You are currently browsing the tag archive for the ‘φτώχεια’ tag.

Οι Ελληνες έχουν υποφέρει πολλά, τα τελευταία χρόνια. Η πτώχευση, η οικονομική εξασθένηση των νοικοκυριών είναι ασφαλώς το πρώτο που έρχεται στον νου. Αλλά σταδιακά αντιλαμβανόμαστε ότι τα χειρότερα βάσανα ακολουθούν αυτήν τη διαρκή απειλή πενίας. Είναι η ανασφάλεια, η αδυναμία να προγραμματίσεις στοιχειωδώς τον βίο, η αδυναμία να προστατεύσεις τα ευπαθή άτομα του περιβάλλοντός σου, η αίσθηση ότι η αξιοπρέπεια συρρικνώνεται ή στην καλύτερη περίπτωση μετασχηματίζεται, ο φόβος για το μέλλον.

Ο φόβος είναι το χειρότερο μαρτύριο και ο χειρότερος σύμβουλος για ένα πλήθος ανθρώπων που υποφέρουν χωρίς να έχουν καταλάβει ακόμη πού έφταιξαν οι ίδιοι. Ο φόβος τρώει τα σωθικά των ανίσχυρων θυμάτων της κρίσης, παγώνει τον νου, τα βυθίζει στην απελπισία και την αυτοϋποτίμηση, τα βυθίζει στη μοιρολατρία· ο ίδιος φόβος παραλύει τις εναπομένουσες δυνάμεις, δεν τις αφήνει να εκδιπλωθούν για να ανασχέσουν και να ανασυγκροτήσουν. Ο φόβος λοιπόν. Αυτός πρέπει πρώτος να νικηθεί.

Είναι προφανές άρα ότι οι διασπορείς απειλών και προφητειών, οι σπορείς εκφοβισμού, πλήττουν ευθέως, ενσυνείδητα τους ήδη πληγωμένους και έμφοβους συμπολίτες τους, τρομοκρατούν την κοινωνία. Δεν μιλάμε για τον αναλυτή ή τον υπεύθυνο πολιτικό, που καταγράφουν τα πράγματι δυσμενή δεδομένα και εκτιμούν τις δυσκολίες· διότι η πραγματιστική ανάγνωση της δυσχερούς πραγματικότητας είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για την λυσιτελή αντιμετώπισή της· οδηγεί σε αγώνα, όχι σε πανικό και παραίτηση.

Μιλάμε για τους ανεύθυνους δημαγωγούς, τους τηλευαγγελιστές, τυχάρπαστους λαϊκιστές, κατ’ επάγγελμα αρριβίστες και πρόθυμους για όλα, που απαντούν στην αγωνία των συνανθρώπων τους με τρομολάγνες προφητείες. Ας μην τους ακούμε τέτοιους κήρυκες, ας τους δούμε μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που αγωνίζεται να σταθεί όρθια, και θα τους δούμε τότε περιττούς και ανωφελείς, όπως και τον φόβο που εξαπολύουν.

ultima-llamada-v0-2-640x927

Βυθισμένοι σε μια κρίση που στη χώρα μας πλήττει σκληρά το ένα τρίτο του πληθυσμού και απειλεί εν συνόλω τα δύο τρίτα, δυσκολευόμαστε ευλόγως να κατανοήσουμε το εύρος και το βάθος της κρίσης. Οτι δηλαδή δεν πρόκειται μόνον για οικονομική κρίση, για μια φάση ενός κυκλικού φαινομένου, αλλά για κρίση υποδείγματος, για ρήξη πρωτίστως πολιτική και πολιτισμική. Οι Ελληνες δεν υποφέρουν μόνο επειδή έσφαλαν, δεν αδυνατούν να δουν το μέλλον επειδή ως τζίτζικες δεν εφρόντισαν εγκαίρως ― αυτά ισχύουν μόνο εν μέρει και μόνο εντοπισμένα. Το ελληνικό πρόβλημα κατά το βάθος και κατά την πλήρη του έκταση είναι πρόβλημα ευρωπαϊκό, και πρόβλημα οικουμενικό. Είναι το πρόβλημα του 21ου αιώνα: πώς αντιλαμβανόμαστε την ανάπτυξη, τη μεγέθυνση, την αειφορία, την ευημερία, την ισόρροπη διαβίωση μέσα στα όρια του πλανητικού οικοσυστήματος.

Ασφαλώς η ανεργία, η φτώχεια, η ανασφάλεια είναι οι πρώτες προτεραιότητες, για μια κοινωνία που λαχταρά για ανακούφιση του πόνου. Η κρίση όμως δεν θα θεραπευτεί με παλιές συνταγές, χωρίς να δούμε τον πυρήνα των αιτίων, φανερών και λανθανόντων. Η υπέρβαση της κρίσης θα κατορθωθεί με νέα σκέψη, με υπέρβαση της οικονομίστικης ορθοδοξίας και του υστερόβουλου πολιτικού κομφορμισμού, με συναντίληψη του τοπικού και του οικουμενικού, με φαντασία και ενσυναίσθηση. Η κρίση είναι πολύπλευρη: κρίση παραγωγικού μοντέλου, κρίση από την υπεράντληση φυσικών πόρων και τον υπερπληθυσμό, κρίση υπερεπέκτασης και υπερκατανάλωσης, κρίση από την διόγκωση πλαστών αναγκών, κρίση από τα ελλείμματα δημοκρατίας. Ο ντετερμινισμός της διαρκούς επέκτασης συναντά τα όρια του: είναι τα όρια του πλανητικού οικοσυστήματος.

Πώς εντάσσουμε τα δικά μας εθνικά και τοπικά προβλήματα στον ευρύτερο προβληματισμό; Οι Ισπανοί φωτίζουν ένα μονοπάτι σκέψης. Οπως πριν από τρία χρόνια το κίνημα 15M των Indignados από τις ισπανικές πλατείες άνοιξε νέους ορίζοντες προβληματισμού, έτσι και τώρα οι Ισπανοί συντάσσουν ένα μανιφέστο για να σκεφτούμε οικουμενικά και πλανητικά, πολιτισμικά και ολιστικά. Το ονομάζουν «Υστάτη έκκληση» και το υπογράφουν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της Αριστεράς, παλαιάς και νέας, από το ΚΚ έως το Podemos, Καταλανοί και Βάσκοι αυτονομιστές, οικοσοσιαλιστές, το κίνημα για την απομεγέθυνση, προσωπικότητες από όλο το φάσμα των τεχνών και των επιστημών. Βρισκεται, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, και στα ελληνικά, στον ιστότοπο www.ultimallamada.org.

Προφανώς το αίτημα πλέον δεν είναι μια κάποια ανάταξη, μια κάποια θεραπεία της ανεργίας και της φτώχειας· είναι η αποφασιστική στροφή:
«Ο πλανήτης δεν μπορεί να στηρίξει την παραγωγιστική και καταναλωτική κοινωνία. Έχουμε ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα νέο πολιτισμό ικανό να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή σε ένα τεράστιο ανθρώπινο πληθυσμό (σήμερα, σε περισσότερους από 7,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους), που συνεχίζει να αυξάνεται και κατοικεί σε ένα κόσμο με φθίνοντες πόρους. Να γιατί θα είναι απαραίτητο να γίνουν ριζικές αλλαγές στο τρόπο ζωής, στις μορφές της παραγωγής, στο σχεδιασμό των πόλεων και στη χωροταξική οργάνωση: και πάνω από όλα, στις αξίες που διέπουν όλα τα παραπάνω. Χρειαζόμαστε μια κοινωνία που θα έχει για στόχο να επαναφέρει την ισορροπία με τη βιόσφαιρα, και που χρησιμοποιεί την έρευνα, την τεχνολογία, τον πολιτισμό, την οικονομία και την πολιτική για να προχωρήσει προς αυτή τη κατεύθυνση. […]

»Προσοχή: το παράθυρο της ευκαιρίας κλείνει. […] Έχουμε, όμως, το πολύ μία πενταετία για να οργανώσουμε μια πλατιά και σφαιρική συζήτηση για τα όρια της ανάπτυξης, και για να δημιουργήσουμε δημοκρατικά οικολογικές και ενεργειακές εναλλακτικές ικανές να είναι σοβαρές και βιώσιμες. Θα πρέπει να είμαστε ικανοί να συσπειρώσουμε μεγάλες πλειοψηφίες για μιαν αλλαγή οικονομικού, ενεργειακού, κοινωνικού και πολιτισμικού μοντέλου. Πέρα από το ότι πολεμάει τις αδικίες που οφείλονται στην άσκηση της εξουσίας και στη συσσώρευση του πλούτου, μιλάμε για ένα μοντέλο που αναγνωρίζει την πραγματικότητα, κάνει ειρήνη με τη φύση και κάνει δυνατή την ευζωία μέσα στα οικολογικά όρια της Γης.

»Ένας πολιτισμός τελειώνει και πρέπει να οικοδομήσουμε έναν άλλο καινούργιο. Οι συνέπειες του να μην κάνουμε τίποτα —ή να κάνουμε πολύ λίγα— μας οδηγούν κατευθείαν στη κοινωνική, οικονομική και οικολογική κατάρρευση. Αλλά αν αρχίσουμε σήμερα, μπορούμε ακόμα να γίνουμε οι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες μιας αλληλέγγυας και δημοκρατικής κοινωνίας που θα συμβιώνει ειρηνικά με τον πλανήτη.»

Κάτι κινείται στην Ευρώπη. Η κρίση γεννά όχι μόνο θύματα και φόβο, αλλά επιτέλους σκέψη και δράση.

Henry_David_Thoreau lewis_Mumford_U1146499-7 marcuse  michel foucault Murray_Bookchin berlinguer232

Θα ήταν 1985, λίγο πριν, λίγο μετά. Στο μπαρ Βιτόφσκι, στις παρυφές του λόφου Στρέφη, άκουσα μια κουβέντα: Προτιμώ έναν υγιή ηδονισμό από τη μίζερη άρνηση της υλικής ευημερίας. Τη θυμάμαι ακόμη αυτή την κουβέντα· ο άνθρωπος που την έλεγε ήταν διανοούμενος, αντικομφορμιστής, με συγκροτημένη σκέψη. Εξέφραζε με ενάργεια το πνεύμα της εποχής: οι Ελληνες έπλεεαν στην ευημερία και στην προσδοκία, στην ακλόνητη πίστη ότι όλα θα είναι διαρκώς καλύτερα, πίστευαν ότι τα φαντάσματα της φτώχειας χάνονταν μαζί με τις μνήμες της Κατοχής.

Για τα επόμενα πολλά χρόνια η εκτίμηση-προτίμηση του συνομιλητή μου εκπληρώθηκε. Η ελληνική κοινωνία βούτηξε στον ευδαιμονισμό, στην κατανάλωση, στον υλισμό, στην αυτοπραγμάτωση. Βούτηξε βαθιά. Τρεις δεκαετίες αργότερα, διαπίστωσε ότι είχε κολλήσει στον βούρκο του πυθμένα.

Η σημαντικότερη ίσως επίπτωση του σοκ της πτώχευσης σε ατομικό επίπεδο είναι η κατακρήμνιση των υλικών συνθηκών της ζωής, η μετάβαση από την υλική κατάσταση του μικρομεσαίου στην κατάσταση του νεόπτωχου ή του νεοπληβείου. Ο υποβιβασμός δεν είναι μόνο υλικός, συνοδεύεται από μια οδυνηρή διάψευση των προσδοκιών, από το γκρέμισμα της πίστης στη διαρκή πρόοδο, στην εξασφαλισμένη ευημερία. Το σοκ είναι υλικό και ψυχικό.

Ο υγιής ηδονισμός, που υποδεχόμασταν το μακρινό 1985, στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε νοσηρός καταναλωτισμός, έγινε εκβιασμένη χλιδή με δανεικά, έγινε υποταγή σε έναν τρόπο ζωής που αποθέωνε την ατσιδοσύνη και την κερδοσκοπία, έγινε λατρεία μιας κοσμοαντίληψης που απαξίωνε το εργασιακό ήθος και την ολιγάρκεια. Ιδίως στα χρόνια της πιστωτικής επέκτασης, όταν το δανεικό χρήμα έρρεε άφθονο από τις τράπεζες προς τους Ελληνες, τους Ευρωπαίους με τον χαμηλότατο δείκτη ιδιωτικού δανεισμού έως τότε. Με αυτή την ψυχοπνευματική σκευή και με αυτό το έθος μάς βρήκε η πτώχευση. Την απώλεια του εισοδήματος συνοδεύει η απώλεια του βολέματος σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής, η συντριβή των προσδοκιών, η προσγείωση σε μια άλλη υπαρξιακή συνθήκη.

Η ανάταξη δεν θα είναι εύκολη ούτε σύντομη· και σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι επιστροφή στα πρότερα, αλλά μετάβαση σε άλλη κατάσταση, για την οποία απαιτούνται ριζικά άλλες προσεγγίσεις και παραδοχές. Απαιτείται να ιεραρχήσουμε διαφορετικά τις ανάγκες και τις αξίες· απαιτείται να κάνουμε την αναγκαία διάκριση μεταξύ βιώσιμης ανάπτυξης και ποσοτικής μεγέθυνσης, μεταξύ ευημερίας και σπατάλης, μεταξύ αυτάρκειας και απληστίας. Να επιλέξουμε μεταξύ κοινόχρηστου δημόσιου πλούτου και ιδιωτικής χλιδής.

Εδώ πρέπει να κάνουμε επίσης μια διάκριση μεταξύ της επιβαλλόμενης άνωθεν νεοφιλελεύθερης λιτότητας, και μιας αυτόβουλης ενεργητικής εγκράτειας, όπως την χαρακτήριζε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ προφητικά το 1977, πολλά χρόνια πριν από την καπιταλιστική κρίση του 2008: «Ο άκρατος ατομικός καταναλωτισμός παράγει μόνο διασπάθιση πλούτου και στρεβλώσεις της παραγωγής, αλλά πέραν αυτών και δυσφορία, αποπροσανατολισμό, δυστυχία».

Στο ίδιο μήκος κύματος, τα ίδια χρόνια, οι Εναλλακτικοί και οι Πράσινοι προέκτειναν τα κινήματα του ’68 στην πολιτική σφαίρα προτάσσοντας έννοιες όπως βιώσιμη ανάπτυξη, αποανάπτυξη, βιοσυμβατές καλλιέργειες, αντικαταναλωτισμός. Η τότε μετασοβιετική αριστερά εισήγαγε ανανεωμένες έννοιες του ρομαντικού και του ελευθεριακού κινήματος, ποικιλοτρόπως εκφρασμένες ιστορικά από διαφορετικούς στοχαστές όπως ο Henry Thoreau, o R. Waldo Emerson, το κίνημα Arts and Crafts, ο Lewis Mumford, ο Ηerbert Μarcuse, o J. Κ. Galbraith, o Jacques Ellul, ο Μurray Bookchin, o Cristopher Lasch, o Claude Lévi-Strauss, ο Μ. Foucault και πολλοί άλλοι, όσοι ασκούσαν κριτική στο δόγμα της αιωνίας προόδου, στην λατρεία της τεχνολογίας και της κατανάλωσης, στον μετανεωτερικό ναρκισσισμό, στον κοινωνικό ντετερμινισμό και την κοινωνική μηχανική.

Ακούγονται ίσως σαν σκέψεις πολυτελείας αυτά, σε μια συγκυρία κοινωνικού σοκ, αλλά δεν είναι. Η ανακούφιση του πλήθους των πληγέντων και των σιωπηλών αποκλεισμένων είναι βεβαίως το πρώτο καθήκον της δημοκρατικής κοινωνίας. Ταυτοχρόνως όμως έχουμε κατά νου τι είδους κοινωνία ανασυγκροτούμε, με ποιες αξίες, σε ποια θεμέλια: ασφαλώς όχι στα σαθρά θεμέλια της ατομικής αυτοπραγμάτωσης εκτός κοινότητας, της καταναλωτικής κατασπατάλησης, της λεηλασίας των φυσικών πόρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς ― όλα όσα γεννούν ακαταπαύστως ανισότητα, αδικία, δυσφορία. Η ανασυγκρότηση με δημοκρατία και δικαιοσύνη, με αυτάρκεια, προϋποθέτει πνευματική αναδιάταξη, αναθεώρηση αξιών, διαπαιδαγώγηση και άσκηση. Για να φτάσουμε σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τον 21ο αιώνα.

Oliver_Twist

Πολλά ανέδειξε η κρίση, κρυμμένα, λανθάνοντα, αποσιωπημένα μες στο σώμα της κοινωνίας. Στοιχεία θαμμένα ή οιονεί λησμονημένα, ξεπερασμένα τάχα από τη διαρκή πρόοδο, αναδύθηκαν δείχνοντας το τρομακτικό τους πρόσωπο. Η φτώχεια, η ανημπόρια, η καταφρόνια, η ταπείνωση, οι ταξικές διακρίσεις, που χωρίζουν σαν χαράδρα τους έχοντες από τους μη έχοντες, τους δυνάμενους από τους αδύναμους, τους επιπλέοντες από τους βουλιαγμένους. Αυτά τα στοιχεία, αυτές οι συνθήκες ζωής, αιφνιδίασαν νοητικά τους ανθρώπους της κρίσης, καθώς άλλαζαν βιαίως πίστα ή ετίθεντο εκτός πεδίου, εκτός δήμου, εκτός κοινωνίας. Και σταδιακά άλλαξε ο λόγος, το discours περί συνεπειών της κρίσης πάνω στις ζωές των ανθρώπων, παραμερίστηκαν οποιαδήποτε επιχειρήματα περί κοινωνικής συνοχής, κράτους πρόνοιας, κοινωνικού συμβολαίου, θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται η δημοκρατία. Ολα υποσκελίστηκαν από ένα είδος εμμονικού, μνησίκακου κοινωνικού δαρβινισμού, που ενοχοποιεί τους αδύναμους και τη δίκαιη οργή τους.

Τον Μάιο 2010 γράφαμε: «Ο άνεργος σε καιρό κρίσης είναι ο άνθρωπος που βουλιάζει· όποιος διατηρεί το μεροκάματο, ακόμη και με ηθικές και υπαρξιακές εκπτώσεις, έχει περισότερες πιθανότητες να γλιτώσει. Αλλά τι σημαίνει ”να γλιτώσει”; Τι άνθρωπος θα είναι ο ”γλιτωμένος”, όταν γύρω του θα σωριάζονται πτώματα; Η ατομική επιβίωση, θεμιτή και ενστικτώδης, θα είναι αρκετή να τον γλιτώσει και σαν ολόκληρο άνθρωπο, κοινωνικό, έλλογο και ηθικό άνθρωπο; Και πώς γνωρίζει ο ”γλιτωμένος” ότι δεν θα έρθει η σειρά του να βουλιάξει; Το πιθανότερο: Θα βουλιάξουν πολλοί, θα επιπλεύσουν λίγοι.» ( Αλλά κανείς δεν γλίτωσε μόνος του.)

Tον Ιούνιο 2011 επανήλθαμε: «Η Ελλάδα χωρίζεται σε όσους θα σωθούν, με απώλειες έστω, και σε όσους θα βουλιάζουν. Τη διαίρεση, υλική και ψυχική, τη νιώθεις πια, την αισθάνεσαι, δεν χρειάζεται να τη συλλογιστείς. Είναι απότοκο της δυσχέρειας κι είναι απότοκο της ανισότητας και της αδικίας… Η αυξανόμενη δυσχέρεια του βίου φέρνει μεμψιμοιρία, ματαίωση, φθόνο, μοχθηρία. Η ευημερία, πραγματική ή επίπλαστη, όσο μοιραζόταν παντού κι άφηνε τα ψίχουλά της εδώ κι εκεί, σκέπαζε τις αντινομίες, κοίμιζε τη σκέψη και τα αισθήματα. Τώρα που αποσύρεται ατάκτως, αφήνει ακάλυπτο το ερεθισμένο νεύρο της μνησικακίας, πικρό το στόμα.»

Το φθινόπωρο του 2013, ο πτωχευμένος, ο άνεργος, ο ανήμπορος, ο βουλιαγμένος εξορίζονται από τις συζητήσεις των γλιτωμένων. Δεν θέλουν να ακούνε για τον πόνο ή, έστω, τη δυσκολία των άλλων. Οταν τίθεται το ζήτημα, αμφισβητούν στοιχεία, γεγονότα, όποιον θέτει το ζήτημα· αλλάζουν θέμα, σιωπούν. Ή γίνονται κατάφωρα εχθρικοί: ο φτωχός παράγει τη φτώχεια του, ο δυστυχής τη δυστυχία του, ο καθείς είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του. Κάποιοι το θεωρητικοποιούν: η πτώχευση και το μνημόνιο δεν φταίνε για την κρίση, η κρίση προϋπήρχε, όπως και ο νεοναζισμός άλλωστε· η εξαθλίωση και η ακροδεξιά έχουν γονιδιακό υπόστρωμα, είναι λανθάνουσες έξεις που φανερώνονται τώρα λόγω χαμηλής αισθητικής παιδείας.

Οι γλιτωμένοι θα προτιμούσαν οι βουλιαγμένοι, οι φτωχοί, να είναι αόρατοι. «Η Χάννα Αρεντ υπενθυμίζει το λόγο του Τζων Ανταμς: η ανθρωπότητα δεν δίνει καμία προσοχή στον φτωχό που πλανιέται στα σκοτάδια. ‘Δεν τον αποδοκιμάζουν, δεν τον λογοκρίνουν, δεν τον μέμφονται· απλώς δεν τον βλέπουν’» (στο: Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν, Ο συμπονετικός άνθρωπος, εκδ. Εστία).

Ο Αλέξης ντε Τοκβίλ στο «Η δημοκρατία στην Αμερική» εντοπίζει τη διαφορά της δημοκρατικής από την αριστοκρατική κοινωνία, μεταξύ άλλων, στο αίσθημα της συμπόνιας και της κοινής μετοχής στο ανθρώπινο γένος. Εντοπίζει σε μια επιστολή της περίφημης μαντάμ ντε Σεβινιέ την παράδοξη συνύπαρξη ωμότητας και συμπάθειας. Η μαντάμ ντε Σεβινιέ περιγράφει με παιγνιώδες ύφος τις βιαιοπραγίες κατά την καταστολή μιας λαϊκής εξέγερσης στη Βρετάνη· ο Τοκβίλ σχολιάζει: «Θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι η μαντάμ ντε Σεβινιέ, που χάραζε τις γραμμές αυτές, υπήρξε πλάσμα εγωιστικό και βάρβαρο: αγαπούσε με πάθος τα παιδιά της και δειχνόταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στις λύπες των φίλων της: και διαβάζοντάς την διαβλέπει κανείς ότι μεταχειριζόταν με επιείκεια και αγαθότητα τους υποτελείς και υπηρέτες της. Ομως η μαντάμ ντε Σεβινιέ δεν αντιλαμβανόταν με διαύγεια τι σήμαινε να υποφέρει κάποιος όταν αυτός ο κάποιος δεν ήταν ευγενής.» (ό.π.)

Τα τριάμισι χρόνια πτώχευσης, ανέργων και φτωχών μοχλεύουν τη δημοκρατική κοινωνία προς την ανατροπή ή τη μετάλλαξή της: είτε με νεοναζιστική απόδραση από το πολιτικό, για τους βουλιαγμένους, είτε με διολίσθηση προς την αριστοκρατική κοινωνία της μαντάμ ντε Σεβινιέ, για τους γλιτωμένους.

Η σύλληψη των νεοναζιστών ηγετών της Χρυσής Αυγής με την κατηγορία της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση προκαλεί ανακούφιση σε κάθε δημοκράτη πολίτη. Πολλές γειτονές ανασαίνουν πιο ελεύθερα από το περασμένο Σάββατο, ανάμεσά τους η Αμφιάλη και το Πέραμα, ο Αγιος Παντελεήμονας και η Πλατεία Αττικής, θέατρα της πιο βάρβαρης τρομοκράτησης που έφτασε ώς τον φόνο.

H σύλληψη των ηγετών της ΧΑ, μαζί με την βίαιη παύση της ανοχής εκ μέρους των διωκτικών αρχών, έδειξε τη συμμορία εντελώς ανίσχυρη, χωρίς αντιδράσεις λόγων και έργων, χωρίς οργάνωση, χωρίς πολιτική. Και τους φυρερίσκους, σαν λυσσασμένους γραφικούς. Επιβεβαιώνονται έτσι όσοι υποστήριζαν ότι πολιτική τους είναι η βίαιη και εγκληματική συμπεριφορά, και ότι το θράσος τους αντλείτο από την ανοχή ή και τη συνεργασία κρατικών λειτουργών.

Μένει η προσδοκία για πλήρη εκρίζωση. Οχι των ιδεών ή των ροπών που εμφιλοχωρούν σε μέρος του πληθυσμού ― αυτές δεν εκτοπίζονται με τον ποινικό κολασμό, αλλά μόνο με πολιτικές πράξεις. Προσδοκάται η πλήρης δικαστική τεκμηρίωση της εγκληματικής δράσης των συλληφθέντων, η αποκάλυψη του αποκρουστικού προσώπου τους και των ταπεινών ελατηρίων, και ο εξ αυτών φρονηματισμός μέρους των ψηφοφόρων. Αν μη τι άλλο, να ενισχυθεί το πολλαπλώς τρωθέν αίσθημα δικαίου.

Μένουν επίσης οι προσδοκίες για τις πολιτικές χρήσεις της πρωτοφανούς αυτής επιχείρησης εξάρθρωσης της νεοναζιστικής συμμορίας. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς δεν άλλαξε μόνο την πολιτική ατζέντα, άλλαξε στρατηγική πίστα· μετέθεσε τη συζήτηση από τα μέτρα λιτότητας και την ανεργία, δηλαδή από το κοινωνικό πεδίο, στο αμιγώς πολιτικό και θεσμικό πεδίο, επιταχύνοντας θεαματικά και εν πολλοίς αιφνιδιαστικά τις δράσεις του κρατικού μηχανισμού και της δικαστικής εξουσίας. Πυροδότησε ένα μείζον πολιτικό γεγονός, και το τακτικό πλεονέκτημα είναι δικό του προσώρας. Καμία αντιπολίτευση, εξωτερική ή εσωτερική, δεν διαφωνεί με την πάταξη των νεοναζί.

Μένει να δούμε πώς ο πρωθυπουργός θα κεφαλαιοποιήσει την παρούσα τακτική υπεροχή του, αφενός. Αφετέρου, και το κυριότερο, πώς θα μπορέσει να χειριστεί τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης, τα ερείπια που συνεχίζουν να σωρεύονται. Αν δηλαδή θα κατορθώσει να πείσει τους δανειστές, πρωτίστως τη Γερμανία, να χαλαρώσουν τη θηλιά ώστε η χώρα να πάρει μια πρώτη ανάσα ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης.

Η πάταξη των νεοναζιστών και η διαφαινόμενη κάθαρση των θυλάκων ανοχής εντός του κράτους προσφέρουν μια ηθική ικανοποίηση στους δημοκρατικούς πολίτες. Είναι μια νίκη. Παραμένει αμείωτη η ανάγκη για ανάσχεση της καταστροφής της οικονομίας και για ανακούφιση της κοινωνίας από την ακραία φτώχεια, την ανασφάλεια, τον φόβο του μέλλοντος. Η δημοκρατία θα εδραιώσει την υπεροχή της αν ξαναδώσει σε όλους τους πολίτες της εργασία, ασφάλεια, μέλλον, αν τους επιτρέψει να ονειρεύονται το μέλλον.

Τις νύχτες η Αθήνα είναι σιωπηλή και αργόσυρτη, σχεδόν ακίνητη. Οι πιάτσες ταξί φυτρώνουν παντού, μικρές κίτρινες αποικίες. Παρ’ όλ’ αυτά, κίνηση βουβή, αραιή. Η άνοιξη καταφέρνει να ζωηρέψει την πόλη μόνο πέριξ του Σαββάτου, και μόνο στις ορισμένες ζώνες διασκέδασης. Πολλά μπαρ φτάνουν τη happy hour με φτηνά ποτά έως τις 9 και 10, για να πείσουν την πελατεία να κεραστεί κάτι· οι νεότεροι ψωνίζουν μπίρες και κρασιά χύμα από το περίπτερο, τα πίνουν σε σκαλάκια και παγκάκια, σε αστικά ξέφωτα.

Στις λεωφόρους έχουν ελαττώσει τις περατζάδες ακόμη και οι κάγκουρες, η πολυπληθής πλην ανομοιογενής φυλή των λαϊκών που ιππηλατούν στην πόλη πάνω σε παπιά με κομμένες εξατμίσεις ή σε πειραγμένα αυτοκινητάκια φορτωμένα μπάσα, με σαμπγούφερ που πιάνουν όλο το πορτμπαγκάζ. Στις αντλίες παραγγέλνουν βενζίνη τρία ή πέντε ευρώ, όσο για μια βόλτα το σαββατόβραδο.

Στις κεντρικές συνοικίες, ακόμη και στα θεματικά πάρκα της διακσέδασης, Γκάζι και Ψυρρή, το χρώμα και η αύρα έχουν αλλάξει, τα αλλάζει ραγδαία η κρίση και η φτώχεια. Μια βαλκανίλα τα σκεπάζει όλα, ημιορατή ακόμη, σαν τούλινος μαδύας, που όμως επιμένει και εντείνεται, σταθερά.

Δεν εννοώ μόνο τα μικρομπακάλικα και τα πρόχειρα στέκια φαγητού με τις εξωτικές αλλόγλωσες επιγραφές, τα πακιστάνικα κουρεία, τα τηλεφωνικά-ιντερνετικά μαγαζάκια. Είναι κι αυτά ασφαλώς, ανεπτυγμένα σε διάρκεια σχεδόν μιας εικοσαετίας. Εννοώ περισσότερο μια υποχώρηση του επιδεικνυόμενου πλούτου δυτικού τύπου, στα αυτοκίνητα, στα ρούχα, στα αξεσουάρ, στον τρόπο που ξεχώριζαν οι πολίτες ευρωζώνης από τους τριτοκοσμικούς και τους ανατολικοευρωπαίους. Τα διακριτικά γνωρίσματα συγχέονται, διότι η αγοραστική δύναμη των ανέργων είναι παντού ίδια, μηδαμινή. Η βαλκανική αύρα, ίσως και ανατολικομεσογειακή, απλώνεται πολύχρωμη, μελαγχολική, με υποβόσκουσα επιθετικότητα, πλανάται πάνω σε ρημαγμένες βιτρίνες και φαλιρισμένα μαγαζιά, σε θορυβώδη γκράφιτι και μαρκαρίσματα, σε καφενεία ανάγκης με φωναχτές επιγραφές «καφές 1€», σε φούρνους που ξεφυτρώνουν διαρκώς, στα κλειστά περίπτερα και τις πολλαπλασιαζόμενες τυφλές ζώνες του κέντρου. Ιδίως μετά το δειλινό, όταν τα χρώματα ξεβάφουν και τα φώτα είναι λιγοστά.

Η πτώχευση επιτάχυνε δραματικά την κατάρρευση του παλαιού εμποροβιοτεχνικού κόσμου, ήδη κλονισμένου, που κρατιόταν με τα δόντια μέχρι τη σύνταξη. Η βίαιη αποχώρηση των γηρασμένων παραγωγικών θυλάκων άλλαξε αναλόγως βίαια την ψυχογεωγραφία του άστεος: ολόκληρες πιάτσες επαγγελματιών και εμπορίου εξατμίζονται. Τα δέρματα και η υποδηματοποιΐα απ’ του Ψυρρή, τα υφάσματα και τα ραφεία στο ιστορικό τρίγωνο Αιόλου, Σταδίου, Αθηνάς, τα είδη υγιεινής στην Γ’ Σεπτεμβρίου, τα βιβλιοπωλεία της Σόλωνος, τα αστικά εμπορικά της Σταδίου, ακόμη και τα σιδηρικά της οδού Αθηνάς αραιώνουν. Σε όλα τα κτίρια γραφείων του κέντρου, στην είσοδο, κολημμένες ανακοινώσεις: το ασανσέρ δεν λειτουργεί λόγω απλήρωτου λογαριασμού, η ΔΕΗ έκανε διακανονισμό, πληρώστε τα κοινόχρηστα. Αντιστέκονται η Βαρβάκειος και δυο-τρία πολυκαταστήματα. Παντού αλλού, όπου δεν χάσκουν άδειες βιτρίνες, φυτρώνουν καφενεία για άεργους και ευκαιριακά φτηνομάγαζα ― η επιχειρηματικότητα της ανάγκης.

Στα καφενεία, στα μπαρ, στους δρόμους: τα ντυσίματα άλλαξαν, τα ρούχα είναι παλιά, κι είναι φτηνά. Πληθαίνουν τα τατουάζ και τα πιρς, σημάδια ενός διάχυτου, άμορφου κύματος νεοτριμπαλισμού: αναζητείται ταυτότητα. Η πτώχευση ήταν απότομη, δεν έχουν επινοηθεί ακόμη τρόποι να αποτυπωθεί αισθητικά και συμπεριφοριολογικά η νέα συνθήκη. Μια υπαρκτή διέξοδος: η γενίκευση της καγκουριάς, του χύμα, του λαϊκού flâneur που περιφέρεται με τα ελάχιστα, με τσιγάρα ρεφενέ, χωρίς ή με σποραδικό μεροκάματο, με θρυμματισμένη ή διακοπείσα μόρφωση, και καταλαμβάνει ό,τι διατίθεται ακόμη δωρεάν: τον δημόσιο χώρο. Με θόρυβο εξατμίσεων ή σούπερ μπάσα, ο κάγκουρας μαρκάρει προσωρινές ζώνες, όπου για λίγο αισθάνεται κυρίαρχος ή ανεκτός.

Οι μηδενικές προσδοκίες, το άνυδρο μέλλον, ο αποκλεισμός, οδηγούν σε εσωστρέφεια, αυατοναφορικότητα, ατυπική οργάνωση ανά αγέλες, προσκόλληση σε υποκουλτούρες. Το στυλ του κάγκουρα, αισθητικά και ανθρωπολογικά, εκφράζει τη νέα φτωχογειτονιά, αυτή που έως πρόσφατα πίστευε ότι ήταν μικροπλούσια. Ο κάγκουρας ήταν φτωχός, τώρα είναι πληβείος· είχε λιγοστό μέλλον, τώρα δεν έχει καθόλου. Δεν χρειάζεται να μάθει τίποτε καινούργιο, έχει τους κώδικες, άλλωστε είναι εύκολοι και ρευστοί, του αρκούν για να αποικίσει το αστικό κενό. Είναι ήδη μια εκδοχή βίου, για πολλούς η μόνη.

video: DJ Mehdi – Signatune (via Sergios)

Λούλα και Τσίπρας.

Λούλα και Τσίπρας.

Η προσεκτική ανάγνωση των δημογραφικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών των εκλογέων του περασμένου καλοκαιριού (π.χ. εδώ και εδώ) και των ευρημάτων πρόσφατων δημοσκοπικών ερευνών (εδώ και εδώ) δείχνει την ελληνική κοινωνία να μετατοπίζεται μαζικά κατά την πολιτική της έκφραση, έστω και στο σχετικά περιορισμένο πλαίσιο που συνθέτουν οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί.

Οι μετακινήσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις πολιτικές προτιμήσεις, όσο με τις ραγδαίες ανακατατάξεις στην οικονομική και κοινωνική πυραμίδα. Η ύφεση και η ανεργία δεν είναι απλώς οικονομετρικοί δείκτες, αλλά φαινόμενα που κατεξοχήν και απευθείας επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Τα πολυπληθή στην Ελλάδα μικροαστικά στρώματα ήταν τα πρώτα που ένιωσαν στο πετσί τους τις επιπτώσεις της βαθιάς παρατεταμένης ύφεσης: καταστράφηκαν οικονομικά, κατρακύλησαν ταξικά, υποβαθμίστηκαν οι προσδοκίες τους. Οι νεόπτωχοι, άνεργοι ή ημιαπασχολούμενοι, μαζί με την εργασία και το εισόδημά τους, σε δυόμισι χρόνια έχασαν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στο παρόν και κάθε δυνατότητα σχεδιασμού του εγγύς μέλλοντος. Αυτοί ακριβώς, οι πληγέντες και οι αισθανόμενοι προδομένοι, οι συνθέτοντες τον παραγωγικό κορμό της χώρας, μετακινούνται τώρα μαζικά στο πολιτικό φάσμα. Πού πάνε;

Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ άφησε τα μικροαστικά στρώματα και τις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες όχι μόνο χωρίς πολιτική στέγη, αλλά και κοινωνικά υποβαθμισμένα και ψυχικά εξαγριωμένα. Η συντριπτική πλειονότης κινείται προς τον ΣΥΡΙΖΑ: μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες, νέοι, άνεργοι, και όλες οι παραγωγικές ηλικίες. Μόνο οι αγρότες και οι συνταξιούχοι, οι πιο συντηρητικές ομάδες πληθυσμού, δεν μετακινούνται πλειοψηφικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς τη Νέα Δημοκρατία.

Με τις παραγωγικές και κατά τεκμήριο πιο δυναμικές ομάδες να κινούνται πολιτικά εκτός των κομμάτων του κυβερνητικού τόξου, γεννάται εύλογα το ερώτημα: Ποιο εναλλακτικό κυβερνητικό σχήμα μπορεί να εκφράσει τους μετακινούμενους, και να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους για απόκρουση της φτώχειας και στοιχειώδη αξιοπρέπεια; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί απ’ όσους ψήφισαν ή κλίνουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν τον θεωρούν έτοιμο να κυβερνήσει, δηλαδή να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους. Αυτό σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, ο περισσότερο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι έχει συντελεστεί ήδη μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, ότι δεν υπάρχει επιστροφή στα παλιά· άρα απαιτούνται νέα εργαλεία και ριζικά νέο πολιτικό σχέδιο.

Δεύτερον, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιπολιτεύεται κυρίως, και λιγότερο να προβάλλει ως επόμενη κυβέρνηση και ως ηγεμονική δύναμη στο πολιτικό πεδίο. Ο πυκνός χρόνος τον αιφνιδίασε. Δεν έχει προλάβει να αντλήσει ψυχοπνευματικές δυνάμεις από το άμορφο πλήθος των απογοητευμένων αλλά πολύτιμων ανένταχτων μονάδων που κινούνται φωτοτακτικά προς αυτόν. Ενώ ήταν τολμηρή και ορθή η διεθνοποιημένη προσέγγιση της κρίσης, οι κινήσεις του στο εσωτερικό στηρίζονται σε εννοιολογήσεις του παλαιού θνήσκοντος κόσμου: παραδοσιακές συμμαχίες με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν κανέναν, τακτικές μανούβρες διεμβόλισης, υψηλή ρητορεία, σε συνδυασμό με αμφίθυμη διγλωσσία και πολυφωνικό βόμβο σε κομβικά ζητήματα υψηλής πολιτικής.

Με τις διαδικασίες βάσης και αιμοδότησης από τη βάση να απαιτούν άλλο χρόνο από τον διατιθέμενο, αναπόφευκτα το βάρος για παραγωγή πολιτικής σύνθεσης πέφτει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την ηγεσία ενός πρώην μικρού κόμματος πολύχρωμης διαμαρτυρίας. Αρα το ερώτημα τίθεται κι έτσι: Μπορούν ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα;

Το νέο κύμα περικοπών θα πονέσει τους Ελληνες, ομολόγησε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Παραδέχεται άρα ότι οι οριζόντιες περικοπές είναι άδικες, εις βάρος των αδυνάτων ― αυτό όμως το έχει ξανακούσει ο ελληνικός λαός συχνά τα τελευταία δύο χρόνια. Υποσχέθηκε επίσης ότι αυτό θα είναι το τελευταίο κύμα περικοπών ― κι αυτό όμως το έχουν ξανακούσει οι Ελληνες. Ολα έχουν ειπωθεί, όλα έχουν παραβιαστεί. Οθεν, αυτό που βαίνει διαρκώς μειούμενο, έως εκμηδενίσεως, είναι η πίστη, η εμπιστοσύνη, των πολιτών προς τους ηγέτες.

Ο κ. Σαμαράς δεν θέλει να ξεγελάσει τους Ελληνες ούτε να διαψευσθεί. Δυστυχώς, ο δρόμος που ακολουθεί, η διαρκής συρρίκνωση του εισοδήματος και η υπερφορολόγηση των αδυνάτων και νομοταγών, οδηγεί αφεύκτως όχι μόνο προς τη διάψευση, αλλά στην καθολική ασφυξία. Οι περικοπές, που άρχισαν το 2010 και θα διαρκέσουν έως το 2015, έχουν ήδη προκαλέσει ύφεση και ανεργία με δείκτες κράτους εν πολέμω. Πόσο θα αντέξουν οι διαρκώς ηττώμενοι και οπισθοχωρούντες Ελληνες;

Κάθε νέα περικοπή πριονίζει περαιτέρω τα έσοδα του κράτους· κράτος και πολίτες βυθίζονται στη φτώχεια μαζί. Η πιο επικίνδυνη πτυχή όμως αυτής της πτώχευσης είναι η μη μετρήσιμη: οι μυριάδες άνεργοι αποβάλλονται εκτός κοινωνίας, χωρίς καν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα που υποφέρει ήδη από δημογραφικό μαρασμό, κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν.

Εν τω μεταξύ, κανένα σχέδιο ανάκαμψης, καμιά διέξοδος δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ούτε δικαιοσύνη. Το μαύρο και αφορολόγητο χρήμα υπνώττει στα θησαυροφυλάκια της Ελβετίας και αλλού· μόνο οι φόροι αυτών των καταθέσεων θα μπορούσαν να είναι το περίφημο “ισοδύναμο” των άδικων μέτρων. Οι ανείσπρακτοι φόροι, η πάταξη παραεμπορίου και λαθρεμπορίου θα απέφεραν άλλα ισοδύναμα. Τίποτε απ’ όλ’ αυτά όμως δεν συμβαίνει. Ωστε η Γερμανίδα καγκελάριος θα έχει δίκιο να ξαναπεί πικρόχολα: Στην Ελλάδα την κρίση την πληρώνουν μόνον οι αδύνατοι.

Παρατηρώ το χτίσιμο: πέτρες δεμένες με πλίνθους και κουρασάνι. Ρωμαϊκό, βυζαντινό. Αγκαλιάζω την χαρίεσσα φόρμα. Χαμηλώνω το βλέμμα. Στο πεζούλι του βυζαντινού ναού των Αγίων Θεοδώρων, στην πλατεία Κλαυθμώνος, ένας (μία;) μικροπωλητής, συνήθως άφαντος, έχει απλώσει την πραμάτειά του: εικονίτσες, βίους αγίων, την Αγία Μαρκέλα, τον Αγιο Κυπριανό, θρησκευτικά ημερολόγια, λιβάνι, βραχιολάκια, κομπολόγια, ένα CD με Λόγους Μετανοίας. Στην άκρη απιθωμένο ένα πλαστικό κύπελλο καφές. Ενας γενειοφόρος Πρόδρομος, νωδός, διαλαλεί ψευδά τα λαχεία του «τι σου ‘χω σήμερα, σε γλιτώνω!». Πιο πάνω, άλλος σαλός με άδειο βλέμμα, λευκογενειοφόρος με πατημένα παπούτσια σαν παντόφλες, κουνάει ένα άδειο κουτί “πεινάω” προς παγερά αδιάφορους διαβάτες, είναι αόρατος. Στο πεζοδρόμιο της Αθηνάς ένας άντρας έχει ανοίξει ένα χαρτόκουτο και επιδεικνύει καρδερίνες, λούγαρους και φλώρια, έχουν μαζευτεί καμιά δεκαριά άντρες σαράντα-πενήντα χρονών, χαζεύουν και καπνίζουν, ένας σαν κράχτης κάνει ότι ψωνίζει και βάζει σε ένα σακ βουαγιαζ ένα πουλάκι. Στις παρυφές της Ερμού, επί της Αρεως, ένας αστυνομικός με μπλε εξάρτυση καλεί έναν ινδοασιάτη μικροπωλητή για έλεγχο, αυτός κρατάει μια γαλάζι ομπρέλα ανοιχτή και τέσσερις-πέντε κλειστές σε νάιλον, το βάζει στα πόδια, ξεφορτώνεται το εμπόρευμα στο δρόμο, τρέχει με την γαλάζια ομπρέλα ανοιχτή, ο νεαρός αστυνομικός τον προλαβαίνει, του βάζει τις φωνές, ο Πακιστανός χαμογελάει διαρκώς και στριφογυρίζει ψηλά την ανοιχτή ομπρέλα, κανείς δεν δίνει σημασία, μόνο ένας σκουρόχρωμος σαλεπιτζής παρακολουθεί διακριτικά.

Κανείς δεν παραξενεύεται με αυτές τις εικόνες στο κέντρο των Αθηνών. Ολοι προσπερνούν αποτραβηγμένοι στον εαυτό τους, σκυθρωποί, κοιτάνε πέρα, μακριά, πολύ μακριά από τον τρέχοντα ζόφο. Βαλκανίλα και Κάιρο μυρίζει. Και παλιά Αθήνα του ’60, όταν οι ζητιάνοι συνωστίζονταν στα σκαλιά των εκκλησιών κάθε Κυριακή, απλώνοντας εικονίτσες και άδεια χέρια κάτω απ΄τις μύτες των νοικοκυραίων, κι όταν μαυροντυμένες κοσμοκαλόγριες με μπόγους γυρνούσαν πόρτα πόρτα πουλώντας μοσχολίβανο και καρβουνάκια.

Εικόνες απόμακρες, καταχωνιασμένες, ακατανόητες σήμερα, κι όμως επιστρέφουσες μαζικά, ορμητικά: η επαιτεία ως αναπόσπαστο μέρος του βίου, ως μια φυσικότατη εκδήλωση της διάχυτης πενίας· οι μικροπωλητές που περιφέρουν εμπόρευμα σαβούρα σε χαρτόκουτα ή κρεμασμένο στο λαιμό τους· οι παπατζήδες στο δρόμο και οι λοταριατζήδες στα καφενεία· οι μπανανοπώλες με καρότσια μπεμπέ· οι υπαίθριοι ψήστες κοκορετσιού· οι πωλητές χύμα χλωρίνης, ελαιόλαδου, φυτίνης και γιαουρτιού πόρτα πόρτα· οι δοσάδες με είδη προικός στη βαλίτσα.

Το ’50 και το ’60 εισβάλλουν βίαια στο 2012. Δεν φέρουν κανένα φολκλόρ, δεν ξυπνούν καμιά νοσταλγία, δεν περιέχουν αισθητική και καλαμπούρια, όπως αυτή που ξυπνούσαν έως πρόσφατα οι ασπρόμαυρες φαρσοκωμωδίες. Ποιος νοσταλγεί την αυλή με τη σκάφη και τον κοινό απόπατο; Αυτά ήταν για να τα βλέπουν σε Plasma 40 ιντσών και να γελάνε χορτάτοι επίγονοι, παιδιά και εγγόνια αυτών των παράξενων Ελλήνων με τα τριμμένα ντρίλια και τα παλτά της αμερικανικής βοήθειας.

Δεν θα γυρίσουμε στη σκάφη. Αλλά σε πολλά διαμερίσματα φέτος δεν άναψαν καλοριφέρ· τα αυτοκίνητα στέκουν ακίνητα, χωρίς πανάκριβη βενζίνη· οι μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού ξεπουλιούνται για να αντικατασταθούν με παπί· στα γραφεία κολατσίζουν από τάπερ σπιτικά.

Γυρνάμε στη φτώχεια· δεν γυρνάμε όμως και στην αθωότητα της παλαιάς ηθογραφίας της. Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι, συνοικίες και αστικές ζώνες ολόκληρες έχουν μπει στα κόκκινα, οι πολυκατοικίες χτυπιούνται κάθε βράδυ, κάθε ώρα και μια διάρρηξη, αλαφιασμένοι μικρομεσαίοι προσθέτουν κλειδαριές και σίδερα.

Ο πόλισμαν της ηθογραφίας, με το γκρίζο κοστούμι-στολή και το πηλίκιο, εξαφανίστηκε· στις φυλασσόμενες ζώνες με τράπεζες και πολιτικά κτίρια στέκονται πάνοπλοι ειδικοί φρουροί με περικνημίδες και οπλοπολυβόλα. Η επιτήρηση, ο ατομικός οπλισμός και οι αυτοδικούσες μιλίτσιες προβάλλουν ως μόνες απαντήσεις στην φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανισότητα. Ζητιάνοι, πρεζάκια, μικροπωλητές, αξύριστοι άντρες στα πεζοδρόμια, και φρουροί με οπλοπολυβόλα. Λείπουν οι προφήτες.

Η ηθογραφία διαστρωματώνεται και αλλάζει. Και λουπάρει. Ηταν η αυλή, γεράνια, πατριάρχες άντρες, μεγαλοκοπέλες, έρωτες, ένας ορισμένος νεορεαλισμός, υποβασταζόμενος από το όραμα της διαρκούς προόδου. Κατόπιν ήρθε το διαμέρισμα, κοστούμια, γαλλικούλια, κούρσες, ροκ-εν-ρολ, μπλουτζήν και καμπάνες, χουντοπόπ. Μετά, δημοκρατία και φενάκη αναδιανομής, μαζική παιδεία, πλησμονή, νεοπλουτισμός, προωθητικός φθόνος, θαυμαζόμενη ανομία, κατανάλωση, τηλεόραση, μάζα, σκυλοπόπ. Ευρώπη ― όραμα και φενάκη.

Η τελευταία στοιβάδα ηθογραφίας αναπαράγει διαθλασμένα, σαρκαστικά, ένα παλαιότερο πρόσωπό της, παραμορφωμένο, απεχθές, μια αστυνομική πτωχοκρατία. Η ηθογραφία εξελίσσεται: σαν δυστοπία.

Με τεταμένη προσοχή, με φόβο για τα χειρότερα και προπάντων με καρτερία οι Ελληνες πολίτες παρακολούθησαν τις πολιτικές εξελίξεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Από την εξαγγελία της ευρωπαϊκής συμφωνίας για κούρεμα του ελληνικού χρέους έως την νύχτα των Καννών και την πτώση του Γιώργου Παπανδρέου, με κατάληξη τη χθεσινή συμφωνία ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στο πρόσωπο του Λουκά Παπαδήμου για την πρωθυπουργία της μεταβατικής κυβέρνησης. Η οχλαγωγία των μαζικών μέσων, οι πονηρές διαρροές, η φημολογία και η πρωτοφανής δυστοκία του πολιτικού συστήματος να παράσχει μια κάποια κυβερνητική λύση στη χώρα κυριάρχησαν, παρέχοντας έτσι μια πρόγευση για το μέλλον του κοινοβουλευτικού βίου εν Ελλάδι.

Με ύφεση καλπάζουσα στο 5,5% εφέτος και αισιόδοξη πρόβλεψη για 2,5% το 2012, με ανεργία 18,4% τον τουριστικό Αύγουστο και έναν στους δύο νέους 15-24 ετών εκτός εργασίας, η μεταβατική κυβέρνηση Παπαδήμου έχει εξαιρετικά δύσκολο έργο μπροστά της. Παρότι η προσοχή στράφηκε στην εκβιαστική 6η δόση, στη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου και στην απειλούμενη θέση της χώρας στην ευρωζώνη, το πεδίο όπου θα κριθεί η αποτελεσματικότητα της νέας κυβέρνησης είναι η κοινωνία, η ήδη εξουθενωμένη από περικοπές εισοδημάτων και βαριά φορολογία. Η κοινωνία περιμένει να πάρει μια ανάσα από τον καταιγισμό φτώχειας, που συνόδευσε την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου. Για πολλούς, η ζωή είναι ήδη δυσχερής ή οριακή, εφόσον βέβαια παραμένουν εντός εργασίας, αλλά θα ήταν ευτυχείς αν σταματούσε εδώ η εσωτερική υποτίμηση, που πλήττει κυρίως μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους και μικροϊδιοκτήτες. Μπορεί όμως να αναστραφεί ο δαιμονικός κύκλος της ύφεσης; Προφανώς ούτε ο έμπειρος οικονομολόγος κ. Παπαδήμος είναι σε θέση να απαντήσει, πολύ περισσότερο να δώσει μια λύση ταχείας εξόδου.

Δεν υπάρχει ταχεία έξοδος από την κρίση. Κυρίως, δεν υπάρχει οικονομική συνταγή για την οικονομική κρίση. Η Ευρώπη βυθίζεται σε κρίση πολιτική. Τα συμβαίνοντα στη μικρή Ελλάδα, το πειραματόζωο, μοιάζουν εκπληκτικά με τα συμβαίνοντα στη μεγάλη Ιταλία: η κρίση χρέους οδηγεί στο όριο θραύσεως, σχεδόν σε κατάρρευση, το κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο αδυνατεί να διαχειριστεί, πόσω μάλλον, να αναχαιτίσει τις επιθετικές αγέλες των αγορών. Στην παρούσα φάση φαίνεται να κερδίζει τις μάχες η χρηματοπιστωτική βιομηχανία, επιβάλλοντας τη βούλησή της και τα εργαλεία της στις ασθενείς δημοκρατίες. Η δημοσιονομική πειθαρχία ωστόσο, έτσι όπως εφαρμόζεται στις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, απειλεί με ισοπέδωση τα μεσοστρώματα, δηλαδή τη σπονδυλική στήλη της Ευρώπης· απειλεί με βίαιο μετασχηματισμό τις κοινωνίες, και μάλιστα ερήμην τους, χωρίς καν ασφαλιστικές δικλίδες: σε κατάσταση εξαίρεσης, παρακάμπτονται διαδικασίες νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, δημιουργούνται de facto εξωκοινοβουλευτικά κέντρα ισχύος, υποβαθμίζεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αυτή είναι η αναδυόμενη απειλή για την Ευρώπη της κρίσης, κι είναι η άλλη όψη της φτώχειας και της πληβειοποίησης.

H πτώχευση είναι γεγονός. Συντεταγμένη, ελεγχόμενη, υπαγορευμένη, ανά στάδια, αναδιάρθρωση, κούρεμα και επιμήκυνση, όπως και να χαρακτηριστεί, η ουσία παραμένει ίδια. Η Ελλάδα αδυνατεί να εξυπηρετήσει το διαρκώς ογκούμενο χρέος της και οι δανειστές της, εν προκειμένω η τρόικα, κουρεύουν το χρέος και επιβάλλουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις στη χώρα για την αποπληρωμή του υπολοίπου. Οπως και να παρουσιάζει η κυβέρνηση αυτό το «πιστωτικό γεγονός», πρόκειται περί χρεοκοπίας.

Το ερώτημα που αυθορμήτως αναδύεται είναι: Προς τι οι θυσίες και η αιματηρή λιτότητα, από την άνοιξη του 2010 έως σήμερα; Πήγαν χαμένα; Προς τι οι διαβεβαιώσεις περί «τελευταίων» οδυνηρών περικοπών; Πότε έλεγε αλήθεια η κυβέρνηση; Οταν περνούσε το Μνημόνιο, όταν περνούσε το Μεσοπρόθεσμο, όταν εξεβίαζε εκβιαζόμενη, πρίν από κάθε δόση; Οταν πανηγύριζε μετά τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, η οποία τώρα ξαναγράφεται αλλιώς;

Η κυβέρνηση προφανώς δεν μπορεί να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα, διότι δεν αποφασίζει για το μέλλον της χώρας. Απλώς σκύβει το κεφάλι και αποδέχεται ό,τι της υπαγορεύεται. Εχει χάσει τον έλεγχο επί των δημοσιονομικών και επί της οικονομικής ζωής της χώρας, καθώς και επί μεγάλου μέρους της διοικήσεως. Η πολιτική που εφαρμόζει, όση και όπως εφαρμόζεται εντέλει, σπασμωδική, ασυνεχής, αλυσιτελής, προκαλεί το δημόσιο αίσθημα και τις αντοχές των νομοταγών πολιτών, και επιπλέον προκαλεί τη δριμεία κριτική ή και την χλεύη των δανειστών.

Η διατεταγμένη δημοσιονομική πειθαρχία, χωρίς καμία πρόβλεψη διαφυγής προς την ανάπτυξη, βυθίζει τη χώρα στην ύφεση και την ανεργία, καταστρέφει την οικονομία, χωρίς μέχρι στιγμής, να αχνοφαίνεται κάποιο μακροπρόθεσμο, έστω, σχέδιο ανάκαμψης. Τα κονδύλια του ΕΣΠΑ παραμένουν αδρανή, οι δημόσιες επενδύσεις νεκρές. Μια τέτοια παγωμένη, ημιθανής Ελλάδα σε διαρκή ελεγχόμενη χρεοκοπία μπορεί να βοηθά τους θεμιτούς σχεδιασμούς της Γερμανίας, της τρόικας, των Ευρωπαίων, όσων τέλος πάντων προσπαθούν να αποτρέψουν το ανεξέλεγκτο ντόμινο εξ αφορμής του ελληνικού χρέους.
Πόσο όμως θα αντέξει ο ελληνικός λαός με υποδιπλασιασμό του εισοδήματός του, με επικίνδυνη απομείωση βασικών κοινωνικών παροχών, με δραματική πτώση του βιοτικού του επιπέδου; Και για ποια Ελληνική Δημοκρατία θα μιλάμε οσονούπω, μετά την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, σύμφωνα με όσα επισήμως αναγγέλλουν Ευρωπαίοι ηγέτες;

Είναι φανερό ότι οι διαρκείς διασώσεις οδηγούν τη χώρα σε μακροχρόνια ύφεση, τον πληθυσμό σε διαρκή φτώχεια και τη δημοκρατία σε ασφυξία και υποτέλεια. Είναι επίσης φανερό ότι στη μεγάλη σκακιέρα ελάχιστα ή ουδέν μπορεί να πράξει τώρα πλέον η Ελλάδα. Η μόνη δυνατότητα απόκειται στο εθνικό μικροπεδίο: ριζική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος και απεγκλωβισμός υγιών κοινωνικών δυνάμεων, αυτές είναι οι προϋποθέσεις για οικονομική ανασυγκρότηση.


Το τεράστιο γιοτ του Αμπράμοβιτς, Luna, δεσπόζει στην κεντρική αποβάθρα της Βενετίας, λίγο μετά τα Τζαρντίνι της Μπιενάλε, λίγο πριν από τον Σαν Μάρκο. Ενα υπέρκομψο σκούρο κήτος, 115 μέτρα, μια τεχνητή όρκα από μέταλλο και υαλονήματα, με ελικόπτερο πάνω απ’ τη γέφυρα και Star Wars ραντάρ. Η αποβάθρα, σε αυτό το σημείο, είναι κλεισμένη με κάγκελα και φυλάσσεται από ιδιωτική ασφάλεια. Ενας μανάβης υποβάλλει σε έλεγχο τα φρούτα της τροφοδοσίας, όλοι είναι βλοσυροί και καλωδιωμένοι κάτω από τον καυτό ήλιο, οι μπιεναλίστες των τεχνών φωτογραφίζουν αμήχανοι την επιβλητική εγκατάσταση Luna a Venezia.

Στο ύψος της πρύμνης του Luna, πάνω στη riva, έχει στηθεί το καλλιτεχνικό περίπτερο της Αϊτής, μέσα σε δύο κοντέινερ. Η σεισμοπαθής Αϊτή δεν έχει λεφτά για νοικιάσει κτίριο. «Θάνατος και γονιμότητα» είναι ο τίτλος της έκθεσης των πιο φτωχών από τους φτωχούς της Καραϊβικής – μια εγκατάσταση με αποτροπαϊκές φιγούρες βουντού, φτιαγμένες από βιομηχανικά σκουπίδια. Οι Αϊτινοί ξορκίζουν με βουντού το απαστράπτον κήτος του Ρώσου ολιγάρχη, σαν να περιφρονούν και να εκλιπαρούν μαζί. Το φιλότεχνο πλήθος προσπερνάει ζαλισμένο από τη ζέστη και την υγρασία· νωρίτερα φωτογράφιζε σωματοφύλακες, πάνοπλες ειδικές δυνάμεις και βατραχανθρώπους στα κανάλια που επιτηρούσαν την επίσκεψη του προέδρου Σιμόν Πέρες στο περίπτερο του Ισραήλ.

Ολα συνυπάρχουν στην παλαιότατη Γαληνοτάτη Δημοκρατία: ζάπλουτοι, πένητες, επαίτες, μαζοτουρίστες, μαθητές, art crowd, βισκοντικά πάρτι σε υπερπολυτελείς σάλες, Γιαπωνέζες με δεκάδες τσάντες επώνυμα ψώνια, μαύροι πωλητές «μαϊμούδων» ακριβώς έξω από τα ορίτζιναλ, τις μπουτίκ Prada, Chanel, Luis Vuitton, Gucci, Hermes. Στην Dogana και στο Palazzo Grassi o μεγιστάνας των πολυτελών εμπορευμάτων Φρανσουά Πινό εκθέτει τμήματα της συλλογής του: επιβλητικά, μελαγχολικά ή αφελή έργα σύγχρονης τέχνης. Φθάνοντας στην πούντα, δεκάδες γιοτ λικνίζονται νωχελικά στα ρεμέτζα, έξω ακριβώς από τα πυρετικά έργα του ζωγράφου Ανσελμ Κίφερ και τα πονεμένα σχόλια των Αράβων καλλιτεχνών της διασποράς.

Εξωστρεφής, βαθύτατα ιστορική, πλούσια και αναχωνευτική, πλήρης λαών και φύλων, έμπειρη του πλούτου, της διπλωματίας και της κατάκτησης, η Serenissima αγκαλιάζει τα πάντα, χλιδή, ματαιοδοξία, νεωτερισμούς, μετασχηματισμούς, όλα λικνίζονται αιώνια στα θολά κανάλια και στη λαγκούνα με τρελή σοροκάδα.

Η σοροκάδα θυμίζει τις αλίπληκτες Κυκλάδες, τους στροβιλισμούς της αρμύρας, τη μυρωδιά της θάλασσας, τη ναυτοσύνη, τις πολιτείες του νερού. Μοιραζόμαστε τούτη την ακαριαία αίσθηση με τον Γιώργο, λίγο προτού μας πάρει η θάλασσα της επιστροφής· από τη βενζινάκατο μάς φωνάζει σημαδιακά «Στον Τούρλο!» Ξάφνου όλα λιώνουν σαν αλάτι, τα μουράνο, τα μωσαϊκά, οι λέοντες, οι καθρέφτες, και βρισκόμαστε στο Αιγαίο, στη χώρα που αφήσαμε πίσω μες στην αβεβαιότητα, όλα μάς επιστρέφουν στην αλμυρή πατρίδα.

Σιωπή απλώνεται στη χώρα. Σιωπή αναμονής, υπνωτική, απειλητική. Τα ΙΧ έχουν αραιώσει, και τα σαββατοκύριακα, τα ταξί σταθμεύουν στις πιάτσες άδεια, δεκάδες, εκατοντάδες, στους δρόμους πληθαίνουν οι σκουπιδοσυλλέκτες με καρότσια σούπερ-μάρκετ, ζητιάνοι και μικροκλέφτες πολιορκούν τα υπαίθρια καφενεία, μικροπωλητές κουνάνε ευτελέστατα πραγματάκια στα μάτια αδιάφορων περαστικών, οι τιμές του καφέ είναι οι μόνες που αποπληθωρίστηκαν: «ένα ευρώ φραπέ + νερό», «όλοι οι καφέδες 1,70».

Στον ευρύχωρο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης μυρίζεις, σχεδόν αγγίζεις, την αμηχανία, τη συστολή, την κατήφεια. Σοκαρισμένοι, φέρνουμε στον νου εικόνες ευδαιμονισμού και υπερχειλίζουσας ζωτικότητας, λαμπερά πρόσωπα, στο όριο της προπέτειας, ενάμιση περίπου χρόνο νωρίτερα. Η Θεσσαλονίκη, χωνευτήρι επαρχιών και φυλών, υλόφρων, καλοζωισμένη, τώρα μου φαίνεται συρρικνωμένη, αχτένιστη, ρυτιδωμένη, με σχισμένες αφίσες πάνω σε βιτρίνες σκοτεινών μαγαζιών με βουβά ”ενοικιάζεται” και ”πωλείται”. Στα ηλιόλουστα πάρκα, στις ανοχτές πλατείες, στην κινητική Αριστοτέλους, αντικρίζω κυρίως έφηβους και νέους, πιο ξένοιαστους αλλά μαζεμένους κι αυτούς, μεσήλικες απλανείς και αφηρημένους, έναν λαό ζαρωμένο, σε επιφυλακή, σε αναμονή. Μόνο τα παιδιά και οι νέοι δίνουν κίνηση ακόμη στην πόλη, μόνο αυτοί ζωηρεύουν τη χώρα.

Από τον αιφνιδιαστικό χειμώνα του ’10 έχει περάσει ενάμισης χρόνος. Με περικοπές, ανεργία, μείωση εισοδήματος, ψαλίδισμα μισθών και συντάξεων, υπερφορολόγηση, με χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις κατεστραμμένες. Η λιτότητα, οι περικοπές, η νέα φτώχεια, αντιμετωπίστηκαν με αξιοπερίεργη εγκαρτέρηση από τον λαό. Οι αντιδράσεις ήταν μετρημένες: περισότερο μια βαθιά δυσπιστία και αναδίπλωση, παρά οργή και αντίδραση. Ηταν μια αναπάντεχα ώριμη αντίδραση, σχεδόν αποδοχή μιας δύσκολης μοίρας.

Σταδιακά όμως, μετά το σοκ, μετά τα αλλεπάλληλα σοκ, τη δυσπιστία διαδέχεται η κατήφεια, σταθερά εγκατεστημένη σε πρόσωπα και καθημερινή συμπεριφορά, μια θλίψη που απλώνεται ψιλή ψιλή, αδιόρατη, σε όλο τον δημόσιο χώρο, που ψύχει και επιβραδύνει ζωτικές λειτουργίες. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, δηλαδή ο μισός πληθυσμός, έχει ζαρώσει, κινείται στο ρελαντί, σαν να οικονομεί δυνάμεις ενώπιον του απρόοπτου, ή του αναπόφευκτου. Σαν να συσπειρώνεται το σώμα, για να απαλύνει τη σφοδρότητα της πρόσπτωσης.

Ακόμη και το ζάρωμα όμως, αυτή η αναδίπλωση, το σκυμμένο και κουλουριασμένο σώμα, φέρει τη δική του δυναμική. Πρόκειται για οικονομία, για προφύλαξη· δεν είναι μόνο φόβος ή ηττοπάθεια. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης, το κύτταρο του επιβιωτή, φαίνεται να ξυπνά επιτέλους, να οδηγεί τις συμπεριφορές. Υπάρχουν δυνάμεις, είναι φανερό. Το ανθρώπινο απόθεμα είναι εδώ, παρόν, πάντα ήταν. Λείπει το σχέδιο, ο σκοπός, η πίστη, η συντονισμένη εκτίναξη.

Κάθε μέρα που περνά, η σιωπή πυκνώνει. Ομως αλλάζει τώρα, δεν είναι η ίδια σιωπή· η θλίψη έχει ένα όριο. Το όριο είναι η επίνοια: τώρα πια κατανοούμε την κατάσταση, σύντομα θα κατανοήσουμε και τους όρους της υπέρβασής της.

φωτ.: Στράτος Καλαφάτης

Η προαναγγελθείσα απεργία πείνας των μεταναστών, που αρχίζει σήμερα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, με αίτημα τη νομιμοποίησή τους, υπενθυμίζει με δραματικό τρόπο τα αδιέξοδα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία. Η οικονομική κρίση και η συνακόλουθη ύφεση, που πλήττουν τη χώρα, επικάθονται πάνω σε ένα πρόβλημα ήδη εκρηκτικό, το μεταναστευτικό, το οποίο επιδεινώνεται σταθερά, ιδίως μετά το 2004.

Οι μετανάστες ζητούν νομιμοποίηση και άδεια εργασίας, είτε επειδή δεν έχουν είτε επειδή η άδειά τους έχει λήξει λόγω μη συμπλήρωσης των αναγκαίων ημερομισθίων. Το αίτημα για ανθρώπινη μεταχείριση των μεταναστών είναι δίκαιο, και η ελληνική κοινωνία έδειξε να το αποδέχεται και να συμμορφώνεται επί μακρόν, σε γενικές γραμμές. Ωστόσο η έλλειψη οργανωμένης αντιμετώπισης του μαζικού μεταναστευτικού κύματος εξ Ανατολών, το οποίο δεν έχει πλέον τελικό προορισμό την Ελλάδα, αλλά όλη τη Δυτική Ευρώπη, άφησε τους μετανάστες ανυπεράσπιστους στην κακομεταχείριση, και άφησε επίσης ανυπεράσπιστη την ελληνική κοινωνία. Πολύ περισσότερο, που τα τελευταία χρόνια εξέλιπαν και οι ευκαιρίες απασχόλησης, χάθηκαν ακόμη και τα «μαύρα» μεροκάματα.

Στην ολιγωρία των ελληνικών κυβερνήσεων προστίθεται η απροθυμία ή και η υποκρισία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν δραστικά το μείζον πρόβλημα της μετανάστευσης. Η συνθήκη του Δουβλίνου-2 υποχρεώνει ουσιαστικά την Ελλάδα, ως πρώτη χώρα εισόδου, να παρακρατεί εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστάτες, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις νόμιμης παραμονής και οι οποίοι συχνά ζουν υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς χαρτιά και χωρίς εργασία. Τι μπορεί όμως να προσφέρει η Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων, αντικειμενικά, σε 1,5 και πλέον εκατομμύριο μετανάστες, όταν η χώρα πλήττεται από τη σφοδρότερη κρίση των τελευταίων πολλών δεκαετιών και ο ιθαγενής πληθυσμός έχει μπει σε ένα τούνελ λιτότητας από το οποίο δεν γνωρίζει πότε και πώς θα βγει; Πόσους μετανάστες μπορούν να αντέξουν οι υποδομές της χώρας, υγειονομικές, σχολικές, οικιστικές; Οταν μάλιστα εργασίες δεν υπάρχουν και όταν οι δαπάνες για τις δημόσιες υποδομές περιστέλλονται δραστικά σε κάθε τομέα;

Το μεταναστευτικό δεν έχει εύκολη λύση. Είναι πρόβλημα που παράγεται εκτός συνόρων, και εκδηλώνεται εντός. Είναι μείζων ιστορική μεταβολή, είναι μαζική και διαρκής μετακίνηση φτωχών ανθρώπων από τον Τρίτο Κόσμο προς τον Πρώτο, η οποία δεν πρόκειται να ανασχεθεί εφόσον δεν αρθούν τα αίτια της δυστυχίας και της άνισης ανάπτυξης επιτόπου, στις χώρες προέλευσης.

Εξ ου και είναι εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί εδώ· εδώ, απλώς μεταφέρεται η πενία μακριά από την πηγή της, και λιμνάζει, σε μια πύλη εισόδου, σε έναν χώρο τράζιτ, σε μια χώρα που έχει πια τα δικά της δυσεπίλυτα προβλήματα. Ο έσχατος πένης, ο εξόριστος, ο μέτοικος, ζητάει βοήθεια από τον νεόπτωχο γηγενή, από τον έμφοβο άνθρωπο της κρίσης. Η φτώχεια προσκρούει στην απειλή φτώχειας.

«Πρέπει να καταλάβεις ότι η διαφορά ανάμεσα σε εσένα και εμένα είναι ένα τίποτα, μια “στραβή”. Πριν από λίγα χρόνια είχα σπίτι και όλα τα σχετικά. Ετσι ήρθαν τα πράγματα, ούτε που το κατάλαβα, μάγκα μου». Το ρεπορτάζ της πρωτοχρονιάτικης «Κ» για τους νεοαστέγους έρχεται από μιαν άλλη χώρα. Τη χώρα του Ντίκενς; Τη χώρα των Αθλίων των Αθηνών; Την κοινωνία του ενός τρίτου; Τη χώρα όπου γινόμαστε, τη χώρα όπου ήδη είμαστε;

Εως πριν από μερικά χρόνια, οι άστεγοι ήταν μια μειονότητα σαλών, ανθρώπων που δραπέτευαν από την κοινωνία και τα δεσμά της, που έσπαγαν τους δεσμούς με την κανονικότητα, που τους είχε βρει μια τεράστια ατυχία. Ηταν μια ελάχιστη εξαίρεση. Ηταν σαν τα αδέσποτα στο αστικό δίκτυο: δεν πείραζαν κανέναν, δεν τους πείραζε κανένας και κανείς δεν τους έβλεπε: ήταν λίγοι, τόσο λίγοι που δεν απειλούσαν τη βιτρίνα της κανονικότητας, της αιωνίας προόδου, της διαρκώς αυξανόμενης ευημερίας. Ηταν λίγοι και ήταν σαλοί.

Σήμερα, οι άστεγοι είναι πολλοί και δεν είναι σαλοί. Είναι θύματα ατυχίας και πάλι: αλλά όχι μιας ατυχίας τεράστιας, δεν αφίστανται πολύ από την κανονικότητα των τυχερών. Οχι. Η ατυχία που μετατρέπει σήμερα έναν κανονικό, έναν στεγασμένο, σε άστεγο, σε κλοσάρ και ρακοσυλλέκτη, σε αδέσποτο του δρόμου, αυτή η ατυχία είναι πια πολλή μικρή, ελάχιστη: «η διαφορά είναι ένα τίποτα, μια “στραβή”».

Βρισκόμαστε ενώπιον ιστορικού ρήγματος. Φτώχεια υπήρχε πάντα. Μαζική πτώχευση και ταχεία καταστροφή μικρομεσαίων στρωμάτων, δεν υπήρχε. Κι είναι γενετικά άλλο να γεννιέσαι φτωχός, να μεγαλώνεις με μειωμένες προσδοκίες, αλλά να μπορείς να ελπίζεις ότι θα βελτιώσεις τη θέση σου, να μπορείς να λογαριάζεις ότι σε μια ατυχία θα υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας, για να μην καταστραφείς, το δίχτυ της διευρυμένης οικογένειας ή της κοινότητας, το δίχτυ του κράτους–πρόνοιας, το δίχτυ της κοινωνικής αλληλεγγύης. Και είναι άλλο να ζεις σε μια σχετική ευημερία, να μην ξέρεις τι ακριβώς σημαίνει απόλυτη ένδεια, και αίφνης, με μια “στραβή”, να τα χάνεις όλα, να χάνεις και τα ολίγα που σε κρατάνε εντός της κανονικότητας, υπό μία στέγη, και να βρίσκεσαι στην ουρά του συσσίτιου, στις λίστες απορίας, στον δρόμο, ντροπιασμένος κάτω από το χαλί…

«Οταν φανεί το πρόβλημα, στην πραγματική του διάσταση, η κοινωνία θα σοκαριστεί. Κάθε εβδομάδα καταφεύγουν στις δομές μας τουλάχιστον δύο περιπτώσεις ατόμων που έχασαν τα σπίτια τους λόγω της κρίσης… Αν βαθύνει η κρίση και συνεχίσουν να χάνονται τόσες θέσεις εργασίας, το ζήτημα θα αποκτήσει εκρηκτικές διαστάσεις», περιγράφει μια νοσηλεύτρια που υποδέχεται καθημερινά νεοαστέγους, τώρα και αποφοίτους πανεπιστημίων και πρώην εμπόρους.

Πίσω από τους αριθμούς των ανέργων ή των πτωχευμένων νοικοκυριών που δίνει η Στατιστική Αρχή, βρίσκονται ανθρώπινα πρόσωπα, δράματα, καταστροφές. Στα πρόσωπα των ηττημένων νεοαστέγων βρίσκεται χαραγμένο το μέλλον, σαν σκοτεινό ενδεχόμενο ημών των κανονικών. Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι το μέγιστο: δίκτυα αλληλεγγύης. Είναι ένα κάποιο ανάχωμα μπρος στην κοινωνική αποσάθρωση, στην κοινωνία της «στραβής».

Ο σκληρός χειμώνας του ’11 αρχίζει νωρίς, απ’ τον Σεπτέμβριο. Τα άδεια ράφια των σούπερ μάρκετ εμφάνισαν τυχαία μια εικόνα μέλλοντος. Ανησυχητική, δυσοίωνη. Εικόνα φτώχειας. Ασφαλώς συγκυριακή, αλλά τούτη η συγκυριακή εικόνα έρχεται να προστεθεί στη διαρκώς επεκτεινόμενη εικόνα των νεκρών μαγαζιών, στις άδειες βιτρίνες και τα ρυπαρά πεζοδρόμια.

Στις δυσοίωνες εικόνες προστίθενται εξίσου δυσοίωνα μηνύματα: για απολυμένους γνωστούς και συγγενείς, για επιχειρήσεις που κλείνουν, για κλάδους που φθίνουν. Ενας ιστορικός αποτόλμησε μια σύγκριση: Ο χειμώνας του 2011, υπό όρους, θα μείνει στις μνήμες των χορτάτων Ελλήνων του 21ου αιώνα, σαν τον σκληρό χειμώνα του ’41, του κατοχικού λιμού. Δεν θα δούμε λιμό, βέβαια. Κινδυνεύουμε να δούμε όμως πάλι το ξεχασμένο και απωθημένο φάσμα της φτώχειας, αυτό που είχε παρέλθει οριστικά από την αυτοσυνείδηση των μεσαίων στρωμάτων, κατά τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης, άλλωστε, στηρίχθηκε σε αυτή τη συνομολογία: ποτέ πια φτώχεια, ποτέ πια διχαστικές διακρίσεις, πολιτικές ή ταξικές.

Τώρα, η απειλή της φτώχειας επιστρέφει, συνοδευμένη από υπόδηλες απειλές κοινωνικών αποκλεισμών και νέων ταξικών διαφορισμών. Αμφισβητείται το κοινωνικό συμβόλαιο μιας 35ετίας. Τα απειλούμενα πλήθη το αισθάνονται· ίσως δεν το συνειδητοποιούν, δεν το αναλύουν, αλλά το αισθάνονται σε κάθε πόρο του δέρματός τους: η απειλή είναι υλική, βιοτική, δεν απειλούνται αορίστως πολιτικά οικουμενικά δικαιώματα. Εξ ου και οι όποιες αντιδράσεις θα είναι αντιδράσεις προς υπεράσπιση των υλικών θεμελίων του βίου, και θα είναι αντιδράσεις εν τω βάθει, υπαρξιακά, πολιτικές. Δηλαδή, απρόβλεπτες, πέραν του παρόντος εννοιολογικού πλαισίου με το οποίο αντιλαμβανόμαστε το πολιτικό παιχνίδι.

Σημάδια αυτής της απρόβλεπτης, ανορθόδοξης συμπεριφοράς του πλήθους έχουν ήδη υπάρξει και έχουν σφραγίσει τον δημόσιο χώρο: ο Δεκέμβρης 2008, ανερμήνευτος εν πολλοίς ακόμη και σήμερα, ελλοχεύει στο συλλογικό φαντασιακό· και το οργισμένο ποτάμι της 5ης Μαΐου 2009, μαζικά αντισυστημικό και αντικοινοβουλευτικό, που ανακόπηκε μόνο από το αίμα αθώων. Οι ανορθόδοξες, απρόοπτες συμπεριφορές εμφανίζονται σαν εκρήξεις, αλλά δεν προέρχονται εκ του μηδενός, πηγάζουν από υπόγεια ή και επιφανειακά ρεύματα ιδεών, που κυκλοφορούν πολλά χρόνια τώρα, επηρεάζουν, διαμορφώνουν στάσεις, ιδίως στη νεολαία, ευεπίφορη και ευάλωτη στο καινούργιο, στην υπέρβαση, στην ανυπακοή, στην αίρεση, στον οραματισμό, στη δημιουργία αλλά και στον μηδενισμό.

Η συρρίκνωση του μέλλοντος, η διάχυση ενός μετανεωτερικού κυνισμού ντυμένου σαν πραγματισμός, ο προϊών αποκλεισμός λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων από το greek dream του αυτοδημιούργητου, η διαψευσμένη υπόσχεση της διαρκούς ευδαιμονίας, ο συστημικός αποκλεισμός των μαζών από το πολιτικό παιχνίδι ακόμη και σαν δυνατότητα φωνής, όλα αυτά τα, λίγο – πολύ διεθνή, χαρακτηριστικά της άφωνης, απολιτικής μεταδημοκρατίας, συγκεράζονται με εγχώριες ιδιοσυστασίες, με την υποχώρηση της παραδοσιακής οικογένειας, με απίσχναση του παραγωγικού ιστού, με ξεθώριασμα ταυτοτήτων και αναπαραστάσεων. Συμποσούμενα και ανασυντιθέμενα δίνουν ένα δυνάμει εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα, εγκαιροφλεγές, έτοιμο να αναφλεγεί δοθείσης αφορμής.

Αυτό το υπόστρωμα υπάρχει από χρόνια. Η ύφεση και η συνακόλουθη υλική αποψίλωση του βίου επισωρεύονται σαν προσχώσεις εξαιρετικά επιβαρυντικές, σε ένα κοινωνικό σώμα του οποίου πλέον δεν γνωρίζουμε τις αντοχές, το όριο θραύσεως. Ενώπιον του ενδεχόμενου υλικού αφανισμού του, ή της μη αναστρέψιμης υποβάθμισης, είναι άγνωστο πώς θα αντιδράσει το πλήθος, αυτό το απρόβλεπτο, βουβό πλήθος.

Μία οδός είναι η υπακοή, η υποταγή, η προσαρμογή, για τη δαρβινική επιβίωση στο όποιο νέο κοινωνικό σχήμα προκύψει. Τούτη η οδός είναι η πιο πρόσφορη για τη μάζα που έχει μείνει χωρίς συλλογική αυτοσυνείδηση, χωρίς σχέδιο και ηγεσία· είναι η οδός της εξατομικευμένης διάσωσης, η οδός των ατομικών συγκρούσεων και συμβιβασμών.

Αλλη οδός είναι η ανυπακοή, η ανυποταξία, η εναντίωση, η σύγκρουση. Ατομικά ή σπερματικά ομαδικά, σε συσσωματώματα και αστερισμούς υποκειμενικοτήτων, σε δικτυωτές μικροσυλλογικότητες· πάντως όχι συλλογικά, με τα σχήματα και τις εννοιολογήσεις του 20ού αιώνα. Ρομαντισμός, νεοχιπισμός, τεχνοϋλισμός, υπαρξισμός, ανορθολογισμός, μηδενισμός διαπερνούν υπόγεια αυτά τα ανυπάκουα πλήθη.

Αλλη οδός υπόσχεται ορθολογική αναδιευθέτηση του συμβολαίου, σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Είναι η δυσχερέστερη σε στιγμές κρίσης – όσο εδίδαξε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Οποιαδήποτε οδός κι αν ακολουθηθεί, από τις ιχνογραφηθείσες ή άλλες, οι άνθρωποι ασφαλώς θα βγουν διαφορετικοί. Η χώρα θα βγει διαφορετική από αυτόν τον μακρύ χειμώνα.

Δυσπιστία, δυσαρέσκεια, απογοήτευση, απαισιοδοξία, αποτυπώνονται στην τακτική δημοσκόπηση της Public Issue. Η πιο εντυπωσιακή καταγραφή: 8 στους 10 Ελληνες δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τη λειτουργία της δημοκρατίας. Η οικονομική κρίση ασφαλώς απασχολεί τους πολίτες, καθώς αισθάνονται ήδη τις επιπτώσεις της ύφεσης, και η απαισιοδοξία τους για το άμεσο μέλλον καταγράφεται σαφώς. Αλλά το πιο ανησυχητικό είναι αυτό: η κοινωνία πιστεύει ότι η δημοκρατία δεν λειτουργεί· και την πεποίθηση αυτή συνοδεύει η αποπολιτικοποίηση: ένας στους δύο Ελληνες δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική.
Διάβασε παρακάτω

Τρεις πρόσφατες ταινίες, τρία δράματα, μας υπενθυμίζουν πόσο δραστικός και καίριος μπορεί να είναι ο αμερικανικός κινηματογράφος, πόσο καλά αφουγκράζονται το παρόν και τους κοινωνικούς κραδασμούς οι Αμερικανοί κινηματογραφιστές, και πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά μπορούν να μετουσιώσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο σε αφήγημα, σε δράμα, σε έργο τέχνης. Οι τρεις ταινίες είναι το “Παγωμένο ποτάμι”, to “Gran Torino” και το “The Visitor”. Ολες οι ταινίες είναι παραγωγές μικρομεσαίου κόστους και ολιγοπρόσωπες, και όλες καλογυρισμένες, με ερμηνείες υψηλού επιπέδου, με σχετικά άγνωστους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, εκτός του Κλιντ Ιστγουντ (Gran Torino).

Σε όλες τις ταινίες θέμα είναι η μετανάστευση, ο ξένος, ο φτωχός, ο σε αποκλεισμό ή κατατρεγμό, και η σχέση του ξένου με τον γηγενή, που τραβάει κι αυτός παρόμοια βάσανα, άλλης κλίμακας, αλλά ίδιου πυρήνα: φτώχεια, μοναξιά, φθορά, δυσκολίες προσαρμογής στο καινοφανές περιβάλλον.

Το θέμα των ταινιών είναι ο καιρός μας, η ανθρώπινη συνθήκη στον 21ο αιώνα: οι ανισότητες, οι μετακινήσεις, οι αποκλεισμοί, ο αμήχανος άνθρωπος ενώπιον του απειλητικά αναδυόμενου νέου, οι άνθρωποι σε μεταιχμιακή κατάσταση, η μοναξιά, η δύσκολη διατήρηση της αξιοπρέπειας, η σκληρή δοκιμασία των παλαιών ηθικών αρχών.

frozen-river

Στο Παγωμένο Ποτάμι μια γυναίκα της εργατικής τάξης παλεύει να κρατήσει ενωμένη και σώα την οικογένειά της, δυο ανήλικα αγόρια, στα παγωμένα αμερικανοκαναδικά σύνορα, με -28 βαθμούς σ’ ένα φτενό λυόμενο που μπάζει, με μερική απασχόληση, με σύζυγο τζογαδόρο που έχει αποδράσει. Σε τρεις σκηνές, περιγράφεται όλο το δράμα των πληβείων της πλουσιότερης χώρας. Για να τα βγάλει πέρα, συνεργάζεται με μια μοναχική Ινδιάνα: περνούν στις ΗΠΑ λαθρομετανάστες, διασχίζοντας το παγωμένο ποτάμι, το σύνορο. Γιατί έρχονται εδώ οι Κινέζοι και οι Πακιστανοί, αναρωτιέται η γυναίκα, ποιον παράδεισο περιμένουν να δουν; Δεν υπάρχει παράδεισος. Για την λευκή Αμερικανίδα, όλα είναι κόλαση, όλα κρέμονται σε μια κλωστή, η απόλυτη φτώχεια, η ζωή των παιδιών της, προ πάντων η αξιοπρέπειά της και η πίστη στη ζωή. Μια αποκαλυπτική εμπειρία, μια παρ’ ολίγον τραγωδία, ενώνει τις δυο γυναίκες, λευκή και ινδιάνα, δυο μητέρες που κινδυνεύουν να χάσουν τα παιδιά τους, δυο not good enough μάνες που βυθίζονται στην ενοχή και την αναξιότητα. Με μια θυσία, κερδίζουν τα παιδιά τους και την υστάτη νησίδα, την ανθρωπινότητα, τη ζωή με αξιοπρέπεια.

Στο Παγωμένο Ποτάμι, οι μετανάστες είναι στο φόντο, ανθρώπινα φορτία που στιβάζονται στο πορτ-μπαγκάζ· κι από εκεί όμως δρουν καταλυτικά πάνω στους ήρωες. Στο Gran Torino και στο Visitor, οι μετανάστες είναι στο προσκήνιο, πρωταγωνιστές. Με άλλο, ομιλητικό τρόπο, δρουν κι αυτοί καταλυτικά στις ζωές των γηγενών που έρχονται σε επαφή μαζί τους. Ο μοναχικός γερόλυκος Ιστγουντ, απομεινάρι της πατρίδας του Ψυχρού Πολέμου και της Βιομηχανικής Εποχής, ξεκουκκίζει τις τελευταίες μέρες του σε μια γειτονιά που έχει ξεπέσει σε γκέτο συμμοριών. Οι τελευταίες μέρες του, σε έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνει, θα φωτιστούν από δυο Κινεζάκια γειτονόπουλα, μια ακατανόητη νιότη, μια νέα Αμερική· και θα τον οδηγήσουν σε μια επική έξοδο από τον παλιό κόσμο, συμβολικά και σωματικά· σε μια θυσία υπέρ των νέων φίλων, της οιονεί οικογένειας.

Αντίο χαμπίμπι...

Αντίο χαμπίμπι...

Στο Visitor, ο γηγενής είναι ένας μονόχνωτος WASP, καθηγητής στο Γιέιλ, ένας άνθρωπος ηττημένος και στείρος, πικράντερος, μονάχος, που παρακολουθεί τη ζωή του να τελειώνει χωρίς νόημα. Η απρόοπτη εισβολή δυο νεαρών λαθρομεταναστών στο νεοϋορκέζικο διαμέρισμά του, ανατρέπει τη θλιβερή κανονικότητά του και τον αφήνει έκθετο στα κύματα της ζωής, στα αισθήματα, στη μουσική, στη φιλοξενία, ακόμη και στον έρωτα για την ώριμη χήρα από τη Συρία. Δίνει φιλοξενία, προσφέρει· και του δίδεται: φιλία, αγάπη. Ο νεαρός τον μαθαίνει μουσική, να ακούει με το σώμα τη μουσική, να την ακολουθεί χωρίς να σκέφτεται. Ο WASP ανταποδίδει, αποκολλάται από την ερημιά του εγωτισμού του, γίνεται αρωγός και ικέτης· επισκέπτης φυλακών, επισκέπτης της άλλης πραγματικότητας, των γκρίζων ανθρώπων sans papiers. Αλλάζει. Η μητέρα του νεαρού, βγαλμένη από θάνατο και στέρηση, του δίνει τα δώρα της αξιοπρέπειας και της αγάπης, αποκαλεί αυτόν τον στερεμένο, ”χαμπίμπι”, αγαπημένο. Τα κύματα της ζωής τούς παίρνουν και τους πετούν σαν καρυδότσουφλα, ο καθένας μονάχος και πάλι, οι κόσμοι χωριστά, κι ο καθένας να κουβαλάει μια ουλή, ένα άγγιγμα, μια αστραπή ονείρου.

Εργα συγκινητικά και αληθινά. Εργα για τον καιρό μας, και τον καιρό που έρχεται. Σκέφτηκα: Τι έργα αναλόγως δραματικά κι αληθινά φτιάχνουν οι Ελληνες κινηματογραφιστές;  Πώς αφηγούνται τον δύσκολο καιρό μας; Σκέφτομαι.

buzz it!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.826 hits