You are currently browsing the tag archive for the ‘βία’ tag.

Το μίσος και η τυφλότης έχουν πολλούς τρόπους έκφρασης. Κάποιοι είναι φρικτοί, μες στην ωμότητά τους και τη δύναμη που έχουν νας μας υπενθυμίζουν οδυνηρά το θηρίο που ενυπάρχει στον άνθρωπο.
Τέτοια φρικτή έκφραση μίσους είναι, ας πούμε, οι παραδειγματικοί αποκεφαλισμοί που τελούν φονταμενταλιστές με φόντο την έρημο και έναν πυλώνα. Αλλη έκφραση είναι η σιωπηλή βία που υφίσταντα οι ανά την Γη περιθωριοποιημένοι και καταφρονεμένοι, οι τρόφιμοι των γκέτο, οι αιωνίως χαμένοι και άτυχοι της Ιστορίας. Αλλη έκφραση βίας είναι οι άμυαλες τελετουργίες νέων ανθρώπων που παραδίδονται στη λατρεία της κτηνώδους δύναμης και του ολοκληρωτισμού, και εντέλει πέφτουν θύματα αυτής της λατρείας.

Ολα συμβαίνουν, στις πολιτισμένες ζώνες και στις απολίτιστες, στις πόλεις, στις ερήμους, όλα μαζί και ταυτοχρόνως, μεταδιδόμενα ακαριαίως και πολλαπλασιαζόμενα από συμβατικά και καινοφανή μήντια, ως εικόνες. Μεταφέρουν μηνύματα οι εκόνες; Μετουσιώνονται σε σκέψη; Δεν μπορώ να πώ, κανείς δεν μπορεί να πει τελεσίδικα. Μπορεί οι εικόνες μίσους και βίας να λειτουργούν ως υπομνήσεις της ανθρώπινης φύσεως, ως υπομνήσεις για την ανάγκη διαρκούς αγώνα για αποθηρίωση και ενανθρώπιση. Μπορεί. Μπορεί όμως να μένουν εικόνες, να καταναλώνονται ως εικόνες, από ένα παγκόσμιο κοινό μιθριδατισμένο, που προσεγγίζει πλέον τη φύση του ως διαδοχή εικόνων μέσα από το σμάρτφον και την ταμπλέτα, μέσα από τις οθόνες που κατακλύζουν τράνζιτ αυτοκινητόδρομων και αεροδρομίων. Εικόνες.

Μα και η διάχυτη κακία στον επιπολής βίο, χωρίς καν τα ακραία φαινόμενα της θανάτωσης, της σωματικής βίας. Ενταση, φθόνος, μοχθηρία, στρατοπεδικός χωρισμός του κόσμου σε άσπρο-μαύρο, καλό-κακό, δικός μας-εχθρός. Η κρίση δεν ρήμαξε μόνο τις υλικές προϋποθέσεις του βίου, αλλά και τα ηθικά του θεμέλια, τις δυσκολοκατορθωμένες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις του έλλογου συλλογικού βίου. Η πενία, η δυσχέρεια, η ανασφάλεια, η διευρυνόμενη ανισότητα και αδικία, κατατρώγουν και κλονίζουν το πλαίσιο ειρηνικής συμβίωσης, την ανεκτικότητα, την αμοιβαία αποδοχή, την καταλλαγή και την αλληλοπεριχώρηση. Ολα αυτά υποχωρούν, σβήνουν. Φουντώνουν οι συγκρούσεις ― υπαρκτές βεβαίως και θεμιτές σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, αλλά τώρα θεριεμένες και άσβεστες, άλλοτε από την ανάγκη και τη δίκαιη αγανάκτηση, αλλά συχνά και από την τυφλή οργή, τον ξαναμμένο φθόνο, την παμφάγο κατάκριση.

Αυτές τις δεύτερες δεν θα τις ονόμαζα καν συγκρούσεις, αλλά έριδες, νείκος, μανίες των αδερφοφάδων. Διότι στην κοινωνική σύγκρουση υπάρχουν ομάδες, συμφέροντα, διαχωριστικές γραμμές, υπάρχει υπολογισμός ή και σεβασμός του αντιπάλου, υπάρχει λόγος, και υπάρχει τέλος. Στη διάχυτη Εριδα επικρατούν η μισαλλοδοξία, ο φθόνος, η μοχθηρία, η τυφλή απόρριψη, η μνησικακία, η έλλειψη αυτοσεβασμού. Η τυφλότης.

Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω λεπτομερέστερα, ενδελεχώς. Δεν μπορώ. Είναι περισσότερο μια αίσθηση, για τη δυσφορία που απλώνεται σαν μύκητας στο κοινωνικό σώμα, το κατατρώει και το εξασθενεί, το γεμίζει πυρετό. Μια ασθένεια ανάλογης βαρύτητας με την υλική πενία και την πολιτική αστάθεια. Ισως γιατί σιγοκαίει μέσα μας και γύρω μας· δεν μας επιτρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να δούμε την όλη εικόνα, τον μακρύτερο χρόνο, τον όλο τόπο, τους εαυτούς μας ανάμεσα στους άλλους.

Κι εν τω μεταξύ μας κατακλύζουν οι εικόνες βίας κατά ριπάς. Ας σταθούμε για λίγο, να πάρουμε μιαν ανάσα. Ας δώσουμε λίγο χώρο στον εαυτό μας και στον άλλο. Λίγο χώρο.

Θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας του πιο μελαγχολικού νεορεαλισμού ή του πικρότερου νουάρ, γραμμένο από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον Τζέιμς Κέιν ή τον Αλμπέρ Καμύ, γυρισμένο από τον Κισλόφσκι του «Ου φονεύσεις». Oχι, το φονικό στην οδό Γερανίου τα ξεπερνά σε ωμότητα, χωρίς καν την παρηγοριά ενός επιμύθιου. Η ζωή έχει τον δικό της αμείλικτο ρεαλισμό. Στο αστυνομικό ανακοινωθέν αναφέρεται ότι ο νεαρός πήγε να ζητήσει απλήρωτα μεροκάματα φίλης του, από τον εστιάτορα της Γερανίου. Λίγο αργότερα έπεφτε ξέπνοος στο πάτωμα, από τις σιδερογροθιές του μπράβου.

Ο εν ψυχρώ φόνος ενός νεαρού επαρχιώτη σε μαγαζί της Ομόνοιας από Τσετσένο μπράβο, σεσημασμένο, δείχνει την Αθήνα σαν δυστοπική μητρόπολη φτώχειας, εξαθλίωσης και βίας. Ο,τι ακούγαμε για υπερκαυκάσιες και βαλκάνιες μαφίες, ό,τι μαθαίναμε ότι επικράτησε στις ανατολικές κοινωνίες μετά την κατάρρευση, τώρα συμβαίνει εδώ.

Ο ενοχλημένος εστιάτορας δεν κάλεσε την αστυνομία να απομακρύνει τον ενοχλητικό νεαρό, δεν του υπέβαλε μήνυση. Δεν ήθελε να αναμιχθούν αστυνομία, εισαγγελέας, δικαστήρια. Εβαλε τον μπράβο να καθαρίσει. Αυτή η απόσυρση στη σφαίρα της αυτοδικίας και της ωμότητας, στην επικράτεια της γυμνής ζωής, ούτε καν της φτηνής ζωής, δεν είναι μεμονωμένο συμβάν. Είναι τροχιοδεικτικό αγριότητας, όπως οι αυξανόμενες αυτοκτονίες είναι τροχιοδεικτικό απελπισίας· είναι καθρέφτισμα μιας γενικευόμενης κοινωνικής εξαχρείωσης, κατά την οποία η ζωή χάνει την αξία της αφού έχει χάσει ήδη το νόημά της.

Η σιδερένια γροθιά του μπράβου, όσο ανατριχιαστική, είναι το εκτελεστικό όργανο, δεν είναι η κινούσα δύναμη. Κινούσα δύναμη είναι η περιφρόνηση προς τη ζωή, είναι η απαξίωση της ζωής, είναι η τιμολόγηση της ζωής στα λίγα κατοστάρικα της απλήρωτης εργασίας, στα λίγα κατοστάρικα του πληρωμένου φονιά.

Αλλοδαπός εφόνευσε ημεδαπό. Δούλευε στις αποθήκες των αγροτικών συνεταιρισμών Ηλείας, είχε ένα παιδάκι. Ακλαυτος.

humpty-dumpty

Η αναγραφή στίχων του Κ. Π. Καβάφη στα τρόλεϊ πυροδότησε πλήθος αντιδράσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επί το πλείστον επικριτικών ή και χλευαστικών. Τα social media γέμισαν «τρολαρίσματα», αληθοφανείς παραποιήσεις και εκτροπές του αρχικού μηνύματος.

Τις περισσότερες επικρίσεις συγκέντρωσε το «Είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία». Ετσι αποκομμένος ο στίχος παρουσιάζεται σαν ταυτολογία, στο όριο της ανοησίας: προφανώς και είναι επικίνδυνη η βία. Αλλά ο ποιητής εννοεί τη βιασύνη, κι έτσι ο στίχος αποκτά μιαν αξία· αλλά για να εννοήσουμε τη βία-βιασύνη, πρέπει να εντάξουμε τον στίχο στο συγκείμενό του, στο ποίημα (Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.). Ομως ο στίχος γραμμένος στο τρόλεϊ, τεράστιος, με τον Καβάφη κυβοφουτουριστική καρικατούρα παραδίπλα, δεν έχει συγκείμενο το ποίημα, αλλά το συνολικό ντιζάιν, το τρόλεϊ, το αστικό τοπίο, την κοινωνική και πολιτική συγκυρία του 2013. Ο στίχος είναι ήδη σλόγκαν, μάλιστα ακατάληπτο, προτού καν προφτάσει να γίνει παρεξηγήσιμο και να ερεθίσει ακόμη περισσότερο τα τεντωμένα νεύρα των περαστικών. Ο,τι και να λέει ο ποιητής, το σλόγκαν λέει τα δικά του.

Η κρίση επέδρασε καταλυτικά στις λέξεις. Πόσες λέξεις εμφανίστηκαν ως καινοφανείς αστέρες για να εκφράσουν καινοφανή πάθη, και πόσες άλλες λέξεις άδειασαν από το παλιό περιεχόμενο και γέμισαν με καινούργιο… Μεταρρυθμίσεις, αναδιάρθρωση, ευθύνη, δικαιώματα, κέντρο, άκρα, ευημερία, φτώχεια, ανάγκη, κυριαρχία, Ευρώπη, ανάπτυξη, ευτυχία, όραμα, μέλλον, βία. Οι λέξεις ανασημασιοδοτούνται, αποκτούν νέα φορτία, που ποτέ δεν είναι ουδέτερα, ποτέ δεν ήταν ― έτσι όπως το παραδίδει ο Λιούις Κάρολ:

«Οταν χρησιμοποιώ μια λέξη, είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι, σημαίνει ακριβώς ό,τι εγώ την επιλέγω να σημαίνει, μήτε περισσότερα μήτε λιγότερα. Το ζήτημα, επέμεινε η Αλίκη, είναι αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Το ζήτημα, είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι, είναι να ξέρεις ποιος κάνει κουμάντο, αυτό είναι όλο».

Οι δαίμονες καιροφυλακτούν. Οι διώξεις κατά των χρυσαυγιτών, που άρχισαν το περασμένο Σάββατο, άλλαξαν προσώρας το πολιτικό κλίμα, αλλά το ξερίζωμα του νεοναζισμού δεν είναι τόσο απλό, υπό τις παρούσες συνθήκες, και σίγουρα δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κατασταλτικές ενέργειες και δικαστικές διώξεις. Η λυσιτελής δράση του κράτους δικαίου ασφαλώς επιβάλλεται και σε κάθε περίπτωση αποτελεί προϋπόθεση. Αλλά οι μακροπρόθεσμες απαντήσεις δεν μπορούν να είναι μόνο στο πεδίο των θεσμών, πρέπει να εκτείνονται διαρκώς και στο πολιτικό, πνευματικό και ηθικό πεδίο.

Η ενδιάθετη ροπή κάθε ναζιστικού μορφώματος είναι η ομογενοποίηση του πλήθους με το αίμα και τον μύθο, και η επιβολή του δια του τρόμου και της βίας. Το αίμα και ο μύθος προσφέρουν μια φαντασιακή ταυτότητα σε ανθρώπους που έχουν χάσει την πίστη τους στη δημοκρατία και στο καθόλου πολιτικό, που αισθάνονται ριγμένοι στις εσχατιές ή και εκτός κοινωνίας, υλικά, οικονομικά, ψυχικά. Η βία, ωμή και διάχυτη, η βαναυσότητα ως διαρκής συμπεριφορά, η αίσθηση του θηρευτή μέσω αγέλης ομοίων, η κατίσχυση επί αδυνάτων, όλα τούτα προβάλλονται επίσης αισθητικοποιημένα και διεσταλμένα, σαγηνευτικά. Απενοχοποιητικά. Προσφέρουν συγκολλητική ύλη για ταύτιση και ενσωμάτωση στην αγέλη του αίματος και της ωμότητας.

Η είσοδος της ΧΑ στο πολιτικό μέινστρημ και στη σκηνή των μήντια έγινε με αυτά ακριβώς τα στοιχεία. Με ένα θέαμα βίας. Με τη βία ως θέαμα. Με χαστούκια, αντισυστημικές βλαστήμιες, στολές και άρβυλα, με υλακές για ξιφολόγχες, με τατουάζ σε μυώνες φουσκωμένους από αναβολικά, με αναγωγή του μπράβου-φουσκωτού-τραμπούκου σε role model για το λάιφστάιλ της κρίσης. Και μόνη η παρατήρηση των σωματότυπων, των ενδυματολογικών σημάνσεων και των συμπεριφορών προσφέρει ευχερή οδό για την κατανόηση του στερεοτυπικού, θραυσματικού, συχνά προγλωσσικού, πλην τυπικά νεοναζιστικού λόγου τους, γεμάτου εθνοφυλετικό μίσος. Συν τα κάπως πιο εντόπια, επειδή ευκόλως αναγνωρίσιμα, χαρακτηριστικά του τσαμπουκά, του αλητόμαγκα, του μισογύνη, του θρασύδειλου, του αγελαίου παρακρατικού, του μεροκαματιάρη της βίας στα πεζοδρόμια και τις γειτονιές. Οι χρυσαυγίτικοι πυρήνες στήθηκαν με πρότυπα τη μαφιόζικη φαμίλια, ως προς τη νομή της λείας και του πλιάτσικου, και τα τάγματα εφόδου για άντληση μυθικής καταγωγής. Ελάχιστοι, πλην του μεσήλικος φυρερίσκου, φαίνεται να γνωρίζουν κάτι περισσότερο για τους γερμανοντυμένους της κατοχής, ως δεξαμενή εγχώριας παράδοσης.

Στον ηγετικό πυρήνα της ΧΑ είναι εύκολο να διακρίνουμε τους «μορφωμένους» από τους επιχειρησιακούς φουσκωτούς. Δύο ή τρεις το πολύ είναι σε θέση να εκφέρουν στοιχειωδώς οργανωμένο λόγο, ακόμη και με τα στερεοτυπικά παραμιλητά της συνωμοσιολογίας και των αρνήσεων της ιστορίας. Σύμφωνα με μαρτυρία, «ιδεολογικό μάθημα» στον πυρήνα Νίκαιας έκανε έφηβος μαθητής Λυκείου· σε άλλη καταγραφή, μπερδεύουν τον μαίανδρο με τη σβάστικα κ.ο.κ. Σε σημείο, που να αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να καταφέρει αυτή η πρώην αντεργκράουντ συμμορία αν διέθετε κάποιους μορφωμένους ρήτορες.

Φαίνεται όμως ότι για την άνοδό τους τον πρώτο ρόλο δεν έπαιξαν τα λόγια, αλλά οι εικόνες των φουσκωτών, των μπράβων με τα ξυρισμένα κρανία και τα αξύριστα μούτρα, τα τατουάζ, τις στολές παραλλαγής, τα στιλέτα και τις σιδερογροθιές. Αυτοί επιβάλλουν την τάξη του αίματος, αυτοί μοιράζουν μεροκάματα και χαρτζιλίκια, δουλίτσες, αυτοί φρονηματίζουν τους διστακτικούς και τους λιπόψυχους. Κι αυτοί ενσαρκώνουν τη φετιχιστική λατρεία της ωμής δύναμης, της στολής, του όπλου. Η βία τους απελεύθερωσε τη μόλις κρυμμένη βαναυσότητα του καφενόβιου περιθωριακού, του περιστασιακού προστάτη, του λούζερ ντεθμεταλά. Και απενοχοποίησε τη λανθάνουσα βαναυσότητα του κατεστραμμένου από την κρίση λαϊκού ανθρώπου, του ανεπανόρθωτα ξεπεσμένου μικροαστού, που είδαν τις ζωές τους μέσα σε ελάχιστα χρόνια να κυλιούνται στην ασημαντότητα, στα ανθρώπινα αναλώσιμα, στη σιωπή.

Δεν υπάρχει γονίδιο ναζιστή. Υπάρχει όμως ένα θέαμα βίας, μια υπόσχεση ωμής δύναμης και ταύτισης μέσω υποταγής, τέτοια που να μπορεί να εκληφθεί ως φαντασιακή διέξοδος από τον αδύναμο, τον κατεστραμμένο, τον απελπισμένο, αυτόν που χάνει την πίστη του στη δικαιοσύνη, την ισότητα και τη μέριμνα της δημοκρατίας. Ας το δούμε κατάματα. Τα φτυσίματα κόμπρας και το «τσοντοκάναλα» των πρωτοπαλίκαρων συνδέονται αφεύκτως με τα μπουνίδια και τα μαχαιρώματα στα σκοτεινά των συνοικιών: αυτό είναι το discours της ΧΑ. Και έχει απήχηση σε ένα μη αμελητέο μέρος πληθυσμού στην Ελληνική Δημοκρατία.

Την Τετάρτη ξύπνησα ασυνήθιστα νωρίς. Λίγο πριν τις επτά, είδα την πρώτη καταγραφή στο τουίτερ. Νεκρός ο 34χρονος Παύλος Φύσσας, αντιφασίστας ράπερ, από μαχαίρι, που το κρατούσαν πιθανότατα χρυσαυγίτες. Στην Αμφιάλη, λίγο μετά το ματς του Ολυμπιακού. Το τουίτερ είναι σιωπηλό πριν τις επτά, και οι έγκυρες πηγές ειδησεογραφίας λιγοστές τόσο νωρίς. Στις 06.54 αναμετέδωσα την είδηση, και λίγο μετά έβλεπα στο YouTube τον Κillah P – Παύλο Φύσσα να τραγουδά «Σιγά μη φοβηθώ» και «Ο Πειραιάς στην πλάτη μου». Στις 10, με όσα στοιχεία υπήρχαν διαθέσιμα, έστειλα στον διευθυντή της εφημερίδας το εν θερμώ σχόλιο που μου ζήτησε.

«H 18η Σεπτεμβρίου 2013 πρέπει να λειτουργήσει αφυπνιστικά για την Ελληνική Δημοκρατία, για τους θεσμούς και τους πολίτες. Η δολοφονία του 34χρονου μουσικού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από ακραία στοιχεία είναι η κορύφωση σε ένα κύμα βίαιων εκδηλώσεων των τελευταίων ημερών, που άρχισαν με τον τραυματισμό μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα από φερόμενους ως οπαδούς της Χρυσής Αυγής. Δεν πρόκειται απλώς για επίδειξη ισχύος και κυριαρχίας στον δρόμο, στις συμβολικές γειτονιές της εργατιάς, δεν είναι πόλεμος χουλιγκάνων· πρόκειται για αποσταθεροποίηση του κράτους δικαίου, για έμπρακτη άρνηση της δημοκρατίας, για λογική προέκταση των πολιτικών πρακτικών των αρνητών του Ολοκαυτώματος και των νεκρών του Πολυτεχνείου. Ο φασισμός μπορεί να υπάρχει μόνο παράγοντας βία και σύγκρουση, επιδιώκοντας την ολοσχερή εξόντωση του Εχθρού, του Αλλου· η φυσική απόληξή αυτής της ενδιάθετης ροπής είναι η εξόντωση της δημοκρατίας και η Τελική Λύση. Οι δυνάμεις του συνταγματικού τόξου οφείλουν να εκτιμήσουν αυτή την ιστορική απειλή και να απαντήσουν πολιτικά, απερίφραστα, χωρίς αναγωγές, η δε Ελληνική Δημοκρατία, διά των θεσμικών οργάνων της, οφείλει να δράσει ακαριαία και λυσιτελώς, με κάθε πρόσφορο νόμιμο μέσον. Έχει και η κρίση τις κόκκινες γραμμές της.»

Το κείμενο ήταν έτοιμο από καιρό. Δυστυχώς. Και δυστυχέστατα ο ελλείπων κρίκος ήταν το νεκρό παλικάρι, ο ράπερ του Πειραιά και σωληνουργός του Περάματος.

Ηταν αναμενόμενο. Για όποιον παρακολουθούσε με στοιχειώδη προσοχή τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια την περιθωριακή Χρυσή Αυγή να ανθίζει μες στα ερείπια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και να αναδύεται από τα υπόγεια των νεοναζιστικών συμμοριών στις πλατείες μικροαστικών συνοικιών, και από εκεί στο δημοτικό συμβούλιο Αθηνών και στο Κοινοβούλιο, ο φόνος της 18ης Σεπτεμβρίου ήταν αναμενόμενος. Διότι η βία, η μισαλλοδοξία, το εθνοφυλετικό μίσος, η βαναυσότητα, η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής παντός ετέρου, είναι χαρακτήρες εγγενείς και αυτοτροφοτοδούμενοι στα νεοναζιστικά μορφώματα. Μιλούν για αίμα, κηρύττουν το αίμα, τρέφονται με αίμα.

Θυμήθηκα τον σπουδαίο ιστορικό και φιλόσοφο Μαρσέλ Γκωσέ, τι λέει στο έργο του «Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974» (εκδ. Πόλις) όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ο Μουσολίνι εντείνει τη βίαιη συγκρουσιακή του πορεία, παρότι είναι πλέον απόλυτος κυρίαρχος, και καταλήγει στην καταστροφή του: διότι ο φασισμός πρέπει διαρκώς να κινείται με βία, δεν μπορεί να σταματήσει. Ενας άλλος μελετητής του φασισμού, ο Εμίλιο Τζεντίλε, ονομάζει αυτή την τάση «μύθο της αναζωογονητικής βίας» (Φασισμός, ιστορία και ερμηνεία, εκδ. Ασίνη). Και οι δύο μελετητές βλέπουν στο φασισμό χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, τη λατρεία της προόδου,της ταχύτητας, της δύναμης, της ορμητικής εισόδου στη μεγάλη ιστορία.

Η ΧΑ παπαγαλίζει συνθήματα και λόγια παρμένα από προπαγανδιστικές φυλλάδες, ελάχιστοι έχουν διαβάσει κάτι παραπάνω, και κανείς προβεβλημένος μέχρι τώρα δεν έχει μπορέσει να εκφέρει ολοκληρωμένο λόγο. Δεν στερούνται τακτικής ωστόσο, στο μέτρο που αντιγράφουν τα χιτλερικά ινδάλμάτα τους: τη χρήση της δημοκρατικής ανοχής, την παραστρατιωτική οργάνωση, τον αφιονισμό εξαθλιωμένων μαζών και την υπόσχεση μιας μυθικής ταυτότητας λαού.

Τα στελέχη της ΧΑ εμπιστεύονται περισσότερο τους μυες των αναβολικών, τα τατουάζ, τις στολές, τις σιδερογροθιές και τα μαχαίρια. Αυτό δεν τους καθιστά ακίνδυνους: ο machismo και η βαναυσότητα που εκπέμπουν βιώνονται και ως λάιφστάιλ, οι οπαδοί τους αισθάνονται σαν να είναι πιτ μπουλ σε ένα πλήθος προβάτων. Σαν πιτ μπουλ μπορεί να τους βλέπει και μέρος του πολιτικού συστήματος και να τους χρησιμοποιεί σαν χρήσιμο φόβητρο. Ομως στην Αμφιάλη το πιτ μπουλ αμολήθηκε ανεξέλεγκτο και κατασπαράζει όλα τα χέρια που το τάιζαν.

Τις τελευταίες ημέρες, είναι διάχυτη η εντύπωση ότι οι πολιτικοί χειρισμοί της κυβέρνησης στο εργασιακό και κοινωνικό πεδίο της προσφέρουν ελάχιστο πολιτικό όφελος ― μάλλον τη φθείρουν. Οι επιστρατεύσεις στις συγκοινωνίες και την ακτοπλοΐα, ως επίδειξη πυγμής, κατάφεραν προσώρας να αποκαστατήσουν την κανονική ροή σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής ζωής, αλλά την ίδια στιγμή η αμείλικτη υλική πραγματικότητα υπονόμευσε καίρια το μεταδιδόμενο κλίμα ότι αρχίζει το τέλος των θυσιών. Οι μεγάλες περικοπές στις συντάξεις, η η δρομολόγηση χιλιάδων απολύσεων στο δημόσιο, και κυρίως οι διαρροές για την υπερφορολόγηση των ακινήτων, προκαλούν αίσθηση ασφυξίας στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού.

Η διευρυνόμενη ένδεια σημαδεύτηκε από παράλληλα γεγονότα στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, φαινομενικά ασύνδετα, που όμως πυροδοτούν το καθένα με τον τρόπο του μια έντονη φυγοκέντρηση στο κοινωνικό σώμα, στα όρια της εξάρθρωσης και της ανθρωπιστικής κρίσης. Τέτοια γεγονότα με συμβολικό περιεχόμενο ήταν, ας πούμε, η διανομή δωρεάν λαχανικών έξω από το υπουργείο, που οδήγησε σε εικόνες αναγκεμένου όχλου· η επίδειξη ισχύος του νεοναζιστικού μορφώματος στην καρδιά της πρωτεύουσας αλλά και σε τόπους παροχής υπηρεσιών υγείας· τέλος, η συζήτηση που συνόδεψε τη σύλληψη των νεαρών αναρχικών ληστών.

Στα παράλληλα, ασύνδετα γεγονότα, διαβλέπουμε μια ισχυρή ροπή προς συμπεριφορές ακραίες και κυρίως καινοφανείς, αδιανόητες πριν ελάχιστα χρόνια. Για τον προσεκτικό παρατηρητή είναι προφανές ότι η κρίση, με τη φτώχεια και την ανεργία που συνεπιφέρει, οδηγεί σε πρωτόγνωρες ρηγματώσεις του κοινωνικού σώματος· πλήττει σκληρά τον κόσμο των μισθωτών και μικροεπιχειρηματιών, πλήττει τους μικροϊδιοκτήτες και τη μεσαία τάξη, πλήττει ανελέητα τη νεολαία. Σταδιακά, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αισθάνονται ανήμπορα και αποκλεισμένα, εκτοπισμένα, εκτός κοινωνίας και ιστορίας. Ακόμη και όσοι αντέχουν υλικά, αφενός, αισθάνονται πια ασήκωτο το βάρος των υπολοίπων, όσων βουλιάζουν, αφετέρου, δεν βλέπουν φως, δεν έχουν κάτι να πιαστούν. Κατά κάποιο τρόπο, το κεϋνσιανό παράδοξο της φειδούς στην υφεσιακή οικονομία συνυπάρχει με μια παράλυση του ηθικού και του φρονήματος σε κάθε κοινωνική ομάδα.

Ιστορικά, η πολιτική πυγμής δεν μπορεί να συνεχίζεται επί μακρόν· η αυστηρή τιμωρία των απειθών χωρίς παράλληλη επιβράβευση των ευπειθών, κινδυνεύει να φτάσει στο αντίθετο αποτέλεσμα: να απευθύνεται σε μια κοινωνία ανθεκτική στην τιμωρία, αναίσθητη στο φόβο, επιρρεπή στη βαναυσότητα και την ακραία αντίδραση. Αυτό μας δείχνει η αυξανόμενη επιρροή της ακραίας Χρυσής Αυγής: το απωλεσθέν νόημα αναζητείται στη βαναυσότητα και την ένστολη αγέλη. Αυτό δείχνει η απόδραση μέρους της νεολαίας προς τον μηδενισμό και τη βία: δεν βρίσκουν νόημα και αξιακό πλαίσιο, αλλά ούτε και δουλειά.

Για την ανάσχεση της ροπής προς βαναυσοποίηση και μηδενισμό, αυτού του άλογου κύματος, οι λύσεις αναμένονται πρωτίστως από έναν ριζικά ανανεωμένο πολιτικό λόγο και πράξη, από μια νέα γενική διάνοια γαλβανισμένη μες στην οδυνηρή συγκυρία. Αυτή είναι η τεράστια πρόκληση, αμφίπλευρα, προς τους υπάρχοντες σχηματισμούς και τις ηγεσίες τους: θα απαντήσουν ή θα διαλυθούν.

stoma

Κάποιος εκ του προχείρου αναλύει τους γονείς των νεαρών αναρχικών ληστών. Οχλος, απόγνωση, σύγχυση, κατάκριση των πάντων, και μια δριμεία ανησυχία όλα τα τυλίγει και περουνιάζει κόκκαλα.

Από την περασμένη Κυριακή η ανησυχία γυρνούσε εναλλάξ σε θλίψη και δύσπνοια, διαρκώς: σκεφτόμουν τα παιδιά και τους γονείς σε αυτόν τον χαλασμό της μεσαίας τάξης, ένιωθα δυσοίωνο το εγγύς μέλλον, έβλεπα κλειστές πύλες μπρος στον κάθε εικοσάχρονο, κι ένιωθα επίσης το μίσος και το χάσμα, τον γκρεμό: «Οτι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. Τί στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. Ζ13)

Ακαριαία ανέτρεξα σ’ ένα γραφτό πριν δύο χρόνια ακριβώς, (και αυτό) που μου το θύμισε κι ένας φίλος. Εγραφα με μια τεράστια απορία: Για τον θυμό των νέων και για τη διακοπή στην επαφή με τους γονείς, με αφορμή όσα αφηγούντο οι γονείς των συλληφθέντων μελών της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς. Αυτό:

«[…] Σε αυτούς τους γονείς και σε αυτά τα παιδιά αναγνώριζα κάτι από τις οικογένειες των φίλων μου, και από τη δική μου οικογένεια, οικογένειες, ας πούμε, κανονικές, συνηθισμένες, μικρομεσαίες οικονομικά, με δύο γονείς που δουλεύουν και λείπουν αρκετά απ’ το σπίτι, με παιδιά που παρακολουθούν βαριεστημένα το σχολείο, που ακούνε ροκ και χιπ-χοπ, παίζουν γκέιμς, σουλατσάρουν σε ίντερνετ καφέ, τυραννιούνται με φροντιστήρια, δίνουν πανελλήνιες, φλερτάρουν, κοιμούνται μέχρι αργά, ξενυχτάνε, ψιλοκαυγαδίζουν με τους γονείς τους, τρώνε μαζί τις Κυριακές, επισκέπτονται τους παππούδες και τους νονούς δις τους έτους κ.ο.κ.

»Και ξάφνου, διαβάζω, η σχέση διακόπτεται, απότομα. Το παιδί αναχωρεί απ’ την εστία, μετακομίζει σε δικό του σπίτι, η επαφή αραιώνει ή χάνεται για μήνες, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, γίνονται με “απόκρυψη”. Αυτή η διακοπή με πάγωσε πιο πολύ απ΄όλα. Γιατί; Πώς; Τι θέλει να πει αυτή η διακοπή, η απόκρυψη, η απόσταση, η ρήξη;

»Μπαίνω στη θέση του ‘διακοπέντος’ γονιού: Τι έκανα στραβά; Τι κάνω λάθος; Μπορεί όλα να είναι λάθος, μπορεί και τίποτε. Είναι θυμός, είναι πλήξη, είναι αίσθηση αποκλεισμού; Τι θυμώνει τον νέο τόσο, που διακόπτει τη σχέση με το σπίτι του και ενώνει το θυμό και το χνώτο του με συνομηλίκους όμοια θυμωμένους; Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, ενάντιο ίσως στον ‘σάπιο’ κόσμο των μεγαλύτερων, των εξουσιών, των συστημάτων που τον ντρεσάρουν και τον αποκλείουν; Ενδεχομένως. Είναι η βία ενδημική πια στους νεότερους, κατοπτρική ενός βίου αποθηριωμένου, βίου ευκαιριών ανταγωνισμού, βίου δυνητικής χλιδής και διαρκούς φενάκης, βίου με είδωλα πλουτισμού και καμία ηθική ευθύνη, βίου ατομοκεντρικού και άπιστου, χωρίς σταθερές, χωρίς αξιακές αναφορές; Κι αυτά ισχύουν.

»Κάτι λείπει όμως για να το καταλάβω ολόκληρο. Πιάνω κομματάκια μόνο, κομματάκια ενός θρυμματισμένου κόσμου, που παράγει απέραντο θυμό, βία, αυτοκαταστροφή, διακοπή σχέσεων και αποκλεισμό. Αυτοτροφοδοτούμενες παρέες οργισμένων νέων, αγέλες υπαρξιακά θυμωμένων, που επιστρέφουν στην κοινωνία τον δηλητηριώδη θυμό που τους έχει προξενήσει. Αμετουσίωτη οργή, χωρίς μετασχηματισμό της, χωρίς διέξοδο για ανακούφιση, για αυτοσυγχώρεση και συγχώρεση του άλλου, χωρίς συμπόνια και έλεος, σαν ένα αρχέγονο τραύμα που διαρκώς πονάει. Αυτό το τραύμα, βουβό και χαίνον, βρίσκεται στο σώμα της κοινωνίας, ακατανόητο και ου φωνητό, αυτό δεν θέλουμε όχι να το ψαύσουμε αλλά ούτε καν να ακούσουμε ότι ίσως υπάρχει. Κι ας πονάει.

»Μακάρι να μας γελάει το ένστικτο, μακάρι να πέφτουμε έξω, μακάρι οι φόβοι να είναι παράλογοι, αλλά αυτά τα σημάδια του θυμού, της ρήξης του κανονικού, της “διακοπής” και της “απόκρυψης”, της υπαρξιακής οργής της αγέλης, είναι σημάδια για πέτρινα, για μολυβένια χρόνια. Μακάρι να πέφτουμε έξω.»

Εξακολουθώ να απορώ· και να εύχομαι, με μεγαλύτερη ένταση, με πυρετό: Μακάρι να πέφτω έξω.

[«Βρισκόμαστε στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μη μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;» – Τάκης Σινόπουλος, Ο Χάρτης]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Τα παιδιά του Δεκέμβρη (PDF): Από τον συλλογικό τόμο «Τάξη και Αταξία. Οι νέοι φωνάζουν», επιμέλεια: Αιμίλιος Λιάγκης. Εκδόσεις Ακρίτας, 2011.
Πύλη προς το έλλογο, 21 Δεκεμβρίου 2008
Πώς μιλάμε το συμβάν; 4 Δεκεμβρίου 2009

Ποιος μπορεί να σταματήσει τους ναζί; Καθώς περνά ο καιρός και το νεοναζιστικό μόρφωμα φαίνεται να κερδίζει δημοτικότητα μεταξύ απελπισμένων και αδαών, γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι ο ναζισμός δεν αντιμετωπίζεται με καλοπροαίρετα ξόρκια, με αποσιώπηση ή με μεμονωμένες θεαματικές αντιπαραθέσεις.

Είναι επίσης φανερό ότι η διογκούμενη αποδοχή μιας, κατά τα άλλα περιθωριακής, σέχτας φανατικών τα τελευταία δυο-τρία χρόνια οφείλεται εν πολλοίς στην σοβούσα κρίση, που αποδυναμώνει και την πίστη στη δημοκρατία, αλλά και στο εντελώς τοπικό πρόβλημα των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών. Αυτά τα δύο φαινόμενα αλληλοτροφοδούνται και συνδυαζόμενα τροφοδοτούν τη ρητορική μισαλλοδοξίας, φυλετισμού και βίας των νεοναζί. Είναι γνωστό άλλωστε από τη μελέτη του μεσοπολέμου, ότι ο φασισμός και ο ναζισμός αναπτύσσονται στηριζόμενοι διαρκώς στην παραγωγή βίας και μισαλλοδοξίας· άνευ αυτών, μένουν χωρίς προωθητική ενέργεια.

Το νέο στοιχείο ωστόσο επιχωρίως είναι η μεταμφίεσή τους: σε μια τακτική κίνηση προσεταιρισμού ευρύτερων στρωμάτων, ανθρώπων θολωμένων μεν από την κρίση αλλά που απεχθάνονται τις δοξασίες των χιτλερόψυχων, οι εγχώριοι νεοναζί αποκρύπτουν τις παγανιστικές, σατανιστικές και εξολοθρευτικές πεποιθήσεις τους, αποκρύπτουν τις ποινικά κολάσιμες πράξεις μελών τους διασυνδεδεμέων με τον υπόκοσμο, και μεταμφιέζονται σε εθνικιστές, πατριώτες και ορθόδοξους χριστιανούς, σε υπερασπιστές της ελληνοχριστιανικής παράδοσης και των νοικοκυραίων.

Η απόκρουση της φαιάς πανώλης άρα περνά και από τη διαρκή αποκάλυψη των σκοταδιστικών δοξασιών τους, των βουτηγμένων στο φυλετικό μίσος, τη βία και τον πρωτογονισμό. Σε αυτό το πεδίο αποφασιστικό ρόλο καλείται να διαδραματίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια Εκκλησία που θα επανέφερε στο προσκήνιο το ευαγγελικό κήρυγμα της αγάπης, της φιλαλληλίας και της ισότητας, που θα προφύλασσε τους πλανημένους και θα αποκάλυπτε την αποτρόπαιη ουσία του χιτλερισμού, θα ανέκοπτε αποφασιστικά τις ροές προς το νεοναζιστικό μόρφωμα.

Δυστυχώς η Διοικούσα Εκκλησία, δια του Προκαθήμενου ή δια της Ιεράς Συνόδου, δεν έχει παρέμβει μέχρι στιγμής. Αντιθέτως, υπάρχουν αρχιερείς και ιερείς που συνομιλούν ή και ευλογούν τα όπλα του μίσους. Εντούτοις, κάτι κινείται: τέσσερις τουλάχιστον μητροπολίτες με αυξημένο κύρος και επιρροή, ο Σιατίστης, ο Δημητριάδος, ο Μεσσηνίας και ο Ναυπάκτου, έχουν καταδικάσει ρητά τον νεοναζισμό, σώζοντας την τιμή της Εκκλησίας. Την περασμένη Δευτέρα το Ιδρυμα Βιβλικών Μελετών «Αρτος Ζωής» άλλαξε την ατζέντα: οργάνωσε ενώπιον μεγάλου πλήθους εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα «Νεοναζιστικός παγανισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία»· ομιλητές, επιφανείς θεολόγοι και ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Με παρόμοια θεολογική ευαισθησία και δημοκρατική εγρήγορση κινούνται ήδη και άλλες σημαντικές συλλογικότητες: το περιοδικό Σύναξη και η Ορθόδοξη Ακαδημία Βόλου.

Κάτι ακούγεται στην κοινωνία, αχνό αλλά ελπιδοφόρο. Μακάρι να ακουστεί και μέσα στα μέγαρα των επισκόπων.

Στην Αθήνα η κυβέρνηση μεταδίδει την αισιοδοξία της για την άρση της διπλωματικής απομόνωσης της χώρας, και ταυτόχρονα βιάζεται να κλείσει τη συμφωνία με την τρόικα, προκειμένου να εκταμιευθεί η δανειακή δόση των 31,5 δισ. ευρώ. Η χρονική πίεση δημιουργεί το δικό της κλίμα, μια αίσθηση επείγοντος, αποσπασμένη από το πραγματικό περιεχόμενο της συμφωνίας: ας επιτέλους κλείσει η διαπράγματευση, κι ας είναι ό,τι να ‘ναι, θα κάνουμε ό,τι πείτε.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ χειρότερη. Το εμπροσθοβαρές πακέτο περικοπών και υπερφορολόγησης ―9 δισ. σε μία χρονιά― ουσιαστικά αποσύρει από την αφυδατωμένη αγορά περίπου το 5% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, ένα δυσβάστακτο βάρος για άτομα και επιχειρήσεις. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι διαλυμένοι μηχανισμοί του κράτους θα μπορέσουν να εισπράξουν αυτά τα χρήματα, πολύ περισότερο που τα ζητούν από τις ήδη εξουθενώμενες ομάδες πληθυσμού, μισθωτούς, συνταξιούχους και μικροεπαγγελματίες. Τα μεγάλα εισοδήματα και το μαύρο χρήμα δεν θίγονται ― κι αυτό το επαναλαμβάνουν διαρκώς οι ηγέτες των κρατών και οργανισμών που συμμετέχουν στον ελληνικό δανεισμό.

Η συγκρατημένη αισιοδοξία από την όψιμη συμπάθεια ξένων ηγετών προς την Ελλάδα δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη δεινή θέση της τρικομματικής κυβέρνησης: πιθανότατα θα ψηφίσει τα μέτρα στη Βουλή, αλλά δεν θα μπορέσει να τα εφαρμόσει. Η είσοδος στην κυβέρνηση προσώπων από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ δεν θα της προσφέρει επιπλέον νομιμοποίηση· αντιθέτως, θα της προσθέσει τη ραγδαία φθορά του ΠΑΣΟΚ, και την προσωπική κατάρρευση του αρχηγού του, και την αστάθεια της ΔΗΜΑΡ.

Η πολιτική αστάθεια όμως δεν προέρχεται τόσο από τα κομματικά γραφεία και τις προσωπικές αδυναμίες, όσο από την κατάκοπη κοινωνία. Σύγχυση, φόβος, παραίτηση, απόγνωση, αλλά και βία κυριαρχούν σταδιακά στον δημόσιο χώρο· η έλλογη συμπεριφορά και η συλλογικότητα υποχωρούν. Η έλευση του χειμώνα, με τις αυξημένες υλικές απαιτήσεις, θα επιδεινώσει την απαισιοδοξία. Ηδη σε συνελεύσεις πολυκατοικιών αποφασίζουν να μην προμηθευτούν πετρέλαιο θέρμανσης λόγω αδυναμίας πολλών ενοίκων. Οι δυσλειτουργίες ζωτικών υποσυστημάτων του κράτους, π.χ. στα σχολεία και τα νοσοκομεία, σωρεύονται και πολλαπλασιάζονται. Αναμενόμενο: οι κρατικές λειτουργίες θα απορροφούν περίπου το 35% του ΑΕΠ, έναντι του 42% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη. Κι αυτό το 35% λογαριάζεται πλέον στο συρρικνωμένο ΑΕΠ, που θα φτάσει τα 171 δισ. ευρώ στο τέλος του χρόνου, από τα 210 δισ. του 2007. Με τόσο μεγάλες και τόσο απότομες περικοπές, κανένα κράτος δεν αντέχει.

Το ύστατο πλήγμα που απειλεί τα μικρομεσαία στρώματα είναι η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, που θα προκαλέσει το ενδεχόμενο κύμα πλειστηριασμών για ακίνητα μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων. Οι τράπεζες επιθυμούν να διαγράψουν τα επισφαλή δάνεια δια της τιτλοποίησης και πώλησής τους. Η συνεπαγόμενη απαξίωση της ακίνητης περιουσίας, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγήσή της, θα επιταχύνει τη διαδικασία πληβειοποίησης του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Ανεργία, μείωση εισοδήματος, υπερφορολόγηση, απαξίωση ή κατάσχεση κατοικίας: Οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες είναι απρόβλεπτες.

H προχθεσινή ημέρα, Πέμπτη 6 Ιουνίου, ήταν μια εξαιρετικά φορτισμένη ημέρα, γεμάτη βία, μίσος, τυφλότητα, φόβο. Τραμπουκισμοί από τηλεοράσεως, αυτοδικία, ληστείες και ένοπλες επιθέσεις, απαγωγή ανηλίκου, φόνοι. Και ανεργία ρεκόρ. Και ξεγραμμένοι από τους περισσότερους ξένους αναλυτές. Και καταφρονεμένοι στα μάτια άλλων λαών, φιλελλήνων έως πρόσφατα.

Το ιδιαίτερο χρώμα, όμως, της προχθεσινής μέρας το έδωσε η βία, σε όλες τις αποχρώσεις και εντάσεις. Σχεδόν όλα είχαν ξανασυμβεί, με άλλοτε άλλη ένταση. Τώρα όμως συνέβησαν όλα μεγεθυμένα, αδρά, ωμά. Και επιπλέον συνέρρευσαν πολλά διαφορετικά μέσα στην ίδια κοίτη, συγκροτώντας ένα άθροισμα εκρηκτικό, πολύ μεγαλύτερο από τα μεγέθη των επιμέρους αθροιζομένων.

Το αποτέλεσμα; Ενας μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει ακόμη τέτοια συμβάντα θυμικά, λέγοντας “γεια στα χέρια του”, λιγότερο ή περισσότερο εμφατικά. Αλλοι νιώθουν φρίκη και παγώνουν ανήμποροι. Αλλοι αναζητούν τρόπους ατομικής αυτοάμυνας. Κι άλλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτή η τυφλή Πέμπτη ίσως αποτελεί μήτρα για πολλές τέτοιες μέρες που θα ‘ρθουν. Αυτό το τελευταίο, το προαίσθημα ότι τα χειρότερα έπονται, είναι το σήμα κινδύνου που πρέπει να ακούσουμε σαν πολιτική κοινωνία, ώστε να αντιδράσουμε αναλόγως, όσο υπάρχει ακόμη χρόνος για έλλογες αντιδράσεις ελλόγων όντων.

Nα σκεφτούμε βαθιά και καθαρά. Πολλοί συμπολίτες μας υποφέρουν αδίκως, οικογένειες νοικοκυραίων στενάζουν, επιχειρήσεις έντιμων και προκομένων ανθρώπων συνθλίβονται. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η βία και η διάλυση όμως δεν αποτελεί διέξοδο σε καμία περίπτωση. Αντιθέτως, οι θεσμοί και οι αξίες του πολιτικού και νομικού πολιτισμού, η αξιοπρέπεια, η ανθρωπιά, είναι τα πολυτιμότερα αποθέματα, για τα οποία πρέπει να αγωνιστούμε, το μονάκριβο κεφάλαιο για την αναγέννηση που όλοι ονειρευόμαστε. Ανευ αυτών ουδέν. Και ακριβώς επειδή είναι άυλα, αυτά κανείς δεν μπορεί να μας τα πάρει, αν δεν τα παραδώσουμε εμείς βορά στον φόβο και τον κοινωνικό δαρβινισμό.

Οι τελευταίοι μήνες και ιδίως οι θερμοί Ιούλιος και Αύγουστος βρήκαν την Ελλάδα σε μια ιστορική καμπή. Η οικονομική κρίση ασφαλώς είναι αυτή που ορίζει τις συμπεριφορές, ατομικές και συλλογικές, αλλά γίνεται όλο και πιο φανερό, ακόμη και στον πιο ανυποψίαστο, ότι η κρίση είναι και κοινωνική και πολιτική. Θα τολμούσα να πω και πνευματική, υπό την έννοια ότι η κρίση αχρηστεύει τα εν χρήσει γνωστά εργαλεία και τις ορθόδοξες προσεγγίσεις· απαιτεί νέα σκέψη, τολμηρά βήματα, αυτοαναίρεση, κι αυτά λείπουν.

Οι εκτιμήσεις για το προσεχές μέλλον είναι δυσοίωνες. Τα οικονομικά στοιχεία της χώρας επιδεινώνονται σταθερά, η ύφεση ως το τέλος του 2011 εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 5%, ίσως και το 6%, η ανεργία θα υπερβεί το 17,5%. Οι δείκτες αυτοί περιγράφουν μια οικονομία που πλήττεται από πολεμική σύρραξη. Το πολεμικό φόντο καταγράφεται πράγματι σε μια στάση του κοινωνικού σώματος όλο και πιο έκδηλη: σε μια διχοστασία, έναν ψυχικό και πολιτικό διχασμό, έναν ακήρυκτο εμφύλιο. Η εξήγηση δεν είναι μία και δεν είναι απλή. Ωστόσο, στη ρίζα αυτής της διχοστασίας βρίσκεται ο φόβος ενώπιον της κατάρρευσης του παλαιού, του γνώριμου, του οικείου ― καλό, ψυχρό, ανάποδο, δεν έχει σημασία. Η παλαιά κατάσταση καταρρέει υπό το βάρος των αμαρτιών της και ο καθείς σπεύδει να προφυλαχθεί κραδαίνοντας μια εξήγηση: φταίει αυτό το πρόσωπο, αυτό το κόμμα, αυτή η πολιτική ιδεολογία ή πρακτική. Ολες οι εξηγήσεις αναφέρονται στο παρελθόν, όλες αναζητούν υπεύθυνους, και όχι άδικα. Εντούτοις, οι εξηγήσεις αυτές πάσχουν στον πυρήνα τους: πρώτον αρθρώνονται με τα ίδια διανοητικά υλικά, τα υλικά της παλαιάς ερειπώδους κατάστασης. Δεύτερον, οι εξηγήσεις λειτουργούν περισσότερο σαν εξορκισμός του κακού και ελάχιστα σαν εφαλτήριο για υπερπήδηση της δυσχέρειας και δημιουργία.

Η κρίση παγώνει τη σκέψη, ο φόβος πνίγει τις δημιουργικές δυνάμεις. Παρότι θα περιμέναμε η απειλή να αφυπνίσει το ένστικτο αυτοσυντήρησης και να κινητοποιήσει δυνάμεις αντίστασης και αναγέννησης, αυτό που παρατηρείται προς το παρόν είναι το αντιδιαμετρικό του: Ο φόβος απελευθερώνει καταστροφικές ενορμήσεις, ο θυμός μένει αμετουσίωτος και στρέφεται εναντίον του διπλανού και εναντίον του συλλλογικού εαυτού εντέλει. Είναι μια αναγκαία φάση ασφαλώς, πλην όμως δαπανάται ζωτική ενέργεια σε μια κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία ο ιστορικός χρόνος κυλά εξαιρετικά συμπυκνωμένος και εξαιρετικά απαιτητικός.

Αυτό το αδρό σχήμα ενδοψυχικής και ενδοκοινωνικής σύγκρουσης, αμφιθυμίας, ενδοβεβλημένου θυμού, μπορεί να εξηγήσει μέσες-άκρες και τη ζηλωτική συμπεριφορά κυβερνητικών ανδρών που εφαρμόζουν οδυνηρές πολιτικές, συχνά καταστροφικές και αδιέξοδες, ισχυριζόμενοι ότι μόνο αυτό μπορεί να γίνει και επιπλέον αυτό είναι το καλύτερο. Δεν λένε ψέματα, το πιστεύουν· το έχουν εσωτερικεύσει και το πιστεύουν, διότι δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν διαφορετικά. Ασφαλώς υπάρχουν και οι κυνικοί και οι υποκριτές, ακόμη και οι κουτοί πολτικοί, αλλά δεν συζητάμε αυτό. Με τον ίδιο τρόπο σκέψης-δράσης, ένα είδος αυθυποβολής, πορεύονται και άλλοι πολίτες, τασσόμενοι με τη μία ή την άλλη ολοκληρωτική εξήγηση: αυτή είναι η μόνη λύση, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.

Αντιλαμβανόμαστε βέβαια ότι αυτή η ζηλωτική στάση, η αρραγής σκέψη η σχεδόν φονταμενταλιστική, χωρίς καμία αμφιβολία, καμία ρωγμή ή αμυχή, περικλείει έναν πυρήνα ολοκληρωτισμού, και εφόσον η πεισματάρα πραγματικότητα επιμένει να διαψεύδει διαρκώς τους ζηλωτές, μπορεί να εκλύσει τεράστια ποσά ματαίωσης.

Την ίδια στιγμή, σε έναν παράλληλο κόσμο, η ίδια κρίση δρα σαν ισχυρό ναρκωτικό. Ικανό μέρος του πληθυσμού πορεύεται παγωμένο και μουδιασμένο, αναίσθητο, σαν ανέπαφο από οιωνούς, σημάδια και πλήγματα. Η τερατώδης αμεριμνησία των προηγούμενων χρόνων κυλά ακόμη στις φλέβες, η αδράνεια υπερνικά κάθε πραγματικό εμπόδιο, η αδράνεια αποκλείει τα εξωτερικά ερεθίσματα. Η αδράνεια μαζί με τον φόβο. Σε αυτή την περίπτωση η φόβος κινητοποιεί άλλο μηχανισμό: την άρνηση του πραγματικού. Εκεί όπου ο ζηλωτής δρα υπεραναπληρωτικά και φανατικά, πεπεισμένος ότι μπορεί να αναστρέψει την καταστροφή με τα ίδια εργαλεία που προκάλεσαν την καταστροφή, ο «αδρανής» αναχωρεί από το πραγματικό, το αρνείται, το σβήνει. Και εφόσον διαγράφει την πηγή του φόβου του, είναι σαν να μην αισθάνεται φόβο και πόνο. Μένει απαθής.

Αναπτύσσονται και άλλες συμπεριφορές, κινητοποιούνται και άλλοι μηχανισμοί άμυνας, μετουσίωσης της τρομακτικής πραγματικότητας της κρίσης, άλλοτε πιο πρωτόγονοι και άλλοτε πιο εκλεπτυσμένοι και σύνθετοι. Η βαριά δυσθυμία, η εκτεταμένη αθυμία, η κατάθλιψη, εντοπίζονται διάχυτες σε όλο το κοινωνικό σώμα· η δυσπιστία και η καχυποψία γενικεύονται, ο στοιχειώδης σχεδιασμός του μέλλοντος αναστέλλεται. Ολες αυτές οι συμπεριφορές έχουν ως κοινό παρονομαστή τη βία, είτε εσωτερικευμένη, συμπιεσμένη και μη εκτονωμένη, είτε εξωτερικευμένη, θορυβώδη, χαοτική.

Η κρίση διαρρηγνύει το άτομο, τις σταθερές του βίου του, απειλεί την οικογένειά του. Η κρίση διαρρηγνύει τις σταθερές του συλλογικού βίου, τις κανονικότητες, τις ροές. Φέρνει μαζί της και την πικρή, ακριβή επίγνωση: η κρίση, η ρήξη, η ανατροπή, η καταστροφή είναι σύμφυτες της νεωτερικότητας. Η μεταπολεμική ευημερία, η ειρήνη, ήταν ένα φωτεινό μακρύ διάλειμμα. Και τέλειωσε.

Ουδείς επιθυμεί τη βία. Ωστόσο το φάντασμά της αιωρείται πάνω από την δοκιμαζόμενη Ελληνική Δημοκρατία, άρα η αντιμετώπισή της δεν μπορεί να διεξάγεται μόνο με εξορκισμούς και ευχολόγια. Ας τη σκεφτούμε επί της ουσίας, για να μπορέσουμε να αποτρέψουμε την εξάπλωσή της. Οι αποδοκιμασίες και οι προπηλακισμοί εναντίον πολιτικών πυκνώνουν, όσο πυκνώνουν τα μέτρα περικοπών και φορολόγησης, όσο εντείνεται η ύφεση και, κυρίως, όσο εντείνεται η ανασφάλεια. Η σχέση είναι γραμμική. Αντιστοίχως, όσο αυξάνονται το πλήθος και το πάθος των διαμαρτυρόμενων, τόσο αυξάνεται εξ αντιδράσεως η ένταση της αστυνομικής βίας, όπως φάνηκε την Τετάρτη των Χημικών, 29 Ιουνίου.

Είναι φανερό ότι έχει ανοίξει ένας ανατροφοδοτούμενος κύκλος έντασης, ο οποίος δεν πρόκειται να διαρραγεί με ρητορικές καταδίκες που συνδαυλίζουν την αμοιβαία καχυποψία, αλλά μόνο με άρση των γενεσιουργών αιτίων. Κι επειδή η άρση των αιτίων της οργής δεν είναι εφικτή βραχυπρόθεσμα, πρέπει ως κοινωνία να βρούμε επειγόντως τρόπους καταλλαγής, αν επιθυμούμε να αποφευχθεί ο αλληλοσπαραγμός.

Τη μεγαλύτερη ευθύνη την έχουν η κυβέρνηση, πρωτίστως, οι πολιτικοί φορείς και οι διαμορφωτές κοινής γνώμης. Το πλήθος, των αγανακτισμένων και των σιωπηλών, συνομιλεί με αυτούς τους φορείς, και εν πολλοίς καθοδηγείται. Για να κατευναστεί το πλήθος, απαιτείται μια ορισμένη ειλικρίνεια εκ μέρους των κυβερνώντων και των πολιτικών ταγών, απαιτείται παρρησία και ανάληψη ευθύνης. Μεγάλο μέρος της οργής προέρχεται από την ανειλικρίνεια των κυβερνώντων, τη διπλή τους γλώσσα, αλλλά και από την πεποίθηση ότι η κυβέρνηση δεν είναι ικανή να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Αυτή η διάχυτη αίσθηση αδυναμίας, μια βαριά malaise, κατακλύζει όλη την κοινωνία, την οδηγεί σε ασφυξία. Για να ανακουφιστεί, η κοινωνία εντοπίζει την πηγή δυσφορίας της στην κυβέρνηση: την εξέλεξε για να διαχειριστεί την κρίση, να οδηγήσει τη χώρα στα υπήνεμα· μα η χώρα βυθίζεται ολοένα στην ύφεση και την αδυναμία. Η αυτοκριτική είναι οδυνηρή και δυσχερής, η αδράνεια μεγάλη, η μετατόπιση της ευθύνης στους ηγέτες είναι η πιο εύκολη λύση.

Σε αυτή την περίσταση η πολιτική τάξη οφείλει να διαδραματίσει το γονεϊκό της ρόλο, να διασκεδάσει τους υπαρκτούς φόβους του λαού, να κατευνάσει τα πάθη με τρόπους δημοκρατικούς, να αναλάβει την ιστορική ευθύνη που της έλαχε. Καθήκον του πολιτικού ηγέτη, πολλώ μάλλον του αιρετού, είναι να ενσαρκώνει την πατρική φιγούρα: να είναι δίκαιος, να θέτει όρια, να προστατεύει, κα καθησυχάζει, να συζητά ενδελεχώς, να δίνει το παράδειγμα, να θυσιάζεται, και μόνο εφόσον εξαντληθούν τούτα να τιμωρεί. Ο βουλευτής Χρ. Πρωτόπαπας, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ και έμπειρος συνδικαλιστής, προ ημερών έδωσε ένα τέτοιο παράδειγμα έμπρακτης καταλλαγής: συζήτησε επί μιάμιση ώρα με ομάδα αγανακτισμένων πολιτών που τον προσέγγισαν σε ταβέρνα, και μάλιστα για το καυτό θέμα των βίαιων επεισοδίων της 29ης Ιουνίου. Ούτε αντεγκλήσεις ούτε γιαούρτια ούτε βέβαια σωματικές απειλές· απλώς, συζήτηση. Ανάληψη ευθύνης και βλέμμα στα μάτια. Είναι ένας τρόπος.

Το ‘χουν οι Τετάρτες του θέρους 2011: από την πρώτη Τετάρτη 25 Μαϊου, πρεμιέρα των Αγανακτισμένων, έως την Τετάρτη 15 Ιουνίου της πολιτικής λιποθυμίας του Γ. Παπανδρέου υπό την πολιορκία του πλήθους, και την πρόσφατη Τετάρτη 29 Ιουνίου, της υπερψήφισης του Μεσοπρόθεσμου, με κόλαση δακρυγόνων και πλήθος τραυματιών στην πλατεία Συντάγματος. Κάθε τέτοια Τετάρτη, και κάθε μέρα ενδιαμέσως αυτό τον καιρό, όλο και περισσότεροι Ελληνες συνειδητοποιούν κατάπληκτοι την ιστορική αλλαγή, την αλλαγή παραδείγματος.

Κανείς δεν γνωρίζει προς τα πού θα τραβήξει η χώρα του Μεσοπρόθεσμου, εκτός από την ύφεση, την ανεργία και την εσωτερική υποτίμηση, αλλά όλοι αντιλαμβάνονται ότι η νέα εποχή ανατέλλει με βία και φόβο. Βία κατά την μετάπτωση του οικονομικού και κοινωνικού status της μεσαίας τάξης, βία με την εξαθλίωση των φτωχών, βία ακόμη και με τη μορφή χημικής καταστολής των αντιδρώντων πολιτών. Και φόβος: φόβος για το αβέβαιο ατομικό και οικογενειακό μέλλον, φόβος για την κοινωνική συνοχή, φόβος για την εθνική κυριαρχία της εξουθενωμένης και λοιδωρούμενης Ελλάδας.

Οταν θα λήξει το Μεσοπρόθεσμο, περί το 2014, και εφόσον δεν θα έχει επιβληθεί εν τω μεταξύ Μνημόνιο ΙΙΙ, θα ζούμε σε χώρα ή σε χώρο; Θα ζούμε σε ένα ανεξάρτητο δημοκρατικό κράτος ή σε έναν επιτηρούμενο χώρο, στον οποίο όλα θα έχουν πουληθεί, δεν θα υπάρχει η έννοια του δημόσιου αγαθού και του δημόσιου χώρου; Αναρωτιόμαστε πώς άραγε θα εργαστεί η ανεξάρτητη εταιρεία ιδιωτικοποιήσεων: Εν σπουδή και πανικώ; Θα αντέξει στην πίεση των επειγομένων δανειστών; Θα μπορεί να υπερασπιστεί το δημόσιο και εθνικό συμφέρον; Πώς θα αποτιμά την αξία των υδάτων και των αιγιαλών; Με ποια περιβαλοντικά και ιστορικά κριτήρια θα ερμηνεύσει την «πολεοδομική ωρίμανση»;

Δεν έχουμε βέβαια απαντήσεις για όλα αυτά. Μόνο ανησυχία. Η οποία ανησυχία θεριεύει όσο παρακολουθούμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας να μεταλλάσσονται σταδιακά από δανειστές και διασώστες, σε τιμωρούς, σε εκνευρισμένους γείτονες, σε μοχθηρούς τιμητές που φορτώνουν στον αδύναμο κρίκο όλες τις αμαρτίες της Ευρώπης, να μεταλλάσονται ενδεχομένως και σε εκμεταλλευτές έτοιμους να επωφεληθούν από την χρεοκοπία του πρώην εταίρου και νυν δουλοπάροικου.

Διότι το χειρότερο που μπορούσαν να επιβάλλουν οι εταίροι στους Ελληνες το πράττουν ήδη: ταπεινώνουν έναν ολόκληρο λαό, τον παραδίδουν στη χλεύη, την απαξίωση, τη δυσφήμηση, την ενοχοποίηση. Κάνουν ιστορικό λάθος. Και μαζί τους παρασύρεται η πολιτική τάξη που εξελέγη δημοκρατικά για να κυβερνήσει τη χώρα δημοκρατικά: ενοχοποίησε τους πάντες, διαίρεσε ψυχικά τον λαό σε αλληλοσυγκρουόμενες συντεχνίες, κατέφυγε σε εκβιαστικά διλήμματα, χρησιμοποίησε κατά κόρον την προπαγάνδα και την καταστολή εν ονόματι μιας μυθικής συναίνεσης. Ναι, συναίνεση, αλλά σε ποιο έδαφος συνανήκειν; Ο αντιπρόεδρος Β. Βενιζέλος το έθεσε καίρια, μέσα στη Βουλή, απευθυνόμενος στην αξιωματική αντιπολίτευση: Ζήτησε συνεργασία για να μην καταλήξει η χώρα «απολύτως προτεκτοράτο». Ωστε η χώρα, κατά τον ευφυή αντιπρόεδρο, είναι ήδη προτεκτοράτο, εν μέρει τουλάχιστον.

Αυτό διακυβεύεται σήμερα: Αν η Ελλάδα θα παραμείνει κυρίαρχο κράτος, με λαό κυρίαρχο, ελεύθερο να διαθέτει εαυτόν ως βούλεται. Ιδού το έδαφος του συνανήκειν: η Ελλάδα, η χώρα, η πατρίδα ― η οποία τούτη τη στιγμή είναι προτεκτοράτο. Αυτό ακριβώς το ιστορικό φαινόμενο φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου : τη μετάπτωση της χώρας σε προτεκτοράτο, το οποίο έναντι χρέους εκχωρεί όχι μόνο περιουσία, αλλά και κυριαρχία και βουλή και βούληση. Η κυβέρνηση δρα ως έντρομος διαχειριστής μιας κρίσης δανεισμού ―την οποία εν μέρει η ίδια προκάλεσε― εφαρμόζοντας μέτρα που τις υπαγορεύονται από αναλόγως ενδεείς και δογματικούς εταίρους-δανειστές. Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρό της, η κυβέρνηση δρα ήδη ως καθοδηγούμενη διοίκηση προτεκτοράτου.

Η Ελλάδα συγκροτήθηκε ως κράτος μετά πολυετή, αιματηρή εθνική επανάσταση. Η τρομερή όψη της ελευθερίας είναι η ιδρυτική συνθήκη της νεότερης Ελλάδας. Ολα τα ελαττώματα, όλες οι αδυναμίες αυτού του κράτους, όλες οι ασθένειες και οι προδοσίες των ελίτ, δεν μπορούν να σβήσουν τα προικιά της γέννησης: την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την υπερηφάνεια. Εξ ου και ανά διαστήματα ο μαραζιάρης λαός τα υπερασπίζεται με αίμα. Την ευημερία, την άνεση, τη ΔΕΗ, τα λιμάνια, κι αν τα χάσουμε, μπορούμε να τα ξαναποκτήσουμε σχετικά εύκολα σε προβλεπτό χρόνο. Εχει συμβεί στο παρελθόν. Αλλά η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια, η αυτοδιάθεση, δεν αγοράζονται. Οχι αναίμακτα.

εικόνα: Cyberela

Το κίνημα των Indignados της Ισπανίας, σαν έκφραση και σαν δυναμική, προβληματίζει ήδη τους Ελληνες. Η ανεργία, η ύφεση, η διαφθορά, η ανικανότητα των κυβερνώντων, το έλλειμμα δικαιοσύνης, υπάρχουν και εδώ, με την ίδια ή σφοδρότερη ένταση. Πώς αντιδρά εδώ η κοινωνία, πώς αντιδρά στην Ισπανία; Ο καθείς με τον τρόπο του και με την παράδοσή του.

Στη μεταφρανκική περίοδο, οι Ισπανοί δεν έχουν παράδοση άγριων απεργιών και συγκρουσιακών διαδηλώσεων, όπως οι γείτονες τους Γάλλοι και Ιταλοί. Μετά σαράντα χρόνια σιδηράς και σταθερής δικτατορίας, που επεβλήθη ύστερα από έναν τρομακτικό εμφύλιο, η ισπανική βασιλευομένη δημοκρατία διήγε βίο συγκρατημένο, ίσως και μελαγχολικό, με απόλυτη κυριαρχία ενός παντοδύναμου δικομματικού συστήματος. Αυτό το σύστημα, που οδήγησε τη χώρα σε βαθιά οικονομική και ηθική κρίση, αμφισβητείται τώρα από τις νεότερες γενιές, οι οποίες δεν έχουν αναμνήσεις δικτατορίας, φοβικά σύνδρομα και πολιτική μελαγχολία. Εξ ου και η αντίδραση των νεαρών Indignados είναι μεν σφοδρή, αλλά είναι αχρωμάτιστη κομματικά, είναι καθολική, και είναι δυναμική, αλλά όχι τυπικά βίαιη. Φαίνεται ότι Indignados δεν θεωρούν παράδοσή τους τη μοναχική βία των αυτονομιστικών κινημάτων, της ΕΤΑ λ.χ. Αντιθέτως, στις πλατείες φαίνεται να επανεμφανίζεται η παράδοση κοινοτισμού και αυτοδιεύθυνσης, από τον καιρό της δημοκρατίας του 1936.

Η δική μας παράδοση διεκδικήσεων είναι πιο συγκρουσιακή, πλησιέστερη στην ιταλική και γαλλική παράδοση. Δεν είναι καλύτερη ή χειρότερη, είναι ιστορικά άλλη. Αλλωστε και στις δύο διαφορετικές περιπτώσεις, την ισπανική και την ελληνική, το αποτέλεσμα της διακυβέρνησης είναι κοινό: κρίση και χρεοκοπία. Το κίνημα των Indignados ωστόσο φέρνει την ισπανική κοινωνία σε συγχρονισμό με παρόμοιες εκδηλώσεις διεθνώς ― κυρίως με το άτυπο αιγυπτιακό κίνημα του κογκνιταριάτου, που οδήγησε στην πλατεία Ταχρίρ, αλλά και με άλλα άτυπες κινήσεις στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, που αναζητούν εναγωνίως αναστήλωση των θεμελίων της δημοκρατίας: Ελευθερία και Δικαιοσύνη.

Το κοινό στοιχείο είναι παραδόξως καινοφανές: οι νέοι εξεγείρονται με παρόμοια αιτήματα και παρόμοιους τρόπους, τόσο στη φτωχή, τριτοκοσμική Αίγυπτο, όσο και στην ευρωπαϊκή, βιομηχανική Ισπανία. Ζητούν ηθική επανάσταση και αξιοπρεπή διαβίωση. Και οργανώνουν τα κινήματά τους αντιιεραρχικά, με εναλλαγές αντιπροσώπων, με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με μέριμνα για αυτοοργάνωση και αυτάρκη επιμελητεία. Εφαρμόζουν στην πράξη, επιτόπου και ακαριαία, μορφές αυτοδιεύθυνσης, σκαρώνουν την κοινωνία της επαγγελίας. Εδώ και τώρα.

Από αυτή την αναδυόμενη παράδοση δυναμικής αλλά μη βίαιης διεκδίκησης θα βλαστήσουν πιθανότατα νέοι ηγέτες, νέες ιδέες, νέες προτάσεις οργάνωσης του δημόσιου χώρου, νέα νοηματοδότηση του κοινού καλού και του λαού, μια επανηθικοποίηση του βίου. Τα χρειαζόμαστε όλα επειγόντως.

Κάθε εικοσιτετράωρο κι ένας νεκρός. Στο δρόμο, στο κέντρο, στην πρωτεύουσα. Κι η κοινωνία, σπαραγμένη, φοβισμένη, κατασυγχυσμένη, αποτραβιέται ακόμη βαθύτερα στο καβούκι της, όσο διάφορες ομάδες διεκδικούν σώματα και σορούς. (Μερικές σορούς δεν τις διεκδικεί κανείς, μένουν αταύτιστες στα ψυγεία. Με μια ανορθόγραφη ετικέτα.)

Ο Μανώλης Καντάρης δολοφονήθηκε λίγο προτού γεννηθεί το παιδί του. Ο Γιάννης Καυκάς κρατούσε ένα πανώ και βρέθηκε να χαροπαλεύει. Ο νεαρός από το Μπαγκλαντές έπεσε νεκρός από μαχαιριές αγνώστων. Βία εγκληματική, βία παρακρατική, βία φασιστική. Οι φονιάδες παραμένουν άγνωστοι, κυκλοφορούν ανάμεσά μας· κι είμαστε όλοι υποψήφιοι θύτες και θύματα, όλοι βυθισμένοι σ’ έναν δαιμονικό κύκλο βίας και μίσους, φόβου και μισαλλοδοξίας, εξαθλίωσης και αυτοδικίας. Και παράλογης διεκδίκησης νεκρών: κάθε φατρία διεκδικεί το αίμα ενός αθώου.

Αυτός ο κύκλος αίματος πρέπει να διακοπεί. Τώρα. Με ευθύνη της πολιτικής κοινωνίας και του δημοκρατικού κράτους, όσου έχει απομείνει, με ευθύνη κάθε έμφρονος πολίτη, είτε κατοικεί πέριξ της Πατησίων είτε κατοικεί στο Παγκράτι, στα Εξάρχεια, στους Αμπελόκηπους, στο Μαρούσι. Γιατί η βία απειλεί να γίνει πάνδημη. Γιατί οι νεκροί βαραίνουν όλη την κοινωνία: η βίαιη διακοπή μιας ζωής μάς βαραίνει όλους, η μνήμη τους μας στοιχειώνει. Ο οικογενειάρχης Μανώλης Καντάρης, ο δάσκαλος Γιάννης, ο νεαρός Μπαγκλαντέζος, είναι όλοι πλάσματα του ίδιου Θεού· δεν ανήκουν σε καμιά ναζιστική σέχτα, σε κανέναν αυτόκλητο υπερασπιστή της φυλής και της τάξης.

Στη ματοβαμμένη άσφαλτο της Γ’ Σεπτεμβρίου, της Στρατηγού Καλλάρη, της Πανεπιστημίου, οι Ελληνες πολίτες να ανάψουν κεριά και να μείνουν σιωπηλοί, απειλητικοί, αποφασισμένοι. Να στείλουν μήνυμα προς την εγκληματικά ολιγωρούσα πολιτική ηγεσία, την κουφή, τυφλή και μοιραία, που περιφρουρεί τα προνόμιά της, ότι η πρωτεύουσα έχει μετατραπεί σε slum και η χώρα βυθίζεται στην κατάθλιψη.

Θα περιμέναμε από τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο να τεθούν επικεφαλής σε τέτοιες εκδηλώσεις αισθήματος και αποφασιστικότητας, υπεράσπισης του δημόσιου χώρου και της ζωής. Θα περιμέναμε από τους υπουργούς να σπεύδουν ακαριαία στα νοσοκομεία και στις κηδείες, να παίρνουν, έστω την υστάτη ώρα, το μήνυμα μιας κοινωνίας που βουλιάζει και σπαράσσεται. Δεν το έκαναν. Κρύβονται από την πραγματικότητα, κρύβονται από την κοινωνία, κρύβονται από την Ελλάδα. Εγκατέλειψαν την Κάτω Αθήνα στην εξουσία της Χρυσής Αυγής. Οι τιμηθέντες με την ψήφο του λαού, οι λειτουργοί της δημοκρατίας, οι υπερασπιστές της νομιμότητας, οι εγγυητές της συνταγματικής τάξης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κρύβονται, δειλιάζουν, ψελλίζουν διαχειριστικές ανοησίες, πλασάρονται σε κούρσες διαδοχής, νίπτουν τας χείρας τους.

Η κλεπτοκρατική τάξη που διοίκησε τη χώρα την οδήγησε στη χρεοκοπία και την αναξιοπρέπεια. Εκχώρησε τη σημαία της Επανάστασης και τον Υμνο προς την Ελευθερία στο αυγό του φιδιού. Τώρα παρακολουθεί εξ αποστάσεως τον ευτελισμό της ζωής στο αθηναϊκό slum: εκεί, στον ζόφο, βρισκόμαστε εμείς, οι πολίτες.

Προχθές απειλήθηκε με προπηλακισμό ο νομπελίστας Τζέιμς Γουότσον. Ευτυχώς, ο 88χρονος γενετιστής διέφυγε, με παρέμβαση καθηγητών και φοιτητών, και έδωσε τη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το χουλιγκανικό επεισόδιο ενδεχομένως σχετίζεται με κάποιες ανορθόδοξες απόψεις του Γουότσον για την κατώτερη ευφυΐα των μαύρων και το πιθανό γονίδιο της ομοφυλοφιλίας, απόψεις εχθροπαθείς ίσως ή και ρατσιστικές, αλλά σε καμία περίπτωση ικανές να πυροδοτήσουν βία. Λεκτική αντιπαράθεση, ναι, στρίμωγμα με επιχειρήματα, ναι, ενοχλητικές «αγενείς» ερωτήσεις, ναι. Αλλά βία;

Δυστυχώς, καθημερινά διαπιστώνουμε μια διαρκή, μαζική ολίσθηση: από το πεδίο της δημοκρατικής συζήτησης, προς το πεδίο της βίαιης αντιπαράθεσης· από τη διαπάλη ιδεών και επιχειρημάτων, προς την αυτοδικία και την καταστολή. Δεν είναι εύκολο να εντοπισθούν επακριβώς οι υπεύθυνοι και τα αίτια· αν ήταν, θα βρίσκαμε εύκολα τη θεραπεία. Μπορούμε βάσιμα όμως να υποθέσουμε ότι η κρίση, η ύφεση και ο φόβος του μέλλοντος βρίσκονται πίσω από τη διάχυση αυτής της χαμηλής εντάσεως βίας μέσα σε κάθε αρμό της κοινωνίας. Σαν να σιγοκαίει ένας εμφύλιος: χωρίς αποσαφηνισμένα στρατόπεδα, εντούτοις, χωρίς σημαίες, χωρίς διακριτά πρόσωπα· η μια ομάδα εναντίον της άλλης, όλοι εναντίον όλων. Λες και η κρίση να έχει αποθηριώσει τους μέχρι πρό τινος φιλήσυχους ή αδιάφορους πολίτες· οι παθητικοί γίνονται επιθετικοί και οι ζωηροί γίνονται επικίνδυνοι.

Αυτός ο υπόκωφος, διάχυτος εμφύλιος απειλεί τους πάντες και τα πάντα. Υποσκάπτει την ήδη διαβρωμένη κοινωνική συνοχή, πλήττει τον αυτοσεβασμό, θολώνει τον νου. Δηλαδή, απειλεί αυτά που χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε άλλο, για να διαπλεύσουμε τον μακρύ καιρό της κρίσης με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Κατά τούτο, ένα καθήκον, πρώτο από πολλά, του πολίτη σήμερα είναι η μετριοπάθεια, η ψυχραιμία· ιδίως του πολίτη που επιθυμεί όχι μόνο διάσωση αλλά και αναδόμηση της χώρας.

Την ειρηνική προσευχή των Μουσουλμάνων της Αθήνας σε δημόσιους χώρους, στις αρχές της εβδομάδος, διαδέχτηκαν αμέσως μετά βιαιοπραγίες κατά Μουσουλμάνων, συμπλοκές ημεδαπών και αλλοδαπών, ενδομουσουλμανικές συρράξεις και διαδηλώσεις.

Στην περιοχή Αχαρνών συνεχίζονται οι επιθέσεις εναντίον των αυτοσχέδιων τζαμιών και εναντίον των προσερχόμενων σε αυτά για προσευχή. Αναλόγως ανησυχητικό είναι αυτό που συνέβη στην Πλατεία Κοτζιά, όταν Αιγύπτιος παράνομος μικροπωλητής, ελεγχόμενος από άνδρες της δημοτικής αστυνομίας, κατήγγειλε με φωνές ότι του προσβάλλουν σύμβολα του Ισλάμ. Ακολούθησε αυθόρμητη συγκέντρωση τριακοσίων περίπου Μουσουλμάνων από τις παρακείμενες οδούς, εξαγριωμένων για την προσβολή του Κορανίου. Η οποία προσβολή ουδέποτε συνέβη, αφού τα κατασχεθέντα αντικείμενα δεν ήσαν ιερά, όπως εξακριβώθηκε από ομοθρήσκους του μικροπωλητή.

Και στα δύο περιστατικά κοινός παρονομαστής είναι η διαφαινόμενη αδυναμία της πολιτείας να τηρήσει τους νόμους και να προστατεύσει τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα αλλοδαπών και ημεδαπών. Και στα δύο είδη περιστατικών, η διαφανείσα αδυναμία ή ολιγωρία έγινε αντιληπτή ως απουσία έννομης τάξης, ως απουσία του κράτους δικαίου, ως κενό νόμου, και αμέσως το κενό καλύφθηκε από όχλο που αυτοδικεί.

Η διακριτική απόσυρση του κράτους και η ταυτόχρονη ανάδυση της αυτοδικίας, η όλο και συχνότερη, είναι ένα από τα πιο δυσοίωνα σημάδια αυτής της δυσχερέστατης ιστορικής περιόδου, κατά την οποία δοκιμάζονται πολλαπλά η πολιτική κοινωνία και το δημοκρατικό κράτος.

Στις γκρίζες συνοικίες της αναγκαστικής συμβίωσης, οι φτωχοί ημεδαποί ζουν υποβαθμισμένα μαζί με χιλιάδες πενόμενους και εξαθλιωμένους αλλοδαπούς, λαθρομετανάστες ως επί το πλείστον. Η εντεινόμενη ύφεση συνδαυλίζει την καχυποψία και τη δυσανεξία, όλοι απειλούν να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Η αυτοδικία και η βία απειλούν να γίνουν κοινότοπο μέρος της καθημερινότητας, όπως ακριβώς συνέβη με τις ένοπλες ληστείες μετά φόνου. Αυτή η απειλή εναντίον του ηθικού και νομικού θεμελίου της κοινωνίας, είναι ίσως πιο τρομακτική και από την απειλή της οικονομικής χρεοκοπίας.

Στους τοίχους της Τραπέζης της Ελλάδος επί της Πανεπιστημίου, δύο γκράφιτι: Δεν συναινούμε έχουμε πόλεμο· και παρακάτω, Γιώργο θα φύγεις νύχτα. Τις προηγούμενες μέρες, κορυφαία πρόσωπα της απελθούσας κυβέρνησης προπηλακίστηκαν από οργισμένους πολίτες ενώπιον ακροατηρίων, εκδιώχθηκαν από αίθουσες, γιουχαρίστηκαν. Την παγωνιά μετά το σοκ διαδέχεται τυφλή οργή που ξεχειλίζει, και θα ξεσπάει επί δικαίων και αδίκων.

Ολόκληρο το άρθρο

Μεγάλη Εβδομάδα, 2050, Αθήνα, Ελλάδα, ώρα 23:40. Τέσσερα άτομα, μικρόσωμα, μάλλον παιδιά, σκρινάρουν κάδους απορριμμάτων σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά, στην Πλατεία Θυμάτων, πρώην Πλατεία Αττικής. Είναι ντυμένοι σκούρα, φοράνε μαντίλες, τα ρούχα τους είναι τυλιγμένα σε στρώματα γύρω από τα σώματα, σαν σκάφανδρα, μες στο ημίφως διακρίνονται σαν σκοτεινοί δύτες.

Διάβασε παρακάτω

netsayev

Προσπαθώ να καταλάβω το πνεύμα των νεαρών που ονομάζουν Σύστημα μια οποιαδήποτε βιτρίνα, ένα αυτοκίνητο, και του επιτίθενται με μια βαριοπούλα κι ένα μπουκάλι βενζίνη. Μπορώ να αντιληφθώ τις αναγωγές, τους συμβολισμούς, πώς η βιτρίνα της οδού Σκουφά και το Audi συμπυκνώνουν την πλουτοκρατία και την αδικία· αδροί συμβολισμοί, αλλά αναλόγως αδρούς συμβολισμούς χρησιμοποιεί και η κοινωνία του θεάματος για να σαγηνεύσει και να εκμαυλίσει· μερικές ώρες τηλεθέασης σε μεσημεριανάδικα και εσπερινά παράθυρα αρκούν. Αυτή η αναλογία επί του συμβολικού και της ρητορικής, μας δείχνει ωστόσο το Σύστημα και τους Εχθρούς του επίσης ανάλογους· αντιστρόφως ανάλογους, ίσως, αλλά δομικά ανάλογους. Κατοπτρικούς, θα έλεγα. Το κυρίαρχο θέαμα κατασκευάζει χαύνους υπηκόους με τον φενακισμό, με το μόλις διακρινόμενο ψέμα, με την αντιστροφή του κόσμου, με την καλλιέργεια του φθόνου· δρα κυρίως συμβολικά, αποικίζει το φαντασιακό. Ο εχθρός του κυρίαρχου τού επιτίθεται αντιστρέφοντας και εντείνοντας τη ροή της βίας· παράγοντας βία επίσης συμβολική: η τσακισμένη βιτρίνα δεν αλλάζει τις σχέσεις εξουσίας, δεν μεταβάλλει τη διανομή του πλούτου, σπείρει όμως την ανασφάλεια, διαχέει αόριστο φόβο, θαμπώνει τα περιγράμματα. Ποιος είναι το Σύστημα; Ο καταστηματάρχης; Ο καφετζής; Συμβολίζουν την εξουσία ή το κεφάλαιο, όπως τα συμβολίζουν φερ΄ ειπείν οι τράπεζες ή τα κρατικά κτίρια; Οχι. Συμβολίζουν ενδεχομένως την κατανάλωση. Μα και ο κάθε σφυροκόπος σε κάποιο καφενείο καταθέτει τον οβολό του, καταναλωτής είναι και αυτός, σε εγχρήματη οικονομία κινείται.

Σκέφτομαι λοιπόν ότι οι καταδρομικές επιχειρήσεις μικροομάδων, εναντίον συμβολικών στόχων, όπως τα μαγαζιά εν γένει ή ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος, είναι τόσο αυθαίρετες κατά τη σύλληψή τους και θεαματικές κατά την εκτέλεσή τους, όσο και το Σύστημα που πολεμούν. Οπως περίπου έγραψε ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος στο τελευταίο τεύχος της Νέας Εστίας, το βίαιο ξέσπασμα των διαδηλώσεων του Δεκεμβρίου μια δημοκρατική κοινωνία οφείλει και μπορεί να το ανεχθεί και να το αναχωνέψει, να το στοχαστεί και να προχωρήσει. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνες τις μέρες, και τις μέρες που προηγήθηκαν, ζούσαμε μια παρατεταμένη απονομιμοποίηση του κράτους, με τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα και τον φόνο του 15χρονου. Αλλά η βία μεμονωμένων ολιγάριθμων ομάδων που στήνουν τη δική τους βεντέτα με το Σύστημα, τροφοδοτώντας το θέαμα της βίας, είναι άλλη ιστορία. Διότι εντέλει παράγουν εικόνες προορισμένες να καταναλωθούν, εικόνες προορισμένες να παράγουν αντισυσπείρωση και αντίδραση, εικόνες που δεν προσφέρουν ούτε δέος ούτε κάθαρση ούτε στοχασμό.

Αυτό το θέαμα της βίας κατάγεται από έναν μηδενισμό νετσαγεφικό, αποκαλυπτικό και χιλιαστικό, από ένα φανατικό όραμα καταστροφής του Κακού με οποιοδήποτε τίμημα, με κάθε θυσία. Ο μηδενιστής απαντά στον ζόφο με ζόφο, απλώνει τον ζόφο παντού, τον βαθαίνει, τον εντείνει· δεν κάνει διακρίσεις και διαφορισμούς, όλα είναι Σύστημα, για όλα είναι Εχθρός. Μόνο ο επαναστάτης κατέχει την αλήθεια, μόνο αυτός βλέπει τον Καλό Θεό, όλα τα υπόλοιπα είναι έργα του Μοχθηρού Θεού, έργα κακότητας, άξια μόνο για καταστροφή. Ο πυρήνας αυτού του εγωτιστικού μηδενισμού είναι θρησκευτικός, παλαιοδιαθηκικός· είναι παρόμοιος με ό,τι κινεί τον απεγνωσμένο Σαμψών εναντίον των αμαρτωλών, είναι παρόμοιος με τον καταστροφικό μεσσιανισμό του Ιησού του Ναυή που εξαφανίζει την αμαρτωλή Ιεριχώ. Ο,τι δεν είναι σαν εμάς, ό,τι δεν χωράει στο όραμα, καταστρέφεται. Με κάθε τίμημα.
Ο σαγηνευμένος από τον μηδενισμό νέος, αρνούμενος τον Κακό Θεό, χάνει την πίστη και σε οτιδήποτε Καλό, χάνει το Καλό ως δυνατότητα, δύσκολο μεν αλλά δυνατό. Χάνει την πίστη του στη ζωή· αποστρέφει το πρόσωπό του από την χαοτική δυνατότητα της ζωής, και βουλιάζει στη βεβαιότητα της καταστροφής.

Από τη δίκαιη οργή, από τη οδυνηρή διαπίστωση της αδικίας και της διαφθοράς, μέχρι την ισοπέδωση των Γομμόρων που δεν περιέχουν ούτε έναν ενάρετο, η απόσταση είναι τεράστια. Σε αυτή την απόσταση, από το βιβλικό Κακό έως το υστερονεωτερικό σήμερα, σε αυτό τον χώρο, αναπτύσσεται κουτσά-στραβά η πολιτική κοινωνία, η δημοκρατία, η συγκατοίκηση με τον άλλο, η γόνιμη αμφιβολία, η διαλεκτική.

Αυτός ο χώρος είναι δύσκολος στη συντήρησή του, απαιτεί ενέργεια, σκέψη, καλλιέργεια σχέσεων, αμοιβαία προσφορά αισθημάτων, υπέρβαση της μνησικακίας και του φθόνου, υπόσκαψη της Μίας Απόλυτης και Τρομακτικής Αλήθειας· είναι το δύσβατο πεδίο της ανθρωπινότητας, της συμπόνιας, της ενσυναίσθησης, της αλληλοπεριχώρησης. Είναι το δύσκολο πεδίο της αγάπης.
Απέναντι στο ζόφο του μηδενισμού, κάποτε ερεθιστικού μα συχνότερα τρομακτικού και ολέθριου, απέναντι στον τόσο χαρακτηριστικά ευρωπαίκό μηδενισμό που σφραγίζει τα πνεύματα από τους Ρώσους του 19ου αιώνα και τον Νίτσε έως ποικίλες εκδιπλώσεις του φαντασιακού στον 20ό αιώνα, τι θα αντιπαραβάλλαμε;

Το δύσκολο πεδίο.

buzz it!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits