You are currently browsing the tag archive for the ‘αγάπη’ tag.

Η είδηση του θανάτου της Τζένης Βάνου με οδήγησε ακαριαία στη συνέντευξή της στην Καθημερινή της Κυριακής, τα Χριστούγεννα του 2010 («Ολη η ζωή μου είναι ένα δυνατό μελό»). Θυμήθηκα αχνά το περίτεχνο σκαρίφημα βίου που είχε αποδώσει η Γιώτα Συκκά μέσα από τη συνομιλία της με τη σπουδαία τραγουδίστρια. Ανέτρεξα στο αρχείο και ανασυστήθηκε μπρος στα μάτια μου η συνομιλία, ο πολυκύμαντος βίος, η αδρή προσωπογραφία, μια ολόκληρη εποχή και μια Ελλάδα, όχι μακρινή αλλά μισοξεχασμένη και παρερμηνευμένη.

Οταν είδα εκτενείς αναπαραγωγές αυτής της συνέντευξης (δυστυχώς χωρίς τη δέουσα παραπομπή και απόδοση), θυμήθηκα επίσης τις πολλές συζητήσεις με τη συνάδελφο και φίλη Γιώτα, για την αξία τέτοιων (αυτο)προσωπογραφιών, για την αξία να συναντάς τις περασμένες δόξες, τις μισοξεχασμένες, και να τιμάς τους ανθρώπους. Διότι, τιμώντας τους παλαιούς καλλιτέχνες, τιμάς και το κοινό τους, ανασυστήνεις εποχές, ενώνεις το παρελθόν με το παρόν, κρατάς αναμμένη τη μνήμη, προσφέρεις μαρτυρίες και τεκμήρια στην άγραφη ακόμη Ιστορία.

Αυτή είναι η στερνή γνώση. Στην αφετηρία ωστόσο βασικό μέλημά μας είναι πάντα το ανάγνωσμα να προσφέρει χαρά· χαρά σε αυτούς που το κατασκευάζουν, συνεντευξιαζόμενο και συνεντεύκτη, και κυρίως να προσφέρει χαρά σε αυτούς που το διαβάζουν, αισθητική απόλαυση, ερέθισμα για σκέψη, για αναστοχασμό.

Με αυτά τα κριτήρια, η συνέντευξη της Τζένης Βάνου είχε πετύχει τους στόχους της. Η ζωή ανάβλυζε από κάθε φράση της, από τα συμβάντα, τις περιγραφές, τα αισθήματα, τους επιμέρους απολογισμούς. Διαβάζεις και ακούς ήδη τα τραγούδια της. Ακούς τη Φωνή: την έκταση, το σπάνιο μέταλλο, το χρώμα, το αίσθημα. Σου θυμίζει την έκταση και την ορμή της Ιταλίδας Μίνας. Ταυτοχρόνως, ακούς την εποχή, τις εποχές της φωνής: την «ελαφρά», την τζαζ εποχή του ’60, τα λαϊκά του ’70, τα καψούρικα του ’80. Μια ελληνική διαδρομή. Με ποικίλες προσλήψεις, με ποικίλα ακροατήρια, που αλλάζουν μες στο χρόνο, καθώς αλλάζουν τα γούστα, οι συνήθειες, η κοινωνία. Μια ελληνική διαδρομή σε απρόσμενους τόπους, όπως μου τη διηγήθηκαν φίλοι: τραγούδια έρωτα παιγμένα σε νυχτερινές κούρσες στη Νέα Υόρκη και στην Αβάνα.

Εχουν μεγάλη αξία αυτές οι καταγραφές βίων και αισθημάτων. Αξία όχι μόνο ιστορική, αλλά και παιδευτική, εμψυχωτική, τονωτική του αισθήματος κοινότητας. Βοηθούν να ξαναδούμε το βιωμένο παρελθόν με έμπειρο βλέμμα, να το κρίνουμε και να το αποτιμήσουμε. Προσφέρουν ένα όχημα για να κάνουμε τη νοσταλγία δημιουργική, προωθητική.

Ας πούμε, τα χρόνια του ’60 και του ’70 συχνά παρουσιάζονται ως απωλεσθέντες μικροπαράδεισοι, κυρίως από νεότερους ανθρώπους που προσεγγίζουν το παρελθόν αναχρονιστικά και αισθητικά. Ακούγοντας την εξομολόγηση της Τζένης Βάνου, μαζί με την προσωπική περιπέτεια, ακούς ταυτόχρονα την κοινωνία της εποχής, τις προκαταλήψεις, τη θεσμισμένη βία της, την αισιοδοξία των ανθρώπων, την πίστη στη ζωή. Με διαφορετικές φόρμες ακούς καθαρά ή υπόκωφα όλες τις εποχές και το habitus κάθε εποχής, στα δροσερά τραγούδια του ’60, στα λαϊκά του ’70, στα καψούρικα του ’80, στη διαρκή επίκληση του έρωτα, της αγάπης, του αγγίγματος. Κλιμακωτά και φυγόκεντρα, κυματιστά, με επαναλήψεις και ρήγματα, ακούς τη ζωή.

anna-karenina-picture02

Σπάνια μια ταινία καταφέρνει να μεταφέρει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα στην οθόνη χωρίς να προδώσει το περιεχόμενό του ή, έστω, να το ελαφρύνει, και ταυτόχρονα να προσφέρει καθαρή κινηματογραφική ομορφιά. Η Αννα Καρένινα του Τζό Ράιτ το καταφέρνει: η μνημειώδης τοιχογραφία του Τολστόι κεντρίζει τον νου και την καρδιά, η μεγάλη λογοτεχνία είναι παρούσα, σεναριοποιημένη από τον Τομ Στόπαρντ, ενώ ταυτόχρονα ξεχειλίζει η αμιγής κινηματογραφική απόλαυση.

Ναι, πράγματι, δεν είναι παρόντα όλα τα μοτίβα και οι επιμέρους ιστορίες, όλοι οι επιμέρους χαρακτήρες του ποταμού των 1.200 σελίδων· δεν χωράνε σε 130 λεπτά φιλμ. Αλλά διασώζεται το ουσιώδες: το πνεύμα και η διερώτηση του τολστοϊκού έργου. Ποιος ο πυρήνας της αγάπης, ποια η δύναμη της συγχώρεσης; Τι είναι κανονικό, αποδεκτό, και τι έκκεντρο, καταστροφικό; Ποια είναι τα όρια; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ατομική πραγμάτωση, η προσωπική ευτυχία, χωρίς να καταστρέφει την ευτυχία του άλλου; Και τα λοιπά.

Leo_TolstoyΟ Τολστόι, ο ιδιοσυγκρασιακός χριστιανός, ο ασκητής, ο αφουγκραστής της γης και των καταφρονεμένων, o ειρηνόφιλος και αναρχικός, είναι παρών, σε κάθε φράση, και ιδίως στο πρόσωπο του Λέβιν, που αναζητεί την εσωτερική ειρήνη και την δημιουργική πλήρωση στη γη, στην αγάπη, στην Κίτυ. Αλλά είναι παρών και στη θυελλώδη Αννα Καρένινα, που την αρπάει το πάθος και τη συντρίβει· μια γυναίκα που αιωρείται ανάμεσα στη Εμμα Μποβαρύ και την Τζέην Εϊρ, ανάμεσα στην αστή μοιχαλίδα και την ελεύθερη ανεξάρτητη γυναίκα. Τρεις γάμοι και επτά πρόσωπα, διασταυρούμενα μες στις αμφιβολίες και τα διλήμματα, αναζητώντας δύσκολες απαντήσεις σε οδυνηρά ερωτήματα. Στο φόντο, η κοινωνία, η ιστορία, η μετάβαση.

Οι πιο εύστοχες απαντήσεις έρχονται από τις απλές καρδιές: από τον χωριάτη επιστάτη του Λέβιν, από τη νεαρή Κίτυ· στα απέραντα ρωσικά σταροχώραφα, και στην κορυφαία ίσως σκηνή της ταινίας: όταν η νεαρή αρχόντισσα και η καταφρονεμένη πόρνη πλένουν και μυρώνουν το σώμα του ξέπνοου ρέμπελου, υπό το σιγανό μουρμουρητό ενός λαϊκού τραγουδιού. Είναι η ταπείνωση και το μεγαλείο στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, εκεί όπου η πράξη και η στάση παραμερίζουν τον λόγο και τη σκέψη. Είναι η σκηνή όπου ο Τζο Ράιτ συλλαμβάνει το μέγεθος του τολστοϊκού σύμπαντος και το αποδίδει με σπάνια κινηματογραφική ομορφιά, ζωγραφίζοντάς το χωρίς λεζάντες.

Αυτή είναι η μεγάλη αρετή του σκηνοθέτη: δεν εξιστορεί με λόγια, αλλά με εικόνες, χρησιμοποιώντας στο πολυεδρικό του αφήγημα το μπαλέτο, το χοροθέατρο, τη ζωγραφική, τα ταμπλώ βιβάν, τη μουσική και τον ήχο, το μοντάζ, κοστούμια και χρώματα, τολμηρούς αφηγηματικούς διασκελισμούς ― το σινεμά εντέλει. Η προχωρημένη τεχνική του σημερινού σινεμά χρησιμοποιείται με δεξιοτεχνία αλλά και οικονομία· ο ιλιγγιώδης ρυθμός προέρχεται από τον σημερινό κόσμο του εικονιστικού πληθωρισμού, αλλά εδώ δεν χρησιμοποιείται για εντυπωσιασμό, αλλά για να πυκνώσει η αφήγηση και να παραμεριστούν οι συμβάσεις, για να αγγίζει διαρκώς ο θεατής-αναγνώστης τον πνευματικό πυρήνα του έργου, τη συναισθηματική ζάλη και τον υπαρξιακό πυρετό, τις ηθικές συγκρούσεις, τα αγωνιώδη ερωτήματα. Με αυτό τον πολυπρισματικό τρόπο συντίθενται συναρπαστικές σκηνές σαν τον χορό της Καρένινα με τον Βρόνσκι ή σαν την εξωλεκτική συνομιλία σμιξίματος του Λέβιν με την Κίτυ. Το σινεμά του Ράιτ σε τέτοιες στιγμές θυμίζει το θεατρικό-κινηματογραφικό-μουσικό-ζωγραφικό πολυθέαμα του σπουδαίου Νοτιοαφρικανού καλλιτέχνη Ουίλιαμ Κέντριτζ.

Η κινηματογραφική Αννα Καρένινα του Τζό Ράιτ πετυχαίνει διττά: αφενός, θυμίζει τι μπορεί να κάνει το σινεμά σήμερα, όχι μόνο σαν εκφραστικό μέσον αλλά και σαν φορέας του υψηλού για το ευρύ κοινό· αφετέρου, δείχνει τον Τολστόι συναρπαστικό και επίκαιρο, δείχνει πόσο δραστική εξακολουθεί να είναι η μεγάλη λογοτεχνία, ακόμη και διασκευασμένη και περιληπτική. Δείχνει ακόμη ότι τα μεγάλα έργα τέχνης απ’ τις πρώτες κορυφώσεις της νεωτερικότητας, οι πρισματικές αφηγήσεις του μεταίχμιου, εξακολουθούν να είναι ζωντανά, καυτά, ενάμιση αιώνα μετά ―Καρένινα, Τζέην Εϊρ, Σταυρόγκιν. Ο Τολστόι, επιπλέον, ενώπιον του οδυνηρού μεταίχμιου προσφέρει σαν διέξοδο μια ουτοπία, τόσο δύσκολη, τόσο συνταρακτική, τόσο επίκαιρη: την αγάπη και τη συγχώρεση, τη συμφιλίωση του έσω δαίμονα με τον έλλογο κοινό βίο.

aderfi

Την παραμονή του περασμένου Δεκαπενταύγουστου, μόλις είχα επιστρέψει από την θερινή άδεια, ειδοποιήθηκα για μια κηδεία. Είχε πεθάνει η αδελφή του φίλου Σταύρου Ζουμπουλάκη. Συννέφιασα. Η ψυχή μου κλονίστηκε από τον άλλο Δεκαπενταύγουστο, του προηγούμενου χρόνου, που έφερε το τρομερό μαντάτο για τον θάνατο του παιδιού, του ομήλικου του γιου μου, αυτό που θυμάμαι σχεδόν καθημερινά.

Στο νεκροταφείο Ζωγράφου αποχαιρετήσαμε τη Γιούλα Ζουμπουλάκη, ετών εξήντα. Φύγαμε.
Τον Δεκέμβριο του 2012, διαβάζω ένα βιβλίο του Στ. Ζουμπουλάκη με τίτλο η «Η αδερφή μου» (εκδ. Πόλις). Αντιλαμβάνομαι ότι είναι μια οφειλή, μια μαρτυρία. Είναι. Αλλά καθώς ρουφάω γοργά τις σελίδες κατανοώ ότι δεν είναι μόνο αυτό· το βιβλίο δεν σώζει μόνο τη μνήμη της Γιούλας, το αγαπημένο πρόσωπο του εξωφύλλου, δεν καταγράφει το χρονικό μιας ασθένειας και μιας ζωής, τον πόνο και τη χαρά. Καθώς φτάνω στο τέλος νιώθω ότι γνωρίζω καλύτερα, σε βάθος, τον άνθρωπο που το ‘γραψε, κυρίως αυτόν· τις βαθύτερες σκέψεις του, τις πεποιθήσεις και τις αγωνίες του, το πώς σχηματίσθηκε διανοητικά και συναισθηματικά. Διαβάζοντας για την απελθούσα Γιούλα, έμαθα βαθύτερα τον Σταύρο.

Τι έμαθα; Οχι πολλά περισσότερα από όσα σποραδικά τον έχω ακούσει να λέει, δημόσια και ιδιωτικά· αλλά εδώ με πυκνότητα, ένταση και στόχευση μοναδικές. Το βιβλίο μιλάει για την αρρώστια, τον πόνο, την αγάπη, τη χαρά, το μυστήριο και την ψίχα της ζωής. Δεν κρύβει ούτε στιγμή τη θερμοκρασία των αισθημάτων, αλλά ούτε στιγμή δεν γέρνει προς τη συναισθηματολογία· μένει πάντα στο χώμα μιας ρωμαλέας αφήγησης και στο ύψος ενός ειλικρινούς γυμνού στοχασμού. Ξεκινάει βαριά προγραμματικά: «ήταν εκείνη που με έκανε να νιώσω, από πολύ νωρίς, κάτι από το μυστήριο της αγάπης», και «η αρρώστια αυτή μετέτρεψε τη σχέση μου μαζί της σε πεπρωμένο». Και τελειώνει δείχνοντας τις ραφές του εγχειρήματός του: «Η ανάγκη να μιλήσω για την αδερφή μου, να μιλήσω θα έλεγα μαζί της, μου γεννήθηκε όταν γύρισα σπίτι, μετά την κηδεία». Γιατί; «Θέλω όσοι ξέρουν εμένα να ξέρουν κι εκείνη, όσοι διαβάζουν τα όποια γραφτά μου, μαζί με το όνομά μου, να φέρνουν αμέσως στον νου τους και το δικό της όνομά: Γιούλα, Γιούλα Ζουμπουλάκη».

Επέτυχε πολλαπλά ο Σταύρος. Διαβάζοντάς τον, όχι μόνο σχηματίζω τη μορφή της Γιούλας, μιας αγίας που τα έχει χάσει όλα και σκορπάει γύρω της χαρά, όχι μόνο ανασυγκροτώ το πρόσωπο του αδερφού της, αλλά μοιράζομαι τη μεταφυσική αγωνία, την επώδυνη αναζήτηση της αγάπης ως ουσίας ζωής, αναπλάθω την παρόμοια εμπειρία ζωής και βασάνων σε παρόμοιες οικογένειες της μεταπολεμικής Ελλάδας, με παρόμοια μυστικά και πεπρωμένα, με ανθρώπους που κηδεύονται με φύλλα πικροδάφνης στα χείλη, κι άλλους που στέκουν όρθιοι και χαμογελούν καρτερικά μ’ όλες τις πίκρες. «Η αδερφή μου» ξετύλιξε μπροστά μου ζωές, αυλές, κάμαρες, βεγγέρες, διηγήσεις για απόντες και κεκοιμημένους, επισκέψεις σε θαλάμους νοσοκομείων, τη βέρα στο σκελετωμένο δάχτυλο της θείας ― σε όλους θα θυμίσει κάτι.

Ο ΣΖ κινείται από τη μαρτυρία στην εξομολόγηση, από τον τολμηρό θεολογικό στοχασμό ώς την πιο μύχια ηθογραφία, κι η πρόζα του μένει πάντα ρωμαλέα, λιτή, αρρενωπή, ακόμη κι όταν μουσκεύει στο κλάμα, «αυτή την προαιώνια προσευχή δίχως λόγια». Το κείμενο του ΣΖ μού θύμισε και την «Ιστορία του παππού μου» του Αγγελου Ελεφάντη, ένα βαρύτιμο κείμενο που θαύμασα και θαυμάζω, αντιδιαμετρικά: ο ΑΕ εκκινεί από την δρώσα απουσία του παππού, ο ΣΖ από την καυτή παρουσία της αδερφής, και οδεύουν προς την ιστορία ο ένας, προς την ύπαρξη ο άλλος.

Ανάμεσα στις ακριβείς εξιστορήσεις συμβάντων και την αγωνιώδη αναζήτηση μιας υπαρξιακής ανακούφισης, ανάμεσα στη Σιμόν Βέιλ, τον Λεβινάς και τον Καμύ, προεξέχουν παράτολμοι αφορισμοί, που ωστόσο τους αποδέχεσαι πάραυτα επειδή νιώθεις την ειλικρίνειά τους: «Οποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας». Και πάνω απ΄όλα η γραφή της γριάς μάνας: «Γιουλα περιμενε νά φίγω πρώτη καί μετά ερχεσαι καί εσή θα σε περιμένω θα στρωσο τριανταφιλα και αμιγδαλιες που σου αρεσουνε εκει δεν ηπαρχουν σπασμη δεν θα ηπαρχουν καυμη καί η δυο περναμε τόν ιδιο πόνο…» Δεν περίμενε.

Ποιος μπορεί να σταματήσει τους ναζί; Καθώς περνά ο καιρός και το νεοναζιστικό μόρφωμα φαίνεται να κερδίζει δημοτικότητα μεταξύ απελπισμένων και αδαών, γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι ο ναζισμός δεν αντιμετωπίζεται με καλοπροαίρετα ξόρκια, με αποσιώπηση ή με μεμονωμένες θεαματικές αντιπαραθέσεις.

Είναι επίσης φανερό ότι η διογκούμενη αποδοχή μιας, κατά τα άλλα περιθωριακής, σέχτας φανατικών τα τελευταία δυο-τρία χρόνια οφείλεται εν πολλοίς στην σοβούσα κρίση, που αποδυναμώνει και την πίστη στη δημοκρατία, αλλά και στο εντελώς τοπικό πρόβλημα των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών. Αυτά τα δύο φαινόμενα αλληλοτροφοδούνται και συνδυαζόμενα τροφοδοτούν τη ρητορική μισαλλοδοξίας, φυλετισμού και βίας των νεοναζί. Είναι γνωστό άλλωστε από τη μελέτη του μεσοπολέμου, ότι ο φασισμός και ο ναζισμός αναπτύσσονται στηριζόμενοι διαρκώς στην παραγωγή βίας και μισαλλοδοξίας· άνευ αυτών, μένουν χωρίς προωθητική ενέργεια.

Το νέο στοιχείο ωστόσο επιχωρίως είναι η μεταμφίεσή τους: σε μια τακτική κίνηση προσεταιρισμού ευρύτερων στρωμάτων, ανθρώπων θολωμένων μεν από την κρίση αλλά που απεχθάνονται τις δοξασίες των χιτλερόψυχων, οι εγχώριοι νεοναζί αποκρύπτουν τις παγανιστικές, σατανιστικές και εξολοθρευτικές πεποιθήσεις τους, αποκρύπτουν τις ποινικά κολάσιμες πράξεις μελών τους διασυνδεδεμέων με τον υπόκοσμο, και μεταμφιέζονται σε εθνικιστές, πατριώτες και ορθόδοξους χριστιανούς, σε υπερασπιστές της ελληνοχριστιανικής παράδοσης και των νοικοκυραίων.

Η απόκρουση της φαιάς πανώλης άρα περνά και από τη διαρκή αποκάλυψη των σκοταδιστικών δοξασιών τους, των βουτηγμένων στο φυλετικό μίσος, τη βία και τον πρωτογονισμό. Σε αυτό το πεδίο αποφασιστικό ρόλο καλείται να διαδραματίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια Εκκλησία που θα επανέφερε στο προσκήνιο το ευαγγελικό κήρυγμα της αγάπης, της φιλαλληλίας και της ισότητας, που θα προφύλασσε τους πλανημένους και θα αποκάλυπτε την αποτρόπαιη ουσία του χιτλερισμού, θα ανέκοπτε αποφασιστικά τις ροές προς το νεοναζιστικό μόρφωμα.

Δυστυχώς η Διοικούσα Εκκλησία, δια του Προκαθήμενου ή δια της Ιεράς Συνόδου, δεν έχει παρέμβει μέχρι στιγμής. Αντιθέτως, υπάρχουν αρχιερείς και ιερείς που συνομιλούν ή και ευλογούν τα όπλα του μίσους. Εντούτοις, κάτι κινείται: τέσσερις τουλάχιστον μητροπολίτες με αυξημένο κύρος και επιρροή, ο Σιατίστης, ο Δημητριάδος, ο Μεσσηνίας και ο Ναυπάκτου, έχουν καταδικάσει ρητά τον νεοναζισμό, σώζοντας την τιμή της Εκκλησίας. Την περασμένη Δευτέρα το Ιδρυμα Βιβλικών Μελετών «Αρτος Ζωής» άλλαξε την ατζέντα: οργάνωσε ενώπιον μεγάλου πλήθους εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα «Νεοναζιστικός παγανισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία»· ομιλητές, επιφανείς θεολόγοι και ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Με παρόμοια θεολογική ευαισθησία και δημοκρατική εγρήγορση κινούνται ήδη και άλλες σημαντικές συλλογικότητες: το περιοδικό Σύναξη και η Ορθόδοξη Ακαδημία Βόλου.

Κάτι ακούγεται στην κοινωνία, αχνό αλλά ελπιδοφόρο. Μακάρι να ακουστεί και μέσα στα μέγαρα των επισκόπων.

Στην Ιερά Οδό την περασμένη εβδομάδα προεικονίστηκε δραματικά ένα δυσοίωνο μέλλον. Οι θρησκόληπτοι αφού ματαίωσαν άπαξ την παράσταση του θεατρικού έργου Corpus Christi, βρήκαν πρόθυμους συμπαραστάτες στην υπεράσπιση του ζηλωτισμού τους, τους νεοναζί σατανιστές-αποκρυφιστές, και όλοι μαζί με ντουντούκες, χιτλερικούς χαιρετισμούς και σταυρούς πλάι πλάι, με τα ασύλληπτα υβρεολόγια, τις χειροδικίες και τις παρανομίες νεοναζί βουλευτών, καταδίκασαν τη βλασφημία.

Προφανώς, τα πρώτα απειλούμενα από τους φονταμενταλιστές και τους νεοναζί είναι η δημοκρατία και η ελευθερία της έκφρασης. Αυτά, στο κοσμικό πεδίο. Σε δεύτερη ανάγνωση όμως, στο Χυτήριο φαίνεται ότι απειλείται και η Εκκλησία. Πώς; Το αναφέραμε ήδη: ο σταυρός του μαρτυρίου και της αγάπης του Χριστού βρέθηκε πλάι πλάι με τη σβάστικα του μίσους και του ολοκαυτώματος.

Αυτό είδε ένας φωτισμένος ποιμενάρχης, ο μητροπολίτης Σιατίστης Παύλος, και έσπευσε να διευκρινίσει: «Η Χρυσή Αυγή στην πραγματικότητα είναι “μαύρη νύκτα”. Είναι θλιβερό ότι κάποιοι “χριστιανοί αγωνιστές” ταυτίστηκαν με τη Χρυσή Αυγή για να υπερασπιστούν τον Χριστό. Τον Χριστό που η “χρυσή αυγή” τον διώκει, τον προσβάλλει και τον εξευτελίζει καθημερινά και το πράττει στα πρόσωπα, των προσφύγων, των μεταναστών ακόμα και των παιδιών… Κάθε εναγκαλισμός και χάϊδεμα χριστιανού, και πολύ περισσότερο ιερωμένου, προς την Χρυσή Αυγή δείχνει μπέρδεμα φρικτό και ακύρωση της πίστης».

Ο μητροπολίτης Παύλος αποδοκιμάζει το έργο Corpus Christi και υποστηρίζει ότι η ρηματική καταδίκη του από την Ιερά Σύνοδο ήταν αρκετή. Δεν κινδυνεύει η πίστη από μια παράσταση, αλλά: «Κινδυνεύει από την εκκοσμίκευση της πνευματικής ζωής των χριστιανών, που αντικατέστησαν τον αγιασμό και το μαρτύριο για την πίστη με το λυντσάρισμα των απίστων. Δεν θυμίζει αυτό κάτι από Ιερά Εξέταση και μουσουλμανισμό ή κάνω λάθος; Η απάντηση στη βλασφημία και τον χλευασμό της πίστης είναι η αναπλήρωση της πτώσεως των ταλαίπωρων χλευαστών με το περίσσευμα της δικής μας αγάπης και του δικού μας αγιασμού».

Κάθε Ελληνας πολίτης στον λόγο του Σιατίστης Παύλου αναγνωρίζει έναν δικό του παπά, αναγνωρίζει την καταλλαγή ως δημοκρατία, ακούει το πνεύμα αγάπης και συνύπαρξης. Κι αν είναι χριστιανός και δημοκράτης, δεν ντρέπεται γι΄αυτό. Αντιθέτως, ντρέπεται για τα φονταμενταλιστικά καμώματα του μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, ο οποίος, σύμφωνα με δημοσιογραφική πληροφορία, μετέβη την περασμένη παρασκευή στο Α.Τ. Ομονοίας και κατέθεσε μήνυση κατά της θεατρικής παράστασης Corpus Christi για “κακόβουλη βλασφημία”, συνοδευόμενος από πέντε βουλευτές της Χρυσής Αυγής.

Υπενθυμίζουμε ότι κάποιοι είχαν ζητήσει απαγόρευση της παράστασης με ασφαλιστικά μέτρα, αλλά τα δικαστήρια είχαν απορρίψει το αίτημα. Υπενθυμίζουμε επίσης ότι για «κακόβουλη βλασφημία» συνελήφθη ο ιδιοκτήτης της ιστοσελίδας «Γέρων Παστίτσιος».

Τώρα, μετά τη σύμπραξη Σεραφείμ με τους νεοναζί, καλείται και η Ιεραρχία, η συνήθως ράθυμη και κατ΄οικονομίαν πράττουσα, να λάβει τον λόγο και να μιλήσει με παρρησία προς την εκκλησία, δηλαδή προς το σώμα των βαπτισθέντων, τον λαό, και όχι προς τη μειοψηφία των θρησκόληπτων του μίσους και της αδιαλλαξίας, όχι προς τους ευκαιριακούς συνοδοιπόρους των νεοναζί δημαγωγών. Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, λέει ο αποστόλος Παύλος. Με ποιον συντάσσεται η Ιεραρχία; Με τον ποιμενάρχη της αγάπης ή με τον κήρυκα του μίσους;

Αξέχαστα θα μείνουν τα φετινά Χριστούγεννα. Σκληρά και κρύα, για πολλούς συνανθρώπους μας, συναδέλφους, γείτονες, συγγενείς, φίλους. Εχασαν τη δουλειά τους, η επιχείρησή τους μαράζωσε, η φτώχεια τους κύκλωσε. Αλλοι έχασαν το πολυτιμότερο: έναν άνθρωπο. Ολοι χάσαμε το κέφι και το χαμόγελό μας, την αισιοδοξία μας.

Κερδίζουμε κάτι ωστόσο. Κερδίζουμε την ξεχασμένη αίσθηση του μέτρου· τι είναι πράγματι αναγκαίο, χρειώδες, απαραίτητο. Σφιγμένοι απ’ την ανάγκη, στερημένοι από το αποκούμπι ενός προβλεπτού καλόγνωμου χρόνου, με το βραχύ μέλλον σκοτεινό, ξαναλογαριάζουμε τα απαραίτητα. Και παρά το σοκ της φτωχοποίησης, παρά το βίαιο ταρακούνημα απ’ τις παλιές βεβαιότητες, βλέπουμε ότι τα απαραίτητα δεν είναι τόσο πολλά και δεν μας λείπουν όλα ― ακόμη και σε τούτο το ζοφερό κατώφλι.

Υγεία, αγάπη, πίστη στον άνθρωπο, στον εαυτό και στον άλλο. Τα απαραίτητα είναι εντυπωσιακά κοινότοπα, τριμμένα και γλυμμένα απ΄τον χρόνο, περιεχόμενα σε κάθε βιοθεωρία, απ’ την αυγή των μύθων ώς τη ροδαυγή του Νίτσε και του Φρόιντ. Αυτά απαιτούνται οπωσδήποτε για να διαπλεύσουμε τον δύσκολο καιρό ― άνευ αυτών ουδέν. Εικονισμένα σε λαϊκή λιθογραφία με τις τρείς παρθενομάρτυρες, Πίστις, Ελπίς, Αγάπη ― και μητέρα αυτών η Σοφία.

Η εορταστική ανάπαυλα των Χριστουγέννων, στο μέσον του χειμώνα, αυτή τη σοφία φέρνει, αυτή την πρόσκληση για αισθηματική εκδίπλωση και αναστοχασμό. Η κρίση μάς προσκαλεί να ξαναγεννηθούμε, δηλαδή να βρούμε τον εαυτό μας ανακαινισμένο, απαλλαγμένο από βάρη και περιττά μαλάματα. Χωρίς χλιδή, χωρίς λεφτά, χωρίς εταιρικά δώρα και δαπάνες επίδειξης, χωρίς τις φλύαρες συμβάσεις· αλλά όχι χωρίς το μέγα δώρο της ακερδούς, της άυλης χαράς, όχι χωρίς την πίστη στο διαρκές θαύμα της ζωής.

Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα.

Εγραφα προ μηνός («Διαβάζοντας τον θυμό στις ζωές των άλλων»): «Και ξάφνου η σχέση διακόπτεται, απότομα. Το παιδί αναχωρεί απ’ την εστία, μετακομίζει σε δικό του σπίτι, η επαφή αραιώνει ή χάνεται για μήνες, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, γίνονται με “απόκρυψη”. Αυτή η διακοπή με πάγωσε πιο πολύ απ΄όλα. Γιατί; Πώς; Τι θέλει να πει αυτή η διακοπή, η απόκρυψη, η απόσταση, η ρήξη; Μπαίνω στη θέση του «διακοπέντος» γονιού: Τι έκανα στραβά; Τι κάνω λάθος; Μπορεί όλα να είναι λάθος, μπορεί και τίποτε. Είναι θυμός, είναι πλήξη, είναι αίσθηση αποκλεισμού; Τι θυμώνει τον νέο τόσο, που διακόπτει τη σχέση με το σπίτι του και ενώνει το θυμό και το χνώτο του με συνομηλίκους όμοια θυμωμένους; Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, ενάντιο ίσως στον “σάπιο” κόσμο των μεγαλύτερων, των εξουσιών, των συστημάτων που τον ντρεσάρουν και τον αποκλείουν; »

Μερικές εβδομάδες αργότερα, έλαβα ένα μέιλ από το Λονδίνο. Με μια απάντηση: «Κανείς δεν μας είπε ποτέ «σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι”». Πόνεσε ο λαιμός μου. Το παραθέτω:

«Καλημέρα σας,

»Αρχικά να σας συστηθώ, με λένε Π., είμαι φοιτήτρια στα 24 (κάνω το μεταπτυχιακό μου στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου) και αναπόφευκτα έγινα κι εγώ ένας από αυτούς που «αναγκάστηκαν» να αφήσουν την πατρίδα επειδή «δεν υπάρχει» άλλος τρόπος επιβίωσης.

»Mε αφορμή ένα σας κείμενο «Διαβάζοντας τον θυμό στις ζωές των άλλων» παίρνω το θάρρος να σας γράψω για τις ανησυχίες που βιώνετε κι εσείς σαν γονιός που προσφέρετε τα πάντα στα παιδιά σας αλλά αναρωτιέστε για αυτή την απόσταση, την παύση επικοινωνίας και την οργή γύρω σας. Την αισθάνομαι κάθε μέρα, την κάνω πράξη συνειδητά πλέον και σας αποκαλύπτω ότι κρατώ απόσταση, γιατί πρέπει να δω τα πράγματα και να τα αξιολογήσω.

»Από τέτοια καθημερινή οικογένεια προέρχομαι κι εγώ, υπερ-σπουδαγμένη, με όλες τις ευκαιρίες στα πόδια μου. Αλλά κάτι με τρώει πάντα από μέσα (οργή  το λένε). Δεν με ρώτησε κανείς ποτέ αν εγώ ήθελα να τα κάνω όλα αυτά, οι γονείς μου με θωράκισαν με χαρτιά, γιατί αλλιώς δεν έχω στον ήλιο μοίρα.

»Ετσι είναι; Μπορεί να είναι και έτσι, αλλά εμένα πάντα άλλα με ενοχλούσαν. Σκεφτόμουν ότι οι γονείς μου δε με αποδέχονται αλλιώς, ότι πρέπει διαρκώς να διαπραγματεύομαι την αξία μου και να αποδεικνύω ότι αξίζω και θα πάω μπροστά. Αλλιώς ξέρετε τι θα ήμουν; Ένα από αυτά τα παιδιά που όταν τα ρωτάς «τι σπουδάζεις;» αυτά σου απαντάνε (δειλά) τίποτα κι εσύ τα λυπάσαι τα καημένα γιατί δε τα κατάφερε στη ζωή του. Δεν πρόκοψε και είναι τεμπελόσκυλο.

»Έτσι φτάσαμε να αξιολογούμε τις ζωές μας; Και μετά μας φταίνε όλα; Το διαδίκτυο; Τα ΜΜΕ; Τα παιδιά σας και όλοι μας στρεφόμαστε σε εκείνους τους συνομήλικους που ασκούν τη μικρότερη κριτική πάνω μας και μας αποδέχονται όχι για τα πτυχία μας και τα κατορθώματα μας, αλλά γιατί υπάρχει ατόφια, καθαρή αγάπη και ανάγκη έκφρασης. Κάπως πρέπει να ακούσουν οι άλλοι αυτά που παράγει το κεφάλι μας. Με ορθόδοξα ή ανορθόδοξα μέσα. Είτε λέγεται ποίηση είτε λέγεται Πυρήνες της Φωτιάς.
»Κανείς δεν μας είπε ποτέ «σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι”, γιατί δε μας αφήσατε να γίνουμε αυτό που θέλουμε. Όσο καλό μας κάνετε με το να μας προστατεύετε, άλλο τόσο μας καταστρέψατε που δε μας αφήσατε να πάρουμε το δρόμο μας.

»Να ανησυχείτε που κρατάνε απόσταση τα παιδιά σας, ίσως βρούνε το δρόμο τους τελικά, κι ας θέλετε εσείς να τα τραβήξετε από το χέρι για να τα σώσετε και να τους δείξετε το σωστό. Αναρωτηθείτε  μια στιγμή σε ποιόν κάνετε καλό και αν τελικά στη ζωή το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος είναι απλά μέτρο για να αξιολογείτε τα πράγματα και να τα βάζετε σε κουτιά. Οι άνθρωποι δεν θέλουν στρατηγικές και πολιτικές χειρισμού, δείξτε και νιώστε ότι η αγάπη σας δεν έχει τόσα μέτρα και σταθμά.
»Σας ευχαριστώ που με γεμίζετε με τόσο όμορφα κείμενα και σκέψεις. Ο Θεός να σας έχει καλά, συνεχίστε έτσι.

»Υ.Γ. Εγώ πάντα χορεύτρια μπαλέτου ήθελα να γίνω («άλλα είναι εκείνα που αγαπώ, / γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα / σαν να μουν άλλος κι όχι εγώ / μες στη ζωή πορεύτηκα» ― το είπε κι ο Ελύτης).»

.

Μια ελληνική ταινία με έβαλε σε σκέψεις. Η Στρέλλα. Σκέψεις όχι για την κατασκευή της έμφυλης ταυτότητας, τη ζωή στο περιθώριο, τις στερεοτυπικές συμπεριφορές των αποκλεισμένων, τη σεξουαλική υποκρισία, τέτοια. Οχι. Η αριστουργηματική Στρέλλα του Πάνου Κούτρα, στο μεταίχμιο υπερνατουραλισμού, ψυχαναλυτικού δράματος, ονείρου, μελό, καμπαρέ, αστικού ντοκιμαντέρ και ηθογραφίας, με έβαλε προ πάντων σε σκέψεις για την αγάπη. Για το σκάνδαλο αγάπη.

Ολη η ταινία αρθρώνεται δεξιοτεχνικά, ακροβατικά, πάνω σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα: Ποιος μ’ αγαπά, ποιον αγαπώ; Στην πραγματικότητα, ποιος τολμά να θέτει τέτοια ερωτήματα σήμερα, εκτός από μερικούς σαλούς καλλιτέχνες, ίσως και κανέναν φιλόσοφο; Ο κόσμος μας κινείται ζαλισμένος γύρω από την οικονομία, τη γνώση, την ύλη, πυροδοτείται από την απληστία.

Ακόμη και ο λόγος περί αγάπης, στην πολλαπλή του εκδίπλωση ―έρως, amor, φιλία, αγάπη― φέρνει δυσανεξία στον σύγχρονο άνθρωπο, αμηχανία τουλάχιστον. «Το “σ’ αγαπώ” ακούγεται, στην καλύτερη περίπτωση, σαν ασχημοσύνη ή κοροϊδία, έτσι που στην καλή κοινωνία, αυτή των μορφωμένων, κανείς πλέον δεν τολμά να ξεστομίσει στα σοβαρά τέτοιαν ανοησία», γράφει ο φιλόσοφος Ζαν-Λικ Μαριόν (Το ερωτικό φαινόμενο, εκδ. Πόλις).

Ο Κούτρας διαλέγει έκκεντρους ανθρώπους, λοξούς, σημαδεμένους, αμφίσημους, τρανς, για να δείξει το δράμα της αγάπης, τη δυνατότητα της αγάπης για εξανθρωπισμό, για υπέρβαση, για υποστασιοποίηση των προσώπων. Η τραβεστί Στρέλλα, καταγόμενη από τη μυθική περσόνα της κακογιάννειας Στέλλας του ’50 της ανοικοδόμησης, από την υπερμοντέρνα Τρέλα της μητροπολιτικής Αθήνας του 21ου αιώνα, αλλά και από την ντίβα Κάλλας, είναι το συναρπαστικό πρόσωπο που προσεγγίζει την αγάπη παράτολμα, υβριστικά. Με τη σφραγίδα του ενδιάμεσου φύλου (είναι ανδρόγυνο), με την αψάδα της νιότης, με το στίγμα του εγκαταλειμμένου και ορφανού παιδιού, με την προσωπική της τρέλα, διαπράττει την Υβρη, να ερωτευτεί τον απολεσθέντα και επανευρεθέντα πατέρα, σαν “όλα”.

Η Στρέλα από την απόρριψη, την απουσία, τη μοναξιά, την ερήμωση, περνά προς το άγγιγμα, το δόσιμο, το κάψιμο, τον κίνδυνο ― την αγάπη. Είναι ο γιος που έγινε κόρη, το παιδί που έγινε γυναίκα, το τέκνο που έγινε εραστής του πατρός, το ανδρόγυνο που υπερβαίνει τα φύλα σαν άγγελος, η Στρέλα που περνάει το κατώφλι του ταμπού της αιμομιξίας, εκούσα άκουσα: σπρωγμένη από αγάπη, εκδίκηση, αυτοτιμωρία. Και πάντα δίνει: η Στρέλα δίνει το σώμα της, τα νιάτα της, τα λεφτά της, το σπίτι της, τη στοργή της, τη ζωή της. Μόνο την ελευθερία της, την ελευθερία της αγάπης της, δεν παραχωρεί.

Η ταινία του Κούτρα, αισθητικά και ιδεολογικά, κατάγεται από τα υπαρξιακά μεταφυσικά δράματα του Φασμπίντερ και του Παζολίνι, από τη βαθιά σαγήνη του μελοδράματος, από τον εξπρεσιονισμό, από τον αμφίσημο κόσμο του Ντ. Λυντς. Μόνο που στη Στρέλλα δεν αποθεώνεται ο προλετάριος ή ο περιθωριακός· ακόμη και οι γηρασμένες τρανς δεν εικονογραφούνται φολκλορικά, οι αστραφτερές ατάκες τους, τα καλιαρντά, οι μετωνυμίες, όλα εντάσσονται οργανικά στην ελεγεία και το δράμα, όπως οργανικά δένει με τα αισθήματα η έξοχη κινηματογράφηση της αρκαδικής φύσης, σε αντίστιξη με την αστική φαντασμαγορία της Αθήνας.

Στην καρδιά της τρανς φαντασμαγορίας χτυπάει η καρδιά της Στρέλλας· ατίθαση, αληθινή, δραματική, στρέιτ. Της Στρέλλας η καρδιά δίνει παλμό και πάλι στον πρώην κατάδικο Γιώργο, λούζερ πατέρα και εραστή, πιο έρημο και μόνο από όλους τους μοναχικούς. Της Στρέλλας η καρδιά ενώνει τα σκόρπια πρόσωπα γύρω της, σαν δορυφόρους γύρω από τον έρωτα ήλιο, σαν αστράκια γύρω από μια φάτνη, μια εστία, τόσο εφήμερη και εύθραυστη, μα και τόσο γνήσια και αληθινή.

Η Στρέλλα αξιώνει τη θέση της πλάι στα έργα τέχνης που στοιχειώνουν τον νεολληνικό βίο, έργα σκληρά, αληθινά, τρυφερά, λοξά· πλάι στην Στέλλα, την Ευδοκία, Το Δέντρο που Πληγώναμε, το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή, τον Επιτάφιο Θρήνο του Γ. Ιωάννου. Ολα μιλούν για τον δύσκολο έρωτα, τη δυσκατόρθωτη αγάπη, τον δυσχερή Αλλο, τα πρόσωπα, την πτώση τους και τον μετεωρισμό τους. Το 2010, μια 25χρονη τρανς από την Αρκαδία, που ζει σε ένα ερείπιο στο Γκάζι, χαρίζει σε όλους εμάς τους κανονικούς ένα καραόκε αυτογνωσίας: Vissi d’arte, vissi d’amore, non feci mai male ad anima viva!

Οι συνοδοί της Ολυμπιακής αγουροξυπνημένες γιορτιάτικα, πρόθυμες και θετικές στη δουλειά. Μέτριος ο καφές στο κυλικείο αλλά με χαμόγελα και ευχές στους λιγοστούς πρωινούς επιβάτες. Το νησιωτικό αεροδρόμιο λειτουργεί στην εντέλεια, α λα μανιέρα γκρέκα: φιλικο-οικογενειακά, νοικοκυριστίκα. Aς πούμε: καθυστερούμε τις αποσκευές, η συνοδός μάς ενημερώνει προσωπικά ότι τις πήραν, μας τις δείχνει από την τζαμαρία. Την ευχαριστούμε. Και τα λοιπά, και τα λοιπά όλα σε αυτή τη μανιέρα γκρέκα: ταχύτητα, απλότητα, νεανικότητα, οικειότητα, ολίγος αυτοσχεδιασμός, έλλειψη πρωτοκόλλου. Pas mal…

Το νησί ακτινοβόλο και καταπράσινο, διαυγής ορίζοντας γύρω τρυγύρω, θάλασσα, οι γείτονες νήσοι παραστέκουν ήσυχα, είσαι μόνος και συντροφεμένος. Κλίμακες υπόκωφες, συγκινητικές. Να η Δήλος μακρόστενη και χαμηλή, η Ρήνεια στα δύο με μια γλώσσότσα γης ενωμένη, σκόρπιες αγροικίες, η Τήνος ορεινή φίλη, η Σύρος, οι θαλασσινοί δρόμοι, το θαύμα των Κυκλάδων, ανθεκτικό στις βαριές χρήσεις, στην κατάχρηση, στον καιρό.
Ετσι κι η πόλη. Ξεκίνησαν βαριές οι γιορτές, με κατήφεια και απαισιοδοξία. Σε μερικά καφενεία απλωνόταν μουρμουρητό γκρίνιας, αλλά και ανακουφιστικά καλαμπούρια, αλεξίκακα, εχλεύαζαν το σπρεντ.

Οσο μπαίναμε στις γιορτές, η ατμόσφαιρα άλλαζε. Στο γύρισμα της Πρωτοχρονιάς, η πόλη μεταμορφώθηκε, όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους, από ποτήρι σε ποτήρι, νεαροί ακαταμάχητοι, έφηβοι σίφουνες, οι δρόμοι ηλεκτρίστηκαν, όλοι εφήβεψαν τούτη τη νύχτα την πιο μακριά απ’ όλες, και την τράβηξαν ως τον άλλο χρόνο. Εξάρχεια, Γκάζι, Ψυρρή, Θησείο, Κολωνάκι, Μετς, Χαυτεία και Παγκράτι, λόφοι και λεωφόροι, κατελήφθησαν από διψασμένα ελληνόπουλα, χωρίς μαυρίλα για το αύριο, που ήθελαν να ρουφήξουν το εδώ και το τώρα.

Τα καφενεία όλα λαμπρά, κι οι φίλοι μου ξεκαρδισμένοι… Από την παραμονή της Πρωτοχρονιά ήδη ο βόμβος άλλαξε τόνο, η γκρίνια διαλύθηκε. Η ανοιξιάτικη λιακάδα εφαίδρυνε και τον πιο γρουζούζη. Ο Επιφάνιος από τον Μυλοπόταμο μου ‘στειλε μία μόνο ευχή, ελιξήριο για κρίσεις και φόβους: Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν. Κοιτούσα το γράμμα, πλάι στον φρεσκοκομμένο κατάλογο των εκδ. Στιγμή· το βιβλιάριο ήταν ανοιγμένο σ’ ένα ποίημα του Αρθούρου Ρεμπώ, μιλούσε κι αυτός, ο έφηβος, γι’ αγάπη:

Θα φύγω μες στου θέρους τα γαλάζια βράδια,
θα με τσιμπούν τα στάχυα, χόρτα θα πατώ
ονειροπόλος μες στα δροσερά λειβάδια,
θα λούζει ο αέρας το κεφάλι μου γυμνό.

Δεν θα μιλώ και δεν θα σκέφτομαι, μα ώς πάνω
άπειρη η αγάπη θ΄ανεβαίνει στην ψυχή μου·
στη Φύση θα τραβώ μακριά, σαν τον τσιγγάνο,
μακάριος, μια γυναίκα σαν να είχα μαζί μου.

(“Αίσθηση”, μετ.: Μαρία Υψηλάντη)

Από διαφορετικές μεριές λοιπόν, από φίλους, οικείους, γνωριμίες, τηλεφωνήματα, χαρτιά και βιβλία, από τη ρέουσα φαντασμαγορία της πόλης, από τους κραδασμούς της νιότης στα πεζοδρόμια, από τις φωτοχυσίες των παλλόμενων μπαλκονιών και τις μουσικές των τσουγκρισμάτων, όλα τα καλέσματα, τα σημεία, τα φανερώματα και οι νύξεις, μας οδηγούν στους δρόμους της καρδιάς, στη βαθιά ζωή των αισθημάτων, στην απλή καρδιά. Τόσο ριζοσπαστικά: σαν την απλή καρδιά της φλωμπερικής Φελισιτέ, που σβήνει μόνη, μες στην ανυπόκριτη αγάπη της για τον κόσμο, τόσο μόνη και τόσο πλήρης, τόσο ταπεινή και τόσο υπέροχη, μια απλή καρδιά που τους περιέχει όλους.

Λέγαμε για γκρίνια, απαισιοδοξία, έλλειψη αυτοπεποίθησης, ροπή προς τη χαμέρπεια· τέτοια λέγαμε πριν τις γιορτές. Δεν άλλαξαν οι αντικειμενικοί όροι, φυσικά· εδώ είναι. Αλλαξαν όμως προσώρας οι υποκειμενικοί όροι, κι αυτό αρκεί για να αλλάξουμε εμείς ως προς τον κόσμο, και να αλλάξουμε τον κόσμο.

Ο χρόνος της εορτής, πυκνός, έμφορτος συμβολισμών, καθώς εξέπνεε μάς έσυρε σαν ζόμπι στις αγορές για δώρα και ψώνια τελετουργικά, κι ύστερα ενόσω τα ρολά κατέβαιναν και τα ταξί λιγόστευαν, γύρω από τραπέζια και εστίες, αναδύθηκε νικητήριο νέο πνεύμα, μια λάμψη, μια υπενθύμιση: ο βαθύς χρόνος, ο χρόνος πριν τον χρόνο, και μαζί η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον κόσμο, να τον διορθώσουμε και να τον επαναφέρουμε, όχι μόνο παλαιό αλλά και ριζικά καινούργιο, ωραίο και τρομερό. Σαν το Tikkun olam της Καμπάλα, μεσσιανικό και βαθιά επαναστατικό.

Η φύση, η πόλη, η αγάπη, ο χρόνος, ο κόσμος. Η διαρκής δυνατότητα αποκατάστασης.

φωτ.: Νίκος Πηλός, 20.12.2008

buzz it!

Του είχε πει του πράκτορα, να μη βγάλει εισιτήριο εφτά το πρωί. Σχόλασε μεσάνυχτα, ήπιε λαίμαργα τέσσερα ουίσκια με τον Δημήτρη, είδε κι ένα άνιμαλ πλάνετ, πήγε τρεις. Χτύπησε το ξυπνητήρι, το ’κλεισε, χτύπησε το κινητό, το ’κλεισε. Τα ξανάκλεισε δυο φορές. Την τρίτη φορά, ανασηκώθηκε ζαλισμένος και αφυδατωμένος. Ηταν παρά είκοσι. Το αίμα ανεβοκατέβηκε έμβολο, είχε χάσει το πλοίο. Επεσε αποκαμωμένος.

Ηταν Μεγάλη Παρασκευή. Από το πρακτορείο ήταν σαφείς: Δεν υπήρχε καμία θέση έως τη Δευτέρα. Το τσιγάρο επέτεινε το φαρμάκωμα. Την Τρίτη έπιανε δουλειά.

Μόνος, στην πόλη, στο βουβό σπίτι, με την οικογένεια –τις οικογένειες– στα νησιά. Πότε είχε ξεμείνει στην πόλη Πάσχα; Πριν από δεκαπέντε χρόνια, αλλά όχι μόνος· όταν γεννήθηκε ο μεγάλος. Πήγε για Ανάσταση στο παρεκκλήσι του λόφου.

Είχε να ξεκουκκίσει τέσσερα εικοσιτετράωρα γιορτής χωρίς το αποκούμπι της οικογένειας, της εργασίας, της ρουτίνας. Πώς να κυλήσουν; Προτού κυλήσει το πρωινό, ένιωθε ήδη τις ώρες να τον βαραίνουν στο στήθος.

Τάισε τη γάτα, έφτιαξε καφέ, άλλαξε νερό στα χρυσόψαρα, έκανε μια ώρα διάδρομο, ιδρωκόπησε ακούγοντας τα Πάθη στα ακουστικά. «Εγώ εις τούτο γεγένημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρυτυρήσω τη αληθεία. Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής. Λέγει αυτώ ο Πιλάτος· τι εστίν αλήθεια;» Τι εστίν; Τριγύρισε στα άδεια δωμάτια των παιδιών, σαν κλέφτης. Ανοιξε το μέιλ, τίποτε, άδειο, ψόφια τα μπλογκ. Μέχρι να ανοίξουν τα μαγαζιά, βυθίστηκε στην μπανιέρα.

Βγήκε στους δρόμους. Βούιζε η πόλη, τα τελευταία ψώνια, φορτωμένα γιώτα-χι, φοιτήτριες με σακ βουαγιάζ, δώρα της τελευταίας στιγμής. Ηπιε καφέ στο βιβλιοπωλείο των φίλων, κάτι ξεμείνηδες περνούσαν και άφηναν ευχές. Προσώρας ένιωσε οικεία, ανακύκλωνε μια καθησυχαστική ρουτίνα.

Πήρε τους δρόμους. Ελισσόμενος ανάμεσα σε βιαστικούς, σκέφτηκε να πάει το βράδυ στο Χαλάνδρι για τον Επιτάφιο. Πλάι στη ρεματιά βρίσκεται η μόνη ενορία που γνωρίζει. Ανακουφίστηκε. Το αττικό δειλινό τον τύλιξετούλι μελαγχολικό. Μέθυσε. «Οξος εποτίσθης και χολήν», «Ιωσήφ κηδεύει μετά του Νικοδήμου νεκροπρεπώς τον Κτίστην» ― ο Επιτάφιος τον έριξε, χάθηκε ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν φίλους και προορισμό. Γλίστρησε διακριτικά από γνωστούς και κατέβηκε αργά την Κηφισίας. Εβλεπε τα φώτα της, γνώριμα και μαζί απόμακρα. Στους Αμπελόκηπους πρόλαβε έναν καφέ στα Σταρμπακς. Μπήκε στο ίντερνετ καφέ: κλείνουμε, κύριε. Εφυγε πτοημένος. Ολα έκλειναν. Στο μαγέρικο της λεωφόρου, παράγγειλε χόρτα.

Το σπίτι βουβό. Στο νησί θα οργίαζε το χαμομήλι. Τέτοια μέρα έτρωγαν κουκιά και βλαστάρια. Ονειρεύτηκε Πάσχα στον Μαραθώνα, τους μπαξέδες με τις αγκινάρες, τα δισκάκια του Τσιτσάνη, τους άντρες να ψήνουν αρνιά.

Το Μεγάλο Σάββατο ξημέρωσε βαρύ. Η Σόλωνος βιαζόταν, η Πανεπιστημίου χαλάρωνε, στη Φειδίου πίνανε ρακές, η Χαρ. Τρικούπη κουβαλούσε λεωφορεία.
Μες στη λιακάδα του πρωινού αταβιστικά τράβηξε προς τη θάλασσα. Περπάτησε στην τσιμεντωμένη παραλία. Περπάτησε χιλιόμετρα κλωτσώντας χαλίκια, απέφευγε να κοιτάει τον ορίζοντα. Το μεσημέρι βρέθηκε στη γενέθλια γειτονιά. Σχεδόν αγνώριστη. Μικρές πολυκατοικίες και γιώτα-χι με δόσεις. Ακούγονταν τραγούδια.

Το φως άλλαζε ώρα με την ώρα, κι ο άνθρωπος ήταν πια αντιμέτωπος μόνος με την Ανάσταση. Ποιον θα φιλούσε;

 

 

 

 

 

 

«Ιωσήφ;» «Ναι, ποιος;» «Ελα, ο Πέτρος» «Ο Πέτρος; Ρε συ!» «Πού είσαι;».

Μέχρι το μεσημέρι τους είχε μαζέψει, όσους είχαν ξεμείνει. Ο Ιωσήφ είχε κάνει λεφτά στις κατασκευές, τα ‘χασε, τα ξανάκανε, έμπλεξε με μια μικρή, χώρισε με τη Μαρία, τον έδιωξε κι η μικρή. Ο μεγάλος στο Πολυτεχνείο, η κόρη Λύκειο. Τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά; Τρώμε μαζί κάθε δεκαπέντε (Σκοτείνιασε ο Ιωσήφ ο τζέντλεμαν, ο άνετος, ποτέ δεν κώλωσε ο Ιωσήφ, όλα του τρέχανε, και τώρα στέρεψαν, στέγνωσες, φίλε μου. Χαμογελάει θαμπά ο Ιωσήφ ― όλα ξαναφτιάχνουν, φίλε, όλα, μόνο τα χρόνια δεν ξανάρχονται, δεν κολλάνε όλες οι ραγισματιές.)

Ο Σίμος το κεφάλι, ο μαθηματικός, άσπρισε, μάδησε, καπνίζει ήρεμα, τα γκρίζα του μάτια αδιαπέραστα. Η Ιωάννα; Πάει η Ιωάννα… Πάει, παντρεύτηκε έναν μικροαστό και μένει στα προάστια. Εσύ; Τι εγώ; Εγώ εδώ, με βλέπεις. (Σε βλέπω Σίμο, ήσουν ο καλύτερος, ο πιο λαμπερός, ο αγαπημένος, το μυαλό και το χάδι, ήσουν ο έμπιστος μας, ο αλάνθαστος, ο διαυγής, σε βλέπω τώρα σκυφτό, πάντα ήρεμο, αλλά τα μάτια σου σαν τζάμια, δεν γυρίζουν τίποτε, Σίμο.)

Νικόδημε, πώς ξέμεινες πασχαλιάτικα; Οπως κι εσείς, μ’ άφησαν οι γυναίκες. (Εσένα, Νικόδημε γόη και ταξιδευτή; Πάντα μες στους ανθρώπους ήσουν, ο ποθητός και πολυφίλητος των γυναικών, με θαλασσιά πουκάμισα ιστιοπλόος.) Τους τ’ αφησα όλα, σπίτια, μαγαζιά, ενοίκια, κοιμάμαι στο σκάφος, μόνο την κόρη βλέπω πότε πότε. (Μυρίζεις πάντα Vetiver, Νικόδημε, ήσουνα αισθητής και πάντα ολιγαρκής, δεν αλλαξες κολώνια, δεν αλλαξες τα χακί παντελόνια και τα τσιγάρα ντάνχιλ, ο ίδιος, μόνο τα καστανά μαλλιά σου άσπρισαν κι αραίωσαν.) Δεν είναι, ρε, τα σκάφη όπως τα θυμόσαστε, έχουν κομφόρ, ανώτερα από τη μεζονέτα του Ιωσήφ…

Πετράν; Πού είναι η Μαγδαληνή; Στο νησί, με τα παιδιά, τα ‘παμε. Καλά το Μαγδάκι; Καλά… Ήταν η καλύτερή μας, πώς σε αντέχει ακόμη; (Δεν με αντέχει, κλαίει.)

Ενας νεαρός τους πλησίασε, στα 20-22, χλωμός, με μακριά μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Αφησε στο τραπέζι ένα χαρτί σιωπηλά, κι απομακρύνθηκε χωρίς να τους κοιτάξει. Ηταν τυπωμένο ερασιτεχνικά και στις δύο όψεις.

Διάβασε μεγαλοφώνως: «Τα πάντα εγένετο από του χοός, και τα πάντα επιστρέψει εις τον χουν. Kαί τις οίδε το πνεύμα υιών του ανθρώπου, ει αναβαίνει αυτό άνω, και το πνεύμα του κτήνους, ει καταβαίνει αυτό κάτω εις την γην;»

Και στην άλλη: «Πάρε ένα χαρτί Α4. Το διπλώνεις στη μέση, πιάνεις τις δύο πάνω γωνίες και τις φέρνεις εμπρός και κάτω. Σχηματίζεται έτσι ένα τρίγωνο και κάτω απ’ αυτό πρέπει να περισσεύει χαρτί (πάνω από 2 εκ.). Τα δύο αυτά χαρτάκια (μπρός και πίσω) τα ανεβάζεις για να καλύψεις τη βάση του τριγώνου. Στη συνέχεια ανοίγεις το τρίγωνο πιάνοντάς το από την βάση σχηματίζοντας ένα τετράγωνο, τσακίζοντας…και τα λοιπά και τα λοιπά… Ανοίγεις τις πάνω μύτες και έχεις το καραβάκι σου».

Για σένα το ‘φερε, Πέτρο, σε οσφρίστηκε ο παρμένος.

Τι κάνουμε; Πίνουμε. «Εμίσησάν με δωρεάν» ― Ασ’ το, Πέτρο… Λέγανε. Κι ήρθαν μαζί τους στο μαρμάρινο τραπέζι και πίνανε κορίτσια με κορδέλες, ηλεκτρικά μπλουζ, γάμοι, παιδιά, ναυάγια, η Μαρία, η Ιωάννα, η Μαγδαληνή, γυναίκες π’ αγάπησαν, γυναίκες που άφησαν, κόρες που έφυγαν, χάδια που λιγόστεψαν και σβήνουν, σαράντα-πενήντα χρόνια που στέγνωσαν και σουρώνουν, σουρώνουν μισοδάκρυα στις κόχες απ’ το πιοτό και την ώρα, τέσσερις άντρες πασχαλιάζουν μόνοι, περήφανοι κι αυτάρκεις, αβάσταχτοι.

«Η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» ― εντάξει, Πέτρο, εντάξει, πάμε να φύγουμε τώρα, πάμε στο σκάφος, στη μαρίνα…

«Βγάλτε τα παπούτσια σας». Ο Νικόδημος τούς μοίρασε φούτερ και αντιανεμικά, έφερε ούίσκι και πάγο, τσιπς. Στρώθηκαν στην πρύμνη, κοιτούσαν τον Πειραιά να μακραίνει, τραβούσαν νότια, ακουγόταν μόνο η μηχανή και το νερό. Κοιτάζανε παράλληλα, ο καθένας μόνος, τα πρόσωπα σκιασμένα, μόνο οι κάφτρες λαμπύριζαν. Ενιωσε το πρόσωπο του να μουσκεύει αλμυρό.

― Χάσαμε την αγάπη, είπε βραχνά.

Κανείς δεν αντέδρασε, όλοι κοιτούσαν μόνοι τους, ακίνητοι. Ακουγε την ανάσα του, ο λαιμός του πονούσε.

― Την πίστη χά-… χάσαμε… τους δικούς μας… Η φωνή έσπασε.

Γύρισαν αργά και τον κοίταξαν. Ολα τα πρόσωπα είχαν φως. Ο Σίμος μίλησε αργά, ψιθυριστά.

―Ναι, τη χάσαμε. Δεν αγαπάμε… Βουλιάζουμε.

Τράβηξαν πάλι τα βλέμματα, ο χρόνος είχε πήξει.

Ο καπετάνιος έσβησε τη μηχανή. Το σκάφος λικνιζόταν, πίναν σιωπηλοί ώσπου στο βάθος, πάνω απ΄την πόλη, είδαν τον ουρανό ν’ αναβοσβήνει. Σηκώθηκαν ταυτοχρόνως, αυθόρμητα, «Χριστός Ανέστη» πνιχτά, έσμιξαν ανάσες αρμύρας κι αλκοόλ, το Vetiver, τρίφτηκαν αξύριστα τα μάγουλα, φιλήθηκαν τρυφερά. Οι αγκαλιές ήταν σφιχτές.

Εμειναν ένα φωτεινό σημάδι μονάχο στη μελανή επιφάνεια και πέρα η φωτοχυσία.

Καθημερινή, Πάσχα 2008

Ζωγραφική: Ξενοφών Μπήτσικας

Δυο διαφορετικές συζητήσεις διασταυρώθηκαν πάνω μου τις περασμένες μέρες: Μια για την κοινή λογική και μια για τον θάνατο και την αγάπη. Μια συζήτηση για το common sense· για την ουσία του εργαλειακού λόγου, που έχει λύσεις για όλα, που δεν βλέπει μπροστά του άλυτα προβλήματα, αλλά προκλήσεις για χρήση εργαλείων. Είναι λόγος που αντηχεί τον επιστημονισμό του 19ου αιώνα, την τυφλή πίστη ότι επιστήμη και τεχνική θα λύσουν κάθε πρόβλημα του ανθρώπου· αντηχεί τον μεσσιανισμό της αιωνίας προόδου, αντηχεί τη λατρεία του καπιταλισμού ως μόνης δυνατότητας οργάνωσης του υλικού και του φαντασιακού.

Αντηχεί βεβαίως και τη θεμιτή αντίσταση στη θολούρα θεωρητικών και ιερέων, αντηχεί την ανάγκη να προάγουμε τον πρακτικό βίο, να διευκολύνουμε τη vita activa. Αλλά οι περισσότερες χρήσεις της λεγομένης κοινής λογικής είναι χρήσεις αυτάρεσκης εργαλειακότητας, εχθρικής και καχύποπτης απέναντι στο απρόβλεπτο, στο χαοτικό, το μη γραμμικό, το μεταφυσικό. Ο εργαλειακός λόγος καυχιέται ότι διευθετεί τα πάντα· πώς να αποδεχτεί την αδυναμία του ενώπιον του μυστηρίου, του ανείπωτου, του μεταφυσικού, ενώπιον της αγάπης, του πόνου ή του θανάτου;

Ενας φίλος αναρωτήθηκε πικρά αν τα εργαλεία μπορούν να σκεφτούν τον εαυτό τους. Προεκτείνω: Τι γίνεται με τους ανθρώπους που σκέφτονται σαν εργαλεία; Που δεν σκέφτονται τον εαυτό τους μέσα στον άλλο, που δεν στοχάζονται την επαφή και τη σύντηξη; Που έχουν εξορίσει από το εννοιολόγιό τους το μηδέν και το άπειρο;

Δύο γυναίκες, με διαφορετικά βιώματα, διαφορετική γλώσσα, άλλες στοχεύσεις, μου απάντησαν με τον τρόπο τους. Η Γαλλίδα ψυχολόγος πόνου Μαρί Ντ’ Ενεζέλ και η Βελγίδα φιλόσοφος Λυς Ιριγκαρέ. Η πρώτη στο βιβλίο της «Μύχιος θάνατος» υποστηρίζει ότι οι ετοιμοθάνατοι μάς μαθαίνουν τη ζωή. Παράδοξο; Η Ντ’ Ενεζέλ εκκινεί από την πράξη: τι έμαθε συνοδεύοντας ανθρώπους έως το κατώφλι του περάσματος. Μιλά παθιασμένα για τη σχέση με τον ανίατο ασθενή, για το άγγιγμα, την απτική σχέση, για την ντροπή του ρημαγμένου σώματος, για τη συμφιλίωση, την παραδοχή, το ειρηνικό και ανεπαίσχυντο τέλος.

«Είμαι το βλέμμα του άλλου»: η περαματάρισσα Ντ’ Ενεζέλ ανακαλεί τον Λακάν, για να θεμελιώσει και θεωρητικά ό,τι της διδάσκει καθημερινά η σχέση της με τον θάνατο του άλλου. Ο άλλος σβήνει εν ειρήνη καθώς καθρεφτίζεται στη συμπόνια και την αποδοχή, όταν δεν αντικρίζει θυμό, αποστροφή ή αδιαφορία. Και η μοίρα μας είναι κοινή: Προστατεύοντας τον ετοιμοθάνατο, προστατεύουμε τον εαυτό μας, λέει η Ντ’ Ενεζέλ. Εκκινώντας από την πραγματικότητα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, από τον εκμηχανισμό της ιατρικής, φτάνει στη ρίζα της ανθρωπινότητας: πώς αναμετριόμαστε σήμερα με τη φθορά και τον θάνατο.

Από άλλη αφετηρία, στο «Δρόμο της αγάπης» η φιλόσοφος Ιριγκαρέ, πλησιάζει στο ίδιο τέρμα: στον άλλο. Αναζητεί τον δρόμο προς το ξέφωτο του Χάιντεγκερ, δρόμο πάντα κρυμμένο και πάντα φανερό. Η Ιριγκαρέ γράφει σαν σοφός, όχι σαν ακαδημαϊκός· χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές, μα και χωρίς ευκολίες, πυκνά, με απαιτήσεις. Στοχάζεται τη γλώσσα ως άγγιγμα, ως γέφυρα με τον άλλο: «Για να υπάρχει ανταλλαγή, είναι ουσιώδες ο άλλος να μας αγγίζει, ιδίως μέσω των λέξεων…»

Βασιζόμενη στον Χάιντεγκερ και τον Λακάν, η Ιριγκαρέ ακτινογραφεί τη διαφορά, τη μοναδικότητα, τη σχέση, τη ζωή ως θαύμα: «Η ταυτότητα του ανθρώπου δεν προϋποθέτει μια μάλλον ή ήττον καλυμμένη σχέση του ίδιου με τον εαυτό του… Υποδηλώνει τη σχέση του ίδιου με τον άλλο». Η κριτική της προς τον κυρίαρχο σήμερα εργαλειακό ατομικισμό θυμίζει τον πλατωνικό Φαίδρο, όπου ο Σωκράτης αναζητεί διδάγματα στους εν τω άστει ανθρώπους.

Ψαύει την «καταυγάζουσα χάρη της αγάπης», σαν φωτοσκίαση: «Η αγάπη ανοίγει έναν τόπο καταφυγής και στοχαστικής συγκέντρωσης. Προϋποθέτει την ικανότητα για άφημα όσο και για πλάσιμο. Και την αποδοχή ενός μοιράσματος ανάμεσα στη σκιά και το φως».

Υμνεί, κι αυτή, το άγγιγμα: «Το άγγιγμα επιτρέπει την επιστροφή στον εαυτό, στην κατοικία του οικείου φωτός. Αλλά επίσης πηγαίνει να συναντήσει τον άλλο, φωτισμένο-φωτεινό, ξεχειλίζοντας τον δικό του κόσμο, προκειμένου να γευτεί μια άλλη φωτεινότητα. Προκειμένου να δώσει και να λάβει αυτό που φωτίζει τους θνητούς στο μονοπάτι τους».

Να, ο άνθρωπος σκέφτεται τον εαυτό του: σαν μοναδικό έργο τέχνης και όχι σαν εργαλείο.

εικον.: Αντρέι Ταρκόφσκι, Νοσταλγία

buzz it!

Από καιρό με τριβελίζει ένα θέμα· να το πω, να το γράψω. Το πλαγιοκοπώ, το μισολέω, το ψιθυρίζω εδώ κι εκεί. Αλλά δεν το θέτω ευθέως. Από ντροπή, από φόβο, ή επειδή μας υπερβαίνει όλους, και τον γράφοντα και τους αναγνώστες.

Η αγάπη. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.899 hits