You are currently browsing the category archive for the ‘#25mgr’ category.

Βαρύ καλοκαίρι, υγρό, με απρόσμενα γυρίσματα του καιρού. Κι η νύχτα διαρκεί περισσότερο, ξαφνικά αρχίζουν να ψάλλουν το εωθινό τα πουλιά του λόφου, και νιώθεις ότι μέρα πυκνή ξημέρωσε πάλι. Νύχτες μακριές, πηχτές, σε πλατείες και υπαίθρια μπαρ, με θερμές συζητήσεις, αντεγκλήσεις φίλων, ερεθισμένα νεύρα. Στους δρόμους αραιή κυκλοφορία, διστακτικά ΙΧ, ανά διαστήματα πολυπρόσωπα περίπολα μοτοσικλετιστών αστυνομίας. Κι όταν συνεδριάζει κρίσιμα η Βουλή, χιλιάδες άνδρες ασφαλίζουν γύρω-τριγύρω τους οίκους της δημοκρατίας, προστατεύουν τους αιρετούς από αγανακτισμένους πολίτες. Δυσοίωνη εικόνα, θλιβερή, στην πολιτική αργκό αποκαλείται “έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης”.

Θα το λέγαμε και δυσαρμονία μεταξύ λαού και κυβερνώσας τάξης. Aσύμπτωτοι βίοι, παράλληλες πραγματικότητες, άνω και κάτω κόσμος. Οπως και να το ονομάσεις, το πραγματικό παραμένει έτσι: η Ελλάδα χωρίζεται σε όσους θα σωθούν, με απώλειες έστω, και σε όσους θα βουλιάζουν. Τη διαίρεση, υλική και ψυχική, τη νιώθεις πια, την αισθάνεσαι, δεν χρειάζεται να τη συλλογιστείς. Είναι απότοκο της δυσχέρειας κι είναι απότοκο της ανισότητας και της αδικίας: οι πληττόμενοι ελευθεροεπαγγελαμτίες στραβοκοιτάνε τους συνταξιούχους των ΔΕΚΟ, ακόμη και τους ψαλιδισμένες δημοσίους υπαλλήλους, ενδόμυχα φθονούν τους γιατρούς της παρέας ή τους δικαστές, τους μεν γιατί τους υποψιάζονται για μαύρα και φακελάκια, τους δε γιατί δεν θα τους κουνήσει κανένας.

Η αυξανόμενη δυσχέρεια του βίου φέρνει μεμψιμοιρία, ματαίωση, φθόνο, μοχθηρία. Η ευημερία, πραγματική ή επίπλαστη, όσο μοιραζόταν παντού κι άφηνε τα ψίχουλά της εδώ κι εκεί, σκέπαζε τις αντινομίες, κοίμιζε τη σκέψη και τα αισθήματα. Τώρα που αποσύρεται ατάκτως, αφήνει ακάλυπτο το ερεθισμένο νεύρο της μνησικακίας, πικρό το στόμα.

Ακούς διηγήσεις δυσχέρειας, στο όριο της αδυναμίας, από επαγγελματίες και εμπόρους· ακούς διπλανούς που χάσαν τη δουλειά τους, που έχουν παιδιά 25 και 30 χρονών χωρίς καμιά προοπτική εργασίας· γνωστούς που βάζουν πωλητήριο ανάγκης σ’ ένα κληρονομημένο σπίτι και αγοραστή δεν βρίσκουν. Σφίγγεσαι. Κι ύστερα μαζεύεσαι προς τα έσω, βάζεις ασπίδα το χοντρό πετσί, να μη σ΄αγγίξει το κακό του άλλου. Ετσι διαρκώς, μια παλινδρόμηση μέσα-έξω, αυτή η παλινδρόμηση παράγει θλίψη, ψιλή ψιλή, διαπεραστική.

Αγωνιάς για τα παιδιά, τους νέους, κι ύστερα ζηλεύεις τα νιάτα, την αντοχή τους στο χρόνο. Τριγυρνάς σε άλλες γειτονιές, σε άλλους κόσμους, με ανθρώπους ανέγγιχτους, περνούν διαμέσου της δυσχέρειας, «και όσοι έχουν, δεν είναι φτωχοί, καταλαβαίνετε, πιέζονται, είναι άσχημα για όλους», λέει μια συμπαθέστατη κυρία με ξενική προφορά, ανησυχούμε από κοινού για τα παιδιά που ξενιτεύονται στο Amherst College, με ροζέ σαμπάνια στο χέρι, η αττική νυχτιά είναι θερμή και υγρή, στα πόδια μας απλώνεται η πόλη σαγηνευτική, δυσοίωνη. Παράλληλες πόλεις, ασύμπτωτες, αντιθετικές.

Σε κήπους αθηναϊκούς, πυρωμένες πλατείες, τραπεζάκια καφεστιατορίων, σπιτικές αυλές, φιλόξενα λίβινγκ ρουμ, Ελληνόπουλα σαστισμένα, ανήσυχα, προσπαθούν να μετρήσουν τη δυσκολία και να οχυρωθούν απέναντί της. Οι παρέες ανασυντίθενται περιοδικά, με πείσμα, σε ζουρ φιξ που πυκνώνουν, για να κουβεντιάσουν από κοινού και να ψαύσουν το ολισθηρό παρόν. Αθροίζουν συμφωνίες, πληροφορίες, κουτσομπολιά, φήμες, σκορπάνε καταδίκες, ρισκάρουν βραχύβιες προβλέψεις, επικοινωνούν ενδιαμέσως με μέιλ, φέισμπουκ και τουίτερ. Διαρκώς επικοινωνούν, και διαρκώς πηγαινοέρχονται γύρω από τις ίδιες δοξασίες, φωτοτακτισμός γύρω από το φωτεινό μετέωρο της πτώχευσης, αυτό ορίζει τον βηματισμό, τη διάθεση, τον βίο.

Σκεφτόμαστε το πλήθος τέσσερις εβδομάδες στους δρόμους, με σκαμπανεβάσματα, με μούτζες, καραναβάλι που κουράζεται, ελπίδες που λιγοστεύουν, ματαίωση που φουντώνει. Εριξαν μια κυβέρνηση για λίγες ώρες, αμέσως σχηματίστηκε άλλη να εφαρμόσει τα ίδια. Ούτε ένα ψίχουλο δεν κέρδισε το πλήθος. Θ΄αφήσουν τις πλατείες ηττημένοι; Πού θα παροχετευθεί όλος τούτος ο θυμός, αν αποδειχθεί ατελέσφορη και τούτη η τελετουργία; Θα στραφεί προς τα μέσα, παλίνδρομα, θα φαρμακώνει το μέσα, θα γίνει τοξική ματαίωση, απόγνωση, μίσος τυφλό. Κουφό κράτος, τυφλή διοίκηση, ανυπεράσπιστη κοινωνία με φωνή που δεν εισακούεται.

Eίτε να φέρεσαι καλά στους ανθρώπους είτε να τους συντρίβεις, αν τους αφήσεις με ελαφρές πληγές θα σηκωθούν σε εκδίκηση ― αναλαμπή από τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι. Το κράτος θα συντρίψει το λαό του; Διαβάζει Μακιαβέλι τη νύχτα ο δικός μας; Αν ναι, θα διάβασε κι αυτό: Ο ηγεμών θα πρέπει να εμπνέει φόβο, έτσι ώστε αν δεν κερδίσει την αγάπη, να αποφύγει το μίσος.

Στις παρυφές της πλατείας τα μπαρ ξενυχτούν και τζιράρουν, οκτώ ευρώ το ποτό.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη


Προ ημερών, γράψαμε ένα σχόλιο στην Καθημερινή, συγκρίνοντας την απρεπή συμπεριφορά του αγανακτισμένου πλήθους με την απρεπή συμπεριφορά των πολιτικών ανδρών, εντός και εκτός Βουλής. Το σχόλιο προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του εκ των Αντιπροέδρων της κυβερνήσεως Θόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος με επιστολή του καταλόγισε στον συντάκτη γλωσσική και δημοσιογραφική ανεπάρκεια, ολολοκληρωτικό φρόνημα και παραταξιακή ιδιοτέλεια.
Τα παραθέτουμε όλα.

Μούτζες μέσα, μούτζες έξω

(Καθημερινή 21.06.2011)

Η κρίση αναδεύει τη συλλογική ψυχή και φέρνει στην επιφάνεια πάθη και συμπεριφορές αφτιασίδωτα. Αλλοτε με λυτρωτική ειλικρίνεια, με παρρησία, κι άλλοτε με εκπλήσσουσα ωμότητα, και χυδαιότητα ακόμη. Εχουν γραφτεί πολλά, λόγου χάριν, για τις απρεπείς εκφράσεις και τους προπηλακισμούς κατά των πολιτικών, εκ μέρους του πλήθους των αγανακτισμένων. Πράγματι, το πλήθος σε ορισμένες περιπτώσεις συμπεριφέρεται σαν όχλος, με εξάρσεις βίας, που φτάνουν σε χειροδικίες και ξυλοδαρμούς, εκδηλώσεις που καταδικάζονται καθολικά. Αλλά η κύρια δράση του αγανακτισμένου πλήθους εξαντλείται στον λεκτικό και χειρονομιακό εξτρεμισμό: η μούτζα λ.χ. προς τους πολιτικούς άνδρες ερμηνεύεται και επικρίνεται ποικιλοτρόπως. Μήπως όμως ακριβώς οι πολιτικοί δίνουν πρώτοι το έμπρακτο παράδειγμα του λεκτικού εξτρεμισμού, και μάλιστα μέσα στον φασκελωνόμενο ναό του κοινοβουλευτισμού;

Προχθές, ας πούμε, οι κατηγορούμενοι επί λαϊκισμώ αγανακτισμένοι πήραν συμπυκνωμένα μαθήματα καθύβρισης από την πολιτική ηγεσία. Το Κοινοβούλιο αντηχούσε από βαρύτατους χαρακτηρισμούς, που εκτόξευαν οι Νέστορες της πολιτικής. Ο αρχηγός του ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρης, γνωστός για τις ατάκες του επιπέδου Δελφινάριου, προχώρησε πολύ παραπέρα από το προσφιλές του καλαμπούρι: απεκάλεσε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αντώνη Σαμαρά, προδότη. «Απαξ προδότης, πάντα προδότης», είπε και κατόπιν, για να ελαφρώσει το κλίμα μάλλον, συμπλήρωσε το «Τρελαντώνης»… Αναρωτιόμαστε: Αν δεν εκαλύπτετο απο βουλευτική ασυλία, ο αυτοδημιούργητος γιος του σανοπώλη θα αποτολμούσε τέτοιους χαρακτηρισμούς για πρόσωπο κεντρικό στους πολιτικούς θεσμούς;

Οι προπηλακισμοί πολιτικών των τελευταίων ημερών οδήγησαν τον συνήθη λιμπερτίνο Θόδωρο Πάγκαλο, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, να χαρακτηρίσει ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, «κόμμα τραμπούκων». Ακολούθησε με τα ίδια λόγια, ο προσφάτως αποδοκιμασθείς υπουργός Νίκος Σηφουνάκης. Προδότες, τρελοί, τραμπούκοι ― τι άλλο μένει; Κακοποιοί, εγκληματίες και τραμπούκοι: όσοι επέκριναν διαδικτυακώς τον Παντελή Οικονόμου, νεοδιορισμένο αν. υπουργό Οικονομικών, επειδή ξήλωσε εσπευσμένως από την ιστοσελίδα του αντιμνημονιακό άρθρο που είχε δημοσιεύσει προ καιρού. Ο έμπειρος στην πολιτική αλλά νεοφώτιστος στην κουλτούρα του Διαδικτύου, κ. Οικονόμου, κατέφυγε στη δαιμονολογία, στις ύβρεις και στην ηλεκτρονική εγκληματολογία(!), αντί να εξηγήσει με πολιτικούς όρους τις αναλύσεις και τις θέσεις του.

Το πλήθος των αγανακτισμένων μουτζώνει, χλευάζει, βρίζει, ασχημονεί. Και δεν έχει θέσεις. Ετσι είναι. Ας δούμε την άλλη πλευρά, την υβριζόμενη: Πόσο πιο ορθολογικά και κόσμια, με πολιτικά και δημοκρατικά επιχειρήματα συμπεριφέρονται οι αποδοκιμαζόμενοι πολιτικοί; Πολύ χειρότερα, δεδομένων των απαιτήσεων και των προσδοκιών της θεσμικής τους θέσης: αντί να προσφέρουν υπόδειγμα πολιτικής κουλτούρας, προσφέρουν σόου χυδαίας προσωπόληπτης ατάκας και ηθικής απαξίωσης.

Επιστολή Θ. Πάγκαλου

(Καθημερινή 23.06.2011)

Λιμπερτινισμός

Kύριε διευθυντά

Oπως ίσως θυμάστε, σας έχω πει ότι διαβάζω καθημερινώς και επιμελώς την εφημερίδα σας. Δυστυχώς, εκεί που κατάντησε ο Tύπος στη χώρα μας, είναι από τις ελάχιστες εφημερίδες που αξίζουν αυτή την ονομασία. Aυτό, όμως, σας δημιουργεί και ορισμένες υποχρεώσεις, ιδιαίτερα σε στήλες όπως τα «Kαθημερινά», που εκφράζουν το έντυπο στο σύνολό του.

Διαβάζω λοιπόν, σήμερα, στο σχόλιο του κ. N. Ξυδάκη «Mούτζες μέσα, μούτζες έξω», κριτική που με αφορά, η οποία με χαρακτηρίζει «συνήθη λιμπερτίνο». Aναζήτησα τη λέξη «λιμπερτίνος» στο ελληνικό λεξικό του Γ. Mπαμπινιώτη και δεν τη βρήκα. Στο γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό των εκδόσεων Πελεκάνος η λέξη «libertin» σημαίνει «ελευθεριάζων, άπιστος, έκλυτος». Σε υπέροχο κείμενο του K. Γεωργουσόπουλου στα «Nέα» (14-7-2007) που έχει τίτλο «Tο σεξ ως μελέτη θανάτου», οι ελευθερόφρονες (λιμπερτίνοι) περιγράφονται ως «άθεοι, κολασμένοι, κυνικοί, ερωτικά ανικανοποίητοι» (το κείμενο επισυνάπτεται). Θα μπορούσε να με πληροφορήσει ο κ. Ξυδάκης τι ακριβώς γνωρίζει για τη σεξουαλική μου ζωή, που του δίνει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν εναντίον μου και αν άλλο νόμιζε ότι έλεγε, λόγω επιπολαιότητας και έλλειψης παιδείας, γιατί ταλαιπωρεί την εφημερίδα και τους αναγνώστες του με την προφανή αγραμματοσύνη του;

Tο υπόλοιπο κείμενο δεν θα το σχολιάσω, γιατί δεν έχει τίποτα το πρωτότυπο. Eίναι απλώς η συνηθισμένη αντιστροφή αιτίου και αιτιατού, την οποία χρησιμοποιούν οι απανταχού ολοκληρωτικοί κονδυλοφόροι για να δικαιολογήσουν τις παράνομες και ανήθικες πρακτικές της παράταξης που υποστηρίζουν.

Θεόδωρος Πάγκαλος
Aντιπρόεδρος της Kυβερνήσεως

Απάντηση

O αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως φαίνεται να αγνοεί ή να προσπερνά την πρωταρχική, ιστορικώς προσδιορισμένη και εξόχως πολιτική, σημασία του «λιμπερτίνου»: είναι ο ελευθερόφρων, ο φορέας των απελευθερωτικών ιδεών πριν και κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού· και ο ανυπότακτος, o άτακτος, ο αυτότροπος (Γαλλοελληνικόν Λεξικόν Ηπίτη, 1908-10). Εικάζω ότι η πραγματολογική και πολιτική ανάλυση του κ. Αντιπροέδρου δεν ήταν εξαντλητική. Ισως διότι το αναλυτικό απόθεμα εξαντλήθηκε σε βαρείς προσωπικούς χαρακτηρισμούς, εντοπισμό φρονημάτων και υποδείξεις προς την εφημερίδα.
Ν. Γ. Ξυδακης

Το Μνημόνιο Ι, και πολύ περισσότερο το Μνημόνιο ΙΙ, έδειξαν την ελληνική κοινωνία να χωρίζεται αδιόρατα πλην σαφώς σε όσους τα υποστήριξαν και τα υποστηρίζουν και όσους αντιτάσσονται. Ο διαχωρισμός δεν έχει να κάνει μόνο με λογικά επιχειρήματα και τοποθετήσεις, αλλά και με παράδοξες ομαδώσεις του πολιτικού θυμικού, ατταβιστικές αντιδράσεις, ακόμη και με διαφορισμούς γούστου. Κατ΄αρχάς το δίλημμα “μνημόνιο ή θάνατος”, έτσι όπως δραματικά και εκβιαστικά ετέθη, φυσικό ήταν να τρομοκρατήσει το πλήθος των Νεοελλήνων: κανείς δεν ήθελε να πεθάνει. Αλλωστε κανείς δεν διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες και τα διανοητικά εργαλεία για να αναλύσει επαρκώς την κατάσταση. Οι ομιχλώδεις τεχνικοί όροι, οι δαιδαλώδεις απρόσωπες αγορές και η απειλή μη πληρωμής συντάξεων, διαμόρφωσαν την ικανή συνθήκη πρόκλησης πανικού. Εξ ου και πολύς κόσμος συμμορφώθηκε στα οδυνηρά μέτρα του Μνημονίου, αναμένοντας την επιστροφή στις μαγικές αγορές και την έξοδο από το τούνελ της κρίσης. Σε αυτό το σημείο καταλυτικό ρόλο για τη συμμόρφωση έπαιξε και η συλλογική ενοχοποίηση: το “μαζί τα φάγαμε” περιείχε μια μερική αλήθεια μέσα με μια τερατώδη προπαγάνδα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι το τούνελ της κρίσης οδηγεί στη βαθιά ύφεση, στην μακροχρόνια ανεργία και την καταστροφή πολυπληθών κοινωνικών ομάδων. Μόνο όταν ο Τομάζο Παντόα Σκιόπα, ο εκλιπών Ιταλός σύμβουλος του πρωθυπουργού, μίλησε για δεκαπέντε χρόνια οδύνης και μια χαμένη γενιά, αρκετοί αντελήφθησαν τη σφοδρότητα της κρίσης.

Αυτό που μας απασχολεί όμως είναι η διαίρεση του κόσμου και η ανάδυση νέων διακρίσεων σε φιλο- και αντι- μνημονιακούς. Ενα ιδαίτερο γνώρισμα αυτού του διαχωρισμού είναι ότι υπερβαίνει την παραδοσιακή διάκριση Δεξιά-Αριστερά. Το αντιλαϊκό Μνημόνιο και την αφόρητη πίεση στα αδύναμα μικρομεσαία στρώματα εισηγείται η κεντροαριστερά, και αντιτάσσεται η δεξιά παράταξη μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς. Ωστόσο με τη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά συντάσσεται ανοιχτά υπέρ του Μνημονίου και η άκρα δεξιά και μια ορισμένη φιλελεύθερη δεξιά-κεντροδεξιά. Επαμφοτερίζουσα, μα βαθύτερα υπέρ Μνημονίου, εμφανίζεται μια άλλη μερίδα αριστεράς, η οποία και στο παρελθόν είχε φλερτάρει ανοιχτά με τον πασοκικό εκσυγχρονισμό της ισχυρής Ελλάδας του Χρηματιστηρίου και των διαπλεκομένων.

Οι, ούτως ειπείν, φιλομνημονιακοί εκφράζουν την απέχθειά τους προς τον λαϊκισμό και την πίστη τους στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της σώφρονος διαχείρισης. Στην πράξη, συχνά ο αντιλαϊκισμός μετά βίας διαφορίζεται από μια απροκάλυπτη αποστροφή προς τον λαό και τη λαϊκή κυριαρχία, ενώ ο εκσυγχρονισμός νοείται ως λατρεία μιας δημοκρατίας των διευθυντών, εξ ου και οι πυκνές αναφορές σε κυβερνήσεις τεχνοκρατών, σοφών κ.λπ. Πίσω από τη ρητορική των εκσυγχρονιστών περί αριστείας, συναίνεσης, σωφροσύνης κ.ο.κ. λανθάνει η εδραία πεποίθησή τους ότι ο λαός μπορεί να κυβερνηθεί μόνο από Illuminati, προερχόμενους από συγκεκριμένα σχολεία, κομματικά θερμοκήπια ή συγκεκριμένες οικογένειες και παρέες. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ισχύει ούτε αυτή η ιδιοτέλεια· επικρατεί η καθαρή ιδεολογία, καθαρή μεν αλλά τόσο ξεροκέφαλη που αρνείται να δει την πραγματικότητα, και καταντάει εμμονική ηθικολογία.

Περιγράφουμε ατελώς μια νέα Δεξιά, αυτή που ο Ιταλός στοχαστής Ραφαέλε Σιμόνε ονομάζει Μειλίχιο Τέρας, και την οποία βλέπει να κυριαρχεί στη Δύση. Το μόρφωμα αυτό απορροφά και ομογενοποιεί παραδοσιακούς δεξιούς και αριστερούς σε ένα νέο πολιτικό σύνθεμα, υπεράνω παθών, δυσάρεστων συναισθημάτων, συμπόνιας, ενοχών, διεκδικήσεων. Στα καθ΄ημάς, το φιλομνημονιακό μόρφωμα αποδέχεται περιστολή της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται αναποτελεσματική, περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται περιττός μπελάς καθ’ οδόν προς την παγκόσμια διακυβέρνηση, περιστολή του κοινωνικού κράτους εφόσον δεν είναι ανταποδοτικό, συρρίκνωση του κράτους επειδή οι λειτουργοί του αποδείχτηκαν ανάξιοι. Με μια κουβέντα: Αφού αποτύχαμε οι Ελληνες, ας έρθουν οι Γερμανοί να μας βάλουν τάξη.

Η εθελοδουλία είναι περιγραφή και εξήγηση αυτής της διάχυτης στάσης. Η ιδιοτέλεια και ο αριβισμός είναι μια εξήγηση. Η καθίζηση της αριστεράς, πνευματική και ψυχική, είναι μια άλλη εξήγηση. Η ηθική απαξίωση του φιλελευθερισμού μετά τη σύμπλευσή του με τη γυμνή κερδοσκοπία, εξήγηση επίσης. Η νεωτερικότητα ως επισώρευση ερειπίων, κατά Μπένγιαμιν, είναι μια σκοτεινή πλην βαθιά εξήγηση αυτού του μειλίχιου ζόφου.

Στην ελληνική περίπτωση, ρευστή σαν νιτρογλυκερίνη, η αναπάντεχη παρουσία του πλήθους δρα ενάντια στο μειλίχιο τέρας της ομογενοποιημένης σκέψης, συνενώνοντας κατεστραμμένους μικροαστούς, πατριώτες, δεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, αριστερούς, αντιεξουσιαστές. Το Μνημόνιο ΙΙ, έκφραση της αυτοκαταστροφικής αμηχανίας των ευρωπαϊκών ελίτ και της παράλυσης των ελληνικών ελίτ, δείχνει το κρατίδιο και πάλι σαν πεδίο ιστορικών ρήξεων.

Οι έρευνες της Public Issue, με το πολιτικό βαρόμετρο Ιουνίου και για τις κοινωνικές συμπεριφορές του πλήθους των Αγανακτισμένων, αποτυπώνει ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες: μια τεκτονική αλλαγή. Η πλειονότης του πλήθους απομακρύνεται ταχύτατα από τα δύο μεγάλα κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία 37 χρόνια, χωρίς να τοποθετείται σε κάποιο άλλο σχήμα. Το ΠΑΣΟΚ καταρρέει, επιστρέφει σε ποσοστά της δεκαετίας ‘70, ενώ η ΝΔ, βαριά λαβωμένη από την περίοδο 2004-9, δεν καταφέρνει να προβάλει ως πειστική εναλλακτική.

Είναι πλέον σαφές ότι ήδη με τις πρώτες εκλογές, όποτε αυτές συμβούν, οι μισοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα εξαφανιστούν. Με δεδομένο μάλιστα το ισχυρό ενδεχόμενο να επαναληφθούν οι εκλογές, ο καταποντισμός του παρόντος πολιτικού προσωπικού είναι βέβαιος. Η πολιτική δυναμική βαίνει απρόβλεπτη, προς την αποδόμηση· διαμορφώνεται πλέον όχι με βάση τη πελατειακή σχέση, που καταρρέει, όχι με προσδοκίες επιδιορθωτικής διαχείρισης ούτε με ιδεολογικούς χαρακτήρες· η πολιτική δυναμική διαμορφώνεται από την άμυνα του πλήθους έναντι της καταστροφής του.

Ο ιστορικά καινοφανής παράγων είναι ακριβώς η κινητοποίηση του πλήθους των Αγανακτισμένων στις πλατείες. Οι κινητοποιήσεις αυτές έχουν παλλαϊκό χαρακτήρα, δεν χειραγωγούνται κομματικά, τυγχάνουν ευρύτατης αποδοχής, συγκεντρώνουν πλειοψηφικά τις παραγωγικές ηλικίες 35-54, δεν προβλέπεται να καμφθούν εύκολα. Το σημαντικότερο: το πλήθος κινητοποιείται όχι με ιδεολογικά ή αμιγώς πολιτικά κίνητρα, αλλά με κίνητρο την υλική και κοινωνική επιβίωσή του. Αυτή η διπλή διαπίστωση, της απαισιοδοξίας για το μέλλον και της αυθόρμητης αντίδρασης, μαζί με την απομάκρυνση από τον παραδοσιακό διπολισμό της Μεταπολίτευσης, καταγράφεται σαφώς στις δύο έρευνες (εδώ και εδώ).

Ο πάνδημος, διαταξικός, διακομματικός χαρακτήρας του πλήθους ίσως είναι πρωτοφανής στην πολιτική ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ακριβώς διότι για πρώτη φορά απειλείται τόσο βίαια με υλική και πολιτική υποβάθμιση το κοινωνικό οικοδόμημα, αποτελούμενο σε συντριπτική πλειονότητα από μικροαστικά και μεσαία στρώματα, μικροϊδιοκτήτες, επιτηδευματίες, μικροεπιχειρηματίες, περίπου ό,τι αποκάλεσε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς «πολυσθενή υποκείμενα» (Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1987).

Το πλήθος των Αγανακτισμένων, όπως και να αυτοναγνωρίζεται σήμερα, είναι βέβαιο ότι γενεαλογείται από τη φουσκοθαλασσιά των λαϊκών στρωμάτων του ‘60 που διεκδικούσαν θέση στον ήλιο, και από τη μικροαστική θάλασσα του ‘74-’81, στην οποία απευθύνθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου ― η θάλασσα των «μη προνομιούχων» που αξίωσαν μικροπρονόμια. Τα προνόμια ήσαν βεβαίως πελατειακά δοσίματα, αλλά όχι μόνον αυτά: ήταν και ένα στοιχειώδες κράτος πρόνοιας, ίσες ευκαιρίες, κοινωνική άνοδος μέσω σπουδών ή επιχειρηματικότητας, τα μπάνια του λαού. Ολα τούτα τώρα επανατίθενται σε μηδενική βάση, απειλώντας το πλήθος με βίαιη επαναφορά στην υλική-κοινωνική συνθήκη του ‘60. Εξ ου και η οργή του διαψευσμένου πλήθους κατά του συνόλου της πολιτικής τάξης της Μεταπολίτευσης.

Οι συνεχιζόμενες συγκεντρώσεις του πλήθους των Αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος, ιδίως μετά και την παλλαϊκή συγκέντρωση της Κυριακής, μάς αναγκάζουν να τις σκεφτούμε ως καινοφανές συμβάν με απρόσμενες επιπτώσεις στη ρευστή πολιτική σκηνή. Το πρώτο: Τι είναι αυτό το πλήθος; Ποιοι το συνιστούν, τι ζητάει, ποια η δυναμική του; Από τις αυτοψίες και τις συζητήσεις των πρώτων καυτών ημερών,  διακινδεύουμε ορισμένες αδρές παρατηρήσεις.

Το πλήθος είναι ανομοιογενές, ετερόκλητο, ποικίλο, ακριβώς όπως και η ελληνική «μικρομεσαία» κοινωνία. Ηλικιακά, ταξικά, μορφωτικά, πολιτιστικά, εκπροσωπούνται όλες σχεδόν οι πληθυσμιακές ομάδες. Ωστόσο, βάσει της εκδηλούμενης δραστηριότητας και της συμπεριφοράς, αλλά και της τοποθέτησης στο χώρο, μπορούμε να διακρίνουμε το Ανω και το Κάτω Σύνταγμα. Μπροστά στον Αγνωστο Στρατιώτη, άνω· και στο κλειστότερο πεδίο της πλατείας, κάτω. Τα δυο πεδία συνδέονται χωρικά με κλίμακα, σταδιακά.

Στο Ανω Συνταγμα εκδηλώνεται το πλήθος διονυσιακά, με εκτόνωση του φόβου υπό τη μορφή θυμού και χλεύης κατέναντι στο συμβολικό πύκνωμα του Κοινοβουλίου·  οργισμένος εξορκισμός προς ό,τι μας φοβίζει. Κάποτε με συμπεριφορές όχλου (κατά Gustave Le Bon), αλλά συχνότερα υπό τη μορφή του καρναβαλιού (κατά Μπαχτίν), που γελοιοποιεί την ιεραρχία και τις εγκαθιδρυμένες αξίες, και προβάλλει στη θέση τους θαμμένες όψεις ζωής, αδιαμεσολάβητα. Το γέλιο, η διακωμώδηση και η εκτροπή των παραδεδεγμένων εννοιών, η επανοικειοποίηση και η ανανοηματοδότηση, όλα τούτα συμβαίνουν στον ανακτημένο δημόσιο χώρο, που γίνεται χώρος παλλαϊκού πανηγυριού ― όχι κατ΄ανάγκην συνειδητά, αλλά συμβαίνουν. Επιπλέον, συμβαίνει μια αποτροπαϊκή τελετουργία, ανακουφιστική και αναγκαία, εκτονωτική του φόβου. Η τέτοια ανατρεπτική-εξορκιστική ενέργεια του καρναβαλιού πιθανότατα θα μείνει αλυσιτελής αν δεν μετασχηματιστεί.

Στο Κάτω Σύνταγμα επιχειρείται να δοθεί μορφή και λόγος στην αντίδραση-διαμαρτυρία-ξεσηκωμό. Τρόπον τινά εδώ δρα το απολλώνιο στοιχείο, το έλλογο, το αριστοτελικό, αλλά και το ρομαντικό. Εδώ βαφτίστηκε η “Αμεση Δημοκρατία” και ψηφίστηκε το πρώτο μανιφέστο, με καταλύτη την χίπστερ νεολαία και τους μορφωμένους πρεκάριους. Η μακρόσυρτη, επώδυνη αμεσοδημοκρατική Συνέλευση και η αυτοοργάνωση είναι το σχολείο για να ανακτηθεί όχι μόνο ο δημόσιος χώρος, αλλά και η δημοκρατία ως πράξη και λόγος. Για τους νέους ιδίως, πρόκειται για συνταρακτική μυητήρια τελετή.

Αναμφίβολα ηγεμονεύουσες δυνάμεις θα τείνουν να επικρατήσουν, όχι πάντα εμπρόθετα, μέσα στο Ανω και το Κάτω, στα ποικίλα ρεύματα εντός του πλήθους. Ποιος θα δώσει σχήμα και πρόσημο σε αυτό το κίνημα διαμαρτυρίας; Το Ανω Σύνταγμα του πλήθους-όχλου βάζει την ενέργεια, τον θόρυβο, την αγανάκτηση, την ακατέργαστη πρώτη ύλη, τη μαζικότητα· είναι ασπίδα και δεξαμενή. Το Κάτω Σύνταγμα του πλήθους-λαού βάζει τη σκέψη, το λόγο, την επεξεργασία, το σχήμα, τη μορφή· είναι το δόρυ και το πυρ.

Ολα είναι δυνατά. Το άμορφο χάος τείνει να μετασχηματιστεί σε έμμορφο έργο. Αλλά δεν θα συμβεί από μόνο του: Το μετασχηματίζουν οι άνθρωποι-πολίτες, και ταυτοχρόνως μετασχηματίζονται. Ποιος επικρατεί σε αυτή την άτυπη, πλην υπαρκτή, κούρσα ηγεμονίας; Ο άμορφος όχλος; Ο έμμορφος λαός; Το μετανεωτερικό πλήθος. Ανω βρίσκεται ο όχλος, κάτω ο λαός, το παρόν μας όμως ρυμουλκείται από το πλήθος, από το ενοποιητικό υπερσύνολο, το ρεμίξ του παλιού μες στο νέο.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits