You are currently browsing the tag archive for the ‘εξομολόγηση’ tag.

Η γνωριμία με τον Θάνο Κάππα, άλλως Thas Kas, έγινε με τo μπλογκ Vita Moderna. Ηταν η γνωριμία με την τότε ανατέλλουσα γραφή της εξομολόγησης που γίνεται καθολικό βίωμα μοιραζόμενο. Ενα σπαραγμένο genre στα ύστερα μακρότατου εικοστού αιώνα. Σαν θαμπός απόηχος των θερμών δακρύων του Ιερού Αυγουστίνου στις Εξομολογήσεις του.
Δεν ήξερα αν ο Thas είχε διαβάσει Αυγουστίνο, μάντευα όμως τα άλλα διαβάσματά του, καθώς τον λογάριαζα γενιά μου. Ακουγα τον καρυωτάκη κακι τον τσέχοφ, ολίγο Μπαρτ, άκουγα Βακαλόπουλο και μικρο-Ταχτσή.
Αλλα ας μην κάνω τον φιλόλογο. Ας ακολουθήσω την μέθοδο της εξομολόγησης.

***

Ο Θάνος μού μοιάζει. Εγώ του μοιάζω. Μοιάζουμε. Και δεν τον ζηλεύω, τον καμαρώνω. (Συνήθως ζηλεύουμε ή και φθονούμε όσους μας μοιάζουν.)
Τα Πικρούτσικα του Θάνου τα νιώθω σαν δικά μου παιδιά, παιδιά δύσκολης γέννας, μακρόσυρτης, γέννας που άρχισε στα βάθη των ΄70s και έδωσε ένα παιδί μικρομέγαλο, σαν τη ζωγραφισμένη μορφή του Θείου Βρέφους στην αγκαλιά της παναγίας: ένα παιδί με χαρακτηριστικά και έκφραση ενηλίκου. Ακόμη εναργέστερα: Αποσπώ αυτό το γεροντικό παιδίον από την αγκαλιά της Μητέρας και το βλέπουμε ως Αναπεσόντα, μόνο του, γερμένο στο πλάι:
«Κατακλιθείς ανεπαυσάτο ως λέων και ως σκύμνος: τι αναστήσει αυτόν;» (Αριθμοί)
Τον 15ο αιώνα ο κυρ-Μανουήλ Πανσέληνος, ο περίφημος ζωγράφος εκ Θεσσαλονίκης, για πρώτη φορά εικόνισε αυτή την προφητεία. Ο Αναπεσών. Ένα παιδί λοιπόν, όχι πρόωρα γερασμένο, αλλά γεννημένο, υπάρχον ανέκαθεν, εξ υπαρχής, ως ο Παλαιός των των Ημερών.
Ο αναπεσών είναι ο αφηγητής και ο ήρωας στα Πικρούτσικα. Και δεν είναι ακριβώς ο Θάνος. Είναι και δεν είναι. Είναι ο τεχνίτης που αναβλύζει αυθόρμητα, έκκεντρα και ανυπόταχτα, κυριαρχικά, τυραννικά, μέσα από τον Θάνο. Είναι ο συγγραφέας της ζωής μας, ημών των γεροντόπαιδων, των αναπεσόντων.
Σαν τον Θάνο, έτσι κι εγώ.
Παρακολουθώ μες στη λιγυρή, την πικρούτσικη, τσεχοφική πρόζα του τον άγουρο παίδα, τον χνουδιασμένο έφηβο, που τον χτυπούν οι τρικυμίες και οι ίμεροι της υπερχειλίζουσας ζωής, που μέσα του παραδέρνουν οι πόθοι και τα ερωτήματα, οι προδοσίες της αντρικής φιλίας και η συνταρακτική ανακάλυψη της γυναικείας μυρωδιάς, πώς μοσχοβολούν τα μαλλιά της, το δέρμα της, ποια γεύση έχει το σάλιο της.
Αυτό. Αυτό μένει πάντα.
Και η ζωή κυλά μαλακά, αργά, συρτά, lento, και ο πικρούτσικος Θάνος δεν είναι πια χνουδιασμένος έφηβος. Ή είναι ακόμη;
Είναι ακόμη. Αυτός ο γέρων παις, ο αναπεσών. Έτσι τον νιώθω, έτσι νιώθω κι εγώ.
Και γράφει την πρόζα της ζωής, μικρούτσικα πικρούτσικα ρυάκια, νήματα νερού που σκοντάφτουν στις κοτρόνες του χρόνου, σταλαγματιές ζωής που χτυπούν και σκορπάνε.
Τις ακούω τις σταλαγματιές όπως τις ακούει ο Παπαδιαμάντης στον Ξεπεσμένο Δερβίση. Ακούω τις πικρόγλυκες σταλαγματιές της ζωής μας.

aderfi

Την παραμονή του περασμένου Δεκαπενταύγουστου, μόλις είχα επιστρέψει από την θερινή άδεια, ειδοποιήθηκα για μια κηδεία. Είχε πεθάνει η αδελφή του φίλου Σταύρου Ζουμπουλάκη. Συννέφιασα. Η ψυχή μου κλονίστηκε από τον άλλο Δεκαπενταύγουστο, του προηγούμενου χρόνου, που έφερε το τρομερό μαντάτο για τον θάνατο του παιδιού, του ομήλικου του γιου μου, αυτό που θυμάμαι σχεδόν καθημερινά.

Στο νεκροταφείο Ζωγράφου αποχαιρετήσαμε τη Γιούλα Ζουμπουλάκη, ετών εξήντα. Φύγαμε.
Τον Δεκέμβριο του 2012, διαβάζω ένα βιβλίο του Στ. Ζουμπουλάκη με τίτλο η «Η αδερφή μου» (εκδ. Πόλις). Αντιλαμβάνομαι ότι είναι μια οφειλή, μια μαρτυρία. Είναι. Αλλά καθώς ρουφάω γοργά τις σελίδες κατανοώ ότι δεν είναι μόνο αυτό· το βιβλίο δεν σώζει μόνο τη μνήμη της Γιούλας, το αγαπημένο πρόσωπο του εξωφύλλου, δεν καταγράφει το χρονικό μιας ασθένειας και μιας ζωής, τον πόνο και τη χαρά. Καθώς φτάνω στο τέλος νιώθω ότι γνωρίζω καλύτερα, σε βάθος, τον άνθρωπο που το ‘γραψε, κυρίως αυτόν· τις βαθύτερες σκέψεις του, τις πεποιθήσεις και τις αγωνίες του, το πώς σχηματίσθηκε διανοητικά και συναισθηματικά. Διαβάζοντας για την απελθούσα Γιούλα, έμαθα βαθύτερα τον Σταύρο.

Τι έμαθα; Οχι πολλά περισσότερα από όσα σποραδικά τον έχω ακούσει να λέει, δημόσια και ιδιωτικά· αλλά εδώ με πυκνότητα, ένταση και στόχευση μοναδικές. Το βιβλίο μιλάει για την αρρώστια, τον πόνο, την αγάπη, τη χαρά, το μυστήριο και την ψίχα της ζωής. Δεν κρύβει ούτε στιγμή τη θερμοκρασία των αισθημάτων, αλλά ούτε στιγμή δεν γέρνει προς τη συναισθηματολογία· μένει πάντα στο χώμα μιας ρωμαλέας αφήγησης και στο ύψος ενός ειλικρινούς γυμνού στοχασμού. Ξεκινάει βαριά προγραμματικά: «ήταν εκείνη που με έκανε να νιώσω, από πολύ νωρίς, κάτι από το μυστήριο της αγάπης», και «η αρρώστια αυτή μετέτρεψε τη σχέση μου μαζί της σε πεπρωμένο». Και τελειώνει δείχνοντας τις ραφές του εγχειρήματός του: «Η ανάγκη να μιλήσω για την αδερφή μου, να μιλήσω θα έλεγα μαζί της, μου γεννήθηκε όταν γύρισα σπίτι, μετά την κηδεία». Γιατί; «Θέλω όσοι ξέρουν εμένα να ξέρουν κι εκείνη, όσοι διαβάζουν τα όποια γραφτά μου, μαζί με το όνομά μου, να φέρνουν αμέσως στον νου τους και το δικό της όνομά: Γιούλα, Γιούλα Ζουμπουλάκη».

Επέτυχε πολλαπλά ο Σταύρος. Διαβάζοντάς τον, όχι μόνο σχηματίζω τη μορφή της Γιούλας, μιας αγίας που τα έχει χάσει όλα και σκορπάει γύρω της χαρά, όχι μόνο ανασυγκροτώ το πρόσωπο του αδερφού της, αλλά μοιράζομαι τη μεταφυσική αγωνία, την επώδυνη αναζήτηση της αγάπης ως ουσίας ζωής, αναπλάθω την παρόμοια εμπειρία ζωής και βασάνων σε παρόμοιες οικογένειες της μεταπολεμικής Ελλάδας, με παρόμοια μυστικά και πεπρωμένα, με ανθρώπους που κηδεύονται με φύλλα πικροδάφνης στα χείλη, κι άλλους που στέκουν όρθιοι και χαμογελούν καρτερικά μ’ όλες τις πίκρες. «Η αδερφή μου» ξετύλιξε μπροστά μου ζωές, αυλές, κάμαρες, βεγγέρες, διηγήσεις για απόντες και κεκοιμημένους, επισκέψεις σε θαλάμους νοσοκομείων, τη βέρα στο σκελετωμένο δάχτυλο της θείας ― σε όλους θα θυμίσει κάτι.

Ο ΣΖ κινείται από τη μαρτυρία στην εξομολόγηση, από τον τολμηρό θεολογικό στοχασμό ώς την πιο μύχια ηθογραφία, κι η πρόζα του μένει πάντα ρωμαλέα, λιτή, αρρενωπή, ακόμη κι όταν μουσκεύει στο κλάμα, «αυτή την προαιώνια προσευχή δίχως λόγια». Το κείμενο του ΣΖ μού θύμισε και την «Ιστορία του παππού μου» του Αγγελου Ελεφάντη, ένα βαρύτιμο κείμενο που θαύμασα και θαυμάζω, αντιδιαμετρικά: ο ΑΕ εκκινεί από την δρώσα απουσία του παππού, ο ΣΖ από την καυτή παρουσία της αδερφής, και οδεύουν προς την ιστορία ο ένας, προς την ύπαρξη ο άλλος.

Ανάμεσα στις ακριβείς εξιστορήσεις συμβάντων και την αγωνιώδη αναζήτηση μιας υπαρξιακής ανακούφισης, ανάμεσα στη Σιμόν Βέιλ, τον Λεβινάς και τον Καμύ, προεξέχουν παράτολμοι αφορισμοί, που ωστόσο τους αποδέχεσαι πάραυτα επειδή νιώθεις την ειλικρίνειά τους: «Οποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας». Και πάνω απ΄όλα η γραφή της γριάς μάνας: «Γιουλα περιμενε νά φίγω πρώτη καί μετά ερχεσαι καί εσή θα σε περιμένω θα στρωσο τριανταφιλα και αμιγδαλιες που σου αρεσουνε εκει δεν ηπαρχουν σπασμη δεν θα ηπαρχουν καυμη καί η δυο περναμε τόν ιδιο πόνο…» Δεν περίμενε.

Χιλιάδες Νεοέλληνες κατέκλυσαν την περασμένη Τετάρτη το Μέγαρο Μουσικής, σπρώχτηκαν για ένα δελτίο εισόδου. Ποιο αστέρι της τέχνης προκάλεσε την πρωτοφανή κοσμοσυρροή; Ενας ψυχαναλυτής· με μια διάλεξη περί θανάτου. Ο 77χρονος Ιρβιν Γιάλομ, συγγραφέας διδακτικής μυθοπλασίας και ψυχαναλυτής, λατρεύεται με ασυνήθιστη ένταση στη χώρα μας. Στις ΗΠΑ είναι πολύ λίγο γνωστός. Εδώ, διαβάζεται και λατρεύεται περίπου ως γκουρού.

Υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι αναγνώστες του Γιάλομ δεν έχουν ακολουθήσει κάποιους είδους σοβαρή ψυχοθεραπεία αναλυτικού τύπου. Προτιμούν το διάβασμα από τη θεραπεία ― το διάβασμα είναι ανώδυνο και φτηνό, δεν απαιτεί εμπλοκή. Μα ασφαλώς οι αναγνώστες και ακροατές του Γιάλομ αναζητούν απαντήσεις, λύσεις, ελπίδα, παρηγοριά· για τον φόβο του θανάτου, για τις ενοχές, για τα συναισθηματικά κενά, για τον πόνο της ύπαρξης, για την απουσία χαράς.

Ακριβώς τα ίδια αναζητούσαν προ μηνών και τα πλήθη που συνέρρεαν στους ναούς της Αττικής για να προσκυνήσουν το λείψανο του Ρώσου Αγίου Σεραφείμ του Σάροφ. Συγχώρεση για τις αμαρτίες του αδύναμου ανθρώπου, παρηγοριά έναντι του θανάτου, αποκούμπι μες στον δύσκολο βίο.

Ψυχές πονεμένες και αγωνιώσες, με ερωτήματα και φόβους, κι εδώ κι εκεί. Εντός της εκκλησίας, την παρηγοριά και τη συγχώρεση οικονομεί ο πνευματικός, ο εξομολόγος· ακούει πολύ, μιλάει λίγο, μεσιτεύει τον Λόγο στον πιστό, νουθετεί· κυρίως, μεσιτεύει τη συγχώρεση, κάνει το βάρος της ενοχής λιγότερο αβάσταχτο. Στο κοσμικό πλαίσιο, το έργο της μεσιτείας αναλαμβάνει ο ψυχοθεραπευτής: οδηγεί τον θεραπευόμενο στον εαυτό του, να συγχωρέσει τον εαυτό του και να τον αποδεχθεί, να αναγνωρίσει τα αισθήματα και τα πάθη του, ενδεχομένως να μάθει να αγαπά και ν’ αγαπιέται.

Ιδια η αγωνία, πυρηνικά ίδια η διαχείριση. Οι άνθρωποι ζητούν απαντήσεις και παρηγοριά. Ενας διαφορισμός: στο λείψανο συνέρρευσε η φτωχολογιά, θεοφοβούμενοι, ρωσόφωνοι· στον ψυχαναλυτή συνέρρευσε η εκκοσμικευμένη μεσαιοανώτερη τάξη.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.898 hits