Ποια είναι η Αθήνα σήμερα η τετελεσμένη και οριστική; Καμία, πουθενά. Για Αθήνας μπορούμε να μιλάμε μόνο. Ποια είναι η Ελλάδα η μία και ομοούσιος και αναλλοίωτος; Ο καθείς φέρει εντός του το δικό του φάντασμα – εντούτοις τα φαντάσματα συναντιούνται εν χώρω και χρόνω, ενόσω ζούμε και μιλάμε και τσακωνόμαστε. Και συναντιόμαστε διακεκομμένα, με ασυνέχειες, με ασυναρτησία, αλλά και με πάθος και με σπινθήρες και με δημιουργικότητα.

Bρισκόμουν στο καφενείο, σκουροντυμένος και βιαστικός παρότι Σάββατο, και να ’τος ο Θεόφιλος – στα μαύρα τούτος πάντα. Με το γεια σου, όρθιος, έπιασε το νήμα της διεσταλμένης μας συζητήσεως, που διεξάγεται συνήθως στο όρθιο και σε καφενεία. Οι άξονες της συνομιλίας είναι φαινομενικά ασύμπτωτοι, αλλά οι εκβολές της κάθε φορά, παρότι δεν καταλήγουν και δεν τελειώνουν, είναι γόνιμες και σερβίρουν χλιαρά μια πάσα για την επόμενη συνεδρία.

Κατέφθασε τώρα κραδαίνοντας ένα ξέφτι, όχι από τη συζήτηση περί Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και ρομαντισμού, του περσινού καλοκαιριού, μα από την Αθήνα των στερεοτύπων και των αστών, του πρόσφατου χειμώνα. Και τα έπλεξε. Η τελευταία συζήτηση περί αθηναϊκού άστεως, περί αναπαραστάσεων και ομιλιών, αφορούσε βεβαίως και τον Θεόφιλο. Εκόμισε Στέφανο Κουμανούδη του 1853 και Τζούλιο Καΐμη του 1934. Ω, οι καιροί που λατρεύω! Καιροί που διδάσκουν ακόμη, και πάντα!

agios_dionysios.jpg

Στο όρθιο, στο πεζοδρόμιο της οδού Σκουφά, παραπλεύρως του Αγίου Διονυσίου του Αθηναίου με την αγιογράφηση του αθηναιογράφου Σπύρου Βασιλείου, ο φίλος υπενθύμιζε τον λόγο του Στέφανου Κουμανούδη περί Αθηνών:

«Αι Αθήναι, το ασπάσιον τούτο της ελληνικής φυλής πράγμα και όνομα, αν δεν είναι πλέον αι παλαιαί εκείναι οι γεραραί και ιοστέφανοι του Πινδάρου Αθήναι, αν δεν είναι αι θαυμασταί και πολύυμνοι του Αριστοφάνους, αν δεν είναι η Ελλάς Ελλάδος του Περικλέους, είναι όμως πόλις μεγάλα όντως θέλγητρα έχουσα διά τον φιλόπατριν Ελληνα, τον όχι μεμψίμοιρον πολίτην, τον όχι ανυπόμονον και θέλοντα παν το άωτον των ελπίδων του εν ακαρεί τω χρόνω να καταφθάση… Είναι από του 1835, δηλαδή από δεκαεπτά ήδη ενιαυτών, κατοικία τριάκοντα χιλιάδων ψυχών, του άνθους του Ελληνικού και της υπερτάτης εξουσίας και πολλών πρέσβεων και πρακτόρων αξιοπρεπής έδρα…». (Καθολικόν Πανόραμα των Αθηνών)

Α, να διαβάσεις οπωσδήποτε τα «Ρομαντικά χρόνια» του Αλέξη Πολίτη! (Ανέκραξα εγώ.) Κράτησε σημείωση και πηδώντας από τον ρομαντικό 19ο, με πήγε στη Γενιά του ’30, τι λέει ο Τζούλιο Καΐμη για την πόλη:

«Δεν μπορούμε με τα αδύνατα χέρια μας να γκρεμίσουμε όλες τις σημερινές μεγαλουπόλεις, αυτά τα μιάσματα της ακαλαισθησίας. Μα ένα επιτακτικό καθήκον μάς επιβάλλει να φανερώνουμε και να εκτιμούμε αυτό που, παρ’ όλη την κακοδαιμονία, κρατιέται αγνό στη ζωή μας, δηλαδή τη σχέση του αγνού ανθρώπου με τη φύση και που ενδιαφέρει στις λίγες ψυχές που βρίσκονται μέσα στο χάος του μοντερνισμού… Αφήνουμε την εξέλιξη του χρόνου να μεταμορφώσει τα τραγικά πράγματα της ανθρωπότητος, ως που να φτάσει στο αγνό και το απλό. Αφήνουμε τους αρχιτέκτονες με την ατομική τους αντίληψη να εξυπηρετούνε το κοινωνικό κακό». (Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα)

Εδώ ακούω πια όσους γοητεύτηκαν από την Philosophia Perennis, ακούω τον πρωτοοικολόγο και μυστικό Πικιώνη στα «Γαίας ατίμωσις» και «Συναισθηματική τοπογραφία», ακούω τον Λορεντζάτο, και στο βάθος τον Ananda Coomaraswamy. Kαι τ’ ακούω από το στόμα του υστερονεωτερικού συνομιλητή μου, που ψαύει με παρρησία και ρίσκο αντιλήψεις του εαυτού, των συλλογικοτήτων, της πόλης, του ethnoscape και των φαντασμάτων.

Σχεδόν το περίμενα: Να βάλουμε στη συζήτηση ό,τι ξορκίζει η τρέχουσα ορθότης, ό,τι αποκλείει η τρέχουσα κανονιστική υστερία. Κι ας μην τα παίρνουμε όλα τοις μετρητοίς, κι ας γέρνουμε προς τον αισθητισμό· κι ας μην καταλήγουμε σε στέρεο συμπέρασμα, οριστικό. Σημασία έχει να ανοίγει ο ορίζοντας, να ταξιδεύει ο νους σε στοχαστικές προσαρμογές, να υποσκάπτεις τα στερεότυπα και τις εδραιωμένες πεποιθήσεις – και να μην εξορίζεις την παρηγοριά, παρ’ όλ’ αυτά.

Ποια είναι η Αθήνα σήμερα η τετελεσμένη και οριστική; Καμία, πουθενά. Για Αθήνας μπορούμε να μιλάμε μόνο. Ποια είναι η Ελλάδα η μία και ομοούσιος και αναλλοίωτος; Ο καθείς φέρει εντός του το δικό του φάντασμα – εντούτοις τα φαντάσματα συναντιούνται εν χώρω και χρόνω, ενόσω ζούμε και μιλάμε και τσακωνόμαστε. Και συναντιόμαστε διακεκομμένα, με ασυνέχειες, με ασυναρτησία, αλλά και με πάθος και με σπινθήρες και με δημιουργικότητα.

Ετσι κυλούν οι συνομιλίες πια: Με παύσεις, με ξέφτια που κουβαλάμε στα καφενεία και σε δημόσιους χώρους, στα όρθια, με επιταχύνσεις και πυκνώσεις, κι ύστερα χανόμαστε μες στη βουή, μέσα στη σκόνη της ζωής.

Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11.03.2007

Advertisement