Νύφες και Άγγελοι, της Ελένης Λύρα
Ars sine scientia nihil
Έχω παρακολουθήσει την τέχνη της Ελένης Λύρα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια και θα τολμούσα να πω ότι η τέχνη της, όση είναι έως σήμερα, τείνει προς την ιερή τέχνη. Ιερή, υπό την προνεωτερική έννοια: ars sine scientia nihil (τέχνη χωρίς γνώση, μηδέν).
Γνωρίζω ότι στα σημερινά αποϊεροποιημένα συμφραζόμενα, ο θεατής τής (τόσο σύγχρονης και γοητευτικής) τέχνης της Λύρα και αναγνώστης του παρόντος κειμένου, το πιθανότερον είναι να σοκαριστεί, να αρνηθεί αυθορμήτως έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, ή και ν’ αρχίσει να βλέπει με δυσπιστία τα έργα.
Ας ηρεμήσουμε: μια συζήτηση κάνουμε, όχι προσηλυτισμό… Δηλαδή: καλούμαστε να δούμε, να πιστέψουμε το βλέμμα μας, ν’ ακολουθήσουμε τις αισθήσεις μας, να αναστοχαστούμε ό,τι είδαμε, να το κάνουμε κτήμα μας πνευματικό και να το εντάξουμε οργανικά στη ζωή μας.
Τι βλέπουμε λοιπόν; Μια εικονογραφία, μια φωτοψηφιακή ζωγραφική, αρθρωμένη γύρω από δύο θεματικούς πυρήνες: τη Νύφη και τους Αγγέλους. Η Νύφη στέκεται οιονεί δεομένη, εράσμια και πνευματική, σε ποικίλους σχηματισμούς, σε χώρους μη φυσιοκρατικούς, εκτός της αναγεννησιακής προοπτικής — κάνοντας χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας. Η Νύφη της Λύρα στέκεται μεταξύ ουρανού και γης, σαρκωμένη και δεομένη· δεν έχει να κάνει με το φολκλόρ της ενδυμασίας της ή με οιεσδήποτε λαογραφικές-multicultural αφέλειες. Η Νύφη αυτή απογειώνεται προς τον Νυμφίο της και τον υπερβατικό του χώρο, στο χώρο που δίνεται με παραισθητική, πνευματική προοπτική και λαμπερά, μη νατουραλιστικά χρώματα. Αναμένει την γονιμοποιό ένωση όχι παθητικά, αλλά πορευομένη προς το έτερον ήμισυ, εν δόξη. Η Νύφη αυτή είναι μετουσίωση του Θήλεος σε Μητέρα, σε γονιμότητα και ζωή, είναι το εικονικό προανάκρουσμα για την Βρεφοκρατούσα Μητέρα, που έχει παρουσιαστεί επίσης από τη Λύρα, σε μια έξοχη σύγχρονη διατύπωση. Το κειμενικό της αρχέτυπο θα μπορούσε να είναι το σαγηνευτικά πολύσημο «Άσμα Ασμάτων».
Ο άλλος πυρήνας της ζωγραφικής της Λύρα είναι οι άγγελοι. Οι άγγελοι στη βιβλική φιλολογία είναι όντα αμφίσημα και μεταβατικά, σκιές μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Είναι δημιουργήματα, κατώτερα του Θεού, ανώτερα του ανθρώπου, χωρίς φύλο, αγγελιαφόροι του Θεού προς τους ανθρώπους, προστάτες των ανθρώπων, αλλά και τιμωροί τους. Οι άγγελοι υπόκεινται στην Πτώση· οι πεπτωκότες άγγελοι είναι οι δαίμονες. Τα μωρά όταν χαμογελούν στον ύπνο τους, λέμε ότι «βλέπουν τον άγγελό τους». Αρα όλοι έχουμε δει έναν άγγελο, τον δικό μας άγγελο, και σ’ όλους μας κατοικεί η δυνατότητα να υπάρξουμε ανάμεσα ουρανό και γη — ακριβώς όπως όταν βλέπουμε στο όνειρό μας ότι πετάμε πάνω από τις στέγες των σπιτιών.
Κατά τη μορφή και τις διατάξεις, οι άγγελοι της Λύρα θυμίζουν αχνά τον παροξυσμό του Τιέπολο, τα αγγελικά σκορπίσματα του πιο παραισθητικού μπαρόκ, με ανάστροφες προοπτικές και πολλαπλά σημεία φυγής βαλμένα στο επέκεινα. Είναι μορφές ερατεινές και εράσμιες, διόλου τρομακτικές, αλλά και τόσο φευγάτες, εμπεριέχουσες μια λεπτή μελαγχολία για τη μεταβατική τους φύση, γι’ αυτό το «ανάμεσα ουρανό και γη».
Οι άγγελοι της Λύρα συντάσσονται σε ομάδες των εννέα· οι αγγελικές συνάξεις επαναλαμβάνονται επ’ άπειρον και καταλαμβάνουν όλο τον κτιστό ζωγραφικό χώρο, αναπτύσσονται σε αγγελικά τάγματα, πετούν, σκορπίζουν και διαχέονται στον νου του θεατή, τον ακολουθούν και μετά την επίσκεψη. Στον νου αντηχούν, σαν ψίθυρος, οι ψαλμωδίες στη Μεγάλο Είσοδο: «οι τα Χερουβείμ μυστικός εικονίζοντες…» και «ταις αγγελικαίς, αοράτως δορυφορούμενον, τάξεσιν…»
Οι τάξεις των αγγέλων πετούν ανάμεσά μας, μέσα από τη ζωγραφική.
Θεωρώ ότι η τέχνη της Λύρα, υπόρρητα, ενστικτωδώς ή ακουσίως, επιχειρεί να εκφράσει πλαστικά μια μεταφυσική αισθητική, μια μεταφυσική του κάλλους, όπως πρωτοδιατυπώθηκε από τον Πλωτίνο και όπως ακολούθως αναδιαμορφώθηκε θεολογικά από τον επιγονικό Ψευδο-Διονύσιο και εικαστικά από τους ζωγράφους της βυζαντινής και μεσαιωνικής τέχνης. Η Λύρα ακολουθεί σε αυτό τη μακρότατη σειρά καλλιτεχνών, την παράδοση· δεν κατέχεται από το νεωτερικό άγχος της πρωτοτυπίας, αλλά περισσότερο από το άγχος της αλήθειας και του κάλλους.
Διαλέγοντας τη Νύφη (ερωτικό Θήλυ και γονιμοποιό Μητέρα) και τους Αγγέλους (ασώματες ψυχές, ανάμεσα ουρανό και γη) προσπαθεί να περικυκλώσει την ουσία του σώματος: το πνευματικό στοιχείο που εμφανίζεται στην εικόνα του, αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις. Η λάμψη, το αγλάισμα της ιδεατής ουσίας, μέσα από τις αισθητές εκφάνσεις, είναι το κάλλος, η ομορφιά. Η φωτοβολία του πνευματικού φωτός πάνω στην ύλη καταυγάζει όλο τον αισθητό κόσμο και τον κάνει ωραίο· κι όλα είναι ωραία μες στον κόσμο διότι έχουν διαμορφωθεί καθ’ ομοίωση του πλωτινικού Ενός, της πρωταρχικής εικόνας-μορφής.
Λέει ο Πλωτίνος (Εννεάδες, Ι, 9): «Τι να φανταστούμε λοιπόν αν αντικρίσει κανείς το ίδιο το Ωραίο, μόνο με τον εαυτό του, καθαρό, χωρίς προσμίξεις σάρκας ούτε σώματος, να μη βρίσκεται ούτε στη γη ούτε στον ουρανό, έτσι ώστε να είναι απόλυτα καθαρό; Γιατί οι ομορφιές εδώ είναι όλες επίκτητες και μικτές, και όχι πρωταρχικές, αλλά προέρχονται από Εκείνο. […] Και το ίδιο Αυτό, αφού είναι η ίδια η Ομορφιά σε υπέρτατο βαθμό, και η πρωταρχική Ομορφιά, κάνει και τους εραστές του ωραίους και αξιέραστους» [1].
Οι νύφες και οι άγγελοι της Λύρα, αιωρούμενοι μεταξύ ουρανού και γης, μεταξύ του σώματος και της υπέρβασής του, τείνουν να μας οδηγήσουν στο υπέρτατο, το καθαρό κάλλος του Ενός, και φθάνοντάς μας εκεί, να μας κάνει κι εμάς, τους εραστές του έργου τέχνης, ωραίους και αξιέραστους.
Το αξιοπερίεργο, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, είναι ότι η καλλιτέχνις επιχειρεί αυτή την παραδοσιακή, κατά το μάλλον ή ήττον, υλοποίηση του κάλλους με μέσα εξόχως νεωτερικά. Επιλέγει μοντέλα, δηλαδή ανθρώπινες μορφές, τους ντύνει, τους φωτογραφίζει, κι ύστερα παίρνει τις εικόνες τους (τη μίμηση της μιμήσεως) και τις επεξεργάζεται ψηφιακά και τις διατάσσει σε χώρους κι αυτούς ψηφιακά διαμορφωμένους. Η καλλιτέχνις εκκινεί εκ του φυσικού, για να καταλήξει (τεχνικά και πνευματικά) στο επέκεινα, στον χώρο του πνεύματος και των ψηφίων.
Θεωρώ ότι αυτό το απολύτως σύγχρονο ένδυμα δεν είναι διόλου ασύμβατο με την τόσο θεμελιώδη, αρχέτυπη θεματική, που καλείται να ντύσει. Η τέχνη της Λύρα θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες, να χαρακτηριστεί digital fresco, ψηφιακό μνημείο, μια τοιχογραφία όπου τις χρυσές ψηφίδες για τον άκτιστο κάμπο αντικαθιστούν τα pixels τής virtual εικονογραφίας.
Το ένδυμα όχι μόνο ταιριάζει στο θέμα, όπως το κλειδί στην κλειδαριά, αλλά όλο το σύμπλεγμα θέμα-μορφή-μέσα υπογραμμίζει με τον δικό του τρόπο ότι το κινούν αυτής της τέχνης είναι η αγωνία του ανθρώπου να βρει την ομορφιά, παρά την Πτώση, να βρει την ομορφιά του ελπίζοντος και ονειρευόμενου και πάσχοντος ανθρώπου, την ομορφιά του δυνάμει ένθεου.
Όπως το λέει ο Πλωτίνος: «μη παύση τεκταίνων το σον άγαλμα, έως αν εκλάμψειέ σοι της αρετής η θεοειδής αγλαΐα, έως αν ίδης σωφροσύνην εν αγνώ βεβώσαν βάθρω» (Μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμά σου, έως ότου λάμψει πάνω σου η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής, ώσπου να δεις τη σωφροσύνη σε ιερό βάθρο ανεβασμένη)[2].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πλωτίνου, Εννεάς Πρώτη. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σχόλια: Παύλος Καλλιγάς. Ακαδημία Αθηνών, Βιβλιοθήκη Α. Μανούση, Αθήναι 1994. Η παρατεθείσα μετάφραση είναι του Π. Καλλιγά.
2. Πλωτίνου, Εννεάς Πρώτη, 6, ό.π.
Σχολιάστε
Comments feed for this article