Βλέπεις τηλεόραση βραδινή ζώνη, ακουμπάς με το βλέμμα τις γιγαντοαφίσες των λεωφόρων, μπαίνεις σ’ ένα μαγαζί κινητής τηλεφωνίας, ξεφυλλίζεις περιοδικά, περνάς νύχτα από την Πειραιώς και την Ιερά οδό. Αντικρίζεις τα πολλά πρόσωπα της Ελλάδας σήμερα· στις όψεις της συμφύρονται η ultra νεωτερικότητα και θραύσματα της παράδοσης, το αφελές λαϊκό με το έντεχνο νεολαϊκό, η διεθνοποιημένη ποπ με την εγχώρια σκυλοπόπ, το φθαρμένο παλιό με το αναφομοίωτο νέο.
Μωσαϊκό, μάλιστα μεταιχμιακό, είναι το πρόσωπό μας σήμερα. Θύλακες παλαιοί, κάποτε και αρχαϊκοί, θύλακες λαϊκότροποι· να, στην τηλεόραση βλέπουμε μια ασπρόμαυρη αφελή κωμωδία του ΄50-’60, ακούμε ένα ρεμπέτικο, ένα λαϊκό, και συγκινούμεθα, χωρίς σχεδόν να ξέρουμε γιατί: οι μεγαλύτεροι ας πούμε ότι νοσταλγούν, οι νεότεροι όμως;
Τολμώ μια υπόθεση: οι νεότεροι μες στο ανοστάλγητο παρελθόν του Αυλωνίτη και του Αλεξανδράκη ακούνε την αντήχηση των πιο ηλικιωμένων, προσεγγίζουν τους γονείς τους, αφουγκράζονται μια παράδοση, αναγνωρίζονται και ανελίσσονται εντός της μετασχηματίζοντάς την. Προσθέτω: αυτή η λαϊκή κληρονομιά είναι ένας είδος τοτινής ποπ, που ενθυλακώνεται ομαλά στην τωρινή μεγα-ποπ του Χατζηγιάννη και της Κοσμοτέ.
Διότι αυτούς τους θύλακες του παλαιολαϊκού τούς περιβάλλει ομογενοποιητικά ένα τεράστιο κέλυφος ποπ, μια επικάλυψη με γεύση σοκολάτα… Το σημερινό λαϊκό φωλιάζει μές στο εικονικό και συμβολικό σύμπαν της διαφήμισης, στα τηλεοπτικά καλιαρντά, στα περιοδικά του λάιφ-στάιλ, στον όγκο των οδικών έργων και των συγκοινωνιακών σταθμών, στα Mall της κατανάλωσης, στις λαμπερές συσκευασίες των προϊόντων. Η ποπ συνιστά την εικονόσφαιρα που μας τυλίγει.
Υπαινιχθήκαμε νωρίτερα μια «παλαιά ποπ». Είναι το λαϊκό του μεταπολέμου, ακριβέστερα του μετεμφυλίου. Είναι το λαϊκό που αναδύεται μέσα απ’ τις στάχτες των πολέμων και την πολτικοστρατιωτική ήττα της Αριστεράς· είναι χονδρικά το γούστο, ο Κανόνας της ηττημένης μεν, πλην ηγεμονεύουσας πολιτιστικά, Αριστεράς. Το αριστεροσκεπές αυτό λαϊκό εγκολπώνεται τις επεξεργασίες της γενιάς του ’30, αποενοχοποιεί τα ήθη των λαϊκών και αγροτικών στρωμάτων που συνθέτουν το νέο άστυ, ενοποιεί, ιεροποιείται, συχνά ταριχεύεται. Δίνει λαμπρά φανερώματα τέχνης, ιδίως στη Χαμένη Ανοιξη του ’60. Φέρει εντός του πυρήνες αυθεντικού πολιτισμού, ρωμέικους και αγροτοποιμενικούς, γραικικούς· κυρίως, εκφράζει αυθεντικά το ήθος και τις προσδοκίες του πιο δυναμικού τμήματος της κοινωνίας: τους επήλυδες, τους εργατικούς, τους μικροαστούς, που ανοικοδομούν το ιδιωτικό πεδίο και εποικίζουν το δημόσιο, και τρέφονται με τη βάσιμη προσδοκία της κοινωνικής ανόδου.
Η μη τυπικά ιθαγενής ποπ εμφανίζεται κι αυτή το ’60· καταρχάς με προϊόντα και στυλιστικές λεπτομέρειες: μπλου τζην, τσίχλες, μαλλί-λάχανο, περιοδικά, και βέβαια ροκ-εν-ρολ. Αυτή η ποπ, αμερικανικής προελεύσεως, είναι ωστόσο πανευρωπαϊκή· μάλιστα, συχνά εισπράττεται μέσω Ιταλίας ή Γαλλίας, έως ότου κυριαρχήσει ολοκληρωτικά ο αγγλοσαξωνικός κόσμος.
Λαϊκό και ποπ συνυπάρχουν επί μακρόν, με διαπιδύσεις, έως το big bang της Μεταπολίτευσης . Μετά το ’74, το αριστεροσκεπές λαϊκό φθάνει σε παροξυσμό, χάνει τις ρίζες του και το σκελετό του, καταλήγει γραφικό απολίθωμα. Με την ανατολή του ΠΑΣΟΚ, το ’81, μαζί με τον ύστατο σπασμό του υστερικού πια λαϊκού, εφορμά σαρωτικό το ποπ του λάιφστάιλ. Το ποπ αυτονομείται και μεταλλάσσεται, για να να εκφράσει τα ανερχόμενα και κυρίαρχα στρώματα των μικρομεσαίων, στα γιγάντια πλέον αστικά κέντρα.
Σε αυτό το ποπ σύνθεμα, παρά τη βάναυση μαζικότητα και την εμπορευματική βουλιμία του, βρίσκουμε ωστόσο σπέρματα αυθεντικότητας, αναζήτησης, οικουμενικότητας· υπό όρους, βρίσκουμε κάτι από το πνεύμα του ρομαντισμού. Αλλά επικρατεί σταδιακά η λαϊκοπόπ μετάλλαξη.
Η ούτως ειπείν λαϊκοποπ του βρώμικου ’89 βασιλεύει σε έναν μεταλλαγμένο κόσμο, χωρίς τις βεβαιότητες του ψυχροπολεμικού ’60, χωρίς τα υποδείγματα του πτωχού πλην τίμιου ανερχόμενου φωσκολο-ήρωα, χωρίς τη μελαγχολική αυταρέσκεια του αριστερού της ήττας. Τα νέα υποδείγματα είναι πασοκολαϊκά και μετα-επαρχιώτικα, αφενός· νεοκυνικά, νεοφιλελεύθερα, ατομικιστικά και ακραία υλιστικά, αφετέρου. Η παλαιά Αριστερά χάνει την ηγεμονία επί του λαού· την κερδίζει το, ας πούμε, Κλικ. Η Αλκυονίς και το Στούντιο κλείνουν, τα ρεστωράν και τα σκυλοκλάμπ λάμπουν. Τα πλήθη συρρέουν τελετουργικά και διαβουκολευμένα στις μεγαπίστες, στις δόσεις, στα SMS.
Ο εκσυγχρονισμός συνεχίζεται.
5 Σχόλια
Comments feed for this article
15 Ιουνίου 2006 στις 9:10 μμ
tassos
Ενδιαφέρουσα ανάλυση Νίκο, ειδικά για μένα που σχεδον απείχα της ελληνικής ποπ/λαϊκής κουλτούρας και όσο ήμουν στην Ελλάδα και τα 12 χρόνια που διαμένω εκτός της.
Παρόλα αυτά έχω μια επίμονη και άλυτη απορία: ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το ρεύμα του ΛεΠα στα τέλη της 10ετίας του 80. Σε μένα φαινόταν τόσο γλοιώδης οπτικά και ακουστικά που μου έφερνε ναυτία. Παρόλα αυτά είχε τρομερή απήχηση σε ευρύ ηλικιακό φάσμα, νομίζω.
Γενικά, πιστεύω ότι η δεκαετία του 80 ήταν από τις 3 πιο σημαντικές δεκαετίες στην Ελλάδα από την άποψη του κοινωνικού μετασχηματισμού (μαζί με τις δεκαετίες του 20 και του 50). Αλλά δεν έχω κατανοήσει πώς η αλλαγή που έφερε το ΠαΣοΚ στο κοινωνικό γίγνεσθαι συνδέθηκε αιτιακά με τα φαινόμενα του Ψάλτη και του ΛεΠα. Αυτές οι μάζες των μικρομεσαίων που αναδείχτηκαν μετά την Αλλαγή, πού ήταν πριν από αυτήν όσον αφορά στην κουλτούρα και πώς έγιναν θιασώτες της συγκεκριμένης ελληνικής ποπ κουλτούρας στη δεκαετία του 80;
Πάντως, νομίζω ότι το πρόσωπο καθρέφτης της ελληνικής ζωής στην εν λόγω δεκαετία είναι ο Χάρυ Κλιν, αν και φορές-φορές νομίζω ότι είχε ρόλο σημαντικότερο από αυτόν του καθρέφτη. Ίδιο ρόλο έπαιξε και ο Λάκης τη δεκαετία του 90.
15 Ιουνίου 2006 στις 11:57 μμ
nikoxy
Τάσο, το έπιασες…
Οι υπόγειες διαδρομές της δεκαετίας ’80 ειναι το θέμα τριών πολυπρόσωπων συνεδριών στα Σεμινάρια της Ερμούπολης, το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου. θα συμμετέχω.
Ελπίζω να βρω το χρόνο να περιμαζέψω κάποιες σκέψεις από εκεί και να τις ανεβάσω εδώ.
Θα σκεφτώ τα περί φαινομένων ΛεΠα. Χαίρομαι που ξαναθυμίζεις τον καθρέφτη Κλυν.
Θέτεις πολλά και πυκνά ερωτήματα…
Ελπίζω να επανέλθουμε στο θέμα.
28 Ιουλίου 2006 στις 11:30 μμ
expaganus
tassos θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω με τον παραλληλισμό ΛεΠα-Ψάλτη, και για να αιτιολογήσω τη διαφωνία μου θα γίνω κακός: Μπορεί ο Ψάλτης να έχει παίξει σε πανάθλιες βιντεοταινίες κι επιθεωρήσεις, είναι όμως ηθοποιός με ταλέντο που φαίνεται όταν παίζει ρόλους σοβαρούς (τον θυμάμαι στον «Συμβολαιογράφο»). Αντιθέτως ο ΛεΠα ως τραγουδιστής είναι ατάλαντο ψάρι, που ξεκίνησε ως κακή απομίμηση του Βοσκόπουλου και αναρριχήθηκε κυρίως χάρη στις δημόσιες σχέσεις που εξασκούσε συστηματικά, και στην κολακεία των «πιστών» του, που καλούσε στο σκυλάδικο με την υπόσχεση να τους γνωρίσει γυναίκες. Με τέτοιο πιστό κοινό που ερχόταν από τα καφενεία διψασμένο για γνωριμίες με κοσοματρίς και «τραγουδίστριες», το να μαζέψει ο ΛεΠα αρκετά λεφτά για να πληρώσει για το πρώτο εμπορικό δισκογραφικό του έγκλημα ήταν θέμα χρόνου. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Οι φελλοί επιπλέουν.
29 Αυγούστου 2006 στις 3:49 μμ
expaganus
Ουπςς… Ξαναπερνώντας μετά τις διακοπές μου διαπιστώνω ότι έχω εκτροχιασθεί σε βαρύ κατινισμό. Θα ξανάλεγα ίσως τα ίδια για τον ΛεΠα, αλλά με πιο ευγενική γλώσσα. Ας με συγχωρήσει ο ευγενέστατος οικοδεσπότης nikoxy – «κάθε δρόμος κρύβει μια παρεκτροπή», το εννοώ.
6 Ιουνίου 2010 στις 5:34 μμ
Γελαδάρης
Ο Χατζηδάκις είχε πει για τον Πανταζή: » Αφήστε τον άνθρωπο να κάνει τη δουλειά του», υπονοώντας ότι αυτό που κάνει ο Γεωργιανός με το άσχημο κεφάλι είναι κάτι σαν υπερωρίες τραπεζοκόμου στο Λοιμοδών και απέχει από κάθε αισθητική.
Έτσι του χάρισε το ακαταλόγιστο που ίσως δικαιούται όχι τόσο για να τον αθωώσει όσο για να τον αγνοήσει και συνάμα να πικάρει τους ‘έντεχνους’ κριτικούς της εποχής που τους περίσσευε χρόνος και μελάνι για να βάλουν – come on ! – κατά του βάρδου.
Ο Τζίμης Πανούσης έχει πει πως η Τηλεόραση μας πουλάει πουτανιά και άγχος. Φίλοι, άποψή μου είναι πως η ποπ (λαική ή χυδαία) κάνει ακριβώς το ίδιο.
Ίσως και για αυτό οι dog stars προσπαθώντας να επικοινωνήσουν με το κοινό τους καταφεύγουν στη Νοηματική. Γίνονται τηλεοπτικοί. Και μας τρομάζουν.