You are currently browsing the tag archive for the ‘επανεκκίνηση’ tag.

Τις τελευταίες μέρες η ιστορία επύκνωσε και επιταχύνθηκε, πάλι, με τρόπους που θυμίζουν μεν στιγμές της παρελθούσας πενταετίας, αλλά και τις υπερβαίνουν. Η κρίση συνεχίζεται· άλλωστε κανείς προσεκτικός παρατηρητής μετά το 2010 δεν πίστεψε ότι αυτή η κρίση με τα πανευρωπαϊκά και διεθνή χαρακτηριστικά θα παρήρχετο σύντομα ή ανώδυνα ― το αντίθετο.

Η αμφίρροπη προεδρική εκλογή, οι πιθανές εθνικές εκλογές και η ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή συμβαίνουν σε διεθνές περιβάλλον ιδιαιτέρως περίπλοκο και ασταθές, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας. Καταρχάς είναι ταραγμένη η ίδια η Ευρώπη, στην οποία είναι βαθιά ενσωματωμένη η Ελλάδα, οικονομικά και πολιτικά, τουλάχιστον από το 1979, και πολύ περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών χρόνων. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε τις δομικές ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού οικονομικού ολοκληρώματος, αλλά και την επιδεινούμενη θέση της ηπείρου στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος και πλούτου. Ο κλονισμός των μεγάλων χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα, ιδίως της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανατρέπουν την ισορροπία δυνάμεων, αλλά όχι αναγκαστικά προς όφελος της Γερμανίας. Η Γερμανία υπό το βάρος των ευρωπαϊκών προβλημάτων, αναγκαζόμενη επιπλέον από τις ΗΠΑ να πάρει αποστάσεις από τη Ρωσία και να της επιβάλει κυρώσεις, βρίσκεται μόνη της να υπερασπίζεται τα βραχυπρόθεσμα εθνικά της συμφέροντας πέραν ή και εναντίον των Ευρωπαίων εταίρων της. Η «σκληρή» στάση της Γερμανίας είναι ουσιαστικά συνέχιση της απόφασης που ελήφθη κατά την έναρξη της κρίσης: ο καθένας για τον εαυτό του. Εκτοτε η δοκιμασία μετετέθη στα κράτη-μέλη και στους δεσμούς συνοχής της ευρωζώνης.

Για την Ελλάδα επιπλέον σημασία έχει η κλιμακούμενη γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο, και η εκ παραλλήλου επιθετική στάση της γείτονος Τουρκίας. Οι γεωπολιτικές τρύπες στο Ιράκ και τη Συρία, η τήξη των συνόρων, το ογκούμενο ρεύμα προσφύγων πολέμου, η τουρκική διεκδίκηση των κυπριακών υδρογονανθράκων, είναι μερικές μόνο όψεις της κρίσης που διηθείται στην Ελλάδα από τον Νότο και την Ανατολή. Τέλος, μακάρι να μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα Βαλκάνια ως ζώνη σταθερότητας, αλλά ούτε αυτό είναι δεδομένο.

Τούτων δοθέντων, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση· η χρεοκοπία ήταν ο δικός της παράδοξος ελκυστής. Η πρόκληση: Πώς θα σταθεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους συσχετισμούς ισχύος, αφενός. Αφετέρου, πώς θα ανακαινίσει τον οίκο του, εξυγιαίνοντας το κράτος και ανασυγκροτώντας τον παραγωγικό ιστό, για να σταθεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Το δεύτερο καθήκον, το εσωτερικό, αλλά και το πρώτο, προϋποθέτει μια κοινωνία που συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται την ένταση των προκλήσεων. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν όλα τα κοινωνικά στρώματα να έχουν κοινή αντίληψη και προσέγγιση σε όλα τα θέματα, αλλά μερικά ζητήματα, τα κρισιμότερα, αφορούν όλους.

Είχαμε περιγράψει παλαιότερα, στο ξέσπασμα της κρίσης, την ανάγκη για ενίσχυση του φρονήματος και για μια νέα γενική διάνοια. Παράλληλα, είχαμε επισημάνει συχνά τον φόβο για την πάντα ελλοχεύουσα διχόνοια, τον διαρκή διχασμό χαμηλής έντασης, ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας, που το είχαμε μισολησμονήσει και που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό. Εν πάση περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ιστορικής φάσης, που άρχισε το 2008-10 και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα ή εύκολα.

Ωστόσο, τώρα συνειδητοποιούμε εναργέστερα ότι η μέχρι τούδε δοκιμασία, με τον πόνο και τη σύγχυση που έχει σωρεύσει, προσφέρει ένα δίδαγμα, υπό τη μορφή ερωτήματος-πρόκλησης: Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, για ανακαίνιση, της οικονομίας, της κοινωνίας, του δημοκρατικού κράτους; Μπορούμε να ανατρέψουμε, ή να ανασχέσουμε τουλάχιστον, τη βραχυμεσοπρόθεσμη δυσμενή τάση που διαμορφώνουν η μετανάστευση των νέων, η δημογραφική φθίση, η διοικητική καχεξία, η απουσία εθνικού παραγωγικού σχεδίου; Προ πάντων: Μπορούμε να ανατρέψουμε ―όχι να ανασχέσουμε― τη διάχυτη μοιρολατρία, τη θλίψη και τον αυτοοικτιρμό, αλλά συστοίχως και την τυφλή οργή, το μίσος, την εκδικητικότητα, τον κερματισμό και την εξαίρεση;

Οι απαντήσεις σε αυτά τα επιτακτικά, σκληρά ερωτήματα οφείλουν να δοθούν από τους Ελληνες πολίτες καταρχάς προς τους εαυτούς τους, με το βλέμμα στο μέλλον, δηλαδή στους νέους και την ιστορική συνέχεια, δηλαδή στο αν θέλουμε να ανασυγκροτήσουμε τους όρους υγιούς αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είναι το διαρκώς επανερχόμενο ζήτημα της ενεργού βούλησης και της απόφασης. Η έκφρασή τους θα διαμορφώσει τα πολιτικά υποκείμενα του νέου ιστορικού κύκλου.

Albrecht Dürer, Ο Αγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο.

Το σαββατοκύριακο σφραγίστηκε πολιτικά από την ομιλία του πρωθυπουργού και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με την ανά Σεπτέμβριο παράδοση προγραμματικών εξαγγελιών. Η αναμενόμενη προγραμματική ομιλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ερχόμενο Σάββατο, θα ολοκληρώσει αυτή την ενιαύσια τελετή.

Κάθε τέτοιος Σεπτέμβριος έχει τη σημασία του, αλλά ο φετινός ξεχωρίζει: με τις ευρωεκλογές ακόμη νωπές, το πολιτικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι φορτισμένο και αβέβαιο. Η χώρα βρίσκεται για περισσότερα από τέσσερα χρόνια σε ιστορική καμπή, κατά την οποία οι πολίτες έχουν υποφέρει τις συνέπειες της πτώχευσης, βιωμένες όχι μόνο ως οικονομική υποβάθμιση, αλλά πολύ περισσότερο ως ανασφάλεια, αβεβαιότητα, αδυναμία κατά τον σχεδιασμό του βίου.

Η περιρρέουσα και αυξανόμενη διεθνής αβεβαιότητα εξηγεί ώς ένα βαθμό τα εγχώρια βάσανα, αλλά ουδόλως παρηγορεί, αντιθέτως επιτείνει την αγωνία. Ασφαλώς η Ελλάδα δεν μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά τη συνολική ευρωπαϊκή πολιτική, πόσω μάλλον το γεωπολιτικό ντόμινο στη Μαύρη Θαλασσα ή τη Μέση Ανατολή. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη διευθέτηση των εγχώριων δομικών δυσλειτουργιών. Η ανασυγκρότηση και ο επανασχεδιασμός του παραγωγικού ιστού, η αναζωογόνηση της δημοκρατίας και του κράτους, η ανάκτηση μιας συλλογικής διάνοιας με την αναγκαία συνοχή. Προ πάντων η ανάκτηση της συλλογικής αυτοπεποίθησης, η οποία τόσο καίρια έχει τρωθεί. Αυτό κυρίως.

Αν θα έπρεπε να περιγράψουμε με μια λέξη την παρούσα κατάσταση των Ελλήνων, θα λέγαμε: ορφάνια. Μοναξιά, σύγχυση, απώλεια σκοπού και μέσων, ζάλη. Ορφάνια. Οχι μόνο χωρίς ηγεσία, που είναι το προφανές, αλλά χωρίς πλαίσιο, χωρίς σκελετό, χωρίς οδηγά σημεία. Το σοκ της κρίσης και η συνεχιζόμενη και αυξανόμενη δυσπραγία έχουν αφήσει βαθιά σημάδια στο σώμα της κοινωνίας. Η απώλεια της πίστης στις ατομικές και συλλογικές δυνάμεις διαμορφώνει μια στάση αδράνειας, με την ελάχιστη δυνατή ενεργητικότητα, με εσωστρέφεια, αν όχι με πικρία, με δυσπιστία για τις όποιες δυνατότητες αντίδρασης. Από την τέτοια εσωτερίκευση της αδράνειας και της καθολικής άμυνας, ως έκφραση αυτοσυντήρησης, πηγάζει και η αυξανόμενη δυσπιστία προς τις πολιτικές δυνατότητες υπέρβασης της κρίσης, η απόσυρση από την πολιτική και από τη δημόσια σφαίρα. Η μείωση της προσέλευσης εκλογέων στις κάλπες του 2014 ήταν ενδεικτική.

Ακόμη όμως κι αν παραβλέψουμε την αυξανόμενη εκλογική αποχή, ως πρόσκαιρη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το μούδιασμα που διακατέχει το κοινωνικό σώμα· ένα είδος παράλυσης. Πρόκειται για το πιο φανερό σύμπτωμα του αισθήματος ορφάνιας που προαναφέραμε.

Οποιαδήποτε πολιτική πρόταση, οποιοδήποτε πολιτικό σχέδιο και πρόγραμμα, που φιλοδοξούν να τεθούν ενώπιον του λαού και να ηγεμονεύσουν, πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους αυτό το συλλογικό αίσθημα και τα συμπτώματά του. Μόνο εντοπίζοντας τις εστίες, μόνο αίροντας τις γενεσιουργούς αιτίες, μόνο απαντώντας ολοκληρωμένα και συνολικά, μόνο τότε ένα πολιτικό πρόγραμμα θα είναι σε θέση να μεταδώσει τις αλήθειες του και τις προτάσεις του. Και μόνο εφόσον μπορέσει να εμπνεύσει πίστη στον πολίτη, πίστη στον εαυτό και στους άλλους.

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος επανεκκίνησης εν κινήσει. Διότι φυσικά ουδέποτε σταματά η ζωή, ακόμη κι όταν φαίνεται παγωμένη· και διότι ένας λαός δεν ορφανεύει από πατέρα, αλλά από τη συνείδηση του εαυτού του και των ιστορικών δυνατοτήτων.

Ο Σεπτέμβρης, μεταβατικός και ερεθιστικός για ανασύνταξη καθώς είναι, ας γίνει αφετηρία.

H εν εξελίξει ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, η κρισιμότερη ίσως όλης της πρόσφατης περιόδου, θέτει, εκτός των άλλων, ένα ερώτημα: Ποιος ωφελείται εντέλει από την ιδιωτικοποίηση των πάντων; Η συνήθης απάντηση είναι: ο καταναλωτής. Αλλά δυστυχώς αυτό μένει να αποδειχθεί· η διεθνής εμπειρία από ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικών βιομηχανιών και υπηρεσιών δεν είναι τόσο πλούσια ως προς την πτώση των τιμών, τη βελτίωση των υπηρεσιών ή τη βελτίωση των επενδύσεων.

Μπορούμε να βρούμε πολλά ζεύγη επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων, αλλά το ουσιώδες στην παρούσα περίπτωση δεν είναι να διαπράξουμε ένα ακόμη άγονο ντιμπέιτ επί των ερειπίων της χώρας. Δύο είναι τα ουσιώδη: Πρώτον, να κατανοήσουμε σε βάθος την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και του κράτους, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες τους. Ακόμη κι αν δεν συμφωνούμε στους τρόπους υπέρβασης της κρίσης, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η κατάσταση είναι τραγική.

Τούτου δοθέντος, πρέπει, δεύτερον, να υπερβούμε τις ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και την ορθοδοξία της μίας και μόνης εναλλακτικής, προκειμένου να βρούμε τις πιο πρόσφορες λύσεις, τις πιο αποτελεσματικές, τις ιστορικά δοκιμασμένες, έστω και σε μη τυπικά όμοιες συγκυρίες.

Αν λοιπόν δεχθούμε ότι όλοι οι βασικοί δείκτες της χώρας είναι δυσμενέστεροι από τους ανάλογους δείκτες των ΗΠΑ τον καιρό της Μεγάλης Υφεσης, τότε φρόνιμο θα ήταν να εξετάσουμε πώς την αντιμετώπισαν οι Αμερικανοί. Μια απλή αναδρομή στην ιστορία του New Deal του Ρούσβελτ πείθει και τον πιο αδαή ότι κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής ήταν η τόλμη, η φαντασία, η πρωτοφανής παρέμβαση του κράτους. Το κράτος λειτούργησε ως μηχανισμός έσχατης καταφυγής για την κυκλοφορία χρήματος, και ως εργοδότης έσχατης καταφυγής, δημιουργώντας μαζικά θέσεις απασχόλησης. Οι ιστορικοί λένε ότι η πολιτική Ρούσβελτ επεξέτεινε δραματικά τον ρόλο του κράτους, δίνοντας του όχι μόνο τον ρόλο του υπέρτατου ρυθμιστή, αλλά συμβάλλοντας και σε μια άνευ προηγούμενου τόνωση του πατριωτικού αισθήματος και του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Η αμερικανική δημοκρατία έδειξε εν τοις πράγμασι ότι φρόντιζε τα τέκνα της.

Ο πόνος της Μεγάλης Υφεσης είναι ίδιος στην Ελλάδα του 2010-2014. Εντούτοις υπάρχουν και δομικές διαφορές: το ελληνικό κράτος, για ενδογενή μα κυρίως για εξωγενή αίτια, δεν μπορεί να κινηθεί με τους ίδιους βαθμούς ελευθερίας. Η Ελλάδα ανήκει σε μια ένωση κρατών, οικονομική και πολιτική. Εχει εκχωρήσει οικειοθελώς μεγάλο μέρος της εθνικής κυριαρχίας της: δεν έχει νόμισμα, δεν μπορεί να ασκήσει ανεξέλεγκτη δημοσιονομική πολιτική, τώρα πλέον δεν μπορεί καν να καταρτίσει προϋπολογισμό χωρίς την προτέρα έγκριση των εταίρων δανειστών. Τελεί υπό επιτήρηση.

Η σοβαρότερη διαφορά όμως είναι ότι έχουν αλλάξει οι κυρίαρχες ιδέες. Η τρέχουσα ορθοδοξία στη Γηραιά Ηπειρο, η οποία τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια από την ευρωπαϊκή ηγεσία, δεν μοιάζει σε τίποτε με τις εφαρμοσθείσες ιδέες του New Deal, ούτε καν με τις πρακτικές που ακολούθησαν άλλες χώρες σε κρίση ή σε χρεοκοπία, κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, λ.χ. στη ΝΑ Ασία, στη Σκανδιναβία, στο Μεξικό και αλλού. Η ανελαστική δομή, οι άκαμπτες παραδοχές και κυρίως η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν επιτρέπουν καμία περέκκλιση από τον Μωσαϊκό Νόμο όπως σμιλεύθηκε στο Μάαστριχτ, στη Λισαβώνα και στο Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Η διαρκής, οδυνηρή και εντέλει καταστροφικά υφεσιογόνος λιτότητα, ως μέσον θεραπείας των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης, είναι μία απόρροια αυτής της πολιτικής ακαμψίας.

Η απομείωση του κράτους έως εσχάτης ταπεινώσεως είναι μία άλλη ιδεοληψία ― εφαρμοζόμενη πάντως επιλεκτικά, κυρίως στις πιο αδύναμες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η κρατική ισχύς λ.χ. στη Γερμανία δεν περιορίζεται, απεναντίας: οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης υπερισχύουν έναντι του ευρωπαϊκού δικαίου, στο οποίο συμμορφώνονται όλοι οι άλλοι. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έσπευσε μάλιστα πρόσφατα να θεσπίσει κατώτατο μισθό σε όλη την επικράτεια ― τελευταία από τις μεγάλες χώρες.

Ας επιστρέψουμε. Η Ελλάδα κείτεται ξέπνοη οικονομικά· η κοινωνία μετασχηματίζεται, φτωχοποιείται. Πώς θα τεθεί σε φάση ανάταξης; Με ποια εργαλεία; Της λείπει ένα βασικό, το νόμισμα. Πέραν αυτού, μπορεί το κράτος να παίξει ρόλο εργοδότη έσχατης καταφυγής, ώστε να αναταχθεί γρήγορα η ανθρωποβόρος ανεργία; Φυσικά μπορεί, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση, εντός και εκτός· από την εθνική κυβέρνηση και από τους υπερεθνικούς επιτηρητές. Σε περίπτωση συμφωνίας για ανάληψη τέτοιου έργου, η εθνική οικονομία θα χρειαστεί έναν κορμό παραγωγικών δραστηριότητων και κάποια βασικά εργαλεία: ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις με κρατική συμμετοχή, μια επενδυτική τράπεζα, νεοπαγή παραγωγικά σχήματα σε σύμπραξη με ιδιώτες επενδυτές, πειστικά παραγωγικά σχέδια που θα προσελκύουν ευρωπαϊκά θεσμικά κεφάλαια και θα μοχλεύουν ακόμη περισότερα.

Κανείς ιδιώτης επενδυτής δεν μπορεί να προκαλέσει το αναγκαίο σοκ επανεκκίνησης στην Ελλάδα της ανεργίας του 28%, μάς έλεγε πρόσφατα έμπειρο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Υπολογίζεται ότι για να δημιουργηθούν 100.000 θέσεις εργασίας, απαιτούνται επενδυμένα κεφάλαια περίπου 7 δισ. ευρώ, μάλιστα μακροπρόθεσμα επενδυμένα κεφάλαια, όχι τα νομαδικά των hedge funds που πετάνε σε μερικούς μήνες, μόλις αποκομίσουν την απόδοση-στόχο. Πόσα χρήματα απαιτούνται για να αποκατασταθούν οι ένα εκατομμύριο άνεργοι της κρίσης; Περίπου 70 δισ. ευρώ.

Ποιοι ιδιώτες θα επενδύσουν μακροπρόθεσμα αυτά τα κεφάλαια, για να ανακουφιστεί άμεσα ο πληθυσμός; Για να μη χαθούν οριστικά 15 χρόνια και μια γενιά, όπως είχε προφητέψει το 2010 ο Τομάζο Πάντοα Σιόπα, για να μη χαθούν 25 χρόνια όπως υπολόγισε πρόσφατα η οργάνωση Endeavour. Μόνο το κράτος μπορεί να αναλάβει τέτοιας κλίμακας πρωτοβουλία. Αυτό έχει δείξει η ιστορική εμπειρία: την εγγύηση της ισότητας και της αξιοπρέπειας των πολιτών δεν θα την αναλάβει η αόρατος χειρ της αγοράς.

Η πώληση της τεμαχισμένης ΔΕΗ, με την οποία διαφωνούσε σφοδρά ο Αντώνης Σαμαράς το 2011, αφαιρεί εργαλεία από το κράτος για την ανάταξη της οικονομίας και την ανακούφιση των πολιτών. Καλή κυβέρνηση είναι αυτή που εξυγιαίνει το κράτος για να λειτουργεί εύρυθμα και αποτελεσματικά, για να συμβάλλει στην παραγωγή πλούτου, όχι η κυβέρνηση που ταπεινώνει το κράτος και πουλάει την περιουσία του. Κάθε ιδιωτικοποίηση, κάθε πράξη απορρύθμισης, θα κριθεί από την κατάσταση της ανεργίας και της φτώχειας τα επόμενα χρόνια ― ελπίζουμε να μην είναι δεκαπέντε ή είκοσι πέντε.

Την περασμένη εβδομάδα, μετά πολλούς αλλεπάλληλους μήνες αγωνίας, κι ενώ τα διλήμματα περί την εκλογή κορυφώνονταν, εν μέσω διάχυτου δέους και απειλών Αποκαλύψεως, διαβάζοντας λαχανιασμένα ξένους αναλυτές, οικονομοπροφήτες και γεωπολιτικούς, έλαμψε το μέλλον: Η παρτίδα υπό τους τρέχοντες όρους δεν σώζεται. Αλλά το παιχνίδι δεν τέλειωσε.

Η δοκιμασία, κλιμακούμενη επί τριετία, φέρνει κατάπληξη, φόβο, πόνο, ασφυξία, αλλά και αστραπές ελπίδας. Οσο μεγαλύτερα τα βάρη της δοκιμασίας, τόσο πιο αβάσταχτη η αναμονή, σε έναν χρόνο που πήζει γύρω μας και μας φυλακίζει. Αλλά και τόσο εναργέστερη η αίσθηση ότι στο τέρμα αυτού του σπιράλ δεν καραδοκεί μεγαλύτερος πόνος, αλλά ανακούφιση και λύτρωση. Διότι τώρα το μεγαλύτερο άχθος είναι η αναμονή, να νιώθεις τα ζωτικά υγρά να ρέουν έξω απ’ το σώμα και να μην μπορείς να διακόψεις την απορροή, να μην μπορείς να αναπληρώσεις τις απώλειες.

Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή… Ο Ιπποκράτης ψιθυρίζει το ίαμα της σοφίας του κάτω απ΄τα πλατάνια του Ακληπιείου της Κω. Μας διδάσκει υπομονή, καρτερία, να δεχόμαστε ότι ο καιρός ολισθαίνει συνεχώς, κι η εμπειρία δεν διδάσκει πάντα για το πώς να αντιμετωπίσουμε τα ερχόμενα, κι η κρίση και η απόφαση είναι πάντα δύσκολες. Δεν είναι μοιρολατρία, αλλά αποδοχή του πεπερασμένου, του περατού μας ορίζοντα, του βραχέος βίου. Και με την αποδοχή, ήδη αρχίζει η εκτίναξη, η αποκατάσταση και η ανακαίνιση. Ως εκ τούτου, καλούμαστε να διοεχετεύσουμε τη ζωτικότητά μας και το πνεύμα μας, στην ίδια τη ζωή, τη δρώσα ζωή, τη vita activa. Είμαστε τα έργα μας, η τέχνη μας, η δημιουργία μας και η μαστορική μας, η μήτις που πηδαλιουχεί τον βίο εν δράσει.

Φτάνει να κρατάμε «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας», καθώς λέει ο Σολωμός. Καθώς το μαρτυρά η παράδοση: Ego dormio et cor meum vigilat. Καθώς το μεταγράφει ο άλλος ποιητής, ο Σεφέρης: Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά. Λόγια βγαλμένα από το Ευαγγέλιο: οι φρόνιμοι περιμένουν την Κρίση κάθε ώρα, κάθε στιγμή, και είναι άγρυπνοι. Οι λιγόψυχοι ολιγωρούν· σ’ αυτούς η Κρίση θα έρθει σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα, όταν ο νοικοκύρης κοιμάται. «Nα είναι η μέση σας πάντα ζωσμένη και τα λυχνάρια σας αναμμένα», υποδεικνύει ο Ευαγγελιστής.

Ετσι διασχίζουμε τη νύχτα της δοκιμασίας, ζωσμένοι με καρτερία, με πικρά αποκτημένη πείρα, αγρυπνούντες και ιστορικοί. Τα βάσανα δεν έχουν τελειώσει, αλλά τουλάχιστον τώρα αισθανόμαστε ότι το τέρμα πλησιάζει, και μες στην αντάρα και τη σκόνη της πρόσκρουσης θα συμβαίνει ήδη η επανεκκίνηση. Τώρα, για πρώτη φορά μετά την μακρά αγωνία της διαρκούς ολίσθησης, χαράζει ως πραγματικό το στερεοτυπικό: κάθε καταστροφή φέρει μέσα της τη δυνατότητα για δημιουργία. Είναι η μόνη δυνατότητα. Αλλά εν τω μεταξύ έχουμε να αντέξουμε ενδιαμέσως τον πόνο· ας είναι ωδίνη λοιπόν.

Ο Ιπποκράτης, ο Σολωμός, ο Σεφέρης, το Ευαγγέλιο, η amor fati του Μάρκου Αυρήλιου και του Νίτσε, όλα έρχονται παραμυθητικά και σκεπάζουν την ψυχή και τον νου. Το μέλλον φανερώνεται σαν έλλαμψη και σαν προαναγγελία κινδύνου, και μαζί σαν κάμπος φωτός, σαν να περνάς διαμιάς τη χρονοσήραγγα και βρίσκεσαι στη διάδοχη πίστα, σαν να ακολουθείς ανοδικό σπιράλ. Οσο διαρκεί η λάμψη της μετάβασης, το σώμα θα υποφέρει, ο βίος θα λυγίζει· αλλά μόνο για να εκτιναχθεί ξανά.

Ας το πάρουμε απόφαση. Θα διαγράψουμε το παρελθόν, αλλά δεν θα λησμονήσουμε. Δεν θα ξεχάσουμε τη φενάκη και την ύβρη, όσο και όπως υποκύψαμε. Η μνήμη είναι η μόνη αποσκευή, θα τη μεταφέρουμε ακούσια αλλά αγόγγυστα, θα είναι η μαρτυρία και η προίκα μας. Κάθε ρήξη εμπεριέχει συνέχεια και ανέλιξη.

Στεκόμαστε όρθιοι στην οδό Μπενάκη, πλάι σ’ έναν κάδο με υλικά κατεδαφίσεως, ανακαινισμένο με γκραφίτι. Ο σεβαστός μου φίλος αναρωτιέται τι δίνουμε στα παιδιά μας, στο χείλος της Κρίσεως. Κρίση είναι ζωή που τους ανοίγεται. Τους παραδίδουμε μια φλογίτσα αγάπης, ελευθερία. Και τη μαρτυρία του βίου μας: είμαστε τα έργα μας, οι πράξεις, το ζωντανό μας παράδειγμα και τα αισθήματά μας. «Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά, / κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι / και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.»

Μία εβδομάδα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές. Τέσσερις εβδομάδες από τις περασμένες άγονες. Ενας λαός αιωρείται εν θυμώ, εν χώρω και χρόνω: ανάμεσα σε αισθήματα, ψυχανεμίσματα, υλικές ανάγκες και προσδοκίες, ανάμεσα στο πάτριο χώμα και τον ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο, ανάμεσα στο αμετάκλητα απολεσθέν παρελθόν και το άδηλο απειλητικό μέλλον.

Αιωρούμενοι διαρκώς, αναπόσπαστο μέρος του φαινομένου, εντοπίζουμε ωστόσο δύο ρευστά μοτίβα, δύο μεταξύ πολλών άλλων. Ενα: τι διαιρεί και τι συνέχει το αιωρούμενο πλήθος. Δύο: ποια η υπόσταση και η υφή του χρόνου.

Η εκλογή της 17ης Ιουνίου θα επισφραγίσει χειρονομιακά, ποσοτικά, μια μετατόπιση που ήδη έχει συντελεστεί. Πρόκειται για τη μετακίνηση του πλήθους από τον χώρο της σιωπής, του ψίθυρου, του μυκτηρισμού και του αποκλεισμού, στο κεντρικό πεδίο, στην μεγάλη σκηνή, στην πλατεία. Η μετακίνηση μεταμόρφωσε το πλήθος από άφωνο κομπάρσο σε ομιλούντα πρωταγωνιστή: το πλήθος των πλατειών του Ιουνίου 2011 αναποδογύρισε τον τρόπο και τον χρόνο, αντέστρεψε τους ρόλους· με το καρναβαλικό του γέλιο, διόλου αστείο αλλά βαθιά απελευθερωτικό, κλόνισε τις εγκατεστημένες σχέσεις κυριαρχίας. Το καρναβάλι των πλατειών τα περιείχε όλα: και τον σπασμό της απόδρασης και τη λαχτάρα για αυτονομία και τη στερεοτυπικότητα και το kitsch. Ηταν μια ιστορική στιγμή όπου συναιρέθηκε το πρωτόγονο και το ενστικτώδες με το υπερμοντέρνο και τις αδύναμες σπίθες μιας ανεύρετης ουτοπίας.

Υστερα, οι σπίθες έσβησαν. Τα σώματα αποσύρθηκαν. Χωρίς όμως να ξεχάσουν. Στα σώματα είχε εγγραφεί η στάσις και ο έτερος τρόπος: αυτά τα σβησμένα ξαναφούντωσαν στις κάλπες. Το πλήθος κινήθηκε σαν την παλίρροια, φούσκωσε, φύρανε και ξαναφούσκωσε, και θα ξαναφυράνει. Στην παρούσα φάση το πλήθος του καρναβαλιού και της κάλπης αναζητεί τη συνέχουσα ύλη του, μια κοινή δόξα, μια μοιραζόμενη πίστη, ό,τι θα το μεταμορφώσει σε λαό που αποφασίζει τη μοίρα του, ή τουλάχιστον που γνωρίζει γιατί να αφεθεί σ’ αυτήν.

Ποια θα είναι η συνέχουσα ύλη, όταν θα καταγραφούν τα ποσοστά της απόφασης, ώστε η απόφαση να γίνει ιστορική ύλη, βίος και δράση; Θα τη λένε πατρίδα; Πολιτική κοινωνία; Γυμνή επιβίωση; Κάθε ενδεχόμενο είναι ανοιχτό και κάθε ενδεχόμενο οδηγεί σε άλλες καταστάσεις ισορροπίας, άλλες μορφές οργάνωσης βίου.
Γιατί η ενδιάθετη ροπή προς τη συνοχή αντισταθμίζεται διαρκώς από τη ροπή προς τη διαίρεση, προς τον κερματισμό και τις συγκρούσεις των επιμέρους. Το πλήθος συνεχώς νιώθει στο σώμα του φυγόκεντρες, αντίρροπες δυνάμεις. Στοιχειακά: φιλότης και νείκος.

Αυτή τη δυναμική των αντίρροπων να τη δούμε αναπτυσσόμενη σε έναν χρόνο που έχει πυκνώσει τόσο που μας ρουφάει και μας παγώνει, μας επιταχύνει και μας εκσφενδονίζει στο μέλλον, ταυτοχρόνως σαν παρατηρούμενα και σαν παρατηρητές. Ας δούμε τον χρόνο σε πολλαπλές φανερώσεις: Γέρων Χρόνος, Καιρός, Fortuna. Αλλοτε, σαν αρχαίους, μας όριζε η Μοίρα, τώρα οι νεωτερικοί αδράχνουμε την Τύχη απ΄τα μαλλιά. Εντός του χρόνου εκπτύσσονται η παράδοση και το μέλλον αξεχώριστα· εμείς, τα υποκείμενα, πασχίζουμε να μη χάσουμε την παράδοση, αλλά και να αδράξουμε το παρόν, να μη χάσουμε την επαφή με το μέλλον. Στην περίπτωσή μας τα φοβόμαστε όλα: το πρόσφατο παρελθόν των σωρευμένων απωλειών, το δύσθυμο παρόν, το απειλητικό μέλλον. Νομίζουμε ότι κινδυνεύουμε να τα χάσουμε όλα. Αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν χάνεται οριστικά· μάλλον, συμβαίνει μια ρήξη σε ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως γραμμικό χρόνο. Στα χείλη του ρήγματος, αυτό μας φοβίζει: να χάσουμε, να βυθιστούμε στην άγνοια και τη λησμονιά. Ομως όχι, τίποτε δεν πάει χαμένο, ούτε το πιο μικρό, το πιο ασήμαντο. Ολες οι ψυχές δικαιούνται τη χάρη· στη μακρά διάρκεια ορισμένως, αλλά ακόμη και στον περατό ορίζοντα του βίου.

Πόσο επηρεάζουν τη ροή των συμβάντων τέτοιες αυτοπαρατηρήσεις του αιωρούμενου μέσα στο πλήθος, στο κατώφλι μιας λύτρωσης ή μιας καταστροφής; Πολύ λίγο ίσως. Ομως παρηγορούν. Διότι αφενός μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε την κινδυνώδη συγκυρία σαν λάμψη και σαν δυνατότητα, όχι μόνο ως τραύμα. Και αφετέρου διότι επιτρέπουν να δούμε ακόμη και τη συντελούμενη καταστροφή σαν έναρξη αποκατάστασης, σαν επανεκκίνηση, σαν λύτρωση. Να ανοιχτούμε στο μέλλον. Με τα λόγια του Στρίνμπεργκ: «Η κόλαση δεν είναι διόλου αυτό που μας περιμένει ― αλλά αυτή η ζωή εδώ».

εικόνα: Αγγελος, Ρέκβιεμ για τον 20ό αιώνα, των Κατρ. Θωμαδάκη – Μαρίας Κλωνάρη

H 21.7.11 είναι μία επιπλέον ιστορική ημερομηνία, σ’ ένα επώδυνο 20μηνο που μας επεφύλαξε κι άλλα πολλά ορόσημα. Και έρχονται περισσότερα. Το γενικόλογο κείμενο της Συνόδου Κορυφής, χωρίς ακόμη τις τεχνικές λεπτομέρειες εφαρμογής, επιτρέπει μια ανάσα ανακούφισης, κυρίως ως προ τον χρόνο: Η Ευρώπη κερδίζει χρόνο. Κερδίζει όμως χρόνο και η Ελλάδα; Εκ πρώτη όψεως, κερδίζει. Παράταση χρόνου εξόφλησης, περίοδο χάριτος, εξασφάλιση ρευστότητας τραπεζών, μείωση επιτοκίου (όχι όμως και ελάττωση των συνολικών τόκων), επαναγορά ομολόγων κ.λπ. Είναι ανάσα.

Δεν κέρδισε την προστασία του ευρωομόλογου, και απ’ ό,τι φαίνεται απομακρύνεται περαιτέρω η περιβόητη επιστροφή στις αγορές. Η χώρα και οι τράπεζές της θα εξακολουθήσουν επί μακρόν να εξαρτώνται από τα ευρωπαϊκά ταμεία και από τους «εθελοντείς» ομολογιούχους. Ιδού ένα κρίσιμο μακροσκοπικό χαρακτηριστικό της υπό διαμόρφωσιν κατάστασης: η δυνητικά δυσμενής επίδραση της αναπόφευκτης οικονομικής εξάρτησης επί της πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας. Με ανοιχτά τα κρίσιμα γεωπολιτικά θέματα, στην εκμετάλλευση και την κυριαρχία του Αιγαίου και της ΝΑ Μεσογείου, στα ελληνοτουρκικά, στο μεταναστευτικό, με την Κύπρο τραυματισμένη οικονομικά κι αυτή σε μια κρίσιμη καμπή, ποιες δυνατότητες ελιγμών θα απομένουν στην εξαρτημένη οικονομικά Ελλάδα; Αδηλο.

Αδηλος είναι προς το παρόν και ο βαθμός παρέμβασης των δανειστών στη διαμόρφωση εσωτερικής πολιτικής, καταρχάς στα αιμορραγούντα δημοσιονομικά, αλλά και στη διατήρηση του αναγκαίου πλαισίου κοινωνικών παροχών, στη διοχέτευση πόρων για αναπτυξιακές δραστηριότητες, ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, δημιουργία θέσεων εργασίας. Ας μη λησμονούμε ότι η ύφεση και η ανεργία απειλούν μια ολόκληρη γενιά και επιταχύνουν επικίνδυνα τον δημογραφικό μαρασμό. Ως εκ τούτου, μετά τη χθεσινή τεχνητή αναπνοή, παραμένει κατεπείγουσα η ανάγκη επανεκκίνησης: στο πολιτικό σύστημα, στο παραγωγικό μοντέλο, στο αξιακό πλαίσιο, ταυτοχρόνως. Και το ιστορικό ερώτημα: Ποιες ηγεσίες, ποια υποκείμενα θα επανεκκινήσουν την ημιλιπόθυμη Ελλάδα;

Με την ύφεση να εκτοξεύει το έλλειμμα και τις αγορές να γκρεμίζουν τα ομόλογα και το Χρηματιστήριο, με τον υπουργό Οικονομικών να αναζητεί απεγνωσμένα πρόσθετους πόρους από τη φορολόγηση των αναψυκτικών, με την κοινωνία και την εγχώρια αγορά παγωμένες, δεν μένει πια καμιά αμφιβολία ότι η πολιτική του Μνημονίου, όπως την εφάρμοσε η κυβέρνηση όλο τον τελευταίο χρόνο, δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Μάλλον τη βυθίζει πιο βαθιά στην ύφεση και στην απόγνωση. Πολύ περισσότερο, η αποτυχία στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης συνοδεύεται από καταφανή πλέον δυσχέρεια της κυβέρνησης να παράγει έργο, να παράγει δηλαδή πολιτικά γεγονότα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου φαίνεται όχι μόνο κατάκοπη, αλλά κυρίως σαστισμένη, άγονη, διασπασμένη, και χωρίς κανένα στρατηγικό εθνικό σχεδιασμό, όχι για μετά το 2012, αλλά ούτε καν για το υπόλοιπο του 2011.

Αυτή η πασίδηλη δυστοκία, που διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, είναι το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα. Διότι δείχνει, πρώτα απ’ όλα, ότι από το παρόν πολιτικό προσωπικό και υπό τους παρόντες συσχετισμούς και διατάξεις, δεν μπορεί να προκύψει η προωθητική ενέργεια που απαιτείται επειγόντως για να ανακοπεί η ελεύθερη πτώση. Το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαπραγματευτεί τους όρους επιβίωσης της χώρας, αδυνατεί να εισπράξει έσοδα, αδυνατεί να επιβάλει δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση, αδυνατεί να εμφυσήσει μια αίσθηση δικαιοσύνης στους πολίτες, και φυσικά αδυνατεί να γεννήσει ιδέες και να απελευθερώσει υπνώττουσες ή φυλακισμένες δημιουργικές δυνάμεις.

Ποτέ άλλοτε στα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ήταν τόσο έντονη η αίσθηση της ανημπόριας και της χρεοκοπίας, αλλά και η αίσθηση ότι σαν έθνος ζούμε μια ιστορική καμπή, συγχρονισμένη με μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Ο βίαιος μετασχηματισμός του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας με την είσοδο των ασιατικών γιγάντων, τα πλανητικά μεταναστευτικά ρεύματα, η παγκόσμια οικονομική κρίση, ο οικονομικός και πολιτικός κλονισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, όλα τούτα δρουν ενισχυτικά πάνω στη γηγενή δομική κρίση. Η Ελλάδα κλυδωνίζεται επώδυνα, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει.
Και οι Ελληνες είναι αναγκασμένοι να ξαναδούν τους εαυτούς τους. Να τοποθετηθούν διαφορετικά στο διεθνές περιβάλλον. Αλλά πρώτα απ’ όλα, να ξαναδούν διαφορετικά τους εαυτούς τους μέσα στην ίδια τους τη χώρα: να μας φανταστούμε διαφορετικούς σαν πολίτες μιας διαφορετικής χώρας. Στον βίαιο 20ό αιώνα οι Ελληνες επινόησαν εκ νέου τους εαυτούς τους και τη χώρα, τρεις-τέσσερις φορές τουλάχιστον: όταν ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, μετά την Καταστροφή του ‘22, στον πόλεμο του ‘40-’41, μετά τον Εμφύλιο, μετά την πτώση της δικτατορίας και την τραγωδία της Κύπρου. Κάθε φορά κατασκεύαζαν μια ιδέα για το μέλλον, λιγότερο ή περισσότερο συνεκτική, κάθε φορά η ιδέα προσγειωνόταν στην πραγματικότητα, μετά από μία ήττα ή μια ιστορική ανακατάταξη, κάθε φορά είχαν να αντιμετωπίσουν την αλλαγή στάσης του ξένου παράγοντα και τον εσωτερικό διχασμό.

Δυστυχώς, αυτή η τόσο πλούσια ιστορική πείρα δεν εγγυάται την αποφυγή των ίδιων ή άλλων λαθών, κάθε άλλο. Η ιστορία διδάσκει αλλά δεν φρονηματίζει. Ωστόσο, η μακροσκοπική όραση, που αναπόφευκτα φέρει ένας ιστορικός λαός με παράδοση αγώνων και καταστροφών, μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε την παρούσα δυσχέρεια σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να βγούμε προσώρας από τη δίνη του προβλήματος, ώστε να μπορέσουμε να επινοήσουμε βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες λύσεις.

Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι η πρώτη κίνηση. Η πρόσφατη πικρή πείρα του Μνημονίου διδάσκει, πρώτον, ότι πρέπει να κινηθούμε ταχύτατα για να αντλήσουμε τα όποια οφέλη της αναδιάρθρωσης και, δεύτερον, πρέπει να διαπραγματευτούμε σκληρά, όσο μπορούμε. Η δικαιοσύνη και η ισονομία είναι οι αμέσως επόμενες προτεραιότητες: για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φυγάδευσης κεφαλαίων, για την προστασία των εξουθενωμένων, κυρίως για την εμπέδωση αισθήματος δικαίου και ελπίδας στους καχύποπτους και αποκαρδιωμένους πολίτες. Ο ελληνικός λαός, των μικρομεσαίων επιβιωτών και της μαύρης οικονομίας, δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά ένα κράτος που ανακοινώνει 75 πολίτες με εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου και 35 χιλιάδες με εισόδημα άνω των 80.000. Μόνο με αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου θα επανακάμψει το τρωθέν κύρος της δημοκρατίας και θα επισκευαστεί το διάτρητο σήμερα δημόσιο ήθος, θα αναστραφεί η τυφλή ανταρσία κατά του αναξιόπιστου και αλλοπρόσαλλου κράτους. Και μόνο έτσι θα καταστεί δυνατή η ελάχιστη αναγκαία συναίνεση για αναθεμελίωση της παιδείας και της παραγωγής, δηλαδή για την μεσοπρόθεσμη αναθεμελίωση της κοινωνίας.

Ποια κυβέρνηση, ποια ηγεσία, είναι σε θέση να πείσει τον κερματισμένο, φοβισμένο και εξοργισμένο λαό, ώστε να πειθαρχήσει και να εργαστεί προς ένα στόχο; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα. Ποια ηγεσία μπορεί να πείσει καταρχάς για το δικό της ήθος, τις αγωνιστικές της προθέσεις, την ανεξαρτησία της; Κυρίως για την πρόθεσή της να δώσει το παράδειγμα αναγέννησης ή να πέσει επί των επάλξεων; Ελάχιστα πρόσωπα από τους υπάρχοντες σχηματισμούς είναι σε θέση να πείσουν και ελάχιστοι θα επιπλεύσουν στο επόμενο διάστημα των αλλεπάλληλων αλλαγών. Νέα πρόσωπα, σε νέους σχηματισμούς, με άλλα πρόσημα και σε άλλες συμμαχίες, θα αναδυθούν, σε μία και δύο και τρεις και πολλές φάσεις. Πιθανόν δεν θα είναι όλοι καλοί ή καλύτεροι, πθανόν και η ίδια η μορφή διακυβέρνησης να αλλάξει, σε σχέση πάντα και με το ρευστό διεθνές περιβάλλον και τους απρόβλεπτους τελεστές. Ωστόσο ο πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει, τόσο πολύ που έχει γίνει αφόρητος: η χώρα χρειάζεται επειγόντως αλλαγή, επανεκκκίνηση. Τώρα.

εικόνα: Λουκία Richards

Η χρονιά που φεύγει μάς αφήνει πιο αδύναμους, ζαρωμένους, τρομαγμένους. Αλλά και πιο πλούσιους. Η ανατροπή των στερεότυπων είναι κέρδος, η αφύπνιση είναι πλούτος, η ανανοηματοδότηση, κέρδος κι αυτή. Εφόσον ασφαλώς μπορέσουμε να αντιληφθούμε την κρίση ως ρήγμα στο παλαιό σώμα και ως τρόπο νέας συνέχισης, εφόσον αντιληφθούμε το ρήγμα ως ευκαιρία αναγέννησης. Και εφόσον νιώσουμε βαθιά μέσα μας την ανάγκη για ανανεωμένη επαναφορά σε βασικές αξίες: αλληλεγγύη, συλλογικότητα, προάσπιση του κοινού καλού.

Μια επανεκκίνηση της κοινωνίας, λοιπόν. Που θα είναι οδυνηρή όμως: η επανεκκίνηση θα τελεσθεί επί των ερειπίων του παλαιού. Ακριβώς αυτά τα ερείπια πρέπει να είναι το πρώτο μέλημα: πώς θα είναι λιγότερα, αφενός, πώς θα τα αξιοποιήσουμε, αφετέρου. Πώς θα πάρουμε στα χέρια μας προσεκτικά τα όστρακα, τα θραύσματα, για να τα συντηρήσουμε, να τα συγκολλήσουμε, να ανατάξουμε ό,τι αξίζει να σωθεί: το σχήμα των προσώπων. Σαν αρχαιολόγοι του μέλλοντός μας, σαν ιστορικοί άνθρωποι, σαν κληρονόμοι βαριάς κληρονομιάς, σαν τυχεροί κάτοικοι τόπου ευλογημένου, ταγμένοι να συνομιλούμε με νεκρούς, με φαντάσματα εμφυλίων, ακούγοντας διαρκώς φωνές ποιητών και φιλοσόφων, πολεμιστών και ταξιδευτών, γνωρίζοντας διαρκώς ότι το ποτάμι δεν γυρνάει πίσω, μ’ εμάς ή χωρίς εμάς.

Ας πάρουμε απόφαση λοιπόν ότι το ποτάμι θα μας περιέχει, θα μας φέρει προς τους νέους καιρούς· κι ας επιπλεύσουμε, σώοι, ανάμεσα σε κορμούς και πτώματα. Επιπλέοντας, ας υφαίνουμε το μέλλον μες στο παρόν. Το σοκ του παρόντος δεν πρέπει να θολώνει την κρίση μας, να αμβλύνει την ιστορική όραση – είπαμε: είμαστε ιστορικοί άνθρωποι. Το ξαναδιάβασμα της Ιστορίας δεν υπαγορεύει τι να κάνουμε, αλλά τουλάχιστον μάς λέει ότι μια-δυο γενιές πριν από μας οι άνθρωποι επλήγησαν από τρομερές καταστροφές και παρ’ όλα αυτά σηκώθηκαν, ανασυγκολλήθηκαν, επανεκκίνησαν, δημιούργησαν.

Η παρούσα περιπέτεια του ελληνικού λαού δεν είναι η πιο τρομερή. Ο περασμένος αιώνας άλλαξε και εμπλούτισε τον πληθυσμό, τη συνείδησή του, έφερε καταστροφές και λιμούς, πολέμους και εμφυλίους, ηρωισμούς και υπερβάσεις, ταπεινώσεις. Ο παρών αιώνας μας ξαναβάζει επιτακτικό, επείγον, το ερώτημα: Ποιοι είμαστε; Πώς συνεχίζουμε;

Ας δούμε γύρω: βουνά και θάλασσα, ολίγος κάμπος. Μαρμάρινα μέλη, ελιές, ναΐσκοι, αμπέλια, κήποι, πολίσματα ― τέτοια πήραμε. Και πολιτείες αχόρταγες, αυτοκινητόδρομοι, μολ, τουριστική ανοχή, βενζίνες και καλώδια, κατάμεστα καφενεία ― τέτοια αφήνουμε. Είμαστε όλα. Το ολίγο και το υπερβολικό, το ωραίο και το άσχημο. Παλαιοί και μοντέρνοι, υπερήφανοι και υποτελείς, έτοιμοι για θάνατο και έτοιμοι για ντροπιασμένη επιβίωση. Αναγκασμένοι όμως κάθε τόσο να επιλέγουμε, και να υπερασπιζόμαστε την εκάστοτε επιλογή: το κάλλος ή την ασχήμια, τη δυνατότητα ελευθερίας ή την υποταγή;

Η ελευθερία και το κάλλος δεν είναι μοίρα, είναι επιλογή.

Ζωγραφική: Ξενοφών Μπήτσικας, 2010

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.899 hits