Χλωμός, στα είκοσι-κάτι, ίσιο λαδωμένο μαλλί, λιπόσαρκος, με μακό και αθλητικά παπούτσια. Μιλάει σφυρίζοντας μέσ’ απ’ τα δόντια του, χωρίς να κοιτάζει στα μάτια τον συνομιλητή του:

– Κάθε μέρα πρωινός είσαι;

Ιδια ηλικία, ελαφρώς υπέρβαρος, με μαλλί καρφάκι, κομποσχοίνι στον καρπό, γυαλιά χωρίς σκελετό, μεγαλοφωνάζει, ιδρώνει, σκύβει διαρκώς προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τις μασημένες λέξεις του άλλου:

working boy

– Ναι, δεν έχουμε άλλη βάρδια, ευτυχώς… Εφτά-τρεις, μετά κλείνει η αποθήκη…

– Στις ταινίες είμαστε ρολόι. Eγώ όμως δεν παίρνω άλλη βάρδια.
– Δε λέει, ρε φίλε, νυχτερινός, ούτε με τα νυχτερινά λεφτά…
– Tι να λέει, με τίποτε δε λέει… να τραβάς βαλίτσες όλη μέρα για 160 καθαρά… θα τα παρατήσω, ρε φίλε…
– Πώς θα τα παρατήσεις; Πόσο καιρό είσαι;
– Tέσσερις μήνες… Aπ’ όταν απολύθηκα… και…
– Και πού θα πας; Eχεις βρει τίποτε άλλο;
– Πουθενά! Καλύτερα να κάθομαι…
– Ε όχι, ρε φίλε, χωρίς δουλειά δε λέει, ούτε καφέ δεν θα’ χεις…
– Δεν με νοιάζει… Εχω πήξει… Eσύ τι θα κάνεις;
– Αμα με κρατήσουνε, θα μείνω… Αλλά δεν θέλω να με κρατήσουνε…
– Τι σύμβαση έχεις; – Τι να ‘χω; Τρίμηνη…

Η κουβέντα, στο μακρύ λεωφορείο εξπρές από το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» προς Εθνική Αμυνα. Ο ήλιος του Σεπτεμβρίου μπαίνει από τα τζάμια και χαυνώνει γλυκά ταξιδιώτες και εργαζομένους. Aρκετοί κλείνουν τα μάτια.

– Καλοκαίρι πήγες πουθενά;
– Αφού δεν είχα άδεια… Τι, για πέντε μέρες;
– Ε, καλά ρε, για πέντε… Θα σε χαλούσε; Θα πήξεις χωρίς διακοπές, ρε, δε βγαίνει…
– Ασε ρε, μπορεί να κάνω διακοπές μια και καλή, όταν δεν μου ανανεώσουνε τη σύμβαση…
– Καλό!…
– Τι καλό, ρε φίλε… Ετσι θα πάει; Μιάμιση ώρα πήγαινε και μιάμιση έλα, από Ανάκασα για Βενιζέλο…
– Καλά, εγώ έχω κάνει και δυόμισι ώρες να γυρίσω Aνάκασα… Καλύτερα να έμενα για υπερωρία… Mαυρίλα…!
– Και τι να κάνεις; Eχεις κάτι καλύτερο; Αφού δεν υπάρχουν δουλειές, ρε φίλε… Να πας κούριερ; Να είσαι όλη μέρα στο παπί;
– Ε, δεν είπα κι έτσι…
– Ε, τότε;
– Τίποτα…

Εξω περνά η Αττική οδός, ουδέτερη, απόμακρη, ταχεία. Κατόπιν αναδύεται άναρχο, πολύχρωμη κουρελαρία το αστικό τοπίο, ο Γέρακας, η Μεσογείων, μπουλντόζες, φούρνοι, είδη υγιεινής, μάντρες αυτοκινήτων, χώματα, σκόνη, τράπεζες σε κάθε γωνία. Ελλάδα 2002, νοτιοανατολική εσχατιά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ζαβλακωμένος από το ταξίδι και την υγρή ζέστη, ξανακούω:

– Πού έκανες στρατό;
– Α, στρατό… Γκασμαδία…
– Ολο;
– Ολο…
– Ειδικότητα;
– Οδηγός ερπυστριοφόρου. Εσύ;
– Ε, τι; Νοσοκόμος… Πότε απολύθηκες;
– Πριν από πέντε μήνες.
– Ηρθες εδώ κατευθείαν;
– Οχι είχα πάει κι αλλού… Εκατσα είκοσι μέρες
– Πολύ έκατσες. Ενα παιδί απ’ τους Αγίους Αναργύρους ήρθε στην ταινία κι έμεινε δυο ώρες… Την έκανε με τη μία…
– Δυο ώρες, ε; Καλά έκανε, όχι σαν εμάς…
– Τα είπαμε, ρε φίλε, πού να πάμε; Αμα δεν βρεις κάτι καλύτερο, κάτσε εκεί που ‘σαι…
– Και πού θα βρεθεί το καλύτερο, ρε; Μέσα στα λεωφορεία που τραβιόμαστε; Ή στην καφετέρια στην Ανάκασα; Ασε ρε… Χειρότερα από Αλβανούς…
– Οχι, ρε φίλε, μη χαλιέσαι έτσι… Ασε… θα πας σπίτι σου τώρα, να κάνεις μπανάκι, να πας για καφέ…
– Ναι ρε, θα στριμωχτώ με τους γέρους μου και τ’ ανίψια μου… Γαμώ τη φάση…
– Ελα ρε… δες την αλλιώς τη φάση, μη σε χαλάει έτσι…
– Τι να δω μωρέ… Τι να δω; Eσύ βλέπεις τίποτε;
– Ελα ρε, κούλαρε, είμαστε και κουρασμένοι τώρα, αύριο είναι Παρασκευή …
– Ναι, καλά…

Στο τελευταίο κομμάτι της Μεσογείων, μετά την Αγία Παρασκευή, δεν ξαναμίλησαν. Ή δεν τους άκουγα πια.

Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29.09.02