You are currently browsing the category archive for the ‘εμμονές | idées fixes’ category.

apollo_elena

Ποια εικόνα έχουμε για την Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης; Πώς βλέπουμε τον τόπο, την ιστορία, την κοινωνία, πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας μέσα στον χωροχρόνο, στον τόπο που μας δόθηκε, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε; Μια απάντηση μπορούμε να αντλήσουμε από την εικόνα που κατασκευάζουμε για να τη δουν οι ξένοι, οι άλλοι. Είδα αυτή την εικόνα πολλές φορές τις τελευταίες μέρες στις πτήσεις της Αegean και στα viral ταινιάκια για τον ελληνικό τουρισμό.

Η ταινία της Αegean είναι πολύ καλοφτιαγμένη. Παρουσιάζει τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, νησιά, παραλίες, αρχαία και νεότερα μνημεία, κτίσματα, γαστρονομία. Η Ικαρία έχει την τιμητική της: παρουσιάζεται με μουσική συνοδεία ενός παραδοσιακού σκοπού παιγμένου με λύρα και λαούτο· παρουσιάζεται ένας επίγειος παράδεισος. Παρομοίως, οι Κυκλάδες και οι διασημότεροι αρχαιολογικοί τόποι. Οι εικόνες είναι διαλεγμένες με καλό γούστο και συναρμοσμένες δεξιοτεχνικά. Το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει μια μυθική Αρκαδία, όπου επικρατεί παντοτινό καλοκαίρι, και οι άνθρωποι ζουν περίπου όπως την εποχή του Ησιόδου και του Ομήρου.
Κρίσιμη λεπτομέρεια: Από όλες σχεδόν τις εικόνες απουσιάζουν οι άνθρωποι, απουσιάζει η σύγχρονη ζωή. Οπου υπάρχει ζωή, είναι στιγμιότυπα από τον ησιόδειο βίο: μελίσσια, άλογα, κατσίκες, άρμεγμα, τυριά. Ακόμη και η Μύκονος παρουσιάζεται καρτ-ποσταλικά, οι παραλίες είναι χωρίς ανθρώπους, καμιά εικόνα πλήθους στις πλαζ, στους δρόμους, στα κλαμπ. Μόνο στη Σαντορίνη εμφανίζεται για μερικά δεύτερα να ποζάρει ένα νιόπαντρο ζευγάρι, πιθανόν Ασιάτες.

Μια Ελλάδα καρτ-ποστάλ, λοιπόν· κατοικία θεών και τουριστών, ένα έξοχο τοπίο για χαλάρωση και κατανάλωση. Η Ελλάδα αυτοσυστήνεται σαν τουριστικός προορισμός. Ασφαλώς, στο περιβάλλον μιας πτήσης ο τουρισμός είναι το πρώτο που σου έρχεται στο νου. Αλλά η Ελλάδα του 21ου αιώνα εξαντλείται μόνο σε αυτό; Είναι μόνο τοπίο; Με αρχαιότητες, μουσεία, κρασί, σαλάτες, ήλιο; Δεν υπάρχουν άνθρωποι του καιρού τους μέσα σε αυτό το τοπίο; Δεν υπάρχουν πόλεις, σχολεία, εργοστάσια, μαγαζιά, αυτοκινητόδρομοι;

Κοιτούσα τις εικόνες παραδομένος στην υπνωτιστική τους ομορφιά, αλλά και με κάποια υποδόρια ενόχληση, μου ξυπνούσαν μιαν ανάμνηση. Ηταν deja vu. Ναι, τέτοιες εικόνες, χωρίς ίσως τις εντυπωσιακές από αέρος λήψεις και τις σύγχρονες τεχνικές ευκολίες του ψηφιακού βίντεο, είναι εικόνες από τη δεκαετία ΄60, όταν η Ελλάδα ξεπρόβαλλε ως η ιδανική γραφικότητα για τον αναδυόμενο μαζικό τουρισμό. Ω, ναι, τη θυμάμαι αυτή την Ελλάδα! Μεγάλωσα σε αυτή, μεγάλωσα στα νησιά του τουρισμού, ζυμώθηκα, ενηλικιώθηκα με την ιδεολογία του τουρισμού, με την Ελλάδα των πόστερ του ΕΟΤ. Κι ύστερα την άφησα πίσω μου· μάλλον, αυτή η Ελλάδα της αφίσας και της καρτ-ποστάλ έπαψε να είναι κυρίαρχη, αναδύθηκαν άλλες, όπου η οικονομία και κατ’ επέκτασιν η ζωή δεν ήταν μόνο τουρισμός, συρτάκι, ζορμπαδιλίκι, ρουμς του λετ, γκρικ σάλατ, γκρικ λάβερ. Ετσι νόμιζα.

Γελάστηκα. Πενήντα χρόνια αργότερα, παρότι μεσολάβησαν κοσμογονικές αλλαγές, κοινωνικές και πολιτισμικές, σχεδόν ανθρωπολογικές, παρότι η χώρα γέμισε πανεπιστήμια και θέατρα, αυτοκινητόδρομους και αεροδρόμια, πολυπτυχιούχους και μπίζνες, με δύο Νόμπελ ποιήσεως, πάλι η εικόνα που προβάλλουμε και η αναπαράσταση που βιώνουμε είναι η Ελλάδα τουριστικός προορισμός. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να δείξουμε πάρεξ ακρογιαλιές, αρχαιότητες, ελαιώνες και ήλιο. Σαν να συρρικνώθηκαν επιτεύγματα και πρόοδος μισού αιώνα, σαν να μην υπήρξαν καν, και γυρίσαμε εκεί όπου άρχισε η παρ΄ ημίν νεωτερικότητα, στην εξωστρέφεια δια του τουρισμού του ΄60, με ορχηστρικά Χατζιδάκι και μοντέρνα αρχιτεκτονική ξενοδοχείων.

Η κρίση γκρέμισε τον μύθο της Ισχυρής Ελλάδας του εκσυγχρονισμού, εν πολλοίς θεμιτά. Εδειξε ασθένειες της διοίκησης, έδειξε την καχεξία του παραγωγικού κορμού, την απουσία εθνικού σχεδίου, τη διαφθορά και τη φθορά. Ωστόσο, κάπου εδώ παραμονεύει η υπερβολή: η ισοπέδωση και ο αυτοοικτιρμός. Από την αυταρέσκεια και τον φενακισμό του ΄90 και του 2000, το εκκρεμές πάει στο άλλο άκρο: δεν παράγουμε τίποτε, δεν είμαστε τίποτε. Η ενίσχυση του τουρισμού, η βελτίωση των υπηρεσιών, η επινόηση νέων προϊόντων με ποιότητα και χαρακτήρα, είναι επίσης αναγκαία, αλλά ο τουρισμός δεν μπορεί να ανορθώσει την οικονομία μιας χώρας δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι εικόνες του γραφικού παράδεισου Hellas συγκινούν αισθητικά τον αμήχανο Ευρωπαίο, τον ωθούν ίσως να ξεπεράσει τα δυσμενή στερεότυπα για την failed Greece. Αλλά τι λένε για τους Ελληνες, για τον βίο και την πολιτεία τους;

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

Πέρυσι αισθάνθηκα αύρα παλαιοβαλκάνια να πνέει πάνω από το μαραμένο κέντρο της Αθήνας. Το ξανάνιωσα. Κατήφεια και εσωστρέφεια, εγκατάλειψη, καθυστέρηση, φτώχεια. Ολο το Σάββατο και την Κυριακή περπατούσα πάλι στο κέντρο. Εξάρχεια, Χαυτεία, Στουρνάρη, Κάνιγγος, Βάθη, Ομόνοια, Ακαδημίας, Σόλωνος, Χ. Τρικούπη, Ασκληπιού. Από την Αθηναϊκή Τριλογία έως την πλατεία Βάθη, κι από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την Ιερά Οδό.

Αρκετά μαγαζιά στα Χαυτεία ήταν ανοιχτά την Κυριακή, τα περισσότερα κλειστά. Πολύς κόσμος στους δρόμους, λίγος στα μαγαζιά για ψώνια. Γεμάτοι οι φούρνοι, γεμάτα τα καφενεία με τραπέζια στη λιακάδα. Η πλατεία Ομονοίας έλαμπε, παράξενα ωραία, κυριακάτικη. Στους δρόμους που δεν τους λάμπρυνε ο ήλιος, δυσοίωνη υγρασία τρύπωνε στα κόκαλα: σπασμένα ρείθρα, βρώμικα πεζοδρόμια, κλειστές βιτρίνες σκεπασμένες με αφίσες και γκράφιτι, αραιά και πού κανένα πωλείται ή ενοικιάζεται, σχισμένα, δεν περιμένουν πια αγοραστές και ενοίκους. Πόλη παρατημένη.

Η αγορά στο υπογάστριο του ιστορικού κέντρου έχει χαρακτήρα τριτοκοσμικό, μικρό Κάιρο· τα φτηνοεμπορεύματα απλωμένα στον δρόμο, κινέζικα με χάρτινες ταμπέλες φωνάζουν την τιμή, πέντε ευρώ φούτερ, είκοσι ευρώ παπούτσια, τυρόπιτες, σουβλάκια, φραπέδες όλα ένα ευρώ. Οι κυριακάτικοι πελάτες σε αυτό το παζάρι μιλούν γλώσσες της μετανάστευσης, τη μοναδική ημέρα σχόλης ξοδεύουν φειδωλά τα λιγοστά του μόχθου.

Το βράδυ της Κυριακής, η Ακαδημίας είναι σκοτεινή, έρημη, μόνο τα σινεμά και η Λυρική κρατούν φως και ανθρώπους. Αδεια, σκοτεινά τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, μέχρι την Αλεξάνδρας. Στις σκαλωσιές, Βουλής και Κολοκοτρώνη, άστεγοι-στρουθία έχουν καταλάβει τις θέσεις στα μαδέρια της σκαλωσιάς, έστρωσαν το κρεβάτι τους, κλείνουν τα μάτια κι ακούνε τις μουσικές απ’ τα μπαρ.

Η θλίψη αυτής της πτωχευμένης, αχτένιστης, παρατημένης πόλης αντισταθμίζεται από κρυφές χάρες, αυτές που δεν πολυνιώθαμε στους αμέριμνους καιρούς. Πόλη σε μέτρα ανθρώπινα, μια γειτονιά, αγκαλιά, ακόμη και το κέντρο, μικρές πολυκατοικίες, απρόοπτα ξέφωτα όπου προβάλλουν με χάρη και μεγαλείο οι λόφοι, ο Βράχος. Πόλη με κλίμα διαρκώς γλυκύ, θερμή άνοιξη με διαβαθμίσεις. Πόλη διαρκώς αναμμένη – να, αυτό λιγοστεύει τώρα, το φως, ο βόμβος, η κίνηση, αυτοί οι ζωτικοί χυμοί εγκαταλείπουν τις αρτηρίες του κέντρου. Αυτή η εγκατάλειψη πλακώνει το στήθος και πονάει. Πόλη μου παρατημένη.

Τη Δευτέρα η πόλη ξυπνάει άλλη. Το πρωινό την ωθεί, της σταλάζει κουράγιο. Να όμως και η συμφόρηση: στα χαμηλά της Σόλωνος η αριστερή λωρίδα είναι μονίμως κατειλημμένη από σταθμευμένα οχήματα· λεωφορεία και γιώτα-χι ελίσσονται, αργοπορούν, εκνευρίζονται, το ποτάμι φρακάρει στο δέλτα αντί να ανοίγει. Στην Ακαδημίας τα φορτηγά ξεφορτώνουν μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο δεν υπάρχει Τροχαία, ποτέ. Δεν χρειάζεται. Μόνο πάνοπλοι φρουροί.

Η Κομνηνών είναι όρυγμα σε πεδίο πολέμου, ο χειρότερος δρόμος των Αθηνών. Από την Αλεξάνδρας και μετά, σε όλα τα φανάρια που αργούν, άνθρωποι συνωστίζονται για μερικά δεκάλεπτα. Καποδιστρίου: Λεωφόρος της Επαιτείας και της Πρέζας. Αθόρυβα, ταπεινά πλησιάζουν τ’ ανοιχτά παράθυρα των οδηγών. Λέει: «Με τα πενήντα λεπτά, κύριε, συμπλήρωσα να πάρω τσιγάρα, είμαι εκατομμυριούχος, υγεία να ’χετε…». Ενας κούριερ ξεπεζεύει σοβαρός, ανοίγει το πορτ μπαγκάζ της βέσπας, στο εσωτερικό του καπακιού τρεις εικόνες προσεκτικά κολλημένες, η μεγάλη του Χριστού, οι μικρές των προστατών αγίων.

Στην Πειραιώς μια γυναίκα: «Ευλογημένος του Θεού να είσαι, καλό δρόμο, υγεία στην οικογένειά σου, όλες τις ευλογίες του Θεού, κύριε».

Η πόλη λειτουργεί μαγικά, με την εγκαρτέρηση των κατοίκων.

Fotor0914114318

Πριν από μερικές ημέρες στο facebook ξεκίνησε, και συνεχίζεται, ένας από τους γνωστούς μαραθώνιους ανταλλαγής προσκλήσεων για παράθεση καταλόγου με τα «Δέκα καλύτερά μου». Ο εν λόγω γύρος, το #bookchallenge, αφορούσε τα δέκα βιβλία που έχεις διαβάσει και σου έρχονται πρώτα στον νου. Οχι απαραιτήτως αυτά που θεωρείς σημαντικότερα, ωραιότερα, πιο ωφέλιμα κ.ο.κ., αλλά αυτά που ανακαλείς μέσα στα πρώτα δύο-τρία λεπτά από την πρόκληση-πρόσκληση. Αυτή η απαιτούμενη αυθορμησία μού φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Και ενέδωσα.

Παρέθεσα μία λίστα με τίτλους που ανέβλυσαν ακαριαία, με μια ελάχιστη ανάδευση της μνήμης. Γνώριζα ότι τέτοιες δημόσιες λίστες είναι, συνηθέστατα, μείγμα ναρκισσιστικής πόζας και υπολογισμένης αυτοπεριγραφής. Αλλά ήθελα να μετρηθώ, όσο ήταν δυνατόν, να δω πώς και πόσο ο ήδη χτισμένος δημόσιος εαυτός, η δημόσια εικόνα αποστειρωμένη από τα εν τω βάθει γούστα, φανερώνεται αυθόρμητα και αφτιασίδωτα. Πιέστηκα να καταγράψω χωρίς φίλτρο ό,τι ανέβλυσε πρώτο, ακατέργαστο.

Καθώς κοιτούσα την άλλη μέρα τη λίστα μου, διαπίστωνα ότι όλοι οι συγγραφείς ήταν αναμενόμενοι, και τα βιβλία. Ηταν μέσα στο μπουκέτο των προσωπικών εμμονών, καθώς ως γνωστόν, με την πρόοδο της ηλικίας, οι εμμονές συμπυκνώνονται και σκληραίνουν. Δεύτερη διαπίστωση: τα βιβλία που έρχονται πρώτα στον νου είναι αυτά που διάβασες σε σχετικά νεαρή ηλικία ή στην πρώτη ωριμότητα, και σε σφράγισαν· αυτά που σε εντυπωσίασαν, ακόμη κι αν δεν τα κατανοούσες τότε εν τω βάθει, αυτά που σε διαμόρφωσαν, ακόμη κι αν το αντελήφθης πολύ πολύ αργότερα. Προσέτι, βιβλία που σε γέμισαν χαρά, την άγρια χαρά του οδοιπόρου ερευνητή στον κόσμο του βιβλίου, βιβλία που πρόσφεραν την τόσο ιδιαίτερη απόλαυση της ανάγνωσης, το σέρφινγκ πάνω σε λέξεις, εικόνες, έννοιες, αισθήματα· τη δυσπερίγραπτη αίσθηση αμοιβαιότητας με τον συγγραφέα και την αίσθηση ότι ένα τέτοιο ερεθιστικό έργο θα ήθελες πολύ να το έχεις γράψει εσύ.

Πόσο ποικίλα και διαφορετικά είναι αυτά τα μυητήρια βιβλία τα αλησμόνητα… Πόσο διαφορετικοί οι κόσμοι που σε γοήτευσαν και που υπογείως σε συγκρότησαν. Ο αρχαϊκός παροξυσμός της Σαλαμπό και η μελλοντική δυστοπία του Ούμπικ, η flânerie στην αστική φαντασμαγορία και η πολύσημη σιωπή των ερειπιώνων, ο ερμητικός φιλόσοφος πλάι στον λυρικό και στον ηθογράφο, ο ρομαντικός μαζί με τον μεταφυσικό.

Το πιο σημαντικό: αν η ειλικρινής, η αυθόρμητη καταγραφή στο παιχνίδι «τα δέκα καλύτερά μου» κατορθώσει εντέλει να επιπλεύσει, να μην πνιγεί από τον πανίσχυρο ναρκισσισμό και τη δημόσια αυτοεικόνιση, τότε θα δούμε ότι συμφύρονται το υψηλό και το χαμηλό, το σοβαρό και το ελαφρό, το ποιοτικό και το λαϊκό· τέτοιες διακρίσεις παύουν να ισχύουν στον πράγματι προσωπικό Κανόνα. Ενα μυθιστόρημα διαβασμένο στα δεκατέσσερα, ένα κόμικς ή ένα ποίημα ρουφηγμένα στα είκοσι, έχουν μείνει σαν τατουάζ που δεν σβήνει, ακόμη και αν εν τω μεταξύ άλλαξαν τα γούστα, οι προσδοκίες, η παιδεία, η επίκτητη ικανότητα πρόσληψης, η κρίση, ακόμη κι αν οι ρυτίδες αλλοιώνουν το αρχικό σχήμα του τατουάζ.

Ολα τα μυητήρια βιβλία είναι μέρη ενός πολύτιμου οικοσυστήματος, μαζί με ξεθωριασμένες έγχρωμες φωτογραφίες, σημειωματάρια σχεδόν ακατανόητα, κάτι τυπογραφικά δοκίμια, λείψανα ταξιδιών και διακοπών, στεγνούς στυλογράφους και αναπτήρες· ιδίως όμως δίσκους βινυλίου και κασέτες, για τα οποία ισχύουν όλα όσα είπαμε για τα βιβλία: αυτά κι αν έχουν συγκροτήσει προσωπικές μυθολογίες, εμμονές και τατουάζ… Τα βινύλια στέκουν άφωνα σε κάτω ράφια, μερικές κασέτες ενταφιασμένες στο πατάρι – στο σπίτι δεν υπάρχει πικάπ ή κασετόφωνο. Οι μουσικές τους όμως εξακολουθούν να συγκινούν και να τέρπουν, ενίοτε και να μικροπυρπολούν. Εχει παιχτεί ασφαλώς και το παιχνίδι «Οι δέκα καλύτεροί μου δίσκοι».

Γυρνάς σ’ εκείνα τα βιβλία, στην υλικότητά τους. Θυμάσαι αμυδρά ή ζωηρά, ένα διαλυμένο Βίπερ, έναν φθαρμένο κομψό Γαλαξία στο νησί, ένα κιτς γυαλιστερό εξώφυλλο καμένο από τσιγάρο, μια κομψή μονοτυπία λεκιασμένη από καφέ, ένα γεμάτο ιερογλυφικά γραμμένα με μολύβι στα περιθώρια. Ενα το βρήκες μετά από δεκαετίες στο σπίτι των γονιών όταν πια αυτοί είχαν πεθάνει, άλλο αναδύθηκε στη μετακόμιση κι ύστερα πάλι χάθηκε, λίγα διασώζονται σε τιμητική θέση, τα περισσότερα εξαχνώθηκαν και η ύλη τους κατοικεί έκτοτε μέσα σου.

Το σαββατοκύριακο σφραγίστηκε πολιτικά από την ομιλία του πρωθυπουργού και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με την ανά Σεπτέμβριο παράδοση προγραμματικών εξαγγελιών. Η αναμενόμενη προγραμματική ομιλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ερχόμενο Σάββατο, θα ολοκληρώσει αυτή την ενιαύσια τελετή.

Κάθε τέτοιος Σεπτέμβριος έχει τη σημασία του, αλλά ο φετινός ξεχωρίζει: με τις ευρωεκλογές ακόμη νωπές, το πολιτικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι φορτισμένο και αβέβαιο. Η χώρα βρίσκεται για περισσότερα από τέσσερα χρόνια σε ιστορική καμπή, κατά την οποία οι πολίτες έχουν υποφέρει τις συνέπειες της πτώχευσης, βιωμένες όχι μόνο ως οικονομική υποβάθμιση, αλλά πολύ περισσότερο ως ανασφάλεια, αβεβαιότητα, αδυναμία κατά τον σχεδιασμό του βίου.

Η περιρρέουσα και αυξανόμενη διεθνής αβεβαιότητα εξηγεί ώς ένα βαθμό τα εγχώρια βάσανα, αλλά ουδόλως παρηγορεί, αντιθέτως επιτείνει την αγωνία. Ασφαλώς η Ελλάδα δεν μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά τη συνολική ευρωπαϊκή πολιτική, πόσω μάλλον το γεωπολιτικό ντόμινο στη Μαύρη Θαλασσα ή τη Μέση Ανατολή. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη διευθέτηση των εγχώριων δομικών δυσλειτουργιών. Η ανασυγκρότηση και ο επανασχεδιασμός του παραγωγικού ιστού, η αναζωογόνηση της δημοκρατίας και του κράτους, η ανάκτηση μιας συλλογικής διάνοιας με την αναγκαία συνοχή. Προ πάντων η ανάκτηση της συλλογικής αυτοπεποίθησης, η οποία τόσο καίρια έχει τρωθεί. Αυτό κυρίως.

Αν θα έπρεπε να περιγράψουμε με μια λέξη την παρούσα κατάσταση των Ελλήνων, θα λέγαμε: ορφάνια. Μοναξιά, σύγχυση, απώλεια σκοπού και μέσων, ζάλη. Ορφάνια. Οχι μόνο χωρίς ηγεσία, που είναι το προφανές, αλλά χωρίς πλαίσιο, χωρίς σκελετό, χωρίς οδηγά σημεία. Το σοκ της κρίσης και η συνεχιζόμενη και αυξανόμενη δυσπραγία έχουν αφήσει βαθιά σημάδια στο σώμα της κοινωνίας. Η απώλεια της πίστης στις ατομικές και συλλογικές δυνάμεις διαμορφώνει μια στάση αδράνειας, με την ελάχιστη δυνατή ενεργητικότητα, με εσωστρέφεια, αν όχι με πικρία, με δυσπιστία για τις όποιες δυνατότητες αντίδρασης. Από την τέτοια εσωτερίκευση της αδράνειας και της καθολικής άμυνας, ως έκφραση αυτοσυντήρησης, πηγάζει και η αυξανόμενη δυσπιστία προς τις πολιτικές δυνατότητες υπέρβασης της κρίσης, η απόσυρση από την πολιτική και από τη δημόσια σφαίρα. Η μείωση της προσέλευσης εκλογέων στις κάλπες του 2014 ήταν ενδεικτική.

Ακόμη όμως κι αν παραβλέψουμε την αυξανόμενη εκλογική αποχή, ως πρόσκαιρη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το μούδιασμα που διακατέχει το κοινωνικό σώμα· ένα είδος παράλυσης. Πρόκειται για το πιο φανερό σύμπτωμα του αισθήματος ορφάνιας που προαναφέραμε.

Οποιαδήποτε πολιτική πρόταση, οποιοδήποτε πολιτικό σχέδιο και πρόγραμμα, που φιλοδοξούν να τεθούν ενώπιον του λαού και να ηγεμονεύσουν, πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους αυτό το συλλογικό αίσθημα και τα συμπτώματά του. Μόνο εντοπίζοντας τις εστίες, μόνο αίροντας τις γενεσιουργούς αιτίες, μόνο απαντώντας ολοκληρωμένα και συνολικά, μόνο τότε ένα πολιτικό πρόγραμμα θα είναι σε θέση να μεταδώσει τις αλήθειες του και τις προτάσεις του. Και μόνο εφόσον μπορέσει να εμπνεύσει πίστη στον πολίτη, πίστη στον εαυτό και στους άλλους.

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος επανεκκίνησης εν κινήσει. Διότι φυσικά ουδέποτε σταματά η ζωή, ακόμη κι όταν φαίνεται παγωμένη· και διότι ένας λαός δεν ορφανεύει από πατέρα, αλλά από τη συνείδηση του εαυτού του και των ιστορικών δυνατοτήτων.

Ο Σεπτέμβρης, μεταβατικός και ερεθιστικός για ανασύνταξη καθώς είναι, ας γίνει αφετηρία.

Το μίσος και η τυφλότης έχουν πολλούς τρόπους έκφρασης. Κάποιοι είναι φρικτοί, μες στην ωμότητά τους και τη δύναμη που έχουν νας μας υπενθυμίζουν οδυνηρά το θηρίο που ενυπάρχει στον άνθρωπο.
Τέτοια φρικτή έκφραση μίσους είναι, ας πούμε, οι παραδειγματικοί αποκεφαλισμοί που τελούν φονταμενταλιστές με φόντο την έρημο και έναν πυλώνα. Αλλη έκφραση είναι η σιωπηλή βία που υφίσταντα οι ανά την Γη περιθωριοποιημένοι και καταφρονεμένοι, οι τρόφιμοι των γκέτο, οι αιωνίως χαμένοι και άτυχοι της Ιστορίας. Αλλη έκφραση βίας είναι οι άμυαλες τελετουργίες νέων ανθρώπων που παραδίδονται στη λατρεία της κτηνώδους δύναμης και του ολοκληρωτισμού, και εντέλει πέφτουν θύματα αυτής της λατρείας.

Ολα συμβαίνουν, στις πολιτισμένες ζώνες και στις απολίτιστες, στις πόλεις, στις ερήμους, όλα μαζί και ταυτοχρόνως, μεταδιδόμενα ακαριαίως και πολλαπλασιαζόμενα από συμβατικά και καινοφανή μήντια, ως εικόνες. Μεταφέρουν μηνύματα οι εκόνες; Μετουσιώνονται σε σκέψη; Δεν μπορώ να πώ, κανείς δεν μπορεί να πει τελεσίδικα. Μπορεί οι εικόνες μίσους και βίας να λειτουργούν ως υπομνήσεις της ανθρώπινης φύσεως, ως υπομνήσεις για την ανάγκη διαρκούς αγώνα για αποθηρίωση και ενανθρώπιση. Μπορεί. Μπορεί όμως να μένουν εικόνες, να καταναλώνονται ως εικόνες, από ένα παγκόσμιο κοινό μιθριδατισμένο, που προσεγγίζει πλέον τη φύση του ως διαδοχή εικόνων μέσα από το σμάρτφον και την ταμπλέτα, μέσα από τις οθόνες που κατακλύζουν τράνζιτ αυτοκινητόδρομων και αεροδρομίων. Εικόνες.

Μα και η διάχυτη κακία στον επιπολής βίο, χωρίς καν τα ακραία φαινόμενα της θανάτωσης, της σωματικής βίας. Ενταση, φθόνος, μοχθηρία, στρατοπεδικός χωρισμός του κόσμου σε άσπρο-μαύρο, καλό-κακό, δικός μας-εχθρός. Η κρίση δεν ρήμαξε μόνο τις υλικές προϋποθέσεις του βίου, αλλά και τα ηθικά του θεμέλια, τις δυσκολοκατορθωμένες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις του έλλογου συλλογικού βίου. Η πενία, η δυσχέρεια, η ανασφάλεια, η διευρυνόμενη ανισότητα και αδικία, κατατρώγουν και κλονίζουν το πλαίσιο ειρηνικής συμβίωσης, την ανεκτικότητα, την αμοιβαία αποδοχή, την καταλλαγή και την αλληλοπεριχώρηση. Ολα αυτά υποχωρούν, σβήνουν. Φουντώνουν οι συγκρούσεις ― υπαρκτές βεβαίως και θεμιτές σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, αλλά τώρα θεριεμένες και άσβεστες, άλλοτε από την ανάγκη και τη δίκαιη αγανάκτηση, αλλά συχνά και από την τυφλή οργή, τον ξαναμμένο φθόνο, την παμφάγο κατάκριση.

Αυτές τις δεύτερες δεν θα τις ονόμαζα καν συγκρούσεις, αλλά έριδες, νείκος, μανίες των αδερφοφάδων. Διότι στην κοινωνική σύγκρουση υπάρχουν ομάδες, συμφέροντα, διαχωριστικές γραμμές, υπάρχει υπολογισμός ή και σεβασμός του αντιπάλου, υπάρχει λόγος, και υπάρχει τέλος. Στη διάχυτη Εριδα επικρατούν η μισαλλοδοξία, ο φθόνος, η μοχθηρία, η τυφλή απόρριψη, η μνησικακία, η έλλειψη αυτοσεβασμού. Η τυφλότης.

Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω λεπτομερέστερα, ενδελεχώς. Δεν μπορώ. Είναι περισσότερο μια αίσθηση, για τη δυσφορία που απλώνεται σαν μύκητας στο κοινωνικό σώμα, το κατατρώει και το εξασθενεί, το γεμίζει πυρετό. Μια ασθένεια ανάλογης βαρύτητας με την υλική πενία και την πολιτική αστάθεια. Ισως γιατί σιγοκαίει μέσα μας και γύρω μας· δεν μας επιτρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να δούμε την όλη εικόνα, τον μακρύτερο χρόνο, τον όλο τόπο, τους εαυτούς μας ανάμεσα στους άλλους.

Κι εν τω μεταξύ μας κατακλύζουν οι εικόνες βίας κατά ριπάς. Ας σταθούμε για λίγο, να πάρουμε μιαν ανάσα. Ας δώσουμε λίγο χώρο στον εαυτό μας και στον άλλο. Λίγο χώρο.

Ενας αναγνώστης ζήτησε να γράψω δυο λόγια για το Πάσχα του καλοκαιριού. Τον Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας. Εκ τν υστέρων, λοιπόν. Είχε δίκιο για το «Πάσχα»: τη βραδιά της εορτής, ακούω και βλέπω πυροτεχνήματα, σποραδικές εκπυρσοκροτήσεις, σαν μπαλοθιές, χιλιάδες οχήματα οργώνουν τους δρόμους, αφίσες με πάρτυ γεμίζουν κάθε στύλο της ΔΕΗ, εδώ κι εκεί ανεμίζουν λάβαρα της Βίση, εκατοντάδες αεροπλάνα προσεγγίζουν ή εγκαταλείπουν το αεροδρόμιο ανά δεκάλεπτο, ένας αχός σηκώνεται πάνω απ’ το νησί, βουή, αντάρα, τεστοστερόνη, προσδοκίες, αταβισμοί. Μύκονος.

Απέναντι, άλλος αχός. Οι φίλοι που μας ήρθαν από απέναντι, περιέγραφαν και πάλι ό,τι έχουμε δει στο νησί της Μεγαλόχαρης, αυτές τις μέρες. Την άνοδο στα γόνατα, τους Ελληνες προσκυνητές, τους καταυλισμούς των τσιγγάνων ταμένων, τους Αιθίοπες Μονοφυσίτες ταξιδιώτες, τα ειλικρινή δάκρυα μπρος στο εικόνισμα, τα πλήθη πέριξ του ναού, το εμπόριο και την πίστη, έτσι που φαντάζεσαι ήδη τον Ιησού, άλλοτε με το φραγγέλιο κατά των εμπόρων, και άλλοτε να γιατρεύει παραλυτικούς, λεπρούς, τυφλούς, δαιμονισμένους στην κολυμπήθρα της Μεσογείου. «Η πίστις σου σέσωκέ σε».

Στο ένα νησί θα έλεγε αυτό. Στο άλλο, απέναντι, θα έλεγε ίσως: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε έστι χρεία». Γιατί, όπως εξηγούσα στους φίλους, τα δυο νησιά φέρουν το καθένα την διττή κληρονομιά της γειτόνισσας Δήλου: το ιερό και το χρήμα, την αγιότητα και την πορνεία, την υπερβατικότητα και την εμπορία ανθρώπων, κτηνών, πραγμάτων, το πνεύμα και τη σάρκα. Τα συμβολικά φορτία καθρεφτίζουν την ουσία των ανθρώπων. Τις διαρκώς διπλές όψεις, τις αντινομίες, τις συγκρούσεις, δημιουργικές και φθοροποιές εν ταυτώ.

Αν γυρεύαμε λοιπόν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα για το Πάσχα του καλοκαιριού, θα ήταν αυτή η αμφίστομη ένταση, η τανυσμένη συνύπαρξη ιερού και κοσμικού, ένυλου και υπερβατικού, υπερδιέργερσης και ραστώνης. Το σώμα χαϊδεύεται με ήλιο και θάλασσα, η ψυχή ποδίζει στ’ ανοιχτά, και βαθμιαία σώμα και ψυχή συντονίζονται, συντήκονται στο φως, μνήμες και προοράσεις σμίγουν, εδώ οι τεθνεώτες εντοιχισμένα οστά σε έρημα ξωκκλήσια, εδώ και η ριγηλή ματαιότης, τα κυνηγητά εφήβων πόθων, εδώ κολυμπούσες νήπιο, κι εδώ μεσόκοπος παρατηρείς μελαγχολικά το αλαλάζον πλήθος.

Μέρη πια του περιοδεύοντος πλήθους, παρατηρούμε τους άλλους του Αυγούστου, τους διπλανούς, και βλέπουμε τους εαυτούς μας. Νιώθουμε μόνοι: «ερημία μιας απέραντης ταξιδιωτικής δραστηριότητας» λέει ο Xάιντεγκερ, και εννοεί τον τουρισμό. Φταίει και η ηλικία, ακόμη και σαν επίνοια, αν όχι σαν βούλιαγμα, για τούτο το μελαγχολικό βλέμμα, τον γλυκόπικρο αναλογισμό. Οσο κι αν αρνείσαι την αγέλη, είσαι ένα κλαράκι που το παρασέρνει το ποδοβολητό.

Αλλά και το κατοπτρικό του: Η ροή του πλήθους στα αυγουστιάτικα πεδία είναι ροή ζωτικότητας. Είναι ένα ποτάμι που κατεβάζει χυμούς ζωής, αισιοδοξίας, νερά τόνωσης και νερά εξαγνισμού, κι όλα τα κλαράκια παρασύρονται πάλι, αλλά τώρα αναζωογονητικά, σε μια πορεία όχι αφανισμού αλλά εξαγνισμού, προς την κάθαρση.

Να ρεμβάζεις αλλά και να δίνεσαι της ζωής, να μελαγχολείς δημιουργικά, αλλά και να αντλείς χυμούς απ’ τη φύση, να κωπηλατείς προς το μέλλον. Τέτοια είναι η λειτουργία του αυγουστιάτικου Πάσχα, της μεσογειακής κορύφωσης του θέρους. Τέτοια ήταν, τέτοια θα ’ναι, όταν εμείς δεν θα υπάρχουμε.

Μια αυθεντική εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού είναι η αδιαμεσολάβητη επαφή με τη φύση. Οσο λίγο κι αν διαρκεί. Αρκεί μια στιγμή βύθισης στον τόπο, στη θάλασσα, στα βουνά, στα φρυγμένα σπαρτά· μια στιγμή μοναχικής ενατένισης, η νυκτερινή ακρόαση του τριζονιού και του γρύλλου, η βαθύτερη συναίσθηση της φθαρτότητας και του θαύματος.

Ναι, βοηθά το καλοκαίρι να νιώσουμε τη βαθύτερη ουσία της ζωής: την καταλαγή, την αρμονία, την αγάπη, την ήρεμη αποδοχή του άλλου μες στην παντοτινή δημοκρατία του θέρους. Ας είναι και κακόγουστη αυτή η δημοκρατία, δεν πειράζει· ο τόπος, η θάλασσα, το φως, περισσεύουν, τους χωράνε όλους.

Ναι, βοηθά ο μεσογειακός Αύγουστος των πλούσιων καρπών, της φωτοχυσίας, της Παναγίας. Το αισθάνεσαι καθώς βγαίνεις το σούρουπο στο προαύλιο εξοχικού ναού, μετά τον Εσπερινό και τον Παρακλητικό Κανόνα της Θεοτόκου. Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά ο λυρισμός, η ταπεινωμένη αυτογνωσία, η ικεσία και το πάθος: Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε… Περιστάσεις και θλίψεις και ανάγκαι εύροσαν με, Αγνή, και συμφοραί του βίου… Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων…

Ηχούν οι ψαλμωδίες των τρυγόνων προσκυνητριών ανά το πανελλήνιον, που ζητούν μεσιτεία από την Μητέρα, ηχούν τα τραγούδια των πουλιών και των τζιτζικιών στον πευκώνα, οι φωνές των νηπίων με το τόπι, οι παφλασμοί κολυμβητών του λυκόφωτος. Ηχεί το μυστικό και διαρκές μήνυμα της αλληλοπεριχώρησης: να ζήσουμε εν δικαιοσύνη, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν. Αυτό το μήνυμα απευθύνεται σε εμάς τους δοκιμαζόμενους της κρίσης, για το πιο ανησυχητικό της σύμπτωμα: το μίσος και τη διχόνοια, τη διάχυτη πηχτή κακία, την πεισμωμένη βλακεία, την αδικία. Επικράτησαν. Και μας διαμελίζουν.

Ας θυμηθούμε πάλι τον αυγουστιάτικο ρεμβασμό του Παπαδιαμάντη για τη σκληρότητα, το πείσμα, την οργή.

katagatsi

Θέλω να φύγω από αυτή τη μαύρη τρύπα… Εννοούσε την Ελλάδα. Εξήγησε: όχι τη γλώσσα, τον πολιτισμό, το περιβάλλον· δεν θέλω να έχω σχέση με το ελληνικό κράτος, προτιμώ να γίνει μια πολιτεία της Ευρώπης, της Γερμανίας, οτιδήποτε, αρκεί να μην κυβερνούν την Ελλάδα Ελληνες.

Μορφωμένος άνθρωπος, έχει καλή δουλειά και εισόδημα. Εχει ένα σκεπτικό, αλλά η κατάληξή του είναι σκοτεινή, μηδενιστική, σαν να ακούς λόγια ενός μακροχρόνιου άνεργου, ενός απελπισμένου νεοπληβείου. Και καλά, να κατανοήσουμε τη μαυρίλα του χτυπημένου απ’ την κρίση, αλλά δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε τον μηδενισμό του σωσμένου. Σε πρώτη ανάγνωση.

Σε δεύτερη ανάγνωση, διακρίνουμε ότι ακόμη και οι σωσμένοι, οι διασωθέντες της κρίσης, έχουν χάσει κι αυτοί την πίστη τους, το φρόνημα, την αίσθηση ότι μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον. Αυτή η απώλεια τούς οδηγεί σε καθολική απόρριψη του υπάρχοντος κοινωνικού και κρατικού σχηματισμού, εφόσον σε αυτόν εντοπίζουν την αιτία της δυσφορίας τους, την πηγή του φόβου.

Ας μη σπεύσουμε να πούμε ότι ο άνθρωπός μας κάνει αναγωγές και απλουστεύσεις. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι σε κάθε πεδίο, κάθε χαραμάδα της κοινωνίας απλώνεται γενικευμένη δυσφορία, πικρή απόρριψη, απόσυρση, απόσυρση όχι μόνο από το ερειπωμένο κοινό παρόν, αλλά και από την διεκδίκηση του μέλλοντος. Παρατηρείται μια αναδίπλωση στον ατομικό πυρήνα, μια επιχείρηση ατομικής διάσωσης γεμάτη πίκρα: Θα στείλω τα παιδιά μου έξω. Με μνησικακία για την Ελλάδα που τον πρόδωσε, για το ανίκανο, διεφθαρμένο κράτος, για την πατρίδα που διέψευσε τις προσδοκίες του. Τόση πίκρα, τόση ματαίωση, που οδηγεί στον σολιψισμό: ο άνθρωπός μας απορρίπτει την υλική πραγματικότητα, την υπάρχουσα Ελλάδα, και κρατάει μόνο τον εαυτό του και τις ιδεατές αναπαραστάσεις του της Ελλάδας, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ποίηση.

Ας μη σπεύσουμε να εξετάσουμε πώς ο άνθρωπός μας εξαιρεί τον ευατό του από όλη την προτέρα και την υπάρχουσα Ελλάδα. Εδώ, μάς ενδιαφέρει η παρούσα αντίδρασή του: αυτή η συμπαγής πικρία που εκτοξεύει, η καθολική απόρριψη του ένυλου, η απόδραση στην απολύτως υποκειμενική συνείδηση, και η λυσσώδης διάσωση του εγώ. Είναι ένας ορισμένος τύπος αντίδρασης των ανθρώπων της Μεγάλης Υφεσης, πολύ συγκεκριμένος, εκφραζόμενος υπό διάφορες εντάσεις και μορφές.

Μια άλλη αντίδραση είναι η νοσταλγία. Σε πρόσφατες συζητήσεις, διαπίστωσα ότι οι οποιεσδήποτε αναφορές στο καλοκαίρι, στον υπαίθριο βίο, στη θάλασσα, στην επαφή με τη φύση, στο έθος του μεσογειακού θέρους, στις οικείες εκδηλώσεις ψυχαγωγίας, προξενούν κύματα νοσταλγίας, ως εάν το καρπούζι με φέτα να ανήκει οριστικά στο προ κρίσης παρελθόν, στον απολεσθέντα παράδεισο.

Κι εδώ προσοχή: να ξεχωρίσουμε τη στερεοτυπική νοσταλγία του «παλιά όλα ήταν καλύτερα», από τη νοσταλγία του έμφοβου, του ραγισμένου ανθρώπου της Μεγάλης Υφεσης, ο οποίος νιώθει τη ζωή του να χωρίζεται στα δύο, στο πριν και το μετά. Η νοσταλγία του μεσήλικα για τα αγλαϊσμένα χρόνια της εφηβείας και της νιότης είναι θεμιτή και ευεξήγητη, απολύτως αναμενόμενη. Είναι διαφορετικό όμως τούτο το άλγος του αποχαιρετισμού: ο άνθρωπος της κρίσης αισθάνεται ότι στερείται ακόμη και τη δυνατότητα να επαναλάβει τις τελετές του πρότερου βίου. Πρόκειται, ούτως ειπείν, για το άλγος του μέλλοντος, ο χρόνος που έρχεται σκοτεινός τού γεννάει υπαρξιακή αγωνία, angst.

Σε μια τέτοια συζήτηση περί μεσογειακού καλοκαιριού, ελάχιστοι πια το σκέφτονται αφαιρετικά με βάση τις εμπειρίες τους ή με τους αισθητικούς-υπαρξιακούς όρους του Ελύτη, του Λακαριέρ ή ακόμη και με τον θείο Ιούλιο του Καβάφη. Δεν εμβολιάζουν το παρόν καλοκαίρι με αυτό το βλέμμα, με αυτή τη διάθεση. Οι περισσότεροι το εκλαμβάνουν αυτόχρημα σαν παλιό, λήξαν, χαμένο. Και συνεκδοχικά στομώνουν οι αισθήσεις. Στομώνει η δυνατότητα να συνεχιστεί η ζωή υπεράνω του ρήγματος· μπαίνει κι εδώ ο χωρισμός σε πριν και μετά, την κρίση. Οπως το διατύπωσε προσφυώς μια συνομιλήτρια: Μετά το μπάνιο στη θάλασσα, καθίσαμε όλοι μαζί να φάμε όπως παλιά, όπως πάντα· αλλά ξέραμε όλοι ότι δεν ήταν ίδιο· μας πήρανε το καλοκαίρι.

Μα ποιος μπορεί να σου πάρει το καλοκαίρι, το τρέμισμα της κάψας, το τρέμολο του τζίτζικα, του τριζονιού, τη δίψα του; Το καλοκαίρι σου το παίρνει η ενδοβολή της κρίσης, η αυτοδηλητηρίαση, η απόσυρση από τη μάχη και τη δόξα της ζωής.

ζωγραφική: Νίκη Καραγάτση, Το καραβάκι για την Αίγινα

melpo

Βρισκόταν στο Αρχείο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Το γαλλικό μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη, γραμμένο τα χρόνια του Παρισιού, ανάμεσα 1947-49: «Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη», ανάμεσα σε δύο στάσεις μετρό, η περιοχή της, η διαμονή. Αυτοεξόριστη από την Ελλάδα, λίγο προτού εξορισθεί κι απ’ τη Γαλλία, δοκιμάζει τη φωνή της στα γαλλικά. Εξοχα, λένε οι γαλλόφωνοι. Εξοχη και η απόδοσή του στα ελληνικά, από την Τιτίκα Δημητρούλια, η οποία ακολούθησε τους δρόμους που υπεδείκνυε η ίδια η συγγραφέας, καθώς αρκετά μοτίβα και χωρία τα είχε μεταφέρει σχεδόν αυτούσια σε μεταγενέστερα βιβλία της. Εξοχη και η εισαγωγή της Μαρίας Μικέ, που επιμελήθηκε το όλο εγχείρημα.

Οι δύο φιλόλογοι, που λατρεύουν τη Μέλπω, με κάλεσαν να πω δυο λόγια για το βιβλίο, μαζί με τη σπουδαία συγγραφέα Μάρω Δούκα και την εκλεκτή ιστορικό Πόπη Πολέμη, που έχουν δουλέψει εκτενώς πάνω στην Αξιώτη. Οποία τιμή! Προσπάθησα:

Να μιλήσω για τη Μέλπω είναι σαν να προσπαθώ να ξεχωρίσω το πρόσωπο από το έργο. Α, μα είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αυτόν τον άνθρωπο από την ομιλία του, τον πολυτάραχο βίο από το διαρκώς γραφόμενο βιβλίο της ζωής της. Την γέννησε η ελληνική γλώσσα, γκαστρωμένη από ποιητάρηδες και λογίους, τη διάλεξε η γλώσσα για να δώσει φωνή στον 20ό αιώνα. Το γράψιμο την ζει, όσο γράφει θα ζει. Αυτό φοβάται: όταν θα πάψει να γράφει, όταν θα χάσει τις λέξεις, θα γίνει αρχαίο πιθάρι, θα πάψει να υπάρχει. Κι έτσι, όπως προφήτεψε και φοβόταν, συνέβη: έσβησαν οι λέξεις, έσβησε ο νους, έσβησε η ζωή της.

Ομως η άλλη προφητεία της δεν βγήκε: δεν ξεχάστηκε, δεν την ξεχάσαμε. Τη μνημονεύουμε, η ομιλία της δονεί και συνεπαίρνει, η γραφή της την κρατάει ζωντανή στις διάνοιες και τις καρδιές μας, είναι η σκοτεινή τρυγόνα, ο «κάβουρας», είναι η ψηλή ξερακιανή κυρία με τα φλογισμένα μάτια και τη μυτόγκα που ξεκρεμνούσε, το ολιγομίλητο ξωτικό με πανωφόρι κατακαλόκαιρα, είναι το ασημένιο σουβριάλι το ιδρυτικό, είναι η δική μας Βιρτζίνια Γουλφ, είναι η Λίζα και η Κάδμω που ιστορεί τον τρομερό Εικοστό Αιώνα των πολέμων, των εμφυλίων και των εκτελέσεων, η Κάδμω που ζει συνομιλώντας με τους νεκρούς της, τη Μάρω, τη Λουκία, που διασχίζει τον χρόνο καρκινικά, πλαγίως, άνω-κάτω και μπρος-πίσω, σμίγοντας τους παλαιούς με τους σύγχρονους, τους ξωμάχους με τους ήρωες, τον μηχανικό με τον τυφλό συγκολλητή αρχαίων αγγείων, είναι η Κάδμω του νόστου, μια θηλυκή Οδυσσέας που αυτοϊστορείται υφαίνοντας το έπος της με τη γλώσσα των παιδιών και των αγράμματων, των ονειροπαρμένων και των παραλοϊσμένων, είναι η Μέλπω που στοιχειώνει τα σοκάκια της Μύκονος καθώς πολεμά με το μελτέμι στις ανεμοδαρμένες μπούκες του Γιαλού, είναι η παιδική καρδιά, η φλωμπερική cœur simple, κι είναι ο στρόβιλος των μοντέρνων καιρών:

«Και ίσως θα χρειαστεί εμείς τώρα να ξαναπλάσομε μια παιδική καρδιά για να μπορούμε να διαβάσομε.» (Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; 1940)

Δεν είναι εύκολο να μιλήσω για την Μέλπω. Γιατί η Μέλπω για μένα είναι η Μύκονος, ο τόπος των παιδικών καλοκαιριών, της εφηβείας και της ενηλικίωσης. Είναι το Αρχιπέλαγος.Γιατί η Μέλπω με ποτίζει υπαρξιακά· η πρόζα της, η φωνή της, ο ίσκιος της, φωτίζουν τα πρώτα μου βήματα στους λευκούς λαβύρινθους της Χώρας, η φωνή της είναι η φωνή της λαλάς μου, της γαλανομάτας Κατερνώς που έλεγε ομηρικά ‘θα σου πέψω μιαν όρνιθα’, είναι τα μελωδικά παραμιλητά των γραϊδίων, της Ζαμπελώς, της Αρχοντούλας, της Τομαζίνας, το σούρουπο στις πεζούλες· η φωνή της Μέλπως είναι το σκώμμα των ψαράδων και των βαρκαραίων, είναι ο μεσαιωνικός θρύλος του μυκονιάτη απέθαντου, του Βουρβούλακα, είναι η ιστορία του πειρατή Μανώλη Μερμελέχα που νίκησε τη χολέρα και τον φωνάζαν ‘μόρτη’, είναι η ιστορία της Μαρίας της επιλεγομένης Γαλαζιανής, ήτις ξεμυάλιζε τους νοικοκυραίους και ζούσε βίον ακόλαστον και εξορίστηκε από το Κοινόν των Μυκονίων, είναι οι Γιαλούδες που βγαίνουν στη Λαγκάδα με πανσέληνο· η φωνή της Μέλπως είναι το παρ’ ημίν αρχαιότατο stream of consciousness που ξεκινά σαν αφήγηση σε βεγγέρα, γίνεται ποίημα, γίνεται εμμελής πρόζα και τυλίγει το Αρχιπέλαγος, επιστρέφει στη γενέθλια γη, στη Μύκονο· είναι ό,τι χάθηκε κι ό,τι απομένει.

manousakis

Ξεκινήσαμε πρωί για τη Χαλκιδική. Ηταν ένα ζεστό υγρό πρωινό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στο αυτοκίνητο πυκνή συζήτηση, σε χαλαρό ρυθμό· μια-δυο διακοπές μόνο για συνομιλίες με ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αν εξαιρούσες αυτές τις εισβολές της συγκυρίας, θα υπέθετες ότι πηγαίναμε για μπάνιο.

Στα Μουδανιά με περίμεναν ο Χρήστος και ο Δημήτρης, μ’ έβαλαν στο δικό τους αυτοκίνητο. Πρώτος σταθμός, Ορμύλια, στη Μονή Ευαγγελισμού. Εκεί μας περίμενε ο Γιώργος Ε., κι όλους μαζί μας υποδέχτηκε ο πατέρας Σεραπίων Σιμωνοπετρίτης. Κέρασμα, συστάσεις, αναμίξεις, ζωηρές συζητήσεις, γνωριμία με τον Σιατίστης Παύλο, τον γενναίο ιεράρχη που τα έβαλε πρώτος με τους νεοναζιστές.

Προς τον Πολύγυρο, με τον μηχανικό Γιώργο. Μου εξηγεί την εξαίσια Χαλκιδική, τα δάση, τοςυ ελαιώνες, το οδικό δίκτυο, τον φυσικό πλούτο και το παραγωγικό δυναμικό· ο Γιώργος και ο Χρήστος είναι το δυναμικό της Ελλάδας, σκέφτομαι ακαριαία.

Ξεπεζεύουμε στη Ρεσπέντζα. Εχω ακούσει ήδη πολλά, από φίλους που εκτιμώ τη γνώμη τους. Είναι καφενείο και μπλογκ ― μοναδικός συνδυασμός, με πολιτική επιρροή σε όλο τον νομό Πρέπει να περάσω οπωσδήποτε. Με υποδέχονται οι οικοδεσπότες, ένας ναυτικός κι ένας δάσκαλος· μου εξηγούν τι εστί ρεσπέντζα στη γλώσσα των θαλασσινών: το πρόχειρο κουζινάκι στο πλοίο, στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι, αξιωματικοί και κατώτερο πλήρωμα. Ενας χώρος ισηγορίας και ισοπολιτείας λοιπόν, μια μικροδημοκρατία βγαλμένη από τον Καββαδία.

Προσφέρουν τσίπουρο και ούζο. Οι φίλοι μου δείχνουν έναν κύριο στην ηλικία μου: Πρέπει να μιλήσεις μαζί του. Ο Αποστόλης Φ. είναι δικηγόρος, ο πιο πετυχημένος του νομού, συντηρητικών απόψεων. Συστήνομαι και αναφέρω τον κοινό μας φίλο Μάριο, την κοινή καταγωγή από την μποεμία του ’78-’80· αμέσως, συντελείται σύντηξις και κοινωνία. Εν τω μεταξύ ο καφετζής σερβίρει αθόρυβα ελιές και φέτα Χαλκιδικής, φρεσκοκομμένη ντοματοσαλάτα, και αναφέρει: «Τηγανίζω δυο ψαράκια». Ακολουθούν πιατέλες με τραγανά μπαρμπούνια. «Πρωινά», σχολιάζει.

Τσίπουρα, ούζα, μπαρμπούνια, ζωγραφική, περιοδικά αντεργκράουντ του τότε, πειράγματα, ουσιώδεις συζητήσεις, κοινωνία και συνύπαρξη αριστερών και δεξιών. Βλέπω να ξεδιπλώνεται μπροστά μου μια άλλη Ελλάδα, βλέπω Ελληνες αντιστεκόμενους στην ισοπέδωση, δρώντες, σκεπτόμενους, συνομιλούντες, με αλληλοσεβασμό, με χιούμορ, με αυτογνωσία, ζυγισμένους μες στην παράδοση και στον σύγχρονο πραγματισμό.

Φεύγω βιαστικά. Τα συναισθηματικά και νοητικά ρευστά της Ρεσπέντζας με αιφνιδιάζουν και με εγκαρδιώνουν. Τα σκέφτομαι μέρες, βδομάδες.

Ενα μήνα αργότερα, στο Ηράκλειο. Αποβραδίς στο πάρκο, ο Αθηναίος Στέλιος με συστήνει σε μια παρέα. Ο Κώστας ο δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Ρ., ο πρώην δήμαρχος Χάρης, μεστές κουβέντες, χιούμορ, αμεσότητα, καμία επιτήδευση. Ο Στέλιος μου δίνει οδηγία: αύριο να πας στην Παράγκα μαζί τους, εγώ φεύγω. Στην αρχή φαντάζομαι ότι θα είναι ταβέρνα, ρακάδικο, ένα στέκι.

Την επομένη η Νίκη με παίρνει και με πάει παραλιακά στις Γούβες. Περνάμε μέσα από τον τουρισμό και τα κυριακάτικα μπάνια του λαού. Στο δρόμο μου εξηγεί: μέσα σε ένα κτήμα βιοκαλλιέργειας, που καματεύει ο άντρας της Μηνάς, υπάρχει μια παράγκα, εκεί μαζεύονται φίλοι παλαιοί και νέοι, μαγειρεύουν ό,τι παράγει το μποστάνι κι ό,τι φέρνουν, πίνουν, μιλούν, διηγούνται, στοχάζονται, πειράζονται.

Δύο οι μάγειρες: ο Δημήτρης έχει μαγειρέψει αμπελοφάσουλα και κολοκύθια, ο Μηνάς μοσχάρι Νάξου και κολοκύθια με τον ανθό τους. Φρέσκια μαλακή φέτα Ρεθύμνου, γραβιέρα Αμαρίου, παξιμάδι κρίθινο, ψωμί ζυμωτό, κρασί ημίξηρο και κρασί ξηρό, καρπούζι αλατισμένο και ρακή για επιδόρπιο. Η Ελλάδα είναι μικρή, μια αγκαλιά, έχουμε κοινούς φίλους: τον Ηλία από τις Γούβες, τον Νίκο και τον Μιχάλη από τους Ασίτες (διευκρίνιση: Ανω Ασίτες) ― ο ανθρωπολόγος Γιώργος τους γνωρίζει όλους καταλεπτώς. Βυθίζομαι στη φιλοξενία· μάλλον, στη μύηση, δεν νιώθω διόλου ξένος. Ακούω τον ζωγράφο Δημήτρη, τον ξενοδόχο Δημήτρη, τον Θοδωρή, τον Μανώλη, τον άλλο Μανώλη, μες στην ηρακλειώτικη κάψα, ανθρώπους μορφωμένους, καλλιεργημένους, με στέρεα ελληνικά, να ρουφάνε τη ζωή, να αποδέχονται τις δυσχέρειες σαν ιστορικοί άνθρωποι, φιλοσοφημένα, να αλληλοπειράζονται αδιάκοπα, να διαφωνούν στα πολιτικά, να ανταλλάσσουν γνώμες για τις ελιές, τα δέντρα και τα μποστάνια, εμπειρίες για φόρους και εισφορές, έγνοιες για παιδιά. Εξω από την παράγκα, φασολιές, σκόρδα, κρεμμύδια, δέντρα, πουλιά που κελαηδούν.

Ενα καφενείο, μια παράγκα. Γεμάτα γράμματα, καλλιέργεια, ελευθεροφροσύνη, γενναιοδωρία, αισθήματα, ιστορία, αρχοντιά. Τέτοιοι Ελληνες κουβαλάνε την αποκαρδιωμένη χώρα στους ώμους τους· όσο την κρατάνε αυτοί, δεν κινδυνεύει.

ζωγραφική: Γιώργος Μανουσάκης, «Καρέκλες και τραπεζάκι σε καλαμιές», 1957.

almada-negreiros-fernando-pessoa

Λατρεύω τα καφενεία και τα μπαρ που έχουν ιστορία, χαρακτήρα. Απεχθάνομαι τις καφετέριες και τα κλαμπ, τους ανώνυμους χώρους συνάθροισης μάζας.

Τα πρώτα προσελκύουν πρόσωπα και παρέες, καλλιεργούν έναν ορισμένο συγχρωτισμό, προάγουν την επικοινωνία μεταξύ τραπεζιών και διαφορισμένων κύκλων, διαμορφώνουν ένα ήθος συνύπαρξης και τριβής. Φέρουν επίσης μια διακριτή αισθητική, ένα ύφος, έναν αέρα, που δεν περιορίζεται στο γούστο του διακοσμητή και στα έπιπλα, αλλά πηγαίνει πιο μακριά και πιο βαθιά, στην σταθερή ποιότητα των προσφερομένων και στο σέρβις, διακριτικό και οικείο ταυτοχρόνως.

Πάνω απ’ όλα όμως την ατμόσφαιρα ορίζουν οι κυκλοφορούντες άνθρωποι, δηλαδή οι θαμώνες και οι μαγαζάτορες. Τέτοια καφενεία και μπαρ αποτελούν δημόσιους χώρους με παιδευτική λειτουργία πολλαπλή: πολιτική, κοινωνική, αισθητική, πνευματική. Και είναι τοπόσημα: κάθε πόλη διαθέτει τα δικά της, λίγα και χρονοανθεκτικά. Κύριος εχθρός τους είναι ο τουρισμός, αλλά ακόμη και τέτοιες επελάσεις τις αντέχουν συνήθως και προχωρούν στον χρόνο. Τέτοια ιστορικά καφενεία-μπαρ βρίσκεις ακμαία στις ευρωπαϊκές πόλεις: ανεξάρτητα, σαν ζαχαροπλαστεία, μέσα σε ξενοδοχεία,: στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα, τη Ζυρίχη. Το Παρίσι είναι ένας καφενειακός κόσμος μόνος του, πλήρης. Αλλά κυρίως σκέφτομαι τα μυθικά καφέ του μεσογειακού κόσμου, νευρικά ή αργόσυρτα, ποιητικά, στοχαστικά, αισθαντικά, αρχαία: στο Μιλάνο, τη Νάπολη, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, την Πάντοβα, τη Βενετία, το Παλέρμο, τη Λισσαβώνα, τη Βαρκελώνη, τη Μαδρίτη, το Κάιρο… Βρίσκεις και στην Ελλάδα.

Στους αντίποδες, οι καφετέριες. Πρώτα, οι ποικιλώνυμες αλυσίδες καφέ, που μιμούνται τα Starbucks: ανώνυμα, άχρωμα, επιθετικού μάρκετινγκ, πληθωριστικά, με καφέ και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και χαμηλής ποιότητας, take away ως επί το πλείστον. Σε αυτά τα μαγαζιά, ο καφές παύει βιαίως να είναι τελετή απόλαυσης και συνάντησης· γίνεται είδος ταχείας κατανάλωσης, και το μαγαζί γίνεται σταθμός ανεφοδιασμού καφεΐνης. Είναι η εκδοχή φαστ, για ανθρώπους που τρέχουν πίσω απ’ τη ζωή με ένα χάρτινο κύπελλο στο χέρι.

Στη χώρα μας ευδοκιμούν και οι τεράστιες καφετέριες, οι αδηφάγες που καταλαμβάνουν πεζόδρομους, πλατείες και πεζοδρόμια και τα μετατρέπουν σε θάλασσες τραπεζοκαθισμάτων. Γιγάντιες, αδρανείς, μαζικές, ομογενοποιητικές των προσώπων, ισοπεδωτικές των παρεών, καταπίνουν και πέπτουν τους θαμώνες. Στα νότια παράλια της Αττικής, στη Θεσσαλονίκη, στον αστικό ιστό και στα παράλια μέτωπα, σε κάθε ελεύθερο χώρο θερέτρων και κωμοπόλεων, τα τραπεζοκαθίσματα, οι τέντες και οι ομπρέλες, οι μουσικές, ορίζουν ένα οικοσύστημα ραθυμίας και ακινησίας, μαζικότητας. Υποδέχονται πρόσφυγες αναλόγως ακίνητους, στάσιμους, παθητικούς, χωρίς συνομιλίες και ανταλλαγές, χωρίς ιστορική μνήμη. Ανοίγουν, κλείνουν, χρεοκοπούν, ξεπλένουν χρήμα, φτιάχνουν φωλιές για τον κόσμο των χασομέρηδων, αλλά και της νύχτας και των συναλλαγών της.

Η αισθητική τους προκύπτει από την μόδα που λατρεύει ο εκάστοτε διακοσμητής· ανοξείδωτος χάλυβας, καπλαμάς, γυαλί, δερματίνη, ξύλινα ντεκ ιστιοπλοϊκού ― όλα γεωμετρημένα, καινούργια, φουτουριστικά, με ετοιματζίδικη χλιδή. Η ατμόσφαιρα ορίζεται από το σούρτα-φέρτα κλαρινογαμπρών και νυμφιδίων, από τα μπιτάκια που ακούγονται αδιάκοπα στα μεγάφωνα, από τις φράκταλ συστοιχίες των φραπέ και των φρέντο. Οι άνθρωποι κοιτούν μπροστά, απλανώς, πάνω από τα ποτήρια, μέσα από τζαμαρίες, προς την απέναντι καφετέρια.

Είναι μια λίμνη αρυτίδωτη, αβαθής, όπου δεν συμβαίνει τίποτε. Μια αχανής επιφάνεια. Στην επιφάνεια αυτή αντανακλάται μια κοινωνία αναλόγως στάσιμη, απαθής, που παρακολουθεί εταστικά το θέαμα της αργής διαλύσεως του αφρόγαλου, σαν θαύμα επαναλαμβανόμενο.

Ζωγραφική: Ο Fernando Pessoa στο καφενείο, προσωπογραφία από τον José de Almada Negreiros, 1964.

kairos2

Ειδήσεις στο αυτοκίνητο. Ουκρανία, Ρωσία, Ευρώπη, ΗΠΑ, μνήμες Ψυχρού Πολέμου μηδέποτε εξαφανισθέντος, μνήμες σχεδίων Βίσμαρκ και δογμάτων γεωπολιτικής στην Ευρασία. Το παρελθόν αναδύεται στο παρόν μεταμορφωμένο. Ειδήσεις από την Ελλάδα: η τρόικα σαν μέρα της μαρμότας, μικροκινήσεις ενόψει ευρωεκλογών, και μια κουβέντα με τεράστιο συμβολικό βάρος από νεόκοπο πολιτικό ηγέτη: «Δεν έχουμε το αμάρτημα του παρελθόντος…». Εδώ ας σταθώ.

Πιθανόν να ήθελε να πει «δεν κουβαλάμε αμαρτίες του παρελθόντος», δηλαδή, είμαστε καθαροί, άσπιλοι. Αυτό που έχει βαρύνουσα σημασία όμως είναι η κυριολεξία της σόλοικης διατύπωσης: Το αμάρτημα του παρελθόντος. Δηλαδή: Το παρελθόν ως αμάρτημα. Γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει.

Για τον συγκεκριμένο λόγο, πολιτικό δια του απολιτικού, συμπεριληπτικό των πάντων δια της ασάφειας, είναι κομβικής σημασίας η καταδίκη του παρελθόντος και η υπόσχεση του μέλλοντος: καταδικάζεις τον ζόφο και τον πόνο, τις αποτυχίες των άλλων, και οικειοποιείσαι τη λύτρωση και το φως του άδηλου μέλλοντος. Κανείς δεν νοσταλγεί το καταδικασμένο παρελθόν, όλοι λαχταρούν το λαμπρό μέλλον. Win-win.

Αμέσως θυμήθηκα τον λόγο του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη προς τους διανοουμένους, δύο εβδομάδες προ των εκλογών του 2000. Στο σκοτεινό παρελθόν (των άλλων) αντιπαρέβαλε το λαμπρό παρόν, το δικό του παρόν: «Δεν νοσταλγώ την πτωχή και ταπεινή Ελλάδα της μεταπολεμικής ή της προπολεμικής περιόδου, την Ελλάδα της ήττας. Αντίθετα: έχω βαθιά εμπιστοσύνη στον δυναμισμό, την πνευματικότητα, τον πλούτο της σημερινής Ελλάδας…» Προσδιόριζε τα οράματα της ισχυράς Ελλάδος του χρηματιστηρίου έτσι: «απτά, συγκεκριμένα, προσιτά». Και κατέληγε: «Ως σήμερα η Ελλάδα κοίταγε τον κόσμο. Σήμερα ο κόσμος κοιτάει την Ελλάδα.»

Ολη η μεταμοντέρνα τσογλανιά των νάιντις συμπυκνώθηκε τότε έτσι, με ισοπεδωτικά δίπολα νικητών-ηττημένων, πλούτου-φτώχειας, νέου-παλιού. Τραβούσαμε την ανηφόρα της Μεγάλης Φενάκης, με πιστωτική επέκταση και λαϊκή χλιδή, στο βάθος έλαμπαν φάροι ολυμπισμού και αθλητικού κλέους, αυτοκινητόδρομοι και διακοποδάνεια. Το νέο επέλαυνε σίγουρο για το ποιοι θα κέρδιζαν και θα κυριαρχούσαν, για το ποιοι θα έχαναν και θα υποτάσσονταν. Προτού εξαντληθεί η δεκαετία της νεολατρίας, είχαμε ήδη δει ποιοι ήταν οι νικητές και οι ηττημένοι, οι κυρίαρχοι και οι υποτελείς. Ποιοι συγκροτούσαν τους στρατιές των ανέργων και των νεόπτωχων, για μια-δυο-τρεις γενεές, άχρι καιρού.

Ενδιαμέσως, ακούσαμε άλλη μια εκδοχή του νέου και της παρελθοντοκτονίας, από τον κατεξοχήν νεωτεριστή Γιώργο Α. Παπανδρέου: το μέλλον ερχόταν ολόφωτο και ευρυζωνικό, συμμετοχικό και μη κυβερνητικό, επινοημένο ως πεδίο για κατίσχυση, χωρίς κριτήρια, χωρίς πλαίσιο αναφορών, χωρίς επώδυνες συγκρίσεις. Στο δικό του μέλλον, ο νεωτεριστής συγκρίνεται μόνο με τον εαυτό του. Ο Κ. Σημίτης αντιπαρέβαλε την Ισχυρή Ελλάδα στην υπανάπτυξη και την ήττα του παρελθόντος, κήρυττε μια διαρκή λήθη. Ο ΓΑΠ επαγγελλόταν μεσσιανικά ένα διεσταλμένο μέλλον, αρνούμενος όχι μόνο να αναφερθεί στο παρελθόν αλλά και να δεσμευθεί επί του παρόντος. Εξαφανίζοντας το παρελθόν του διέπραττε πατροκτονία, και υποσχόταν ένα μέλλον όπου όλα θα ήταν δυνατά οριζόμενα εξαρχής. Ως εξής: μετονομάζοντας όλα τα υπουργεία με New Age ονομασίες.

Τι μας χωρίζει από το 2000, το 2004, το 2007, το 2009 ακόμη; Ενας σωρός ερειπίων. Η Ισχυρή Ελλάδα του χρηματιστηρίου και του e-gov είναι μια γονατισμένη χώρα με ξέπνοους πολίτες. Η παρούσα ήττα συντρίβει πρωτίστως τους κυριαρχούμενους, τους υποτελείς, όσους πίστεψαν προσώρας ότι το παρελθόν δεν τους αφορά, δεν τους συνέχει, δεν αξίζει να το αναχωνεύουν· όσους πίστεψαν ότι το μέλλον τούς προσφέρεται στο πιάτο από μεσσίες, χωρίς να το ονειρευτούν οι ίδιοι και χωρίς να το χτίσουν με τον ιδρώτα τους· όσους βούλιαξαν στην φενακισμένη ετερονομία τότε, όσους βουλιάζουν στην ενοχοποίηση και την απόγνωση τώρα. Η λήθη συμφέρει και πάλι τους κυρίαρχους: μέσα της θα ξεπλυθούν ανομήματα και αμαρτίες, ίχνη εγκλημάτων, τεκμήρια, υποσχέσεις παραδείσων, για να αναδυθούν ξανά κυρίαρχοι.

Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Ναι. Ομως η μνήμη καλλιεργείται από τους ηττημένους· είναι παρηγοριά και όπλο. Κι εδώ όμως μέτρο: μνήμη ναι, οπωσδήποτε, αλλά όχι παρελθοντική καθήλωση και υπεραναπλήρωση· μνήμη αναστοχαστική και δημιουργός, και ταυτοχρόνως μια πολιτικά λυσιτελής χρήση της λήθης που θα ρυθμίζει τις εκδικητικές τάσεις και της καταστροφικές πολώσεις. Σε τέτοιο κρίσιμο σταυροδρόμι στεκόμαστε σήμερα.

Η είδηση του θανάτου της Τζένης Βάνου με οδήγησε ακαριαία στη συνέντευξή της στην Καθημερινή της Κυριακής, τα Χριστούγεννα του 2010 («Ολη η ζωή μου είναι ένα δυνατό μελό»). Θυμήθηκα αχνά το περίτεχνο σκαρίφημα βίου που είχε αποδώσει η Γιώτα Συκκά μέσα από τη συνομιλία της με τη σπουδαία τραγουδίστρια. Ανέτρεξα στο αρχείο και ανασυστήθηκε μπρος στα μάτια μου η συνομιλία, ο πολυκύμαντος βίος, η αδρή προσωπογραφία, μια ολόκληρη εποχή και μια Ελλάδα, όχι μακρινή αλλά μισοξεχασμένη και παρερμηνευμένη.

Οταν είδα εκτενείς αναπαραγωγές αυτής της συνέντευξης (δυστυχώς χωρίς τη δέουσα παραπομπή και απόδοση), θυμήθηκα επίσης τις πολλές συζητήσεις με τη συνάδελφο και φίλη Γιώτα, για την αξία τέτοιων (αυτο)προσωπογραφιών, για την αξία να συναντάς τις περασμένες δόξες, τις μισοξεχασμένες, και να τιμάς τους ανθρώπους. Διότι, τιμώντας τους παλαιούς καλλιτέχνες, τιμάς και το κοινό τους, ανασυστήνεις εποχές, ενώνεις το παρελθόν με το παρόν, κρατάς αναμμένη τη μνήμη, προσφέρεις μαρτυρίες και τεκμήρια στην άγραφη ακόμη Ιστορία.

Αυτή είναι η στερνή γνώση. Στην αφετηρία ωστόσο βασικό μέλημά μας είναι πάντα το ανάγνωσμα να προσφέρει χαρά· χαρά σε αυτούς που το κατασκευάζουν, συνεντευξιαζόμενο και συνεντεύκτη, και κυρίως να προσφέρει χαρά σε αυτούς που το διαβάζουν, αισθητική απόλαυση, ερέθισμα για σκέψη, για αναστοχασμό.

Με αυτά τα κριτήρια, η συνέντευξη της Τζένης Βάνου είχε πετύχει τους στόχους της. Η ζωή ανάβλυζε από κάθε φράση της, από τα συμβάντα, τις περιγραφές, τα αισθήματα, τους επιμέρους απολογισμούς. Διαβάζεις και ακούς ήδη τα τραγούδια της. Ακούς τη Φωνή: την έκταση, το σπάνιο μέταλλο, το χρώμα, το αίσθημα. Σου θυμίζει την έκταση και την ορμή της Ιταλίδας Μίνας. Ταυτοχρόνως, ακούς την εποχή, τις εποχές της φωνής: την «ελαφρά», την τζαζ εποχή του ’60, τα λαϊκά του ’70, τα καψούρικα του ’80. Μια ελληνική διαδρομή. Με ποικίλες προσλήψεις, με ποικίλα ακροατήρια, που αλλάζουν μες στο χρόνο, καθώς αλλάζουν τα γούστα, οι συνήθειες, η κοινωνία. Μια ελληνική διαδρομή σε απρόσμενους τόπους, όπως μου τη διηγήθηκαν φίλοι: τραγούδια έρωτα παιγμένα σε νυχτερινές κούρσες στη Νέα Υόρκη και στην Αβάνα.

Εχουν μεγάλη αξία αυτές οι καταγραφές βίων και αισθημάτων. Αξία όχι μόνο ιστορική, αλλά και παιδευτική, εμψυχωτική, τονωτική του αισθήματος κοινότητας. Βοηθούν να ξαναδούμε το βιωμένο παρελθόν με έμπειρο βλέμμα, να το κρίνουμε και να το αποτιμήσουμε. Προσφέρουν ένα όχημα για να κάνουμε τη νοσταλγία δημιουργική, προωθητική.

Ας πούμε, τα χρόνια του ’60 και του ’70 συχνά παρουσιάζονται ως απωλεσθέντες μικροπαράδεισοι, κυρίως από νεότερους ανθρώπους που προσεγγίζουν το παρελθόν αναχρονιστικά και αισθητικά. Ακούγοντας την εξομολόγηση της Τζένης Βάνου, μαζί με την προσωπική περιπέτεια, ακούς ταυτόχρονα την κοινωνία της εποχής, τις προκαταλήψεις, τη θεσμισμένη βία της, την αισιοδοξία των ανθρώπων, την πίστη στη ζωή. Με διαφορετικές φόρμες ακούς καθαρά ή υπόκωφα όλες τις εποχές και το habitus κάθε εποχής, στα δροσερά τραγούδια του ’60, στα λαϊκά του ’70, στα καψούρικα του ’80, στη διαρκή επίκληση του έρωτα, της αγάπης, του αγγίγματος. Κλιμακωτά και φυγόκεντρα, κυματιστά, με επαναλήψεις και ρήγματα, ακούς τη ζωή.

αδιαβαστο_δάσος

Ελα με τη βέσπα, άνοιξαν οι ουρανοί, χαρά Θεού! Το επείγον τηλεφώνημα του Γιώργου με οδήγησε ως το μπαλκόνι, να διαπιστώσω το γλαυκό θάμβος πάνω απ’ τον Λυκαβηττό.

Δεν είχα καλοξυπνήσει, βρισκόμουν ακόμη στην προηγούμενη νύχτα, υπό βροχήν, στη μακριά συζήτηση με τον ομήλικο Χρήστο. Ψαύαμε ολονυχτίς καταγωγικά ίχνη, παγωμένες κουβέντες αμίλητων γερόντων, συναντήσεις με σαλούς και λεβέντες, πλαγιομετωπικές με καθάρματα, σκόρπιους στίχους, μυρωδιές χώματος και σβουνιάς, παρηγοριές εικόνων, μισό αιώνα σαν νερό, με ένδοξες ουλές και νέα τραύματα. Η συνομιλία ξετυλιγόταν ελικοειδώς, άλλοτε πυρετική κι άλλοτε σιγαλόφωνη, με ουσιώδεις παρεκβάσεις, με μόνο σχέδιο τη συνάντηση, την κοινωνία. Κατοπτρική εξομολόγηση στο διάσελο της ηλικίας, καταλύοντες ιχθύν και οίνον.

Από τη βροχερή νύχτα συγκρατώ ένα διαυγές μουρμουρητό, που ανεβαίνει ντροπαλά, σταθερά: Ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε, τι ξεχάσαμε, τι χάσαμε, τι αφήσαμε πίσω, τι μπορούμε να γίνουμε. Συνεχώς αυτό. Στον πυρήνα του και σε όλη την υποδόρια έκταση, το ελληνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικό και διερώτηση ταυτότητας. Τίθεται εν χρόνω· όχι μόνο σαν συνέχεια εκ του παρελθόντος, αλλά κυρίως μες στη δυναμική του παρόντος: πώς αφομοιώνεις και μετουσιώνεις την παράδοση, πώς ισορροπείς στη διεθνή συγκυρία μετασχηματιζόμενος και προσαρμοζόμενος, χωρίς να χάσεις το πρόσωπό σου.

Το έθνος-κράτος τήκεται και μεταμορφώνεται μες στην άνιση ευρωπαϊκή συνομοσπονδία και την παγκοσμιοποίηση, η δημοκρατία αδυνατίζει από τις πολλές διαμεσολαβήσεις και τις παρακάμψεις της γενικής βούλησης, οι αποφασίζοντες για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων δεν λογοδοτούν και δεν ελέγχονται. Η εργασία, η πρόνοια, η κατοικία, η ισότητα, ό,τι περιείχε το κοινωνικό συμβόλαιο από την αυγή των Φώτων έως σήμερα, βρίσκονται στον αέρα, χωρίς το παλαιό περιεχόμενο. Οι αγορές απαιτούν και κερδίζουν χώρο, ελευθερία κινήσεως, χρόνο· οι άνθρωποι της Ευρώπης περιορίζονται σε όλο και μικρότερο χώρο, με όλο και πιο ρηχές προσδοκίες, στριμωγμένοι στην ανάγκη. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει πού θα καταλήξει αυτή η ταυτόχρονη άσκηση φυγόκεντρων δυνάμεων και κεντρομόλου ηγεμονισμού, η διελκυνστίδα μεταξύ άφωνων λαϊκών μαζών και άδηλων κέντρων ισχύος.

Το βλέπουμε καθαρά εδώ στην Ελλάδα, γιατί είμαστε οι πιο στριμωγμένοι απ’ όλους, διαθέτουμε το επώδυνο προνόμιο να προοικονομούμε το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών υπό τους πιο ακραίους όρους. Αυτή η επώδυνη προπόρευση μας κάνει πειραματόζωα και αποσυνάγωγους, μας προκαλεί ταυτοτική σύγχυση και αδυναμία χάραξης πορείας στα αχαρτογράφητα τοπία του αναδυόμενου κόσμου. Εντούτοις η πειραματική, μερική προοικονόμηση του γενικού μέλλοντος μπορεί να αποβεί σχετικό πλεονέκτημα, εφόσον κατορθώσουμε να απαντήσουμε στις προκλήσεις με κάποια επιτυχία, κυρίως αν απαντήσουμε στην πρόκληση του αυτοκαθορισμού, της ταυτότητας. Αν ανασυγκροτήσουμε λυσιτελώς μια ταυτότητα δυναμική, ευλύγιστη και συμπαγή, ικανή να αμβλύνει τις ανισότητες, να απαλείψει δευτερεύουες ή επίπλαστες αντιθέσεις, μια ταυτότητα που να συναιρεί δημιουργικά τις υπαρκτές αντιθέσεις παράγοντας ενέργεια και ώθηση, αντί για διχασμό και κανιβαλισμό.

Για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση δυναμικού αυτοκαθορισμού, χρειάζεται να πορευτούμε στο ραγδαία μεταλασσόμενο διεθνές περιβάλλον με ένα είδος ριζοσπαστικού πραγματισμού. Ούτε δειλιάζοντας ούτε υπνοβατώντας. Ριζοσπαστικά, με την έννοια μιας πολυμήχανης πολιτικής που θα υπερβαίνει τα στερεότυπα του παρελθόντος, χωρίς να αγνοεί τα ουσιώδη διδάγματά του. Και πραγματιστικά, με την έννοια ότι επικεντρώνεται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, υλικές και πνευματικές· στο ψωμί και στο όνειρο ταυτοχρόνως και ισοβαρώς, στις υλικές και ηθικές προϋποθέσεις του αξιοπρεπούς αυτόνομου βίου.

Για να πετύχουμε, χρειάζεται να γνωρίζουμε και να αισθανόμαστε ποιοι είμαστε· ούτε πιο σπουδαίοι ούτε ασήμαντοι. Χωρίς αυτοϋποτίμηση και επαρχιώτικα συμπλέγματα, χωρίς μειονεξία και δουλοπρέπεια, αλλά και χωρίς πρωτόγονους μηχανισμούς υπεραναπλήρωσης, αναδελφισμού και απομονωτισμού. Στις δύσκολες μέρες μας, περισσεύουν και οι δύο στάσεις παροξυμένες, εκδιπλώνονται συγκρουσιακά και αλληλοαποκλειόμενες. Αδρομερώς, μπορούμε να πούμε ότι πίσω από μια απατηλή πρόσοψη σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής, εκσυγχρονισμού και λαϊκισμού, κρύφτηκε εντέχνως η διαπάλη για την κυριαρχία, μια διαπάλη με βαθύτερα κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά ― τώρα, σαν λεηλασία επί ερειπίων. Η κρίση ρηγμάτωσε στην πρόσοψη, βάθυνε τα χάσματα και αποκαλύπτει εν τω βάθει ραφές και ουλές του ιστορικού σώματος, φωτισμένες επιπλέον απο την καινοφανή ανθρωπολογία της παγκοσμιοποίησης.

Απαντήσεις υπάρχουν. Η ομορφιά υπάρχει, εμείς πρέπει να την ανακαλύπτουμε, να ανασκάπτουμε, είπε ο Χρήστος. Στο βρεγμένο δάσος των Αγράφων, στη γλαυκή διαύγεια της Αττικής, σε αυτή την οικουμενικότητα.

ζωγραφική: Μποκόρος, Φωτισμένη σκιά, 2001

Στην Αθήνα, παραμονές του 2014, επάλληλα και ταυτοχρόνως: εσπρέσο Κεντρικής Αμερικής, νταούλια και ζουρνάδες ισλαμοβαλκάνια, συμφόρηση αυτοκινήτων, συζητήσεις για μέλλον Ευρώπης, θεολογία εικόνας, συναίρεση παράδοσης και συγχρονίας, αυθαίρετα άλματα από τον εβραϊκό μυστικισμό στη μεταμοντέρνα συνθήκη, περιδιαβάσεις στις μητροπόλεις του κόσμου, μικροανατομίες της οικογένειας και των προσωπικών προσδοκιών, διαρκείς επιστροφές στο ρευστό παρόν, στις τροπές του πολιτικού, στο έτος που ανατέλλει, πώς θα είμαστε, πώς ιστορούμε τις ζωές μας. Ολα συμβαίνουν ταυτοχρόνως, σε μια δίνη που νομίζουμε ότι την ορίζουμε εμείς, οι συνομιλητές, αλλά που ουσιαστικά την ορίζουν το περιβάλλον και ο καιρός, ο χώρος και ο χρόνος, σαν να μας αρπάζουν και μας βάζουν στην επιφάνεια ενός στίλβοντος δίσκου μπακιρένιου, κινούμενου γύρω από όλους τους άξονες. Κι εμείς παρ’ όλ’ αυτά ισορροπούμε, σαν ακροβάτες ασκημένοι μέσα από πόνους και αγωνία, εξωτερικά ήρεμοι αλλά με την καρδιά πάντα ν’ αγρυπνά.

Ιδιαίτερη χώρα, ιδιαίτεροι άνθρωποι. Με τον απόηχο του ζουρνά στ’ αυτιά διαβάζω τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά να περιγράφει πώς συνέθεσε την πρώτη μεγάλη μελέτη του για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή, 1830-1922», τη διατριβή υπό την καθοδήγηση του Νίκου Σβορώνου: «Είχα προσπαθήσει να απαντήσω στο ερώτημα ‘πώς γίνεται η Ελλάδα να εμφανίζεται τόσο ιδιαίτερη’ ήδη τον 19ο αιώνα. […] Επιχειρούσα να εξηγήσω τις θεαματικές στατιστικές και αποκλίσεις της Ελλάδας σε σχέση τόσο με τις χώρες της Ευρώπης όσο και με τα Βαλκάνια και την εγγύς Ανατολή με απτά υλικούς όρους. Το απίστευτα υψηλό ποσοστό των εκπαιδευμένων, ένας καταμερισμός της εργασίας που χαρακτηριζόταν από θεματική αύξηση των υπηρεσιών και ιδιαίτερα του δημόσιου τομέα, μια χαρακτηριστική πολιτική σταθερότητα που συνάπτεται με τα πελατειακά συστήματα και κυρίως η εντελώς ιδιαίτερη εξέλιξη του νεοελληνικού Κράτους για έναν ολόκληρο αιώνα μου δημιουργούσαν απορίες». (Μορφές συνέχεια και ασυνέχειας. Από την ιστορική εθνεγερσία στην οικουμενική δυσφορία. Εκδ. Θεμέλιο.)

Η οιδιπόδεια περιέργεια του Τσουκαλά, που γέννησε αυτή τη μελέτη, παραμένει ακόρεστη και σήμερα, για τον ίδιο, για μας τους αναγνώστες του, σαράντα-τόσα χρόνια από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε, πάνω στη ράχη της ασυνέχειας που βιώνουμε, και τώρα όχι πια μόνο με όρους εθνικούς αλλά και με όρους μιας παγκοσμιοποιημένης δυσφορίας. Από το αυτοβιογραφικό κείμενο του κοινωνιολόγου ωστόσο αυτό που κράτησα ήταν τρεις παρατηρήσεις ανθρωπολογικού-κοινωνιολογικού προσανατολισμού, με διαχρονική αξία, στα μάτια μου τουλάχιστον: πρώτον, το «απίστευτα υψηλό ποσοστό των εκπαιδευμένων», δεύτερον, ο «καταμερισμός της εργασίας που χαρακτηριζόταν από θεματική αύξηση των υπηρεσιών και ιδιαίτερα του δημόσιου τομέα», τρίτον, το «πολυσθενές» κοινωνικό υποκείμενο, δηλαδή οι Ελληνες του ύστερου 20ού αιώνα που επιβιώνουν «ταυτόχρονα ως δημόσιοι υπάλληλοι, ως κληρούχοι αγρότες, ως ευκαιριακοί μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, ως ανεξάρτητοι επιτηδευματίες και ως εποχιακοί επιχειρηματίες».

Ξαναθυμήθηκα όσα είχα διαβάσει στον Τσουκαλά και τους συνομηλίκους του, τον Κωστή Μοσκώφ, τον Κώστα Βεργόπουλο και άλλους, για τη συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας, του κράτους, της οικονομίας· όταν τα διάβαζα στη δεκαετία ’80, τα προσέγγιζα σαν αφηρημένα σχήματα, σαν θεωρία, σαν απορροφητέα ύλη· τώρα, μέσα απ’ τα χείλη του ιστορικού ρήγματος, τα βλέπω να αναδύονται πάλι σαν εμπειρικά επαληθευόμενη ανθρωπολογία, επικουρούμενα από τον εκπληρωμένο κασσανδρισμό του Παναγιώτη Κονδύλη, τις ποιητικές διεισδύσεις του Χρήστου Βακαλόπουλου, τις λοξές αναγνώσεις του Κωστή Παπαγιώργη, τέτοια σκόρπια και έκκεντρα, τέτοια που δεν προσφέρουν έναν ενιαίο μαγικό μίτο για να προσπελάσουμε την Ιστορία, αλλά πολλές επιμέρους αφηγήσεις, πολύτιμες η καθεμιά γι’ αυτό που ιστορούν, γι’ αυτό που ζωγραφίζουν, κι όλες μαζί να συνθέτουν έναν θραυσμένο πολυσχιδή ιστό με χάσματα και μισοκρυμμένα πατήματα.

Ό,τι βιώνουμε οδυνηρά ως ασυνέχεια, ό,τι καλούμε κρίση, μάς οδηγεί να σκεφτούμε την πορεία μας, τους εαυτούς μους, μέσα από μικρότερες αφηγήσεις, με πολλά μικρά ποτάμια αδύναμης σκέψης, χωρίς μια μεγάλη κεντρική πίστη, χωρίς ένα τέλος, έναν μεγάλο σκοπό. Ομως μια υπόγεια θέρμη μας παρακινεί διαρκώς σε εντοπισμό μερικών αληθειών, που μας επιτρέπουν να συντάσσουμε ευέλικτες στρατηγικές επιβίωσης, πολύτροπες, πολυμήχανες, ακόμη και αντινομικές, πάντα δραστικές, λυσιτελείς.

Αυτός ο πολύμιτος ιστός ο σχισμένος, με τα χάσματα και τις λαβές, τους παραπόταμους και τα φυκόγεντρα ρυάκια, είναι το παρ’ ημίν μεταίχμιο απ’ το οποίο θα κρατηθούμε για να του φύγουμε.

belezza_roma

Παρακολουθούσα λαίμαργα την Grande Belezza (Μεγάλη ομορφιά) του Σορεντίνο, ρουφούσα εικόνες, κιαροσκούρα, φόρμες, αστραφτερά πεζοδρόμια και περίτεχνα δάπεδα, αδριάντες, κρήνες, κήπους, ταράτσες, τα ρωμαϊκά πεύκα να περιγράφουν τον ορίζοντα, μπαρόκ παλάτσα, εκθαμβωτικά μπλέιζερ, τη γιγαντοδιαφήμιση Martini, τον flâneur Τζεπ με ένα νεγκρόνι στο χέρι να ακούει μυστικά τον Αμνό του Τάβενερ και φανερά τα μπιτ της eurotrash. Κατάδυση στον κινηματογράφο και εμβάπτιση στην Αιωνία Πόλη, από εκεί που την άφησαν ο Φελίνι, ο Σκόλα και ο Ροσελίνι, μισό αιώνα μετά, από τα χρόνια της ανοικοδόμησης και της ευφορίας, της λιτής κομψότητας, της ματιάς προς το μέλλον.

Το μέγα κάλλος της ταινίας είναι η Ρώμη, αναμφίβολα· αλλά ο αφηγηματικός της πυρήνας είναι ένας επιτάφιος για την γηραιά Ευρώπη, την ελληνορωμαιοχριστιανική. Οι τελειωμένοι αριστοκράτες, οι φθαρμένοι ηδονιστές, οι ματαιωμένοι επήλυδες, οι στείροι καλλιτέχνες, οι ακηδείς πλούσιοι, οι προλετάριοι απ’ τη χαραμάδα, όλοι πεθαίνουν και σβήνουν εν ηδοναίς προσθέτοντας επιδερμίδα και ρουφώντας σκόνες. Η πόλη είναι ένα αρχαίο πολυστρωματικό μνημείο που τυλίγει με ομορφιά και μεγαλείο τους ανθρώπους, μα τους τυλίγει νεκρικά, τους κρατάει διαρκώς στον κόσμο των νεκρών.

H μονόχρωμη τοιχογραφία της Dolce Vita έχει εν τω μεταξύ μετασχηματιστεί σε μια μπαρόκ ελαιογραφία υπερκορεσμένου χρώματος και ακραίου κιαροσκούρο, με ένα θέμα: τη ματαιότητα, τη vanitas, με τυπωμένη σε κάθε γωνιά την υπόμνηση memento mori, τυπικά ρωμαϊκή. Η αρμονία, το μέτρο, η χάρις, έχουν ταφεί στα σκοτεινά βάθη των παλάτσων, όπως η ραφαελική Fornarina, η πεμπτουσία της sprezzatura: είναι μόνο μια φευγαλέα υπόμνηση του απωλεσθέντος ιδεώδους, ένα φάντασμα, το φάντασμα της Ελίζα, μια έλλαμψη από το μυητήριο πρόσωπο της νιότης που είναι πια νεκρό.

Ρουφώντας τη Ρώμη μέσα από το ρέκβιεμ του Σορεντίνο, σκεφτόμουν διαρκώς ότι να ζεις σε μια τέτοια πόλη-μνημείο, σε ένα απέραντο κενοτάφιο ιστορίας, είναι ευλογία και κατάρα. Ευλογία διότι ζώντας εκεί, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο· τα έχεις δει, τα έχεις ζήσει όλα. Και κατάρα, διότι ζεις πλακωμένος από το βάρος αιώνων και γιγάντων, κι όσο κι αν δίνεσαι της ζωής, πάντα θα βουλιάζεις στην ιστορία, πάντα θα βαραίνει η σύγκριση με τα έργα και το πνεύμα των προγόνων. Με αυτούς συνομιλούν ο Φελλίνι και ο Παζολίνι, από αυτούς αναβλύζουν και εκεί επιστρέφουν.

Σαν να ζεις στην Αθήνα. Πλακωμένος από τη σκιά της Ακροπόλεως, από τερατώδεις σκιές σε κάθε άλσος, εδώ η σκιά του Πλάτωνος, εκεί του Αριστοτέλη, παραπέρα του Περικλή και του Θεμιστοκλή, εκεί ο Σωκράτης συνομιλούσε με τον Φαίδρο. Ξασπρισμένα μαρμάρινα μέλη από τη δημοκρατία, θύλακοι χριστιανικού μεσαίωνα από την αυτοκρατορία, με πλίνθους και κουρασάνι, ένα σπάραγμα οθωμανικό, νεοκλασικισμός σαν του Κανόβα στη Ρώμη, η θάλασσα να λάμπει διαρκώς στο βάθος, μια βιασμένη ενδοχώρα νυμφών και αττικών θαυμάτων.

Αυτή η αβάσταχτη Αθήνα, πρωτεϊκή και ελάχιστη, έλαμψε πάλαι ποτέ σαν Στέλλα, παθιασμένη για ελευθερία σε χωμάτινες αυλές και χαμοκέλες, έλαμψε άγρια σαν Ευδοκία καμένη από ήλιο, σκόνη και φτηνό κρασί. Περιμένει τώρα να λάμψει μητροπολιτική και περίπλοκη, σκοτεινή και πολυπρόσωπη, με σημάδια πολέμων στους τοίχους και μια ευδαιμονία που γυρνάει σε πένθος.

Κάτω από την επιφάνεια του καταθλιπτικού συβαριτισμού και των παλάτσων της Ρώμης, κάτω από το κατσουφιασμένο πρόσωπο του κλασικοαθηναϊκού ερειπιώνα, υπάρχει ένας βαθύς επιτάφιος θρήνος για τον κόσμο που απέρχεται, και ένα βλέμμα προς τον κόσμο που φτάνει· μάλλον, περισσότερα του ενός βλέμματα, προς διάφορες πιθανές ελεύσεις. Ασιάτες, Αραβες, τουρίστες, ας πούμε. Αλλά κυρίως παιδιά που αναζητούν μια διαδρομή στον λαβύρινθο του βίου, όπως έκαναν πάντα τα παιδιά· η έλευση της αγάπης· η αναζήτηση του στοιχειώδους, του θεμελιακού, κάποιος να σε νοιαστεί, κάποιος να σου αποκαλύψει το θαύμα, τη φύση, μια φεγγαρόλουστη νύχτα, μια απέραντη στιγμή αποκαλύψεως, τα επιφάνια και η χάρη.

Ανω και κάτω. Ανω: η ταράτσα, ρωμαϊκή, αθηναϊκή· πλάι στο Κολοσσαίο, πλάι στην Ακρόπολη· ο επιπολής κόσμος θεάται το γέρμα του πλονζέ. Κάτω: τα μνημεία τέχνης, οι τάφοι, ο Κεραμεικός, τα καταχωμένα ποτάμια, οι ψυχές. Ζούμε υπεράνω, αντλώντας παραδόξως δυνάμεις από κάτω, πάντα επιστρέφοντας σε μια Fornarina, μια σβησμένη Ελίζα, προ πάντων στη spretazzura της νιότης, στη θάλασσα.

Το καλοκαίρι του 2004 έφτασα αεροπορικώς στη Ρόδο, καθ’ οδόν προς Σύμη. Λίγο μετά το ξημέρωμα. Ηταν η μέρα του τελικού του Euro. Θυμάμαι ακόμη την ατμόσφαιρα του σιγαλού πρωινού, το ραδιόφωνο που τιτίβιζε, την κατάφυτη διαδρομή, τις ατέλειωτες σειρές τουριστικών καταστημάτων και ξενοδοχείων, κυρίως αυτό που συνέδεε την ακριτική μεγαλόνησο με τη μητροπολτική Αθήνα: όλοι κρατούσαν την ανάσα τους ενόψει του τελικού. Ολοι πίστευαν στο θαύμα. Κι όλα ήσαν σιγανόφωνα και αγουροξυπνημένα. Κατόπιν πήραμε το πλοίο και το βράδυ χορεύαμε με φανελάκια Hellas.

Τον χειμώνα του 2013 ξαναβρέθηκα στη Ρόδο. Αλλος. Ολη η Ελλάδα είναι άλλη. Λίγες μέρες νωρίτερα άνθρωποι είχαν τη ζωή τους στον αυτοκινητόδρομο που περνούσε μέσα απ’ το ρέμα. Πέρασα κι εγώ, χωρίς καταιγίδα.

Η πολιτεία είχε βυθιστεί στη χειμερία φάση· τα γιγάντια ξενοδοχεία είναι κλειστά, οι πινακίδες τυλιγμένες στα νάιλον, τα έπιπλα στα σαλόνια σκεπασμένα με σεντόνια. Σαν μπούνκερ σιωπηλά αντικρίζουν το πέλαγος τα μεγαξενοδοχεία, κυκλώπειες κατασκευές με το ύφος του ’60 και του ’70, του νεομπρουταλισμού και της υπερμεγεθυμένης πολυκατοικίας, με την πρόσοψη να προσπαθεί πεισματικά να βλέπει θάλασσα. Ο δρόμος που διασχίζει τα μεγαθήρια, στέφεται με χιλιάδες πινακίδες και μικρομάγαζα, όλη η δραστηριότητα εν εκτάσει, χωρίς βάθος· αρχετυπική οργάνωση χώρου σαν σκηνικό Τσινετσιτά, χωροταξία τουρισμού, οργάνωση του κόσμου σε σεζόν. Στα διάκενα η φύση ρωμαλέα ακόμη υποβάλλει· εκβιασμένη Μεσόγειος, όμως τόσο ανθεκτική.

Στο κέντρο τα εμπορικά ήταν φωτισμένα, πολλά, φανταχτερά, σαν εικόνες από το παρελθόν. Mε μετρημένα πράγματα στις βιτρίνες. Ομως: Δεν φέρνουμε πια παπούτσια των εκατό ευρώ, δεν τα παίρνει κανείς, ένα πενηντάρι μπορεί να δώσει ο πελάτης, εξηγεί ένας μαγαζάτορας. Τα καφέ μισοάδεια-μισογεμάτα· πέρυσι δεν έπεφτε καρφίτσα εδώ που βλέπεις, εξηγεί άλλος. Νέοι άνθρωποι, οι περισότεροι με iphone.

Το βραδινό μπαρ ανοίγει Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. Ενα άλλο, την Κυριακή προσφέρει Sunday Nights Ελληνικές Φοιτητικές Βραδιές, στα deck o dj Tassos, τιμή φιάλης 50€, τιμή ποτού 5€. Πάνω στην καλοκαιρινή αφίσα του Καζίνου, επένθετη η χειμερινή αφίσα του Στέλιου Ρόκκου, η μια εποχή διαδέχεται την άλλη, καθεμιά με το ύφος της, η κρίση δεν φανερώνεται παντού με την ίδια ένταση, με την ίδια μορφή. Το Σάββατο προ πάντων δεν φανερώνει τίποτε. Μόνο στο σούρουπο, μαζί με την υγρασία, μια κυριακάτικη μελαγχολία αρχίζει να απλώνεται ψιλή-ψιλή στα προάστια, στα μίνι μάρκετ που περιμένουν τους τελευταίους εργένηδες και στις ψησταριές που ανάβουν τα φώτα.

Το πρωί μες στην ανεμοθύελλα το μεγάφωνο έφερνε από νωρίς θρυμματισμένες ψαλμωδίες. Ενας ιεροκήρυκας ακουγόταν με διαλείψεις: ιταλική κατοχή, τουρκοκρατία, προδοσία. Προς το τέλος έψαλε τον Εθνικό Υμνο.

Στην μεγαλόπρεπη μεσαιωνική καστροπολιτεία όλα κλειστά· το φως της συννεφιασμένης Κυριακής ξέπλενε τη σκόνη του τουρισμού, οι γάτες κυριαρχούσαν στο πεδίο, εδώ κι εκεί ένας ανθρώπινος ήχος. Το μόνο ανοιχτό εστιατόριο μάς υποδέχτηκε με γαλανόλευκες επιγραφές και φωτογραφικά στιγμιότυπα σίξτις με Ωνάση, Μπιθικώτση, Μελίνα ― υπήρξε πράγματι αυτός ο κόσμος της αμεριμνησίας, της αισιοδοξίας, της άνοιξης; Από μια ολόκληρη εξηκονταετία ξεδιαλέγουμε μερικές δεκάδες ενσταντανέ, ασπρόμαυρα ή ektachrome, μια γελαστή επιφάνεια, με ντεκαποτάμπλ αυτοκίνητα, καΐκια, λευκά πουκάμισα, παντελόνια κάπρι, νιάτα, τραγούδια, όλα είναι τραγούδια και φιλμ. Δεν δάκρυζε κανείς στο βάθος; Ποιος να το πεί, αυτά δεν είναι ιστορία, είναι η ζώσα φαντασμαγορία για μεσήλικες, ακατανόητα λείψανα για τους νεαρούς.

Γευματίσαμε μόνοι, σαν να βρισκόμασταν σε αστική τραπεζαρία άλλου χρόνου, άλλου τόπου. Στα μεγάφωνα ένας θρηνώδης Πουλόπουλος σέβεντις, «μην του μιλάτε του παιδιού, αφήστε το να κλάψει», σαν να σχολίαζε την αναμμένη τηλεόραση με φόρους και πλειστηριασμούς. Ρευστά σέβεντις, χούντα, μπουζούκια και παντελόνια καμπάνα γέμιζαν τα κενά του τουρισμού· ένας χείμαρρος εσωστρέφειας και αναδίπλωσης πλημμύριζε επίμονα, αθόρυβα την άδεια πόλη, την άδεια χώρα.

Η ανεμοθύελλα συνεχιζόταν στη βαρύθυμη μητρόπολη. Στο λεωφορείο οι commuters είναι αποσυρμένοι στην κούραση, ισορροπούν ασταθώς με τα ακουστικά του smartphone στ’ αυτιά, ο ύπνος τους παίρνει το κεφάλι, μια τετράδα τριαντάρηδων περιγράφει με ένταση πώς κόπηκαν οι συντάξεις των γονιών τους, οι γραβάτες είναι λυμένες, το κραγιόν σβησμένο.

PABST_PANDORAS_BOX

Η σύνθλιψη της πολιτικής, η υποβάθμισή της σε παρακολούθημα μιας ιδιοτελούς οικονομικής ορθοδοξίας, ποτίζει κάθε χαραμάδα της ελληνικής πραγματικότητας σήμερα. Πήρε χρόνια να φθαρεί εντελώς, να φτάσει στο ερείπιο που κατοικούμε τώρα, και η κατεδάφιση συνετελείτο πανευρωπαϊκά και διεθνώς, όχι μόνο στην βαλκανική απόφυση των μασκαράδων που υπεδύοντο τις ιδιοπροσωπείες.

Η οικονομική χρεοκοπία ήταν μια μόνο έκφραση της πολιτικής πτώχευσης, η πιο αισθητή, η πιο οδυνηρή ασφαλώς. Η ηθική εξαχρείωση, η διανοητική αποσάθρωση, η παγωνιά των αισθημάτων ή η γενίκευση των αισθημάτων φθόνου και κανιβαλισμού, προέλαυναν επί χρόνια, κατελάμβαναν κάθε εκατοστό του δημόσιου χώρου, αφαιρούσαν το οξυγόνο, ξυπνούσαν δυσοίωνα προαισθήματα, γέμιζαν ανησυχία· αλλά το σοκ το ένιωσαν όλοι μόνο με την υλική πτώση, με την πτώχευση, μπρος στα ειδεχθή ταξικά βάραθρα. Μόνο τότε αντιληφθήκαμε οι Έλληνες, και όχι όλοι ακόμη, ότι ο συλλογικός βίος εκπίπτει και μαραίνεται, αλλάζει έτσι που μπορεί να μη μας περιλαμβάνει όλους ακέραιους, και μόνο τότε, και όχι όλοι, αντιληφθήκαμε ότι ο ατομικός βίος είναι αξεχώριστος από τον συλλογικό. Αυτή η σχέση ατομικού-συλλογικού είναι η πολιτική, και αυτή η σχέση είχε μαραζώσει πολύ καιρό πριν απ’ την πτώχευση.

Μα το πολιτικό εξακολουθεί να υπάρχει και χωρίς την έλλογη πολιτική· να υπάρχει υλικό και πρωταρχικό, θεμελιώδες και αρχέγονο, να υπάρχει απαιτώντας να εκφραστεί με κάθε τρόπο. Στο άγονο κενό που κατέλιπε η πεπτωκυία έλλογη πολιτική, βλασταίνουν τώρα άλογες φανερώσεις του πολιτικού: η απόγνωση, η μοχθηρία, η ξενηλασία, η μνησικακία, ο κερματισμός, η απάθεια, η βουβαμάρα, η καθολική δυσπιστία. Απάθεια μα και απόλυτη δυσπιστία απέναντι στον κυρίαρχο λόγο, σ’ έναν ποβερταλισμό αναβλύζοντα απευθείας από την κλεπτοκρατία και τον παρασιτισμό, μια πτωχολαγνία που υποδύεται την Μοναδική Εναλλακτική Λύση φορώντας ηθικολογική προβιά, αλλά που στην ουσία είναι μια κυνική και σεχταριστική ιδεολογία, μια κοσμική σαρία: οι αδύναμοι αξίζουν τη μοίρα τους, οι μεσαίοι αξίζουν την τιμωρία τους, και η μοίρα τους και η τιμωρία τους είναι φρικτές, δικαιολογημένες από την Αόρατο Χείρα της αγοράς.

Η σύγχυση, η αλλοφροσύνη, το μαλλιοτράβηγμα, το τρελό πινγκ-πονγκ του μίσους όλων εναντίον όλων, απορρέουν από αυτή την κατάρρευση του πολιτικού Λόγου, από την επικράτηση του ψευδοορθολογικού τζιχάντ και της απόγνωσης των γυμνών ψυχών στη σφαίρα του πολιτικού. Το πραγματικό είναι μια μόνο στιγμή στο γενικευμένο ψεύδος ― η εγελιανή-ντεμπορική αντιστροφή είναι η αβάσταχτη αλήθεια μας.

Η πενία είναι υλική συνθήκη που δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην ανελευθερία, στη γύμνωση της ύπαρξης· ένας βίος οικονομημένος και όχι άπληστος μπορεί να οδηγεί λυσιτελέστερα στην ελευθερία. Όχι όμως η τρέχουσα οικονομία της δυστυχίας. Η βίαιη άδικη πτώχευση τρελαίνει, αφαιρεί βίαια τον χρόνο, την προσδοκία, το ψηλάφισμα του μέλλοντος: κατ’ επέκτασιν, υποδουλώνει ή αποθηριώνει ή και τα δύο μαζί.

Για την επανεύρεση της ελευθερίας και της αλήθειας, μας χρειάζεται να ξαναβρούμε την πολιτική σαν μια οικονομία της ευτυχίας.

εικόνα: G.W. Pabst, Pandora’s Box

Munoz-boxer

Εχουμε κουραστεί να μετράμε απώλειες. Τέσσερα χρόνια τώρα. Απώλειες υλικές, κοινωνικές, πολιτικές. Η ύστατη και ίσως σημαντικότερη απώλεια με την οποία απειλούμαστε είναι η απώλεια ταυτότητας. Οχι ότι θα τη χάσουμε και θα είμαστε το τίποτε, αλλά υπό την έννοια ότι τα σοκ των μεταβολών ήταν και είναι τόσο πολλά, οι μετασχηματισμοί τόσο απότομοι και βίαι οι, που δεν ξέρουμε πια πού στεκόμαστε, πού πατάμε, ποιοι είμαστε μέσα στη δίνη.

Από τις πρώτες μέρες της αναγγελίας της χρεοκοπίας και της επιβολής των μνημονίων οι Ελληνες βίωσαν μια καταιγίδα δημοσιότητας, σχετική με τον χαρακτήρα τους, με αυτή την συχνά ισοπεδωτική γενίκευση που αφορά τον εθνικό χαρακτήρα, τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού συνόλου. Τα εντυπωσιοθηρικά ιδίως μήντια της Βορείου Ευρωπης ανέσυραν πλήθος στερεοτύπων για τον συνοπτικό ανθρωπότυπο του πονηρού, οκνηρού, απείθαρχου, ηδονιστή Ελληνα. Από κοντά, και εγχώριοι θυμόσοφοι.

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί Ελληνες συμμερίζονται αυτή την στερεοτυπική περιγραφή τους, για διάφορους λόγους: ίσως επειδή ενσωματώνουν μια ραγιάδικη στάση ζωής, ισχυρό κατάλοιπο υποτελούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας· ίσως επειδή βαυκαλίζονται ότι με την πονηριά ξεγελούν τον κουτόφραγκο· ίσως επειδή νιώθουν διαρκώς σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι ενός εξιδανικευμένου, μυθικού Ευρωπαίου ανθρώπου. Πολλά ίσως. Και μια βεβαιότητα: η πλημμύρα και η ένταση της προπαγάνδας για τον ένοχο Ελληνα ήταν τέτοιες που ακόμη και οι μη στερεοτυπικά κομπλεξικοί λύγισαν, υπέκυψαν, έφτασαν ώς τις εσχατιές της μειονεξίας, της αυτοενοχοποίησης, της αυτοϋποτίμησης· εντέλει της αποπροσωποίησης. Με αυτή την έννοια μιλάμε για απώλεια, για ράγισμα ταυτότητας.

Στο ζενίθ της κρίσης, μετά τέσσερα σχεδόν χρόνια αβεβαιότητας και πόνων, μετά αλλεπάλληλες απώλειες, μέγα πλήθος Ελλήνων στέκεται βουβό, μουδιασμένο, με παγωμένη την ψυχή και το μυαλό. Δεν είναι ακριβώς ήττα, αλλά είναι ασφαλώς μια ορισμένη ηττοπάθεια. Εχουν δοθεί μάχες, αλλά όλες σχεδόν έχουν χαθεί στο συλλογικό πεδίο. Ολες οι μάχες ήταν αμυντικές και όλες ήταν στατικές, σε χαρακώματα και απηρχαιωμένες γραμμές Μαζινό. Εδώ και καιρό πια, ο αγώνας μεταφέρθηκε στο ατομικό πεδίο, στο πεδίο της επιβίωσης, με κυρίαρχες τις πρωταρχικές ενορμήσεις, το ένστικτο αυτοσυντήρησης.

Και στα δύο πεδία, συλλογικό και ατομικό, επικρατούν ο φόβος, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η σύγχυση, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η απαισιοδοξία. Αλλά και η οργή, το μίσος, η μνησικακία, η μοχθηρία. Στο συλλογικό πεδίο αυτά τα αισθήματα, αυτές οι στάσεις, εκφράζονται με διασταυρούμενα πυρά ασυνεννοησίας, με ιδεοληπτικές καθηλώσεις ασύμπτωτες, με πηχτή κακία, με διαρκώς εντεινόμενη δυσπιστία προς το κράτος, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα. Με έναν διχασμό να σιγοβράζει· διχασμό ωστόσο που δεν έχει σαφείς πόλους, με διακριτά ιδεολογικά περιγράμματα. Η πολλαπλώς και ατυπικά εκδηλούμενη σύγκρουση δεν μορφοποιείται ακόμη πολιτικά, πλην όμως μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινώς πλέον το υλικό της υπόστρωμα: την αναδιανομή πλούτου και τον ανασχηματισμό τάξεων.

Η πολύμορφη μεσαία τάξη, με τις ποικίλες διαστρωματώσεις στο εσωτερικό της, οικονομικές, ιδεολογικές, ανθρωπολογικές, καθώς διαρρυγνύεται βιαίως από την κρίση, σκορπίζεται στα θραύσματά της και σκορπίζει μαζικά δυσφορία, ανοικειότητα, αποξένωση, φόβο. Στο μέτρο που, τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες, η μεσαία τάξη καθόριζε τη συλλογική ψυχή και τη γενική διάνοια, η παρούσα θραύση της καθορίζει το νέο habitus: ένα παγωμένο ρευστό φόβου, καχυποψίας, έχθρας. Αυτά τα υλικά είναι τα πρωτεύοντα περιεχόμενα μες στην υδραργυρική ταυτότητα των ανθρώπων της κρίσης. Και αυτά τα ψυχοτοξικά υλικά οδηγούν στην αδράνεια, το μούδιασμα, το πάγωμα του νου· σε μια δομική απαισιοδοξία, ότι όλα μπορούν να πάνε και χειρότερα, σε μια ενδιάθετη ηττοπάθεια και μοιρολατρία, ότι ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της μοίρας του, ανώτερες δυνάμεις την ορίζουν.

Από τη μια, η τρόικα, οι δανειστές, οι ξένοι: το έξω κακό. Από την άλλη, οι ανάξιοι ή αδύναμοι κυβερνήτες, το πολιτικό σύστημα, το ριζικό της φυλής: το έσω κακό. Η οψέποτε σωτηρία δεν θα έρθει από έξω ή από έσω, αλλά εκ των άνω, μ’ ένα θαύμα, έναν Μεσσία. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.

Η ανάγνωσή μας είναι ασφαλώς μερική και στατική· οι άνθρωποι και οι κοινωνίες κινούνται δυναμικά και μη γραμμικά. Ο,τι διαβλέπουμε σήμερα ως ηττοπάθεια, αύριο ίσως αναδυθεί ως αναγεννητική ορμή. Αλλά ας δούμε τουλάχιστον πώς είμαστε, ποιοι είμαστε, εδώ και τώρα.

εικ.: José Antonio Muñoz

stoa_elias

Η Αθήνα δεν χαρακτηρίζεται από στοές. Εχει λίγες και μικρές, δεν τη σφραγίζουν. Δεν είναι σαν το Μιλάνο, σαν το Παρίσι, τόπο έμπνευσης του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που είδε την αστική φαντασμαγορία να ανθίζει μες στις στοές και τα περάσματα της πόλεως.

Οι αθηναϊκές στοές, πλην ελαχίστων, απολήγουν τυφλά ή ημίτυφλα, είναι μισοσκότεινες, ελάχιστα μεγαλοπρεπείς, έχουν κυρίως χρηστικό χαρακτήρα. Συγκεντρώνουν, μάλλον συγκέντρωναν, ομοειδή μαγαζιά και εργαστήρια, που ομαδώνονται σε λειτουργικές πιάτσες, με χαμηλότερα ενοίκια και δυνατότητες συνεργιών. Χαράκτες και σφραγιδοποιοί, κλειδαράδες, χρηματιστηριακά γραφεία, ραφεία, αργυροχρυσοχοεία, ρολογάδικα, γραμματόσημα, δίσκοι, μικροηλεκτρονικά, βαλίτσες, κάθε εμπόριο και τέχνη στήνει μια δική του πιάτσα. Αλλά ελάχιστες αθηναϊκές στοές λειτουργούν σαν πέρασμα, ελάχιστες τροφοδοτούν τη φαντασμαγορία της πόλης μες στην πόλη, δεν ειναι ένα στεγασμένο δίκτυο δρόμων για περιπλάνηση, για flânerie. Στις αθηναϊκές στοές εισέρχεσαι με έναν σκοπό, να επιτελέσεις μια λειτουργία. Και εξέρχεσαι συνήθως από το ίδιο φωτεινό στόμιο.

Γιατί έτσι; Ισως διότι ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος, πετάγεται ένας. Διότι το φως διαρκώς σε καλεί να περιπλανιέσαι στ’ ανοιχτά, στα ξέφωτα. Ισως διότι η ανάπτυξη του αστικού ιστού διεξάγεται με υστερήσεις και χάσματα, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό· ο υπέρτατος σχεδιαστής είναι το ζωηρό μικροεμπόριο. Ισως διότι οι αρχαιοκλασικές ημιανοιχτές στοές διεσώθησαν στην κλασικιστική Αθήνα ως στενοί πλην ανοιχτοί δρόμοι. Υπό μία έννοια, όλο το σύμπλεγμα των δρόμων του ιστορικού τριγώνου είναι μια δαιδαλώδης ασκεπής στοά, ένα υβριδικό παζάρι που διαχέεται και πολυμορφίζει: Ευαγγελιστρίας, Αγίου Μάρκου, τώρα πια Αιόλου, και τα δεκάδες-εκατοντάδες παρακλάδια, με αρχαιοδοξασμένα και χριστιανικά ονόματα αναμίξ.

Πίσω στις στοές. Μέσα τους. Η λαμπρότερη ίσως, η στοά Αρσακείου, φθίνει· η ιστορία την πλήττει βάναυσα, κι εμάς μαζί της. Οι σημαίες του Κοκκώνη δεν αρκούν να διασκεδάσουν την θλίψη. Η στοά Φέξη, ναός για τους χασομέρηδες των γκάτζετ, έχει μισοαδειάσει από μαγαζιά· Σάββατο πρωί, σουλατσάρουν φύλακες. Ρημαγμένη η στοά Ειρηνοδικείου στην Ομόνοια, νεκρή. Κενή η στοά Τρικούπη στα Χαυτεία, η και Πιγκουίνου ονομαζομένη, ανοίκειο πέρασμα για βιαστικούς διαβάτες. Μισοσβησμένη η λάμψη στη στοά Σπυρομήλιου· η κρίση νίκησε την ανακαίνιση. Ούτε η εμπορική Ορφανίδου έχει τη βουή του παρελθόντος. Ούτε η Λέκκα. Κρατάει λίγο η στοά της Οπερας, η στοά Λαιμού. Η Νικολούδη ήταν πάντα κομψή και σύντομη, έγινε ακόμη συντομότερη. Η Κοραή σχεδόν βουβάθηκε.

Κλειστά μαγαζιά και εργαστήρια, ξενοίκιαστα, αποικισμός από καφενεία, μπαρ και ουζερί, κομμένη κίνηση. Κι όμως οι στοές των Αθηνών εξακολουθούν να είναι γοητευτικές, και τώρα περισσότερο, έτσι εσωστρεφείς και γυμνές που μείναν· σαν να μιλούν ευκρινέστερα στον εισερχόμενο, τώρα που δεν είναι πια πελάτης αλλά περιπλανητής. Οι πολύβουες στοές έχουν μεταπέσει ηχητικά και κινητικά προς ένα intime ψιθύρισμα, που είναι όμως πιο εύγλωττο για το πρόθυμο αυτί. Είναι αστικά διάκενα, που αφηγούνται τον κυματισμό της ιστορίας: αλλάζουν οι χρήσεις, οι αξίες, η πρόσληψη, οι σημασίες, αλλάζουμε εμείς.

Περιποιημένα καφενεία καταλαμβάνουν τις εξωτερικές γωνίες και ύστερα εξαπλώνονται προς τα μέσα, ίσκιος το καλοκαίρι, προστασία το χειμώνα· όσο προχωράς στο βάθος, η φθορά αναδύεται φανερή και επικρατούσα, αλλά μαζί της μια βαθύτερη αίσθηση του χρόνου. Ο χρόνος ρέει διαφορετικός στο ρολογάδικο του βάθους, στο επιμεταλλωτήριο του πρώτου ορόφου, στο ραφείο του συνταξιούχου. Η σκόνη του χρόνου πάνω στις περίτεχνες σιδεριές της κουπαστής, τα λιωμένα μάρμαρα του δαπέδου, τα ραγισμένα κρύσταλλα, είναι πλούτος.

Με όλες τις δυσκολίες νέοι άποικοι φτάνουν και ξαναφτάνουν, ανανεώνουν τη ζωή, τη νιώθεις, τη μυρίζεις, την ακούς σαν μικρό έντομο αισιόδοξο. Φτιάχνουν ακόμη βέρες, φαρδαίνουν ξεχασμένα δαχτυλίδα οικογενειακά, επισκευάζουν φερμουάρ, ντύνουν κουμπιά, ξαναδίνουν ζωή στα χαλασμένα και τα παλιά. Σερβίρουν μυρωδάτους ελληνικούς με φουσκάλες και εσπρέσο ριστρέτο, το βράδυ νεγκρόνια και ντακίρια, για όλες τις γενιές όλες τις τάξεις. Αγκαλιάζουν οι στοές.

Μέσα-έξω, φως-ημίφως, βουητό ψίθυροι και σιγαλιά, τεντωμένη χορδή χωμένη στις τσέπες, οι άνθρωποι της Μεγάλης Υφεσης δεν φωνάζουν στις στοές, πατάνε σεβαστικά σαν να σέρνουν παντόφλες σε μωσαϊκά νοσοκομείου, στήνουν αυτί και αφουγκράζονται το παρόν, ότι αυτό τα περιέχει όλα. Χωνεύεται ο πλάνης μες στο πλήθος, αφήνεται στο κύμα.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.817 hits