν με μπανταρισμένα άκρα και μώλωπες, ανεξήγητα· καμία επίσημη αντίδραση δεν σημειώθηκε, και η Δικαιοσύνη συνέχισε περαιτέρω.

Οι καταγγελίες για κακοποιήσεις συλληφθέντων απασχόλησαν την κοινή γνώμη μόνο όταν το συμβάν εισήχθη απ’ έξω. Τα εγχώρια μήντια και η κοινή γνώμη πυροδοτήθηκαν από τον εξωτερικό καταλύτη, για ένα κατ΄εξοχήν εσωτερικό συμβάν. Σε αυτή την περίπτωση, το τρελαμένο εκκρεμές μάς δείχνει ότι ένα συμβάν αξιολογείται ως σοβαρό μόνο αν έρθει από έξω. Δείχνει επίσης ότι δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε ό,τι μάς συμβαίνει· πρέπει κάποιος άλλος να μας το δείξει, να μας καθοδηγήσει· το σοκ της Μεγάλης Υφεσης έχει προκαλέσει ατροφία των αντιληπτικών οργάνων. Δείχνει κι άλλο: οι πληροφορίες διακινούνται σαν θολός αδιαφοροποίητος χυλός, στον οποίο, συχνά σκοπίμως, υπερτονίζεται μια ακραία συμπεριφορά, διαστέλλονται και ταυτίζονται τα «άκρα», υπέρ ενός ασαφούς «κέντρου», ενώ ταυτοχρόνως παραμελούνται ή παραλείπονται εντελώς οι τελούμενες παραβιάσεις του θεσμικού, δικαιακού και αξιακού πλαισίου, δηλαδή του κατ΄εξοχήν απαράβατου «κέντρου».

Το χειρότερο, το πιο ανησυχητικό: το δυσοίωνο συμβάν, η διάχυτη βία, η περιφρόνηση των θεσμών, η παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η έκνομη συμπεριφορά πολιτικών ανδρών και κρατικών λειτουργών, ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής, δεν προκαλούν άμεση αντίδραση, δεν αντιδρούμε. Συνηθίζουμε. Συνηθίζουμε σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις βίας, ανασφάλειας, αδικίας, ψέματος, εξευτελισμού. Δεν πονάμε ούτε έξω ούτε μέσα.

Την περασμένη Τετάρτη η ελληνική τηλεδημοκρατία έζησε μια κορύφωση: ο νυν συγκυβερνών και πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τερμάτισε λάιβ, στο Δελτίο των Οκτώ. Ο λάλος και πάντα αγέρωχος Β. Βενιζέλος γκρεμίστηκε από το θρονί του ιθαγενούς αγά αφρίζοντας στο παράθυρό του σαν δικολάβος των καφενείων της Ευελπίδων.

Το acting out Βενιζέλου σημειώνεται σε μια φάση κατά την οποία το εγχώριο σύστημα νομής εξουσίας απειλείται και ραγίζει, κάτω από το βάρος των ερειπίων που το ίδιο προκάλεσε. Η μετάθεση της Μεγάλης Υφεσης στις πλάτες σύμπαντος του ελληνικού λαού, πλην των αρχόντων της παρακμής, είναι πλέον δυσχερέστατη έως αδύνατη. Οι λόγοι; Πολλοί. Πρώτα-πρώτα, η ίδια η κρίση αποσυναρμολογεί βίαια το σύστημα διαπλοκής, παραπλάνησης, συγκάλυψης και λεηλασίας· ο καραγκιόζ μπερντές δεν μπορεί να κρύψει την αθλιότητα της πελατειακής αναδιανομής, πόσω μάλλον που τώρα δεν υπάρχει ούτε ψίχουλο για μοιρασιά.

Δεύτερον, το πεδίο λεηλασίας συρρικνώνεται εξωγενώς: οι δανειστές απαιτούν τοκοχρεωλύσια από το χρεοκοπημένο κράτος και παρεμβαίνουν ενεργά στη διοίκησή του. Η συνεπαγόμενη απορρύθμιση του συστήματος επιφέρει ρήξη της ομερτά και των πρωτοκόλλων συνεργασίας των εγχώριων νομέων· τα επιμέρους καρτέλ σπάνε και στρέφονται το ένα εναντίον του άλλου, σε έναν λυσσώδη αγώνα επιβίωσης.

Σταδιακά, οι ξένοι εταίροι-δανειστές στρέφονται εναντίον της ηγετικής ελίτ, την οποία θεωρούν αναποτελεσματικό και αναξιόπιστο συνομιλητή σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση του ευρωπαϊκού προβλήματος. Βεβαίως, οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν κόπτονται υπέρ των συμφερόντων του ελληνικού λαού, αλλά προδήλως προτιμούν έναν πολιτικά νομιμοποιημένο και ορθολογικό συνομιλητή, που θα εκπροσωπεί τα εθνικά συμφέροντα, και όχι τα συμφέροντα μιας ολιγαρχίας, πολύ περισσότερο που τώρα τα ευρωπαϊκά συμφέροντα αφίστανται των συμφερόντων των ντόπιων καρτέλ.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα πρέπει να αντιληφθούμε επίσης ότι ούτε η τρόικα είναι συμπαγής και ομοιογενής: στο εσωτερικό της δεν εκπροσωπούνται ταυτόσημα συμφέροντα και δεν προσεγγίζει το ελληνικό πρόβλημα με ίδιες συνταγές και νοοτροπίες. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, λ.χ., από την αρχή φαίνεται να πρότεινε άλλη λύση συνολικά, βασισμένη στα δικά του εργαλεία αντιμέτωπισης κρίσεων χρέους. Αλλη είναι η αντίληψη του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, Ολιβιέ Μπλανσάρ, και άλλες οι αντιλήψεις των Γερμανών τραπεζιτών και του Γερμανού υπουργού Β. Σόιμπλε. Η αναδιάρθρωση του χρέους, ας πούμε, δεν έγινε βάσει του χρονισμού και του πρωτοκόλλου του ΔΝΤ, αλλά βάσει των γαλλογερμανικών σκοπιμοτήτων, και πάντως εις βάρος της ουσιαστικής ανακούφισης της Ελλάδας.

Ανευ δυνατότητος υποτίμησης του νομίσματος και διόγκωσης του πληθωρισμού, η μόνη εφαρμοσθείσα αγωγή ήταν η πιο επιζήμια: η εσωτερική υποτίμηση. Η οποία μάλιστα εσωτερική υποτίμηση εφαρμοζόμενη ταυτοχρόνως με ευρείες διαρθρωτικές αλλαγές, κατά μια σαδιστική-τιμωρητική αντίληψη, για παραδειγματισμό άλλων αδύναμων Ευρωπαίων, βύθισε τη χώρα στη μεγάλη ύφεση και αποδιοργάνωσε το εγχώριο σύστημα νομής εξουσίας.

Το σοκ, που εξαπολύθηκε την άνοιξη του 2010 επί της αμέριμνης και απροετοίμαστης ελληνικής κοινωνίας, ήταν τέτοιας σφοδρότητας και έκτασης που αιφνιδίασε όχι μόνο τους πολίτες αλλά και τους πολιτικούς που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια ― κι ίσως αυτούς πολύ περισσότερο, δεδομένης της εκ των υστέρων αποδειχθείσας ολιγωρίας και ανικανότητάς τους. Σύντομα το ντούο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, συνοδευόμενο από το υπόλοιπο παρηκμασμένο ΠΑΣΟΚ, έχασε κάθε έλεγχο. Μετά το πρώτο κύμα αποπροσανατολισμού και προπαγάνδας, το πολιτικό σύστημα άρχισε να κλονίζεται και, από το καλοκαίρι του 2011, να καταρρέει. Η πολιτική (αυτο)εξουδετέρωση του Αντώνη Σαμαρά, δια της εισόδου του στην κυβέρνηση Παπαδήμου και της συνυπογραφής του Μνημονίου ΙΙ, ολοκλήρωσε την αμετάκλητη υπομόνευση των αστικών κομμάτων, όπως εδέσποσαν στις τέσσερις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης.

Την παρακμή του πολιτικού συστήματος διαδέχεται, τώρα πλέον φανερά, η αποσάθρωση των θεσμών και η αποκάλυψη των κρυφών αρμών του συστήματος διαπλοκής και πελατειακής εξαχρείωσης. Το ΔΝΤ και η τρόικα, για τους δικούς τους λόγους, απαιτούν το σπάσιμο των εγχώριων ομάδων-rackets· κι αυτά αμύνονται με κάθε μέσο, ακόμη και επιτιθέμενα στη χώρα, επιχειρώντας πλιάτσικο επί των ερειπίων, όσο μπορούν να δρουν με έναν βαθμό αυτονομίας, σαν τον παλιό καλό καιρό. Τα αλληλοκαρφώματα, τα συμβόλαια, οι ομηρίες, οι αγγελιαφόροι, η κόπρος που απλώνεται στον δημόσιο βίο, είναι τα βίαια επεισόδια ενός πολέμου βασάλων και φύλαρχων, οι οποίοι νιώθουν βαρύ το χέρι της αυτοκρατορίας και καυτή την ανάσα του πλήθους. Στα μήντια θα φανούν κι άλλα.

Η πόλη ξαναποκτά τον θόρυβο και την τυρβώδη της ροή, ώς το απομεσήμερο· τα μαγαζιά ανοίγουν και υποδέχονται τους λιγοστούς πελάτες, στα καφενεία σταθμεύουν περαστικοί για μια γρήγορη γουλιά καφέ, αράζουν χασομέρηδες για πολλές αργόσυρτες γουλιές, οι τροχονόμοι σπρώχνουν την κίνηση μέχρι να την κόψουν για να περάσει άλλη μια πορεία εργαζόμενων, εύτακτες πορείες συνήθως, μαχητικές αλλά και λίγο μελαγχολικές: οι επιχειρήσεις κλείνουνε, οι δουλειές χάνονται, οι διαμαρτυρίες μένουν και ξεθυμαίνουν σιγά σιγά, σβήνουν μες στην απόγνωση, σε μια τεράστια απορία: Πώς ζουν τις οικογένειές τους αυτοί οι άνθρωποι που ξεμένουν με τετρακόσια ευρώ επίδομα ανεργίας για δώδεκα μήνες, κι ύστερα γλιστρούν στο βάραθρο των μακροχρόνιων ανέργων; Τι συμβαίνει στα παιδιά τους αν αρρωστήσουν; Πώς θα πάνε σχολείο φέτος; Πώς θα θερμάνουν το σπίτι; Τέτοια σκέφτεσαι καθώς, τυχερός και προνομιούχος, ξυρισμένος και βιαστικός, περνάς από έναν παράλληλο δρόμο, για να πας στη δουλειά σου. Εχεις δουλειά ― αυτό είναι ήδη προνόμιο.

Καθώς βραδιάζει, ευλογάς την τύχη σου που έχεις δουλειά· δεν είναι δικαίωμα πια, είναι τύχη. Σαν την καλή υγεία: φροντίζεις την υγεία σου, αλλά δεν μπορείς να αποφύγεις ένα ατύχημα, μια απροσδόκητη ασθένεια. Να ‘χουμε την υγειά μας ― σ’ αυτό προστίθεται πια το “να ‘χουμε τη δουλειά μας”, ένα μεροκάματο. Αλλά κι όταν το ‘χεις εσύ και το στερείται ο διπλανός σου, ο πρώην συνάδελφος, ο γείτονας, ο συγγενής, ο φίλος; Να ένα δυσάρεστο ερώτημα.

Σταδιακά, αισθάνεσαι μια μορφή ενοχής που έχεις ακόμη δουλειά και εξυπηρετείς τις ανάγκες της οικογένειάς σου, χωρίς να έχει κλονιστεί εκ θεμελίων ο βίος. Γιατί γλίτωσες εσύ; Πώς σώθηκες; Και γιατί οι άλλοι γύρω σου βουλιάζουν; Είσαι πιο άξιος άραγε ή πιο τυχερός; Και γιατί ν’ αξίζεις εσύ τέτοια τύχη κι ο άλλος όχι;

Οσο φουντώνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης, τόσο θα θεριεύει η υπόγεια ενοχή. Ενοχή; Ναι, την έχουν περιγράψει δραματικά οι επιζήσαντες των στρατοπέδων εξόντωσης: αισθάνονταν συντετριμμένοι που έζησαν, ενώ άλλοι, οι περισσότεροι, αφανίστηκαν. Υπό αναλογία, σε τούτη την καταστροφή που σιγοκαίει και φουντώνει, οι έχοντες δουλειά, οι έχοντες τρόπο ακόμη να κρατήσουν το σπίτι τους, είναι οι επιζήσαντες που ντρέπονται, καθώς αντικρίζουν γύρω τους αυτούς που γονατίζουν, αυτούς που βουλιάζουν.

Μετά, σε κυκλώνουν κι άλλες ντροπές. Ακούς για ένα ίδρυμα κοινωφελές, ένα σχολείο για παιδιά με νοητική υστέρηση, το ιστορικό Σικιαρίδειο, που κλείνει γιατί το κράτος του έκοψε την επιχορήγηση. Διακόσιες ψυχούλες, και διακόσιες οικογένειες πίσω τους, και δάσκαλοι και θεραπευτές, αφιερωμένοι όλοι στη μάχη της ζωής, μαχητές του χαμόγελου, πετιούνται στον Καιάδα των περικοπών. Το Σικιαρίδειο, ιδρυθέν το 1939, πρόσφερε τις φιλάνθρωπες υπηρεσίες του εν καιρώ πολέμου, κατοχής, πείνας και φτώχειας. Το 2012 η Ελλάδα αποφασίζει ότι δεν μπορεί πλέον να βοηθά τα αδύναμα ή τα πιο άτυχα μέλη της κοινωνίας. Πάλι τα ίδια: Νιώθω σαν να έκοψα εγώ το κονδύλι των 1,5 εκατομμυρίων ευρώ από το Ιδρυμα, σαν να τα καταδικάζω εγώ προσωπικά τα παιδιά αυτά τα υστερούντα να μάθουν να διαβάζουν, να γράφουν, να ζωγραφίζουν, να χαμογελούν. Νιώθω να με κοιτά με παράπονο και επιτίμηση ο ξάδελφος μου ο Λάκης, με σύνδρομο Ντάουν εκ γενετής, ο πάντα γελαστός μες στη δική μου οικογένεια. Νιώθω ένοχος , μέλος μιας κοινωνίας τυχερών που αποστρέφει το βλέμμα της απ’ τους άτυχους, που τους ξεφορτώνεται.

Κυκλωμένος ακόμη από βλέμματα παιδιών, από σβησμένα γέλια και παράπονα, γυρνώ στη νυχτερινή πόλη. Είναι σιγαλή απόψε, μαζεμένη στις έγνοιες της, ίσως στις ενοχές της. Περνώ από τους ίδιους δρόμους τους πρωινούς, της βιάσης και της βιοπάλης. Στα μπαρ του ιστορικού κέντρου, γύρω από εκκλησίες και κατεβασμένα ρολά πτωχευμένων μαγαζιών, τιτιβίζουν λιγοστά πουλιά, νέοι άνθρωποι, ανέπαφοι φαινομενικά από τη διάχυτη κατάθλιψη. Σιγοπίνουν κι ακούνε τζαζ, Night and Day, χωρίς να φωνασκούν, χωρίς να ποζάρουν, σαν κάτι να ‘χει αλλάξει ακόμη και στους κώδικες του μπαρ. Κάτι έχει αλλάξει πράγματι, βαθύ: στους ψίθυρους και στις κινήσεις, στα νεύματα και στις ματιές, ανεπαισθήτως, διακρίνεις συστολή, σπίθες ντροπής, ενοχή ατομική για τη συλλογική κατάντια. Είναι οι τυχεροί εδώ, μα γύρω τους, παντού γύρω, ακούγονται μυριάδες άτυχοι. Αυτό μας κάνει άλλους.

Εικόνα: Ο αρχάγγελος Μιχαήλ παιδεύει την ψυχήν του πλουσίου. Χαλκογραφία του Λέσβιου χαράκτη Ιωάννη Κωνσταντίνου Καλδή. Άγιον Όρος. Περί το 1878.

Ακούω κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Σκοτεινές, θρηνώδεις, πληκτικά επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις πάνω στο ναρκωμένο σώμα της Ελλάδας, από τα βάθη του χρόνου, καλοκαίρι-φθινόπωρο 2007, άνοιξη 2009, όταν όλα έβαιναν ομαλώς, χωρίς φανερούς γκρεμούς, σχεδόν χωρίς κατήφορο.

Σκαλίζοντας αρχεία, έπεσα πάνω σε ξεχασμένα μουρμουρητά, και κατεπλάγην: ήταν σαν σήμερα, τόσο δυσοίωνα. Μοντάρω πλάνα από παλιά ζουρνάλ:

1.

Ασύμμετρη Ελλάδα. Που κάνεις λαμπρούς Ολυμπιακούς, το 2004, με μια μονάχα πυρκαγιά απ’ τα πυροτεχνήματα του πάρτι, και λαμπαδιάζεις συγκλαδοκορμόριζη δύο μήνες ατέλειωτους προεκλογικούς, το μαρτυρικό καλοκαίρι 2007. Ιδια είσαι τότε και τώρα; Ιδια, άνιση, αντιφατική, μοιραία, ικανή για το άλμα, ικανή για την καταβύθιση.

Ασύμμετροι Ελληνες. Ράθυμοι καταφερτζήδες, κυνικοί ατομιστές, που εξυψώσατε την ατσιδοσύνη και κλείσατε το μάτι στη λαμογιά, που προσκυνήσατε την καταπάτηση και τη βαφτίσατε real estate, που ζηλέψατε τον μαυραγορίτη και τον φοροκλέφτη, που τιμήσατε με την ψήφο σας τον φαύλο και ανεχθήκατε υστερόβουλα τον ανάξιο. Μοιραίοι και άνισοι, που δεν στέρξατε να προσφέρετε ψίχουλο στο Κοινόν των Ελλήνων, μα τα ζητάτε όλα από το κράτος-πατερούλη και εκμαυλιστή.

Ασύμμετρε συνέλληνα, συμπολίτη, συνάνθρωπε, ας αφουγκραστούμε τώρα τη σιωπή της φρυγμένης γης. Νιώθουμε τη στάχτη της ξεκούρδιστης κοινωνίας, βλέπουμε στις οθόνες ανδρείκελα, κομμένες κεφαλές, διαρκείς υπομνήσεις της ενοχής, της δικής τους, και του δικού μας μικρού μερδικού.

Ας σκεφτούμε ποιοι είμαστε, εδώ που φτάσαμε.

[28.08.2007]

2.

Το πλήθος σαλεύει. Αντιδρά. Φορά μαύρα. Στέλνει sms. Αναζητεί την απολεσθείσα συλλογικότητα, το χαμένο σώμα, και το βρίσκει πρόχειρο, ψηφιοποιημένο ήδη, στο address book του κινητού και του λάπτοπ: το τέτοιο συλλογικό σώμα είναι απελπιστικά ρικνό, μια σκιά, είναι ουσιαστικά η παρέα και οι γνωστοί, αλλά είναι το μόνο ίσως σημείο εκκίνησης για την επανεύρεση του συλλογικού παιχνιδιού. Και μπορεί να πολλαπλασιαστεί, να πάει μακριά, σαν αλυσίδα από φρυκτωρίες. Οταν τα νεωτερικά δίκτυα ξεμένουν από σήμα, τα μεταδίκτυα συγκροτούνται ξαναβρίσκοντας το αρχαϊκό φλόγα-με-φλόγα, σώμα-με-σώμα.

Η μεσαία Ελλάδα δυσφορεί. Ξεφυσάει, σιχτιρίζει. Μα όπου κι αν στραφεί, αντικρίζει τοίχους. Εχασε την πίστη, έχασε τον λόγο. Η πίστη έγινε δεισιδαιμονία, έγινε φανατισμός· ο λόγος έχασε την κριτική του δύναμη, έγινε εργαλειακός, έγινε σύμβαση και χειραγώγηση. Η πολιτική διεξάγεται με αναθέσεις σε εργολάβους, με outsourcing. Η έκλειψη όλων αυτών επιτείνει τη δυσφορία. Κενό. […]

Σηκώστε τον ποδόγυρο! Διαπλέουμε τη Μεταδημοκρατία της Δυσφορίας…

[09.09.2007]

3.

Το περίβλημα στέκει όρθιο. Από μέσα όμως συντελείται διαρκώς μια εσωτερική κατάρρευση. Ενας φλοιός μάς συνέχει· η ψίχα φυραίνει αδιάκοπα. Η ψίχα είναι η ψυχή, η συλλογική ψυχή. Που δεν είναι πια ούτε ψυχή ούτε συλλογική […]

Η πολιτική ελίτ αιωρείται μέσα στο περίβλημα, στο κενό της κατάρρευσης, αυτονομημένη από το κοινωνικό σώμα, αυτονομημένη από τις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνίας, κινούμενη μόνο βάσει των δικών της ιδιοτελών αναγκών, κινούμενη αποκλειστικά για την αυτοαναπαραγωγή της. […]

Οικονομική ελίτ: εν μέρει παρασιτική, εν μέρει υπερεθνική, εν όλω προσοδοθηρική, και σε κάθε περίπτωση ελάχιστα αναπτυξιακή και ριψοκίνδυνη. Η χώρα αντιμετωπίζεται ως πεδίο άντλησης κέρδους και σπανίως ή ποτέ ως δημόσιος χώρος που πρόσφερε ευκαιρίες κερδοφορίας και αξίζει άρα να του επιστραφεί μέρος του κέρδους. Κατάρρευση. Η γνώση των ασυμμετριών, λειψή και στρεβλή το συχνότερο, εκβάλλει πάντα στην πίκρα, στον φθόνο, τη μνησικακία, τη μεμψιμοιρία, τη μοιρολατρική αποδοχή της κατάρρευσης.

Ηττημένος χωρίς μάχη, ο πολίτης μέμφεται και ταυτοχρόνως φθονεί τους προνομιούχους κατεδαφιστές, αυτούς που έχουν το προνόμιο να επιζούν ενώ τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Η μνησικακία όμως ή η διάχυτη μικροδιαφθορά δεν σώζει· δεν προσφέρει αυτοπεποίθηση, πίστη, ελπίδα, δύναμη για να αντιστραφεί η διαδικασία της κατάρρευσης. Ετσι, την κατάρρευση πυροδοτεί κάθε πλευρά: η αυτοαναφορική, σχεδόν αυτιστική πολιτική ελίτ, η προσοδοθηρική, σχεδόν μοχθηρή οικονομική ελίτ, η παραλυμένη από φόβο μεσαία τάξη, τα κατώτερα στρώματα εξουθενωμένα προ πολλού από την ανέχεια και την αμάθεια, ακόμη και η νεολαία που βλέπει το μέλλον της διαψευσμένο και μαύρο προτού καν δοθεί της ζωής.

Χωρίς στοιχειώδη αυτογνωσία, χωρίς αυτοπεποίθηση και στρατήγημα, αυτή η πολυσθενής κοινωνία κινείται φυγόκεντρα και αντινομικά, κανιβαλίζεται […] παράγει κατάρρευση· την κατάρρευσή της.

[18.04.2009]

Είδα βλέμματα σκοτεινιασμένα και πρόσωπα κατηφή, δεν αναγνώριζα τους συγγενείς και φίλους, που τους ξανάβλεπα από το καλοκαίρι. Στην παλιά γειτονιά μου, τα μαγαζιά κλειστά, τα καφενεία βουβά. Τρόμαξα. Και ντρεπόμουνα να πω ότι δεν αντιμετωπίζω προβλήματα, ότι η δουλειά μου πάει καλά…

Αυτή την Ελλάδα είδε ο Ελληνας από τις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2011. Παρόμοιες εντυπώσεις αποκομίζουν όσοι Ελληνες έρχονται απ’ έξω και βλέπουν την κατάσταση από απόσταση, σαν παρατηρητές. Βλέπουν αυτό που δεν μπορούμε πια να δούμε εμείς, επειδή το νιώθουμε, επειδή το πράττουμε· επειδή δεν μπoρούμε να δούμε τους εαυτούς μας. Οι απ’ έξω μεταφέρουν επίσης την πικρή αίσθηση ψυχρότητας, δυσπιστίας, κάποτε οίκτου, από την επαφή με αλλοεθνείς, κυρίως Ευρωπαίους. Ο Ελληνας αντιμετωπίζεται σαν φτωχός συγγενής που ζητάει δανεικά, μίζερος, οκνηρός, ανεπρόκοπος, πονηρός, ίσως και άτυχος, μα σε κάθε περίπτωση ηττημένος.

Απέναντι σε αυτό το νέο στερεότυπο ήττας και αποτυχίας, ο Ελληνας τι έχει να αντιπαραθέσει; Τη λαμπρή ιστορία, την κουλτούρα, την παράδοση. Δεν πιάνει. Την διεθνή συγκυρία κρίσης και χρέους, τη συστημική ασθένεια της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Ούτε αυτό πιάνει. Η στερεοτυπική προπαγάνδα σε λιγότερο από δύο χρόνια κατέφαγε το συμβολικό κεφάλαιο της Ελλάδας, όσο είχε συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες της δημοκρατικής και ευρωπαϊκής πορείας, με δυο-τρεις μηντιακές επιτυχίες του αφρού μάλιστα, το 2004.

Το χειρότερο όμως είναι ότι τη συκοφάντηση και την απαξίωσή μας, αφενός, την προκάλεσαν Ελληνες, με πρώτον τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Α. Παπανδρέου: στις απαρχές της κρίσης, διέσυρε τον ίδιο του το λαό που τον εξέλεξε, περιγράφοντάς τον συγκαταβατικά ως διεφθαρμένο, ενώπιον των κατάπληκτων ξένων ηγετών. Προσπαθούσε να αποσείσει από πάνω του την ιστορική ευθύνη για ό,τι φούσκωνε σαν κύμα; Αισθανόταν περισσότερο μέλος της διεθνούς ηγετικής ελίτ παρά μέλος του “καθυστερημένου” ελληνικού λαού; Ηταν ασυγχώρητα αφελής; Ηταν ανίκανος να σταθεί και να φερθεί σαν ηγέτης-πατέρας; Πολλές ερμηνείες μπορούν να δοθούν, το γεγονός όμως παραμένει ένα: η συμπεριφορά του πρώην πρωθυπουργού έπληξε ανεπανόρθωτα τη χώρα σε μια κρίσιμη στιγμή. Στο μέτρο μάλιστα που αυτή η αυτοσυκοφάντηση χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία από τους Ευρωπαίους συνομιλητές του Γ. Παπανδρέου κατά κόρον, για να μετατραπεί σταδιακά η Ελλάδα σε μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, μπορούμε να μιλάμε πλέον για εκ μέρους του προδοσία της λαϊκής εντολής και της εθνικής αξιοπρέπειας.

Η κρίση αποκαλύπτει ανθρώπους και ιδεολογίες. Δεν ήταν μόνο ο Γ. Παπανδρέου που έξω ντρεπόταν για τους συμπατριώτες του και τους λοιδορούσε. Κι άλλοι υπουργοί της μοιραίας κυβέρνησής του, μερικοί εκ των οποίων παραμένουν, είχαν παρόμοια συμπεριφορά: στους έξω έκλειναν το μάτι ότι συμφωνούν για το χάλι της χώρας, αλλά πώς να πείσουν τους ιθαγενείς; Ακολούθως στους ιθαγενείς είτε έκαναν κήρυγμα υπέρ αναγκαστικής προσαρμογής στις απαιτήσεις των έξω, είτε δεν έλεγαν τίποτε για να μην έχουν πολιτικό κόστος. Αλλοτε πάλι διάφορα αιματηρά πλην αδικαιολόγητα μέτρα φορτώνονταν στην τρόικα, ενώ η έμπνευση και εφαρμογή ήταν εγχώριας προέλευσης: Αφού το απαιτεί ο ξένος, τι να κάνουμε, να ρισκάρουμε τη δόση για τις συντάξεις;

Σταθερό μοτίβο σε αυτή τη διαδικασία ηθικής ερείπωσης της χώρας ήταν και είναι η πλήρης αποφυγή της ευθύνης, η παραμονή στην εξουσία με κάθε τρόπο, ακόμη κι αν έχει κατεδαφιστεί το κράτος, και τέλος η πνευματική και ψυχική υποτέλεια της κυβερνώσας ελίτ, στο όριο της εθελοδουλίας.

Δεύτερη, και σημαντικότερη ίσως, συνέπεια από τη διαδικασία ηθικής απαξίωσης και κατασπατάλησης του συμβολικού κεφαλαίου, είναι η εσωτερίκευση της ενοχής. Ο ελληνικός λαός, σε κατάσταση διαρκούς σοκ, βομβαρδισμένος από συνεχείς περικοπές εισοδήματος, φόρους, περιστολή των κοινωνικών υποδομών, βομβαρδισμένος και επικοινωνιακά, έφτασε να πιστέψει όλα όσα του προσήπταν, αδιακρίτως. Και τα ενδόβαλε. Και τα ενσωμάτωσε ως δική του αμαρτία και ως δική του παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ως κυτταρική ανωμαλία, ως εθνικό ιδεότυπο. Ειδικώς για τη διαφθορά και τη χλιδάτη διαβίωση υπεράνω των δυνάμεων του, ο ελληνικός λαός άκουσε, και εν πολλοίς αποδέχθηκε παρότι επίσης εξοργίστηκε, την παγκάλειο απόφανση “μαζί τα φάγαμε”. Μια καθολική εξήγηση για μια σειρά μερικών γεγονότων ― άρα μια ισοπεδωτική εξήγηση. Τούτη η απόφανση ήταν ο κορυφαίος χειρισμός για διάχυση της ευθύνης σε όλο το κοινωνικό σώμα, έτσι ώστε διασπειρόμενη να αραιώσει, να διαλυθεί και να σφραγίσει όλους με τη συλλογική ενοχή. Ολοι ένοχοι, κανείς ένοχος.

Σπατάληση συμβολικού κεφαλαίου, αυτοσυκοφάντηση από στόματα ηγετών, διάχυση ευθυνών, συλλογική ενοχή, υποτέλεια, διγλωσσία, εσωτερίκευση της ενοχής από την κοινωνία. Κάπως έτσι φτάσαμε στην σημερινή ηθική ερείπωση και την εθνική κατάθλιψη. Και αντί να κοιτάμε πώς θα διορθώσουμε τα πολλά και δομικά σφάλματα, πώς θα μετασχηματίσουμε την πολιτική σκηνή με δημιουργική καταστροφή, πώς θα ανατάξουμε την οικονομία και τη χώρα, σπαταλιόμαστε σε μια άγονη καζουϊστική, κατηγορώντας εαυτούς και αλλήλους· βιώνουμε μια καμπή σαν τελειωτική ήττα.

Γιατί αποκλείστηκε η Συγγρού, η μοναδική λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας της πρωτεύουσας, δύο φορές μέσα στον μήνα; Γιατί μυριάδες συμπολίτες μας έσπευσαν στα εγκαίνια δύο υπερκαταστημάτων ηλεκτρικών ειδών. Και γιατί συνωστίζονταν από τα ξημερώματα οι φυλές του λεκανοπεδίου; Για να συνεορτάσουν τα εγκαίνια; Ας πούμε, ναι. Για να επωφεληθούν των προσφορών, για να αρπάξουν την ευκαιρία, το λάπτοπ των 300 ευρώ, την ψηφιακή κάμερα των 99 ευρώ, την τηλεοράση TFT των 500 – κάτι, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Και περίμεναν μέσ’ στο λιοπύρι, σε ουρές ατελείωτες, να φτάσει η σειρά τους, να διαβούν τη θύρα, να τους δοθεί η χάρις, να περιπλανηθούν σε κατάφωτα ράφια, να διαγκωνιστούν με συγκαταναλωτές, να ψωνίσουν φτηνά ό,τι γκάτζετ, ό,τι εργαλείο λαχταράει η ψυχή ενός φτωχού ανθρώπου. Η ψυχή του ανθρώπου στον καταναλωτισμό.

Οι ουρές των προσφορών μπορεί να είναι πρωτόγνωρες στην Ελλάδα, σε τέτοια έκταση, αλλά δεν είναι άγνωστες σε άλλες πρωτεύουσες. Τα λανσαρίσματα νέων προϊόντων της Apple, λ.χ., προσελκύουν έξω από τα μαγαζιά της, αποβραδίς, χιλιάδες πελάτες, που θέλουν οπωσδήποτε να αποκτήσουν πρώτοι το καυτό γκάτζετ. Στην έναρξη των εκπτώσεων, ουρές σχηματίζονται έξω από τα πολυκαταστήματα πολυτελείας, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, σε κάθε μεγαλούπολη.

Στις κοινωνίες της κατανάλωσης, κάθε μικρομεσαίος, με περιορισμένο εισόδημα αλλά διεσταλμένες ανάγκες, περιμένει την ευκαιρία· μια μοναδική ευκαιρία για να εισέλθει στον υλικό παράδεισο. Ξέρει ότι πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση, να συλλάβει τη στιγμή, να ανταποκριθεί ακαριαία· αποδέχεται και μικροθυσίες, κόπο, ορθοστασία. Και ταπείνωση: αυτός ο ατομιστής μικροαστός, μοναχικός και εγωιστής, δέχεται να συμπεριληφθεί σε μια ανώνυμη πλέμπα, αλληλοϋποβλεπόμενων βουλιμικών, προκειμένου να φτάσει το Δισκοπότηρο: ένα κασμιρένιο πουλόβερ, μια κάμερα, ένα κινητό, ένα λάπτοπ, σε τιμή ευκαιρίας.

Η αρχόμενη ύφεση θα εντείνει ακόμη περισσότερο αυτά τα φαινόμενα. Οσο πιέζεται το εισόδημα, τόσο πιο εκτυφλωτική θα είναι η καταναλωτική φαντασμαγορία, τόσο πιο ακόρεστη η πείνα. Οι ουρές ευκαιριών θα μακραίνουν.

buzz it!

H γυναίκα μου καμάρωνε τα φυτά της στη βεράντα, τα ονομάτιζε και διέτρεχε σύντομο ιστορικό παγετώνων, καυσώνων και βασάνων. Διέκρινα μιαν αδυναμία στα μυριστικά, στη λουίζα που έπιασε επιτέλους, στο δυόσμο, τα βασιλικά, σγουρό και πλατύφυλλο, το δεντρολίβανο και τη ματζουράνα· μα και στη λεμονιά, που έκαψε ο χιονιάς του περασμένου χειμώνα, αλλά ζωντάνεψε πάλι.

Ζήλεψα. Και θυμήθηκα. Λουλούδια και φυτά που στόλισαν τον βίο μου, από την γενέθλια αυλή του Πειραιά ώς τα μπαλκόνια των Εξαρχείων, μέσω Μυκόνου και Σύρου.

Θυμήθηκα ότι στον ενήλικο βίο μου δέθηκα συναισθηματικά, βαθιά, με δύο φυτά: το κεράκι και το φούλι. Αυτά μοσχομύριζαν επί πολλά χρόνια το εργένικο μπαλκόνι των φοιτητών, αυτά με συνόδεψαν στον έγγαμο βίο. Τα προσφιλή της, η κληρονομιά της, της θείας Μανταλένας, ό,τι κράτησα απ’ αυτήν όταν πέρασε απέναντι: την ευωδιά της μνήμης της. Κάθε που άνθιζαν, τη θυμόμουν· όταν τα πότιζα, τη θυμόμουν· όταν τα μύριζα, ήταν εκεί. Και πόσο ωραία φυτά, τι λουλούδια…

Ολη η ζωή μπορεί να αντιστοιχιστεί με φυτά, άνθη, χρώματα και μυρωδιές. Τα πρώτα που θυμάμαι ήταν της μάνας μου, στην αυλή και στη ταράτσα: θηριώδη δεντρόφυλλα, γαριφαλιές και ντάλιες. Η πιο ζωηρή παιδική ανάμνηση είναι οι ντάλιες, μωβ. Και οι παπαρούνες, Πάσχα του Μαραθώνα.

Η Μύκονος πρόσφερε κεφαλάγκαθα και ασφοντίλια αποξεραμένα, παντού μες στο σκληρό φως και το μελτέμι· αθάνατους κάπου στη Χώρα, λυγαριές στα λαγκάδια, ευωδιαστά τριαντάφυλλα στο στερνάκι του απάνω κήπου, κρινάκια της άμμου στον Κόρφο, γεράνια και γαριφαλιές σε ντενεκέδες φέτας αφημένους σε πεζούλες και γλυμμένους γρανίτες. Στο φόντο, τα δέντρα αυτής της φρυγμένης γης: φραγκοσυκιές, αμπέλια, συκιές, ευκάλυπτοι, ένας ταλαίπωρος αξός, μια συκαμνιά, λεμονίτσες προστατευμένες πίσω από καλαμιώνες. Και καλαμιώνες να θροϊζουν, να τραγουδούν, να φιλοξενούν αποδημητικά.

Στη Σύρο με υποδέχτηκαν γιασεμιά και γαρδένιες. Τα γιασεμιά, χιώτικα, αράπικα, τα έφτιαχναν γιρλάντες. Τις γαρδένιες τις έβαζαν σε μια κουπίτσα με νερό και κρατούσαν όλη τη βεγγέρα. Η Ερμούπολη, η Σύρος, ήταν αστική.

Κι ήταν εργατική και εγκαταλειμμένη. Στα αναρίθμητα χαλάσματα, στα “βουλιστά”, βασίλευαν οι μελισσιές και οι μολόχες, με ωραία άνθη, κι οι άσπλαχνες τσουκνίδες: αυτές εδέσποζαν στις εξερευνήσεις των τοπικών αγυιόπαιδων Χωκ Φιν. Σαν καλοκαίριασε, είδα την κάππαρη, καταρράκτη στους θαλασσόβραχους. Και παντού, πάντα, οι πελώριοι φοίνικες στην θεσπέσια Πλατεία, την κλειστή ιταλική πλατεία, σαν Ντε Κίρικο χωρίς τη μεταφυσική, στα πόδια του υπερήφανου δημαρχιακού μεγάρου· πελώριοι φοίνικες οριεντάλ, στην καρδιά του πιο συμπαγούς νεοκλασικισμού: Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Παλέρμο και Νάπολη, σμίγουν με γιασεμιά και γαρδένιες καταμεσής του Αιγαίου. Οι φοίνικες… Μετά τους συριανούς, ο φοίνικας που θυμάμαι περισσότερο φυτρώνει στην καρδιά του δηλιανού ερειπιώνα, ένας μονάχος, έτσι το θυμάμαι σε μια παιδική εκδρομή· κάτω απ’ τον λιγνό ίσκιο του, μου είπαν, κάτω απ’ το ανελέητο ηλιόφως ( το ‘νιωθα να μου τσουρουφλίζει τα βλέφαρα και διψούσα), γέννησε η Λητώ τον Απόλλωνα και την Αρτεμη. Φοίνικας, Φοίβος, Ηλιος. Δήλος.

Φυτά και άνθη τυλίγουν τις ζωές, και τις ποτίζουν γεωγραφίες, ταξίδια, υβρίδια, παράξενους γάμους, μεταφυτεύσεις και μετασχηματισμούς, συγκρητισμό· συγκρητισμό, αυτόν κυρίως. Πολύ αργότερα, διαβάζοντας για τη Μεσόγειο από τους ιστορικούς των Annales, έμαθα κατάπληκτος και γοητευμένος πότε ήρθαν εδώ τα δικά μας, τα μεσογειακά φυτά: η ασιατική γαρδένια και ο αυστραλιανός ευκάλυπτος, η αμερικανίδα ντομάτα, η πορτοκαλιά, ό,τι ήταν σήμα μας είχε έρθει από μακριά και ρίζωσε βαθιά κι έμεινε. Αυτή η γνώση δεν τα έκανε λιγότερα δικά μου.

Δεν μου αρέσει, μα την αγαπώ. Είμαι εγώ, όσο είμαι Κυκλάδες κι Αρχιπέλαγος. Στην Αθήνα η ζωή των φυτών ξεκίνησε με έναν φίκο. Σιωπηλό, ασκητικό, αόρατο, με ελάχιστες απαιτήσεις. Οι εγωιστές μετέφηβοι, για πολλά χρόνια δεν θα διέθεταν περισσότερο χρόνο και φροντίδα, παρά μόνο για τον μικρόφυλλο φίκο και το ανάλογο μπέντζαμιν. Θέριεψαν, παρ’ όλ’ αυτά, και μεταφυτεύτηκαν στο νησί. Κι εκεί το μπέντζαμιν-μπένγιαμιν άνθισε παράφορα και γεννοβόλησε.

Υστερα συντρόφεψα με το κεράκι και το φούλι ― τα ‘παμε. Αποχαιρέτισαν.

Τώρα ποτίζω ένα μπονζάι στο γραφείο, στο περβάζι κάτω απ’ τις περσίδες. Κι έναν πλατύφυλλο βασιλικό στο μπαλκονάκι του ακάλυπτου, στο σπίτι.

Ένα βλέμμα, Καθημερινή 22.06.2008

Ζωγραφική: Άννα-Μαρία Τσακάλη, 2007

buzz it!

Είναι κοινότοπο, μα κάποτε ισχύει: Οι ιδεολογικές – πολιτικές συζητήσεις στην Ελλάδα διεξάγονται με διαφορά φάσεως. Οταν «έξω» ξεθυμαίνουν, εδώ φουντώνουν. Ετσι έγινε με τον νεοφιλελευθερισμό και τη λατρεία της ελεύθερης αγοράς. Ανακαλύφθηκαν ως καθολική αλήθεια στη διάρκεια της δεκαετίας ’90, εφαρμόστηκαν ληστρικά στη φούσκα του Χρηματιστηρίου, εφαρμόστηκαν με μια σειρά βεβιασμένων ιδιωτικοποιήσεων, από κεντροαριστερούς και κεντροδεξιούς μάγους, σχηματίστηκε ένας νέος λόγος, ένα μονότονο discours στο οποίο συμφύρονται κοσμοπολιτισμός, ατομικά δικαιώματα, αντιεθνισμός, ορθοφροσύνη, ευγενικές διακηρύξεις και κυνικές αποσιωπήσεις. Διαμορφώθηκε έτσι μια επιπολής ιδεολογία, με χαρακτηριστικά ιδεοληψίας, ένα σύστημα εμμονών, συνταγών και αυτοαπαντώμενων ερωτημάτων. Αυτό το ιδεολόγημα είναι κατ’ ουσίαν ένας διαρκής αναγωγισμός: Το Κακό είναι το κράτος, το Καλό είναι η αγορά, η αγορά αυτορρυθμίζεται, οι κοινωνίες αυτορρυθμίζονται όπως οι αγορές. Αρα η κοινωνία είναι αγορά.

Παρά την ισχυρή κρατικιστική παράδοση, και παρά την πελατειακή σχέση πολίτη και κράτους στην Ελλάδα, το ιδεολόγημα της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς – κοινωνίας έχει εξαπλωθεί, στρεβλό, επίμονο, φανατικό: Αξιώνει καθολική ισχύ και εφαρμογή σε κάθε πτυχή του κοινωνικού. Τα αποτελέσματα θα ήταν ισχνά, αν υπήρχε επαρκής λόγος και δράση εκ μέρους της πολιτικής ελίτ, αλλά και της πολιτικής κοινωνίας. Ομως η πολιτική ελίτ, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι πρόθυμη να εκχωρήσει δημόσιο χώρο, ακόμη και εξουσίες, είτε για να διατηρήσει τα δικά της προνόμια είτε διότι αδυνατεί να κατανοήσει τη ρέουσα πραγματικότητα. Φτάνουμε λοιπόν στο παράδοξο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι ή κρατικοί μάνατζερ να κηρύσσουν τη μείωση ή και εξάλειψη του κράτους, αντλώντας μισθούς, προνόμια και αυθεντία ακριβώς από το κράτος! Το παράδοξο αυτό βέβαια δεν είναι απλώς φαιδρό, αλλά δείχνει και το ηθικό έλλειμμα αυτής της ελίτ. Αυτή η εγκατάλειψη θέσεων, η παράδοξη αυτοκαθαίρεση, έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις, και κυρίως εκδικείται τους πολιτικούς που είναι απρόθυμοι να δράσουν πολιτικά, προτιμώντας να δρουν σαν τεχνοκράτες.

Το έλλειμμα κύρους στον πολιτικό κόσμο φάνηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν ένας πλούσιος μάνατζερ, επικεφαλής χρηματοπιστωτικού οργανισμού, αντιπαρατέθηκε με τους αιρετούς εκπροσώπους του ελληνικού λαού στο Κοινοβούλιο. Ο μάνατζερ–επιχειρηματίας είναι γνωστός στο πανελλήνιο από τις καυτές εξαγορές του και τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας· είναι γνωστός επίσης από τις αγωγές που έχει καταθέσει εναντίον των ηγετών κομμάτων της αντιπολίτευσης, επειδή του άσκησαν «ανάρμοστη» κριτική. Προσερχόμενος λοιπόν στη Βουλή, ο μάνατζερ–δικηγόρος είχε ήδη ορίσει συμβολικά το πολιτικό του πεδίο: Είναι τα αστικά δικαστήρια και ο χρηματικός πόλεμος, εφόσον ο ίδιος κρίνει ότι οι πολιτικοί τον θίγουν.

Στο πεδίο της Βουλής, τώρα, ο μάνατζερ αμφισβήτησε τη διαχειριστική επάρκεια της κυβέρνησης στην ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και, εμμέσως, τη σύνολη ικανότητα των πολιτικών στη διαχείριση της κοινωνίας – αγοράς. Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πεντάωρη συζήτηση του επιχειρηματία–μάνατζερ με τους βουλευτές είναι αποκαλυπτική για τις παρούσες σχέσεις οικονομίας και πολιτικής, με πολλούς τρόπους.

Κατ’ αρχάς, δείχνει την πολιτική (έστω, την τρέχουσα πολιτική) να δέχεται οδηγίες, και λοιδορίες ακόμη, από την οικονομία, και μάλιστα από τον πιο ανεξέλεγκτο και ισχυρό τομέα, τον χρηματοπιστωτικό, τα funds. Είναι φανερό ότι η εντοπισμένη συσσώρευση κεφαλαίου σε νευραλγικά πεδία του δημόσιου χώρου, όπως λ.χ. οι μεταφορές ή οι τηλεπικοινωνίες, παράγει πυρηνική, σκληρή πολιτική. Ο μεγαλομέτοχος γίνεται πάραυτα θεσμικός, και εν ονόματι του χρήματός του, απαιτεί να διαμορφώσει τον δημόσιο χώρο – προς όφελός του φυσικά. Και το δικαιούται, σύμφωνα τουλάχιστον με τις κυρίαρχες δοξασίες των πολιτικών – είπαμε, η κοινωνία λειτουργεί σαν αγορά.

Τι να αντιτείνουν λοιπόν οι πολιτικοί στον επενδυτή–κερδοσκόπο, που αξιώνει πολιτική ισχύ, όταν οι ίδιοι του έχουν προσφέρει την αξίωση, κι όταν οι ίδιοι διατείνονται ότι θέλουν να διοικήσουν το κράτος σαν επιχείρηση; Εγκλωβισμένοι στα ιδεολογήματά τους, οι πολιτικοί–μάνατζερ είναι αναγκασμένοι να λοιδωρούνται από τον επενδυτή–μάνατζερ, ο οποίος τους υπενθυμίζει τη βαθύτερη αλήθεια της χρηματοπιστωτικής θρησκείας: Κυβερνά το χρήμα.

Οσο κι αν δεν εμπιστεύεσαι κάποιους πολιτικούς, όσο κι αν δεν εκτιμάς τις ικανότητές τους, όσο κι αν αμφιβάλλεις για την ανιδιοτέλειά τους, παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορείς να ανεχθείς να ταπεινώνονται οι εκλεγμένοι από έναν πλούσιο μάνατζερ, από την Ανεξάρτητη Αρχή του Χρήματος. Διότι και το χρήμα έχει την ηθική του, υπόκειται σε περιορισμούς, υπακούει σε κανόνες· διαφορετικά, δεν μιλάμε για συντεταγμένη έλλογη δημοκρατία, με πρόνοιες και εξασφαλίσεις, αλλά για αρένα με μονομάχους και θηρία, για τον άλογο κόσμο του Κασπάρ Χάουζερ, όπου νικητής θα είναι ο τύραννος.

Χρέος της πολιτικής κοινωνίας είναι να υπερασπιστεί την πολιτική έναντι του αρρύθμιστου χρήματος, την ελεγχόμενη και λογοδοτούσα δημοκρατία έναντι του ανέλεγκτου και άπληστου πλούτου. Η συζήτηση διεθνώς, με αφορμή μάλιστα τη μεγάλη οικονομική κρίση, αφορά ακριβώς αυτή την ηθική ισορροπία, την κλονισμένη από τη χρηματοπιστωτική απληστία. Αυτό επισήμαναν την Παρασκευή 23 Μαΐου, σε κοινό τους άρθρο–μανιφέστο, με τίτλο «Δεν πρέπει να μας κυβερνά η χρηματοπιστωτική τρέλα» (ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά) 14 από τους επιφανέστερους πολιτικούς της Ευρώπης, πρώην ηγέτες της Κομισιόν, καγκελάριοι και πρωθυπουργοί, υπουργοί Οικονομίας – ανάμεσά τους οι Χέλμουτ Σμιτ, Ζακ Ντελόρ, Μάσιμο ντ’ Αλέμα, Λ. Ζοσπέν, Μ. Ροκάρ κ.ά. Στο κείμενό τους επανέρχονται διαρκώς «ξεχασμένες» λέξεις: Ρύθμιση, ηθική, παρέμβαση, ανισότητα, ό,τι πολεμήθηκε λυσσαλέα από τον δαρβινισμό της κερδοσκοπίας. «Ο κόσμος του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει συσσωρεύσει μια γιγαντιαία μάζα πλασματικού κεφαλαίου, η οποία όμως δεν βελτιώνει παρά ελάχιστα την ανθρώπινη ύπαρξη και τη διατήρηση του περιβάλλοντος» – αυτά τα λόγια δεν προέρχονται από ουτοπιστές ακαδημαϊκούς, αλλά από ανθρώπους που όρισαν τη μοίρα της Ευρώπης για πολλά χρόνια.

Το κείμενο των «14» είναι ιστορικής σημασίας. Δείχνει ότι η πολιτική στην Ευρώπη είναι ζωντανή ακόμη, ότι διεκδικεί τον ζωτικό της χώρο, αυτόν που είχε εκχωρήσει στις τράπεζες και σε θολά στρατηγήματα περί ανταγωνιστικότητας. Δείχνει επίσης ότι οι πρωτεργάτες των σιδερένιων συμφώνων σταθερότητας κάνουν εμμέσως την αυτοκριτική τους, όταν διαπιστώνουν: «Το 2000 είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση την πιο ανταγωνιστική περιοχή του κόσμου. Η φιλοδοξία αυτή επαναβεβαιώθηκε το 2005. Πρέπει να εγγυηθούμε πως η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης θα υποστηρίζεται και δεν θα υποσκάπτεται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές».

Οι δικοί μας πολιτικοί ηγέτες, οι καθηλωμένοι σε παλαιά ιδεολογήματα, οι λοιδορούμενοι πλέον από τα θηρία της αγοράς που και οι ίδιοι εξέθρεψαν, ας σπεύσουν να μελετήσουν και να κατανοήσουν το κείμενο των 14 συναδέλφων τους. Ισως νιώσουν την ανάγκη της επανόδου στην πολιτική.

Καθημερινή 01.06.2008

Electric Alice (the video)

Don’t the stars look good tonight
Thought Electric Alice
In the pale moonlight

Don’t the moon look big and bright
Thought Electric Alice
In the pale moonlight

I thing I hear a baby cry
Thought Electric Alice as she passed by
Makes me feel like I’m a little child again
Thought Electric Alice in the silver rain

Είχα καιρό να συγχρωτισθώ επί μέρες με το σινάφι των καλλιτεχνών και των κριτικοθεωρητικών, σινάφι καταγωγικό και αγαπημένο μου. Πέρασα δυόμισι μέρες συγχρωτισμού, στο φιλόξενο Μέτσοβο, και μισή μέρα στα Γιάννενα, και τις χάρηκα εκτάκτως· και διότι επανασυνδέθηκα με τη φυλή και με φίλους, αλλά και διότι αντάμωσα μερικά μωρά που με πυροδότησαν απρόσμενα. Ναι, μωρά.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ξεκαθαρίζω το αρχείο, δηλαδή, σημειώσεις, εικόνες, αποδείξεις, ορνιθοσκαλίσματα σε χαρτοπετσέτες. Δεν ρωτάω τίποτε, το αρχείο μιλάει μόνο του ― μάλλον, μουρμουρίζει τα δικά του, κι ο νους μου γέρνει προς αυτά π' ακούει. Τα πιο ομιλητικά ―εννοώ: πιο υποβλητικά― είναι τα αποκόμματα ταξιδιών. Μπιλιέτα από το βαπορέτο, καρτολίνες των γερμανικών σιδηροδρόμων, κάρτες επιβίβασης, βάουτσερ για γεύμα complimentary μετά από ακύρωση πτήσης, σουβέρ από το ξενοδοχείο Ζάχερ, ένα μικροσκοπικό κουταλάκι, μια ουγγρική κάρτα ακατανόητη, τουρκικές λίρες, ντιέτσι μίλε λιρέτες, ένα δεκάμαρκο, ένας κατάλογος έκθεσης σε τσέχικα και γερμανικά.
Δεν ξέρω ακριβώς γιατί τα κρατάω, γιατί τα κρατούσα. Καθώς στέκομαι αμφίβουλος απέναντι τους, να τα πετάξω, να τα καταχωνιάσω πάλι, αρχίζω να υποθέτω. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Η μουσική του καλοκαιριού ερχόταν από παλιά, κι από την Ικαρία. Ηταν ένας σκοπός δημώδης, αγαπημένος, οικείος· ο «καριώτικος» σου ταράζει τα πόδια, σε σπρώχνει στον γύρο, να χορέψεις, να εκφραστείς. Kι ήταν παιγμένος ηλεκτρονικά, techno, κι αυτό παραδόξως τον έκανε ακόμη πιο οικείο, τον έκανε σημερινό, αγαπημένο. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.818 hits