You are currently browsing the tag archive for the ‘άκρα δεξιά’ tag.

KOUTSAFTIS

Η κατάσταση της χώρας μπορεί να γίνει ορατή σήμερα όχι μόνο από τα κλειστά μαγαζιά και τη έλλειψη ρευστότητας, αλλά κυρίως από την βαθμιαία κατάρρευση του δημόσιου χώρου. Αρκεί να σταθείς απ΄το πρωί σε μια ουρά, στην εφορία, στη ΔΕΗ, στον ΕΟΠΠΥ, για διακανονισμό οφειλής ή για ένα παραπεμπτικό. Να δεις τους εκατοντάδες εξουθενωμένους ανθρώπους, να στέκονται σε διαδρόμους, κλιμακοστάσια και πεζοδρόμια επί ώρες, να αερίζονται με έναν φάκελο, με τα χαρτιά της υπόθεσής τους, να διαπληκτίζονται μεταξύ τους και με τους λιγοστούς υπαλλήλους, να αυτολοιδορούνται, να μεψιμοιρούν, να σιχτιρίζουν, συχνότερα να σιωπούν, να βυθίζονται σε μια βουβή κατάθλιψη.

Η προϊούσα, συχνά ραγδαία, φθορά του δημόσιου χώρου εικονίζει την υλική πτώχευση, ότι οι δημόσιοι και κοινωφελείς οργανισμοί λειτουργούν οριακά, με λιγότερο προσωπικό, για πολλαπλάσιες υποθέσεις πτωχευμένων ή αναγκεμένων πολιτών· ότι τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια είναι πολύ πιο αραιά φέτος, με πιο αργά πλοία, με στιριμωξίδι από τον Ιούνιο· ότι τα σκουπίδια σωρεύονται συχνότερα, οι δρόμοι γεμίζουν λακούβες. Παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κόσμου, αντιλαμβάνεσαι και την ψυχική φθορά: οι άνθρωποι αισθάνονται εγκαταλειμμένοι, ότι τίποτε δεν λειτουργεί εύρυθμα, όλα έχουν ρετάρει και κινούνται στο όριο, ότι κανείς δεν νοιάζεται, ότι όλα πάνε πίσω, χαμηλά.

Η διάχυτη αίσθηση ανημπόριας και απόγνωσης μπροστά στην πρωινή ουρά που ξεχειλίζει ώς το ισόγειο και το πεζοδρόμιο, εκτείνεται διαφοριζόμενη: εκδηλώνεται με μεμψιμοιρία, με ηττοπάθεια, με ενδοβεβλημένη την ήττα ακόμη και χωρίς αγώνα, με εκπομπή μίσους προς πάσαν κατεύθυνση, με διαρκή επιθετικότητα, με μια κρούστα κατάθλιψης να καλύπτει τα πρόσωπα. Κυρίως με ολοσχερή επικράτηση της αίσθησης ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε τη μοίρα μας, σαν ένα αόρατο χέρι να μας αρπάζει και να μας πετάει στα βράχια· οι άνθρωποι βουλιάζουν στην ετερονομία, περιμένοντας έναν ηγεμόνα, έναν σωτήρα, έναν μεσσία, να τους βγάλει από το κακό όνειρο.

Πρόκειται για αργή, πλην διαρκή, καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου. Πρόκειται για το χειρότερο ίσως αποτέλεσμα της μακράς κρίσης, εικόνα βαθιάς ηθικής και πολιτικής παρακμής, σύμπτωμα νόσου της συλλογικής ψυχής και της συλλογικής βούλησης. Πώς θα επιτευχθεί ανάσχεση και εν συνεχεία ανάδυση; Παρότι δεν είναι απλώς πρακτικό πρόβλημα, μερικές πρακτικές κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσαν να σημάνουν την έναρξη κάποιας τάσης αντιστροφής. Η άμεση ενίσχυση, π.χ., των οργανισμών που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις θα ελάφραινε το κλίμα. Οι εφορίες, το ΙΚΑ, η ΔΕΗ αδειάζουν από έμπειρους υπαλλήλους. Προσωπικό λείπει κυρίως, αυτοί που έφυγαν με πρόωρη συνταξιοδότηση για να προλάβουν το εφ’ άπαξ όσο ακόμη υπάρχει. Τι βλέπουμε όμως; Η περίφημη κινητικότητα, αφού επωάσθηκε επί μακρόν, δεν εφαρμόζεται με ενίσχυση των τομέων που καταρρέουν, αλλά μεταφέροντας 4.000 δημοτικούς αστυνομικούς στην ΕΛΑΣ. Προχειρότητα και πανικόβλητες κινήσεις υπό την πίεση της τρόικας, ή σκοπούμενη ενίσχυση των δυνάμεων ασφαλείας ερήμην των κοινωνικών αναγκών; Σε κάθε περίπτωση, οι πολίτες θα συνεχίσουν να εξαθλιώνονται στις ουρές για να ρυθμίσουν οφειλές, χαράτσια, συνταγές.

Γιατί όμως δεν κάνει κάτι η κυβέρνηση, τουλάχιστον απ’ όσα μπορούν να γίνουν χωρίς οικονομικό κόστος; Η αυθόρμητη απάντηση: Δεν μπορούν και δεν θέλουν. Η αυθόρμητη απάντηση, που θα έδινε και το πλήθος στις ουρές, είναι η πλησιέστερη στην αλήθεια. Για πολλούς λόγους, οι πολιτικές ελίτ που κυβερνούν τον τόπο, με άνετες πλειοψηφίες συνήθως, έχουν φθαρεί ανεπίστρεπτα, περισσότερο κι από τους άνεργους και τους κατεστραμμένους της κρίσης. Οι ολίγες, ούτως ή άλλως, ικανότητές τους φαίνονται εντελώς ανεπαρκείς τώρα ενώπιον των ιστορικών προκλήσεων. Πέραν αυτού, νοητικά και ψυχικά είναι προσανατολισμένοι σταθερά στην αυτοαναπαραγωγή τους και στην αναπαραγωγή ενός κράτους χαμηλών προσδοκιών, υπό απόλυτο έλεγχο, εργαλείο για τις δικές τους επιδιώξεις. Δεν ξέρουν και δεν επιθυμούν κάτι άλλο.

Επιπλέον, και τούτο το χαρακτηριστικό διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, δεν είναι σε θέση να επιχειρήσουν συγκλίσεις και συνθέσεις, πόσο μάλλον υπερβάσεις. Δεν είναι σε θέση να αποκριθούν στις κατεπείγουσες κλήσεις της ιστορίας. Η ενεργητικότητα και οι δυνάμεις τους όλες αναλώνονται στη διαπάλη για τη νομή της εξουσίας· μακριά από την εξουσία, η συντριπτική πλειονότητα δεν μπορεί καν να αναπνεύσει.

Στην παρούσα οριακή φάση εντούτοις το πολιτικό παίγνιο αποκτά για πρώτη φορά μετά πολλές δεκαετίες εξόχως συγκρουσιακό χαρακτήρα. Η αμβλεία πόλωση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού συνέβαινε τελετουργικά ανά τριετία-τετραετία, με έπαθλο έναν αχανή ρευστό κεντρώο χώρο. Η δικτατορία είχε συμβάλει άλλωστε στην προσέγγιση όχι μόνο των αριστερών με τους δεξιούς αντιστασιακούς, αλλά και τη συνομιλία αστών και λαϊκών στρωμάτων πάνω στο κοινό εθνικό-δημοκρατικό πεδίο. Το σοκ της πτώχευσης και της ύφεσης εξαφάνισε την πολυτέλεια της μετριοπάθειας, της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων, της, έστω συμβατικής, συναίρεσης των αντιθέτων. Η πόλωση τώρα λαμβάνει άλλα χαρακτηριστικά, σχεδόν ψυχροπολεμικά. Η προφανής αιτία της μεταπτωχευτικής πόλωσης είναι η επιδίωξη ηγεμονίας· μάλλον, η διάθεση απόλυτης κυριαρχίας, με εξουθενωμένο τον αντίπαλο ― τον εχθρό, κατά Καρλ Σμιτ, έτσι όπως τίθεται από την ακροδεξιά ρητά και συνειδητά.

Κατά τούτο, η προϊούσα πόλωση υπερπηδά το παλαιό δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, φορτίζεται με ιδεολογική σφοδρότητα και επιθέσεις σε συμβολικές μορφές όπως του Ανδρέα Παπανδρέου, επικαλείται τον εθνικό κίνδυνο και τον δυτικό προσανατολισμό, αλλά φαίνεται να αγνοεί ένα νέο χαρακτηριστικό που έφερε στην επιφάνεια η κρίση: τη βαθιά ταξικότητα. Οι διαιρέσεις πλέον δεν συμβαίνουν σε επίπεδο ιδεολογίας, οικογενειακής ή τοπικής παράδοσης, πελατειακότητας, αλλά πάνε βαθιά, στον πυρήνα των υλικών προϋποθέσων της βιοτής, και της απορρέουσας αυτοσυνείδησης. Οσοι επιδιώκουν άρα τον διχασμό με όρους ιδεολογικούς ή διαχείρισης φόβου, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να απαντήσουν καίρια στις υλικές ανάγκες των θυμάτων της κρίσης. Και είναι πολλά τα θύματα, μπορούν να γείρουν τη ζυγαριά.

 

Φωτ.: Αγέλαστος πέτρα, still από την ταινία. Φίλιππος Κουτσαφτής, 87 min, 2000.

Το μαύρο στις οθόνες της ΕΡΤ ήταν ενδογενές ατύχημα, το οποίο ανεξαρτήτως της αρχικής στόχευσης, εντέλει εκτροχίασε την τρικομματική συνεργασία και γέννησε μια ασθενή κυβέρνηση. Πέραν του εσπευσμένου κυβερνητικού ανασχηματισμού, το ατύχημα ΕΡΤ φαίνεται ότι θα είναι αφετηρία βαθύτερων πολιτικών εξελίξεων. Η αποσκίρτηση της ΔΗΜΑΡ σημαίνει την απαρχή ριζικών διαφορισμών στην κομματική γεωγραφία και, περαιτέρω, στην πολιτική ψυχογεωγραφία.

Οι δυνάμεις που συγκροτούν την παρούσα κυβέρνηση είναι οι δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, για καλό και για κακό. Οι πολιτικές επιλογές ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έφτασαν τη χώρα στο σημείο ρήξης του 2009-10 και οι ίδιοι λίγο-πολύ άνθρωποι διαχειρίζονται το ναυάγιο έκτοτε. Ο παλαιός δικομματισμός συναιρεμένος θα αποτελέσει πιθανότατα τον ένα μεγάλο πόλο στο πολιτικό σκηνικό προσεχώς. Οι ιδεολογικές διαφορές, δυσδιάκριτες ήδη από καιρό, τώρα πλέον έχουν εξαλειφθεί· στη μέλλουσα ρητορική του νέου δεξιού-κεντροδεξιού πόλου η μόνη συνέχουσα ύλη θα είναι ο φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός, στο μέτρο βεβαίως που θα εξακολουθήσει να υπάρχει η ευρωζώνη όπως την ξέρουμε τώρα. Εν πάση περιπτώσει η συναίρεση των δύο πρώην αντιπάλων στην κυβέρνηση εφαρμογής του μνημονίου προοιωνίζεται την ανάδυση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με προσχωρήσεις και τρίτων, νυν αστέγων. Οι αποχωρήσεις φαίνονται λιγότερο πιθανές.

Ιδεολογικά, ο νέος σχηματισμός θα δέχεται διαρκώς πίεση από την ακροδεξιά, ως εκ τούτου, αντανακλαστικά, θα είναι δυσχερής έως αδύνατη η επέκταση προς το κέντρο. Ενδεχομένως να διαμορφωθεί ένας λόγος οιονεί νεοθατσερικός, με λαϊκιστικές και αυταρχικές αποχρώσεις, πάντως ο πολιτικός φιλελευθερισμός συρρικνώνεται διαρκώς.

Ο άλλος πόλος του μεταμνημονιακού-μεταπτωχευτικού δικομματισμού συγκροτείται γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγαλύτερο μέρος της ΔΗΜΑΡ και ένα μέρος του κερματισμένου ΠΑΣΟΚ συγκλίνουν ήδη προς τα εκεί. Κεντρώος χώρος δεν υπάρχει, οποιαδήποτε ανασύστασή του είναι προς τα παρόν καταδικασμένη. Ο αριστερός-κεντροαριστερός πόλος της νέας εποχής έχει να επιλύσει δύσκολα προβλήματα φυσιογνωμίας και λόγου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με απώτατο ορίζοντα τις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές στα μέσα του 2014 ― ίσως και νωρίτερα. Κυρίως επείγεται να βρει ιδέες και ζωτικότητα, πρόσωπα και δυνάμεις, ώστε να εμφανιστεί ως επί της ουσίας κυβερνώσα δύναμη.

Κωδικά, τρία είναι τα κρίσιμα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει: Πρώτον, ποια είναι η εθνική συλλογική ταυτότητα, αυτή που θα συνέχει και θα συνεγείρει τους πολίτες επί ελαχίστης βάσεως, και θα τοποθετεί γεωπολιτικά τη χώρα στο ασταθές περιβάλλον της. Δεύτερον, ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο με το οποίο θα ανορθωθεί η χώρα και θα μειωθούν οι στρατιές των ανέργων. Τρίτον, πώς θα επανιδρυθεί το μεταπελατειακό κράτος, με όρους λειτουργικότητας και ανοιχτής κοινωνίας. Σε αυτό το τρίπτυχο εντάσσονται και κρίσιμες απαντήσεις για την ασφάλεια, το μεταναστευτικό, τη δραστική αξιοποίηση της νεολαίας, τις στρατηγικές αντιμετώπισης του δημογραφικού κ.λπ.

Ο νέος αριστερός-κεντροαριστερός πόλος φέρει το βάρος της «μικρής» καταγωγής και της μεγάλης προσδοκίας, πιέζεται αμείλικτα από τον χρόνο και από πρωτόγνωρες ιστορικές προκλήσεις. Η προσδοκία είναι διττή: αφενός υλική ανακούφιση, αφετέρου ηθική-πολιτική αναγέννηση. Αμφότερα δύσκολα, κατεπείγοντα· το δεύτερο ίσως ακόμη περισσότερο.

Στο επίκεντρο της κυβερνητικής κρίσης βρίσκεται αίφνης η ΔΗΜΑΡ, η αποχωρούσα από το τριμερές κυβερνητικό σχήμα. Η Δημοκρατική Αριστερά βάλλεται ως προάγουσα την αστάθεια και υπαναχωρούσα. Είναι όμως έτσι; Αραγε η ΔΗΜΑΡ προκάλεσε το ατύχημα της μαύρης ΕΡΤ; Η ΔΗΜΑΡ συνήψε τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις του 2010-12; Η ΔΗΜΑΡ ολιγώρησε στις μεταρρυθμίσεις και τις τομές της κρίσιμης τριετίας; Η αλήθεια είναι ότι έχει ευθύνη διακυβέρνησης, αλλά μόνο κατά το τελευταίο έτος και μόνο κατά το ποσοστό που της αναλογεί στο τριμερές σχήμα. Η αλήθεια επίσης είναι ότι η πολιτική συγκυρία και η εξ αυτής απορρέουσα κυβερνητική πρακτική ανάγκασαν τη ΔΗΜΑΡ να μεταθέσει πολλάκις τις δικές της κόκκινες γραμμές, ιδεολογικές και πολιτικές, αυτές ακριβώς που της προσδίδουν διακριτή φυσιογνωμία, άρα και λόγο ύπαρξης.

Το σημαντικότερο: ένα χρόνο μετά τον σχηματισμό τρικομματικής κυβέρνησης, ελάχιστες ή καμία από τις 14 συμφωνημένες προγραμματικές δεσμεύσεις έχουν τηρηθεί· όλες σχεδόν έχουν παραβιαστεί. Και βεβαίως, πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά είναι επίσης η τέχνη της διαχείρισης των συμβολισμών και της διατήρησης ενός ελάχιστου αναγκαίου ηθικού έρματος, και εντέλει η ανάληψη των δικών σου ευθυνών, όχι των αμαρτιών άλλων.

Ο κ. Κουβέλης διείδε ότι το κόμμα του κινδύνευε να έχει την τύχη του ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος έσπευσε ασμένως να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου, και εν συνεχεία το μεν κόμμα του εξαερώθηκε, τα δε κορυφαία στελέχη του μετεπήδησαν στη ΝΔ. Το μικρό κεντροαριστερό κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη και των συντρόφων του, κατά πλειοψηφίαν προερχομένων από την αλυσίδα ΚΚΕ-εσωτερικού, Ελληνική Αριστερά, Συνασπισμός, είναι μεν ένα κόμμα-λέσχη συστημικών στελεχών, επιρρεπών στον κυβερνητισμό και σε έναν ιδιότυπο μικρομεγαλισμό, αλλά δεν αντέχει απεριόριστες ποσότητες οπορτουνισμού και απεμπόλησης όλων των αρχών και χαρακτηριστικών του σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα. Υπό μία έννοια, η ΔΗΜΑΡ εξάντλησε τα αποθέματα πραγματισμού που την είχαν οδηγήσει σε συμβίωση με ακροδεξιά και φαύλα στοιχεία, υπεύθυνα εκτός των άλλων για τον ιστορικό εκτροχιασμό της χώρας.

Επιπλέον, ενώπιον των επερχομένων σκληρών μέτρων, αφυπνίστηκε το ένστικτο αυτοσυντήρησης· δεν θα μπορούσαν να τα στηρίξουν ηθικά, η εφαρμογή τους θα τους μετέτρεπε σε πολιτικό ακολούθημα της Ν.Δ. Αφησαν αυτή τη μοίρα ακολουθήματος και αφομοιώσεως στο συγκυβερνών ΠΑΣΟΚ, και ελπίζουν εφεξής να καρπωθούν τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς, πλησιάζοντας περισσότερο το δεξί κέρας του συρριζαϊκού μετώπου. Στο μέτρο που διασκεδαστούν οι εσωτερικές συγκρούσεις, η ΔΗΜΑΡ φαίνεται να αποφεύγει προσώρας το στρατηγικό της αδιέξοδο, με τακτικές απώλειες. Τελικός κριτής για την αποσκίρτηση θα είναι η επόμενη κάλπη.

H αποτύπωση των προτιμήσεων στα δύο εκλογικά αποτελέσματα του περασμένου καλοκαιριού, μαζί με τις δημοσκοπικές καταγραφές έκτοτε, δείχνει την κοινωνία ως προς τις πολιτικές εκφράσεις της σε κατάσταση ρευστότητας και κινητικότητας. Για πρώτη ίσως φορά μεταπολεμικά το κοινωνικό σώμα φυγοκεντρίζεται, συσπειρώνεται προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, όπως κι αν τα ορίσουμε. Ταυτόχρονα, αδειάζει το κέντρο. Γιατί;

Μια πρώτη εξήγηση: ο κεντρώος-κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θεωρείται υπεύθυνος για την εν εξελίξει κοινωνική καταστροφή, και τα πληττόμενα στρώματα τον τιμώρησαν. Οι παραγωγικές προπάντων ηλικίες, αυτές που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και την ύφεση, βρέθηκαν άστεγες πολιτικά και μεγάλο μέρος αναζήτησε καταφύγιο στην αριστερά. Αλλά αυτοί είναι ένα 20-25%. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι; Οχι οι εκλογείς του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ, αλλά και της κεντροδεξιάς ΝΔ; Είναι προφανές ότι παρά την ένταση και τον φόβο της προεκλογικής περιόδου, πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν πήγαν στη Νέα Δημοκρατία αλλά στους νεοπαγείς δεξιούς σχηματισμούς που την πλαγιοκόπησαν. Και έκτοτε η ΝΔ νιώθει καυτή την ανάσα των όμορων χώρων, παρότι απορρόφησε τον εξχνωθέντα ΛΑΟΣ.

Το κενό έκφρασης του κεντρώου χώρου είναι ένα μέτρο της πνευματικής και ιδεολογικής κρίσης, ίσως το πιο φανερό. Ο πολιτικός λόγος διχάστηκε βαθιά ανάμεσα στον φιλομνημονιακό και τον αντιμνημονιακό, και ό,τι πήγε να φυτρώσει ανάμεσα, στα διάκενα και τις χαραμάδες, ποδοπατήθηκε. Ποδοπατήθηκαν η μετριοπάθεια, η νηφαλιότητα, ο πραγματισμός, η ιστορική αίσθηση, η μαχητικότητα επί των υπαρκτών πεδίων και όχι κατά ανεμομύλων. Από την πόλωση που προέκυψε βγαίνουν βαριά τραυματισμένες και η συντηρητική παράταξη και η κεντροαριστερή· η μεν πρώτη διότι έχει πια να αντιπαλαίψει τον δαίμονα του νεοναζιστικού άκρου, η δε δεύτερη διότι εξαχνώθηκε υπό το παλαιό της πρόσωπο και τώρα αναζητείται έκφρασή της εξ αριστερών, από τον νεοπαγή ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την ανασυγκρότηση αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων. Η ιστορία κρούει και τα δύο πορτόφυλλα της ελληνικής δημοκρατίας, διότι τα χρειάζεται εξίσου.

Ανασυγκρότηση του καθενός πόλου δεν σημαίνει πόλωση έως διχασμού· δεν σημαίνει ούτε σύγκλιση. Σημαίνει σαφή, διακριτά όρια στην ιδεολογία και στην έκφραση διαφορετικών ταξικών ομάδων· άλλωστε η κρίση επανέφερε στο οπτικό πεδίο τις ταξικές και άλλες ομαδώσεις του παραγωγικού πληθυσμού. Η διαφοροποίηση θα παγιωθεί σε πολλούς άλλους χαρακτήρες, διότι εν τω μεταξύ υπό το βάρος της ένδειας ή της απειλής πληβειοποίησης, η κοινωνία μετασχηματίζεται και ιεραρχεί τις υλικές ανάγκες της και το φαντασιακό της με άλλες προτεραιότητες πια, με άλλες απαιτήσεις. Υπό αυτή την έννοια, ούτε οι υπάρχοντες δεξιοί ούτε οι υπάρχοντες αριστεροί είναι σε θέση προς το παρόν να συλλάβουν τις αναδυόμενες ανάγκες της κοινωνίας και να τις εκφράσουν. Είναι ακόμη εγκλωβισμένοι σε παλαιά σχήματα πρόσληψης και ερμηνείας, με εξαιρέσεις φυσικά.

Ας πούμε, η νεοναζιστική απειλή δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά μόνο από την αριστερά· απαιτείται και η δράση των συντηρητικών. Μάλιστα η δαιμονοποίηση της αριστεράς ως το αντίστοιχο ετερώνυμο άκρο εντέλει ενισχύει το νεοναζιστικό μόρφωμα του φυλετισμού και της εχθροπάθειας, εφόσον του δίνει την ευκαιρία να αποκρύψει τα ειδεχθή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του και να μεταμφιεστεί σε υπερασπιστή του ελληνοχριστιανισμού. Και ακριβώς με την προβιά του υπερεθνικιστή ελληνοχριστιανού αποσπά ακροατήριο από την παραδοσιακή δεξιά, την οποία μέμφεται ως χλιαρή, συστημική ή σάπια. Η ανασυγκρότηση της δεξιάς δεν μπορεί λοιπόν να μην περιλαμβάνει την υπεράσπιση του συνταγματικού δημοκρατικού χώρου και την ιδεολογική ανανέωση προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας.

Αντιστοίχως, η οικοδόμηση ενός ισχυρού κεντροαριστερού πόλου, ελκυστικού για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους ελευθεροεπαγγελματίες, τους μικροεπιχειρηματίες και μικροαστούς, φαίνεται να πέφτει στους ώμους του πρώην μικρού, αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος υπό την ώθηση της ιστορικής δυναμικής και υπό την πίεση περίπου 1,5 εκατομμυρίου εκλογικών μεταναστών, καλείται να μετασχηματιστεί ιδεολογικά και πολιτικά, ταχύτατα, σε συγχρονισμό με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, εφόσον εξακολουθεί να επιθυμεί τη δοκιμασία της κυβερνητικής εξουσίας. Στην περίπτωσή του, οι κίνδυνοι διαρροών προς τα αριστερά δεν είναι ανύπαρκτοι, αλλά είναι μάλλον αμελητέοι συγκρινόμενοι με τα προσδοκώμενα κέρδη από το κέντρο. Στην πραγματικότητα, οι δισταγμοί για εγκατάλειψη της αριστερίστικης ή παλαιοαριστερής ρητορικής πηγάζουν από τον παλαιό μικρό εαυτό του, εκεί όπου όμως αισθανόταν βολεμένος: στην καταγγελτική αντιπολίτευση και στην υπεράσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων. Ως μικρός, δεν ήταν καν αναγκασμένος να έχει επεξεργασμένο πραγματιστικό πρόγραμμα για τη μεγάλη πολιτική· αρκείτο στην ρητορική πολυχρωμία.

Η ιστορική πρόκληση όμως σήμερα είναι άλλη: είναι μια χώρα πτωχευμένη και μια κοινωνία φοβισμένη και απελπισμένη, που καταστρέφεται οικονομικά και αποσαθρώνεται πνευματικά. Τα ιδεολογήματα δεν αρκούν. Ούτε οι σοφτ ιδέες της ευρωπαϊκής Αριστεράς του ύστερου Ψυχρού Πολέμου και των χρόνων της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η οικουμενικότητα των προβλημάτων επιβαρύνεται δραματικά από το εντόπιο ρήγμα: τη χρεοκοπία, την έλλειψη παραγωγικού μοντέλου, τη ξεχαρβαλωμένη διοίκηση, την απουσία στοιχειώδους πνευματικού υποδείγματος. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διασταλεί, να μεγεθυνθεί, να χωρέσει προσδοκίες, να παίξει ηγεμονικό ρόλο ― ή να συρρικνωθεί έως διαλύσεως. Η ιστορία κρούει τη θύρα και, αν αυτή δεν ανοίξει, προσπερνά.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, η ανασυγκρότηση μιας μετριοπαθούς συντηρητικής παράταξης και της αριστερής προοδευτικής, συσχετίζονται· όχι μόνο για αποτροπή της ακροδεξιάς νεοναζιστικής απειλής, αλλά κυρίως για να δοθούν πειστικές πολιτικές εκφράσεις στα κοινωνικά υποκείμενα που αναδύονται μέσα από τον πόνο και τα ερείπια της πτώχευσης.

Δεκατρείς ημέρες προ των εκλογών, η ατζέντα χρωματίζεται, μεταξύ πολλών άλλων, από δύο φόβους: τον φόβο της ακροδεξιάς και τον φόβο της ακυβερνησίας. Και οι δύο φόβοι έχουν πραγματική βάση, αλλά, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, υπερτονίζονται καθυστερημένα και υστερόβουλα, χωρίς να αναδεικνύονται οι γενεσιουργές αιτίες και χωρίς να εντοπίζονται οι συνέπειες στις πραγματικές διαστάσεις.

Ως προς την ακυβερνησία: τα δύο μεγάλα κόμματα που έχουν ακεραία την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας επί 38ετία, άρα και την κύρια ευθύνη για το σημερινό ναυάγιο, ζητούν ψήφο για να ξανακυβερνήσουν, με τα ίδια πρόσωπα, με ίδιες δομές, ίδιες πρακτικές. Ο κατεδαφιστής είναι ο πιο άξιος οικοδόμος, λένε, και ψελλίζουν συμπληρωματικά και μια συγγνώμη. Παράδοξο; Οχι. Δυστυχώς, οι άνθρωποι αυτοί, κατά τεκμήριο ανεπαρκείς και λιπόψυχοι, δεν μπορούν να εννοήσουν τη ζωή τους εκτός εξουσίας. Ακόμη και η νομή των ερειπίων είναι λόγος ύπαρξης γι’ αυτούς.

Ωστε ως ακυβερνησία εννοούν οποιαδήποτε μορφή διακυβέρνησης που δεν θα τους περιλαμβάνει. Δεν μπορούν καν να συλλάβουν ότι η ιστορία, υπό τη μορφή της αδυσώπητης κρίσης, αλέθει τώρα τα πάντα: οικονομικές δομές, διοίκηση, αδρανείς νοοτροπίες, ανθρώπους. Και ασφαλώς θα αλέσει και τους ίδιους, τους περισότερους. Ναι, πράγματι, είναι πιθανή η ακυβερνησία: πιθανότατα η χώρα να μην κυβερνηθεί από τα παρηκμασμένα πρόσωπα που κυβερνούσαν έως τώρα.

Η ανάδυση της νεοναζιστικής πανώλης στην κεντρική σκηνή επίσης οφείλεται εν μέρει στην αβελτηρία, την υστεροβουλία και τον καιροσκοπισμό που επέδειξε το κυβερνών δίπολο πρωτίστως, κατά τη διάρκεια κρίσιμων κοινωνικών και δημογραφικών μετασχηματισμών την περασμένη εικοσαετία. Η εγκατάλειψη ολόκληρων αστικών περιοχών στη φθορά και την παραβατικότητα, η αποχώρηση του δημοκρατικού κράτους από τις θερμές κοινωνικές ζώνες, άφησε τους πολίτες ανυπεράσπιστους και απελπισμένους, πολύ πριν τους αποτελειώσει η οικονομική κρίση. Τα αστικά κόμματα εγκατέλειψαν την πολιτική, εγκατέλειψαν τα μικροαστικά στρώματα στην τύχη τους, και το κενό κατέλαβε ο εξτρεμισμός με μια δημαγωγία που εκμεταλλεύτηκε την έλλειψη ασφάλειας και τον θεμιτό φόβο, για να επιβάλει τον ανορθολογισμό του «αίματος», του «χώματος» και της «τιμής».

Ακόμη χειρότερα: λούμπεν εγκληματικά στοιχεία που πλαισίωσαν τον σκληρό πυρήνα του νεοναζισμού έγιναν ανεκτά στις παρυφές των κρατικών μηχανισμών, προστατεύθηκαν ή και χρησιμοποιήθηκαν ως έμμισθοι. Τα μη λούμπεν στοιχεία της ακροδεξιάς αναδείχθηκαν κοινοβουλευτικά, λευκάνθηκαν δια της λήθης και της αφομοίωσης, υπουργοποιήθηκαν. Τα όρια γκριζάρησαν, καταργήθηκαν. Ωστε ευλόγως αναρωτιέται σήμερα ο έμφοβος μικροαστός των γκετοποιημένων συνοικιών: Εφόσον η ρητορική συντηρητικών και κεντρώων τείνει να ταυτιστεί με των ακροδεξιών, γιατί να μην προτιμήσω τον αρχέτυπο, τον «δεξιό ακτιβιστή», ο οποίος επιπλέον είναι δραστήριος και δραστικός επί του πεδίου, στον δρόμο; Ανάμεσα στη λάιτ υστερική δημαγωγία και την ορίτζιναλ Σιδηρά Χείρα, ο πτωχευμένος έμφοβος θα επιλέξει σίδηρο. Διακινδυνεύοντας κατόπιν να βυθιστεί στο αίμα και το χώμα.

Το δικομματικό σύστημα εξουσίας, που σφράγισε τη μεταπολιτευτική περίοδο, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της κατάρρευσης, υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας του να τη διαχειριστεί. Η κατάρρευση στοιχειοθετείται αφενός από τις δημοσκοπήσεις της αλαφιασμένης και αμφίβουλης κοινής γνώμης, αλλά και από τη στάση του πολιτικού προσωπικού ελάχιστες εβδομάδες προ των εκλογών.

Ληξιπρόθεσμοι βουλευτές και υπουργοί, οι οποίοι την παρελθούσα διετία νομοθέτησαν το ψαλίδισμα των μελλουσών γενεών, χωρίς να έχουν διαβάσει καν τους νόμους, καταθέτουν στη Βουλή, την υστάτη στιγμή, τροπολογίες χιλιάδων σελίδων για να τακτοποιήσουν εκκρεμότητες της εκλογικής πελατείας. Νυσταγμένοι, βαριεστημένοι, ληγμένοι, νομοθετούν επί των ερειπίων, λίγο προτού βρεθούν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Παραδόξως δε, εκτιμούν ότι υπάρχει ακόμη εκλογική πελατεία.

Οι ολίγιστοι και δείλαιοι, δια των επαίσχυντων τροπολογιών τους, δείχνουν ακριβώς ποιοι οδηγούν στην κατάρρευση τα αστικά κόμματα, ποιοι καταπατούν τους συνταγματικούς όρκους και τροφοδοτούν το αντικοινοβουλευτικό μένος του απεγνωσμένου πλήθους. Δείχνουν επίσης σε ποιους άνδρες εμπιστευόταν το πλήθος αφρόνως τη μοίρα του: σε φαιδρούς δημοκόπους, άεργους κληρονόμους, πολιτικούς νάνους. Πολλοί απ’ αυτούς τους βρυχώμενους νάνους θα ξεμυτίσουν τις επόμενες μέρες και θα ζητήσουν ανανέωση εντολής, υποσχόμενοι το μόνο που γνωρίζουν: συνέχιση της αμοιβαίας πελατειακής εξαχρείωσης. Θα επισείουν τον κίνδυνο των άκρων και της ακυβερνησίας. Υπάρχει πράγματι το ενδεχόμενο αναρρίχησης των λούμπεν στοιχείων της άκρας δεξιάς, παλαιάς και νέας, στο κοινοβούλιο, αλλά μήπως η συμπεριφορά των κατεστημένων δεξιών, κεντρώων και κεντροαριστερών, δεν απέβη αναλόγως λούμπεν και εντέλει τροφοδότησε τα άκρα;

Η χρεοκοπία είναι πολιτική πρωτίστως. Με ηττημένη την πολιτική και τη χώρα υπό σιδηρά επιτήρηση, οι προτάσεις διακυβέρνησης είναι αναιμικές και ελάχιστα πειστικές, διότι οι φορείς τους κείτονται ξέπνοοι και ηττημένοι, δεν μπορούν να διεκδικήσουν από το πλήθος παρά μόνο τη μοιρολατρία και τον φόβο. Η ψήφος θα είναι τιμωρητική και αντινομική.

H προχθεσινή δημοσκόπηση της Public Issue για την Καθημερινή συγκεφαλαιώνει το πολιτικό μωσαϊκό: εννέα κόμματα στη Βουλή, κάμψη της αποχής, απαισιοδοξία για τη χρεοκοπία της χώρας, απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στη μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας. Οι προορισμοί της δημοσκοπικής προτίμησης θα μπορούσαν να μπουν σε τρεις κατηγορίες.

Πρώτη, η κατηγορία των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων: και τα δύο μεγάλα κόμματα μαζί πασχίζουν αθροιζόμενα να συγκεντρώσουν ποσοστό αυτοδυναμίας, δηλαδή ό,τι συγκέντρωναν από μόνα τους στο παρελθόν. Είναι φανερό ότι η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει με μόνιμη καχυποψία τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα επί τριάντα χρόνια και την οδήγησαν στη γνωστή κατάσταση. Αρα ακόμη και η κυβέρνηση συνασπισμού των δύο κομμάτων εξουσίας, που φαίνεται να προωθείται, δεν θα καθησυχάσει την κοινή γνώμη ούτε θα εξασφαλίσει ευρύτερη συναίνεση. Λογικό: οι πολίτες της χρεοκοπημένης χώρας έχουν μνήμη και πικρή πείρα από τις ικανότητες των προσώπων που κυβέρνησαν τα χρόνια του εκτροχιασμού. Η αυτοκριτική στην οποία πολύ όψιμα και πολύ άτολμα καταφεύγει αυτές τις μέρες, εν όψει εκλογών, δεν μπορεί να σώσει το μοιραίο πολιτικό προσωπικό από την κατακραυγή και την εκλογική συντριβή.

Δεύτερος πόλος δημοσκοπικής προτίμησης, η άκρα δεξιά. Ο ΛΑΟΣ διακινδυνεύει πλέον τη θέση του στο κοινοβούλιο, λόγω του ακραίου καιροσκοπισμού του, και λόγω της ορμητικής εισόδου στο ακροδεξιό φάσμα δύο νέων δυνάμεων. Η μία είναι παλιά, καταγραμμένη ήδη στον Δήμο Αθηναίων: η νεοφασιστικής-ρατσιστικής ρητορικής Χρυσή Αυγή. Η άλλη είναι η εθνικιστικής-αντιμνημονιακής ρητορικής κίνηση του βουλευτή Πάνου Καμμένου, διαγραμμένου από τη ΝΔ. Αθροιζόμενη η άκρα δεξιά φτάνει το 11,5%, ποσοστό πρωτοφανές αλλά αναμενόμενο: τα αστικά κόμματα του μεσαίου χώρου δεν μπορούν πλέον να παράγουν πολιτική, αδυνατούν ακόμη και να διαχειριστούν την σφοδρή κοινωνική κρίση και τον φόβο. Σε αυτό το περιβάλλον της παγωμένης μεταδημοκρατίας και απουσίας πολιτικής διεξόδου, η μεσαία τάξη, έμφοβη και πληβειοποιημένη, στρέφεται προς τα άκρα. Ο σκληρός, ωμός λόγος της άκρας δεξιάς σπεκουλάρει πάνω στην ανασφάλεια, την ανεργία και την ξενοφοβία. Και κερδίζει.

Τρίτος προορισμός, η πλειοψηφική, πλην όμως πολυδιασπασμένη, ετερόκλητη και αλληλοαποκλειόμενη αριστερά. Μόνο κοινό χαρακτηριστικό, η ολοφάνερη απροθυμία όλων των αριστερών κομμάτων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πτωχευμένης, εξαρθρωμένης χώρας. Η αντιπολίτευση, λιγότερο ή περισσότερο συνεπής ως προς τον εαυτό της, είναι το προσφιλές πεδίο των κομμάτων της αυτοαναφορικής αριστεράς. Κανένα δεν προβάλλει πειστική πρόταση εξουσίας. Ακόμη και η δημοσκοπική φούσκα της ΔΗΜΑΡ συντηρείται χάρη στην επαμφοτερίζουσα αντιπολίτευσή της, και στη ροή κεντρογενών ψηφοφόρων από το διαλυόμενο ΠΑΣΟΚ.

Με όσα βλέπουμε τώρα: Οι επικείμενες εκλογές θα σαρώσουν παλαιά πρόσωπα, θα φθείρουν παλαιούς σχηματισμούς, θα πολώσουν, αλλά δεν θα αρκέσουν να δώσουν ένα νέο βιώσιμο μπλοκ εξουσίας. Θα χρειαστούν κι άλλες εκλογές.

Η υπαγωγή της χώρας στις προβλέψεις και την πειθαρχία του Μνημονίου των δανειστών της, προκειμένου να αποφύγει την χρεοκοπία στο βραχύ μέλλον, προκάλεσε βίαιη αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Από τη μια πλευρά βρέθηκε η κυβέρνηση του σοσιαλιστικού κόμματος, που υπέγραψε το Μνημόνιο. Μαζί της βρέθηκαν το ακροδεξιό-λαϊκό κόμμα ΛΑΟΣ και η συντηρητική-νεοφιλελεύθερη βουλευτής Ντόρα Μπακογιάννη. Απέναντι, βρέθηκαν τα κόμματα της Αριστεράς, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η συντηρητική Νέα Δημοκρατία.

Σε πρώτη ανάγνωση οι συμπαρατάξεις είναι παράδοξες. Ιδίως η συμπαράταξη των ακροδεξιών με τους σοσιαλιστές. Ο ΛΑΟΣ δικαιολόγησε τη στάση του ως στάση ευθύνης: ανταποκρίθηκε στο δίλημμα «μοναδική υπάρχουσα λύση ή καταστροφή». Η Νέα Δημοκρατία δέχτηκε δριμεία κριτική εκ δεξιών για την καταψήφιση του Μνημονίου: η συντηρητική παράταξη, λένε, δεν μπορεί να είναι αντισυστημική, ανεύθυνη.

Η στάση της ΝΔ μπορεί να ερμηνευθεί ως εκδήλωση αυτοσυντήρησης: αν η αντιπολίτευση ταυτισθεί με την κυβέρνηση σε μια μείζονα ιστορική επιλογή, παύει να έχει λόγο ύπαρξης, παύει να λειτουργεί ως εναλλακτική στην υπάρχουσα εξουσία. Προφανές. Αυτό που είναι λιγότερο προφανές είναι ότι η εναντίωση της ΝΔ, πολύ περισσότερο από την αναμενόμενη εναντίωση της Αριστεράς, δίνει υπόσταση στην έννοια της αντιπολίτευσης και δι’ αυτής διατηρεί δυνατή την ελευθερία, ως θεμέλιο της δημοκρατίας. Η εναντίωση της ΝΔ, ανεξαρτήτως της ιδιοτέλειας ή της ειλικρίνειας της ηγεσίας της, διατηρεί ζωντανή τη δυνατότητα επιλογής και εναλλαγής, διατηρεί ισχυρό τον έλεγχο της εξουσίας, διατηρεί ισχυρή τη διαφορά, ως θεμέλιο της ελευθερίας.

Η ταύτιση και συμπαράταξη όλου του πολιτικού φάσματος, πλην Αριστεράς, υπέρ του Μνημονίου θα προσέδιδε αφενός θρησκευτικού χαρακτήρα ορθότητα στη «μοναδική επιλογή», αφετέρου, θα προσέδιδε βοναπαρτική υπερεξουσία στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση ζήτησε και ζητεί απεγνωσμένα τη συναίνεση, για να μοιραστεί την ιστορική ευθύνη και να μοιράσει το βάρος του πιθανού λάθους. Εξ ου και τα σενάρια για μια «κυβέρνηση προθύμων» προσεχώς. Εξ ου και η κυβερνητική ρητορική εκδιπλώθηκε με όρους εμφυλίου: υπέρ ή εναντίον της πατρίδας. Ετσι όμως υποδαύλισε μνήμες από υπαρκτά τραύματα, από συμπεριφορές υποτέλειας, εθελοδουλείας, εξάρτησης, από πράξεις δοσιλογισμού και αδελφοκτονίας ― αυτή όμως η εκβιαστική ρητορική λειτουργεί εντέλει εις βάρος της κυβέρνησης. Η εκβίαση μονολιθικής συναίνεσης ουσιαστικά λειτουργεί διχαστικά και όχι συμφιλιωτικά. Η συμφιλίωση προϋποθέτει την αναγνώριση του αντιπάλου ως διαφορετικού, προϋποθέτει τη διαφορά, παραχωρείται αμφοτερόπλευρα, αμοιβαία, σε ιστορικά συμφραζόμενα. Η συναίνεση απαιτείται ως προσχώρηση στη «μοναδική επιλογή», ως μονομερής προσέγγιση, ως ρυμούλκηση σε συμφραζόμενα τακτικισμού· ως τέτοια, συνιστά τακτικό εκβιασμό που αντιβαίνει στην ουσία της ελευθερίας.

Ας το δούμε κι αλλιώς: η ελληνική κοινωνία πάσχει, εκτός των άλλων, από ακινησία των ελίτ, οι οποίες ράθυμες και αυτάρεσκες αυτοαναπαράγονται σε κλειστό κύκλωμα και παράγουν παρακμή. Η κρίση και η αντιπολίτευση στις ελίτ που παράγουν-διαχειρίζονται την κρίση, μπορούν να ανανεώσουν τις ελίτ, και να αναδιατάξουν τις δυνάμεις προς όφελος των μεγάλων μαζών που βρίσκονται εκτός εξουσίας. Εδώ ας θυμηθούμε τον περίφημο πολιτικό στοχαστή Τζέιμς Μπέρναμ: «Η ύπαρξη αντιπολίτευσης συνεπάγεται την ύπαρξη ρήγματος στην άρχουσα τάξη. Εν μέρει ο αγώνας που διεξάγεται μεταξύ των τμημάτων της άρχουσας τάξης είναι εσωτερικός. Ελιγμοί και ίντριγκες συμβαίνουν διαρκώς στην πορεία της συνεχούς θεσιθηρίας. Ομως όταν η αντιπολίτευση είναι δημόσια, αυτό σημαίνει ότι οι συγκρούσεις δεν μπορούν να λυθούν μόνο με εσωτερικές αλλαγές στην υπάρχουσα ελίτ. Η αντιπολίτευση αναγκάζεται να κάνει κινήσεις που υπερβαίνουν τα όρια της υπάρχουσας τάξης, […] επιδιώκει να προσελκύσει τις μάζες με το μέρος και να πείσει τους νέους ηγέτες που αναδεικνύονται από τις γραμμές της κοινωνίας. […] » (Οι Μακιαβελιστές, υπέρμαχοι της ελευθερίας, εκδ. Κέδρος).

Ελάχιστους μήνες μετά την κατείγουσα υπαγωγή στο Μνημόνιο, είναι φανερό ότι οι αρχικές υποσχέσεις εξασφάλισης έχουν καταρρακωθεί, οι όροι του διαρκώς αναθεωρούνται, οι αγορές προεξοφλούν την αναδιαπραγμάτευση του χρέους, και ουδείς μπορεί να πεί ότι η «μοναδική επιλογή» ήταν πράγματι μοναδική και η καλύτερη δυνατή μεσοπρόθεσμα για τα εθνικά συμφέροντα.
Κατά τούτο, η παράδοξη εναντίωση της «συστημικής» ΝΔ, μαζί με την εναντίωση της Αριστεράς, όχι μόνο εξασφαλίζει την δική τους ύπαρξη, αλλά παρέχει κι ένα πολιτικό απόθεμα στην ελληνική δημοκρατία: δεν προοικονομείται απλώς μια κυβέρνηση ενάντιων και «μη προθύμων», α λα Ουγγαρία, μα κυρίως δίνεται η ευκαιρία να επανεκκινήσει μια αναζωογονητική κυκλοφορία των ελίτ, προς όφελος και των σιωπηλών μαζών.

φωτ.: Κώστας Βαρώτσος, Σπασμένη σημαία.

Οι ζυμώσεις στα κόμματα και η κινητικότητα πολιτευτών, εντονότατες τις τελευταίες ημέρες, συμπίπτουν με την εγκατάσταση κομισαρίου του ΔΝΤ στο υπουργείο Οικονομικών και εμπειρογνωμόνων σε κάθε υπυργείο. Η διακυβέρνηση της χώρας τελεί, ως γνωστόν, υπό επιτροπεία. Το πολιτικό σύστημα εντούτοις, εντός και εκτός κυβέρνησης, ενεργεί σαν να το αγνοεί: ουσιαστικά, ενεργεί με σκοπό την επιβίωσή του στα απομεινάρια εξουσίας, αποφεύγοντας να δει την ελεύθερη πτώση της χώρας.

Χαρακτηριστικές είναι οι κινήσεις στον συντηρητικό χώρο, με αφορμή την ίδρυση κεντροδεξιού κόμματος από την κ. Ντόρα Μπακογιάνη. Το νέο κόμμα φυσικό είναι να αντλεί δυνάμεις από τους όμορους χώρους· στη συγκεκριμένη άντληση όμως, και παρά τις διακηρύξεις περί φιλελευθερισμού και κεντρώου χώρου, όμορη δεξαμενή είναι μόνο η, τυπικά δεξιότερη, Νέα Δημοκρατία και ο, ακόμη δεξιότερα, ΛΑΟΣ. Βουλευτές της ΝΔ διαρρέουν προς τα όμορα, ενώ ενδιαφέρον έχει το διαφαινόμενο φλερτ του κ. Μάκη Βορίδη, βουλευτή του ΛΑΟΣ, με το νεοϊδρυθέν κόμμα.

Ο κ. Βορίδης, εξ απαλών ονύχων ακροδεξιός, μαζί με την αυτοπεριγραφόμενη ως κεντρώα κ. Μπακογιάννη; Ακούγεται παράδοξο; Δεν είναι. Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που διανύουμε φέρνει βαθείς μετασχηματισμούς και ανακατατάξεις· οι ιδεολογικές διακηρύξεις και το pedigree ελάχιστη αξία θα έχουν μερικούς μήνες αργότερα, τη στιγμή της κρίσεως· δεξιά, κέντρο, αριστερά, φιλελεύθεροι θα ηχούν σαν αστεία ενώπιον των βίαιων καιροσκοπικών αναδιευθετήσεων. Μόνο κινούν για τα πολιτικά πρόσωπα θα είναι η νομή της εξουσίας, και η δι΄αυτής επιβίωση.

Καθώς παραμένει πιθανός ο κλονισμός της κυβέρνησης Παπανδρέου κατά την εκπνοή της τρίτης μνημονιακής φάσης και την περαιτέρω βύθιση της χώρας στην ύφεση, το παλαιό πολιτικό προσωπικό αναζητεί νέες θέσεις για την αναπαραγωγή του, δηλώνει την ετοιμότητά του για συμμετοχή σε σχήματα και σενάρια της επόμενης μέρας. Μια κυβέρνηση προθύμων για εθνική σωτηρία θα χωρούσε όλους όσοι τώρα υπερβαίνουν εν σπουδή τα παλαιά όρια.

Η ψήφιση αντιμεταναστευτικού νόμου από την ιταλική Γερουσία φέρνει στην επιφάνεια ό,τι σιγοβράζει επί χρόνια στην Ευρώπη. Ο νόμος του καβαλιέρε Μπερλουσκόνι καλεί τους πολίτες να συγκροτήσουν μιλίτσιες και να περιπολούν στους δρόμους σε αναζήτηση μεταναστών (το νεοφασιστικό Κόμμα της Εθνοφρουράς ανταποκρίθηκε ακαριαία), αναγκάζει τους δημόσιους λειτουργούς να καταδίδουν όποιον ξένο αντιλαμβάνονται χωρίς χαρτιά, απαγορεύει την εγγραφή νεογέννητων «ξένων» στα ληξιαρχεία. Ο ιταλικός νόμος κατασκευάζει τον άνθρωπο χωρίς δικαιώματα, χωρίς «ύπαρξη»· homo sacer βγαλμένο από την αρχαία Ρώμη: ο άνθρωπος που θα θυσιαστεί, το ιερό σφάγιο, δεν έχει δικαίωμα στη ζωή του.

Εκφασισμός του καθημερινού βίου; Ο δρόμος είναι ανοιχτός. Η πολυγλωσσική και πολυπολιτισμική Ευρώπη δοκιμάζεται βάναυσα. Δοκιμάζεται κυρίως από την απουσία πολιτικής, δοκιμάζεται εξαιτίας της υποκρισίας, εξαιτίας της παθητικότητας και του στρουθοκαμηλισμού. Οι μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις και η Αριστερά δεν αντιμετώπισαν τη μεταναστευτική παλίρροια, κρύφτηκαν από το πρόβλημα, το μετέθεσαν, το ξόρκισαν· απασχολημένοι με την ολοκλήρωση του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, βυθισμένοι στον οικονομισμό, δεν παρήγαγαν σκέψη και δράση, πολιτική. Μα η παλίρροια φουσκώνει διαρκώς. Και η παλίρροια των πληβείων του Τρίτου Κόσμου μπορεί να απειλεί με αποσταθεροποίηση τις εύθραυστες, νεόπτωχες δημοκρατίες της Ευρώπης, χτυπημένες ήδη από την αποβιομηχάνιση, την οικονομική κρίση, την ανεργία, και τη μαζική δυσφορία προς τα υπάρχοντα σχήματα διακυβέρνησης. Ο επίτροπος της Ε.Ε. Ζακ Μπαρό επισήμανε ήδη τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης της Ελλάδας.

Στο πολιτικό κενό που άφησαν οι κουρασμένες, υποκριτικές δυνάμεις Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, εισπήδησαν οι ακροδεξιοί λαϊκιστές, οι νεοφασίστες, οι υπερεθνικιστές· και αυτούς ακολουθούν ήδη μάζες, φοβισμένες, απειλημένες, φτωχές, μνησίκακες. Η Ελλάδα, σουρωτήρι ξεγάνωτο, με φραγμένη έξοδο, βρίσκεται ένα βήμα πριν από τον νόμο του Καβαλιέρε· πριν από τις μιλίτσιες, τις καταδόσεις, την κατασκευή του δικού μας homo sacer στο θυσιαστήριο του Αγίου Παντελεήμονα.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.899 hits