You are currently browsing the category archive for the ‘media’ category.
Πώς νιώθεις που τώρα δεν δημοσιογραφείς; Με ρώτησαν πρόσφατα.
Χωρίς να το σκεφτώ, απάντησα χωρίς δισταγμό: «Για πρώτη φορά φοβάμαι τους δημοσιογράφους, τι θα γράψουν για μένα. Και για πρώτη φορά δεν το παίρνω κατάκαρδα όταν γράφουν κάτι αρνητικό για μένα. Ο πραγματισμός της πρακτικής πολιτικής διασκεδάζει τον ναρκισσισμό».
Κατόπιν σκέφτηκα πόσες φορές βρέθηκα σε δίκες για αδικήματα τύπου. Πολλές. Πολλές φορές μάρτυρας υπεράσπισης σε ποινικά και αστικά δικαστήρια. Θυμάμαι μια ποινική δίκη, όπου ήμουν μάρτυρας, με κατηγορούμενο τον Αριστείδη Μπαλτά, όταν αρθρογράφησε στην Καθημερινή υπέρ του Στέφανου Τραχανά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης και εναντίον των απηνών διωκτών του, όταν απεκάλυψε το φαύλο κύκλωμα των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων. Ο Αριστείδης αθωώθηκε με 3-2 ψήφους, οριακά.
Κατηγορούμενος «τύπου» βρέθηκα δύο φορές. Μία φορά για συκοφαντική δυσφήμιση, προ 25ετίας, για ρεπορτάζ μου στον Ταχυδρόμο. Επετεύχθη συμβιβασμός έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου. Δεύτερη φορά κατηγορούμενος το 1994, για άσεμνα δημοσιεύματα, ως εκδότης της εφημερίδας Μυκονιάτικη. Τα «άσεμνα» ήταν σκωπτικά-ερωτικά δημοτικά τραγούδια παρελθόντων αιώνων… Είχαμε συνήγορο τότε τους αείμνηστους Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη και Μάκη Φρέρη, παρουσιαστήκαμε στην αίθουσα Καϊρη του μεγάρου Τσίλερ στην Ερμούπολη, αλλά δυστυχώς η δίκη δεν διεξήχθη, διότι το αδίκημα τύπου είχε εν τω μεταξύ παραγραφεί.
Δύο φορές κατηγορούμενος λοιπόν, για αδικήματα τύπου, ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Αγωγή δεν «έφαγα» ποτέ. Σκέφτομαι όμως ότι στις πλείστες των περιπτώσεων, οι μηνύσεις και οι αγωγές για δημοσιεύματα, δεν είναι παραγωγικές, ούτε ιδιαίτερα παιδαγωγικές. Πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, η διαμάχη μπορεί να λυθεί με επανόρθωση ή εξωδικαστική διευθέτηση ή ακόμη καλύτερα με ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Θυμήθηκα τα τραβήγματά μου στα ποινικά, γιατί βλέπω ότι οι αγωγές πέφτουν βροχή. Και βρέχονται όλοι, βρεχόμαστε όλοι εντέλει, κι είναι κρίμα.
Ενώπιον των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρώπης, στη Λουκέρνη, τον περασμένο Ιούνιο, ο διαπρεπής καθηγητής του Χάρβαρντ Benjamin Friedman περιγράφει το αδιέξοδο της Ευρώπης και υπενθυμίζει την ιστορία διαγραφών χρέους υπέρ της Γερμανίας στον 20ό αιώνα.
(Στο λινκ, το πλήρες κείμενο της ομιλίας του, από τον ιστότοπο της Bank of International Settlements)
A debt to history?
Tης Gillian Tett
Financial Times, 16.01.2015
As the crucial election looms in Greece later this month, newspapers have been full of pictures of demonstrations (or riots) in Athens. But there is another image hovering in my mind: an elegant dining hall on the shores of Lake Lucerne in Switzerland.
Last summer I found myself in that spot for a conference, having dinner with a collection of central bank governors. It was a gracious, majestic affair, peppered with high-minded conversation. And as coffee was served, in bone-china crockery (of course), Benjamin Friedman, the esteemed economic historian, stood up to give an after-dinner address.
The mandarins settled comfortably into their chairs, expecting a soothing intellectual discourse on esoteric monetary policy. But Friedman lobbed a grenade.
“We meet at an unsettled time in the economic and political trajectory of many parts of the world, Europe certainly included,” he began in a strikingly flat monotone (I quote from the version of his speech that is now posted online, since I wasn’t allowed to take notes then.) Carefully, he explained that he intended to read his speech from a script, verbatim, to ensure that he got every single word correct. Uneasily, the audience sat up.
For a couple of minutes Friedman then offered a brief review of western financial history, highlighting the unprecedented nature of Europe’s single currency experiment, and offering a description of sovereign and local government defaults in the 20th century. Then, with an edge to his voice, Friedman pointed out that one of the great beneficiaries of debt forgiveness throughout the last century was Germany: on multiple occasions (1924, 1929, 1932 and 1953), the western allies had restructured German debt.
So why couldn’t Germany do the same for others? “There is ample precedent within Europe for both debt relief and debt restructuring . . . There is no economic ground for Germany to be the only European country in modern times to be granted official debt relief on a massive scale and certainly no moral ground either.
“The supposed ability of today’s most heavily indebted European countries to reduce their obligations over time, even in relation to the scale of their economies, is likely yet another fiction,” he continued, warning of political unrest if this situation continued.
There was a frozen silence. Indeed, the room was so stunned that when the conference organisers asked for questions, barely anyone moved. Friedman did not name Greece in particular. But everyone knew what he meant. And while central bankers are normally a genteel, collegiate breed who go to great lengths to avoid causing any offence to each other, Friedman had exposed a deep divide.
To many of the Germans and representatives of other northern European nations present that night, it seemed outrageous — if not immoral — for anyone to suggest that Greece’s debts be written off. After all, they muttered over their coffee, Athens was mired in years of corruption and bureaucratic incompetence, if not fraud. “How can you forgive debt when a country has a retirement age of 50?” one official observed.
Officials from Europe’s periphery nations were even more indignant. To them, Germany faced a moral duty to help places such as Greece, given the aid that it had previously enjoyed (and which Friedman so obligingly listed). In any case, with a debt to GDP ratio reaching 175 per cent, it seemed impossible to see how the country could ever pay off its debts — even if it tried.
. . .
Either way, what became clear that night was that the question of how to handle Greece is a deeply emotional issue, not just a matter of economics — even (or especially) among central bankers. In one sense, that is no surprise.
As David Graeber noted in his seminal book Debt: The First 5,000 Years, credit is a social and political construct. And whenever societies have operated in the past with few constraints on how much credit they can create, this has invariably caused debt to spiral until it either triggered social implosions or the society has used rituals to forgive that debt. In the past, there have been many such safety valves, be it the debt jubilees used in biblical Israel or the practice of “wiping the slate clean” (that recorded debts) in ancient Mesopotamia.
The problem in Europe today, however, is that it is unclear who has the power to wipe the slate clean. For while the western allies had enough control of Germany to restructure its debt after the second world war, power is diffused today in a more muddled and muddied way. Meanwhile, the idea of forgiving debt has acquired so many moral overtones that Americans struggle to accept mortgage write-offs, as the economists Atif Mian and Amir Sufi note in their recent book House of Debt. And in Europe, Friedman thinks that the mood is so punitive that it is akin to the 19th-century “retributive philosophy” that created debtors prisons. Default is deemed immoral.
But the longer that Greece writhes under that debt burden, the more that passions get inflamed — on all sides. Even inside the sombre halls of central banks. Perhaps it is time for someone to distribute Graeber’s book more widely among Europe’s central bankers. Luckily, it is now available in both German — and Greek.
Οι Ελληνες έχουν υποφέρει πολλά, τα τελευταία χρόνια. Η πτώχευση, η οικονομική εξασθένηση των νοικοκυριών είναι ασφαλώς το πρώτο που έρχεται στον νου. Αλλά σταδιακά αντιλαμβανόμαστε ότι τα χειρότερα βάσανα ακολουθούν αυτήν τη διαρκή απειλή πενίας. Είναι η ανασφάλεια, η αδυναμία να προγραμματίσεις στοιχειωδώς τον βίο, η αδυναμία να προστατεύσεις τα ευπαθή άτομα του περιβάλλοντός σου, η αίσθηση ότι η αξιοπρέπεια συρρικνώνεται ή στην καλύτερη περίπτωση μετασχηματίζεται, ο φόβος για το μέλλον.
Ο φόβος είναι το χειρότερο μαρτύριο και ο χειρότερος σύμβουλος για ένα πλήθος ανθρώπων που υποφέρουν χωρίς να έχουν καταλάβει ακόμη πού έφταιξαν οι ίδιοι. Ο φόβος τρώει τα σωθικά των ανίσχυρων θυμάτων της κρίσης, παγώνει τον νου, τα βυθίζει στην απελπισία και την αυτοϋποτίμηση, τα βυθίζει στη μοιρολατρία· ο ίδιος φόβος παραλύει τις εναπομένουσες δυνάμεις, δεν τις αφήνει να εκδιπλωθούν για να ανασχέσουν και να ανασυγκροτήσουν. Ο φόβος λοιπόν. Αυτός πρέπει πρώτος να νικηθεί.
Είναι προφανές άρα ότι οι διασπορείς απειλών και προφητειών, οι σπορείς εκφοβισμού, πλήττουν ευθέως, ενσυνείδητα τους ήδη πληγωμένους και έμφοβους συμπολίτες τους, τρομοκρατούν την κοινωνία. Δεν μιλάμε για τον αναλυτή ή τον υπεύθυνο πολιτικό, που καταγράφουν τα πράγματι δυσμενή δεδομένα και εκτιμούν τις δυσκολίες· διότι η πραγματιστική ανάγνωση της δυσχερούς πραγματικότητας είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για την λυσιτελή αντιμετώπισή της· οδηγεί σε αγώνα, όχι σε πανικό και παραίτηση.
Μιλάμε για τους ανεύθυνους δημαγωγούς, τους τηλευαγγελιστές, τυχάρπαστους λαϊκιστές, κατ’ επάγγελμα αρριβίστες και πρόθυμους για όλα, που απαντούν στην αγωνία των συνανθρώπων τους με τρομολάγνες προφητείες. Ας μην τους ακούμε τέτοιους κήρυκες, ας τους δούμε μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που αγωνίζεται να σταθεί όρθια, και θα τους δούμε τότε περιττούς και ανωφελείς, όπως και τον φόβο που εξαπολύουν.
Το Σαββατοκύριακο ήταν μια αναμονή. Με σημείο κορύφωσης την ενδεκάτη νυκτερινή, στο γύρισμα προς Δευτέρα. Η Αθήνα τυλίχτηκε απ’ τη σιγαλιά, καθώς πολλοί κάτοικοι σκόρπισαν στις παραλίες για ένα μπάνιο. Υπό όρους, η αναμονή θύμιζε το καλοκαίρι του 2004 ― μείον την αμεριμνησία, την αφέλεια εκείνης της εποχής, την ασυγκράτητη αισιοδοξία. Τώρα, ακόμη και η πρόκριση στους 16 του Μουντιάλ ζυγίστηκε και βρέθηκε ελλιπής· τώρα, ο εθνικός ενθουσιασμός δεν αρκεί για να σβήσει τις πολύμορφές πλην βαθιές πληγές στο σώμα της κοινωνίας. Ο,τι έχει παρεμβληθεί τα τελευταία χρόνια σαν κρίση, σαν σοκ, σαν ταπείνωση προσδοκιών, σαν ενδημική δυσπιστία, αυτό τέλος πάντων, μετριάζει και τις πιο απλές χαρές, τις απροσδόκητες, σαν να έχει αφήσει φαρμάκι στο στόμα. Η κρίση μάς έφτιαξε άλλους, μας φτιάχνει άλλους.
Μια αλλαγή: η διαρκής διάθεση για κατάκριση. Μια σοβαροφάνεια, ένας πραγματισμός, μια ξινίλα, μια τεχνοκρατίλα, που πασχίζουν να περάσουν σαν αντικειμενική επιστημονική γνώση, ακόμη κι αν αφορούν ένα παιχνίδι, μια τελετή εκτόνωσης. Το σκεφτόμουνα όση ώρα άκουγα τον τηλεσχολιαστή: επικριτικός, καχύποπτος, στυφός, σκοτεινός παντογνώστης, συγκαταβατικός στην καλύτερη περίπτωση, ακόμη κι όταν ο ιδρώτας μούσκευε το γκαζόν στο 120ό λεπτό. Και πόσες ελληνικούρες και σολοικισμοί, πόσες υπερβολές, για να υποστηριχθεί η διαρκής κατάκριση…
Τη σοβαροφάνεια μπορώ να την καταλάβω: υπερασπίζεται τη σπουδαιότητα της θέσης του. Αλλά προς τι η απαξίωση; Σκέφτομαι ότι η σύγχρονη μιντιοκρατία προσφέρει μια αίσθηση παντοδυναμίας στους λειτουργούς της, ενώ ταυτοχρόνως τους αφαιρεί την ικανότητα συμμετοχής στο κοινό αίσθημα. Οι δημοσιογράφοι συχνά αναπτύσσονται σ’ ένα θερμοκήπιο, όπουν θάλλουν η ορθοφροσύνη, η αυταρέσκεια, η εξουσιολαγνεία, η πολυπραγμοσύνη. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, οι διαπιστευμένοι ή οι αρμόδιοι συμπεριφέρονται, σκέφτονται, μιλούν σαν να είναι αυτό το αντικείμενο της δουλειάς τους. Σαν να είναι προπονητές, εκλέκτορες, σέντερ φορ, υπουργοί, πολιτικοί ηγέτες…
Παράλληλα, τα χρόνια της κρίσης επισώρευσαν ορισμένα νέα στοιχεία στον δημόσιο λόγο: μια ισχυρή ροπή για απόλυτες εκφράσεις, απόλυτες περιγραφές και ερμηνείες, μια μεγάλη ενίσχυση της τάσης για πολιτική ορθοφροσύνη και ηθικολογία, μια υποχώρηση του δαπανώμενου κόπου για κατανόηση και συμπόνια, για υπέρβαση και συγχώρεση. Παντού ένας ατομικισμός που διαιρεί και κατακρίνει. Συχνά, μάλιστα, όσο πιο ταπεινωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο απαιτητικός γίνεται με τους άλλους, πιο επικριτικός. Σαν να ζει μόνος του, σε μια γυάλα, και παρατηρεί τους άλλους, χωρίς επαφές, χωρίς τριβές, χωρίς συγκρούσεις.
Την απάντηση στους σοφιστές την έδωσαν οι ποδοσφαιριστές, οι τυπικά ατομικιστές και σταρ, οι καλοπληρωμένοι. Ιδρωσαν, έλιωσαν, κυνήγησαν, δεν παραδόθηκαν, ξεπέρασαν τους εαυτούς τους. Ηξεραν ότι οι συμπολίτες τους χαιρόντουσαν. Κι όταν ο πρωθυπουργός τους συνεχάρη για την πρόκριση, δεν ζήτησαν πριμ και δώρα. Ζήτησαν ένα σπίτι για την εθνική ομάδα, ένα προπονητικό κέντρο.
Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι η Εθνική, η τροπαιούχος και αγωνίστρια, μένει άστεγη: της κάνουν έξωση από τις αθλητικές εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά. Μαζί με τους εθνικάριους ποδοσφαιριστές άστεγοι μένουν όλοι οι αθλητές της εθνικής ομάδας στίβου, οι νεαροί πρωταθλητές που φιλοξενούνται στους ξενώνες, τα παιδιά που σηκώνουν τα κύπελλα και τα μετάλλια στις διεθνείς διοργανώσεις ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Ο Αγιος Κοσμάς πουλήθηκε μαζί με το Ελληνικό.
Αφεύκτως, θυμόμαστε πάλι το 2004 της μέθης του Euro και των Ολυμπιακών, όταν η Αθήνα ήταν ολόκληρη μια αθλητική εγκατάσταση.
H δήλωση του Γαβριήλ Σακελλαρίδη για τον επιχειρούμενο εκβιασμό του με αφορμή την ιδιωτική του ζωή προκάλεσε κινήσεις συμπαράστασης ποικίλης προελεύσεως, κυρίως επειδή μια τέτοια απειλή δεν στρέφεται εναντίον ενός μεμονωμένου συμπολίτη ή ενός δημοσίου προσώπου, αλλά εναντίον όλων. Η συζήτηση που ξεδιπλώνεται αφορά πλέον το όριο μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, αφορά το όριο μεταξύ πολιτικής ηθικής και κανιβαλικής ηθικολογίας, αφορά έναν συγκεκριμένο τρόπο επιτήρησης και τρομοκράτησης μέσω της πληθωρισμένης νοσηρής δημοσιότητας, αφορά εντέλει την ουσία και τους όρους λειτουργίας της δημοκρατίας.
Δυστυχώς, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης γίναμε μάρτυρες αρκετών περιπτώσεων ανθρωποφαγίας και ωμών εκβιασμών εν ονόματι πάντα της δημοσιότητας, δηλαδή της διασποράς ηδονοβλεπτικών ωμοτήτων προς βρώσιν του χαχανίζοντος κοινού. Κατ’ ουσίαν όμως οι λεγόμενες αποκαλύψεις και οι επιθέσεις κατά προσώπων συνέβαιναν για προσπορισμό κέρδους, έμμεσου ή άμεσου. Είναι περιττό να αναφερθούμε στις γνωστές θλιβερές περιπτώσεις φωτογραφιών, φημολογιών, ιταμών επιθέσεων, με αφετηρία πάντα την κρεβατοκάμαρα. Δράστες, άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται δημοσιογράφοι, εκδότες, αυτόκλητοι Ρομπέν των δασών και Ζορρό.
Μας έπνιξαν. Και συνεχίζουν να μας βουλιάζουν. Γιατί τους ανεχθήκαμε. Και γιατί μερικοί, όμοιοι τους, τους προστάτευσαν για να τους χρησιμοποιήσουν στο μέλλον. Ιδιοι τότε και τώρα και πάντα. Να τι γράφαμε τον Ιανουάριο του 2008 για μια ανάλογη υπόθεση, την υπόθεση Ζαχόπουλου:
«Κι όμως, τους περισσότερους από τους θλιβερούς πρωταγωνιστές της κρίσης, της σημερινής και κάθε πρόσφατης, τους ξέρουμε. Γνωρίζουμε το ποιόν τους, την ηθική αντοχή τους, τη συμπεριφορά τους. Ξέρουμε τι τσακάλια κρύβονται πίσω από τις μάσκες Ζορρό, τι ύαινες υποδύονται τους Ρομπέν των Δασών, πόσο εξωνημένοι και διαβλητοί είναι οι νεοκυνικοί καραγκιόζηδες, οι δήθεν διασκεδαστές, ξέρουμε πόσο ανίκανοι και φουκαράδες, πόσο ευάλωτοι και πεινασμένοι, είναι οι κάθε λογής αξιωματούχοι. Τους γνωρίζουμε.
»Και δυστυχώς τους έχουμε ανεχθεί. Πάνω στη ράχη της ανοχής μας, της αιδήμονος ή και οργίλης σιωπής μας, οι άθλιοι απέκτησαν πλούτο, φήμη, δύναμη. Τους ανέχθηκαν δικαστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πιεζόμενοι, εκβιαζόμενοι, κολακευόμενοι, ή απλώς αδιαφορούντες. Και η ζούγκλα θέριεψε, κατέλαβε όλο τον διαθέσιμο χώρο, η λοιδωρία αδυνάμων βαφτίστηκε σάτιρα, τα πορνοανέκδοτα βαφτίστηκαν χιούμορ, το κράξιμο βαφτίστηκε κριτική, τα πτώματα και οι κρεβατοκάμαρες έγιναν πρωτοσέλιδα και πρωτοβίντεο, ο κανιβαλισμός έγινε επάγγελμα.
»Τα βλέπαμε όλα αυτά. Τα ξέραμε. Τους ξέραμε. Και αυτοί έθαλλαν θρασείς, λειτουργοί των Αγίων Μέσων, μες στην καχεκτική δημοκρατία των επικοινωνιών και του cool σχετικισμού.
»Ομως η ξεφτίλα δεν αυτορρυθμίζεται, δεν φρενάρει από μόνη της. Το ψέμα διαστέλλεται διαρκώς, αυτοτροφοδείται, γίνεται θέαμα καυτό για το πλήθος των ανδράποδων: παρακολουθούμε ηδονικά τη βύθισή μας. Εως το σημείο πνιγμού.» (Στη ράχη της ανοχής, 19.01.2008)
Ελπίζαμε τότε ότι η πολιτική κοινωνία θα νικούσε μακροπρόθεσμα· ότι θα κέρδιζε την ύπαρξή της στον μη βιασμένο, τον βαθύ χρόνο της πολιτικής και της ιστορίας· ότι δεν θα άφηνε να την δυναστεύει ο εκβιαστής, ο υποκριτής, ο ανθρωποφάγος. Δεν ήρθε αυτή η ώρα. Τα δηλητηριώδη παράσιτα θεριεύουν πάλι, μέσα σε πολιτικά και κοινωνικά ερείπια. Ελπίζω να βρούμε το συλλογικό σθένος, την πυγμή και τη νηφαλιότητα για να τα ξεριζώσουμε, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για όσο χρειάζεται να σηκωθούμε στα πόδια μας αξιοπρεπείς και ελεύθεροι. Ας αρχίσουμε από κάπου.
Η φραγή που επέβαλε ο Ταγίπ Ερντογάν στο Twitter σημαίνει πολλά περισσότερα από όσα διακρίνονται σε μια πρώτη ανάγνωση. Κατά την άμεση πολιτική ανάγνωση, εμφανίζεται προφανώς ο, μέχρι πρότινος πανίσχυρος, Τούρκος πρωθυπουργός να αντιδρά αυταρχικά, απειλούμενος και εν κινδύνω. Η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του, βεβαίως, δεν προέρχεται από τους σχολιαστές του Twitter, καίτοι είναι πολυάριθμοι – σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, οι Τούρκοι χρήστες ξεπερνούν τα 10 εκατομμύρια. Η αμφισβήτηση του Ερντογάν προήλθε από ισχυρά κέντρα επιρροής εντός της Τουρκίας, κυρίως από τον κύκλο του πρώην συμμάχου του, νεοϊσλαμιστή ηγέτη Φατίχ Γκιουλέν, και κορυφώθηκε στις συγκρούσεις της πλατείας Ταξίμ.
Τα γεγονότα της Ταξίμ σηματοδότησαν το αδιέξοδο του νεοοθωμανικού σχεδίου του Ερντογάν· έδειξαν τη «φούσκα» του τουρκικού αναπτυξιακού θαύματος και πυροδότησαν τη φυγή κεφαλαίων. Κυρίως έδειξαν ότι το πολιτικό-πολιτιστικό σχέδιο ενός κοσμικού, πλην αυταρχικού, Ισλάμ προσκρούει στο πολιτικό-πολιτιστικό προφίλ της ταχέως αναπτυσσόμενης μεσαίας τάξης και της μορφωμένης νεολαίας των αστικών κέντρων. Ο εκσυγχρονισμός των επικοινωνιών και των πανεπιστημίων προσέκρουσε στον πατερναλιστικό νεοοθωμανισμό, με τα έντονα στοιχεία οικογενειοκρατίας και διαπλοκής.
Δεν είναι η πρώτη φορά που στην Τουρκία μπλοκάρεται ένα διεθνές δίκτυο. Το 2007, δικαστήριο είχε απαγορεύσει τη δημοφιλή πλατφόρμα μπλόγκινγκ WordPress κατόπιν προσφυγής του παραθρησκευτικού κήρυκα Adnan Oktar. Λίγο καιρό νωρίτερα, είχε μπλοκαριστεί το YouTube επειδή κάποιο βίντεο θεωρήθηκε ότι προσέβαλλε τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Η βάναυση φραγή του Twitter στην Τουρκία δείχνει ένα από τα παράδοξα της ψηφιακής παγκοσμιοποίησης: από τη μια, η πρωτόγνωρη δυνατότητα ανοιχτής παγκόσμιας επικοινωνίας· από την άλλη, ο διαρκής λυσσαλέος αγώνας κυβερνήσεων και κρατικών υπηρεσιών να ελέγξουν τη ροή των πληροφοριών στα δίκτυα ή να χειραγωγήσουν το περιεχόμενό τους. Οι κινεζικοί διαδικτυακοί περιορισμοί και οι αμερικανικές αποκαλύψεις του Σνόουντεν πρέπει να αναγνωσθούν συμπληρωματικά με τη βαναυσότητα του Ερντογάν.
Μια πίστα μετά το pulp fiction βρίσκουμε το είδος «εγκλήματα λευκού κολλάρου», με πολλά δημοφιλή δείγματα, λογοτεχνικά και κινηματογραφικά. Τα γνωρίσαμε σαν αμερικάνικα, προερχόμενα από μια κοινωνία που σε πολλά δείχνει τον δρόμο στην Ευρώπη. Πρόσφατα δείγματα, το οσκαρικό ντοκυμαντέρ «Ιnside Job» και «O δρόμος του χρήματος» για το κράχ του 2008 και την κατάρρευση της Lehman Brothers, και τα φετινά «Οδηγός διαπλοκής» και «Λύκος της Wall Street». Oπου με τεκμήρια και δράμα σκιαγραφούνται τα μεγάλα εγκλήματα των λευκών κολλάρων, τα subprimes, οι μεταμοντέρνες πυραμίδες Ponzi, τα δομημένα ομόλογα, ο χορός της απληστίας και της διαφθοράς.
Οχι μόνο στο σινεμά. Και όχι μόνο στην Αμερική. Τα εγκλήματα λευκού κολλάρου ξεδιπλώθηκαν χθες σαν θρίλερ στην Βουλή των Ελλήνων από τον επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος Παναγιώτη Νικολούδη. Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου περιέγραψε επί ώρες πώς πέντε τράπεζες το διάστημα 2007-09, παραμονές της ελληνικής κατάρρευσης, λεηλατούσαν τα χρήματα των καταθετών διοχετεύοντάς τα στους διοικούντες και μεγαλομέτοχους ή σε φίλους επιχειρηματίες μέσω θαλασσοδανείων και άλλων μεταβιβάσεων και από εκεί σε προσωπικούς λογαριασμούς υπεράκτιους παράδεισους.
Διατραπεζική δράση, ισχυρά νομικά επιτελεία, ειδικευμένη τεχνογνωσία, και βέβαια σταθερή διαπλοκή με εξαγορασμένα ή φίλια μήντια και συνένοχους πολιτικούς. Ο εισαγγελέας έδωσε μια άλλη ιεράρχηση στη δόμηση της διαπλοκής: Σις 207 υποθέσεις που έχει χειριστεί η Αρχή οι διεφθαρμένοι πολιτικοί δεν παίζουν πρώτους ρόλους· πρωταγωνιστεί μια ορισμένη οικονομική ελίτ με ισχυρή μηντιακή κάλυψη. Οι πολιτικοί προσφέρουν κάλυψη σε όσα κενά προκύψουν.
Proton Bank, FFBank, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Τράπεζα Χαλκίδος, Τράπεζα Πελοποννήσου. Ο κατάλογος πιθανότατα θα μεγαλώσει. Πρόσωπα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με κοινωνικό εκτόπισμα, με επιρροή. Ληστείες με λεία άνω του 1 δισ. Προσοχή! Βλέπουμε ντοκυμαντέρ, όσα λέει ο εισαγγελέας· όχι την αφήγηση κάποιου ευφάνταστου μυθοπλάστη.
«Για να βγει η εφημερίδα πρέπει να φάει λογοτέχνη»: η ρήση αποδίδεται στον Ζαχαρία Παπαντωνίου και αφορά πολλούς επιφανείς Ελληνες λογοτέχνες, που έγραψαν, ίδρωσαν, έχτισαν με τις λέξεις τους τις ελληνικές εφημερίδες. Κονδυλάκης, Παπαδιαμάντης, Παλαμάς, ας μη συνεχίσουμε, ο κατάλογος είναι μακρύς. Επειδή όμως γράφω στην Καθημερινή, μπαίνω στον πειρασμό να προσθέσω «πατριωτικά» τους προπάτορες, τους μυθιστοριογράφους Ανδρέα Φραγκιά και Αλέξανδρο Κοτζιά, τους κριτικούς Στάθη Δρομάζο και Τάσο Λιγνάδη, που δεν τους πρόλαβα στην οδό Σωκράτους, και τον πρόωρα χαμένο Γιάννη Βαρβέρη, τον ποιητή και κριτικό, με τον οποίο συνεργάστηκα με αγάπη και χιούμορ.
Γιατί όμως τα ανασύρω αυτά τα παλιά; Εξ αφορμής της σειράς «Ελληνες Ποιητές», την οποία επιμελείται ο ακριβός συνάδελφος και φίλος Παντελής Μπουκάλας. Ο Παντελής λοιπόν συνεχίζει με μοναδική αξιοσύνη την παράδοση λογοτεχνών δημοσιογράφων, σαν να ήταν εγγονός του συντοπίτη του Παλαμά. Χαλκέντερος αρθρογράφος και επιφυλλιδογράφος, συστηματικός κριτικός λογοτεχνίας, ποιητής από τους ξεχωριστούς της γενιάς του, δόκιμος μεταφραστής αρχαίου δράματος, και τώρα ανθολόγος με ευαισθησία και κριτήριο. Η σειρά «Ελληνες Ποιητές» υπό μία έννοια φέρει τη σφραγίδα του Παντελή Μπουκάλα, το περρίσευμα της γνώσης και της λογιοσύνης του, την αγάπη του για την ποίηση και τα ελληνικά γράμματα. Δηλαδή ό,τι έχει φανεί τόσα χρόνια μέσα από τις φιλόξενες σελίδες της «Κ» και ό,τι παρουσιάστηκε ήδη στον πρώτο τόμο της σειράς, με το εκτενές μελέτημά του για τον Καβάφη.
Αυτή είναι και η ιδιαίτερη αξία όλης της σειράς: αφενός η πρωτογενής ανθολόγηση ή η προσφυγή στους αξεπέραστους προγόνους, φερ’ ειπείν στον Κατσίμπαλη, ή σε νεότερες εμβληματικές εργασίες, όπως η ανθολόγηση Ρίτσου από τη Χρύσα Προκοπάκη. Ας μνημονεύσουμε και τον Γιάννη Κουβαρά, που επιμελείται τον Τάσο Λειβαδίτη, τον αγαπητό συνάδελφο Μιχάλη Κατσίγερα, που επιμελείται τον προσφιλή του Διονύσιο Σολωμό, τον Κώστα Μπουρναζάκη για τον Αγγελο Σικελιανό, τη Θεανώ Μιχαηλίδου για τον Βαρναλη, τον Κώστα Χατζηαντωνίου για το προλόγισμα του Παλαμά.
Μετά την ανθολόγηση, συχνά δυσκολότατη, ιδαίτερη αξία στη σειρά δίνει η πρόταξη πρωτότυπων εργοβιογραφικών μελετημάτων, τα οποία μαζί με τις σπάνιες ηχογραφήσεις, προσφέρουν ένα πυκνό πανόραμα για κάθε ποιητή. Είναι μοναδική αισθητική εμπειρία να διαβάζεις τα ποιήματα που σφράγισαν το πρόσωπο του νεότερου ελληνισμού και ταυτοχρόνως να ακούς τη φωνή του Σικελιανού, του Παλαμά, του Σεφέρη, του Εγγονόπουλου…
Δεν διαφημίζω τη σειρά. Δεν χρειάζεται το δεκανίκι μου· ο αναγνώστης της «Κ» είναι ο πιο αυστηρός κριτής. Επανέρχομαι στην ποίηση, τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη της σειράς, για να αποδοθούν οι δέουσες τιμές στους ακοίμητους Ελληνες λόγιους που κρατούν αναμμένο το φως των γραμμάτων, τώρα, στους δύσκολους καιρούς. Πίσω από κάθε έργο που απολαμβάνουμε, υπάρχει ο κόπος και η έγνοια ανθρώπων ― μου το θύμισαν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο Κώστας Κουτσουρέλης στο πλατύσκαλο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Επανέρχομαι για να ξαναφωτίσω τη συνέχεια, την παράδοση που ανακαλύπτει κάθε γενιά με τον τρόπο της, εν προκειμένω την ποιητική παράδοση. Επανέρχομαι για να πω ότι ο Τύπος έχει ιστορία προσφοράς στην Ελλάδα, και αυτή η εργασία είναι μια όψη της. Επανέρχομαι για να πω ψιθυριστά ότι η ποίηση είναι το καταφύγιο που χρειαζόμαστε, κι ας το φθονούμε…
Βγαίνω από το δέρμα του δημοσιογράφου. Θα έγραφα τα ίδια και σαν αναγνώστης.
φωτ.: Ιωάννης Κονδυλάκης
Πριν από λίγες μέρες καταδικάστηκε ο 27χρονος Φίλιππος Λοΐζος σε δεκάμηνη φυλάκιση για καθύβριση θρησκεύματος κατ’ εξακολούθησιν μέσω της σατιρικής ιστοσελίδας του στο Facebook «Γέρων Παστίτσιος». Η δίωξη είχε ξεκινήσει μετά την καταγγελία της «βλασφημίας» από τον φερόμενο ως υπαρχηγό της Χρυσής Αυγής, νυν προφυλακισμένο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Πώς τα φέρνει ο καιρός και η κρίση: οι αυτόκλητοι υπερασπιστές του θρησκευτικού αισθήματος να κατηγορούνται για εγκληματικές πράξεις, οι δε σατιριστές να φορτώνονται με φυλακίσεις για ειρηνικά τρολαρίσματα στο διαδίκτυο.
Δικαστική υπερθέρμανση, αφενός. Και ογκούμενη δυσανεξία στη σάτιρα, στην ετεροδοξία, στην ελευθεροστομία, αφετέρου. Αυτά είναι τα προφανή της υπόθεσης Παστίτσιου. Ενδιαμέσως μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για πολλαπλασιασμό του κακού γούστου και του εύκολου χάχανου, που προκαλεί την παραπληρωματική εκδήλωση της υποκρισίας, του πουριτανισμού, την αναδίπλωση προς υπερσυντηρητικές αντιμετωπίσεις κάθε ατυπικής συμπεριφοράς, ακόμη και της πιο αβλαβούς.
Λιγότερο αλλά πάντα προφανής στη δίκη και καταδίκη του φαρσέρ-σατιριστή Παστίτσιου είναι η αυξημένη αυστηρότητα σε ό,τι προέρχεται από το διαδίκτυο. Το διαδίκτυο αντιμετωπίζεται, διωκτικά και δικαστικά, σαν φωλιά του Κακού. Μπορούμε να εικάσουμε βάσιμα ότι αν η φάρσα Παστίτσιου διαδραματιζόταν σε έντυπο ή ραδιοτηλεοτπικό μέσο, μάλιστα ευρείας απηχήσεως, θα αντιμετωπιζόταν διαφορετικά· στα ΜΜΕ αναγνωρίζεται η ελευθεροτυπία και η ελευθεροστομία, η σάτιρα, ακόμη και η αθυροστομία. Στο διαδίκτυο των ανωνύμων ή ψευδωνύμων χρηστών δεν αναγνωρίζονται παρόμοια δικαιώματα. Είναι ένα από πολλά σημεία της παράδοξης συνύπαρξης αρχαϊκών θυλάκων και υπερμοντέρνων συμπεριφορών στη δημόσια σφαίρα. Πιθανόν διότι η σύγχρονη μηντιόσφαιρα για μέγα μέρος του πληθυσμού αλλά και των θεσμοφυλάκων δεν έχει αφομοιωθεί κατ’ εύρος και κατά βάθος· παραμένει ένας καινοφανής εισβολέας.
Αυτά όμως συνιστούν εν πολλοίς συμπτώματα μιας υπανάπτυξης στο επίπεδο της κουλτούρας της επικοινωνίας. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκεται στην βαθύτερη ηθική και πολιτική κουλτούρα: της ανοχής, της εμπεδωμένης πίστης στην ελευθερία λόγου, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την προστασία θεσμών, αξιών, ηθών, κυρίως τι και πώς αντιλαμβανόμαστε ως θεσμούς, αξίες και ήθη. Η υπεραντίδραση εναντίον «ασεβών» ή «αντιθρησκευτικών» βιβλίων, ταινιών, θεατρικών παραστάσεων, έργων τέχνης εν γένει, αλλά και δηλώσεων ή παραδειγματικών χειρονομιών, δεν είναι ασφαλώς σημείο των καιρών της κρίσης. Η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος έχει αφορίσει λογοτέχνες στο παρελθόν, τον Λασκαράτο, τον Ροΐδη, τον Καζαντζάκη· κι έχει πρωτοστατήσει στο «Ανάθεμα του Ελευθερίου Βενιζέλου», το 1916 του Διχασμού, με τα λόγια του Αθηνών Θεόκλητου: «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την Βασιλείαν και την πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω».
Στα πρόσφατα χρόνια, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε ζητήσει συγγνώμη για το ανάθεμα του προκατόχου του. Ηταν όμως πια ο καιρός που οι διαμαρτυρόμενοι για το 666 και την ταινία Τελευταίος Πειρασμός του αφορισμένου Καζαντζάκη ήταν απλώς οι ζηλωτές. Η επίσημη διοικούσα Εκκλησία σιωπούσε ή παρότρυνε, αλλά η ζώσα Εκκλησία ήταν αλλού, είχε προχωρήσει, και συμβίωνε ταπεινά και ειρηνικά μες στην εκκοσμικευμένη πολιτεία με τους άπιστους, τους άθεους, τους ετερόδοξους, τους αγνωστικιστές. Αυτή η ζώσα Εκκλησία, το σώμα πιστών, έχει πει προ πολλού το θεολογημένο και γενναίο «ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα»· αυτό το σώμα πιστών (πάντων ημών των βαπτισθέντων), ζώντας την πίστη του ευχαριστιακά δεν έχει ανάγκη να επιστρατεύσει εισαγγελείς και αστυνόμους για να το προστατεύσουν από κακόβουλους, κακόγουστους και απνευμάτιστους σατιριστές.
Στον παρόντα καιρό ωστόσο, τον καιρό της κρίσης, εξακολουθούμε να βλέπουμε ορισμένους αρχιερείς να επανέρχονται ως τιμητές και ρυθμιστές πάσης της κοινωνίας, να φιλοτεχνούν μικρούλια αναθέματα, να φλερτάρουν με ακροδεξιά και νεοναζιστικά μορφώματα, να κρίνουν την καλλιτεχνική ή πνευματική αξία έργων τέχνης, να καταριούνται συνανθρώπους για τα κουσούρια των επιλογών τους. Το ανησυχητικό είναι ότι την τέτοια ροπή προς τον αφορισμό, το ανάθεμα και την κατάρα συμμερίζεται, σιωπηρά έστω, όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και, ηχηρά, κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί, επιφορτισμένοι κατά τα άλλα με την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και του ανεξίθρησκου χαρακτήρα του κοσμικού κράτους. Φταίει η κρίση, που όλα τα ξεθεμελιώνει και κάνει τους λαχταρισμένους ανθρώπους να αναζητούν αποκούμπι στον υπερσυντηρητισμό, σε ό,τι κουρελάκι τους παρουσιαστεί σαν παράδοση και αξιακό πλαίσιο; Ναι, ασφαλώς, η οικονομική-κοινωνική κρίση βάθυνε την σύγχυση και την ανασφάλεια που ήδη προϋπήρχαν και ελάνθαναν στο πεδίο των πνευματικών αξιών και των ηθικών συγκροτήσεων. Αλλά δεν δημιούργησε η κρίση τα φαινόμενα.
Επειδή μας περιμένει μακρύ άνυδρο μέλλον, επειδή η οργή και η μισαλλοδοξία πιθανόν να αβγατίσουν, επειδή η υπεραντίδραση και η υπερτιμωρία δεν λύνουν αλλά περιπλέκουν τα υπαρκτά προβλήματα, ελπίζουμε οι δικαστές να πάψουν να ασχολούνται με τις καταγγελίες των φαιά φορούντων για εγκλήματα αθυροστομίας και να ασχολούνται με τα όντως εγκλήματα των λευκών κολάρων. Ευχόμαστε επίσης η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος να ακούσει καθαρότερα τα μηνύματα της ζώσας Εκκλησίας, τα μηνύματα της αλαφιασμένης και πονεμένης κοινωνίας, τα λόγια των δικών της φωτισμένων ιερεών που δεν είναι ελάχιστοι, να ακούσει τέλος έναν άλλο ιερέα, τον Πάπα Φραγκίσκο για τη θέση της μαρτυρούσας Εκκλησίας στην παγκοσμιοποιημένη λατρεία του χρυσού μόσχου: «Προτιμώ μια Εκκλησία μωλωπισμένη, πληγωμένη, βρώμικη επειδή ήταν έξω στους δρόμους, από μια Εκκλησία που είναι ανθυγιεινή διότι παρέμεινε περιορισμένη και προσκολλημένη στην ιδέα της δικής της ασφάλειας» (Εvangelii Gaudium – Η Χαρά του Ευαγγελίου, Νοέμβριος 2013).
Ενα παλικάρι πεσμένο στο δρόμο, σαν να κοιμάται στην αγκαλιά της κοπέλας του, ταξιδέυοντας με πλοίο για να νησιά. Μόνο το κλαμένο πρόσωπο της κοπέλας, λίγο αίμα στο γόνατο και το αίμα στο πεζοδρόμιο προδιαθέτουν για κάτι κακό, ίσως αναπότρεπτα κακό. Το παλικάρι είναι ο Παύλος Φύσσας, ο Killah P, λίγο πριν ξεψυχήσει χτυπημένος δόλια από μαχαίρι ναζιστή, η θρηνούσα κοπέλα είναι η Χρύσα, η κοπέλα του. Είναι η πρώτη ώρα της 18ης Σεπτεμβρίου 2013.
Η δημοσίευση της φωτογραφίας προκάλεσε κύματα διαμαρτυρίας, θεωρήθηκε σπίλωση της μνήμης του νεκρού. Οχι. Η εικόνα της θυσίας δεν αμαυρώνει την τιμή και τη μνήμη του Παύλου. Το μέσον δεν είναι το μήνυμα. Το ρυπαρό δοχείο δεν είναι το λάμπον σπαρακτικό περιεχόμενο. Συγχέουμε το εικονιζόμενο με την κορνίζα του.
Ο πεσμένος κοιμώμενος Παύλος στην αγκαλιά της Χρύσας, η εικόνα τους, είναι μια σύγχρονη εκδοχή του Χριστού του Πάθους, της Πιετά, της Σταύρωσης, της θυσίας του αμνού και της θυσίας του ήρωα, μια εικόνα που διατρέχει την ιστορία του πολιτισμού, από την Ιλιάδα έως το Ευαγγέλιο, μια εικόνα γονιμοποιός και παρηγορητική, μια εικόνα που νικά τον θάνατο και την κακία.
Το πρώτο που μου ήρθε στο νου μόλις είδα τον πεσμένο Παύλο στην αγκαλιά της Χρύσας, ήταν η φωτογραφία της 9ης Μαΐου 1936: ένα άλλο παλικάρι, ο Τάσος Τούσης, κείτεται άψυχος σε μια πόρτα με τα χέρια ανοιχτά, σταυρικά, στη διασταύρωση Βενιζέλου και Εγνατίας, στη Θεσσαλονίκη, και από πάνω η μάνα του τον θρηνεί με ξέμπλεκα μαλλιά. Από αυτή την εικόνα της θυσίας και του ιερότερου των θρήνων, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον Επιτάφιο, στα χνάρια των Εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής, των δημοτικών τραγουδιών και της αρχαίας τραγωδίας: «Ησουν καλός κι ήσουν γλυκός / κι είχες τις χάρες όλες». Είναι μια εικόνα που σφραγίζει τον ελληνικό εικοστό αιώνα, ψυχικά, πνευματικά, πολιτισμικά. Μια εικόνα που μας θυμίζει διαρκώς ποια θηρία είμαστε και ταυτοχρόνως τι άγγελοι θα μπορούσαμε να γίνουμε. Ετσι και η εικόνα του Παύλου.
Δεύτερη μου ήρθε στο νου η φωτογραφία του νεκρού Τσε στη Βολιβία, αυτή που εντέλει τον έκανε αθάνατο και αιώνια νέο. Το σώμα του κείτεται άψυχο, ύπτιο, στην μπετένια γούρνα, τα μάτια του είναι ανοιχτά, ένα στρατιώτης αγγίζει τα μακριά του μαλλιά, ένας άλλος αγγίζει τον θώρακά του. Σαν τον Χριστό του Μαντένια, όπως παρατήρησε προσφυώς ο Τζων Μπέργκερ το 1975 και συμπλήρωσε ο καθηγητής Νίκος Χατζηνικολάου στην έξοχη σχετική έκθεση του 2003 στο Ρέθυμνο.
Ο Τσε Γκεβάρα είναι στα τριάντα του, με μακριά μαλλιά και γένια, υπερασπιστής κατατρεγμένων, όταν εικονίζεται νεκρός, δολοφονημένος και θυσιασμένος, σαν τον Χριστό που εικονίζει ο Μαντένια μετά την Αποκαθήλωση και κάθε ζωγράφος που εικόνισε το Πάθος, τη Σταύρωση και την Αποκαθήλωση ανά τους αιώνες. Στα τριάντα του είναι και το γενειοφόρο παλικάρι, ο ποιητάρης κατά της αδικίας, ο τραγουδιστής του «Σιγά μην κλάψω, σιγά φοβηθώ», ο Παύλος που κοιμάται στον μόλις ματωμένο δρόμο της Αμφιάλης.
Η εικόνα του πεσμένου Παύλου είναι η εικόνα του άδικου χαμού, αλλά είναι και η εικόνα της θυσίας με νόημα. Είναι η θυσία που αφυπνίζει και η θυσία που κανείς δεν θέλει να επαναληφθεί. Είναι η εικόνα της νιότης, εικόνα του ρομαντικού ήρωα που πεθαίνει νέος, του καλού που προσωρινά ηττάται από το κακό, που προσφέρει θυσία το σώμα του και τη ζωή του, για να επιζήσει νικηφόρο και παρηγορητικό το πνεύμα του. Η εικόνα της κλαίουσας Χρύσας είναι η τρυφερότητα και η αγάπη που χύνεται παρηγορητική και εξανθρωπίζουσα πάνω στον πενθούντα δέκτη, και τον καθιστά έλλογο, ενσυναίσθητο κοινωνό της θυσίας και του νοήματός της: ο Παύλος ζει. Ετσι, όπως το τραγουδά ο Ρίτσος: «Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, / μέσα στις φλέβες μου είσαι».
Ναι, θα τη δημοσίευα τη φωτογραφία του Παύλου Φύσσα. Χωρίς λόγια, διότι δεν θα έβρισκα τίποτε να προσθέσω σε αυτή την εικόνα των εικόνων. Θα τη δημοσίευα για να θυμούνται όλοι τη μορφή του. Και για να μη μείνει η θυσία του ανεικόνιστη, σκοτεινή, κρυμμένη, χωρίς αίσθημα και χωρίς νόημα, χωρίς Ανάσταση.
Την Τετάρτη η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση, ηλικίας 75 ετών, ήταν τρεις μαύρες οθόνες στην τηλεόραση και βουβές συχνότητες στο ραδιόφωνο. Ενα θρυμματισμένο απεργιακό πρόγραμμα έβγαινε ψηφιακά. Η βροχή εμπόδιζε συναυλίες και άλλα υπαίθρια. Οι φίλαθλοι συνωστίζονταν στις οδογέφυρες του Φαλήρου για να δουν τον τελικό Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού. Η ζωή συνεχιζόταν με πολλά πρόσωπα.
Αυτή τη βροχερή δυσοίωνη μέρα, ένας δεκαοκτάχρονος μου ζήτησε να του πω με δύο λόγια, τα υπέρ και τα κατά του κλεισίματος της ΕΡΤ. Πολύ περιληπτικά, με δυο λόγια ― επέμεινε. Ηταν πολύ δύσκολο, ιδίως το «πολύ περιπληπτικά». Βρήκα να πω δυο λόγια για την έννοια του δημόσιου αγαθού, ότι δηλαδή το εκπεμπόμενο υλικό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης προσφέρεται ανταποδοτικά σε όλους τους πολίτες, αφενός. Και αφετέρου η ΕΡΤ δεν είναι μόνο το ενημερωτικό και ψυχαγωγικό της πρόγραμμα, αλλά ένας πολύπλευρος οργανισμός που περιλαμβάνει ορχήστρες, που κρατάει επαφή με τη διασπορά, που τροφοδοτεί το σημαντικότερο οπτικοακουστικό αρχείο του ελληνισμού του 20ού αιώνα. Δηλαδή, τι αρχείο; Με ρώτησε. Να, φαντάσου μια κιβωτό όπου φορτώνονται διαρκώς ενθύμια, τεκμήρια, φωτογραφίες, ταινίες, ηχογραφήσεις, οι σκέψεις και οι πράξεις των ανθρώπων, τα τραγούδια και τα ποιήματά τους, τα θέατρα, οι αθλητικοί αγώνες. Μια ζωντανή κιβωτός με φωτογραφίες του Πουλίδη, ταινίες του Ανδρέα Εμπειρίκου, το παίξιμο του Μινωτή, τον οίστρο της Λιλιπούπολης και τον Κίκι Ντιάμπολι του Κυριακούλη με τη φωνή του Λευτέρη Βογιατζή.
Ο δεκαοκτάχρονος έδειξε ικανοποιημένος. Εγώ όχι. Εν συνεχεία, βρέθηκα σε παρομοίως δύσκολη θέση, όταν συνάδελφοι από ξένα ειδησεογραφικά δίκτυα ζητούσαν δυο λόγια για το τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα. Δεν μπορούσα να χωρέσω σε ένα-δύο λεπτά on camera ό,τι στροβιλιζόταν στο κεφάλι μου επί τρία-τέσσερα χρόνια. Αντιλήφθηκα ότι δεν είχα τρόπο ικανοποιητικό για μένα, να συνοψίσω τι συνέβαινε και γιατί. Αισθάνθηκα την κόπωση σχεδόν τεσσάρων ετών γεμάτων με περιγραφές, εξηγήσεις και σενάρια· με εκρήξεις ανησυχίας, με βυθίσεις στην απαισιοδοξία, με διαδοχικές ανακάμψεις και παραιτήσεις.
Προσγείωση στο συγκεκριμένο, πάλι να καταλάβουμε. Η ΕΡΤ με όλες τις αμαρτίες και τις αδυναμίες της, με τις αδράνειες και τους συντεχνιασμούς της, δεν είναι μια οποιαδήποτε ΔΕΚΟ· είναι ένας οργανισμός με μεγάλο συμβολικό φορτίο, σαν την Εθνική Βιβλιοθήκη, υπό αναλογία. Δεν κλείνει, δεν σβήνει. Μένει αναμμένη, ακόμη και θαμπή, αδύναμη, να τρεμοσβήνει, έως ότου αναταχθεί και αναμορφωθεί, βαθιά ριζικά, χειρουργικά. Αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί δουλειά, επιμονή, μέθοδο. Σκέψη. Οραμα.
Ο αιφνιδίως φιμωμένος Τσοπανάκος με έστελνε στο πεδίο του συμβολικού. Η γενίκευση περί «αμαρτωλής ΕΡΤ» μου θύμιζε μια άλλη χυδαία γενίκευση περί «διεφθαρμένης χώρας», σε πρόσφατη κρίσιμη ώρα, πάλι από χείλη πρωθυπουργού, που δεν άντεξε την ιστορική ευθύνη και γύρεψε έναν φταίχτη έξω από τον ίδιο. Και τότε, όπως και τώρα, ηγέτες που δεν έχουν αίσθηση του συμβολικού και της ιστορικότητας, στις χειρονομίες, στους λόγους, στα εκπεμπόμενα σήματα. Ηγέτες που προσέρχονται στον δημόσιο χώρο και τα δημόσια αγαθά σαν προνομιακοί και υπεράνω λογοδοσίας ιδιοκτήτες, και όχι σαν πρόσκαιροι διαχειριστές με βαριά ευθύνη συνέχειας.
Αυτή η ελαφρότης και η αδυναμία διάκρισης με τρόμαζε περισσότερο απ’ όλα, διότι με οδηγούσε να σκεφτώ ότι αυτοί οι ηγέτες μένουν ανέπαφοι από τη δραματικότητα των περιστάσεων, δεν νιώθουν το ιστορικό βάρος σαν τραγικοί πρωταγωνιστές, αλλά σαν παίκτες σε ένα συνηθισμένο παίγνιο τακτικών κινήσεων και πληγμάτων. Ωσάν η χώρα να βρίσκεται ακόμη στον αφρό της ευφορίας του 2004. Σάν να μην έχει περάσει απ’ τη σπονδυλική μας στήλη το υλικό άχθος της πτώχευσης και μιας ψυχικής ήττας.
Η κακομεταχείριση των συμβόλων είναι κακομεταχείριση της συλλογικής ψυχής που αναγνωρίζεται σε αυτά, που αντλεί από αυτά, που βρίσκει ριζώματα και συνέχειες, που τα προεκτείνει στον χρόνο και τα εμπλουτίζει και τ’ αλλάζει. Η βίαιη επέμβαση στα, υποβαθμισμένα έστω, σύμβολα, η υποστολή της σημαίας χάριν τακτικού αιφνιδιασμού των αντιπάλων (ποιων αντιπάλων άραγε;) μπορεί να αποβεί μοιραία, καταστροφική σε στρατηγικό βάθος. Καταστροφική όχι για τους τυχάρπαστους παίκτες που παίζουν ζάρια, αλλά για το διακύβευμά τους: μια παραπαίουσα χώρα. Και έναν ολόκληρο λαό εν συγχύσει, που εναγωνίως αναζητεί ελπίδα και τιμόνι― όχι ζαριές.
φωτ.: murplejane
Βυθιζόμενοι στην κρίση βλέπουμε ευκρινέστερα διανοητικές λειτουργίες και κοινωνικούς μηχανισμούς που λίγο νωρίτερα ελάνθαναν μισοκρυμμένα απ’ το βλέμμα μας, ή δεν τους αναγνωρίζαμε όπως τους άξιζε. Ας πούμε, η λειτουργία του πολιτισμού και της κουλτούρας μες στο πολιτικό-κοινωνικό ολοκλήρωμα, και η θέση των διανοουμένων. Συνηθίζαμε να λέμε και προ κρίσεως για την απουσία των διανοουμένων από τον δημόσιο βίο· αλλά τώρα, ακούγονται πιο βαριές κουβέντες: μιλούν για προδοσία των διανοουμένων, όπως έθεσε το ζήτημα πρώτος στη δεκαετία του 1920 ο Ζυλιέν Μπεντά. Ωστόσο από το 1920 έχει περάσει ένας αιώνας ― στη διάρκεια αυτή άλλαξαν πολλά.
Το ποτάμι πήγε και ήρθε σε πολλές κοίτες. Οι διανοούμενοι βρέθηκαν στην πρωτοπορία, ήδη από τον 19ο αιώνα, από τη Γαλλική Επανάσταση έως τα ιστορικά ρήγματα του 1848 και των εθνικοαπελευθρωτικών και δημοκρατικών κατακτήσεων· αποσύρθηκαν «προδίδοντας» τους εξουσιαζόμενους και τις μάζες, ξαναβρέθηκαν στην πρώτη γραμμή στη Ρωσία και στην Ευρώπη σαν καλλιτεχνική πρωτοπορία, σαρώθηκαν απ’ τους πολέμους και τους ολοκληρωτισμούς, ξαναπρόβαλαν μεταπολεμικά, με φωτεινότερη περίοδο τη δεκαετία του 1960.
Πράγματι, η μεταπολεμική περίοδος, γεμάτη αποστροφή για τον πόλεμο και τον ολοκληρωτισμό, και παρ’ όλο τον Ψυχρό Πόλεμο, σφραγίζεται σταδιακά από την παρουσία προσωπικοτήτων των τεχνών, της επιστήμης και του πνεύματος. Είναι ο καιρός των εμπνευσμένων προσώπων: Μπέρτραντ Ράσελ, Μαρκούζε, Καμύ, Σαρτρ, Μερλό Ποντύ, Φουκώ, Μπουρντιέ, Σαΐντ, οπλισμένοι με την υψηλότερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση, εμπνέουν και συμπαρασύρουν τους νεότερους μαθητές τους να ορίσουν τον δημόσιο χώρο σύμφωνα με τα προτάγματα του διαφωτισμού και του ορθολογισμού ή με τις ουτοπίες του ρομαντισμού.
Κι ύστερα; Τίποτε. Ολοι οι παραπάνω πέθαναν, μερικοί στην ακμή τους, μερικοί πολύ νέοι. Κανείς δεν πήρε τη θέση τους, ίσως διότι οι διάδοχες κοινωνίες δεν χρειάζονται τέτοιους ηγέτες και δασκάλους, τέτοια ηθικά παραδείγματα. Ισως διότι οι σταρ της ποπ κουλτούρας αντικατέστησαν τους φιλοσόφους και τους συγγραφείς· τα τραγούδια και οι ταινίες μιλούν άλλη γλώσσα. Απέμειναν ελάχιστοι υπερήλικες: ο μοναχικός γέρων Νόαμ Τσόμσκι, ο αυστηρός γέρων Χάμπερμας. Τέλος.
Ο δρων δημόσιος διανοούμενος σήμερα είναι ένα μείγμα ακαδημαϊκού, δημαγωγού και περφόρμερ. Μπορεί να κατάγεται από την ακαδημία, αλλά ο τρόπος του, το discours του οφείλει πολλά στους τρόπους της ποπ κουλτούρας. Φέρνω στο νου μου τον Ζίζεκ, τις εμμονικές αναφορές του στις συγχρονες μυθικές αφηγήσεις της ποπ, από το Star Τrek και το Matrix έως τον χολιγουντιανό Τιτανικό, και τη σύμφυρσή τους με τον Λακάν, τον Απόστολο Παύλο και τον Λένιν.
Αλλά ακόμη κι έτσι, στην υπερνεωτερική εποχή μας, και μάλιστα εδώ, τώρα, στη ελληνική Μεγάλη Υφεση, υπάρχει δρώσα ιντελιγκέντσια, αυτό το μόρφωμα ρωσικής καταγωγής; Και, αν υπάρχει, τι ρόλο μπορεί να παίξει;
Υπό την έννοια του διανοούμενου της νεωτερικότητας, του 19ου και του 20ού αιώνα, τέτοια πρόσωπα με ευρεία ακτινοβολία και επιρροή δεν υπάρχουν. Οι αμφισβητίες διανοούμενοι, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εξέλιπαν, μαζί με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά εξέλιπαν και οι οξυδερκείς συντηρητικοί, όπως λ.χ. ο Παναγιώτης Κονδύλης. Οι σαφώς μικρότερης εμβέλειας και αποδοχής δημόσιοι γραφιάδες σήμερα, ακόμη κι όταν λένε ενδιαφέροντα πράγματα, χάνονται μες στον τεράστιο βόμβο των μεγαλομήντια της ασημαντότητας και της χειραγώγησης, μες στον ακόρεστο πληθωρισμό των λαϊκών σόσιαλ μήντια, εκεί όπου συμβαίνει η διαρκής αυτοπραγμάτωση των μυριάδων μοναχικών ψυχών. Η αυθεντία, η πρωτοτυπία, η γοητεία του διανοούμενου αραιώνει έως διαλύσεως μέσα σε αυτό τον πολυμοριακό ωκεανό. Το Facebοok, όπως και οι συναυλιακές αρένες, έχει τους δικούς του σταρ. Οι διανοούμενοι δεν μπορούν να αλλάξουν ούτε τον κόσμο ούτε τις ιδέες· δεν μπορούν καν ν’ ακουστούν.
Μένει η φενάκη μιας πρώην αριστεράς, την οποία συμμερίζεται ασμένως η εγχώρια δεξιά: ότι δήθεν η αριστερά ηγεμόνευε έως πρόσφατα στο πνευματικό πεδίο. Πόθεν το στερεότυπο; Οι πρώην ΚΚΕ-εσωτερικού και μετα-ΚΚΕ πιστεύουν στην μπολσεβίκικη πρωτοπορία, και είναι πεπεισμένοι ότι αυτοί είναι η πρωτοπορία, ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας. Αντιμέτωποι με μια άξεστη και απνευμάτιστη δεξιά, αυτοί οι ναρκισσευόμενοι πρωτοπόροι συγκροτήθηκαν σαν λόμπι πίεσης και σαν λόμπι νομής χρήματος και εξουσίας.
Πολύ πριν διαρραγεί το μεταπολιτευτικό συμβόλαιο δια της χρεοκοπίας και της πληβειοποίησης, η αριστερώνυμη ιντελιγκέντσια ήταν ήδη γενεσιουργό μέρος της κρίσης.
Τα μήντια, συμβατικά και τώρα πλέον δικτυακά και πολλαπλάσια, ματώνουν. Ενίοτε σκοτώνουν κιόλας, αν καυχηθείς στο τσατ ότι κρατάς σπίτι σου μετρητά και κοσμήματα. Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά το ένιωσε το μηντιακό μάτωμα, σε μια μακρά εβδομάδα παθών, στον Γολγοθά των εφημερίδων, του facebook και των μυριάδων αναδημοσιεύσεων, ποστ, στάτους και τουίτ στα ιντερνέτ.
Στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος η Δημουλά έκανε μια βόλτα στην Κυψέλη μαζί με άλλους, σαν μνημόσυνο στην παλιά μικροαστική συνοικία, και στο τέλος είπε δυο λόγια, για το πώς αλλάζει η πόλη: οι Κυψελιώτες πήγαν στα προάστια, ήρθαν οι ξένοι και απλώθηκαν στα παγκάκια της Φωκίωνος Νέγρη, παίζουν χαρτάκια, και η ίδια παραμένει στη γειτονιά της. Τα λόγια της ερμηνεύθηκαν ως ξενοφοβικά, και πυροδότησαν σύρραξη. Με πικρά λόγια, με υπερερμηνείες, με ιεροεξεταστικά αναθέματα, με γενικεύσεις και βεγγαλικά που γέμισαν την ιντερνετική υπερπραγματικότητα.
Ο καβγάς δείχνει μερικά πράγματα για την παρούσα ελληνική κατάσταση: πώς και πού διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, ποιο το ειδικό βάρος των ποικίλων μήντια στην πολιτική κοινωνία, πώς τα πρόσωπα κεντρίζουν μνησικακία και φθόνο σε άλλα πρόσωπα, αλλά και πώς τα δημόσια πρόσωπα συχνά φέρονται αφελώς, πώς τα στερεότυπα της πολιτικής ορθοφροσύνης εντοιχίζουν τη σκέψη, τέλος, πόσο τεντωμένα είναι τα νεύρα όλων σε αυτή τη μακρά επώδυνη μεταβατική περίοδο που ζούμε.
Καταρχάς, το πρόσωπο του σκανδάλου και του συμβολικού κανιβαλισμού: η 82χρονη ποιήτρια βρέθηκε ακόμη μια φορά ανυπεράσπιστη στον δημόσιο χώρο, και φάνηκε σαν η πιο ακατάλληλη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Μάλλον δεν έχει συνειδητοποιήσει τι εστί δημόσιο πρόσωπο, πόσο αμείλικτο είναι το βλέμμα του κοινού· ιδίως του στριμωγμένου κοινού σε δύσκολους καιρούς. Η διευκρινιστική των δηλώσεων συνέντευξή της μετέδιδε αμηχανία και σάστισμα· αφηγείτο την άμεση εμπειρία της γειτονιάς και επεκαλείτο την ηλικία της, αλλά αυτό είναι ήδη επίκληση οίκτου, όταν μάλιστα η στηλιτεύουσα Αννα Δαμιανίδου την παρομοίασε λιβελλικά με τις γριές των τρόλεϊ. Ταυτόχρονα έλεγε να μην περιμένουμε και πολλά από τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους.
Εχει δίκιο ως προς το τελευταίο: πράγματι, οι πνευματικοί άνθρωποι, οι ας τους πούμε οργανικοί διανοούμενοι, δεν ακούγονται στην ταραγμένη Ελλάδα του 2013. Ισως διότι είναι πιο αιφνιδιασμένοι από τον κάθενα, καθηλωμένοι σε τρόπους άλλων εποχών, με κλονισμένες τις νόρμες και την αυταρέσκεια· με φθίνουσα την αποδοχή και τη λατρεία. Ισως διότι δεν έχουν κάτι να πουν και σοκάρονται όταν το πλήθος τους ρωτά με αγωνία. Εξ ου και στην τηλεοπτική εκκλησία, όταν εμφανίζονται οι πνευματικοί ταγοί ως μήντια ντάρλινγκ, περισσεύουν οι κοινοτοπίες, η συναισθηματολογία, οι γρίφοι, οι γκουρού γενικότητες, οι υπερβατικοί «κοελισμοί».
Οταν λέμε ότι η κρίση είναι πολιτική, εννοείται και αυτό το έλλειμμα: λείπουν η εμβάθυνση στο παρόν, η παραγωγή σκέψης, η αυτοκριτική και ανασύνθεση από όσους αναγνωρίζονται ως πνευματικοί ηγέτες. Εστω, ως δημόσιοι διανοούμενοι. Το έλλειμμα αυτό, η πνευματική στειρότητα, χαρακτηρίζει όμως και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας: το σοκ της πτώχευσης παγώνει αντιδράσεις, πράξεις, σκέψη, στοχασμό. Το πλήθος βυθίζεται πιο βαθιά στην ετερονομία και την ανημπόρια, στην παθητική αναμονή ενός Μεσσία ή μιας Λύσης. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Γι΄αυτό και ο λόγος περί κρίσης είναι είτε υποταγμένος στο έξωθεν σχέδιο είτε εναντιωματικός, αλλά και στις δύο όψεις μοιρολατρικά αποδέχεται το συμβάν και ετεροκαθορίζεται. Δεν προτείνονται παρακάμψεις ή υπερβάσεις. Γι’ αυτό και η αναμέτρηση των υποτασσόμενων και των ενάντιων διεξάγεται κυρίως με όρους σύγκρουσης συνθημάτων, εξοστρακισμούς, κανιβαλισμούς προσώπων. Τώρα πια, και χωρίς σαφή στρατόπεδα: όλοι εναντίον όλων. Κάπως έτσι η γηραιά ποιήτρια από την Κυψέλη βρέθηκε στο μηντιακό θυσιαστήριο ήδη σφαγμένη, ορθοτομημένη: Είσθε υπέρ ή κατά; Απαντήστε μονολεκτικά, αποχρώσεις και τονισμοί δεν επιτρέπονται.
Είπαμε μηντιακό θυσιαστήριο, μηντιακή εκκλησία: Ο θυμός, η αντιπαράθεση, οι μύριες γνώμες α λα Κλιντ Ιστγουντ, αναπτύσσονται κυρίως στα υπερτροφικά λιβάδια του Facebοοκ, σε φημοθηρικά μπλογκ και παραενημερωτικά σάιτ. Οι αγανακτισμένοι εγκατέλειψαν τις πλατείες και τα διόδια στους μελανοχίτωνες και κατέφυγαν στις ψηφιακές πιάτσες. Εκεί τα βρίσκεις όλα: ευφυΐα, λαμπερές ατάκες, αισθήματα, αφέλεια, φλυαρία, μνησικακία, kitsch, αυταρέσκεια, κανιβαλισμό, αυτοαναφορικότητα του μέσου και ανατροφοδότησή του με σάρκες, πρόσωπα, καμένα μυαλά.
Την περασμένη Κυριακή, στη μεγάλη κινηματογραφική γιορτή της Ισπανίας, μια Καταλανή ηθοποιός ανέβηκε στη σκηνή να πάρει το βραβείο Γκόγια ερμηνείας για τρίτη φορά στην καριέρα της. Η Καντέλα Πένια, μια μελαχρινή μεσογειακή σαραντάρα, κάπως σαν την αμερικανίδα Μαντόνα στην όψη, με τρακ αλλά και σιγουριά, πήρε στα χέρια της το βραβείο και απευθύνθηκε στους συναδέλφους της και το τηλεοπτικό κοινό. Η καθιερωμένη ευχαριστήρια ομιλία διάρκεσε 53 δευτερόλεπτα και βρίσκεται στο YouTube:
«Ευχαριστώ πολύ, αυτό σίγουρα δεν το περίμενα. Δε ξέρω εάν θα πρέπει να το παραλάβω στα καταλανικά, ως Καταλανή ηθοποιός που είμαι ή να πω: Thank you very much, I am very very happy. Θέλω να πω ότι είχα μείνει τρία χρόνια χωρίς δουλειά, ότι μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια είδα τον πατέρα μου να πεθαίνει σε ένα δημόσιο νοσοκομείο όπου δεν υπήρχαν κουβέρτες για να τον σκεπάσουμε, όπου δεν υπήρχε νερό για να πιει, έπρεπε να του το φέρνουμε εμείς. Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια που δεν δούλευα, βγήκε από τα σπλάχνα μου ένα παιδί που δεν ξέρω ποια δημόσια παιδεία το περιμένει. Αυτά τα τρία χρόνια χωρίς δουλειά είδα πώς πεθαίνουν άνθρωποι γιατί δεν έχουν σπίτι. Γι’αυτό, τη χαρά αυτής της βραδιάς δεν θα μου την αμαυρώσει κανείς. Από εδώ που βρίσκομαι, ζητώ δουλειά. Εχω ένα παιδί να μεγαλώσω. Ευχαριστώ.»
Η Καντέλα Πένια, δραματική καλλιτέχνις, περιέγραψε το δράμα της δικής της ζωής, και το δράμα εκατομμυρίων ανθρώπων του ευρωπαϊκού Νότου σαν κι αυτήν: επιτυχημένοι άνθρωποι, κορυφαίοι επαγγελματίες, στην δημιουργική ακμή τους, που η κρίση τους ρίχνει στο περιθώριο, τους αποκλείει από το παρόν και τους σκοτεινιάζει το μέλλον. Σε 53 δευτερόλεπτα περιέγραψε την αγωνία Ισπανών, Ιταλών, Πορτογάλων, Ελλήνων, Ιρλανδών, Βουλγάρων, Ρουμάνων, Εσθονών, όλων των Ευρωπαίων.
Οι εικόνες της Ελλάδας που κυκλοφορούν ανά την υφήλιο μέσω των ειδησεογραφικών πρακτορείων παρουσιάζουν μια χώρα κι ένα λαό σε ανθρωπιστική κρίση. Ενα λαό που εκλιπαρεί για ένα μπρόκολο και μια σακούλα πορτοκάλια στο κέντρο της πρωτεύουσας. Μια χώρα όπου ως μόνη παραγωγική δραστηριότητα παρουσιάζεται η συλλογή μεταλλικών απορριμμάτων από Ασιάτες πλανόδιους.
Δεν είναι η αλήθεια. Και δεν είναι ψέμα. Τι είναι, λοιπόν; Είναι όψεις της Ελλάδας, δεν είναι η Ελλάδα. Είναι μια συμβατική αποτύπωση, ένα υποκειμενικό μοντάζ, ένα πανόραμα συντεθειμένο από μερικότητες, το οποίο, ωστόσο, δεν είναι καθολικό. Η συμπαράθεση, η στατική συσσώρευση των μερών, δεν συνθέτει το δυναμικό όλον.
Ως δημοσιογράφοι, γνωρίζουμε ότι η ελκυστικότερη εικόνα πάντα, αλλά συχνά και η ελκυστικότερη αφήγηση, είναι αυτή που παράγει δράμα, συγκίνηση, που ερεθίζει το συναίσθημα, που προκαλεί εύκολες ερμηνείες και συνειρμούς: χέρια υψωμένα προς τα τρόφιμα – συνωστισμός – πείνα – Ελλάδα του χρέους – ανθρωπιστική κρίση. Η μιντιόσφαιρα απαιτεί διαρκώς τέτοιες ομιλούσες, μονοσήμαντες εικόνες· και ρεπορτάζ ή και αναλύσεις ακόμη, που εστιάζουν στο ανθρώπινο δράμα, στην προσωπική μεμονωμένη ιστορία, όχι στη γενικότερη εικόνα και στις πολλές όψεις της ζωής.
Οι Ελληνες δεν ποδοπατούνται για ένα μπρόκολο. Ομως, τα υψωμένα χέρια προς τα μπρόκολα στην πλατεία Βάθη υπήρξαν· δεν τα επινόησε ο φωτογράφος που τα φωτογράφιζε ούτε ο αγροτοπαραγωγός που τα μοίραζε. Και υψώθηκαν από ανάγκη, από την υπαρκτή ένδεια, από φόβο ενώπιον του σκοτεινού μέλλοντος, από το αλαφιασμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης του ανθρώπου της μητρόπολης και από την άπληστη διάθεση του ανθρώπου που συμπεριφέρεται ως μόριο του όχλου.
Ας μην απαρνηθούμε τις εικόνες, ας μην τις υπερερμηνεύσουμε. Ας τις δούμε, όμως, σαν οιωνό για επερχόμενα και σαν ορόσημο: πού βρίσκεται το όριο θραύσεως της αντοχής, της αξιοπρέπειας, της έλλογης συμπεριφοράς. Τα υψωμένα χέρια δείχνουν ότι πλησιάζουμε επικίνδυνα αυτό το όριο.
Τι σκεφτόταν ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου όταν διέγραφε τα ονόματα των συγγενών του από τη λίστα Λαγκάρντ; Εφόσον φυσικά αποδειχθεί η παραποίηση των στοιχείων, η αναρώτηση περί των κινήτρων του πρώην υπουργού θα επανέρχεται και δεν θα βρίσκει εύκολη απάντηση.
Η πρώτη απάντηση που έρχεται στον νου είναι η αλαζονία. Η υπέρμετρη, τυφλή, τοξική, αλλά και εντός της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλαζονία. Αλαζονία φυσική ίσως, προϋπάρχουσα, αλλά στην παρούσα περίπτωση ενισχυόμενη από τη μέθη της εξουσίας και μια αίσθηση παντοδυναμίας και μη ελέγχου.
Μια εξήγηση για την αλαζονία μπορεί να αναζητηθεί στον τρόπο που ανέρχονται στο πολιτικό στερέωμα άνθρωποι σαν τον κατηγορούμενο υπουργό: σαν κομήτες. Με ελάχιστο ή και μηδαμινό πολιτικό ίχνος, χωρίς κοινωνική παρουσία, χωρίς ιδιαίτερες επιστημονικές ή επαγγελματικές διακρίσεις, απλώς με ένα αξιοπρεπές βιογραφικό σπουδών, στο οποίο περιλαμβάνονται ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο και μεταπτυχιακό στο LSE.
Η πολιτική άνοδος, ακόμη και στο πηδάλιο του κορυφαίου υπουργείου, οφείλεται άρα σε έναν συνδυασμό ελιγμών, δημοσίων σχέσεων, και κυρίως σε πλασάρισμα πλάι στο κατάλληλο ισχυρό πρόσωπο, την κατάλληλη στιγμή. Η τέτοια ανέλιξη, χωρίς έκθεση στην λαϊκή ετυμηγορία, χωρίς κοινωνική καμίνευση, χωρίς καν φιλτράρισμα από κομματικούς μηχανισμούς, συγκροτεί αφεύκτως μια παρα-δημοκρατική πολιτική συνείδηση: εκτός ελέγχων, άνευ νομιμοποίησης, άνευ λογοδοσίας. Αυτή είναι εν πολλοίς η περίπτωση του Γ. Παπακωνσταντίνου, έτσι όπως και ο ίδιος την έχει διατυπώσει, λ.χ. στη μακρά τηλεοπτική συνεντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά (23 Μαίου 2011): αντλεί νομιμοποίηση μόνο από τον πρωθυπουργό, τον ηγέτη-φύλαρχο, και λογοδοτεί μόνο σε αυτόν· η Βουλή, οι δημοκρατικοί θεσμοί, ο λαός, η κοινωνία, η πατρίδα δεν προσφέρουν νομιμοποίηση ούτε βέβαια ζητούν λογοδοσία. Ιδού: «Θα κριθώ και κρίνομαι καθημερινά καταρχάς από τον Πρωθυπουργό που μου ανέθεσε αυτή τη δουλειά να τη κάνω, θα την κάνω όσο θεωρεί ότι πρέπει να την κάνω εγώ και όχι κάποιος άλλος.»
Στο ίδιο πλαίσιο, η διακυβέρνηση, οι πολιτικές αποφάσεις σε μια δραματική στιγμή, χαρακτηρίζονται απλώς «δουλειά», η οποία εκτελείται ερήμην της πολιτικής βούλησης και της ιστορίας, πάντα υπό τη σκέπη του ηγέτη: «Μου έχει ανατεθεί μια δουλειά, θα την κάνω, όσο θεωρεί ο Πρωθυπουργός, βεβαίως οι πολίτες που κρίνουν, ότι αυτή η δουλειά γίνεται σωστά. Εάν κάποια στιγμή κριθεί ότι η αξιοπιστία του συγκεκριμένου Υπουργού έχει τρωθεί, είναι μια απόφαση που θα την πάρει ο Πρωθυπουργός και κανένας άλλος.»
Η «δουλειά» λοιπόν… Αnd the Good Fellas.
Δεν υπάρχει πολιτική, αποφάσεις ιστορικής σημασίας για τις ζωές γενεών, αλλά «δουλειά» ουδέτερη, άχρωμη, αυτονομημένη από πρόσωπα, πάθη, βούληση, επιλογές· οι πράξεις του είναι σαν φυσικό φαινόμενο, αναπόδραστο, συνοψιζόμενες όλες στο δικό του ‘There is no alternative’: «Έστω ότι εγώ φεύγω αύριο το πρωί. Και λοιπόν; Θα υπάρχει μια άλλη οικονομική πολιτική; Αυτός ο οποίος θα με αντικαταστήσει, θα κάνει μια διαφορετική πολιτική;»
Δεν έπεσε και πολύ έξω. Εκτός του ότι η «δουλειά» του θα τον εξευτέλιζε τόσο.
The WordPress.com stats helper monkeys prepared a 2012 annual report for this blog.
Here’s an excerpt:
About 55,000 tourists visit Liechtenstein every year. This blog was viewed about 180,000 times in 2012. If it were Liechtenstein, it would take about 3 years for that many people to see it. Your blog had more visits than a small country in Europe!
To κύμα συλλήψεων μεγαλοεπιχειρηματιών και διευθυντικών στελεχών για το σκάνδαλο της τράπεζας Proton συμπίπτει χρονικά με την εκταμίευση της δόσης από την Ε.Ε. και υπό όρους θα μπορούσε να συμβάλει συμβολικά στη μεταστροφή της βαριάς, ηττοπαθούς διάθεσης που καταπλακώνει την κοινωνία.
Η εσπευσμένη σύλληψη των κατηγορουμένων για κακουργήματα δικαιολογείται επισήμως ότι έγινε για να προλάβουν τυχόν φυγοδικίες· εντούτοις τουλάχιστον για τον Λ. Λαυρεντιάδη ίσχυε απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Εν πάση περιπτώσει το εκπεμπόμενο σήμα είναι ότι η Δικαιοσύνη, έστω και αργά, λειτουργεί, και δρα προς την κατεύθυνση της κάθαρσης. Αυτό το μήνυμα έχει τη δική του αξία για τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό: αποκαθιστά εν μέρει το απωλεσθέν αίσθημα περί δικαίου.
Ο αδύναμος, ο άνεργος, ο νεόπτωχος, αρχίζει να νιώθει ότι μπορεί ακόμη να αποδίδεται δικαιοσύνη· η αίσθηση αυτή δεν αναπληρώνει τις οδυνηρές υλικές απώλειες του νοικοκυριού του, όμως δυνητικά αποκαθιστά την αξιοπρέπειά του και την κλονισμένη πίστη του προς τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ως εκ τούτου, και εφόσον η διαδικασία προχωρήσει μέχρι τέλους, αξίζει να σημειώσουμε το λησμονημένο αυτονόητο: η ενδελεχής λειτουργία των θεσμών ενισχύει το φρόνημα και την κοινωνική συνοχή.
Από την άλλη, αναφύονται εύλογα ερωτήματα: Πώς επί τόσο μακρό διάστημα αυτοί οι βραβευμένοι και επαινεθέντες μεγαλοεπιχειρηματίες, οι προβεβλημένοι μάνατζερ, οι επιφανείς πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, ντάρλινγκ των μήντια και αμφιτρύωνες πολιτικών, εξαπατούσαν πελάτες, καταθέτες, κράτος και κοινωνία, χωρίς να υποπέσουν στην αντίληψη των ελεγκτικών οργάνων της Τράπεζας της Ελλάδος και του υπουργείου Οικονομικών; Επρεπε να έρθει η κρίση, να σαρωθεί η χώρα, για να αποκαλυφθούν (ή να θυσιαστούν) διαφθορείς και χρυσοδάκτυλοι απατεώνες; Κανείς δεν ήξερε τίποτε πριν από το 2008, κανείς δεν διέκρινε την οσμή του βρώμικου χρήματος;
Ωρα να ελεγχθούν και οι πλημμελώς ελέγξαντες, και οι ολιγωρήσαντες ρυθμιστές.