You are currently browsing the tag archive for the ‘Μύκονος’ tag.

Ενας αναγνώστης ζήτησε να γράψω δυο λόγια για το Πάσχα του καλοκαιριού. Τον Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας. Εκ τν υστέρων, λοιπόν. Είχε δίκιο για το «Πάσχα»: τη βραδιά της εορτής, ακούω και βλέπω πυροτεχνήματα, σποραδικές εκπυρσοκροτήσεις, σαν μπαλοθιές, χιλιάδες οχήματα οργώνουν τους δρόμους, αφίσες με πάρτυ γεμίζουν κάθε στύλο της ΔΕΗ, εδώ κι εκεί ανεμίζουν λάβαρα της Βίση, εκατοντάδες αεροπλάνα προσεγγίζουν ή εγκαταλείπουν το αεροδρόμιο ανά δεκάλεπτο, ένας αχός σηκώνεται πάνω απ’ το νησί, βουή, αντάρα, τεστοστερόνη, προσδοκίες, αταβισμοί. Μύκονος.

Απέναντι, άλλος αχός. Οι φίλοι που μας ήρθαν από απέναντι, περιέγραφαν και πάλι ό,τι έχουμε δει στο νησί της Μεγαλόχαρης, αυτές τις μέρες. Την άνοδο στα γόνατα, τους Ελληνες προσκυνητές, τους καταυλισμούς των τσιγγάνων ταμένων, τους Αιθίοπες Μονοφυσίτες ταξιδιώτες, τα ειλικρινή δάκρυα μπρος στο εικόνισμα, τα πλήθη πέριξ του ναού, το εμπόριο και την πίστη, έτσι που φαντάζεσαι ήδη τον Ιησού, άλλοτε με το φραγγέλιο κατά των εμπόρων, και άλλοτε να γιατρεύει παραλυτικούς, λεπρούς, τυφλούς, δαιμονισμένους στην κολυμπήθρα της Μεσογείου. «Η πίστις σου σέσωκέ σε».

Στο ένα νησί θα έλεγε αυτό. Στο άλλο, απέναντι, θα έλεγε ίσως: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε έστι χρεία». Γιατί, όπως εξηγούσα στους φίλους, τα δυο νησιά φέρουν το καθένα την διττή κληρονομιά της γειτόνισσας Δήλου: το ιερό και το χρήμα, την αγιότητα και την πορνεία, την υπερβατικότητα και την εμπορία ανθρώπων, κτηνών, πραγμάτων, το πνεύμα και τη σάρκα. Τα συμβολικά φορτία καθρεφτίζουν την ουσία των ανθρώπων. Τις διαρκώς διπλές όψεις, τις αντινομίες, τις συγκρούσεις, δημιουργικές και φθοροποιές εν ταυτώ.

Αν γυρεύαμε λοιπόν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα για το Πάσχα του καλοκαιριού, θα ήταν αυτή η αμφίστομη ένταση, η τανυσμένη συνύπαρξη ιερού και κοσμικού, ένυλου και υπερβατικού, υπερδιέργερσης και ραστώνης. Το σώμα χαϊδεύεται με ήλιο και θάλασσα, η ψυχή ποδίζει στ’ ανοιχτά, και βαθμιαία σώμα και ψυχή συντονίζονται, συντήκονται στο φως, μνήμες και προοράσεις σμίγουν, εδώ οι τεθνεώτες εντοιχισμένα οστά σε έρημα ξωκκλήσια, εδώ και η ριγηλή ματαιότης, τα κυνηγητά εφήβων πόθων, εδώ κολυμπούσες νήπιο, κι εδώ μεσόκοπος παρατηρείς μελαγχολικά το αλαλάζον πλήθος.

Μέρη πια του περιοδεύοντος πλήθους, παρατηρούμε τους άλλους του Αυγούστου, τους διπλανούς, και βλέπουμε τους εαυτούς μας. Νιώθουμε μόνοι: «ερημία μιας απέραντης ταξιδιωτικής δραστηριότητας» λέει ο Xάιντεγκερ, και εννοεί τον τουρισμό. Φταίει και η ηλικία, ακόμη και σαν επίνοια, αν όχι σαν βούλιαγμα, για τούτο το μελαγχολικό βλέμμα, τον γλυκόπικρο αναλογισμό. Οσο κι αν αρνείσαι την αγέλη, είσαι ένα κλαράκι που το παρασέρνει το ποδοβολητό.

Αλλά και το κατοπτρικό του: Η ροή του πλήθους στα αυγουστιάτικα πεδία είναι ροή ζωτικότητας. Είναι ένα ποτάμι που κατεβάζει χυμούς ζωής, αισιοδοξίας, νερά τόνωσης και νερά εξαγνισμού, κι όλα τα κλαράκια παρασύρονται πάλι, αλλά τώρα αναζωογονητικά, σε μια πορεία όχι αφανισμού αλλά εξαγνισμού, προς την κάθαρση.

Να ρεμβάζεις αλλά και να δίνεσαι της ζωής, να μελαγχολείς δημιουργικά, αλλά και να αντλείς χυμούς απ’ τη φύση, να κωπηλατείς προς το μέλλον. Τέτοια είναι η λειτουργία του αυγουστιάτικου Πάσχα, της μεσογειακής κορύφωσης του θέρους. Τέτοια ήταν, τέτοια θα ’ναι, όταν εμείς δεν θα υπάρχουμε.

melpo

Βρισκόταν στο Αρχείο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Το γαλλικό μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη, γραμμένο τα χρόνια του Παρισιού, ανάμεσα 1947-49: «Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη», ανάμεσα σε δύο στάσεις μετρό, η περιοχή της, η διαμονή. Αυτοεξόριστη από την Ελλάδα, λίγο προτού εξορισθεί κι απ’ τη Γαλλία, δοκιμάζει τη φωνή της στα γαλλικά. Εξοχα, λένε οι γαλλόφωνοι. Εξοχη και η απόδοσή του στα ελληνικά, από την Τιτίκα Δημητρούλια, η οποία ακολούθησε τους δρόμους που υπεδείκνυε η ίδια η συγγραφέας, καθώς αρκετά μοτίβα και χωρία τα είχε μεταφέρει σχεδόν αυτούσια σε μεταγενέστερα βιβλία της. Εξοχη και η εισαγωγή της Μαρίας Μικέ, που επιμελήθηκε το όλο εγχείρημα.

Οι δύο φιλόλογοι, που λατρεύουν τη Μέλπω, με κάλεσαν να πω δυο λόγια για το βιβλίο, μαζί με τη σπουδαία συγγραφέα Μάρω Δούκα και την εκλεκτή ιστορικό Πόπη Πολέμη, που έχουν δουλέψει εκτενώς πάνω στην Αξιώτη. Οποία τιμή! Προσπάθησα:

Να μιλήσω για τη Μέλπω είναι σαν να προσπαθώ να ξεχωρίσω το πρόσωπο από το έργο. Α, μα είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αυτόν τον άνθρωπο από την ομιλία του, τον πολυτάραχο βίο από το διαρκώς γραφόμενο βιβλίο της ζωής της. Την γέννησε η ελληνική γλώσσα, γκαστρωμένη από ποιητάρηδες και λογίους, τη διάλεξε η γλώσσα για να δώσει φωνή στον 20ό αιώνα. Το γράψιμο την ζει, όσο γράφει θα ζει. Αυτό φοβάται: όταν θα πάψει να γράφει, όταν θα χάσει τις λέξεις, θα γίνει αρχαίο πιθάρι, θα πάψει να υπάρχει. Κι έτσι, όπως προφήτεψε και φοβόταν, συνέβη: έσβησαν οι λέξεις, έσβησε ο νους, έσβησε η ζωή της.

Ομως η άλλη προφητεία της δεν βγήκε: δεν ξεχάστηκε, δεν την ξεχάσαμε. Τη μνημονεύουμε, η ομιλία της δονεί και συνεπαίρνει, η γραφή της την κρατάει ζωντανή στις διάνοιες και τις καρδιές μας, είναι η σκοτεινή τρυγόνα, ο «κάβουρας», είναι η ψηλή ξερακιανή κυρία με τα φλογισμένα μάτια και τη μυτόγκα που ξεκρεμνούσε, το ολιγομίλητο ξωτικό με πανωφόρι κατακαλόκαιρα, είναι το ασημένιο σουβριάλι το ιδρυτικό, είναι η δική μας Βιρτζίνια Γουλφ, είναι η Λίζα και η Κάδμω που ιστορεί τον τρομερό Εικοστό Αιώνα των πολέμων, των εμφυλίων και των εκτελέσεων, η Κάδμω που ζει συνομιλώντας με τους νεκρούς της, τη Μάρω, τη Λουκία, που διασχίζει τον χρόνο καρκινικά, πλαγίως, άνω-κάτω και μπρος-πίσω, σμίγοντας τους παλαιούς με τους σύγχρονους, τους ξωμάχους με τους ήρωες, τον μηχανικό με τον τυφλό συγκολλητή αρχαίων αγγείων, είναι η Κάδμω του νόστου, μια θηλυκή Οδυσσέας που αυτοϊστορείται υφαίνοντας το έπος της με τη γλώσσα των παιδιών και των αγράμματων, των ονειροπαρμένων και των παραλοϊσμένων, είναι η Μέλπω που στοιχειώνει τα σοκάκια της Μύκονος καθώς πολεμά με το μελτέμι στις ανεμοδαρμένες μπούκες του Γιαλού, είναι η παιδική καρδιά, η φλωμπερική cœur simple, κι είναι ο στρόβιλος των μοντέρνων καιρών:

«Και ίσως θα χρειαστεί εμείς τώρα να ξαναπλάσομε μια παιδική καρδιά για να μπορούμε να διαβάσομε.» (Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; 1940)

Δεν είναι εύκολο να μιλήσω για την Μέλπω. Γιατί η Μέλπω για μένα είναι η Μύκονος, ο τόπος των παιδικών καλοκαιριών, της εφηβείας και της ενηλικίωσης. Είναι το Αρχιπέλαγος.Γιατί η Μέλπω με ποτίζει υπαρξιακά· η πρόζα της, η φωνή της, ο ίσκιος της, φωτίζουν τα πρώτα μου βήματα στους λευκούς λαβύρινθους της Χώρας, η φωνή της είναι η φωνή της λαλάς μου, της γαλανομάτας Κατερνώς που έλεγε ομηρικά ‘θα σου πέψω μιαν όρνιθα’, είναι τα μελωδικά παραμιλητά των γραϊδίων, της Ζαμπελώς, της Αρχοντούλας, της Τομαζίνας, το σούρουπο στις πεζούλες· η φωνή της Μέλπως είναι το σκώμμα των ψαράδων και των βαρκαραίων, είναι ο μεσαιωνικός θρύλος του μυκονιάτη απέθαντου, του Βουρβούλακα, είναι η ιστορία του πειρατή Μανώλη Μερμελέχα που νίκησε τη χολέρα και τον φωνάζαν ‘μόρτη’, είναι η ιστορία της Μαρίας της επιλεγομένης Γαλαζιανής, ήτις ξεμυάλιζε τους νοικοκυραίους και ζούσε βίον ακόλαστον και εξορίστηκε από το Κοινόν των Μυκονίων, είναι οι Γιαλούδες που βγαίνουν στη Λαγκάδα με πανσέληνο· η φωνή της Μέλπως είναι το παρ’ ημίν αρχαιότατο stream of consciousness που ξεκινά σαν αφήγηση σε βεγγέρα, γίνεται ποίημα, γίνεται εμμελής πρόζα και τυλίγει το Αρχιπέλαγος, επιστρέφει στη γενέθλια γη, στη Μύκονο· είναι ό,τι χάθηκε κι ό,τι απομένει.

Το αυθόρμητο δημοψήφισμα σε Πάρο και Αντίπαρο για τη διαφύλαξη του συστήματος δημόσιας υγείας πρέπει να βάλει σε σκέψεις την κυβέρνηση και όλους μας. Οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν σε μερική εξυγίανση του ΕΣΥ, κυρίως ως προς την καταχρηστική φαρμακευτική δαπάνη, αλλά ταυτόχρονα διά των οριζοντίων περικοπών οι δομές δημόσιας υγείας συρρικνώνονται. Την περιστολή αυτή της δημόσιας υγείας στηλιτεύει και το Ευρωκοινοβούλιο στην προσφατη έκθεσή του για τον κοινωνικό αντίκτυπο της δημοσιονομικής λιτότητας σε τέσσερις χώρες της ευρωζώνης. Η απαίτηση των Παριανών άρα, για απρόσκοπτη πρόσβαση στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, είναι εύλογη και απολύτως θεμιτή, με κριτήρια ισοπολιτείας εθνικά και ευρωπαϊκά.

Βεβαίως, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι πολλές δομές, όπως τα Κέντρα Υγείας, έχουν υποφέρει στο πρόσφατο παρελθόν από κακοδιοίκηση, σπατάλη πόρων, επιζήμιους διορισμούς ημετέρων. Αυτά θα έπρεπε ήδη να έχουν διορθωθεί. Οχι όμως να φτάσουμε στο σημείο να μην υπάρχει καρδιολόγος ή ορθοπεδικός στα νησιωτικά Κέντρα Υγείας.

Η Ελλάδα είναι κατεξοχήν νησιωτική χώρα, και αυτή η ιδιομορφία της συνιστά μοναδικό αποθετήριο φυσικού και συμβολικού πλούτου, ανεκτίμητο πνευματικά, πολιτιστικά, γεωπολιτικά. Τα νησιά είναι επίσης σημαντικό υλικό κεφάλαιο, λόγω τουρισμού κυρίως. Η διαμαρτυρόμενη Πάρος, η ταλαιπωρούμενη Σαντορίνη, η υποστελεχωμένη Μύκονος, είναι τα πιο προβεβλημένα εργοστάσια τουρισμού στο Αρχιπέλαγος. Οι εξασθενημένες υποδομές αποθαρρύνουν την δημογραφική ανάπτυξη και την ανανέωση του νησιωτικού πληθυσμού.

Επιπλέον, υπονομεύουν την περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισμού, σε μορφές τουρισμού πιο μακροχρόνιες και αποδοτικές. Πώς θα πεισθεί να διαχειμάσει ο ξένος, ιδίως ο συνταξιούχος, όταν το νησί δεν προσφέρει ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας; Πώς θα αναπτυχθούν νέες μορφές τουρισμού, όπως ο ιατρικός και ο τουρισμός τρίτης ηλικίας, χωρίς υποδομές;

Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι εργαλείο, δεν είναι ιερό δόγμα. Απαιτούνται ευελιξία, κατανόηση, ευφυείς προσαρμογές. Ιδίως αν πρόκειται για τους όρους επιβίωσης του Αρχιπελάγους, συμβολικού πυρήνα του ελληνισμού και του μεσογειακού κόσμου.

paradise

Περπατώ στους αυγουστιάτικους δρόμους του αθηναϊκού κέντρου, με λεπτό ξηρό καύσωνα και άπλετο φώς. Η πόλη έχει αδειάσει και είναι πιο μελαγχολική από τόσους πολλούς Αύγουστους που την έχω ζήσει. Σαν εγκαταλειμμένη, σαν να την έχουν παρατήσει. Κοντοστέκομαι μπρος σε κατεβασμένα ρολά: έκλεισε για πάντα ή για Δεκαπενταύγουστο. Εύχομαι το δεύτερο, να έχουν παρατήσει την Αθήνα για ν’ απλωθούν στην ενδοχώρα, ή να απλώσουν την πόλη ευδαιμονικά στο αρχιπέλαγος.

Ευχόμαστε το δεύτερο με τους εκλεκτούς φίλους και τσουγκρίζουμε· πάνω απ’ τα ποτήρια φυτρώνουν λιμάνια, κάστρα και νησιά, κάστρα μεσαιωνικά, αρχαίοι οπωρώνες, μυριστικά φυτά, αιθέρια έλαια, ξερικά αμπέλια σε πεζούλες, παππούδες και ερειπωμένα σπίτια πατρογονικά, Γενοβέζοι πολεμιστές και Βενετσιάνοι έμποροι, Ελληνες stradioti, κουρσάροι και κοντραμπατζήδες, η Χίος, η Μονεμβασιά, η Σύρος, το Γαλαξείδι, το Τσιρίγο, φάροι πετρόκτιστοι και φανοί εσβεσμένοι, μπαρ, αρχέγονες ντισκοτέκ καλαμένιες, ρουμς του λετ, η Παναγίτσα του Μουντέ των εξορίστων, και παντού βαπόρια, καράβια, πλοία ολόφωτα στη νύχτα από νησί σε νησί. Αφικνυόμενοι και αναχωρούντες, βρισκόμαστε διαρκώς στη Μεγάλη Μητρόπολη του Αυγούστου: στο Αιγαίο.

Στέκομαι σ’ ένα πέρασμα πλήθους ανθρώπων, γλωσσών και φυλών. Στο κέντρο των Κυκλάδων, κι είναι νύχτα με μελτέμι. Εχω αγκυροβολήσει, όπως πενήντα πέντε συναπτά καλοκαίρια, στο καταγωγικό αρχιπέλαγος. Κοιτώ τους μυριάδες νεαρούς ανθρώπους, είκοσι-τριάντα, που πηγαινοέρχονται στο τοπικό bus terminal, με τελικό προορισμό τα γιγάντια κλαμπ των νότιων παραλιών. Προέλευση: Ευρώπη, Αμερικές, Ωκεανία. Τατουάζ, πιρς, φανελάκια, μοτοσικλέτες: στον εξισωτισμό του καλοκαιριού όλοι φαίνονται ίδιοι και όλοι ζητούν το ίδιο, μια νύχτα διεσταλμένη μέχρι το ηλιόβγαλμα, με κιλοβάτ, σφηνάκια και ουσίες, με διεσταλμένες τις αισθήσεις, με παραισθήσεις, με απόδραση από τον κλοιό των δυτικών μητροπόλεων. Οι παγκοσμιοποιημένες μάζες μιλούν τα ίδια στοιχειώδη κρεολικά αγγλικά, ακούνε τους ίδιους ντι-τζέι σαμάνους, καταναλώνουν ίδια shots και σμάρτφον. Ο πακιστανοαυστραλός Αφζάλ συνοδεύει σαν κομψός αίλουρος τα φωτομοντέλα που ντυμένα-γδυμένα στυλ Μυγκλέρ και Γκωτιέ διαφημίζουν το κλαμπ του παραδείσου. Είναι διεθνής επαγγελματίας του κλάμπινγκ, τέσσερις μήνες Μύκονος, τέσσερις μήνες Πουκέτ, τέσσερις μήνες Σίδνεϊ ― η διαδρομή του είναι η παγκοσμιοποίηση, ο κόσμος είναι ο κόσμος της επιστημονικής φαντασίας υλοποιημένος μες στην καρδιά της Νύχτας, ο αισθητικοποιημένος κόσμος των δυστοπιών του ‘70-’80, του Ranxerox και του Τotal Recall, της καρικατούρας Fifth Element. Κλώνοι και μεταλλάξεις. Ο,τι συνέγραφε τριπαρισμένος ο Φίλιπ Ντικ ακούγοντας βινύλια Grateful Dead και Βάγκνερ, το 2013 είναι το απόλυτο mainstream, με ψηφιακή υπόκρουση Afrojack και Martin Solveig.

Γύρω από τα λεωφορεία για τον Παράδεισο, χτυπάνε τατουάζ, σαν μονομάχοι ή υποψήφιοι για σκλαβοπάζαρα της αυτοκρατορίας. Δεν έχουν ακούσει ωστόσο τίποτε για τον Σπάρτακο. Η σκέψη μου τρέχει στην πρόταση των Ελλήνων αρχιτεκτόνων για τη μετάπολη του 21ου αιώνα, στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2006. Είδαν το Αιγαίο σαν μια Διάσπαρτη πόλη, σύμφωνη με τις συλλήψεις επιφανών ιστορικών και διανοητών, όπως ο Ρουτζέρο Ρομάνο, ο Μάσιμο Κατσάρι, ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Αγγελος Ελεφάντης. Σε εκείνη την ελληνική έκθεση, ο αρχιτέκτονας Στέφανο Μποέρι είχε περιγράψει μια ουτοπία, την Ελεύθερη Ομοσπονδία των Νήσων της Μεσογείου. Την τοποθετούσε στη δεκαετία 2010-2020. Ισως έχει ξεκινήσει πράγματι, ταλαντευόμενη μεταξύ ουτοπίας και δυστοπίας.

Ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του του πιάνεται. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα πιάνεται από τον τουρισμό. Η αυξημένη προσέλευση μεταφράζεται απεγνωσμένα σε σωτηρία της βαριά νοσούσας οικονομίας. Πράγματι, η αυξημένη δραστηριότητα μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερα έσοδα από φόρους, να προσφέρει εποχική εργασία, να κινήσει κάπως την λιπόθυμη αγορά μέσω των προμηθειών. Ωστόσο οι προσδοκίες δεν πρέπει να διογκώνονται, παρότι φέτος οι αφίξεις είναι περισσότερες και η σεζόν φαίνεται να επιμηκύνεται κατά τι.

Οι λόγοι για τη συγκράτηση των προσδοκιών είναι πολλοί. Ο πρώτος είναι ο ίδιος ο όγκος του τουριστικού εσόδου ως ποσοστό του ΑΕΠ: δεν αρκεί για να ανασχέσει την τρομακτική ύφεση. Με στοιχεία του 2010, από μελέτη του ΙΟΒΕ, ο τουρισμός συνεισέφερε το 15,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Σε αυτό το 15,1% πρέπει νε περιλάβουμε και τον εσωτερικό τουρισμό. Αν συνυπολογίσουμε τη συρρίκνωση του ΑΕΠ μετά το 2010, το ποσοστό ίσως είναι μεγαλύτερο, αλλά παράλληλα θα πρέπει να υπολογίσουμε και τη θεαματική μείωση του εσωτερικού τουρισμού, ιδίως πέρυσι και φέτος. Σε απόλυτους αριθμούς, το 2010 ο τουρισμός πρόσφερε στην εθνική οικονομία αμέσως περίπου 15,2 δισ., ενώ μαζί με τις έμμεσες επιδράσεις το συνεισφερόμενο ποσόν εκτιμάται στα 34,4 δισ. ευρώ.

Βλέπουμε άρα ότι τα 15 άμεσα ή και τα 34 άμεσα δισ. του 2010, όσο κι αν αυξηθούν, μπορούν να σώσουν μιαν ανάσα αλλά δεν μπορούν να αναστήσουν την ελληνική οικονομία. Ο τουρισμός μπορεί να βοηθήσει την εικόνα των κρατικών εσόδων, εφόσον οι διάφοροι φόροι υπολογίζονται από 1,4 έως το πολύ 2 δισ., αλλά δεν μπορεί να μηδενίσει τα ελλείμματα. Και αυτό βεβαίως μόνον εφόσον εισπραχθούν όλοι οι φόροι, κάτι που μένει να αποδειχθεί, στο μέτρο που πολλές επιχειρήσεις προσπαθούν πλέον να επιβιώσουν με κάποιας έκτασης φοροδιαφυγή.

Ακόμη και η αναμφίλεκτη προσφορά του τουρισμού στην απασχόληση, υπό τις παρούσες συνθήκες βαριάς ανεργίας, αναπόφευκτα περιορίζεται· δεν μπορεί να ανατρέψει την εικόνα. Αφενός, επειδή η εργασία είναι εποχική με μικρό χρονικό εύρος, αφετέρου, επειδή η ίδια η τραυματισμένη αγορά οδηγεί σε μαύρη εργασία, ανασφάλιστη και εκτός κανόνων. Ακόμη και με τις, μετά το μνημόνιο, ελαστικές συμβάσεις και τους μειωμένους μισθούς, η ανασφάλιστη εργασία και η κατάχρηση μαθητευομένων θάλλουν στην τουριστική βιομηχανία. Τέλος, σημαντικό μέρος των αναγκών στις μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις καλύπτεται με υπερπροσφορά οικογενειακής εργασίας, έως τελικής πτώσεως. Είναι κοινή γνώση άλλωστε στην τουριστική αγορά, ότι στη σύντομη σεζόν των 60-90 ημερών «μεροκάματο» βγαίνει μόνο με υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, τσίμπημα των τιμών και κάποια φοροδιαφυγή. Είπαμε «μεροκάματο», και κυριολεκτούμε: τα κέρδη άλλων εποχών δεν υπάρχουν. Η υπερφορολόγηση εσόδων, εργασίας και ακινήτων, μαζί με τη μηδενική ρευστότητα και την ανυπαρξία κάθε πιστωτικής γραμμής, οδηγούν αφεύκτως μόνο σε τέτοια επιχειρηματική δράση, στη μεθόριο της νομιμότητας. Κανείς ελεγκτικός μηχανισμός δεν μπορεί να φέρει εξομάλυνση σε μια στραγγισμένη αγορά.

Υπερένταση, λοιπόν. Και υπερτροφικές προσδοκίες. Το μπλακ άουτ της Σαντορίνης δείχνει τα όρια της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας, που επί δεκαετίες κινήθηκε ασχεδίαστα, χωρίς στρατηγική, χωρίς στόχους, χωρίς υποδομές, χωρίς ανάπτυξη νέων προϊόντων και αξιοποίηση των ποικίλων πλεονεκτημάτων της χώρας. Η σύνδεση των εποχικά ενεργοβόρων Κυκλάδων με το εθνικό ενεργειακό δίκτυο αναβάλλεται επί έτη, λόγω εταιρικών συμφερόντων και πολιτικής οκνηρίας ή πονηρίας. Το μπλακ άουτ ήταν προ πολλού αναμενόμενο στη Μύκονο, απλώς συνέβη πρώτα στη Σαντορίνη.

Μικρά και μεγάλα μπλακ άουτ συμβαίνουν κάθε καλοκαίρι σε όλα τα τουριστικά νησιά, χρόνια τώρα: στην ηλεκτροδότηση, στα σκουπίδια, στην ύδρευση, στο οδικό δίκτυο, στα λιμάνια. Η εντεινόμενη πίεση στον τουρισμό, υπό το βάρος μιας καταρρέουσας εθνικής οικονομίας, αντί για εκπλήρωση προσδοκιών μπορεί να φέρει τραύματα και ζημίες.

Yπερωκεάνιον Πατρίς

Yπερωκεάνιον Πατρίς

Στο τέταρτο ταξίδι μου στην Αμερική, αξιώθηκα να επισκεφθώ το Ελις Αϊλαντ. Στο πλοίο γιαπωνέζες ντυμένες χάι-τεκ Μπάρμπι φωτογραφίζονταν αδιάκοπα. Περιπλανηθήκαμε με δέος στις μεγάλες αίθουσες και στα φωτογραφικά τεκμήρια, φουστανελάδες με μουστάκες, εβραίοι χασιδίτες, μαντιλοδεμένες βαλκάνιες με σαλβάρια.

Περισσότερο από περιέργεια, κάθισα στον υπολογιστή να βρω στα αρχεία τα ίχνη του Ελληνα προγόνου μου, που είχε φτάσει εδώ έναν αιώνα πριν από μένα, μετανάστης και όχι περιηγητής. Τον βρήκα.

***

Την 14η Μαρτίου 1911, ο παππούς μου Γεώργιος (Γιώρης) Ξυδάκης αποβιβάστηκε από το υπερωκεάνιο ‘Πατρίς’, της Εθνικής Ατμοπλοΐας της Ελλάδος, στο Ελις Αϊλαντ της Νέας Υόρκης. Ηταν 29 ετών. Τον παρέλαβε ο αδελφός του Νικηφόρος και αναχώρησαν για το Spokane, Washington, στο Βορειοδυτικό άκρο της αμερικανικής ηπείρου. Μου τύπωσαν τη σχετική σελίδα από το κατάστιχο.

Spokane, Washington. Τι να έκανε εκεί το 1911; Τόπος για κυνηγούς και χρυσοθήρες. Πού δούλεψε, πώς ζούσε; Ορυχεία, υλοτομία, σιδηρόδρομοι; Λίγο απ’ όλα.

Δύο χρόνια αργότερα ο Γεώργιος επέστρεψε στη γενέτειρά του Μύκονο. Παντρεύτηκε την Κατερίνα Γαλάτη, καταγόμενη από οικογένεια μαστόρων του Αϊβαλιού, τάζοντάς της ότι θα την πάρει στην Αμερική. Αντ΄αυτού, ο ΓΞ αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των αμπελιών, στην Κούτελα, πατρογονικών από τον 17ο αιώνα, και στην αγροκτηνοτροφία στις Μεγάλες Δήλες (Ρήνεια).

Θεοσεβής και πράος, έχων στην έρημο Ρήνεια ως απογευματινή συντροφιά ένα εξημερωμένο γεράκι (τον ‟Ζουγανέλο”), έκανε έξι παιδιά και δεκάδες εγγόνια και δισέγγονα, κι έφτασε τα ενενήντα τρία, πίνοντας κρασί και καπνίζοντας μισαδάκια Εθνος άφιλτρο σε καλαμένια πίπα.

Πολλές δεκαετίες μετά το μόνον της ζωής του ταξίδιον, έλεγε στα εγγόνια του ότι όπου να ‘ναι θα ξαναπάει στην Αμερική, υπαινισσόμενος τον Αλλο Κόσμο. Τέτοια, σκοτεινή, ήταν η Νέα Γη, στην εμπειρία του. Ο αδελφός του Νικηφόρος δεν επέστρεψε ποτέ ούτε έμαθαν πότε πέθανε.

Η γιαγιά μου η γαλανομάτα μέχρι που απόθανε, στα ενενήντα εφτά της, έλεγε: Ο κύρης σας με εγέλασε και αντί να με πάει στην Αμερική, μ’ έκλεισε στο χωριό.

***

Eνας αιώνας από το πρώτο κύμα μετανάστευσης· μισός αιώνα από το δεύτερο. Η ξενιτιά έχει περιοδικότητα μισού αιώνα. Τώρα άρχισε το τρίτο κύμα.

Στα δικά μας χρόνια, για δύο γενιές περίπου, η ξενιτιά έστεκε μισοαπολιθωμένη στα δημοτικά τραγούδια, στα ρεμπέτικα του μετανάστη Κατσαρού το Μεσοπόλεμο, και στα λαϊκά του 1960. «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο / η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ‘χω τον καημό σου / Τα ξένα τρων τα νιάτα σου, τρώνε την λεβεντιά σου», και «Μη με στέλνεις μάνα στη Αμερική / θε να μαραζώσω, να πεθάνω εκεί».

Την είχαμε απωθήσει. Μάλιστα ως μοντέρνοι και κοσμοπολίτες, χλευάζαμε τη νοσταλγία των αποδήμων, τον παλαιάς κοπής πατριωτισμό τους, το kitsch των μπρούκληδων, τα γκρίκλις της Αστόριας και της Μελβούρνης. Τους θεωρούσαμε καθυστερημένους, κολλημένους στα χρόνια της φτωχής πικρής Ελλάδας, όπως την άφησαν και μίσεψαν για να επιζήσουν. Διότι εν τω μεταξύ η χώρα αναπτύχθηκε, τόσο που οι Ελλαδίτες της ευμάρειας να πηγαίνουν στη Νέα Υόρκη για ψώνια και να τα βρίσκουν όλα φτηνά με το ισχυρό ευρώ τους. Εως πρόσφατα.

Αυτά τα πρόσφατα χρόνια οι Ελλαδίτες υποδέχονταν άλλους φτωχούς αναγκεμένους, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, που έπαιρναν τις βαριές δουλειές, χωρίς πράσινη κάρτα, χωρίς χαρτιά. Παράνομοι μα χρήσιμοι, όπως ο σχεδόν μυθιστορηματικός Ανδρέας Κορδοπάτης, που απεπέμφθη στα λιμάνια εισόδου και απελάθηκε και ξαναπροσπαθούσε αδιάκοπα να πάει στην Αμερική. «Ταξίδευα τριάμισι μερόνυχτα. Χωρίς φίλους, χωρίς Έλληνες να κουβεντιάζω, μόνος μου σαν σακί δεμένο» (Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη). Φοβισμένοι και σκοτεινοί, όπως ο Τσερκεζής στο Λος Αντζελες: «Οι φίλοι μου με ηρώτων τι είχα και διατί τόσον σκεπτικός, αφού άλλοτε όταν ευρισκόμεθα εις τας Αθήνας ήμην πάντοτε εύθυμος και διασκεδαστικός εις την παρέαν, διατί τώρα μελαγχολώ;» (Σάββας Τσερκεζής, Ημερολόγιον του βίου μου: Αρχόμενον από του 1886).

Ανά πενήντα έτη ξεριζωμός και ξαναρίζωμα. Ο φίλος ποιητής Νίκος μου απαγγέλλει Λόρκα καθώς νυχτοπερπατάμε στο Μπάτερι, και Νικόλα Κάλα στην Αστόρια· ο Στέλιος μου δείχνει πού ήταν τα ελληνικά ανθοπωλεία και τα tenements, οι εργατικές πολυκατοικίες του πρώτου κύματος· ο Βαγγέλης μου αποκαλύπτει τις ενορίες και τους μπίζνεσμεν της Φιλαντέλφια. Ριζώματα σε ντάινες και Ivy League πανεπιστήμια: το τρίτο κύμα είναι γιατροί, μηχανικοί, υπερπροσοντούχοι επήλυδες και ικέτες. Κάθε πενήντα χρόνια, το υπερωκεάνιον Πατρίς μεταφέρει ένα κύμα νοσταλγών.

Θα είχα έως και τριάντα χρόνια να δώ ορισμένα μέρη από θαλάσσης· άλλα τα είχα δει και πιο πρόσφατα, πριν από είκοσι ή δεκαπέντε χρόνια. Ποτέ όμως δεν είχα δει όλα μαζί τα παράλια, σε έναν ενιαίο περίπλου όλης της νότιας Μυκόνου, από το δυτικότερο άκρο, αντικρύ της Δήλου, έως το πιο ανατολικό, όπου ξανοίγεσαι για την Ικαριά.

Οι νότιες ακτές είναι οι δημοφιλέστερες και οι πιο πυκνοκατοικημένες, σε όλες τις Κυκλάδες. Ευνοήτως: προστατευμένες από τους βοριάδες και από το μελτέμι, προσφέρονται για κολύμπι και για παραθερισμό. Το φυσικό αυτό πλεονέκτημα ήταν αδιάφορο κατά τα προ τουρισμού (π.Τ.) χρόνια: οι νησιώτες κοιτούσαν πώς θα εξασφαλίσουν καλλιεργήσιμη γη. Η σχέση τους με την ακτογραμμή εξαντλείτο στο πώς θα εξασφαλίσουν υπήνεμα λιμάνια και ρεμέτζα· το κολύμπι των παιδιών εγινόταν ανέτως και μέσα στο λιμάνι, στον γιαλό. Οι ακτές ήταν το βασίλειο των ψαράδων, των χταποδάδων, των βαρκαραίων και των αγυιοπαίδων. Αυτά ίσχυαν στην προτουριστική αρχαιότητα, σε χρόνους που κανείς δεν θυμάται πια, ή δεν θέλει να θυμάται.

Κατά την τουριστική νεωτερικότητα, τα νότια παράλια της Μυκόνου έγιναν πεδίο εκδήλωσης όλων των αξιών, επιθυμιών και φαντασιώσεων των μοντέρνων Ελλήνων, για τους οποίους ο τόπος είναι οικόπεδο με θέα, η γη είναι real estate, η ακτή όργανο ψυχαγωγίας, και οι πλαγιές δοχείο επαύλεων και πισινών. Εξ ου, όλα είναι χτισμένα, παντού. Τσιμέντο, μπετόν, πέτρα, μαντρότοιχοι, πέργκολες, γκαράζ, πισίνες, και απέραντο δίκτυο ηλεκτροφόρων στύλων πάνω σε κάθε κορυφογραμμή.

Ο ήλιος ψήλωνε. Κάθε κόλπος, κολπίσκος, όρμος, στη Μύκονο, είναι μια θαυμαστή πλαζ, με χρυσή άμμο και μοναδικά νερά, ψυχρά συνήθως, με χρώμα κυμαινόμενο από το διαφανές γαλαζοπράσινο έως το ζωηρό γαλανό και το βαθύ μπλε. Η μοναδική ομορφιά της Μυκόνου είναι το φως που πολλαπλασιάζεται σε πυριτικά πετρώματα, γρανίτες και γνεύσιους· είναι το εντυπωσιακό κοντράστ της σταχτιάς, φρυγμένης γης του καλοκαιριού πάνω σε δυο γαλάζιες οθόνες, του ουρανού και της θάλασσας.

Εχει απομείνει το φως· έχει χαθεί η γη. Η γη έχει καταληφθεί, ολοσχερώς από τα χτίσματα. Παντού. Σε κάθε παραλία, σε κάθε πλαγιά και λαγκαδιά, σε κάθε μυχό και ακρωτηράκι αχειροποίητο, σε κάθε διάσελο και κορυφογραμμή, σπίτια, σπιτάρες, resort, βίλες, μπάγκαλοους, μπετένια σκελετά, πολλά απ΄ αυτά άδεια και κλειστά, σαν σπυριά μιας αλλλόκοτης δερματοπάθειας, τεράστια ξενοδοχεία σαν εκτενή έλκη, δάση ομπρελών, εστιατορίων, κλαμπ, σαν αποικίες μυκήτων. Παντού.

Κάτι αγριοπερίστερα, γλάροι, πεντέξι κορμοράνοι, καπαριές κρεμαστές σε αλίπληκτους βράχους, μοναχικές καλαμιές, τα λίγα έμβια στοιχεία που διεκδικούν μια στάλα γη. Ηττώνται κι αυτά, υποχωρούν διαρκώς. Στο ανατολικότερο άκρο, ένα βαρβάκι, falco eleonorae, το γεράκι του Αιγαίου. Μοιραστήκαμε μαζί τους την ελεύθερη θάλασσα, την χωρίς ιδιοκτήτες, παρήγορη και ιαματική.

Το σούρουπο αρχίσαμε αντιστρόφως τον περίπλου. Στο λιγοστό φως το νησί πάσχιζε να ξανακερδίσει τον όγκο του, τη φόρμα του, κάτι από το λαβωμένο μεγαλείο του. Μάταια. Στις κοσμοβριθείς παραλίες τα πάμφωτα κλαμπ ξεπρόβαλαν ακόμη πιο αλλόκοτα μες στη νύχτα, σαν εχθρικά διαστημόπλοια. Σαν βεγγαλικά απληστίας, που σβήνουν αφήνοντας πίσω μόνο δυσοσμία από θειάφι. Αφήνοντας στο μέλλον έναν ακατανόητο ερειπιώνα, καταφυγή σπουργιτιών και αγριοπερίστερων.

Ο ήλιος καταυγάζει τον Σαρωνικό, την Αττική, την πόλη των Αθηνών. Καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση. Καθώς υποδεχόμαστε το 2012, νιώθουμε ότι τίποτε δεν είναι ίδιο πια, ίδιο με ό,τι γνωρίζαμε· η χρονιά που τέλειωσε μάς κατέπληξε, μας πόνεσε, μας φόβισε, τόσο που να περιμένουμε τα πάντα, ακόμη και χειρότερα.
Θα είναι δύσκολο το ’12, αλλά θα αρχίσει να φαίνεται πια το τέλος· το τέλος της καθόδου. Δηλαδή, το τέλος της αβεβαιότητας: αυτή είναι η πιο επώδυνη, αυτή μουδιάζει τις ψυχές και τα μυαλά. Η πρόσκρουση στον πάτο θα είναι ανακουφιστική, διότι θα σημάνει το τέλος των ψευδαισθήσεων σωτηρίας εξ ουρανού, θα τερματίσει το φόβο και την απόγνωση. Σημαίνει γείωση στο χώμα και τη στάχτη. Θα σημάνει επανέναρξη.

Βαθιά μέσα μας πεταρίζει μια πίστη καταγόμενη από το Tikkun olan της Καμπάλα: εκεί στα σκοτάδια του πάτου, ξαναβρίσκουμε τον βαθύ χρόνο, τον χρόνο πριν από τον χρόνο, πριν από την πτώση, και μαζί μάς αποκαλύπτεται η δυνατότητα αποκαταστάσης, η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον ραγισμένο κόσμο μας, να τον επαναφέρουμε καινούργιο· εκεί στα σκοτάδια του βυθού, απόκειται η τρομερή δυνατότητα της ανακαίνισης. Οχι αναπαλαίωση, όχι αναστήλωση ερειπίων, αλλά ανακαίνιση μέσα από την καταστροφή.

Αυγή.
Ο ήλιος βάφει μαγικά τον ουρανό πάνω απ’ την Καστέλα. Παραβάλλω αυτό το πυρετώδες ηλιοβασίλεμα με την ζωγραφική «Αυγή» που μου ‘στειλε ο Μποκόρος για ευχή. Ηλιόβγαλμα και ηλιοβασίλεμα υποστασιώνονται στα μάτια μας με ίδια χρώματα, ίδιες φόρμες, ίδια φευγαλέα δυναμική, ίδιο κέντρισμα να στοχαστείς το χρόνο: στο τέλος η αρχή. Κύκλος.

Η κρίση φέρνει στον νου τον κυκλικό χρόνο των προνεωτερικών ανθρώπων, τέτοιων που ζουν ακόμη, τέτοιων που ήταν οι γονείς και οι παππούδες μας. Τη χρειαζόμαστε αυτή την κρίση για να αποτινάξουμε την τυραννία του γραμμικού χρόνου, του αυθάδους διανύσματος της διαρκούς προοόδου, της αλαζονικής συσσώρευσης. Η απόγνωση της κρίσης μάς προσφέρει μια βαθύτερη επίγνωση του χρόνου: ο χρόνος σπαταλιέται, όταν δεν τον ζεις απόλυτα και μοναδικά, με ό,τι έχεις, όπως είσαι· μόνο έτσι, αλλιώς, η ζωή κλειδώνει σε βρόχους, κάνει λούπες, ξοδεύεται και καίγεται.

Κατά τα λοιπά, οι άνθρωποι:
Μπαινοβγαίνω σε ηλικίες, κλέβοντας ομιλίες και σημάδια εφήβων, είκοσι-κάτι, τριάντα-φεύγα, μεσηλίκων, ηλικιωμένων. Σε καφενεία, τραπεζώματα, ραδιοθαλάμους, σε φυσαλίδες σοσιαλμηντιακές και σωματικές προσκρούσεις, όλοι μου μεταγγίζουν δύναμη και πίστη στη ζωή. Σκέφτομαι ότι αυτό το κεφάλαιο είναι αφάγωτο, οι άνθρωποι: απρόβλεπτοι, ανόμοιοι, πληγωμένοι, σκόρπιοι, παρ’ όλ’ αυτά ακατάβλητοι, πομποί αισθημάτων και ζωτικότητας.

«Θα σταθούμε όρθιοι, ρε!» μου σφίγγει ζωηρά το χέρι και με χτυπάει στον ώμο πολυπράγμων συνομήλικος στην οδό Ασκληπιού, κι ένας άλλος στη Σκουφά διασχίζει το οδόστρωμα με φιλάει στο κρύο μάγουλο και ψιθυρίζει εμπιστευτικά μες στη βουή «υγεία, αδελφέ, αγάπη, κι όλα θα ‘ρθουν…» Εγκαρδιωμένος μοιράζομαι κονιάκ και ρακές, ώσπου να σκοτεινιάσει καλά. Από κάθε πόρο της πόλης αναδύεται γνώση και καρτερία, και μια θέληση αμίλητη ακόμη, ωστόσο υπαρκτή, φουσκώνει στις φλέβες: Θα σταθούμε όρθιοι, δεν θα μας πάρει αποκάτω.

Ξυπνάω πριν την αυγή.
Είμαι στο πλοίο, ακτή Κονδύλη, Σαρωνικός, Κάβο Κολώνες, Κάβο Ντόρος ανταριασμένος, Τζιά, Γιούρα, κάτω δυτικά τα Θερμιά, ο κάβος της Σύρας, το μπουγάζι του Τσικνιά, το Φανάρι. Στο τέρμα του δρόμου, ο Αϊ-Λούκας των κεκοιμημένων, φλογίτσες δαρμένες από τον βοριά, και χαμομήλια την άνοιξη. Φλογίτσες. Φωτογραφίες από βαφτίσια με βιολιά στο νησί, φωτογραφίες από βαφτίσια με κλαρίνα στο βάλτο. Φλογίτσες.

Είμαι ξανά στο πλοίο. Χωρίς βιβλίο, χωρίς μουσική. Μόνο με κύμα μανιασμένο κι αρμύρα και τσιγάρο κλεισμένο μες στη φούχτα. (Δεκάξι, στο Ναϊάς Ι, πενήντα τρία, στο Ιθάκη, ίδιο ταξίδι, πάντα το ίδιο, από το ένα λιμάνι στο άλλο, πότε για ζωή και πότε για θάνατο.)

Πϊσω από κάθε ακρωτήρι ξεπροβάλλει ένα άλλο.

Το καλοκαίρι υπόσχεται να μας σώσει από τους μαυρισμένους εαυτούς μας, να μας φωτίσει, να μας κάψει λυτρωτικά με το φως του, να μας αγκαλιάσει στα νερά του, να μας βυθίσει στα παιδικάτα και να μας απιθώσει παρηγορητικά στη μακρά διάρκεια, σμίγοντας μας με τη φύση σαν ύπαρξη και όχι σαν θέαμα, να μας συμφιλιώσει με τον τόπο, την ιστορία και τον κληρονόμο εαυτό μας, να μας πάρει τον στεναγμό και τον φόβο.

Την ώρα που ετοιμάζεται να με αγκαλιάσει η θάλασσα, αναθυμούμαι φευγάτα καλοκαίρια που σφράγισαν το πετσί, κεντήθηκαν στη μνήμη κι έκτοτε ανασβοβήνουν ολοένα πιο αδυνατισμένα, ολοένα πιο αγλαϊσμένα.

Σύμη, καλοκαίρι του Euro 2004, καύσωνας, εκρηκτική φασκομηλιά στο πυρωμένο διάσελο με το ξέπνοο Beverly, μεθυσμένοι διαπλέαμε έναν ωκεανό αρωμάτων και τρελών τζιτζικιών, μεθυσμένοι βουτήξαμε στα ευεργετικά νερά, κι ύστερα αφοσιώθηκα σ’ έναν μπουλούκο ίσαμε τεσσάρων ετών συστηματικά ανυπάκουο στις προσταγές του πατέρα και στις ικεσίες της πολυμωρομάνας. Ο μπουλούκος δεν άκουγε τ’ όνομά του (Θεολόγε, μη στα βαθιά! Οχι στο βράχο!), πείραζε τις τις ήσυχες, έυτακτες αδελφούλες του, παραπετούσε τα μπρατσάκια του, που δεν έστεκαν κιόλας στα Michelin φρατζολοχεράκια του, ξεγλιστρούσε ύπουλα σε ζαβολιές και ρίσκα. Σγουρομάλλης, έτοιμος να εκραγεί από πάχος και σκανταλιά, ο Δωδεκανήσιος Θεολόγος. Εξερράγη ο πατέρας με τα μισομαυρισμένα μπράτσα και πόδια, μέλη εργατικού που ηλιοκαίγεται καθώς δουλεύει, και κολυμπά μόνο Κυριακές. Γλίστρησε ο παχουλός θεούλης Σκάνταλος, βούλιαξε, κι ο πατέρας του αφού τον διέσωσε του ‘ριξε δυο παλαμιές στον αφράτο ποπό. Πλάνταξε ο ανυπάκουος, έσκισε όλη την βοτσαλωτή παραλία ο γόος και το παράπονό του. Εκλαιγε έως ότου τον έστρωσαν στο τραπέζι της ταβέρνας, στην παρηγόρια της τηγανιτής πατάτας. Τον κοιτούσα από δίπλα, με σαργούς και παγωμένο κρασί, και καθώς αποκάρωνα, με κοιτούσε κι αυτός απορημένος που τον κοιτούσα κι έπεφτε στους κεφτέδες, με το καπέλο ριγμένο πίσω.

Εγώ βρισκόμουν παραδομένος στο φασκόμηλο: με πήγαινε πίσω, πολύ πίσω, βυθιζόμουν στο άρωμα της Σύρου, η νήσος μοσχομύριζε φασκόμηλο όταν τη συνάντησα στα ’60s, το αφέψημά του δυνατό, αψύ, υπόπικρο, δροσιστικό, πολυθεραπευτικό, πότιζε τους τοίχους μινιόν καφενείων με ονόματα από τον αιγαιακό συναξαριστή, έτσι τα φαντάζομαι πια, η Ωραία Μύκονος, η Μυροβόλος Χίος, η Ανεμόεσσα Τήνος, το Ανδριακόν, παλαιοί οίκοι λουκουμοποιΐας, κότερα, ρυμουλκά και πιλοτίνες, κι όλη η αποβάθρα, περπατημένη από άνδρες κοντομάνικους και γυναίκες κλαρωτές φρεγάδες, μύριζε θυμάρι, ούζο, χταπόδι, Eau de Cologne απ’ τα κουρεία, αρμύρα λιμανίσια, σχοινιά στις δέστρες, ψαρίλα, τσιγάρα άφιλτρα και τσιγάρα βιρτζίνια των ναυτικών.

Ξαναμέθυσα με φασκόμηλο ένα θερινό απόγευμα στη Μύκονο, όταν ο περιβόητος Μίλτος, γυρολόγος-φιλόσοφος εκ Σύρου, λοταριατζής φυστικιών και μυθικών ροφών στους καφενέδες, πλασιέ μαντολάτου στο γήπεδο (δύο η χλέπα!), στρουθίον του ουρανού και αφρόψαρο του πελάγου, με τεράστιες χειλάρες και κοφτερές ατάκες αμφίστομες, σαν Αρχίλοχος και Διογένης μαζί, αυτός ο αρχαϊκός Μίλτος της Κέρου και της Δήλου, «βρέθηκα εδώ για εμπόριο, μάγκες!» δήλωσε μεγαλόπρεπα, κι απίθωσε στην πεζούλα μια κούτα Νουνού γεμάτη δεματάκια φασκόμηλο και μοσχοβόλησε η πλατεία, και τα πρότεινε προς πώληση σε έκθαμβους τουρίστες, την εποχή ανάμεσα στη χίππικη και την γκέι Μύκονο.

Να το καλοκαίρι του δαφνοστεφούς 2004, και μέσα του τόσα καλοκαίρια: Θεολόγος και φασκόμηλο, Εuro και βακχεία αμέριμνων, ανυπακοή και flânerie, μέθη αισθήσεων και δέσμες μνήμης, δοσίματα αδόκητα σε ακτές και εμπορειά, ξερονησίδες και ξωκλήσια, σουλάτσο, αργό ξεκούκισμα του χρόνου, απόνερα πλοίων νυκτερινών, φώτα μεσοπελάγου, φανερώσεις μεταφυσικές στην Παναγιά την Αγγελόχτιστη της Σίφνου, στο τηνιακό Σκυλαντάρ με ημισέληνο αγναντεύοντας τη βεγγαλική Μύκονο, με Περσείδες εφηβικού ρίγους στα ανοιχτά των πρωτοκυκλαδικών οικισμών του Τσούντα, με τον πύρινο δίσκο προβάλλοντα στη θάλασσα της Γυάρου, νύχτα θαυμάτων άγρυπνη στο ντεκ του Κολοκοτρώνη Καρλόβασι-Δωδεκάνησα, πευκώνες καριώτικοι και ταπεινά αρμυρίκια Ντελαγκράτσιας, στον πάγο της Εφταλούς με τις σέξι κορδέλες της Λουλούς εκ Παρισίων, στην υγρή άμμο του Πλατύ Γιαλού με τ’ αποτσίγαρα, όλα τα καλοκαίρια μας παρηγόρησαν, μας έθρεψαν και μας επανεκκίνησαν, κι όσα δεν θυμόμαστε ίσως βαθύτερα αυτά.

Αυτές τις αισθήσεις αναζητάμε πάλι, τώρα, τις λαχταράμε περισσότερο από ποτέ, παραμυθία, ζωτική μνήμη, φαντάσματα ιστορικά, συνέχεια ρωγμών. Αισθήσεις. Οι ψευδαισθήσεις ετελείωσαν.

φωτ.: Στράτος Καλαφάτης. Αθως, work in progress.

Καθαρά βλέμματα, καθαρά λόγια.
Το ψηφοδέλτιο της Κίνησης Ενεργών Πολιτών Μυκόνου, εδώ.

Το πρόγραμμα της Κίνησης, εδώ.

Κατάγομαι από τη Μύκονο. Στα ακρογιάλια της, στις αχειροποίητες αμμουδιές και στα σοκάκια της πέρασα τα καλοκαίρια της ζωής μου, και μάλιστα των πρώτων δεκαετιών. Τα κύτταρά μου δονούνται από τη μυρωδιά του μελτεμιού, της αρμπαρόριζας και της ακονυζιάς, του φρύγανου, τα μάτια μου είναι γεμάτα από βράχους, φως, φραγκοσυκιές. Πολύ πριν διαβάσω τον Ελύτη, το Αρχιπέλαγος είχε αργάσει το πετσί μου.

Το πονάω το νησί. Και με πονάει. Οχι γιατί άλλαξε, τσιμεντώθηκε, αλώθηκε, πνίγηκε στο χρυσίο και στον κυνισμό. Οχι, όχι πια, όχι τόσο· μετά την απώλεια, μετά τη νοσταλγία του παιδικού κήπου, η ηλικία φέρνει την αποδοχή· τώρα μπορώ και πάλι να διακρίνω μερικούς άχτιστους βραχόκηπους, μια συκιά, τη θάλασσα, τον ουρανό, αυτά θα παραμένουν άσπιλα, έτσι, κανείς δεν θα τα ξεπουλήσει.

Η Μύκονος, το ανεξαγόραστο νησί των παιδικών καλοκαιριών μου, με πονάει αλλιώς. Με πονάει που το βλέπω πια στα μήντια σαν σκάνδαλο, σαν πασαρέλα για τιποτένιες περσόνες, σαν τόπο φονικού ενός 20χρονου παιδιού, σαν τόπο πολιτικής εξαχρείωσης, σαν το νησί της διαφθοράς, των καταχρήσεων, της παραβατικότητας, της αρπαγής. Με πονάει το Νησί Σκάνδαλο.

Πριν από δύο ακριβώς χρόνια, η διεθνής κοινή γνώμη συγκλονιζόταν από τον φόνο ενός 20χρονου Αυστραλού νέου, στο κλαμπ Τροπικάνα της Μυκόνου. Το νησί ήταν πάλι σκάνδαλο. Γράφαμε τότε, εδώ, αυτό που πολλοί ήξεραν αλλά κανείς δεν ομολογούσε:

«Το δυστύχημα δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, δεν ήταν μόνο κακοτυχία· κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό, έτσι, φρικτά και αναπόδραστα. Πώς αλλιώς; Ολο το νταραβέρι, όλη η Νύχτα είχε στηθεί, πολλά χρόνια τώρα, στην κόκκινη γραμμή, πέρα από νόμους και αντοχές, με μόνες κινητήριες και νομιμοποιούσες δυνάμεις τον τζίρο, το κέρδος, τη σεζόν».

Τότε, το αίμα ενός αθώου. Τώρα, ο διασπαθισμένος δημόσιος πλούτος, οι ατασθαλίες και οι καταχρήσεις, σε μια χρονιά που όλη η Ελλάδα στενάζει υπό την απειλή της χρεοκοπίας. Δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι και υπάλληλοι του Δήμου Μυκονίων ελέγχονται από την Εισαγγελία Σύρου για βαρύτατη κακοδιαχείριση και υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος· η κατηγορία, που μπορεί να απαγγελθεί μετά την προκαταρκτική εξέταση, είναι για απιστία σε βαθμό κακουργήματος.

Το νησί είναι πάλι σκάνδαλο. Η Μύκονος είναι και πάλι καθρέφτης μιας παρηκμασμένης Ελλάδας: της Ελλάδας της αυθαιρεσίας, της υπεξαίρεσης, της κλοπής, της απιστίας, της απονιάς, της καταπάτησης του δημοσίου συμφέροντος από αυτούς που ετάχθησαν να το διαφυλάσσουν.

Η δημοτική αρχή παραμένει ίδια στον πυρήνα της από το 1990. Ο ίδιος περίπου συνδυασμός εκλέγεται αδιαλείπτως (στις εκλογές του 2002 χωρίς καν αντίπαλο συνδυασμό!) υπό την ηγεσία του Χρήστου Βερώνη, ο οποίος παραιτήθηκε αιφνιδίως στο τέλος του 2008, χωρίς καμια πειστική εξήγηση· ελάχιστους μήνες μετά το φονικό στο Τροπικάνα, μερικούς μήνες πριν από την αποκάλυψη του οικονομικού σκανδάλου στα σπλάχνα του δήμου που διοικούσε μονοκρατορικά επί 18ετία. Το σκάνδαλο, σύμφωνα με τις έρευνες Ορκωτών Λογιστών και Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης, απλώνεται στην περίοδο από το 2002 έως το 2009, και εμπλέκονται μέχρι στιγμής με αδιάσειστα τεκμήρια (πλαστογραφήσεις, υπερβάσεις, αποκρύψεις) τέσσερις υπάλληλοι, ένας πρώην δήμαρχος, ένας νυν δήμαρχος και πρώην αντιδήμαρχος, και δύο αντιδήμαρχοι.

Το παράδοξο είναι ότι βρίσκονται ελεγχόμενοι και οι δύο υπάλληλοι (Κ. Κατσούδας, Κατερίνα Ζουγανέλη) που αποκάλυψαν το σκάνδαλο και το μηχανισμό του, πώς δηλαδή τα ποσά από τη δημοτική φορολογία του τέλους παρεπιδημούντων είτε διοχετεύονταν σε προσωπικούς λογαριασμούς είτε δεν εισπράττονταν καθόλου είτε “χαρίζονταν” σιωπηρά. Αλλο παράδοξο: οι δύο υπάλληλοι, για τους οποίους η έρευνα έχει αποδώσει αδιάσειστα στοχιεία εμπλοκής, παραμένουν έως τώρα στις θέσεις τους και διοικούν το δήμο, με την ανοχή και την κάλυψη του δημάρχου, που φέρεται να παραπλάνησε το υπηρεσιακό συμβούλιο! Κι άλλο παράδοξο: ο περιφερειάρχης Ν. Αιγαίου δεν έχει κάνει καμία κίνηση για να ελέγξει τον εποπτευόμενο δήμο και να αποκαταστήσει την τιμή της τοπικής αυτοδιοίκησης και του νησιού. Κι άλλο παράδοξο: ο υπουργός Εσωτερικών, Κυκλαδίτης, δραστήριος δήμαρχος Πάρου, παρότι ενήμερος, δεν φαίνεται να έχει ενδιαφερθεί να σώσει κι αυτός την τιμή των Κυκλάδων. Ολα έχουν αφεθεί στα χέρια της εισαγγελέως· η Διοίκηση κοιμάται ύπνο βαθύ.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα παράδοξα. Το πιο παράδοξο και το πιο εφιαλτικό είναι ότι η μηχανή υπεξαίρεσης δημοτικών εσόδων φαίνεται να είχε στηθεί από πολύ παλιά: νωρίτερα και από το 2002, που εφαρμόστηκε η μηχανογράφηση. Ο δήμαρχος, οι αντιδήμαρχοι, ο επί τέσσερις δημάρχους γραμματέας, βεβαίωναν αυθαιρέτως ή κατ’ αποκοπήν τέλη παρεπιδημούντων στις τουριστικές επιχειρήσεις του νησιού με το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα· και άλλοτε εισέπρατταν, άλλοτε δεν απαιτούσαν τα νόμιμα, άλλοτε πλαστογραφούσαν αποδείξεις και υπογραφές σε επιταγές, και συχνά τα χρήματα κατέληγαν σε προσωπικούς λογαριασμούς. Επί χρόνια πολλά. Από τους ίδιους πάντα ανθρώπους. Ξεπερνά κάθε φαντασία.

Τον αιρετό τον αντιμετωπίζεις με πολιτικούς όρους· μπορείς να του καταλογίσεις αυταρχισμό, αλαζονεία, αντιδημοκρατική συμπεριφορά· ίσως και μεθόδους αδιαφανείς και αυθαίρετες. Δύσκολα όμως ο νους πάει στην καταπάτηση του δημοσίου συμφέροντος, στην υπεξαίρεση, στην κλοπή. Χορτάτοι άνθρωποι είναι, σκέφτεσαι, στον ίδιο τόπο ζούμε, κάπως αλλιώς θα αντιλαμβάνονται το κοινό καλό. Λάθος, δυστυχώς. Η περιφρόνηση της δημοκρατίας πάει χέρι χέρι με την κλοπή, η κατάχρηση εξουσίας προετοιμάζει την κατάχρηση χρήματος, η αδιαφάνεια προϋποθέτει τον δόλο. Κι όταν όλα αυτά συντεθούν, το μείγμα προκύπτει εκρηκτικό. Το νησί έχει γίνει σκάνδαλο, πάλι, αναπότρεπτα. Ισως διότι τα άνθη του κακού για να ανθήσουν χρειάζονται την ανοχή, την αδιαφορία, την αδράνεια ή τη συνένοχη σιωπή πολλών.

Αν προσεγγίσεις τη νήσο Μύκονο νύχτα, από τα νότια και τα δυτικά, είναι αδύνατον να εντοπίσεις πού βρίσκεται η Χώρα, ο βασικός οικισμός, η πρωτεύουσα του νησιού. Ολο το νησί, απ’ τις ακτές ώς την ενδοχώρα στέκει ολόφωτο μες στο πέλαγος, σαν πολυέλαιος· όλο το νησί είναι οικισμένο, ένα συνεχές κτιρίων και φώτων, μια απέραντη πόλη, με κόκκινα-πράσινα φωτάκια απ’ τα παραπλέοντα σκάφη στη θάλασσα γύρω, με κόκκινα-πράσινα φωτάκια από τα υπεριπτάμενα σκάφη στον αιθέρα. Είναι το Blade Runner του τουρισμού, είναι η Μέκκα της παντοτινής διασκέδασης. Είναι το Κοσμoδρόμιο Μykonos…

Mια τέτοια νύχτα, καλοκαιρινή, σ’ ένα από τα διεθνώς μυθολογήμενα dance κλαμπ του κοσμοδρόμιου, όπου αντιαεροπορικοί προβολείς σχίζουν το μελανό στερέωμα, όπου η μουσική και το νταραβέρι δεν τελειώνουν ούτε το πρωί, ένα 20χρονο παιδί δέχτηκε ένα μοιραίο χτύπημα. Εγινε νταραβέρι, κι ένας περίπου Robocop χτύπησε άπαξ. Στο κεφάλι. Το παιδί λύγισε, μεταφέρθηκε για πρώτες βοήθειες, έπεσε σε κώμα, δεν ξύπνησε ποτέ. Οι παριστάμενοι, χτυπημένοι και μη, εμπλεκόμενοι και μη, σκόρπισαν. Υστερα από ώρες πολλές, το πανελλήνιο και η διεθνής κοινή γνώμη, μάθαιναν ότι στη Νύχτα της Μυκόνου, στον Nαό του Forever Fun, πέθανε χτυπημένο ένα παιδί. Η Νύχτα βάρυνε με αίμα αθώου. Αυτή η νύχτα δεν ήταν σαν τις άλλες…

To σοκ διαδέχτηκε η υποψία, κι ύστερα η επίγνωση: Το δυστύχημα δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, δεν ήταν μόνο κακοτυχία· κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό, έτσι, φρικτά και αναπόδραστα. Πώς αλλιώς; Ολο το νταραβέρι, όλη η Νύχτα είχε στηθεί, πολλά χρόνια τώρα, στην κόκκινη γραμμή, πέρα από νόμους και αντοχές, με μόνες κινητήριες και νομιμοποιούσες δυνάμεις τον τζίρο, το κέρδος, τη σεζόν: ό,τι αρπάξουμε στις σαράντα μέρες της αιχμής.

Τη νύχτα στη Μύκονο κυκλοφορούν χιλιάδες οχήματα με μεθυσμένους και ντρογκαρισμένους οδηγούς, πολλοί καβαλάνε μοτοσακό πρώτη φορά, δεν έχουν δίπλωμα, δεν φορούν κράνη, τσακίζονται σε κάθε στροφή της δημοσιάς, τσακίζουν πεζούς και αθώους, το Κέντρο Υγείας δεν δίνει πια στατιστικά.

«Πάρτε το απόφαση, εδώ έρχονται για να ξεσκίσουν και να ξεσκιστούν. Αυτό είμαστε…»

δημαρχος Μυκονου

Τη νύχτα, όταν τα μαγαζιά γκαζώσουν, οι τουρίστες είναι ποτά και κεφάλια, όλα γίνονται , όλα επιτρέπονται, όλα καταναλώνονται. Αυτό πουλάει η Μύκονος, αυτό εξήγησε κυνικά ο δήμαρχος στις εμβρόντητες εκπροσώπους του τοπικού Συλλόγου Γυναικών: «Πάρτε το απόφαση, εδώ έρχονται για να ξεσκίσουν και να ξεσκιστούν. Αυτό είμαστε…» Αυτή είναι η επίσημη σημαία της τουριστικής ανάπτυξης: το ξέσκισμα. Αυτό υπηρετεί έργω και λόγω ο επί 18 έτη δήμαρχος Μυκονίων κ. Χρήστος Βερώνης. Κι έτσι αντιλήφθηκε και τη νύχτα του φονικού στο κλαμπ Τροπικάνα: μεμονωμένο περιστατικό, παράπλευρη απώλεια στο αέναο τουριστικό πρότζεκτ υπό τον κωδικό «Ξέσκισμα». Ο δήμαρχος δεν ξέρει τίποτε για μπράβους, για προστασίες, για νονούς, για υπερβάσεις αδειών, για πέτσινες άδειες καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, για τράφικινγκ ουσιών και ανθρώπων, για ξυλοδαρμούς, για διαφθορά ή εκφοβισμό κρατικών λειτουργών. Κανείς δεν ξέρει τίποτε. Ομερτά.

Κι όμως όλοι ξέρουν. Οχι όλα, αλλά όλοι ξέρουν από κάτι. Ξέρουν ότι το λαμπερό Κοσμοδρόμιο, όπως και κάθε τουριστική πίστα ξεσκίσματος στην Ελλάδα, από τα Μάλλια έως το Φαληράκι, κι από τη Ζάκυνθο ώς την Κέρκυρα, κυβερνιέται από τις σιωπηλές δυνάμεις της οικοδομής και του real estate, από τις δυνάμεις των μαγαζιών και της νύχτας. Αυτές τις δυνάμεις υπηρετούν Πολεοδομικές Υπηρεσίες, ΙΚΑ, Εφορίες, Αστυνομίες, Λιμεναρχεία, δημοτικά συμβούλια και δήμαρχοι, πολιτευτές. Συχνά με το αζημίωτο ― μια διευθυντική θέση σε υπηρεσία-κλειδί σε αυτές τις ζώνες βγαίνει σε πλειστηριασμό… Συχνά από φόβο κι από αδυναμία ― οι κρατικοί υπάλληλοι είναι φτωχοί και ανίσχυροι, ανυπεράσπιστοι, μπροστά στο χρήμα και την πολιτική δύναμη. Οι βίλες των μεγαλόσχημων και των υπουργών βρίσκονται πλάι στα κλαμπ και το νταραβέρι…

Και το Κοσμοδρόμιο πλέει ολόφωτο. Πιασμένο σε έναν δαιμονικό κύκλο: Η ύπαρξή του εξαρτάται πια καθ’ ολοκληρίαν από τον τζίρο, από την ασταθή σεζόν, τα δάνεια και τα ανελαστικά λειτουργικά τρέχουν, ο «αέρας» και τα λαδώματα έχουν προκαταβληθεί, και ο τουρισμός είναι ευμετάβλητος και ευπαθής, εξαρτάται από τις ισοτιμίες του ευρώ, από τα καπρίτσια του πετρελαίου, από μια βομβιστική απόπειρα, από μια φήμη, από το στράβωμα σ’ ένα νταραβέρι… Τον δαιμονικό κύκλο της τέτοιας τουριστικής ανάπτυξης συμπληρώνουν, απαραιτήτως πια, η απληστία, η διαφθορά, ο κυνισμός, η ανομία. Το προϊόν «Ξέσκισμα» κοστίζει ακριβά.

Στη Μύκονο καθρεφτίζεται η νεότατη Ελλάδα, τα μοντέλα ανάπτυξης, οι συνειδήσεις, οι φενάκες, τα λάιφστάιλ. Καθρεφτίστηκε κυρίως μετά το ‘80, όταν την ανακάλυψε ο κόσμος του Κλικ και των νεόπλουτων, όταν ο μεταεπαρχιώτης Π. Κωστόπουλος την πρότεινε ως Εδέμ για ανερχόμενους και βουλιμικούς wannabe. Τότε όμως το νησί είχε χάσει κάθε πνευματικότητα, είχε χάσει τους λόγιους και τους εστέτ, είχε χάσει και τον κοσμοπολιτισμό του ‘60, είχε χάσει ακόμη και τον χιππισμό και την γκέι ελευθεριότητα του ‘70-’80. Οταν την ανακάλυψαν οι εγχώριοι νεόπλουτοι, η Μύκονος ήταν ήδη φάμπρικα μαζικών υπηρεσιών, πασαρέλα για φτωχοδιάβολους και μοντελοβίζιτες, και διαρκές real estate. Αυτή είναι η Μύκονος των τελευταίων δεκαπέντε-είκοσι χρόνων: εγχώρια ανακυκλούμενη μπίζνα χωρίς προοπτική, από τη μια τσέπη στην άλλη του ίδιου παντελονιού, κι αυτή η μπίζνα δεν «βγαίνει» χωρίς υπερβάσεις, χωρίς τέντωμα των ορίων, χωρίς παρανομία. Σε αυτό καθρεφτίζεται η Ελλάδα.

Οταν θα πάτε στη Μύκονο, επιλέξτε να αποβιβαστείτε νύχτα, στο περίπου λιμάνι του Τούρλου. Θα τα δείτε όλα: πάμφωτα κρουαζιερόπλοια, σκόνη, κομφούζιο, μαχητικά Χάμερ, μπαγκάζια σεϊχηδων, κοπάδια ξενοδοχειακά λεωφορεία, θηρευτές πελατών, χαωμένους λιμενικούς, συμφόρηση, καμία σηματοδότηση, κανένα υπόστεγο, κανένα κρατικό σταθμό. Ενα τράνζιτο, μεταβατικός χώρος για το αλλού. Τράνζιτο για το ξέσκισμα. Enjoy!

Καθημερινή 24.08.2008

buzz it!

Ελάχιστη, πλην αναγκαία, συγγνώμη.

Ολο το στόρι, στο Zoo: ένα, δύο, τρία.

Και η σελίδα του Facebook: Mykonians express their sorrow for the loss of Doujon Zammit.

A song for the Boy:
NatureBoy
Nature Boy – The Impressions

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.818 hits