You are currently browsing the tag archive for the ‘Αθήνα’ tag.

Στα τέλη Νοεμβρίου, στο 8ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου που οργάνωσε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα την ταινία του Γάλλου Βενσάν Ντιέτρ «Οrlando ferito» – Oρλάνδος πληγωμένος. Πρόκειται για ένα στοχαστικό ντοκυμαντέρ, με αφηγητή τον ίδιο τον σκηνοθέτη, ο οποίος πηγαίνει στη Σικελία για μια καταγραφή του συνόρου αλλά και του κέντρου, της ψυχής, της Ευρώπης. Στην ταινία, το κεντρικό μοτίβο είναι ο Μαινόμενος Ορλάνδος, του Αριόστο, όπως παρουσιάζεται στο τοπικό λαϊκό κουκλοθέατρο – μια αλληγορία για τις απαρχές της Ευρώπης του Καρλομάγνου. Το άλλο μοτίβο είναι οι περίφημες πυγολαμπίδες του Παζολίνι, από το αλληγορικό άρθρο του στην Κοριέρε ντελα Σέρα το 1975, λίγους μήνες πριν απ΄ το θάνατό του. Σ΄ εκείνη την πνευματική διαθήκη ο σπουδαίος ποιητής και στοχαστής έκανε μια στροφή προς τον πεσιμισμό: οι πυγολαμπίδες, ζωογόνα φωτάκια ελπίδας, έχουν χαθεί, όχι μόνο λόγω της οικολογικής υποβάθμισης, αλλά λόγω της πολιτικής παρακμής. Και εξηγεί πώς αλλάζει το ιστορικό Παράδειγμα, μετά τα ελπιδοφόρα χρόνια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης.

Ο σκηνοθέτης Ντιέτρ συζητά με εξέχοντες σύγχρονους στοχαστές για τις χαμένες πυγολαμπίδες του Παζολίνι. Κεντρικός συνομιλήτής του ο Γάλλος φιλόσοφος και θεωρητικός τέχνης Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν. Ο Ουμπερμάν, με περίσσιο σεβασμό προς τον Παζολίνι, υποστηρίζει ότι σαράντα χρόνια μετά το άρθρο, με την Ευρώπη σε ιστορικό μεταίχμιο, σε ορατή παρακμή, οι πυγολαμπίδες παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν, αρκεί να έχουμε μάτια να τις δούμε. Σε μια έξοχη, συγκινητική ομιλία του προς τους Σικελούς, σε προβολή στο θέατρο Γκαριμπάλντι, ο Ουμπερμάν υποστηρίζει ότι οι πυγολαμπίδες έχουν επιζήσει, ότι δηλαδή μπορούμε να αναπτύξουμε μια πολιτική της επιβίωσης, της ελπίδας, της ομορφιάς, της αυτονομίας. Επισημαίνει ωστόσο ότι ότι ο πόνος, οι δυνάμεις του χάους και της υποταγής είναι πάντα παρούσες.

Ο Ουμπερμάν πάει ένα βήμα πέρα από τους προσφιλείς του στοχαστές, τον Παζολίνι, τον Γκράμσι, τον Μπένγιαμιν, προς μια ποιητική και συνάμα πρακτική ενόραση του κόσμου, υπερβαίνοντας την μεταμοντέρνα ακηδία: «Δουλειά μου, δουλειά μας, είναι να φτιάξουμε μικρά φωτάκια, να τα υποδείξουμε, να δείξουμε τις δυνατότητες»: μου το έλεγε τη βροχερή νύχτα της προπερασμένης Πέμπτης, καθώς αγναντεύαμε τα φώτα της πόλεως των Αθηνών, από τον Υμηττό ώς τη θάλασσα. Την περασμένη βδομάδα, αυτός ο ξεχωριστός στοχαστής μιλούσε στην Αθήνα. Με αφορμή μια ταινία μικρού μήκους της Μαρίας Κουρκούτα, («Επιστροφή στην οδό Αιόλου»), έγραψε ένα δοκίμιο υπό μορφήν επιστολής προς τη σκηνοθέτρια, ουσιαστικά ξετύλιξε τη σκέψη του για τον χρόνο, για τις απροσδόκητες συναιρέσεις του παρελθόντος μες στο παρόν, για τη δυναμική του ποιητικού σινεμά, για την τόλμη του λυρισμού.

Μαζί με αυτό το δοκίμιο (Βγαίνοντας από τον χρόνο, εκδόσεις ΚΙΠΚΕ) , διάβασα ένα παλιότερο οξυδερκέστατο κείμενό του, για την σπουδαία ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, «Η αγέλαστος πέτρα» (2002, όλη η ταινία). Και στις δύο περιπτώσεις εκπλήσσει η ελληνομάθεια του Ουμπερμάν, δηλαδή η ευρωπαϊκή του ευαισθησία, και η δημουργική σύλληψη του λόγιου και του λαϊκού. Ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, τα ρεμπέτικα, συνυπάρχουν με τον Αισχύλο και τον Πίνδαρο, τον Χάιντεγκερ και τον Χαίλντερλιν, τον Μπένγιαμιν, τον Ρίλκε. Ολα εκβάλλουν στην κατανόηση και την ενσυναίσθηση, σε μια βαθύτερη ενόραση του κόσμου, της ζωής σαν θαύμα και σαν ποίημα:

«Μας φοβίζει τόσο η γλώσσα και η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, το ιδρυτικό τους θαύμα, ώστε δεν ξερουμε πια και τόσο πώς να κοιτάζουμε απλά, έτσι όπως είναι μπροστά στα μάτια μας, τους Ελληνες του σήμερα. Οταν ο Χάιντεγκερ έκανε την περίφημη κρουαζιέρα του στην Ελλάδα, δεν είδε τίποτα, καταρχάς επειδή δεν ήθελε να δει τίποτα από την αχρειότητα του σήμερα. Την καθαρή Ελάδα που τόσο αγαπούσε, την αγαπούσε παρελθούσα, νεκρή για τα καλά.[…] Για να βγούμε όμως από τις παρελθούσες εποχές, πρέπει να ξέρουμε να επιστρέφουμε -διαρκώς- στην εμμένεια της εργασίας τους, στις επιστροφές τους, στις αναβιώσεις τους… Μπορεί να επιβιώνει εκεί που δεν το περιμένουμε καθολου, σε ένα λαϊκό ποίημα του ρεμπέτικου ή σε μια μικρή πειραματική ταινία. Δεν βρισκόμαστε μακριά από τους Ελληνες, έστω κι αν δεν πιστεύουμε πια στους θεούς του παγανισμού. Αρκεί να τους βλεπουμε επί τω έργω, να έχουμε ορθάνοιχτα υα μάτια -είναι η ετυμολογία της λέξης Έυρώπη΄- στους τρόπους τους, ακόμη και σήμερα, να ‘βγαίνουν από τον χρόνο’»

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

Πέρυσι αισθάνθηκα αύρα παλαιοβαλκάνια να πνέει πάνω από το μαραμένο κέντρο της Αθήνας. Το ξανάνιωσα. Κατήφεια και εσωστρέφεια, εγκατάλειψη, καθυστέρηση, φτώχεια. Ολο το Σάββατο και την Κυριακή περπατούσα πάλι στο κέντρο. Εξάρχεια, Χαυτεία, Στουρνάρη, Κάνιγγος, Βάθη, Ομόνοια, Ακαδημίας, Σόλωνος, Χ. Τρικούπη, Ασκληπιού. Από την Αθηναϊκή Τριλογία έως την πλατεία Βάθη, κι από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την Ιερά Οδό.

Αρκετά μαγαζιά στα Χαυτεία ήταν ανοιχτά την Κυριακή, τα περισσότερα κλειστά. Πολύς κόσμος στους δρόμους, λίγος στα μαγαζιά για ψώνια. Γεμάτοι οι φούρνοι, γεμάτα τα καφενεία με τραπέζια στη λιακάδα. Η πλατεία Ομονοίας έλαμπε, παράξενα ωραία, κυριακάτικη. Στους δρόμους που δεν τους λάμπρυνε ο ήλιος, δυσοίωνη υγρασία τρύπωνε στα κόκαλα: σπασμένα ρείθρα, βρώμικα πεζοδρόμια, κλειστές βιτρίνες σκεπασμένες με αφίσες και γκράφιτι, αραιά και πού κανένα πωλείται ή ενοικιάζεται, σχισμένα, δεν περιμένουν πια αγοραστές και ενοίκους. Πόλη παρατημένη.

Η αγορά στο υπογάστριο του ιστορικού κέντρου έχει χαρακτήρα τριτοκοσμικό, μικρό Κάιρο· τα φτηνοεμπορεύματα απλωμένα στον δρόμο, κινέζικα με χάρτινες ταμπέλες φωνάζουν την τιμή, πέντε ευρώ φούτερ, είκοσι ευρώ παπούτσια, τυρόπιτες, σουβλάκια, φραπέδες όλα ένα ευρώ. Οι κυριακάτικοι πελάτες σε αυτό το παζάρι μιλούν γλώσσες της μετανάστευσης, τη μοναδική ημέρα σχόλης ξοδεύουν φειδωλά τα λιγοστά του μόχθου.

Το βράδυ της Κυριακής, η Ακαδημίας είναι σκοτεινή, έρημη, μόνο τα σινεμά και η Λυρική κρατούν φως και ανθρώπους. Αδεια, σκοτεινά τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, μέχρι την Αλεξάνδρας. Στις σκαλωσιές, Βουλής και Κολοκοτρώνη, άστεγοι-στρουθία έχουν καταλάβει τις θέσεις στα μαδέρια της σκαλωσιάς, έστρωσαν το κρεβάτι τους, κλείνουν τα μάτια κι ακούνε τις μουσικές απ’ τα μπαρ.

Η θλίψη αυτής της πτωχευμένης, αχτένιστης, παρατημένης πόλης αντισταθμίζεται από κρυφές χάρες, αυτές που δεν πολυνιώθαμε στους αμέριμνους καιρούς. Πόλη σε μέτρα ανθρώπινα, μια γειτονιά, αγκαλιά, ακόμη και το κέντρο, μικρές πολυκατοικίες, απρόοπτα ξέφωτα όπου προβάλλουν με χάρη και μεγαλείο οι λόφοι, ο Βράχος. Πόλη με κλίμα διαρκώς γλυκύ, θερμή άνοιξη με διαβαθμίσεις. Πόλη διαρκώς αναμμένη – να, αυτό λιγοστεύει τώρα, το φως, ο βόμβος, η κίνηση, αυτοί οι ζωτικοί χυμοί εγκαταλείπουν τις αρτηρίες του κέντρου. Αυτή η εγκατάλειψη πλακώνει το στήθος και πονάει. Πόλη μου παρατημένη.

Τη Δευτέρα η πόλη ξυπνάει άλλη. Το πρωινό την ωθεί, της σταλάζει κουράγιο. Να όμως και η συμφόρηση: στα χαμηλά της Σόλωνος η αριστερή λωρίδα είναι μονίμως κατειλημμένη από σταθμευμένα οχήματα· λεωφορεία και γιώτα-χι ελίσσονται, αργοπορούν, εκνευρίζονται, το ποτάμι φρακάρει στο δέλτα αντί να ανοίγει. Στην Ακαδημίας τα φορτηγά ξεφορτώνουν μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο δεν υπάρχει Τροχαία, ποτέ. Δεν χρειάζεται. Μόνο πάνοπλοι φρουροί.

Η Κομνηνών είναι όρυγμα σε πεδίο πολέμου, ο χειρότερος δρόμος των Αθηνών. Από την Αλεξάνδρας και μετά, σε όλα τα φανάρια που αργούν, άνθρωποι συνωστίζονται για μερικά δεκάλεπτα. Καποδιστρίου: Λεωφόρος της Επαιτείας και της Πρέζας. Αθόρυβα, ταπεινά πλησιάζουν τ’ ανοιχτά παράθυρα των οδηγών. Λέει: «Με τα πενήντα λεπτά, κύριε, συμπλήρωσα να πάρω τσιγάρα, είμαι εκατομμυριούχος, υγεία να ’χετε…». Ενας κούριερ ξεπεζεύει σοβαρός, ανοίγει το πορτ μπαγκάζ της βέσπας, στο εσωτερικό του καπακιού τρεις εικόνες προσεκτικά κολλημένες, η μεγάλη του Χριστού, οι μικρές των προστατών αγίων.

Στην Πειραιώς μια γυναίκα: «Ευλογημένος του Θεού να είσαι, καλό δρόμο, υγεία στην οικογένειά σου, όλες τις ευλογίες του Θεού, κύριε».

Η πόλη λειτουργεί μαγικά, με την εγκαρτέρηση των κατοίκων.

Σήμερα Κυριακή οργανώνεται για δεύτερη φορά ένας περίπατος στην Αθήνα της Κατοχής, με αφορμή τα εβδομήντα χρόνια από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας. Πέρυσι σε παρόμοιο ιστορικό περίπατο προσήλθαν πάνω από χίλια άτομα. Η ιδέα είναι απλή: ένας οδηγός μεταφέρει τους περιπατητές σε τοπόσημα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Και τους θυμίζει τι συνέβη σε αυτή η γωνία, τι υποδεχόταν αυτό το κτίριο, τι συνέβη σε αυτό το πεζοδρόμιο.

Μερικά τα γνωρίζουμε. Στην οδό Μασσαλίας, εκεί που γνωρίσαμε τα υπαίθρια μικροβιβλιοπωλεία, βρισκόταν επί Κατοχής το νεκροτομείο· εμείς γνωρίσαμε το νεκροτομείο στα κτίρια της Ιατρικής στο Γουδί. Καλούμαστε να ανασυνθέσουμε μια σκληρή εικόνα: τα κάρα που μετέφεραν στη Μασσαλίας τις σορούς των νεκρών του κατοχικού λιμού.

Στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος ένα μισοκρυμμένο μνημείο θυμίζει ότι εδώ η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε τα γραφεία της φιλοναζιστικής ΕΣΠΟ, που στρατολογούσε Ελληνες για τη Βέρμαχτ. Το γνωρίζω. Γνωρίζω ότι στα υπόγεια της Κοραή ήταν τα κολαστήρια της Κομαντατούρ, όπου μαρτύρησαν χιλιάδες πατριώτες – τα έχω επισκεφθεί. Δεν γνώριζα όμως ότι Πανεπιστημίου 64 και Σανταρόζα βρισκόταν το καζίνο του Μαυροκέφαλου, όπου μαυραγορίτες και δωσίλογοι έπαιζαν τις λίρες της προδοσίας.

Η πόλη είναι η μνήμη της, μάλλον οι μνήμες των ανθρώπων της, αυτών που έζησαν κι αυτών που τη ζουν τώρα, συνυφασμένες αξεδιάλυτα σ’ ένα συνεχές χωροχρόνου άλλοτε ορατό κι άλλοτε κρυμμένο, πάντα εκεί, πάντα εδώ, περιμένει να το δούμε, να μας μιλήσει, να μας παρωθήσει σε αυτογνωσία.

Η Αθήνα είναι τέτοιο θέατρο μνήμης, που περιμένει το βλέμμα του κατοίκου, του περιπλανητή, για να ανασύρει δράματα ατομικά και συλλογικά, τραγωδίες και ειρωνικές λεπτομέρειες. Εδώ μια κλινική που φιλοξένησε τραυματίες, στην Οικονόμου το σπίτι του Λαπαθιώτη, στην Ασκληπιού του Παλαμά, στη Ζωοδόχου Πηγής του Κουν, στην Ιπποκράτους έξω από την πανεπιστημιακή Λέσχη μαζεύονταν οι νέοι γύρω από τον Σικελιανό, στη γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου έπεσε ο Τέλλος Αγρας χτυπημένος από αδέσποτη σφαίρα τις μέρες της απελευθέρωσης, τα σημάδια στους τοίχους είναι από σφαίρες. Στη Βασιλίσσης Σοφίας δολοφονήθηκε την εποχή του Διχασμού ο Ιων Δραγούμης. Γύρω απ’ το Πολυτεχνείο και τα Εξάρχεια, μέχρι την Ομόνοια και τα Προπύλαια, εξόρμησαν οι παράτολμοι απεργοί του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1943, εναντίον της αναγκαστικής επιστράτευσης για τα γερμανικά εργοστάσια, σε αυτούς τους δρόμους πέφτουν οι δεκάδες νεκροί διαδηλωτές την 22α Ιουλίου 1943 ξεσηκωμένοι για την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Σε αυτούς τους δρόμους, τριάντα χρόνια αργότερα, πέφτουν οι νεαροί διαδηλωτές του Πολυτεχνείου χτυπημένοι από ελεύθερους σκοπευτές.

Το μεταίχμιο που ζούμε οδηγεί το βλέμμα μας σε ό,τι ήταν αθέατο έως πρόσφατα· το στρέφει από τo mall της ματαιοδοξίας στα ίχνη ενός ζωτικού παρελθόντος, σε ίχνη αγώνων και αγωνίας. Επανασυνδεόμενοι με το παρελθόν, ελπίζουμε ότι θα κατανοήσουμε βαθύτερα το δύσκολο παρόν, την εσωτερική λογική των συμβάντων και των ενδεχομένων μες στην ιστορική ροή, ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αντέξουμε τη δυσχέρεια, να αντέξουμε την ιστορία ως δρώντα υποκείμενα, ως συνδιαμορφωτές, και όχι ως άβουλοι θεατές.

Πλάι στον Κεραμεικό, την Αγορά, την Πνύκα, την Ακαδημία Πλάτωνος, υπό τη σκιά της Ακροπόλεως και του αβάσταχτου κλέους των χρυσών χρόνων, πλάι στους διάσπαρτους μεσαιωνικούς ή μεταβυζαντινούς ναΐσκους, διαλείμματα ησυχίας, βρίσκονται τα πρώτα οικήματα του κράτους, άλλα ταπεινά, σαν τις λαϊκές αυλές θαυμάτων του Παπαδιαμάντη, του Μητσάκη, του Ροΐδη, άλλα ευκλεή και μνημειώδη, νεοκλασικά, εκλεκτικιστικά, καυτατζόγλεια και άλλα. Από τον Μεσοπόλεμο και, κυρίως, μετά τον Δεύτερο Πόλεμο, η λαϊκή και νεοκλασική Αθήνα γίνεται μοντέρνα, χαώδης, μεγάλη, χωνευτήρι, γίνεται μητρόπολη.

Σε αυτή τη μητροπολιτική κορυφή, σκοτεινιασμένη απ’ την κρίση, στεκόμαστε τώρα, αμήχανοι, σαστισμένοι, με κρυμμένη τη γραμμή του ορίζοντος. Ετσι γυρνάμε το βλέμμα στο παρελθόν. Νομίζω γόνιμα. Σίγουρα με αίσθηση σοβαρότητας, ίσως και αίσθηση επείγοντος, για να καλύψουμε κενά, για να κερδίσουμε τον άδειο χρόνο της προηγούμενης αμεριμνησίας, της αμνησίας. Περπατάμε, λοιπόν, για να ανακτήσουμε το ιστορικό κέντρο, την πόλη, τον ζωτικό χώρο της δημοκρατίας, για να ξανανιώσουμε πολίτες και ιστορικά όντα, με παρελθόν, με συνέχειες, με ρήξεις. Το άστυ είναι πολύ βαθύτερο και πλουσιότερο από real estate και gentrification.

H αύξηση των αφίξεων τουριστών φουντώνει τις προσδοκίες για ανάκαμψη. Φυσικό: σε μια οικονομία που συρρικνώνεται διαρκώς, μια οποιαδήποτε επιτυχία φαντάζει τεράστια. Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική, δεν αντιστοιχεί ακριβώς στους παιάνες.

Ο τουρισμός συμβάλλει στο ΑΕΠ ασφαλώς, αξιοσημείωτα ήδη από τη δεκαετία του ’60, εντούτοις τα οφέλη δεν διαχέονται συμμετρικά σε όλη την επικράτεια και σε όλο τον πληθυσμό. Μακράν πιο ωφελημένοι είναι οι τουριστικοί προορισμοί με φήμη, παράδοση και υποδομές. Ας πούμε, ακόμη και σε σεζόν κάμψης, η Σαντορίνη και η Μύκονος θα έχουν κόσμο. Επίσης η τόνωση της απασχόλησης είναι εν πολλοίς εποχική, ενώ τα τελευταία χρόνια αρκετές τουριστικές επιχειρήσεις στρέφονται σε φτηνά εργατικά χέρια από την αλλοδαπή, κυρίως την Ανατ. Ευρώπη. Εν πάση περιπτώσει τα έμμεσα οφέλη για την εθνική οικονομία είναι σημαντικά αλλά δυσκόλως μετρήσιμα. Αυτό που φαίνεται να μετράει μακροπρόθεσμα είναι μια στρατηγική για την φυσιογνωμία και την ποιότητα του προσφερόμενου προϊόντος, με στόχο όχι τόσο τη μάζα στην περίοδο αιχμής, αλλά την ποιότητα των επισκεπτών και την επιμήκυνση της σεζόν.

Ας λάβουμε, τέλος, υπ’ όψιν ότι ο τουρισμός υπόκειται σε διακυμάνσεις, είναι ευαίσθητος σε εξωγενείς επιδράσεις: η κρίση στην Ευρώπη λ.χ. επηρεάζει τον προϋπολογισμό των Ευρωπαίων, το ανασφαλές περιβάλλον στην Αίγυπτο και την Τουρκία στρέφει τουρίστες προς την Ελλάδα, η κρίση στην Ουκρανία μειώνει το τουριστικό ρεύμα από Ουκρανία και Ρωσία κ.ο.κ.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τη συζήτηση για την Αθήνα ως τουριστικό προορισμό: Πώς θα γίνει ελκυστική, ώστε να μην είναι μόνον σημείο μετεπιβίβασης; Ακούγεται φερ’ ειπείν ότι τα ανοιχτά μαγαζιά τις Κυριακές ωθούν την τουριστική κίνηση. Μα ποιος έρχεται στην Αθήνα για ψώνια; Ούτε καν οι πλούσιοι Ασιάτες. Για ψώνια πάνε στο Μιλάνο ή στο Ντουμπάι.

Η Αθήνα έχει να προσφέρει άλλο προϊόν, μοναδικό: ιστορία, πολιτιστική κληρονομιά, αρχαιότητες. Το Μουσείο Ακροπόλεως μάς δείχνει τι πρέπει να γίνει και δεν το κάνουμε. Τι δεν κάνουμε για να αναδείξουμε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με τη μακράν μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή κλασικών αρχαιοτήτων παγκοσμίως. (Μάλλον, κάνουμε πολλά για να το αφήσουμε στη σκιά του Ακροπόλεως…) Τι δεν κάνουμε για να επεκτείνουμε την ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων, όπως είχε συλληφθεί προ πολλών ετών· αντιθέτως ο Οργανισμός Ενοποίησης καταργήθηκε και ουδείς γνωρίζει τι θα απογίνουν το αρχείο και η πολύτιμη τεχνογνωσία του. Ουδείς γνωρίζει επίσης γιατί αφήνουμε να ρημάζει η περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος, το μοναδικής αρχαιολογικής και συμβολικής αξίας πάρκο στον Κολωνό, το οποίο απειλείται να πλακωθεί από σχεδιαζόμενο mall. Ή πώς αξιοποιείται τουριστικά το Λύκειο του Αριστοτέλη: κενό και έρημο, πλάι στο υπέροχο Βυζαντινό Μουσείο, το επίσης εκτός τουριστικών διαδρομών.

Ας μείνουμε σε αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα, αρχαιολογικά σημεία με συμβολική αξία ανυπέρβλητη και κυρίως οικουμενική. Πλην της Ακροπόλεως, έχουν μείνει χωρίς φροντίδα και υποστηρικτικό πλαίσιο· μερικά μάλιστα ρημάζουν. Αυτα είναι τα «ψώνια» που έχουμε να προσφέρουμε στους τουρίστες.

Για να γίνει η Αθήνα τουριστικός προορισμός σαν τη Ρώμη ή τη Βενετία, δεν χρειάζεται να ανοίγουν τα μαγαζιά τις Κυριακές στο Πικέρμι. Επείγει να λειτουργήσει λυσιτελώς και καλαίσθητα η μοναδική της προίκα πολιτισμού. Στη Βενετία τα εστιατόρια δεν σερβίρουν μετά τις εννέα το βράδυ, κι όμως συρρέουν περισσότεροι τουρίστες απ’ όλη την Ελλάδα. Γιατί; Η Γαληνοτάτη πουλάει Σαν Μάρκο, Ακαντέμια, Γκραν Κανάλ, παλάτσα, ιστορία. Παρεμπιπτόντως πουλάει Prada και Gucci ― αλλά όχι γιατί μένουν ανοιχτά τις Κυριακές…

Μια δεκαετία πέρασε από τη συγγραφή του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τους κλυδωνισμούς που υπέστη. Πρώτα αφαιρέθηκε από την τελική μορφή του προοιμίου, ο σαφής ορισμός των πολιτισμικών θεμελίων της Ευρώπης: η ελληνορωμαϊκή παράδοση, ο χριστιανισμός, ο ιουδαϊσμός. Οι τρεις λόφοι δηλαδή, που ανέφερε ο πρόσφατα ο Γερμανός Πρόεδρος Γιόακιμ Γκάουκ, αντικρίζοντας την Ακρόπολη: οι λόφοι της Αθήνας, της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ.

Στη δεκαετία που πέρασε πολλά συνέβησαν. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα συρρικνώθηκε ιστορικο-ιδεολογικά, με απαλοιφή των τριών προειρηθέντων πυλώνων, ώστε να μην αποκλείονται ή προσβάλλονται άλλες δοξασίες και καταγωγές. Το μοντάζ όμως δεν ήταν ικανό για να υπερψηφιστεί το Σύνταγμα από τους Ευρωπαίους πολίτες· ο φιλόδοξος καταστατικός χάρτης ατύχησε όταν εξετέθη στην καθολική λαϊκή ψήφο, και πέρασε μόνο με τις ψήφους των πειθαρχημένων εθνικών κοινοβουλίων.

Εν τω μεταξύ συνέβη η μεγάλη κρίση του 2008, όταν η φούσκα της χρηματοπιστωτικής απληστίας εξερράγη στα χέρια των κυβερνήσεων που υμνούσαν την ελεύθερη-αυτορυθμιζόμενη αγορά, με βαρύ ή και αβάστακτο κόστος για τους ευρωπαϊκούς λαούς. Η κρίση, μεταξύ άλλων, έδειξε τα όρια αντοχής της νομισματικής ένωσης, έδειξε το κενό της ανύπαρκτης πολιτικής ένωσης, και έδειξε επίσης ότι ο φεντεραλισμός ήταν απλώς ένα κενό γράμμα, η ομοσπονδία ελευθέρων κρατών ήταν μια ξεχασμένη διακήρυξη· η κρίση ρευστότητας, η κρίση χρέους, η κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, κάθε πτυχή της κρίσης αντιμετωπίστηκε διακυβερνητικά, όχι φεντεραλιστικά, με γνώμονα τον συσχετισμό ισχύος των κρατών-μελών και όχι τις παλαιές διακηρύξεις πίστης σε κοινά ιδεώδη σύγκλισης και συνοχής. Υπό μία έννοια, η πολιτική έπαιρνε την εκδίκησή της, απέναντι σε μια κενή περιεχομένου ρητορική και σε μια τεχνοκρατική διαχείριση της εξουσίας.

Πριν από μερικές ημέρες, η Πολιτισμική Επιτροπή της Ε.Ε., αποτελούμενη από είκοσι επιφανείς Ευρωπαίους του πνεύματος και των τεχνών, παρουσίασε ένα σύντομο πλην φιλόδοξο κείμενο, τη «Νέα αφήγηση για την Ευρώπη». Η παρουσίαση έγινε στο Βερολίνο, ενώπιον του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χ. Μπαρόζο και της Γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ.

Το καλογραμμένο, καίτοι επιφανειακό, κείμενο φιλοδοξεί προφανώς να καλύψει το πνευματικό και ιδεολογικό κενό που καθίσταται όλο και εμφανέστερο στη συζήτηση περί Ευρώπης. Προσπαθεί να απαντήσει στις ανησυχίες των όλο και περισσότερων ευρωσκεπτικιστών πολιτών, να διασκεδάσει τους φόβους, να τονώσει τον καχεκτικό φεντεραλισμό έναντι του αναζωπυρωμένου εθνικισμού, και δη του ακροδεξιού. Εξ ου και οι συντάκτες του εντοπίζουν τα ιστορικά ορόσημα της μεταπολεμικής Ευρώπης, στα οποία πλάι στον μη πόλεμο και την Πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος (sic), εντάσσουν την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας· εκεί επισημαίνεται και μια υπόρρητη αντίφαση της σύγχρονης Ευρώπης: αφενός η μεσσιανική υποδοχή της ελεύθερης αγοράς, αφετέρου, η δραματική σύγκρουση της ελεύθερης αγοράς με την κοινωνική πραγματικότητα.

Οι συντάκτες της Νέας Αφήγησης δεν διστάζουν να αναφέρουν τους τρεις λόφους του Προέδρου Γκάουκ, αλλά η ρητορική τους κορυφώνεται με το διφυές όραμα «Αναγέννηση – Κοσμοπολιτισμός». Εδώ όμως διαφαίνονται οι περιορισμοί της ρητορικής τους. Οπως ευλόγως αναρώτηθηκε ο Γιώργος Πρεβελάκης, καθηγητής γεωπολιτικής στη Σορβόννη, κάθε άλλο παρά ευρωσκεπτικιστής: «Οι Αναγεννήσεις συμβαίνουν, δεν διατάσσονται άνωθεν. Ο Κοσμοπολιτισμός δεν μονοπωλείται. Τι διακρίνει τον Ευρωπαίο κοσμοπολίτη από τον Αμερικανό;» Και τον Αυστραλό και τον Βραζιλιάνο και τον Ιάπωνα κ.ά. θα προσθέταμε.

Η Νέα Αφήγηση περιέχει αδυναμίες και αντιφάσεις. Πολλές. Εντούτοις και μόνη η γέννησή της δείχνει ότι η συζήτηση για την Ευρώπη δεν μπορεί πια να εξαντλείται σε ανακύκλωση τεχνοκρατικών δοξασιών, ενώ σωρεύονται πολιτικά και κοινωνικά ερείπια. Οι πνευματικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις συγκρότησης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας παίρνουν επιτέλους τη θέση τους πλάι στους εμφανέστερα ταλαιπωρημένους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους.

belezza_roma

Παρακολουθούσα λαίμαργα την Grande Belezza (Μεγάλη ομορφιά) του Σορεντίνο, ρουφούσα εικόνες, κιαροσκούρα, φόρμες, αστραφτερά πεζοδρόμια και περίτεχνα δάπεδα, αδριάντες, κρήνες, κήπους, ταράτσες, τα ρωμαϊκά πεύκα να περιγράφουν τον ορίζοντα, μπαρόκ παλάτσα, εκθαμβωτικά μπλέιζερ, τη γιγαντοδιαφήμιση Martini, τον flâneur Τζεπ με ένα νεγκρόνι στο χέρι να ακούει μυστικά τον Αμνό του Τάβενερ και φανερά τα μπιτ της eurotrash. Κατάδυση στον κινηματογράφο και εμβάπτιση στην Αιωνία Πόλη, από εκεί που την άφησαν ο Φελίνι, ο Σκόλα και ο Ροσελίνι, μισό αιώνα μετά, από τα χρόνια της ανοικοδόμησης και της ευφορίας, της λιτής κομψότητας, της ματιάς προς το μέλλον.

Το μέγα κάλλος της ταινίας είναι η Ρώμη, αναμφίβολα· αλλά ο αφηγηματικός της πυρήνας είναι ένας επιτάφιος για την γηραιά Ευρώπη, την ελληνορωμαιοχριστιανική. Οι τελειωμένοι αριστοκράτες, οι φθαρμένοι ηδονιστές, οι ματαιωμένοι επήλυδες, οι στείροι καλλιτέχνες, οι ακηδείς πλούσιοι, οι προλετάριοι απ’ τη χαραμάδα, όλοι πεθαίνουν και σβήνουν εν ηδοναίς προσθέτοντας επιδερμίδα και ρουφώντας σκόνες. Η πόλη είναι ένα αρχαίο πολυστρωματικό μνημείο που τυλίγει με ομορφιά και μεγαλείο τους ανθρώπους, μα τους τυλίγει νεκρικά, τους κρατάει διαρκώς στον κόσμο των νεκρών.

H μονόχρωμη τοιχογραφία της Dolce Vita έχει εν τω μεταξύ μετασχηματιστεί σε μια μπαρόκ ελαιογραφία υπερκορεσμένου χρώματος και ακραίου κιαροσκούρο, με ένα θέμα: τη ματαιότητα, τη vanitas, με τυπωμένη σε κάθε γωνιά την υπόμνηση memento mori, τυπικά ρωμαϊκή. Η αρμονία, το μέτρο, η χάρις, έχουν ταφεί στα σκοτεινά βάθη των παλάτσων, όπως η ραφαελική Fornarina, η πεμπτουσία της sprezzatura: είναι μόνο μια φευγαλέα υπόμνηση του απωλεσθέντος ιδεώδους, ένα φάντασμα, το φάντασμα της Ελίζα, μια έλλαμψη από το μυητήριο πρόσωπο της νιότης που είναι πια νεκρό.

Ρουφώντας τη Ρώμη μέσα από το ρέκβιεμ του Σορεντίνο, σκεφτόμουν διαρκώς ότι να ζεις σε μια τέτοια πόλη-μνημείο, σε ένα απέραντο κενοτάφιο ιστορίας, είναι ευλογία και κατάρα. Ευλογία διότι ζώντας εκεί, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο· τα έχεις δει, τα έχεις ζήσει όλα. Και κατάρα, διότι ζεις πλακωμένος από το βάρος αιώνων και γιγάντων, κι όσο κι αν δίνεσαι της ζωής, πάντα θα βουλιάζεις στην ιστορία, πάντα θα βαραίνει η σύγκριση με τα έργα και το πνεύμα των προγόνων. Με αυτούς συνομιλούν ο Φελλίνι και ο Παζολίνι, από αυτούς αναβλύζουν και εκεί επιστρέφουν.

Σαν να ζεις στην Αθήνα. Πλακωμένος από τη σκιά της Ακροπόλεως, από τερατώδεις σκιές σε κάθε άλσος, εδώ η σκιά του Πλάτωνος, εκεί του Αριστοτέλη, παραπέρα του Περικλή και του Θεμιστοκλή, εκεί ο Σωκράτης συνομιλούσε με τον Φαίδρο. Ξασπρισμένα μαρμάρινα μέλη από τη δημοκρατία, θύλακοι χριστιανικού μεσαίωνα από την αυτοκρατορία, με πλίνθους και κουρασάνι, ένα σπάραγμα οθωμανικό, νεοκλασικισμός σαν του Κανόβα στη Ρώμη, η θάλασσα να λάμπει διαρκώς στο βάθος, μια βιασμένη ενδοχώρα νυμφών και αττικών θαυμάτων.

Αυτή η αβάσταχτη Αθήνα, πρωτεϊκή και ελάχιστη, έλαμψε πάλαι ποτέ σαν Στέλλα, παθιασμένη για ελευθερία σε χωμάτινες αυλές και χαμοκέλες, έλαμψε άγρια σαν Ευδοκία καμένη από ήλιο, σκόνη και φτηνό κρασί. Περιμένει τώρα να λάμψει μητροπολιτική και περίπλοκη, σκοτεινή και πολυπρόσωπη, με σημάδια πολέμων στους τοίχους και μια ευδαιμονία που γυρνάει σε πένθος.

Κάτω από την επιφάνεια του καταθλιπτικού συβαριτισμού και των παλάτσων της Ρώμης, κάτω από το κατσουφιασμένο πρόσωπο του κλασικοαθηναϊκού ερειπιώνα, υπάρχει ένας βαθύς επιτάφιος θρήνος για τον κόσμο που απέρχεται, και ένα βλέμμα προς τον κόσμο που φτάνει· μάλλον, περισσότερα του ενός βλέμματα, προς διάφορες πιθανές ελεύσεις. Ασιάτες, Αραβες, τουρίστες, ας πούμε. Αλλά κυρίως παιδιά που αναζητούν μια διαδρομή στον λαβύρινθο του βίου, όπως έκαναν πάντα τα παιδιά· η έλευση της αγάπης· η αναζήτηση του στοιχειώδους, του θεμελιακού, κάποιος να σε νοιαστεί, κάποιος να σου αποκαλύψει το θαύμα, τη φύση, μια φεγγαρόλουστη νύχτα, μια απέραντη στιγμή αποκαλύψεως, τα επιφάνια και η χάρη.

Ανω και κάτω. Ανω: η ταράτσα, ρωμαϊκή, αθηναϊκή· πλάι στο Κολοσσαίο, πλάι στην Ακρόπολη· ο επιπολής κόσμος θεάται το γέρμα του πλονζέ. Κάτω: τα μνημεία τέχνης, οι τάφοι, ο Κεραμεικός, τα καταχωμένα ποτάμια, οι ψυχές. Ζούμε υπεράνω, αντλώντας παραδόξως δυνάμεις από κάτω, πάντα επιστρέφοντας σε μια Fornarina, μια σβησμένη Ελίζα, προ πάντων στη spretazzura της νιότης, στη θάλασσα.

Θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας του πιο μελαγχολικού νεορεαλισμού ή του πικρότερου νουάρ, γραμμένο από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον Τζέιμς Κέιν ή τον Αλμπέρ Καμύ, γυρισμένο από τον Κισλόφσκι του «Ου φονεύσεις». Oχι, το φονικό στην οδό Γερανίου τα ξεπερνά σε ωμότητα, χωρίς καν την παρηγοριά ενός επιμύθιου. Η ζωή έχει τον δικό της αμείλικτο ρεαλισμό. Στο αστυνομικό ανακοινωθέν αναφέρεται ότι ο νεαρός πήγε να ζητήσει απλήρωτα μεροκάματα φίλης του, από τον εστιάτορα της Γερανίου. Λίγο αργότερα έπεφτε ξέπνοος στο πάτωμα, από τις σιδερογροθιές του μπράβου.

Ο εν ψυχρώ φόνος ενός νεαρού επαρχιώτη σε μαγαζί της Ομόνοιας από Τσετσένο μπράβο, σεσημασμένο, δείχνει την Αθήνα σαν δυστοπική μητρόπολη φτώχειας, εξαθλίωσης και βίας. Ο,τι ακούγαμε για υπερκαυκάσιες και βαλκάνιες μαφίες, ό,τι μαθαίναμε ότι επικράτησε στις ανατολικές κοινωνίες μετά την κατάρρευση, τώρα συμβαίνει εδώ.

Ο ενοχλημένος εστιάτορας δεν κάλεσε την αστυνομία να απομακρύνει τον ενοχλητικό νεαρό, δεν του υπέβαλε μήνυση. Δεν ήθελε να αναμιχθούν αστυνομία, εισαγγελέας, δικαστήρια. Εβαλε τον μπράβο να καθαρίσει. Αυτή η απόσυρση στη σφαίρα της αυτοδικίας και της ωμότητας, στην επικράτεια της γυμνής ζωής, ούτε καν της φτηνής ζωής, δεν είναι μεμονωμένο συμβάν. Είναι τροχιοδεικτικό αγριότητας, όπως οι αυξανόμενες αυτοκτονίες είναι τροχιοδεικτικό απελπισίας· είναι καθρέφτισμα μιας γενικευόμενης κοινωνικής εξαχρείωσης, κατά την οποία η ζωή χάνει την αξία της αφού έχει χάσει ήδη το νόημά της.

Η σιδερένια γροθιά του μπράβου, όσο ανατριχιαστική, είναι το εκτελεστικό όργανο, δεν είναι η κινούσα δύναμη. Κινούσα δύναμη είναι η περιφρόνηση προς τη ζωή, είναι η απαξίωση της ζωής, είναι η τιμολόγηση της ζωής στα λίγα κατοστάρικα της απλήρωτης εργασίας, στα λίγα κατοστάρικα του πληρωμένου φονιά.

Αλλοδαπός εφόνευσε ημεδαπό. Δούλευε στις αποθήκες των αγροτικών συνεταιρισμών Ηλείας, είχε ένα παιδάκι. Ακλαυτος.

stoa_elias

Η Αθήνα δεν χαρακτηρίζεται από στοές. Εχει λίγες και μικρές, δεν τη σφραγίζουν. Δεν είναι σαν το Μιλάνο, σαν το Παρίσι, τόπο έμπνευσης του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που είδε την αστική φαντασμαγορία να ανθίζει μες στις στοές και τα περάσματα της πόλεως.

Οι αθηναϊκές στοές, πλην ελαχίστων, απολήγουν τυφλά ή ημίτυφλα, είναι μισοσκότεινες, ελάχιστα μεγαλοπρεπείς, έχουν κυρίως χρηστικό χαρακτήρα. Συγκεντρώνουν, μάλλον συγκέντρωναν, ομοειδή μαγαζιά και εργαστήρια, που ομαδώνονται σε λειτουργικές πιάτσες, με χαμηλότερα ενοίκια και δυνατότητες συνεργιών. Χαράκτες και σφραγιδοποιοί, κλειδαράδες, χρηματιστηριακά γραφεία, ραφεία, αργυροχρυσοχοεία, ρολογάδικα, γραμματόσημα, δίσκοι, μικροηλεκτρονικά, βαλίτσες, κάθε εμπόριο και τέχνη στήνει μια δική του πιάτσα. Αλλά ελάχιστες αθηναϊκές στοές λειτουργούν σαν πέρασμα, ελάχιστες τροφοδοτούν τη φαντασμαγορία της πόλης μες στην πόλη, δεν ειναι ένα στεγασμένο δίκτυο δρόμων για περιπλάνηση, για flânerie. Στις αθηναϊκές στοές εισέρχεσαι με έναν σκοπό, να επιτελέσεις μια λειτουργία. Και εξέρχεσαι συνήθως από το ίδιο φωτεινό στόμιο.

Γιατί έτσι; Ισως διότι ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος, πετάγεται ένας. Διότι το φως διαρκώς σε καλεί να περιπλανιέσαι στ’ ανοιχτά, στα ξέφωτα. Ισως διότι η ανάπτυξη του αστικού ιστού διεξάγεται με υστερήσεις και χάσματα, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό· ο υπέρτατος σχεδιαστής είναι το ζωηρό μικροεμπόριο. Ισως διότι οι αρχαιοκλασικές ημιανοιχτές στοές διεσώθησαν στην κλασικιστική Αθήνα ως στενοί πλην ανοιχτοί δρόμοι. Υπό μία έννοια, όλο το σύμπλεγμα των δρόμων του ιστορικού τριγώνου είναι μια δαιδαλώδης ασκεπής στοά, ένα υβριδικό παζάρι που διαχέεται και πολυμορφίζει: Ευαγγελιστρίας, Αγίου Μάρκου, τώρα πια Αιόλου, και τα δεκάδες-εκατοντάδες παρακλάδια, με αρχαιοδοξασμένα και χριστιανικά ονόματα αναμίξ.

Πίσω στις στοές. Μέσα τους. Η λαμπρότερη ίσως, η στοά Αρσακείου, φθίνει· η ιστορία την πλήττει βάναυσα, κι εμάς μαζί της. Οι σημαίες του Κοκκώνη δεν αρκούν να διασκεδάσουν την θλίψη. Η στοά Φέξη, ναός για τους χασομέρηδες των γκάτζετ, έχει μισοαδειάσει από μαγαζιά· Σάββατο πρωί, σουλατσάρουν φύλακες. Ρημαγμένη η στοά Ειρηνοδικείου στην Ομόνοια, νεκρή. Κενή η στοά Τρικούπη στα Χαυτεία, η και Πιγκουίνου ονομαζομένη, ανοίκειο πέρασμα για βιαστικούς διαβάτες. Μισοσβησμένη η λάμψη στη στοά Σπυρομήλιου· η κρίση νίκησε την ανακαίνιση. Ούτε η εμπορική Ορφανίδου έχει τη βουή του παρελθόντος. Ούτε η Λέκκα. Κρατάει λίγο η στοά της Οπερας, η στοά Λαιμού. Η Νικολούδη ήταν πάντα κομψή και σύντομη, έγινε ακόμη συντομότερη. Η Κοραή σχεδόν βουβάθηκε.

Κλειστά μαγαζιά και εργαστήρια, ξενοίκιαστα, αποικισμός από καφενεία, μπαρ και ουζερί, κομμένη κίνηση. Κι όμως οι στοές των Αθηνών εξακολουθούν να είναι γοητευτικές, και τώρα περισσότερο, έτσι εσωστρεφείς και γυμνές που μείναν· σαν να μιλούν ευκρινέστερα στον εισερχόμενο, τώρα που δεν είναι πια πελάτης αλλά περιπλανητής. Οι πολύβουες στοές έχουν μεταπέσει ηχητικά και κινητικά προς ένα intime ψιθύρισμα, που είναι όμως πιο εύγλωττο για το πρόθυμο αυτί. Είναι αστικά διάκενα, που αφηγούνται τον κυματισμό της ιστορίας: αλλάζουν οι χρήσεις, οι αξίες, η πρόσληψη, οι σημασίες, αλλάζουμε εμείς.

Περιποιημένα καφενεία καταλαμβάνουν τις εξωτερικές γωνίες και ύστερα εξαπλώνονται προς τα μέσα, ίσκιος το καλοκαίρι, προστασία το χειμώνα· όσο προχωράς στο βάθος, η φθορά αναδύεται φανερή και επικρατούσα, αλλά μαζί της μια βαθύτερη αίσθηση του χρόνου. Ο χρόνος ρέει διαφορετικός στο ρολογάδικο του βάθους, στο επιμεταλλωτήριο του πρώτου ορόφου, στο ραφείο του συνταξιούχου. Η σκόνη του χρόνου πάνω στις περίτεχνες σιδεριές της κουπαστής, τα λιωμένα μάρμαρα του δαπέδου, τα ραγισμένα κρύσταλλα, είναι πλούτος.

Με όλες τις δυσκολίες νέοι άποικοι φτάνουν και ξαναφτάνουν, ανανεώνουν τη ζωή, τη νιώθεις, τη μυρίζεις, την ακούς σαν μικρό έντομο αισιόδοξο. Φτιάχνουν ακόμη βέρες, φαρδαίνουν ξεχασμένα δαχτυλίδα οικογενειακά, επισκευάζουν φερμουάρ, ντύνουν κουμπιά, ξαναδίνουν ζωή στα χαλασμένα και τα παλιά. Σερβίρουν μυρωδάτους ελληνικούς με φουσκάλες και εσπρέσο ριστρέτο, το βράδυ νεγκρόνια και ντακίρια, για όλες τις γενιές όλες τις τάξεις. Αγκαλιάζουν οι στοές.

Μέσα-έξω, φως-ημίφως, βουητό ψίθυροι και σιγαλιά, τεντωμένη χορδή χωμένη στις τσέπες, οι άνθρωποι της Μεγάλης Υφεσης δεν φωνάζουν στις στοές, πατάνε σεβαστικά σαν να σέρνουν παντόφλες σε μωσαϊκά νοσοκομείου, στήνουν αυτί και αφουγκράζονται το παρόν, ότι αυτό τα περιέχει όλα. Χωνεύεται ο πλάνης μες στο πλήθος, αφήνεται στο κύμα.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

paradise

Περπατώ στους αυγουστιάτικους δρόμους του αθηναϊκού κέντρου, με λεπτό ξηρό καύσωνα και άπλετο φώς. Η πόλη έχει αδειάσει και είναι πιο μελαγχολική από τόσους πολλούς Αύγουστους που την έχω ζήσει. Σαν εγκαταλειμμένη, σαν να την έχουν παρατήσει. Κοντοστέκομαι μπρος σε κατεβασμένα ρολά: έκλεισε για πάντα ή για Δεκαπενταύγουστο. Εύχομαι το δεύτερο, να έχουν παρατήσει την Αθήνα για ν’ απλωθούν στην ενδοχώρα, ή να απλώσουν την πόλη ευδαιμονικά στο αρχιπέλαγος.

Ευχόμαστε το δεύτερο με τους εκλεκτούς φίλους και τσουγκρίζουμε· πάνω απ’ τα ποτήρια φυτρώνουν λιμάνια, κάστρα και νησιά, κάστρα μεσαιωνικά, αρχαίοι οπωρώνες, μυριστικά φυτά, αιθέρια έλαια, ξερικά αμπέλια σε πεζούλες, παππούδες και ερειπωμένα σπίτια πατρογονικά, Γενοβέζοι πολεμιστές και Βενετσιάνοι έμποροι, Ελληνες stradioti, κουρσάροι και κοντραμπατζήδες, η Χίος, η Μονεμβασιά, η Σύρος, το Γαλαξείδι, το Τσιρίγο, φάροι πετρόκτιστοι και φανοί εσβεσμένοι, μπαρ, αρχέγονες ντισκοτέκ καλαμένιες, ρουμς του λετ, η Παναγίτσα του Μουντέ των εξορίστων, και παντού βαπόρια, καράβια, πλοία ολόφωτα στη νύχτα από νησί σε νησί. Αφικνυόμενοι και αναχωρούντες, βρισκόμαστε διαρκώς στη Μεγάλη Μητρόπολη του Αυγούστου: στο Αιγαίο.

Στέκομαι σ’ ένα πέρασμα πλήθους ανθρώπων, γλωσσών και φυλών. Στο κέντρο των Κυκλάδων, κι είναι νύχτα με μελτέμι. Εχω αγκυροβολήσει, όπως πενήντα πέντε συναπτά καλοκαίρια, στο καταγωγικό αρχιπέλαγος. Κοιτώ τους μυριάδες νεαρούς ανθρώπους, είκοσι-τριάντα, που πηγαινοέρχονται στο τοπικό bus terminal, με τελικό προορισμό τα γιγάντια κλαμπ των νότιων παραλιών. Προέλευση: Ευρώπη, Αμερικές, Ωκεανία. Τατουάζ, πιρς, φανελάκια, μοτοσικλέτες: στον εξισωτισμό του καλοκαιριού όλοι φαίνονται ίδιοι και όλοι ζητούν το ίδιο, μια νύχτα διεσταλμένη μέχρι το ηλιόβγαλμα, με κιλοβάτ, σφηνάκια και ουσίες, με διεσταλμένες τις αισθήσεις, με παραισθήσεις, με απόδραση από τον κλοιό των δυτικών μητροπόλεων. Οι παγκοσμιοποιημένες μάζες μιλούν τα ίδια στοιχειώδη κρεολικά αγγλικά, ακούνε τους ίδιους ντι-τζέι σαμάνους, καταναλώνουν ίδια shots και σμάρτφον. Ο πακιστανοαυστραλός Αφζάλ συνοδεύει σαν κομψός αίλουρος τα φωτομοντέλα που ντυμένα-γδυμένα στυλ Μυγκλέρ και Γκωτιέ διαφημίζουν το κλαμπ του παραδείσου. Είναι διεθνής επαγγελματίας του κλάμπινγκ, τέσσερις μήνες Μύκονος, τέσσερις μήνες Πουκέτ, τέσσερις μήνες Σίδνεϊ ― η διαδρομή του είναι η παγκοσμιοποίηση, ο κόσμος είναι ο κόσμος της επιστημονικής φαντασίας υλοποιημένος μες στην καρδιά της Νύχτας, ο αισθητικοποιημένος κόσμος των δυστοπιών του ‘70-’80, του Ranxerox και του Τotal Recall, της καρικατούρας Fifth Element. Κλώνοι και μεταλλάξεις. Ο,τι συνέγραφε τριπαρισμένος ο Φίλιπ Ντικ ακούγοντας βινύλια Grateful Dead και Βάγκνερ, το 2013 είναι το απόλυτο mainstream, με ψηφιακή υπόκρουση Afrojack και Martin Solveig.

Γύρω από τα λεωφορεία για τον Παράδεισο, χτυπάνε τατουάζ, σαν μονομάχοι ή υποψήφιοι για σκλαβοπάζαρα της αυτοκρατορίας. Δεν έχουν ακούσει ωστόσο τίποτε για τον Σπάρτακο. Η σκέψη μου τρέχει στην πρόταση των Ελλήνων αρχιτεκτόνων για τη μετάπολη του 21ου αιώνα, στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2006. Είδαν το Αιγαίο σαν μια Διάσπαρτη πόλη, σύμφωνη με τις συλλήψεις επιφανών ιστορικών και διανοητών, όπως ο Ρουτζέρο Ρομάνο, ο Μάσιμο Κατσάρι, ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Αγγελος Ελεφάντης. Σε εκείνη την ελληνική έκθεση, ο αρχιτέκτονας Στέφανο Μποέρι είχε περιγράψει μια ουτοπία, την Ελεύθερη Ομοσπονδία των Νήσων της Μεσογείου. Την τοποθετούσε στη δεκαετία 2010-2020. Ισως έχει ξεκινήσει πράγματι, ταλαντευόμενη μεταξύ ουτοπίας και δυστοπίας.

Αιωρούμασταν πάνω από το λεκανοπέδιο, βλέποντας πίσω απ’ τα φώτα άγρυπνα όρη αττικά. Το μελτέμι ανακούφιζε σώματα και ψυχές κουρασμένες από την ολοήμερη δουλειά ή τη δυσοίωνη αργία. Στο τραπέζι εδέσματα και κρασιά απ’ όλη την Ελλάδα, ο καθείς έφερνε το κατιτίς του και οι μάγειρες την τέχνη τους. Λευκοτύρι σφήνα Λευκάδας, βασιλομανίταρα Γρεβενών, οι κορυφές.

Η κουβέντα γυρνούσε ανάμεσα σε προπέρσινα νησιά και παλαιές αποδράσεις, ακούγαμε με ορθάνοιχτα μάτια τον Νίκο να μας οδηγεί στη Route 66, στην λευκή έρημο του Νιού Μέξικο, τη Λουιζιάνα, όλη την Καλιφόρνια, τη Νεβάδα, το Κολοράντο, στο Μπέρκλεϊ και το LA. Σχεδόν ακούγαμε και το ράδιο στον σκαραβαίο με το καμένο κύλινδρο καθώς ο Ελληνάς μας οδηγούσε 72 ώρες άυπνος, σαν Χάντερ Τόμσον και Γκίνσμπεργκ μαζί.

Το ιουλιανό spleen οδηγεί ρωμαλέα την ασπόνδυλη κουβέντα προς τα Εκεί. Για θυμηθείτε το καλοκαίρι του 2004, σαν χθες… Για πότε πέρασε… Κι όμως έχουν περάει εννιά χρόνια, δεν είναι χθες. Ολοι θυμόντουσαν εκείνο το καλοκαίρι της μέθης. Μέσα μου άστραψε το σιγανό πρωινό της Κυριακής του Euro, στη Ρόδο, όταν όλα τα πλάσματα κρατούσαν την ανάσα τους.

Μα πιστέψατε ποτέ την ισχυρή Ελλάδα του 2004; Οχι την ισχυρή, αλλά ναι, όλοι είχαν συγκινηθεί στην τελετή ενάρξεως. Τόσο συναίσθημα, τόση αφήγηση ιστορίας, τόσο κάλλος… Τι μεσολάβησε; Μετά τη μέθη αρχίσαμε να βουλιάζουμε, λιγότερο ηδονικά, συχνά με προαισθήματα κακά, με ψυχανεμίσματα. Σαν να γλιστρούσαμε μέσα σε όνειρο.

Τι μας συνείχε τότε; Μόνο ένα ψέμα, η φενάκη; Τι μας ωθούσε; Η αυταρέσκεια; Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να μας ενώσει πάλι, ενώπιον των ερειπίων, και όχι ενώπιον της μέθης. Ποιο ποίημα, ποιο τραγούδι, ποιο όραμα, και ποια ρητορική που θα τα περιέχει όλα αυτά αναχωνεμένα και δραστικά, θα μας σηκώσει και θα μας στήσει όρθιους στα πόδια μας; Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί: ο Νικίας ψιθυρίζει μες στη νυχτερινή αύρα.

Στέκαμε αποκαρωμένοι. Περάσαμε δια λόγου απ’ την κατεστραμμένη Κύπρο, ίδια και χειρότερη μας, και προσγειωθήκαμε στο σινεμά: στα δυο αριστουργήματα του Γαλλοκαναδού Ντενί Αρκάν, την «Πτώση της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» (1986) και την «Επέλαση των Βαρβάρων» (2003). Το υπαρξιακό τέλος της γενιάς των ’60s, αφενός, και το πικρότατο ιστορικό τέλος της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας. Νιώσαμε ότι ζούμε μέσα στην τρίτη ταινία του Αρκάν, αυτή που δεν έχει γυρίσει ακόμη, μετά την επέλαση των βαρβάρων: πώς σβήνουν όλα τα φώτα που γνωρίσαμε, πώς ανατέλλει άγνωστη η νέα παγκοσμιοποιημένη ιστορία πάνω σε αρχαίους βράχους μεσογειακούς. Μετά. Εχουν περάσει οι βάρβαροι και καθόμαστε αποσβολωμένοι στις φερ φορζέ, με μισοάδειο το ποτήρι, και το μελτέμι για παρηγοριά.

gezi1

Τυνησία, Ταχρίρ, Μαδρίτη, Αθήνα, Occupy Wall Street, Τουρκία, Βουλγαρία, Βραζιλία. Νέοι, κοπέλες, αρτίστες, twitter και smartphones, αυτοοργάνωση, ακαριαία διεθνής αλληλεγγύη, μάσκες Guy Fawkes, σφυρίχτρες, καλλιτεχνικά δρώμενα, σκληρές οδομαχίες. Απέναντί τους, δακρυγόνα, γκλομπ, κανόνια νερού. Κάτι κοινό υπάρχει σε αυτό το ποτάμι που φουσκώνει εδώ, υπογειώνεται εκεί και ξεπροβάλλει πιο πέρα.

Από τον Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα έως την Ταξίμ και το Σάο Πάολο του 2013, ένα φάντασμα δυσαρεσκειας πλανιέται στον κόσμο. Στην αρχή μιλούσαμε για την αραβική άνοιξη, ενάντια σε διεφθαρμένα αυταρχικά καθεστώτα. Εν συνεχεία, είδαμε τους Αγανακτισμένους νεόπτωχους των χρεοκοπημένων χωρών της Ευρώπης. Κατόπιν, τους εξεγερμένους των υπεραναπτυσσόμενων χωρών της περιφέρειας και τους απεγνωσμένους της πρώην Αναταλικής Ευρώπης. Κάθε ανάφλεξη έχει τα δικά της αίτια, αλλά και κοινά χαρακτηριστικά. Είναι προφανές ότι οι ποικίλες εξεγέρσεις δεν έχουν κοινή γεωγραφία ή κοινωνικό υπόστρωμα, ούτε καν παρόμοια πολιτικά καθεστώτα απέναντί τους, φαίνεται όμως ότι μοιράζονται κάποια κοινή ανθρωπολογία, διανοητικούς ορίζοντες και εργαλεία, ψυχικές προσδοκίες και τρόπους αυτοναγνώρισης.

Είναι οι εξεγέρσεις της γενιάς που κληρονομεί ένα μέλλον χειρότερο από των γονιών τους, της γενιάς των σπουδαγμένων ή υπερσπουδαγμένων, που όμως δεν χωράνε πουθενά: ούτε στο κάδρο της υπερανάπτυξης ούτε στο κάδρο της χρεοκοπίας ούτε στο κάδρο της καθυστέρησης. Εχουν σπουδάσει αρχιτέκτονες ή ιστορικοί τέχνης και θα δουλέψουν ρεψεσιονίστ ή χαμηλοϋπάλληλοι, εφόσον και όταν βρουν δουλειά, πιεζόμενοι διαρκώς να είναι ανταγωνιστικοί, ατομικιστές και πειθήνιοι, ακτήμονες και νομάδες, χωρίς δημόσιο χώρο και συλλογική συνείδηση, χωρίς καμία βεβαιότητα για το μέλλον.

Από τον α-τυπικό αθηναϊκό Δεκέμβρη έως την Πουέρτα ντελ Σολ, το Σύνταγμα, την Ταξίμ και το Ρίο, οι νέοι λένε διαρκώς το ίδιο: θέλουμε τη ζωή μας. Χρησιμοποιούν τα social media και είναι δικτυωμένοι διεθνώς, δεν πιστεύουν ή δεν παρακολουθούν καν τα συμβατικά μήντια, είναι δύσπιστοι ή εχθρικοί προς τα παραδοσιακά κόμματα, απαιτούν ουσιαστική άμεση δημοκρατία, αδιαπράγματευτη ελευθερία, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Ο λόγος τους και οι πρακτικές τους αντλούν μορφότυπους κυρίως από την παγκοσμιοποιημένη ποπ κουλτούρα, από την τέχνη του γκράφιτι, τις κόμικς μάσκες του V for Vendetta, τις λεκτικές ριπές του twitter και των sms, τη δικτυωμένη φωτογραφία ντοκουμέντο, το viral video, την ενδοσυνεννόηση και αυτοοργάνωση ομάδων μέσω social media, την αστραπιαία κοινοποίηση των συμβάντων και την κινητοποίηση παλιρροϊκών κυμάτων συμπαράστασης ανά τον πλανήτη.

Απέναντι σε αυτό το υπερνεωτερικό κύμα δυσαρεστημένων και αποκλεισμένων, δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και αυταρχικά καθεστώτα αδυνατούν να αντισταθούν αποτελεσματικά. Ο έλεγχος των συμβατικών μήντια, για έλεγχο της ροής πληροφοριών και προπαγάνδας, δεν είναι αρκετός: η Ταχρίρ πρώτη και μετά η Ταξίμ παρέκαμψαν όλους τους φραγμούς. Δεν μπορούν να απαντήσουν πειστικά ούτε στα υλικά αιτήματα ούτε στα ιδεολογικά-πολιτικά· διότι αυτό που παράγεται και μοιράζεται αφειδώς στη νεότερη γενιά και στα μεσοστρώματα είναι ένα και μόνο: ανισότητα. Με διαφορετικούς τρόπους ανά περίπτωση, η υπερανάπτυξη ή η αιφνίδια φτωχοποίηση, βαθαίνουν εκθετικά την ανισότητα, ακυρώνουν την ισοπολιτεία και την ισονομία, υπονομεύουν την ισηγορία και τα ατομικά δικαιώματα. Οι κυριαρχούμενες τάξεις και οι πεπτωκότες νεοπληβείοι βρίσκονται ενώπιον ενός ιστορικού ρήγματος: η επερχόμενη κοινωνία δεν τους περιλαμβάνει, οι περισσότεροι θα καταβαραθρωθούν. Δεν πρόκειται καν για την κοινωνία των δύο τρίτων, αλλά για την κοινωνία του ενός τρίτου ή του ενός πέμπτου· δεν πρόκειται καν για τη διαμαρτυρόμενη νέα γενιά των 700 ευρώ προ του 2008, αλλά για την απελπισμένη γενιά των νομοθετημένων 426 ευρώ, της μετανάστευσης και του no future.

Μόνη απάντηση των κυβερνήσεων μέχρι στιγμής, από την Κωνσταντινούπολη ώς το Σάο Πάολο, είναι η καταστολή. Οι διαμαρτυρόμενοι ζητούν δημόσιο χώρο, εργασία, πρόνοια, κοινωνικές υποδομές, ελευθερία, και λαμβάνουν δακρυγόνα. Ωστόσο δεν σταματούν. Αντιθέτως, η καταστολή και η βίαιη αντιμέτωπιση αφυπνίζουν μεγαλύτερα τμήματα πληθυσμού και πυροδοτούν μια νέου είδους πολιτικοποίηση, άμορφη και διάχυτη προς το παρόν, αλλά εξαιρετικά δυναμική. Τι θα προκύψει; Αδηλο. Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε έναν παραλληλισμό: οι αναταραχές της τελευταίας τριετίας ορίζουν ένα ιστορικό ορόσημο ανάλογο του ρήγματος του 1989. Τότε έπεσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός και οι ψευδαισθήσεις του· τώρα, κλονίζεται ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και οι μονόδρομες δοξασίες του. Ή τουλάχιστον γίνεται φανερό ότι ο τέτοιος καπιταλισμός προτιμά διεφθαρμένα, αυταρχικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα, και όχι τη δημοκρατία και τις ανοιχτές κοινωνίες.

Τις νύχτες η Αθήνα είναι σιωπηλή και αργόσυρτη, σχεδόν ακίνητη. Οι πιάτσες ταξί φυτρώνουν παντού, μικρές κίτρινες αποικίες. Παρ’ όλ’ αυτά, κίνηση βουβή, αραιή. Η άνοιξη καταφέρνει να ζωηρέψει την πόλη μόνο πέριξ του Σαββάτου, και μόνο στις ορισμένες ζώνες διασκέδασης. Πολλά μπαρ φτάνουν τη happy hour με φτηνά ποτά έως τις 9 και 10, για να πείσουν την πελατεία να κεραστεί κάτι· οι νεότεροι ψωνίζουν μπίρες και κρασιά χύμα από το περίπτερο, τα πίνουν σε σκαλάκια και παγκάκια, σε αστικά ξέφωτα.

Στις λεωφόρους έχουν ελαττώσει τις περατζάδες ακόμη και οι κάγκουρες, η πολυπληθής πλην ανομοιογενής φυλή των λαϊκών που ιππηλατούν στην πόλη πάνω σε παπιά με κομμένες εξατμίσεις ή σε πειραγμένα αυτοκινητάκια φορτωμένα μπάσα, με σαμπγούφερ που πιάνουν όλο το πορτμπαγκάζ. Στις αντλίες παραγγέλνουν βενζίνη τρία ή πέντε ευρώ, όσο για μια βόλτα το σαββατόβραδο.

Στις κεντρικές συνοικίες, ακόμη και στα θεματικά πάρκα της διακσέδασης, Γκάζι και Ψυρρή, το χρώμα και η αύρα έχουν αλλάξει, τα αλλάζει ραγδαία η κρίση και η φτώχεια. Μια βαλκανίλα τα σκεπάζει όλα, ημιορατή ακόμη, σαν τούλινος μαδύας, που όμως επιμένει και εντείνεται, σταθερά.

Δεν εννοώ μόνο τα μικρομπακάλικα και τα πρόχειρα στέκια φαγητού με τις εξωτικές αλλόγλωσες επιγραφές, τα πακιστάνικα κουρεία, τα τηλεφωνικά-ιντερνετικά μαγαζάκια. Είναι κι αυτά ασφαλώς, ανεπτυγμένα σε διάρκεια σχεδόν μιας εικοσαετίας. Εννοώ περισσότερο μια υποχώρηση του επιδεικνυόμενου πλούτου δυτικού τύπου, στα αυτοκίνητα, στα ρούχα, στα αξεσουάρ, στον τρόπο που ξεχώριζαν οι πολίτες ευρωζώνης από τους τριτοκοσμικούς και τους ανατολικοευρωπαίους. Τα διακριτικά γνωρίσματα συγχέονται, διότι η αγοραστική δύναμη των ανέργων είναι παντού ίδια, μηδαμινή. Η βαλκανική αύρα, ίσως και ανατολικομεσογειακή, απλώνεται πολύχρωμη, μελαγχολική, με υποβόσκουσα επιθετικότητα, πλανάται πάνω σε ρημαγμένες βιτρίνες και φαλιρισμένα μαγαζιά, σε θορυβώδη γκράφιτι και μαρκαρίσματα, σε καφενεία ανάγκης με φωναχτές επιγραφές «καφές 1€», σε φούρνους που ξεφυτρώνουν διαρκώς, στα κλειστά περίπτερα και τις πολλαπλασιαζόμενες τυφλές ζώνες του κέντρου. Ιδίως μετά το δειλινό, όταν τα χρώματα ξεβάφουν και τα φώτα είναι λιγοστά.

Η πτώχευση επιτάχυνε δραματικά την κατάρρευση του παλαιού εμποροβιοτεχνικού κόσμου, ήδη κλονισμένου, που κρατιόταν με τα δόντια μέχρι τη σύνταξη. Η βίαιη αποχώρηση των γηρασμένων παραγωγικών θυλάκων άλλαξε αναλόγως βίαια την ψυχογεωγραφία του άστεος: ολόκληρες πιάτσες επαγγελματιών και εμπορίου εξατμίζονται. Τα δέρματα και η υποδηματοποιΐα απ’ του Ψυρρή, τα υφάσματα και τα ραφεία στο ιστορικό τρίγωνο Αιόλου, Σταδίου, Αθηνάς, τα είδη υγιεινής στην Γ’ Σεπτεμβρίου, τα βιβλιοπωλεία της Σόλωνος, τα αστικά εμπορικά της Σταδίου, ακόμη και τα σιδηρικά της οδού Αθηνάς αραιώνουν. Σε όλα τα κτίρια γραφείων του κέντρου, στην είσοδο, κολημμένες ανακοινώσεις: το ασανσέρ δεν λειτουργεί λόγω απλήρωτου λογαριασμού, η ΔΕΗ έκανε διακανονισμό, πληρώστε τα κοινόχρηστα. Αντιστέκονται η Βαρβάκειος και δυο-τρία πολυκαταστήματα. Παντού αλλού, όπου δεν χάσκουν άδειες βιτρίνες, φυτρώνουν καφενεία για άεργους και ευκαιριακά φτηνομάγαζα ― η επιχειρηματικότητα της ανάγκης.

Στα καφενεία, στα μπαρ, στους δρόμους: τα ντυσίματα άλλαξαν, τα ρούχα είναι παλιά, κι είναι φτηνά. Πληθαίνουν τα τατουάζ και τα πιρς, σημάδια ενός διάχυτου, άμορφου κύματος νεοτριμπαλισμού: αναζητείται ταυτότητα. Η πτώχευση ήταν απότομη, δεν έχουν επινοηθεί ακόμη τρόποι να αποτυπωθεί αισθητικά και συμπεριφοριολογικά η νέα συνθήκη. Μια υπαρκτή διέξοδος: η γενίκευση της καγκουριάς, του χύμα, του λαϊκού flâneur που περιφέρεται με τα ελάχιστα, με τσιγάρα ρεφενέ, χωρίς ή με σποραδικό μεροκάματο, με θρυμματισμένη ή διακοπείσα μόρφωση, και καταλαμβάνει ό,τι διατίθεται ακόμη δωρεάν: τον δημόσιο χώρο. Με θόρυβο εξατμίσεων ή σούπερ μπάσα, ο κάγκουρας μαρκάρει προσωρινές ζώνες, όπου για λίγο αισθάνεται κυρίαρχος ή ανεκτός.

Οι μηδενικές προσδοκίες, το άνυδρο μέλλον, ο αποκλεισμός, οδηγούν σε εσωστρέφεια, αυατοναφορικότητα, ατυπική οργάνωση ανά αγέλες, προσκόλληση σε υποκουλτούρες. Το στυλ του κάγκουρα, αισθητικά και ανθρωπολογικά, εκφράζει τη νέα φτωχογειτονιά, αυτή που έως πρόσφατα πίστευε ότι ήταν μικροπλούσια. Ο κάγκουρας ήταν φτωχός, τώρα είναι πληβείος· είχε λιγοστό μέλλον, τώρα δεν έχει καθόλου. Δεν χρειάζεται να μάθει τίποτε καινούργιο, έχει τους κώδικες, άλλωστε είναι εύκολοι και ρευστοί, του αρκούν για να αποικίσει το αστικό κενό. Είναι ήδη μια εκδοχή βίου, για πολλούς η μόνη.

video: DJ Mehdi – Signatune (via Sergios)

Η Αθήνα ευωδιάζει άνθη νερατζιάς. Η σκυθρωπή πόλη δωρίζει απλόχερα το πιο εκλεκτό άρωμα της Μεσογείου: νερολί. Γλυκό, μεθυστικό, και ταυτόχρονα λεπτό, μοναδικό. Οι φουντωτές νερατζούλες των γκρίζων πεζοδρομίων σκορπάνε λευκά άνθη σε καπώ και παρμπρίζ, πάνω σε σέλες μοτοσυκλετών, σε φαγωμένα ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό στη Ναυαρίνου, σκορπάνε αιθέριο έλαιο που θεραπεύει την ένταση και το άγχος, που διασκεδάζει τον φόβο και την απαισιοδοξία, καταυγάζει τα πρόσωπα και διώχνει τις ρυτίδες.

Η παλέτα: βαθύ πράσινο του φυλλώματος, λευκό των ανθέων και των μπουμπουκιών, λαμπρό πορτοκαλί των πικρών καρπών. Υπό τη σκέπη γλαυκού ουρανού, με ελαφρά ψύχρα το πρωί και ήλιο που ξεπλένει κρίματα. Η Αθήνα δίδεται σε όποιον έχει τις αισθήσεις ανοιχτές.

Ενα ρίγος καθώς διελαύνεις το κέντρο: η ομορφιά της αιθρίας, το άρωμα της ανοίξεως, χύνονται σαν βάλσαμο στην αδυνατισμένη πόλη, στο κουρασμένο σώμα σου. Είναι αρκετά; Είναι ικανά να δυναμώσουν και να γιατρέψουν;

Ιπποκράτους, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αθηνάς, Ερμού, Αγιοι Ασώματοι. Το φως, οι νερατζιές… Μπορούν; Ναι, μπορούν, να δυναμώσουν την όραση, να αλλάξουν την προοπτική, ώστε να δούμε τη δυσχέρεια σε ένα ιστορικό συνεχές. Ακούγεται παράδοξο, ίσως και παράλογο, ακούγεται σαν γλυκερός λυρισμός, σαν στερεοτυπική υποδοχή ανοίξεως, μοιρολατρική υποταγή στα τετελεσμένα, μια στιγμή μέθης απ’ το νερολί. Ισως.

Ισως να την αποζητούν αυτή την παρηγοριά το κουρασμένο σώμα κι ο φοβισμένος νους, γιατί την έχουν ανάγκη, μα σίγουρα δεν την επινοούν: τα αρώματα, το φως, ο βόμβος είναι εδώ, γύρω μας, παντού, είναι ύλη, έχουν υπόσταση και σώμα, είναι η ουσία της ζωής. Ιδού: καθώς αφήνεσαι, καθώς οι ύλες τυλίγουν το σώμα και εισχωρούν στον νου, η πόλη φανερώνει τις ιστορικές της ραφές: κάθε δρόμος, ναΐσκος και μνημείο περιέχεται σε ποιήματα, τραγούδια και διηγήσεις, μαζί με ανθρώπους που υπήρξαν εδώ και τραγούδησαν στον καιρό τους τον πόνο και το θαύμα. Να, εδώ που στέκεσαι στο πρωινό Θησείο είναι ο τόπος που έπαιξε ο δερβίσης το νάι το γλυκύ το πράον, νιώθεις ήδη τον ίσκιο του Παπαδιαμάντη, και μερικούς δρόμους παραπάνω ακούς θροΐσματα από τους ίσκιους του Ξενόπουλου, του Μητσάκη, του Ροΐδη. Ολοι εδώ γυρνούν, αιώνια επιστρέφουν, κι εσύ μαζί, μαζί με νυσταγμένους μαγαζάτορες, διαβάτες που κοντοστέκονται με ένα κύπελλο καφέ, σαστισμένοι από τη φωτοχυσία και τα άνθη νερατζιάς που αναβλύζουν απ’ τα βάθη, από παντού και πάντα. Επιφάνεια.

Ενα άρωμα, ένα χρώμα, και μια ριπή ανέμου. Σε μια στιγμή σου φανερώνεται το παν.

smog_Larios

Τον φετινό χειμώνα θα τον θυμόμαστε από μια εικόνα και μια οσμή: την αιθαλομίχλη να σκεπάζει το λεκανοπέδιο και την οσμή του καμένου ξύλου. Μια έξοχη αισθητικά φωτογραφία που ανέβασε ο Γιάννης Λάριος στο Φέισμπουκ, έδειξε την Αθήνα όπως ήταν το Λονδίνο του smog, στη δεκαετία του ’50, και όπως θα ήταν την εποχή του Καρόλου Ντίκενς και του ορφανού Ολιβερ Τουίστ.

Δεν νομίζω ότι ο κ. Λάριος «πείραξε» ψηφιακά την εικόνα, διότι και άλλες παρόμοιες που ανέβηκαν τις προηγούμενες μέρες, στο ντεμπούτο της αιθαλομίχλης, παρόμοια ζοφερό έδειχναν τον ορίζοντα. Αλλωστε η οσμή καιομένου ξύλου, αισθητή σε μεγάλο μέρος του λεκανοπεδίου, ήταν πιο πειστική από την εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, η φωτογραφία της νυκτερινής Αθήνας στεφανωμένης από το λευκό σεντόνι της αιθαλομίχλης είχε μια άγρια ομορφιά, που έθελγε και ταυτόχρονα φόβιζε. Ηταν μια εικόνα αποκαλυπτική για το τι ζούμε: τη σύγχυση και το σοκ.

Η κρίση θέρμανσης, που απασχόλησε και το ειδησεογραφικό δίκτυο Bloomberg, συμπυκνώνει με τον τρόπο του τη σύγχυση που κατατρώει την ελληνική κοινωνία. Το κράτος, χωρίς σοβαρή πρόβλεψη των οικονομικών μεγεθών, χωρίς κατανόηση των αναγκών και των δυνατοτήτων των πολιτών, φορολόγησε εκτάκτως το πετρέλαιο θέρμανσης, ανεβάζοντας την τιμή του κατά 48%. Το αποτέλεσμα: το κράτος δεν έχει εισπράξει ούτε το ένα πέμπτο των προβλεπομένων φόρων, πολλές επιχειρήσεις καυσίμων θα κλείσουν, ο αστικός πληθυσμός στα διαμερίσματα παγώνει με σβηστά καλοριφέρ, οι μαθητές στα σχολεία του Βορρά παγώνουν, οι περισσότεροι καίνε ξύλα και όλοι μαζί αναπνέουμε αιθάλη και φονικά μικροσωματίδια. Επιπλέον φουντώνει η λαθροϋλοτόμηση, όχι μόνο στην ύπαιθρο αλλά και στα περιαστικά δάση.

Αναζητώντας αναλογίες από την ιστορική εμπειρία, μόνο στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου μπορείς να βρεις κάτι παρόμοιο. Και στην ημετέρα Κατοχή. Αλλά πόσες ουσιώδεις διαφορές με το 1941-44: πόσο μεγαλύτερος ο σημερινός πληθυσμός, πόσο πιο απαιτητικός και καλομαθημένος, πόσο πιο ανέτοιμος να αντέξει τη σπάνη, πόσο ανέτοιμος ακόμη και να την αντιληφθεί για να την αντιμετωπίσει. Κυρίως: τότε παρενεβλήθη πόλεμος, ήττα, κατοχή. Τώρα; Ποιος είναι ο πόλεμος, ποιες μάχες δόθηκαν, με ποιους εχθρούς; Μήπως η πτώχευση είναι ένα είδος πολέμου; Αθόρυβος μεν, αναίμακτος ίσως, αλλά αναλόγως καταστροφικός για τις ζωές των ανθρώπων και τις προσδοκίες τους; Εξίσου καταστροφικός για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους όσο και για τον εθνικό και ιδιωτικό πλούτο.

Ασφαλώς δεν είναι ίδιες οι καταστάσεις· η κατοχική εμπειρία, η φρίκη του λιμού και της ανελευθερίας ήταν μοναδική. Και ο εχθρός ήταν ορατός: ο κατακτητής. Τώρα σαν να ζούμε μια εσωτερική κατάκτηση, μια άλωση εκ των έσω: με κύρια χαρακτηριστικά τη σύγχυση και τον φόβο των ανθρώπων, την παράλυση του κράτους, και μια ενδοβεβλημένη ήττα σε πολλά επίπεδα. Ολα αυτά σχηματίζουν την ψυχική αιθαλομίχλη πάνω από τέσσερα εκατομμύρια Ελληνες: τη βλέπουμε, τη μυρίζουμε.

φωτ.: Γιάννης Λάριος

Είναι Κυριακή και είναι μισολιακάδα Νοεμβρίου. Το φως λούζει την Αθήνα, την ξεπλένει και την αποδίδει αναγεννημένη, σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια, καθώς διαπλέεις Πατησίων και Αθηνάς με την Ακρόπολη διαρκώς μπροστά σου. Αυτό το φως σού ανοίγει την ψυχή, σε ξεζαρώνει.
Απ΄την εκβολή της η Αθηνάς προδιαθέτει για το πανηγύρι που τελείται παρακάτω. Στην πλατεία στο Μοναστηράκι, αδιαχώρητο. Ανθρωποι έχουν πλημμυρίσει όλο το ξέφωτο, στο κέντρο το πλήθος είναι στημένο γύρω από ένα δυσδιάκριτο δρώμενο: σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών, διαπερνάς πλάτες και κεφάλια, διακρίνεις ακροβάτες και πεχλιβάνηδες. Είναι 2012.

[Φλας: Θυμάμαι αχνά τον Τζίμη τον Τίγρη στην πλατεία Κοτζιά πριν καμιά τριανταριά χρόνια, τόσο και παραπάνω. Η Αθήνα ήταν μια πρωτεύουσα του Νότου, βαλκάνια, συμμαζεμένη· η ζωή έσφυζε γύρω από το ιστορικό της κέντρο, με καφενεία μουσικών, με οικοδόμους και ελαιοχρωματιστές στην Αθηνάς ξημερώματα, με άφοβα νυχτοπερπατήματα μειρακίων για πατσάδες και γιαουρτόμελα, με ζεστά κουλούρια ξενύχτικα στου Ψυρρή. Με κέρματα και μικρά χαρτονομίσματα ευημερούσαν οι Ελληνες στην τυφλή απόληξη της Ευρώπης, αισιοδοξούντες και εργαζόμενοι. Ταινίες, δίσκοι, συναυλίες, αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, μπαρ, ρούχα, ουίσκια, κονιάκ, ταβέρνες, όλα ήσαν λίγα αλλά επαρκή, όλα κυκλοφορούσαν χρησιμοποιούνταν εξαντλητικά. Κανείς δεν ανησυχούσε, σε κανέναν δεν έλειπαν τα αναγκαία, κανείς δεν αισθανόταν μειονεκτικός.]

Aπό την Ερμού έως την Ασωμάτων το παζάρι των παλιατζήδων. Απιθωμένα στην άσφαλτο ή στα καπώ των αυτοκινήτων τα περισσεύματα νοικοκυριών, τα απομεινάρια κλεισμένων σπιτιών, βινύλια, αγαλματίδια, θαμπά CD, ποτηράκια και υπολείμματα από σερβίτσια, ρολόγια κούκοι, τενεκεδένια κουτιά Παπαγάλος Λουμίδη. Υλη για περίεργους και συλλέκτες, σαβούρα που αναζητεί νέο χώρο να καταλάβει.

Σαβούρα λοιπόν: λάμπει κάτω απ΄το ηλιόφως, εκπέμπει μια αλλόκοτη αισιοδοξία, την χρονοανθεκτικότητά της· πίσω απ΄το εμπόρευμα στέκουν κλειστά μαγαζιά φαλιρισμένα, πνιγμένα από οργιώδη γκράφιτι που επιτείνουν το κενό. Ακόμη και στην Ερμού, που πρόσφατα καλλωπιζόταν με στεγαστικά δάνεια, ανάμεσα σε κραταιά παλαιοπωλεία με ακριβά κομμάτια, η παλιατσούρα εισβάλλει κυρίαρχη, αμείλικτη. Ερχεται παντοδύναμη, κλιμακωτά, από τα μεγάλα παζάρια της Πειραιώς στο Γκάζι, από τον Πειραιά, κι από το αχανές παζάρι του Σχιστού, από τα βασίλεια της σαβούρας.

[Πετάρισμα: η Αθήνα ήταν βαλκάνια, χωρίς όμως τη λάσπη, αρωματισμένη πάντα με την αύρα του Σαρωνικού και τον ανοιχτό ορίζοντα της Μεσογείου, ευλογημένη με ερείπια και κινητικότητα. Στο πρόσφατο τέταρτο αιώνος έγινε μητρόπολη του Νότου, μια προβολή λάμπουσας Ευρώπης προς ανατολάς, λίγο αλαζονική: προς αυτή τη φωτεινή εστία συνέρρευσαν άνθρωποι από γύρω, προς τον ήλιο, προς την γλυκεία ζωή της Μεσογείου, προς μια άρρητη υπόσχεση. Τώρα ξαναγίνεται βαλκάνια; Στρέφει προς τα έσω, προς μια κλειστή αυτάρκεια; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Ακόμη.]

Η εικόνα διαφορίζεται στο μεγαλειώδες άνοιγμα του Θησείου, εκεί όπου η Αθήνα προβάλλει δαιμονικά αρχαία και νέα, αιώνια καλλονή με λυτά μαλλιά. Υπό την κραταιά σκιά της Ακροπόλεως, αναπτύσσονται βυζαντινοί και νεοκλασσικοί ναοί, πεύκα, δενδροστοιχίες, εκλεκτικιστικές κατοικίες, μοντέρνα κτίρια, λιθόστρωτοι πεζόδρομοι, ταφικά μνημεία, θαλερά συντρίμμια αγοράς, διαρκείς ίσκιοι ανθρώπων, συρσίματα ποδιών, ψίθυροι και ντελάληδες από πάντα εδώ. Στο ξέφωτο, πλάι στο παρκάκι, ένα άλλο παζάρι, πιο κομψό, με καινούργια πραγματάκια, πάντως το ίδιο ανώφελο, μη πρακτικό, το ίδιο γοητευτικό. Σμήνη περιπατητών, χαζεύουν τα πωλούμενα χειροτεχνών και γυρολόγων, τα Made in China πραγματάκια της πεντάρας. Υπνωτισμένοι όλοι, ξενόλαλοι και αυτόχθονες, υπνωτισμένοι από το κάλλος του τοπίου και από τα πραγματάκια.

Τι μαγνητίζει τους ανθρώπους σε τέτοια παζάρια; Ιδια παντού η σαγήνη, από το Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη ώς τη Βενετία, τη Νάπολη και το Παρίσι. Παζάρι, μερκάτα, σουκ, αγορά, υπαίθρια ή ημιστεγασμένη, πόσο διαφορετική όμως πάντα από το mall, πόσο πιο πολύχρωμη, φτηνή, διασκεδαστική, για χασομέρηδες και παιδιά εξίσου. Είναι το τελευταίο πεδίο μαγείας στις πόλεις της ταχύτητας και της τεχνικής, μια φυσαλλίδα όπου ο χρόνος επιβραδύνεται έως ότου όλα γίνονται άχρονα, αρχαϊκά, όλα βαπτίζονται στον μύθο, και ο βίος απλώνεται κυκλικά. Για λίγο, όσο διαρκεί ένα πρωινό σουλάτσο, πριν ή μετά έναν μακρόσυρτο καφέ στα δάση των τραπεζοκαθισμάτων. Οσο διαρκεί το φως μιας Κυριακής, άπλετο, βασανιστικό, λυτρωτικό.

Το χώμα στο παρκάκι είναι νωπό. Σχεδόν μυρίζεις δέντρα.

ζωγραφική: Paul Klee, Mediterranean Settlement.

Η ταινία Cosmopolis του Ντ. Κρόνεμπεργκ, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ντον ΝτεΛίλλο (εκδ. Εστία), δείχνει μια ημέρα από τη ζωή ενός νεαρού δισεκατομμυριούχου στο Μανχάταν. Ο μεγαπαίκτης των αγορών, Ερικ Πάκερ, διευθύνει τα ντιλ μέσα από την τεράστια λιμουζίνα του, που αργοκυλάει στους νεοϋορκέζικους δρόμους· μέσα στην απαστράπτουσα hi-tech σαρκοφάγο δέχεται συνεργάτες και συμβούλους και διεξάγει ιδιόρρυθμους διαλόγους για το χρήμα, τον χρόνο, τη ζωή, την ηθική, την ύπαρξη. Η μέρα κυλάει με ιλιγγιώδεις διαλόγους, ενόσω οι δρόμοι κυριεύονται από μια ξέφρενη εξέγερση και οι αγορές νομισμάτων τρέχουν στα μόνιτορ. Η αφήγηση ξεκινά με αφηρημένο εξπρεσιονισμό του Πόλοκ, κι ένα στίχο του Πολωνού Ζ. Χέρμπερτ: «νομισματική μονάδα έγινε ο αρουραίος»· κορυφώνεται με τη θρησκευτική ζωγραφική αφαίρεση του Ρόθκο.

Το Cosmopolis θα μπορούσε να είναι μια απεικόνιση του Μανχάταν, απόμακρη, ερμητική, άνευ νοήματος για τον Ελληνα θεατή. Δεν είναι. O κόσμος του Ερικ Πάκερ, παγωμένος και υπερταχύς, με μικροτσιπ αντί για αίμα, με αριθμούς αντί για αισθήματα, κόσμος πέραν της ανάγκης, κόσμος υποσχόμενος μέλλον, χωρίς παρόν, αυτός ο κόσμος της παγκόσμιας ροής χρήματος, είναι εξαιρετικά οικείος στους Ελληνες τρόφιμους του Euro-Depression. Διότι η Ελλάδα της Υφεσης είναι η απόληξη της φρενίτιδας του Cosmopolis, η κορύφωσή του: ένα διαρκές μεταίχμιο καταστροφών, μια διαρκής ανατροπή.

Οσα περιγράφονται μέσα στη λιμουζίνα προϋποθέτουν όσα περιγράφονται στις οδομαχίες έξω απ’ αυτήν. Και τα δύο συμβαίνουν στην Ελλάδα, φανερά τουλάχιστον από το 2009: και τα ντηλ και οι οδομαχίες. Το χρήμα, αυτοναφορικό, αυτονομημένο, αποσπασμένο από οποιαδήποτε σύνδεση με υλικότητες, ανάγκες, όρια, συμβολισμούς, όρισε τον βίο πριν απ΄την κρίση, με θεοκρατική απολυταρχία. Ηταν ο ζωοδότης και ο λατρευόμενος, ο απόλυτος ηγεμών, ο νοηματοδότης. Το ίδιο απολυταρχικό χρήμα, δια της ελλείψεώς του, ορίζει και πάλι τον χώρο των ανθρώπων, τους κατεστραμμένους βίους τους και τις διαψευσμένες προσδοκίες.

Η Αθήνα είναι το αντεστραμμένο είδωλο του Cosmopolis Μανχάταν: είναι η σπάνις και η στέρηση μετά την πλησμονή, είναι η διάψευση μετά την πληθωρισμένη υπόσχεση και τη φενάκη. Η Αθήνα της Μεγάλης Υφεσης δείχνει το κενό που περιέχεται στην απαστράπτουσα λιμουζίνα των παγκοσμιοποιημένων ντιλ. Εδώ, στα μελαγχολικά κράσπεδα της οδού Σοφοκλέους έξω από το ταφικό Χρηματιστήριο, στις άδειες βιτρίνες με τα ενοικιαστήρια και τα γκράφιτι, στις σιωπηλές πρασιές των προαστίων, μόνο εδώ, στα Υφεσιακά Πεδία, αποκτούν νόημα τα λόγια της Βίγια Κίνσκι προς τον Ερικ Πάκερ:

«Οι αρχαίοι Ελληνες έχουν έναν όρο. “Χρηματιστικός” [ο ασχολούμενος με τον πορισμό χρημάτων – Πλάτων, Πολιτεία]. Εμείς όμως πρέπει να κάνουμε τη λέξη να παρεκκλίνει λιγάκι. Να την προσαρμόσουμε στην τρέχουσα κατάσταση. Γιατί το χρήμα έχει γίνει αυτοσκοπός. Δεν υπάρχει άλλης μορφής τεράστιος πλούτος. Το χρήμα έχει χάσει την ικανότητά του να περιγράφει, όπως την έχασε εδώ και καιρό και η ζωγραφική. Το χρήμα μιλάει στον εαυτό του.»

Ακόμη και πριν από τα πρώτα φανερώματα της κρίσης, το κέντρο της Αθήνας είχε μεταμορφωθεί σε ιδιότυπο αρθρωτό γκέτο φτωχών μεταναστών και προσφύγων, άλλοτε νόμιμων μα συχνότερα παράνομων, μια μαύρη τρύπα εκτός νόμου και εκτός πολιτεύματος, μέσα στην οποία κυκλοφορούσαν μαύρο χρήμα, μαύρα εμπορεύματα, μαύρη εργασία, φυλετικές συμμορίες, σκουρόχρωμες φιγούρες τυλιγμένες σε τσαντόρ, σμάρια αρσενικών σε ρυπαρούς δημόσιους χώρους, και παντού άνθρωποι χωρίς χαρτιά, χωρίς υπόσταση, γυμνές υπάρξεις σε μια βιόσφαιρα όλο και περισσότερο γυμνή.

Τα γκέτο στέριωσαν σε γειτονιές που ήδη υπέφεραν από σταδιακή υποβάθμιση, δάση πολυκατοικιών του ’60 – ’70 που τα εγκατέλειπαν οι ανερχόμενοι μικροαστοί, αφήνοντας πίσω τους άφθονο εκμεταλλεύσιμο χώρο, τα μαζικής ενοικιάσεως διαμερίσματα στα οποία τώρα στοιβάζονται περαστικοί και ημιμόνιμοι, πληρώνοντας με τη νυχτιά και το κεφάλι.

Η γεωγραφική και δημογραφική μεταβολή άρχισε με την πτώση της Α. Ευρώπης. Η κάτωθεν της Πατησίων Αθήνα κυριαρχήθηκε από μετανάστες ευρωπαϊκής προελεύσεως για τουλάχιστον μια δεκαετία. Βαθμιαία όμως, και όσο εκτείνονταν οι πόλεμοι, οι ανθρωπιστικές καταστροφές ή και η «απλή» φτώχεια στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, την Ανατολική Αφρική, τις χώρες του Μαγκρέμπ, η δημογραφία άλλαζε. Οι Ευρωπαίοι αποχωρούσαν από το γκέτο, είτε για τις πατρίδες τους είτε για άλλες γειτονιές.

Στο γκέτο ξέμειναν και πολλοί Ελληνες, όσοι είχαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους εκεί, αλλά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να μετακομίσουν σε προάστια και μεζονέτες. Η ζωή τους υποτάχτηκε στους τρόπους του γκέτο. Ας το πούμε: Η ανώνυμη, χωρίς χαρτιά και όνομα μάζα των ανθρώπων των φαναριών, των ρακοσυλλεκτών, των υπαίθριων μικροπωλητών παρέσυρε στο βούρκο της γυμνής ζωής της και τη μάζα των φτωχών Ελλήνων που είχαν ξεμείνει εντός του γκέτο. Η κρίση απλώς επέτεινε και επιτάχυνε ό,τι είχε ήδη ξεκινήσει τουλάχιστον προ δεκαετίας.

Και η ελληνική πολιτεία; Οι θεσμοί της, οι νόμοι της, τα όργανά της; Απουσίαζαν, λουφάριζαν, εθελοτυφλούσαν, κάποτε χρηματίζονταν· αφήνονταν στην τυφλή αυτορρύθμιση, ανέχονταν την παρανομία ως ρουτίνα και όταν η αθλιότητα ξεχείλισε ήταν πια αργά, το γκέτο κατέτρωγε την πρωτεύουσα. Η κρίση, η πτώχευση, η αποσύνθεση, αποτέλειωσαν.

Σε αυτή την ιλύ του γκέτο ευδοκίμησε ο εγχώριος νεοναζισμός, ώς τότε μια δραξ περιθωριακών και υποκοσμικών, παρακρατικών υπαλλήλων και μπράβων, εμφορούμενων από μίγμα αποκρυφιστικών, σατανιστικών και χιτλερικών δοξασιών. Ντύθηκε τώρα την προβιά του εθνικιστή πρόσκοπου που ξεβρωμίζει τον τόπο από τους αλλόδοξους σκούρους. Και θάλλει. Και υπαγορεύει την ατζέντα του μίσους, του λιντσαρίσματος και της αυτοδικίας, σε ένοχους δειλούς πολιτικούς και σε εξαθλιωμένους πολίτες.

Τώρα: Η μετανάστευση και τα συνοδά της φαινόμενα, η παρανομία, το μίσος και η μισαλλοδοξία, μαζί με τη χρεοκοπία που όλα τα φουντώνει, αποτελούν τη λυδία λίθο για την εύθραυστη δημοκρατία και τον κουρασμένο πολιτισμό μας. «Είμαι δημοκράτης επειδή πιστεύω στην Πτώση του Ανθρώπου», έγραφε πριν από αρκετά χρόνια ο σπουδαίος Ιρλανδός λόγιος της Οξφόρδης C.S. Lewis. Αυτή τη δοκιμασία της Πτώσης βιώνουμε σήμερα, σε αυτόν τον αγώνα υπέρ δημοκρατίας καλούμαστε.

Πρίν από τέσσερα χρόνια σε μια μυθοπλασία στημένη στο μέλλον* περιέγραφα την Αθήνα ξεχειλισμένη από Ασιάτες, φτώχεια, βία, τοξική τεχνολογία, προορατικούς μαθηματικούς και στοιχήματα μέλλοντος. Δεν είχε ξεσπάσει ο Δεκέμβρης, το αθηναϊκό κέντρο δεν ήταν τόσο slum ακόμη και κανείς στην Ευρώπη δεν μιλούσε για κρίση χρέους. Αλλά η Ελλάδα ήδη αγκομαχούσε, δύσθυμη και στείρα· είχε φάει το ολυμπιακό κεφάλαιο, είχε κατακάψει δάση και ανθρώπους, και κυλιότανε στο τέλμα, ανίκανη να σηκώσει το κεφάλι και να οσμιστεί το μέλλον.

Ούτε καν το παρόν. Από το βαρύ καλοκαίρι του ’07 έως τον αβάσταχτο χειμώνα  του ’11 δεν οσμιζόμασταν ούτε το παρόν. Ηταν τόσος ο φόβος που τρύπωνε κάτω απ΄το δέρμα, μέσα στη σάρκα και πότιζε τον νου, που αποστρέφαμε το βλέμμα από το ζοφερό παρόν, μουρμουρίζοντας τάντρες και ξόρκια να διαλυθεί το κακό όνειρο και να ξυπνήσουμε στο γνώριμο ζεστό παρελθόν, ας ήταν και το ’07 ή το ’04 και ό,τι να’ ναι, φτάνει να μην είναι αυτό το αβέβαιο, κλονισμένο, ρηγματωμένο Τώρα, το κάθε μήνα και πιο αβέβαιο, πιο ζοφερό.

Από το καλοκαίρι 2007 της δυστοπικής μυθοπλασίας, ξαναπερπάτησα πολλές φορές τους πρωταγωνιστικούς αστικούς τόπους, πλασμένους από 40χρονη διαβίωση και 30χρονα διαβάσματα. Είχαν ήδη μεταμορφωθεί στο διάβα των δεκαετιών, αλλά αυτή η κρίσιμη τετραετία σφραγίστηκε πάνω στην πόλη όχι με τσιμέντο και χάλυβα, με γυαλί, με φόρμα, αλλά με αύρα, αύρα σωμάτων και ψυχών, με vibes φυλών και βλεμμάτων, και με δονήσεις ανάγκης, φτώχειας,φόβου, βίας, ερημιάς.

Είδα ας πούμε το κέντρο και τις γειτονιές να μελαχρινεύουν, να παίρνουν το σκούρο χρώμα των Ασιατών και το μαύρο των Αφρικανών. Οι λευκόδερμες φυλές συρρικνώθηκαν, τους απώθησε η φτώχεια του τόπου υποδοχής, και τους ξανάστειλε στην φτώχεια της πατρίδας τους. Πάνε οι Βαλκάνιοι και οι Ευρωπαίοι. Στα φανάρια, στους αυτοκινητόδρομους, κάτω απ΄τις γέφυρες, στα σοκάκια, στα πεζοδρόμια ων καφενείων, παντού τώρα βλέπω Ινδοασιάτες, μελαχρινούς, σιωπηλούς σχεδόν πάντα, με κάρβουνα μάτια, καθαρίζουν παρμπρίζ για δέκα σέντς, πουλάνε σκουπίδια made in China σε πτωχευμένους οδηγούς και βουβούς οδοιπόρους, γνέφουν ότι πεινάνε και ζητιανεύουν μικροκέρματα. Πάντα αμίλητοι. Μιλούν μονάχα με τα μάτια κάρβουνα.

[Μόνο τον Ισλαμ τον ράφτη της γειτονιάς μου ακούω να με ρωτάει πάντα γελαστά: Πώς θα πάει Ελλάδα αφεντικό; Και φέτος δύσκολα;]

Ο βιότοπος των φαναριών έχει αλλάξει ριζικά. Εχει γίνει απόκοσμος, όλοι κινούνται μαλακά, συρτά, σαν παγωμένοι, οι οδηγοί δεν κοιτούν, ούτε καν εχθρικά, ζαρώνουν στις θέσεις τους, και έχουν ασφαλισμένες πόρτες, οι πωλητές δεν πλησιάζουν και πολύ.

Στον βιότοπο του κυριακάτικου παζαριού στο Γκάζι, κάτω από μολυβένιο ουρανό, μυριάδες μικροβομβούντες διακινούν τόννους μικροσαβούρας, στραβοπατημένα παπούτσια και μικροσκοπικά πουκάμισα, ξεχαρβαλωμένα ράδια.· δεν διακρίνω συλλέκτες και χασομέρηδες αγοραστές, ο ένας παρίας ψωνίζει σαβούρα από τον άλλο παρία. Από τα βάθη της Πειραιώς πλησιάζει αχός και κρότος εξατμίσεων, μια μικροαγέλη Χαρλεάδων με νεοναζί κράνη διασχίζει το σύμπαν της σαβούρας κι ανηφορίζει προς την Ομόνοια. Σε μια στάση λεωφορείου περιμένουν καμιά διακοσαριά άνθρωποι.

Ανάμεσα στους κυρίαρχους μελαχρινούς slumdogs ξεφυτρώνουν και ανοιχτόχρωμοι. Ολο και συχνότερα. Πλησιάζουν ακόμη πιο διακριτικά και μιλάνε ιθαγενή ελληνικά, πουλάνε χαρτομάντηλα. Δεν κοιτούν κατάματα, απομακρύνονται γρήγορα. Οι ομόγλωσσοι στα τραπεζάκια κοιτούν με γυάλινο μάτι, δεν τους βλέπουν, δεν θέλουν να βλέπουν τίποτε. Ο καφές φαρμακώνει. Ενας χιλιαστής ψυχάκιας σχολιάζει μεγαλόφωνα: «Πίνετε τον καφέ σας ξένοιαστοι και κάνετε πως δεν βλέπετε! Δεν υπάρχουν αθώοι! Ερχεται, φτάνει, έφτασε!» Ο λήρος του στέλνει κρύα κύματα στα τραπεζάκια.

Κάθε μυθοπλασία περιέχει θραύσματα ξεχασμένης εμπειρίας, ξεφτίδια όνειρα, ανασυρμένες διηγήσεις, μισοχωνεμένα διαβάσματα. Περιέχει και πρόθεση, βούληση, σχέδιο, κατασκευή. Μα στον πυρήνα πάλλει πάντα μια προεικόνιση του μέλλοντος, ακούσια, σαν επίκληση ή σαν εξορκισμός του. Νόμιζα ότι πρόβαλλα το παρόν όταν ζωγράφιζα αποτροπαϊκά μια Αθήνα σκούρα ινδοευρωπαϊκή με ανδρόγυνα, μάντεις και ψυχεδέλεια, νόμιζα ότι ξόρκιζα το μέλλον σαν πιθανότητα. Εκανα λάθος. Το μέλλον είχε εισβάλει από τότε στο παρόν και ανέβλυζε από μόνο του, θρασύ, ζοφερό, παντοδύναμο.

Με τον ίδιο τρόπο περιμένω πάλι μια νέα φανέρωση.

εικ.: José Muñoz, Ma tristesse
* To «Να θυμάσαι. The Athens Syndrome» περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Οικοεγκλήματα. 14 διηγήματα», εκδ. Κέδρος 2008

Ο ήλιος καταυγάζει τον Σαρωνικό, την Αττική, την πόλη των Αθηνών. Καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση. Καθώς υποδεχόμαστε το 2012, νιώθουμε ότι τίποτε δεν είναι ίδιο πια, ίδιο με ό,τι γνωρίζαμε· η χρονιά που τέλειωσε μάς κατέπληξε, μας πόνεσε, μας φόβισε, τόσο που να περιμένουμε τα πάντα, ακόμη και χειρότερα.
Θα είναι δύσκολο το ’12, αλλά θα αρχίσει να φαίνεται πια το τέλος· το τέλος της καθόδου. Δηλαδή, το τέλος της αβεβαιότητας: αυτή είναι η πιο επώδυνη, αυτή μουδιάζει τις ψυχές και τα μυαλά. Η πρόσκρουση στον πάτο θα είναι ανακουφιστική, διότι θα σημάνει το τέλος των ψευδαισθήσεων σωτηρίας εξ ουρανού, θα τερματίσει το φόβο και την απόγνωση. Σημαίνει γείωση στο χώμα και τη στάχτη. Θα σημάνει επανέναρξη.

Βαθιά μέσα μας πεταρίζει μια πίστη καταγόμενη από το Tikkun olan της Καμπάλα: εκεί στα σκοτάδια του πάτου, ξαναβρίσκουμε τον βαθύ χρόνο, τον χρόνο πριν από τον χρόνο, πριν από την πτώση, και μαζί μάς αποκαλύπτεται η δυνατότητα αποκαταστάσης, η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον ραγισμένο κόσμο μας, να τον επαναφέρουμε καινούργιο· εκεί στα σκοτάδια του βυθού, απόκειται η τρομερή δυνατότητα της ανακαίνισης. Οχι αναπαλαίωση, όχι αναστήλωση ερειπίων, αλλά ανακαίνιση μέσα από την καταστροφή.

Αυγή.
Ο ήλιος βάφει μαγικά τον ουρανό πάνω απ’ την Καστέλα. Παραβάλλω αυτό το πυρετώδες ηλιοβασίλεμα με την ζωγραφική «Αυγή» που μου ‘στειλε ο Μποκόρος για ευχή. Ηλιόβγαλμα και ηλιοβασίλεμα υποστασιώνονται στα μάτια μας με ίδια χρώματα, ίδιες φόρμες, ίδια φευγαλέα δυναμική, ίδιο κέντρισμα να στοχαστείς το χρόνο: στο τέλος η αρχή. Κύκλος.

Η κρίση φέρνει στον νου τον κυκλικό χρόνο των προνεωτερικών ανθρώπων, τέτοιων που ζουν ακόμη, τέτοιων που ήταν οι γονείς και οι παππούδες μας. Τη χρειαζόμαστε αυτή την κρίση για να αποτινάξουμε την τυραννία του γραμμικού χρόνου, του αυθάδους διανύσματος της διαρκούς προοόδου, της αλαζονικής συσσώρευσης. Η απόγνωση της κρίσης μάς προσφέρει μια βαθύτερη επίγνωση του χρόνου: ο χρόνος σπαταλιέται, όταν δεν τον ζεις απόλυτα και μοναδικά, με ό,τι έχεις, όπως είσαι· μόνο έτσι, αλλιώς, η ζωή κλειδώνει σε βρόχους, κάνει λούπες, ξοδεύεται και καίγεται.

Κατά τα λοιπά, οι άνθρωποι:
Μπαινοβγαίνω σε ηλικίες, κλέβοντας ομιλίες και σημάδια εφήβων, είκοσι-κάτι, τριάντα-φεύγα, μεσηλίκων, ηλικιωμένων. Σε καφενεία, τραπεζώματα, ραδιοθαλάμους, σε φυσαλίδες σοσιαλμηντιακές και σωματικές προσκρούσεις, όλοι μου μεταγγίζουν δύναμη και πίστη στη ζωή. Σκέφτομαι ότι αυτό το κεφάλαιο είναι αφάγωτο, οι άνθρωποι: απρόβλεπτοι, ανόμοιοι, πληγωμένοι, σκόρπιοι, παρ’ όλ’ αυτά ακατάβλητοι, πομποί αισθημάτων και ζωτικότητας.

«Θα σταθούμε όρθιοι, ρε!» μου σφίγγει ζωηρά το χέρι και με χτυπάει στον ώμο πολυπράγμων συνομήλικος στην οδό Ασκληπιού, κι ένας άλλος στη Σκουφά διασχίζει το οδόστρωμα με φιλάει στο κρύο μάγουλο και ψιθυρίζει εμπιστευτικά μες στη βουή «υγεία, αδελφέ, αγάπη, κι όλα θα ‘ρθουν…» Εγκαρδιωμένος μοιράζομαι κονιάκ και ρακές, ώσπου να σκοτεινιάσει καλά. Από κάθε πόρο της πόλης αναδύεται γνώση και καρτερία, και μια θέληση αμίλητη ακόμη, ωστόσο υπαρκτή, φουσκώνει στις φλέβες: Θα σταθούμε όρθιοι, δεν θα μας πάρει αποκάτω.

Ξυπνάω πριν την αυγή.
Είμαι στο πλοίο, ακτή Κονδύλη, Σαρωνικός, Κάβο Κολώνες, Κάβο Ντόρος ανταριασμένος, Τζιά, Γιούρα, κάτω δυτικά τα Θερμιά, ο κάβος της Σύρας, το μπουγάζι του Τσικνιά, το Φανάρι. Στο τέρμα του δρόμου, ο Αϊ-Λούκας των κεκοιμημένων, φλογίτσες δαρμένες από τον βοριά, και χαμομήλια την άνοιξη. Φλογίτσες. Φωτογραφίες από βαφτίσια με βιολιά στο νησί, φωτογραφίες από βαφτίσια με κλαρίνα στο βάλτο. Φλογίτσες.

Είμαι ξανά στο πλοίο. Χωρίς βιβλίο, χωρίς μουσική. Μόνο με κύμα μανιασμένο κι αρμύρα και τσιγάρο κλεισμένο μες στη φούχτα. (Δεκάξι, στο Ναϊάς Ι, πενήντα τρία, στο Ιθάκη, ίδιο ταξίδι, πάντα το ίδιο, από το ένα λιμάνι στο άλλο, πότε για ζωή και πότε για θάνατο.)

Πϊσω από κάθε ακρωτήρι ξεπροβάλλει ένα άλλο.

Υγρός και κρύος άνεμος ράπιζε το πρόσωπο στη λεωφόρο, έσπρωξε δάκρυα στα μάτια και τα δάκρυα κρυστάλλωσαν και διαθλούσαν φώτα, φώτα λευκά και κόκκινα, πράσινα φώτα, κίτρινα, χρυσά, φανοί πορείας, φλας και στολίδια πάσχιζαν να δώσουν χρώμα εορταστικό στον παγωμένο δρόμο, στην μουδιασμένη πόλη, στους κατηφείς ανθρώπους. Πάλευαν τα φώτα να σχίσουν το υγρό σκοτάδι, να αραιώσουν την πυκνή θλίψη που τύλιγε την πόλη, πάλευαν σιωπηλά, όπως κάθε χρόνο, μα τώρα διαφορετικά.

Τα Χριστούγεννα είναι τα φώτα τους, είναι αστέρια, καμπάνες και γιρλάντες, στέφουν τους δρόμους, αναστατώνουν πλατείες, τυλίγονται σε δέντρα, αναβοσβήνουν μουσικά σε οικιακά μπαλκόνια, σημαίνουν κρυφές χαρές πίσω από γερτές κουρτίνες. Βλέπεις τα φώτα στις βεράντες και ακούς παλμούς ενοίκων, αφουγκράζεσαι ψυχές απόντων κεκοιμημένων που ‘ρχονται φωτεινές και πεταρίζουν γύρω από κάγκελα και γλάστρες φυλλοβόλες, χτυπούν ανεπαισθήτως τον υαλοπίνακα, χνωτίζουν φευγαλέα, τόσο που να τις δουν μάτια παιδιού αθώα, σκορπούν μνήμη χρυσόσκονη και παίρνουν στεναγμούς. Τα σπίτια, η πόλη, οι άνθρωποι είναι τα φώτα τους.

Λϊγα είναι φέτος. Κι άργησαν. Τα μπαλκόνια στέκουνε βουβά, χωρίς σφυγμό, τι να μαντέψεις; Χωρίς δέντρα. Με μαδημένες γλάστρες του Δεκέμβρη. Πολλές αναχωρήσεις, παλικάρια γέροντες μεσήλικες πεταρίζουν ολοχείμωνα χλωμές φωτίτσες να συντροφεύουν και να παρηγορούν. Να σχίζουν τη σκια.

«Do not go gentle into that good night. / Rage, rage against the dying of the light.» Ο Ντύλαν Τόμας φωτίζει τις νύχτες μας, η βιβλική φωνή του έρχεται από το 1953 σ’ ένα μικρόφωνο του BBC: «Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή. / Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.» (μεταφρ. Νίκος Ράπτης).

Σαν οιακισμός κεραυνού έρχεται ο ποιητής, αιφνίδιος, συνταρακτικός, με γράμμα φίλου, με μια σελίδα του Δικτύου, και καλεί τον πατέρα να μείνει εν οργή κόντρα στο σβήσιμο, να μη χαθεί αβρός, να φύγει μαινόμενος και όρθιος. Δώσ’ μας κουράγιο ποιητή, δώσε φωνή στη νύχτα:

Άνθρωποι τρομεροί, πάνω στη φλογερή του ορμή
Τον Ήλιο αδράξαν και τον τραγουδήσαν,
Όμως καθώς αυτός τον ουρανό διασχίζει
Μάθαν, αργά πολύ, πώς θλίψη τον γιομίσαν,
Αβροί δεν παν στην νύχτα την καλή.

Άνθρωποι σκοτεινοί, κοντά στο μνήμα,
Με θαμπωμένη όραση βλέπουν και αυτοί
Μάτια θαμπά που θα μπορούσαν να είναι
όλο χαρά, μετεωρίτες φλογεροί,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Κ’ εσύ πατέρα, απ’ το θλιμμένο ύψος, απο κεί,

Δώσ’ μου κατάρα και ευχή
με των δακρύων σου την ορμή.


Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή,

Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Διαπλέεις την πόλη με μια σιγαλή μοτοσικλέτα, λούζεσαι φώτα, ακούς φωνές ζώντων και νεκρών, όλοι είναι παρόντες τούτη τη νύχτα, ο πατέρας του Ντύλαν Τόμας, ο πατέρας του Γκανά σαν τον δικό μου (Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά / πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε / σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά / εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο / στις πλάτες του ν’ αχνίζει), ο Διόνυσος-Αδης παραστάτης του Σικελιανού, διαλύουν το ζόφο, τινάζουν τη θλίψη απ’ τις καρδιές, φωτίζουν τα βαριά Χριστούγεννα του 2011, θα τα θυμόμαστε τούτα τα Χριστούγεννα πάντα, σαν φώτα απ’ τα μελλούμενα.

«Ω Διόνυσε-Αδη, θείε μας παραστάτη·
συγκράτα τις καρδιές μας με το μαύρο
του πόνου σου κρασί· δυνάμωνέ τις·
προφύλαξέ τις άγγιχτες, για κείνη
την ώρα, π’ αναπάντεχα η κραυγή σου,
πιο από σεισμού βοή, θα μας σηκώσει,
με τους νεκρούς μαζί, στο θείο γιουρούσι!»

ζωγραφική: Σπύρος Παπαλουκάς

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.826 hits