You are currently browsing the category archive for the ‘cinema’ category.

Στα τέλη Νοεμβρίου, στο 8ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου που οργάνωσε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα την ταινία του Γάλλου Βενσάν Ντιέτρ «Οrlando ferito» – Oρλάνδος πληγωμένος. Πρόκειται για ένα στοχαστικό ντοκυμαντέρ, με αφηγητή τον ίδιο τον σκηνοθέτη, ο οποίος πηγαίνει στη Σικελία για μια καταγραφή του συνόρου αλλά και του κέντρου, της ψυχής, της Ευρώπης. Στην ταινία, το κεντρικό μοτίβο είναι ο Μαινόμενος Ορλάνδος, του Αριόστο, όπως παρουσιάζεται στο τοπικό λαϊκό κουκλοθέατρο – μια αλληγορία για τις απαρχές της Ευρώπης του Καρλομάγνου. Το άλλο μοτίβο είναι οι περίφημες πυγολαμπίδες του Παζολίνι, από το αλληγορικό άρθρο του στην Κοριέρε ντελα Σέρα το 1975, λίγους μήνες πριν απ΄ το θάνατό του. Σ΄ εκείνη την πνευματική διαθήκη ο σπουδαίος ποιητής και στοχαστής έκανε μια στροφή προς τον πεσιμισμό: οι πυγολαμπίδες, ζωογόνα φωτάκια ελπίδας, έχουν χαθεί, όχι μόνο λόγω της οικολογικής υποβάθμισης, αλλά λόγω της πολιτικής παρακμής. Και εξηγεί πώς αλλάζει το ιστορικό Παράδειγμα, μετά τα ελπιδοφόρα χρόνια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης.

Ο σκηνοθέτης Ντιέτρ συζητά με εξέχοντες σύγχρονους στοχαστές για τις χαμένες πυγολαμπίδες του Παζολίνι. Κεντρικός συνομιλήτής του ο Γάλλος φιλόσοφος και θεωρητικός τέχνης Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν. Ο Ουμπερμάν, με περίσσιο σεβασμό προς τον Παζολίνι, υποστηρίζει ότι σαράντα χρόνια μετά το άρθρο, με την Ευρώπη σε ιστορικό μεταίχμιο, σε ορατή παρακμή, οι πυγολαμπίδες παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν, αρκεί να έχουμε μάτια να τις δούμε. Σε μια έξοχη, συγκινητική ομιλία του προς τους Σικελούς, σε προβολή στο θέατρο Γκαριμπάλντι, ο Ουμπερμάν υποστηρίζει ότι οι πυγολαμπίδες έχουν επιζήσει, ότι δηλαδή μπορούμε να αναπτύξουμε μια πολιτική της επιβίωσης, της ελπίδας, της ομορφιάς, της αυτονομίας. Επισημαίνει ωστόσο ότι ότι ο πόνος, οι δυνάμεις του χάους και της υποταγής είναι πάντα παρούσες.

Ο Ουμπερμάν πάει ένα βήμα πέρα από τους προσφιλείς του στοχαστές, τον Παζολίνι, τον Γκράμσι, τον Μπένγιαμιν, προς μια ποιητική και συνάμα πρακτική ενόραση του κόσμου, υπερβαίνοντας την μεταμοντέρνα ακηδία: «Δουλειά μου, δουλειά μας, είναι να φτιάξουμε μικρά φωτάκια, να τα υποδείξουμε, να δείξουμε τις δυνατότητες»: μου το έλεγε τη βροχερή νύχτα της προπερασμένης Πέμπτης, καθώς αγναντεύαμε τα φώτα της πόλεως των Αθηνών, από τον Υμηττό ώς τη θάλασσα. Την περασμένη βδομάδα, αυτός ο ξεχωριστός στοχαστής μιλούσε στην Αθήνα. Με αφορμή μια ταινία μικρού μήκους της Μαρίας Κουρκούτα, («Επιστροφή στην οδό Αιόλου»), έγραψε ένα δοκίμιο υπό μορφήν επιστολής προς τη σκηνοθέτρια, ουσιαστικά ξετύλιξε τη σκέψη του για τον χρόνο, για τις απροσδόκητες συναιρέσεις του παρελθόντος μες στο παρόν, για τη δυναμική του ποιητικού σινεμά, για την τόλμη του λυρισμού.

Μαζί με αυτό το δοκίμιο (Βγαίνοντας από τον χρόνο, εκδόσεις ΚΙΠΚΕ) , διάβασα ένα παλιότερο οξυδερκέστατο κείμενό του, για την σπουδαία ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, «Η αγέλαστος πέτρα» (2002, όλη η ταινία). Και στις δύο περιπτώσεις εκπλήσσει η ελληνομάθεια του Ουμπερμάν, δηλαδή η ευρωπαϊκή του ευαισθησία, και η δημουργική σύλληψη του λόγιου και του λαϊκού. Ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, τα ρεμπέτικα, συνυπάρχουν με τον Αισχύλο και τον Πίνδαρο, τον Χάιντεγκερ και τον Χαίλντερλιν, τον Μπένγιαμιν, τον Ρίλκε. Ολα εκβάλλουν στην κατανόηση και την ενσυναίσθηση, σε μια βαθύτερη ενόραση του κόσμου, της ζωής σαν θαύμα και σαν ποίημα:

«Μας φοβίζει τόσο η γλώσσα και η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, το ιδρυτικό τους θαύμα, ώστε δεν ξερουμε πια και τόσο πώς να κοιτάζουμε απλά, έτσι όπως είναι μπροστά στα μάτια μας, τους Ελληνες του σήμερα. Οταν ο Χάιντεγκερ έκανε την περίφημη κρουαζιέρα του στην Ελλάδα, δεν είδε τίποτα, καταρχάς επειδή δεν ήθελε να δει τίποτα από την αχρειότητα του σήμερα. Την καθαρή Ελάδα που τόσο αγαπούσε, την αγαπούσε παρελθούσα, νεκρή για τα καλά.[…] Για να βγούμε όμως από τις παρελθούσες εποχές, πρέπει να ξέρουμε να επιστρέφουμε -διαρκώς- στην εμμένεια της εργασίας τους, στις επιστροφές τους, στις αναβιώσεις τους… Μπορεί να επιβιώνει εκεί που δεν το περιμένουμε καθολου, σε ένα λαϊκό ποίημα του ρεμπέτικου ή σε μια μικρή πειραματική ταινία. Δεν βρισκόμαστε μακριά από τους Ελληνες, έστω κι αν δεν πιστεύουμε πια στους θεούς του παγανισμού. Αρκεί να τους βλεπουμε επί τω έργω, να έχουμε ορθάνοιχτα υα μάτια -είναι η ετυμολογία της λέξης Έυρώπη΄- στους τρόπους τους, ακόμη και σήμερα, να ‘βγαίνουν από τον χρόνο’»

Παράπλευρα οφέλη επετείων. Με αφορμή την 17η Νοεμβρίου στην τηλεόραση, ιδίως στο κανάλι της Βουλής, προβλήθηκαν μερικές ταινίες, κυρίως ντοκυμαντέρ, για τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας με κατάληξη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στην τραγωδία της Κύπρου.

Ωφέλιμη η αναδρομή στα χρόνια του ’60 και του ’70, με πολλούς τρόπους. Για τόνωση της ιστορικής γνώσης και της πολιτικής κατανόησης, πρώτα πρώτα. Αλλά και για βαθύτερη επανασύνδεση με την ανθρωπολογία και την ψυχολογία των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια, τα τόσο κρίσιμα από πολλές σκοπιές. Παρατηρώντας ατυπικά στιγμιότυπα συχνά ξανασκέφτεσαι βαθύτερα την κοινωνία, την ιστορική κίνηση, τις προσδοκίες, τους ανθρώπινους τύπους.

Στα κινηματογραφημένα επίκαιρα και μόνο ο χαρακτηριστικός τόνος των εκφωνητών, μαζί με την μιξοκαθαρεύουσα, αρκούν για να σε μεταφέρουν σε ένα κόσμο οικείο, αλλά τόσο πολύ μακρινό. Η αισθητική της χούντας βρίσκεται στη ρητορική του γελοίου Παττακού και του ημιπαράφρονος Παπαδόπουλου, αλλά και στα τσάμικα των στρατοπέδων: ανακαλύπτεις ότι όσο γελοία και νεκρή ήταν η ξύλινη καθαρεύουσα στα χείλη των κολονέλων, άλλο τόσο γελοία ήταν τα αρκουδιάρικα τρεκλίσματα τους. Δεν ήξεραν να μιλήσουν, δεν ένιωθαν να χορέψουν. Κατάφεραν όμως να να κυριαρχήσουν, να εκφοβίσουν και να αποκοιμίσουν.

Ευτυχώς υπήρχαν κινηματογραφιστές στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1975. Για να θυμόμαστε το τρελό βλέμμα και το παραλήρημα του βασανιστή Ιωαννίδη. Για να θυμόμαστε τα δειλά ψελλίσματα συνωμοτών και επίορκων στρατηγών, ψοφοδεή ανθρωπάκια που δεν ενθυμούνται, δεν απαντούν και δεν έχουν άλλον τι να προσθέσουν. Για να θυμόμαστε την ανάδειξη ξενοκίνητων πρακτόρων στην κορυφή της τυραννίας, την διαρκή επίκληση του ερυθρού κινδύνου και των ρωσικών όπλων από τους ανθρώπους που πρόδωσαν την Κύπρο, τη φάμπρικα εθνικοφροσύνης από αυτούς που ταπείνωσαν τη χώρα τους. Για να ανασυνθέτουμε ψηφίδα-ψηφίδα ό,τι προηγήθηκε: τις συνωμοσίες των Ανακτόρων και των στρατηγών, τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που είχαν προηγηθεί, κυρίως την ιστορική έκρηξη του Ιουλίου 1965.

Μόνο όταν βλέπεις τις λαοθάλασσες του ’65, τη λαχτάρα των υποτελών για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπους με τα πουκάμισα στο χέρι σαν λάβαρα να διεκδικούν τον σεβασμό της ψήφου τους και τον σεβασμό του Συντάγματος, να διεκδικούν μοίρα στον ήλιο και στην ιστορία, μόνο τότε κατανοείς βαθύτερα τις καθαρευουσιάνικες υλακές των δικτατόρων. Τότε η φόρμα, ο τρόπος, αποκτούν βαθύτερο νόημα. Ο λαός του ’60 τραγουδούσε ήδη Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Γκάτσο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Τσιτσάνη· ένας νέος κόσμος ανέβλυζε. Αυτός ο κόσμος διακόπηκε και συντρίφτηκε την 21η Απριλίου 1967.

Μα και αργότερα, όταν ανέβλυζαν παράλληλα η ποπ και το ροκ, οι απόηχοι του Μάη, συγκροτείτο ένας κόσμος ελευθερίας και οραμάτων που πάλι ήταν ασύμβατος και ενάντιος στον γύψο των δικτατόρων. Κι ήταν αυτός ο κόσμος των παιδιών «με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», με μπαγκράουντ μικτό αλλά νόμιμο, Ξυλούρη, Σαββόπουλο και Ρόλινγκ Στόουνς, που έφτασε ώς την υπέρβαση του Πολυτεχνείου.

Οπως κι αν δεις τα κινηματογραφημένα αποσπάσματα, θα αντικρίσεις ασύμβατους κόσμους, πολιτικά και πολιτισμικά, ψυχογεωγραφίες ασύμπτωτες και συγκρουσιακές, θα δεις τον λαό να προσπαθεί να ξεχυθεί προς την ελευθερία και την ισότητα, και τις δυνάμεις της φεουδαρχίας να συνωμοτούν και να επιβάλλουν τυραννία. Υπό αυτή την έννοια, η άρνηση του τυραννοκτόνου και απελευθερωτικού χαρακτήρα του συμβάντος «Πολυτεχνείο ’73» πλησιάζει, αναλογικά, την άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Ταινίες: Παντελής Βούλγαρης, Θεοδόσης Θεοδοσόπουλος

Η Ida του Πάβελ Παβλικόφσκι είναι η ταινία της χρονιάς, από τώρα· σφραγίζει την ευρωπαϊκή ευαισθησία όπως την σφράγισε πέρυσι η Grande Belezza του Πάολο Σορρεντίνο. Πρόκειται για ταινίες-σπουδές, που μιλούν για την ψυχή των λαών και των ανθρώπων, για την αξεδιάλυτη συνύφανση του ατομικού με το συλλογικό, για το βάρος της μνήμης και της ιστορίας, για την Ευρώπη των νεκρών και των φαντασμάτων.

Στην πολωνική ταινία πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες, δύο γενιές, δύο κόσμοι. Η νεαρή δόκιμη μοναχή Αννα, και η ώριμη δικαστίνα Βάντα. Η Αννα είναι η Εβραία Ιντα, ορφανό πολέμου που μεγάλωσε σε μοναστήρι Καθολικών. Η θεία της, αδελφή της μητέρας της, είναι η κομμουνίστρια Κόκκινη Βάντα, πρώην εισαγγελέας, αλκοολική. Η μία πιστεύει, η άλλη όχι. Οι διαφορές σταματούν εδώ. Οι ομοιότητες είναι βαθύτερες: δεν έχουν ρίζες, δεν έχουν οικογένεια, οι ζωές τους ξετυλίγονται πάνω στην έλλειψη, την απουσία, τα θαμμένα μυστικά, τη λήθη. Την παραμονή της κουράς της μοναχής, οι δύο γυναίκες θα ανταμώσουν για πρώτη φορά και θα ξεκινήσουν το μοναδικό κοινό τους ταξίδι, σε αναζήτηση του κοινού τους παρελθόντος. Αναζητούν τους νεκρούς τους, γονείς και παιδιά, τα οστά των δολοφονημένων και χαμένων του Ολοκαυτώματος.

Ολη η ταινία είναι η κάθοδος στον Αδη με τη μορφή ενός road movie στην άχρονη πολωνική ύπαιθρο· σε έναν κάμπο που συμπυκνώνει κάτω από την ακινησία του τον καθολικισμό, τον εβραϊσμό, τη γενοκτονία, τον πόλεμο, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, και πάνω απ’ όλα τον ανελέητο, διαρκή αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση. Η περιπλάνηση των δύο γυναικών μοιάζει εξωτερικά με τις υπαρξιακές περιπλανήσεις ταινιών του Βέντερς ή του Αντονιόνι, αλλά εδώ το δράμα δεν περιέχει καμία διαφυγή από τη μοίρα, ούτε καν σύγκρουση, το δράμα αντηχεί περισσότερο τις ηθικές και μεταφυσικές δονήσεις του Μπέργκμαν και του Ταρκόφσκι, του Κισλόφσκι και του Ζανούσι. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει πάλι κενό, συν την πικρή επίνοια του ταξιδιού.

Ο Παβλικόφσκι μιλώντας για το υπαρξιακό κενό στη Μεσευρώπη του ’60, κατορθώνει να μιλήσει βαθιά και σπαρακτικά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα· μάλλον για τη βαριά κληρονομιά του Ευρωπαίου ανθρώπου της νεωτερικότητας, κληρονομιά φρίκης και αναμέτρησης με τα όρια. Η Ευρώπη της Ida είναι στοιχειωμένη από κρυμμένα οστά, ανεύρετους τάφους, πεισματική αμνησία, ηθική απογύμνωση. Ο αγρότης-φονιάς κουλουριάζεται μες στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο, ο θύτης είναι το ίδιο τελειωμένος όσο και τα θύματα. Εχει χαθεί η ιερότητα της ζωής, η ζωή σαν θαύμα.

Η Ιντα ρωτάει τον κούκλο σαξοφωνίστα τι μπορούν να κάνουν μαζί, αφού παίξουν Kολτρέιν σε συναυλίες, αφού παντρευτούν και κάνουν παιδιά. Απλώς, θα ζήσουμε, λέει ο Λις. Η Ιντα, αφιερωμένη του Χριστού, έμπειρη πλέον του θανάτου και της φρίκης, σηκώνεται από το κρεβάτι του παρθενικού έρωτα, φοράει το ράσο της δόκιμης και ακολουθεί την σκολιά οδό. Η κάμερα για πρώτη φορά κινείται σωματικά, και για πρώτη φορά η μουσική που ακούει ο θεατής δεν είναι η μουσική που ακούν οι ήρωες.

Ο Παβλικόφσκι κατορθώνει μια κινηματογραφική αφήγηση λάμπουσα, άρτια, προσωπική, συγκινούσα, χωρίς φορμαλιστική εκζήτηση, αλλά και χωρίς παραχωρήσεις στο τηλεοπτικό γούστο. Τα κάδρα του είναι γεωμετρημένα έτσι ώστε να υπηρετούν ψυχικά πυκνώματα και κενά, να αναδεικνύουν τα πρόσωπα ενώπιον της μοίρας τους· το ασπρόμαυρο είναι στιλπνό και πλούσιο, καταγραφικό και αφαιρετικό μαζί· η φόρμα, παρότι τολμηρή, υπηρετεί και αναδεικνύει, δεν επιδεικνύεται. Ο Παβλικόφσκι πετυχαίνει μια ευτυχή κράση φόρμας και περιεχομένου, επειδή έχει κάτι να πει· για τη ζωή, τις ζωές των ανθρώπων, για τον πυρήνα της ύπαρξης, εκεί που συμφύρονται η ελπίδα, η αφέλεια, η απάθεια, η ερήμωση. Αν πρέπει να περιγράψουμε με μια λέξη την τέχνη του, θα ήταν: οικονομία. Τίποτε δεν λείπει, τίποτε δεν περισσεύει.

Η Ida -όπως και η Grande Belezza, αλλιώς- είναι αφήγηση για το μεταίχμιο της Ευρώπης, και είναι συναναστροφή με τους νεκρούς. Είναι αποδοχή της πολυπλοκότητας και του χάους, χωρίς κρίσεις και διδάγματα. Οι ζωντανοί συναντούν τις ψυχές των απόντων, αγγίζονται, κι ύστερα αποτραβιούνται. Η Βάντα, άδεια, πικρή, επιλέγει το κενό· η Ιντα δακρύζει, λοξοδρομεί, ωριμάζει σε 82 φιλμικά λεπτά, επιλέγει τον όρκο της αναχώρησης.

«Σήμερα είμαι άνθρωπος, σήμερα μπορώ να κλάψω». Η γυναίκα που προφέρει αυτά τα βαριά λόγια είναι επιζήσασα του γκέτο της Βαρσοβίας. Παρακολουθεί μια ταινία, με σκηνές από τον τόπο μαρτυρίου εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων, όσων πέθαναν από πείνα και επιδημίες, αφού πρώτα απανθρωπίστηκαν.

Η γυναίκα που μπορεί να κλάψει, ύστερα από 68 χρόνια, τον χρόνο της κινηματογράφησης ήταν κορίτσι δέκα ετών. Στα πεζοδρόμια του γκέτο περπατούσε πλάι σε πτώματα, δεν γυρνούσε ποτέ να τα κοιτάξει, γιατί φοβόταν μην έρθει η δική της σειρά. Τότε δεν μπορούσε να κλάψει. Τώρα είναι ευτυχισμένη που μπορεί.

«Το Γκέτο, μια ταινία που δεν έγινε ποτέ» (A Film Unfinished)) είναι ένα συνταρακτικό ντοκυμαντέρ, γυρισμένο το 2010 από τη σκηνοθέτρια Yael Hersonski, με βάση το κινηματογραφικό υλικό που είχαν γυρίσει γερμανικά συνεργεία, τον Μάιο του 1942. Τριάντα μέρες γυρισμάτων, 62 λεπτά αμοντάριστων πλάνων που βρέθηκαν το 1998· στα κουτιά υήρχε μόνο η λέξη «Das Ghetto».

Η κινηματογράφηση είχε γίνει, όπως πολλές άλλες, για να υπηρετήσει τη ναζιστική προπαγάνδα, μια τρομερή μηχανή κατασκευής αλήθειας και στερεοτύπων· η συγκεκριμένη φιλοδοξούσε, αφενός, να καταδείξει τα φυλετικά γνωρίσματα και τον χαρακτήρα των Εβραίων, αφετέρου, να δείξει ότι μέσα στο γκέτο επικρατούσαν ελευθερία και αφθονία, τέτοιες που οι πλούσιοι Εβραίοι καλοπερνούαν εις βάρος των φτωχών συμπατριωτών τους. Η προπαγανδιστική μηχανή έστησε σκηνές πλούσιων γευμάτων σε εστιατόρια, χορούς, έστησε συγκεντρώσεις, λαμπρές κηδείες. Στο αμοντάριστο υλικό όμως υπήρχε και η άλλη όψη του γκέτο: ο λιμός, η εξαθλίωση, ο απανθρωπισμός, ο θάνατος, τα πτώματα στους δρόμους, οι ομαδικοί τάφοι. Λίγο μετά την αναχώρηση του συνεργείου, τον Ιούλιο, άρχισε η Τελική Λύση στο γκέτο, η μεταφορά και εξόντωση 300.000 ανθρώπων στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα.

Τρία νήματα σκέψης από το ντοκυμαντέρ. Ενα, η διαδικασία απανθρωπισμού, όπως εξελίσσεται σε συνθήκες κράτησης και στέρησης. Η στέρηση δεν είναι μόνο υλική, δεν είναι μόνο καταδίκη σε αργό θάνατο, είναι ταυτοχρόνως στέρηση της ελευθερίας, που συνδυασμένα και σταδιακά γίνεται έλλειψη ενδιαφέροντος για τον κοινωνικό βίο, έλλειψη συμπόνιας, έλλειψη αξιοπρέπειας, έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή. Οι άνθρωποι στο γκέτο, άπαξ και περνούσαν ένα κρίσιμο κατώφλι, βυθίζονταν στην απάθεια, περίμεναν απλώς να πεθάνουν. Αυτό μας το έχει μεταδώσει με μοναδικό τρόπο στον 20ό αιώνα, ο σπουδαίος Πρίμο Λέβι, αυτός που γλύτωσε από το Αουσβιτς, για να γίνει μάρτυρας της ανθρώπινης κατάστασης στα άκρα. Ο Λέβι έγραψε: «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος». Η επιζήσασα, που βλέπει στο ντοκυμαντέρ τους απαθείς και τους σωρούς πτώματων, λέει το ίδιο: «Σήμερα είμαι άνθρωπος, σήμερα μπορώ να κλάψω. Είμαι ευτυχισμένη που μπορώ να κλάψω, που είμαι άνθρωπος».

Δεύτερο νήμα: Η προπαγάνδα. Η συστηματική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, εξαιτίας φυλετικού μίσους, είναι η πιο φανερή όψη του ναζισμού, η μηχανή ολέθρου που εξορκίζεται. Η προπαγάνδα είναι η άλλη μεγάλη μηχανή, αυτή που κατασκευάζει κόσμο, κατασκευάζει αλήθεια, πραγματικότητα, συνεδήσεις· αυτή η μηχανή δεν εξορκίζεται. Αντιθέτως, τα εργαλεία και οι τρόποι της χρησιμοποιούνται πάντα, και τώρα, από πολλούς, με πολλούς τρόπους, για πολιτικούς ή εμπορικούς σκοπούς. Η ταινία «Das Ghetto» τρομάζει όχι μόνο με την περιέχουσα φρίκη, αλλά με τη μέθοδο και με τον σκοπό της: να ξαναγράψει την ιστορία.

Τρίτο νήμα. Απέναντι στην προπαγάνδα της ναζιστικής παρα-τεκμηρίωσης, στέκεται η ανθρωπινότητα δια της μνήμης. Οσο οι Γερμανοί ναζί κατασκεύαζαν τη δική τους ιστορία φυλετικού μίσους και εξολόθρευσης στο Γκέτο, καταρτίζοντας αρχεία και τεκμήρια, ο Ανταμ Ρίνγκελμπλουμ κατέγραφε την ζώσα ιστορία. Ο Πολοωνοεβραίος ιστορικός συνέλαβε το σχέδιο «Χαρά του Σαββάτου», κατά το οποίο δάσκαλοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, επιστήμονες, έγραφαν λεπτομερώς και συνέλεγαν ντοκουμέντα γύρω από οτιδήποτε συνέβη στη Βαρσοβία από την αρχή έως την καταστροφή του γκέτο. Το σώμα των μαρτυριών μπήκε σε τρία κάνιστρα γάλακτος και δέκα μεταλικά κουτιά και κατεκρύβη στα θεμέλια του γκέτο. Ολα, πλην ενός, βρέθηκαν, αποδίδοντας 30.000 φύλλα μαρτυριών, μνήμης, ιστορίας. Ο ορισμός του ζώντος αρχείου.

Τι είναι ιστορία; Ο νικητής εξολοθρευτής έγραφε τη δική του, με κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, με καταλόγους παπουτσιών και τιμαλφών στα λάγκερ. Το θύμα, ο κυριαρχούμενος, ο ηττημένος, έφτιαξε το δικό του αρχείο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων. Αν υπάρχει μια νίκη για την ανθρωπινότητα, είναι αυτή: το αρχείο των θυμάτων μάς επιτρέπει να μπορούμε να κλαίμε.

Π​​ριν από μερικές ημέρες ένα βράδυ έτυχε να παρακολουθήσω από το κανάλι της Βουλής ένα ντοκιμαντέρ για την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, στην Κρήτη, την 26η Απριλίου 1944. Το ιστορικό γεγονός είναι γνωστό, έχουν δημοσιευθεί βιβλία, άρθρα, συνεντεύξεις και απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών. Η συγκεκριμένη ταινία, ωστόσο, προερχόμενη από το αρχείο της ΕΡΤ, γυρισμένη το 2003 από τον σκηνοθέτη Νίκο Παπαθανασίου, είχε ορισμένες αρετές που αιχμαλώτισαν την προσοχή μου πέρα από τα γεγονότα καθεαυτά, και με κράτησαν καθηλωμένο μπρος στην οθόνη να ρουφάω κάθε λεπτό.

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ταινίας βασίζεται στην πηγαία, αδιαμεσολάβητη και ανόθευτη αφήγηση των ανθρώπων, των πρωταγωνιστών, κυρίως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του τελευταίου επιζώντος αντάρτη, του Ηλία Αθανασάκη. Ενας λεβεντάνθρωπος Κρητικός, με το μουστάκι του, καλοστεκούμενος, που μαγνητίζει τον θεατή-ακροατή με την ευθύτητα, τη διαύγεια, τη σαφήνεια και την παραστατική δύναμη του λόγου του. Τίποτε δεν περίσσευε στην αφήγησή του, καμία ανούσια λεπτομέρεια, καμία περιαυτολογία· ακρίβεια χωρική και χρονική· κι όλη η εξιστόρηση τοποθετημένη στο ευρύτερο πλαίσιο, με δραματική κορύφωση στο φινάλε.

Ρέουσα γλώσσα, στέρεα ελληνικά, οικονομία και ακρίβεια λόγου που δείχνουν άνθρωπο που έχει ψηθεί μέσα στην Ιστορία, που έχει περάσει μέσα από πόλεμο, που έχει ζυμωθεί με τον κίνδυνο και τον θάνατο. Σαμποτέρ, κατάσκοπος, αντάρτης, πατριώτης, μαχητής της ελευθερίας. Ο οποίος κατόπιν πολέμησε με τον τρόπο του στον ειρηνικό βίο. Ενας ιστορικός άνθρωπος λοιπόν, μορφωμένος, πεπαιδευμένος μες στη ζωή, από τη ζωή.

Αναπόφευκτα, σύγκρινα αυτόν τον άνθρωπο με τους σημερινούς, τους ανθρώπους της ειρήνης και της έως πρόσφατα ευημερίας: πώς μιλούν και πώς αφηγούνται μπροστά σε μια κάμερα. Θραυσμένα, άτακτα, ανούσια, ναρκισσιστικά. Η σύγκριση είναι συντριπτική.

Προς το τέλος, προστέθηκε η αφήγηση ενός άλλου επιζώντος, του Γιώργου Χαροκόπου, συνδέσμου στην τελική φάση της απαγωγής, στη διαφυγή με βρετανική τορπιλάκατο από τον όρμο Ροδάκινο στο αιγυπτιακό λιμάνι Μάρσα Ματρούχ. Με ανάλογη ενάργεια ο Χαροκόπος πρόσθεσε ανθρώπινες, προσωπικές πινελιές: Αφησαν τα ρούχα και τα παπούτσια τους για να επιβιβαστούν στη βάρκα, κι αυτά θα τα έπαιρναν άλλοι μαχητές πίσω τους, ανυπόδετοι και στερημένοι. Πώς έφτασαν με τις γενειάδες και τα πουκάμισα στην Αίγυπτο, όπου τους έντυσαν και τους παρέθεσαν δείπνο. Τι θυμόταν από το επινίκιο δείπνο; Το άσπρο ψωμί, που είχε να το δει τρία-τέσσερα χρόνια και το σταυροκόπημα ενός Ρώσου συμπολεμιστή, πριν από το φαγητό, μαζί με την ευχή «Κριστός ανέστη». Στη χώρα του κομμουνισμού είχε χριστιανούς…

Είπαμε πριν για τη δραματική κορύφωση του Ηλία Αθανασάκη. Ο νικητής των Γερμανών, ο απαγωγέας του στρατηγού, μετά την άφιξή του στην Αίγυπτο, φυλακίστηκε στο Κάιρο. Είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ το κίνημα του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή. Μάταια φώναζε να του φέρουν τον αρχηγό της απαγωγής, τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, να βεβαιώσει ποιος ήταν. Ο Αθανασάκης ήταν ο επικεφαλής πληροφοριών στα Χανιά.

Ο μαχητής, που είχε πολεμήσει τον κατακτητή και τον είχε νικήσει, βρίσκεται αντιμέτωπος με την άλλη όψη της ιστορίας, τη διόλου ηρωική. Αντιμέτωπος με τη μικροψυχία, τη γραφειοκρατία, την καχυποψία, τον εμφύλιο σπαραγμό. Μετά τον πόλεμο, ο αγώνας του δεν αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος, ως στρατιωτική υπηρεσία, διότι ανήκε στο συμμαχικό στρατηγείο… Κι όταν μια κλήση, για να παραστεί ως βασικός μάρτυρας σε δίκη δωσίλογου, δεν φτάνει ποτέ στα χέρια του, τιμωρείται με βίαιη προσαγωγή και δύο χρόνια φυλάκιση· οδηγείται σιδηροδέσμιος από την Αθήνα στην Κρήτη. Ο τόνος της φωνής ανεβαίνει, «πώς πληρώνουνε τους πατριώτες», η φωνή σπάει: «Αυτή ήτονε η απολαβή μου». Σηκώνει το χέρι, δείχνει με το δάχτυλο – την πατρίδα, την Ιστορία; Freeze frame. Η ταινία τελειώνει, ανοιχτή σε όλες τις σκέψεις, όλα τα συμπεράσματα, με τον τρόπο του Θουκυδίδη.

Η ιστορία του Ηλία Αθανασάκη συνοψίζει με τον τρόπο της μια δραματική περίοδο, που επεφύλαξε στιγμές δόξας, τιμής, πείνας, θανάτου και σπαραγμού, από την 28η Οκτωβρίου 1940 έως το τέλος του Εμφυλίου, μια δεκαετία. Με όλα τα δεινά, ήταν μια περίοδος που γαλβάνισε όλο τον ελληνικό λαό, τον έκανε ιστορικό, τον έκανε μαχητή. Προσεγγίζοντας τα τεκμήρια και τις προφορικές αφηγήσεις, δεν ανασυστήνουμε μόνο το παρελθόν, προσεγγίζουμε το παρόν. Μαθαίνουμε να συλλογιζόμαστε συνθετικά και δημιουργικά, δηλαδή συνετά αλλά και θαρρετά, αντίκρυ στις ενδεχομενικότητες, στους δρόμους και στις τροπές της Ιστορίας. Πάντα ζούμε σε μεταίχμιο, με ανατροπές και γυρίσματα, πολύ περισσότερο τώρα.

Καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους στο ντοκιμαντέρ, και είδα το σήμα της ΕΡΤ, σκέφτηκα ότι αυτή η ταινία είναι ελάχιστο μέρος, πολύτιμο, ενός οπτικοακουστικού αρχείου του νεότερου ελληνισμού. Το 2014, παραμονές της επετείου του ΟΧΙ, έβλεπα μια ταινία του 2003, ήδη παλιά, με φωτογραφικά και έντυπα τεκμήρια, με ιστορική έρευνα, με προφορικές μαρτυρίες. Τότε έκαναν τέτοιες ταινίες. Από το καλοκαίρι του 2013 δεν παράγεται τίποτε, η ΕΡΤ δεν υπάρχει. Αναρωτιέμαι: Τι ντοκιμαντέρ, τι ταινίες θα αφήσουμε πίσω μας από το 2013-2014; Τι θα δούνε από μας οι μελλοντικοί Ελληνες θεατές; Τι τέχνη, τι στοχασμό, τι εικόνες παρήγαγαν οι Ελληνες της κρίσης; Σκέφτομαι ότι απ’ την παρούσα τηλεόραση θα απομείνουν πρωινάδικα και παραθυρο-καβγάδες, πεταμένα στο YouTube.

H ζωή αντιγράφει την τέχνη, η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή, η τέχνη προεικονίζει το μέλλον. Ολα ισχύουν. Το σκέφτομαι όταν βλέπω ταινίες του Κέν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Πάολο Σορεντίνο, του Γιάννη Οικονομίδη· αυτοί μου έρχονται στο νου πρόχειρα, κυρίως επειδή πρόσφατα ξαναείδα το Il Divo μαζί με το νέο Grande Belezza του Σορεντίνο και το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να δεις στο Il Divo, τυπικά μια προσωπογραφία του Τζούλιο Αντρεότι, την πυκνή περιγραφή της ιταλικής πολιτικής ζωής στα μολυβένια χρόνια του ’70 και την εκβολή της στον μπερλουσκονισμό. Είναι μια ευτυχής συναίρεση της τέχνης με την πολιτική, της φόρμας με το περιεχόμενο, της ενόρασης του καλλιτέχνη με την διαύγεια του δοκιμιογράφου. Ο Πάολο Σορεντίνο αφηγείται τον σκοτεινό πυρήνα της πολιτικής, της εξουσίας, σκιτσάροντας ταυτοχρόνως μες στις σκιές την ανθρώπινη ψυχή, και δείχνοντας την εξουσία ως κοινοτοπία με τεράστια τονικότητα. Ο Μακιαβέλι κινηματογραφημένος σαν docudrama.

Με άλλη φόρμα στην Grande Belezza, λιγότερο μπαρόκ αλλά αναλόγως φαντασμαγορική και πολυπρισματική, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, σε ομόκεντρους κύκλους, την ψυχή της Ρώμης, της Ιταλίας, της Ευρώπης. Σήμερα. Την ψυχική πτώση, την ηθική παρακμή, το πνευματικό γήρας, τη μοναξιά, τον ναρκισσισμό, τον εγωτισμό του Ευρωπαίου διανοούμενου, του αστού, του ανέστιου. Η Ευρώπη υψώνεται σαν σωρός ερειπίων προς το μέλλον· στη βάση του σωρού απομένει το μεταφυσικό ρίγος, η αναζήτηση του απολεσθέντος ιερού, μέσα από οράματα και αμφισημίες.

Εδώ ο ιδιοφυής Ναπολιτάνος προεκτείνει τους κινηματογραφικούς διδάχους της italianità, οι οποίοι μέσα απ’ τις «ιταλικές» ταινίες τους έδωσαν αισθητό σχήμα στην ευρωπαϊκότητα, στην ψυχή της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, ανατρέχει και πάλι στους μαέστρους της Αναγέννησης· μετά τον Μακιαβέλι, στον νεοπλατωνικό Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Μα προπάντων ζωγραφίζει την Αιωνία Πόλη, λίκνο της ελληνορωμαϊκής-χριστιανικής Ευρώπης, σαν ενιαίο χώρο ζώντων και νεκρών, όπου η τέχνη είναι πιο δραστική από τους ανθρώπους. Χωρίς να θρηνεί όμως: ο κόσμος αυτός τελειώνει με έναν γδούπο, όχι μ’ έναν λυγμό. Ο Ματέο Ρέντσι χορεύει κάτω από την φωτεινή επιγραφή Martini το ρεμίξ της Ραφαέλα Καρρά.

Στο Μικρό Ψάρι, ο ρεαλιστής Γιάννης Οικονομίδης ακολουθεί τη στέρεη φόρμα του νουάρ, ειδικότερα του μελβιλικού νουάρ, για να φτιάξει μια διαυγή πολαρόιντ της Ελλάδας της διαρκούς κρίσης, της Ευρώπης της κρίσης, της Ευρώπης-κρίσης. Κάτω από το ψυχρό διαυγές φως του αττικού χειμώνα, περιαστικές γειτονιές χωρίς κανένα χαρακτήρα, απαράλλαχτες με τα γαλλικά, ιταλικά, σκοτσέζικα εργατικά προάστια, μια μεσογειακή-βαλκανική suburbiana, ρημαγμένα εργοτάξια, καφενεία φορτηγατζήδων στα ρέλια της Εθνικής οδού, οι ου τόποι ενός ευρωπαϊκού Mid-West.

Διπλές ζωές, κρυμμένες ζωές; Ουτε καν. Γυμνές ζωές. Κενές νοήματος, σαν τα άδεια βλέμματα, σαν τα ασυνάρτητα λόγια. Ολα πουλιούνται, όλα προδίδονται. Οι ήρωες κινούνται σαν ανδρείκελα που τα σπρώχνει βίαια μια μοίρα απανθρωπισμού, που τα καίει η εκδίκηση και η άγρια χαρά της σύγκρουσης, ας είναι και μάταιης, χαμένης από χέρι. Ετσι κινείται αμίλητα ο εκτελεστής Στράτος, το χέρι του δεν το οπλίζει το σχέδιο μιας βούλησης, αλλά το ένστικτο και η ανάγκη, το κακό ως αναπόφευκτο, έως ότου ξεχειλίσει από την αίσθηση του τραγικού.

Στις προηγούμενες ταινίες του (ιδίως, «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα») ο Οικονομίδης προεικόνιζε τη γυμνή ζωή της κρίσης που δεν είχε σκάσει ακόμη, ανασκάπτοντας στα ρείθρα του μέινστρημ, στα χαμηλά της οικογένειας, στο λαϊκό περιθώριο· φιλμάριζε νατουραλιστικά την εξαίρεση και την πρόβαλε στο όλον. Στον καιρό της κρίσης, η εξαίρεση είναι κανόνας. Το Μικρό Ψάρι αποπλέει από αυτό τον κανόνα· μπαίνει πια στα νερά του πιο σκοτεινού pulp, στον ψυχρό κόσμο των διαταραγμένων του Jim Thompson, στον κόσμο των κινηματογραφημένων The Killer Inside Me και Pop. 1280 (Coup de Torchon). Πρόκειται για ατομικές διαδρομές στη δυστοπία, εκτός κοινωνίας· η κοινωνία απλώς ζωγραφίζεται σαν δυσφορικό φόντο.

Σε αυτή τη διαδρομή, η διαυγής σιωπηλή δυστοπία του Οικονομίδη, ένας χορός νεκροζώντανων, συναντά υπογείως, στο πλατωνικό τούνελ της απόδρασης, το ρωμαϊκό κοιμητήριο μορφών, ιδεών και αγαλμάτων του Σορεντίνο, έναν χορό υπερκορεσμένων της παρακμής. Το pulp συναντά απρόσμενα το κάλλος, εφάπτονται, τέμνονται, ανακατεύουν τα χρώματά τους, σκιαγραφούν την Ευρώπη του 21ου αιώνα σαν προσδοκία και σαν φόβο.

Ο Δημήτρης με είχε προειδοποιήσει: Η Ζωή της Αντέλ είναι πολιτική ταινία. Είχε δίκιο, ως συνήθως. Αλλωστε και η έξοχη προηγούμενη ταινία του Αμπντελατίφ Κεσίς ήταν μια διεισδυτική πολιτική-κοινωνική ματιά, το «Κουσκούς με φρέσκο ψάρι».

Πίσω από τον πρωτεϊκό έρωτα της έφηβης Αντέλ για την ζωγράφο Εμα περιγράφεται το σαλπάρισμά προς τη ζωή· και μέσα από την παθιασμένη σχέση της περιγράφεται η ασύμπτωτη πορεία της προς τον ταξικά άλλο, τον πολιτιστικά, αξιακά, σχεδόν ανθρωπολογικά διαφορετικό. Στον κόσμο της μεσοαστής Εμας ύψιστη αξία είναι η επιτυχία, η ανάδειξη στον δημόσιο χώρο ως μοναδικότητα, η αυτοπραγμάτωση μέσω της τέχνης, μια ντερτεμινιστική πρόοδος· η ύπαρξη έχει νόημα μόνο αν φωλιάζει στο Υψηλό, στο διακεκριμένο, στις sublime κορυφές του αστικού ευρωπαϊκού Κανόνα. Ο επιτυχημένος πρέπει να ζωγραφίζει, να γράφει, να δημοσιεύει, να ξεχωρίζει τα κρασιά, να γεύεται στρείδια, να συναναστρέφεται beautiful πρόσωπα, γκαλερίστες, θεωρητικούς τέχνης, αποδομιστές χίπστερ, να είναι κουλ.

Ο κόσμος της λαϊκής Αντέλ, Γαλλίδας πρώτης γενιάς, γόνου μεταναστών, συγκροτείται πρωτίστως από την ανάγκη, τις αισθήσεις, τα αισθήματα. Η απλή καρδιά της είναι σαν της φλωμπερικής Φελισιτέ· χορταίνει με μακαρόνια και κυμά, με φιλιά, με μια απλή δουλειά, απολαμβάνει σουβλάκι με γύρο, ολοκληρώνεται πνευματικά δουλεύοντας νηπιαγωγός και δασκάλα. Η απλή καρδιά της χορταίνει με αμερικανικό σινεμά, με λικνιστική ρέγκε και γαλλομαγκρεμπιανά υβρίδια· ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι στο ίδιο σκαλί στράτευσης με τον Σαρτρ. Η απλή καρδιά της διψά για ζωή, και δίνεται της ζωής με αφέλεια και λαιμαργία, ανεπιτήδευτα, ζωικά. Ολοκληρωτικά.

Αλλά η ζωή είναι σκύλα. Η σοφιστικέ αστή Εμα, η μορφωμένη, η λιμπερτίνα, η καλλιτέχνις-ήρωας της νεωτερικότητας, θέλει την Αντέλ αλλιώς, άλλη, τη θέλει Υψηλή, ντρεσαρισμένη εντός του Κανόνα. Και η σοφιστικέ καρδιά της δεν περιέχει συγχώρεση· μόνο πρόοδο και επιτυχία.

Στο πρόσωπο της Εμας βλέπω τα εμβρόντητα παιδιά της παρ’ ημίν μεσαίας τάξης, των καλών σχολείων, των πτυχίων, των μεταπτυχιακών, των διδακτορικών· των παιδιών που πίστεψαν, και πιστεύουν ακόμη, ότι η ζωή ξετυλίγεται ντετερμινιστικά διαρκώς προς τα άνω, σκαλί-σκαλί, πτυχίο-πτυχίο, όλο και πιο άυλη, όλο και πιο στυλιζαρισμένη, όλο και πιο συμμορφούμενη στον Κανόνα, με εκλεπτύνσεις του πνεύματος και πειθάρχηση του σώματος, με χτίσιμο ενός μοναδικού εαυτού λάμποντος στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Είναι τα παιδιά της μεσαίας τάξης των πρόσφατων δυο-τριών δεκαετιών, που βρέθηκαν στη ράχη του ευδαιμονιστικού κύματος και γαλουχήθηκαν ως περιούσια και μοναδικά, προνομιούχα πλάσματα με συνεχές οικογενειακό μπακ-απ για την επιμηκυμένη εφηβεία και το τυπικά πλούσιο βιογραφικό.

Η κρίση αιφνιδίασε αυτά τα ευάλωτα ελληνόπαιδα, τα προστατευμένα από την ανάγκη, τα προφυλαγμένα ακόμη κι από τις ίδιες τους τις αισθήσεις και τα αισθήματα, από τις δοκιμασίες του σώματος και της ύλης τους. Τα βρήκε προς το τέλος της μακράς, άληκτης εφηβείας, με τυπικά πλούσιο βιογραφικό· κατά τα άλλα όμως απαράσκευα, υπερφίαλα, ανώριμα, καλοαναπτυγμένα φυτά εσωτερικού χώρου που εκτέθηκαν αίφνης στο ξεροβόρι και στον καύσωνα.

Η δυσχέρεια είχε γίνει αντιληπτή πριν από την κρίση. Ενα-δυο χρόνια μετά την ολυμπιακή φαντασμαγορία του 2004, μιλούσαμε ήδη για τη γενιά των 700 ευρώ· το καλοκαίρι των πυρκαγιών του 2007 μερικοί από τους ήδη ανήσυχους κατέβηκαν στο Σύνταγμα και στάθηκαν βουβοί με μαύρα τι-σερτ. Ηταν τυπικά πολυπροσοντούχοι, αλλά το πολιτικό σύστημα και η παραγωγική δομή της χώρας δεν τους χρειάζονταν, περίσσευαν, θα έπρεπε να συνεχίσουν να ζουν με οικογενειακό επίδομα· οι πόρτες της κοινωνίας ήταν κλειστές. Ηταν ένα αχνό προείκασμα των Αγανακτισμένων του 2011, όταν μαζί με τους μηδέποτε ενταχθέντες νέους κατέβηκαν και οι γονείς τους και οι άνεργοι και όλη η λαχταρισμένη μικρομεσαία Ελλάδα.

Η δυσχέρεια έχει πάρει πλέον χαρακτήρα δημογραφικού σοκ. Η γενιά των 700 ευρώ έγινε γενιά των 476 ευρώ, έγινε γενιά της μετανάστευσης, έγινε χαμένη γενιά. Οι υψηλές προσδοκίες βίου και καταξίωσης των πολυπροσοντούχων style conscious βλαστών της μεσαίας τάξης έχουν πέσει στον καιάδα της πληβειοποίησης.

Ξαναγυρνάμε στην Αντέλ, την απλή καρδιά: στέρεες αιματώδεις αξίες, ο τρόπος που αισθάνεται το σώμα της, τη δουλειά, τις σχέσεις, την ίδια τη ζωή σαν θαύμα. Είναι μια οδός.

belezza_roma

Παρακολουθούσα λαίμαργα την Grande Belezza (Μεγάλη ομορφιά) του Σορεντίνο, ρουφούσα εικόνες, κιαροσκούρα, φόρμες, αστραφτερά πεζοδρόμια και περίτεχνα δάπεδα, αδριάντες, κρήνες, κήπους, ταράτσες, τα ρωμαϊκά πεύκα να περιγράφουν τον ορίζοντα, μπαρόκ παλάτσα, εκθαμβωτικά μπλέιζερ, τη γιγαντοδιαφήμιση Martini, τον flâneur Τζεπ με ένα νεγκρόνι στο χέρι να ακούει μυστικά τον Αμνό του Τάβενερ και φανερά τα μπιτ της eurotrash. Κατάδυση στον κινηματογράφο και εμβάπτιση στην Αιωνία Πόλη, από εκεί που την άφησαν ο Φελίνι, ο Σκόλα και ο Ροσελίνι, μισό αιώνα μετά, από τα χρόνια της ανοικοδόμησης και της ευφορίας, της λιτής κομψότητας, της ματιάς προς το μέλλον.

Το μέγα κάλλος της ταινίας είναι η Ρώμη, αναμφίβολα· αλλά ο αφηγηματικός της πυρήνας είναι ένας επιτάφιος για την γηραιά Ευρώπη, την ελληνορωμαιοχριστιανική. Οι τελειωμένοι αριστοκράτες, οι φθαρμένοι ηδονιστές, οι ματαιωμένοι επήλυδες, οι στείροι καλλιτέχνες, οι ακηδείς πλούσιοι, οι προλετάριοι απ’ τη χαραμάδα, όλοι πεθαίνουν και σβήνουν εν ηδοναίς προσθέτοντας επιδερμίδα και ρουφώντας σκόνες. Η πόλη είναι ένα αρχαίο πολυστρωματικό μνημείο που τυλίγει με ομορφιά και μεγαλείο τους ανθρώπους, μα τους τυλίγει νεκρικά, τους κρατάει διαρκώς στον κόσμο των νεκρών.

H μονόχρωμη τοιχογραφία της Dolce Vita έχει εν τω μεταξύ μετασχηματιστεί σε μια μπαρόκ ελαιογραφία υπερκορεσμένου χρώματος και ακραίου κιαροσκούρο, με ένα θέμα: τη ματαιότητα, τη vanitas, με τυπωμένη σε κάθε γωνιά την υπόμνηση memento mori, τυπικά ρωμαϊκή. Η αρμονία, το μέτρο, η χάρις, έχουν ταφεί στα σκοτεινά βάθη των παλάτσων, όπως η ραφαελική Fornarina, η πεμπτουσία της sprezzatura: είναι μόνο μια φευγαλέα υπόμνηση του απωλεσθέντος ιδεώδους, ένα φάντασμα, το φάντασμα της Ελίζα, μια έλλαμψη από το μυητήριο πρόσωπο της νιότης που είναι πια νεκρό.

Ρουφώντας τη Ρώμη μέσα από το ρέκβιεμ του Σορεντίνο, σκεφτόμουν διαρκώς ότι να ζεις σε μια τέτοια πόλη-μνημείο, σε ένα απέραντο κενοτάφιο ιστορίας, είναι ευλογία και κατάρα. Ευλογία διότι ζώντας εκεί, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο· τα έχεις δει, τα έχεις ζήσει όλα. Και κατάρα, διότι ζεις πλακωμένος από το βάρος αιώνων και γιγάντων, κι όσο κι αν δίνεσαι της ζωής, πάντα θα βουλιάζεις στην ιστορία, πάντα θα βαραίνει η σύγκριση με τα έργα και το πνεύμα των προγόνων. Με αυτούς συνομιλούν ο Φελλίνι και ο Παζολίνι, από αυτούς αναβλύζουν και εκεί επιστρέφουν.

Σαν να ζεις στην Αθήνα. Πλακωμένος από τη σκιά της Ακροπόλεως, από τερατώδεις σκιές σε κάθε άλσος, εδώ η σκιά του Πλάτωνος, εκεί του Αριστοτέλη, παραπέρα του Περικλή και του Θεμιστοκλή, εκεί ο Σωκράτης συνομιλούσε με τον Φαίδρο. Ξασπρισμένα μαρμάρινα μέλη από τη δημοκρατία, θύλακοι χριστιανικού μεσαίωνα από την αυτοκρατορία, με πλίνθους και κουρασάνι, ένα σπάραγμα οθωμανικό, νεοκλασικισμός σαν του Κανόβα στη Ρώμη, η θάλασσα να λάμπει διαρκώς στο βάθος, μια βιασμένη ενδοχώρα νυμφών και αττικών θαυμάτων.

Αυτή η αβάσταχτη Αθήνα, πρωτεϊκή και ελάχιστη, έλαμψε πάλαι ποτέ σαν Στέλλα, παθιασμένη για ελευθερία σε χωμάτινες αυλές και χαμοκέλες, έλαμψε άγρια σαν Ευδοκία καμένη από ήλιο, σκόνη και φτηνό κρασί. Περιμένει τώρα να λάμψει μητροπολιτική και περίπλοκη, σκοτεινή και πολυπρόσωπη, με σημάδια πολέμων στους τοίχους και μια ευδαιμονία που γυρνάει σε πένθος.

Κάτω από την επιφάνεια του καταθλιπτικού συβαριτισμού και των παλάτσων της Ρώμης, κάτω από το κατσουφιασμένο πρόσωπο του κλασικοαθηναϊκού ερειπιώνα, υπάρχει ένας βαθύς επιτάφιος θρήνος για τον κόσμο που απέρχεται, και ένα βλέμμα προς τον κόσμο που φτάνει· μάλλον, περισσότερα του ενός βλέμματα, προς διάφορες πιθανές ελεύσεις. Ασιάτες, Αραβες, τουρίστες, ας πούμε. Αλλά κυρίως παιδιά που αναζητούν μια διαδρομή στον λαβύρινθο του βίου, όπως έκαναν πάντα τα παιδιά· η έλευση της αγάπης· η αναζήτηση του στοιχειώδους, του θεμελιακού, κάποιος να σε νοιαστεί, κάποιος να σου αποκαλύψει το θαύμα, τη φύση, μια φεγγαρόλουστη νύχτα, μια απέραντη στιγμή αποκαλύψεως, τα επιφάνια και η χάρη.

Ανω και κάτω. Ανω: η ταράτσα, ρωμαϊκή, αθηναϊκή· πλάι στο Κολοσσαίο, πλάι στην Ακρόπολη· ο επιπολής κόσμος θεάται το γέρμα του πλονζέ. Κάτω: τα μνημεία τέχνης, οι τάφοι, ο Κεραμεικός, τα καταχωμένα ποτάμια, οι ψυχές. Ζούμε υπεράνω, αντλώντας παραδόξως δυνάμεις από κάτω, πάντα επιστρέφοντας σε μια Fornarina, μια σβησμένη Ελίζα, προ πάντων στη spretazzura της νιότης, στη θάλασσα.

Αιωρούμασταν πάνω από το λεκανοπέδιο, βλέποντας πίσω απ’ τα φώτα άγρυπνα όρη αττικά. Το μελτέμι ανακούφιζε σώματα και ψυχές κουρασμένες από την ολοήμερη δουλειά ή τη δυσοίωνη αργία. Στο τραπέζι εδέσματα και κρασιά απ’ όλη την Ελλάδα, ο καθείς έφερνε το κατιτίς του και οι μάγειρες την τέχνη τους. Λευκοτύρι σφήνα Λευκάδας, βασιλομανίταρα Γρεβενών, οι κορυφές.

Η κουβέντα γυρνούσε ανάμεσα σε προπέρσινα νησιά και παλαιές αποδράσεις, ακούγαμε με ορθάνοιχτα μάτια τον Νίκο να μας οδηγεί στη Route 66, στην λευκή έρημο του Νιού Μέξικο, τη Λουιζιάνα, όλη την Καλιφόρνια, τη Νεβάδα, το Κολοράντο, στο Μπέρκλεϊ και το LA. Σχεδόν ακούγαμε και το ράδιο στον σκαραβαίο με το καμένο κύλινδρο καθώς ο Ελληνάς μας οδηγούσε 72 ώρες άυπνος, σαν Χάντερ Τόμσον και Γκίνσμπεργκ μαζί.

Το ιουλιανό spleen οδηγεί ρωμαλέα την ασπόνδυλη κουβέντα προς τα Εκεί. Για θυμηθείτε το καλοκαίρι του 2004, σαν χθες… Για πότε πέρασε… Κι όμως έχουν περάει εννιά χρόνια, δεν είναι χθες. Ολοι θυμόντουσαν εκείνο το καλοκαίρι της μέθης. Μέσα μου άστραψε το σιγανό πρωινό της Κυριακής του Euro, στη Ρόδο, όταν όλα τα πλάσματα κρατούσαν την ανάσα τους.

Μα πιστέψατε ποτέ την ισχυρή Ελλάδα του 2004; Οχι την ισχυρή, αλλά ναι, όλοι είχαν συγκινηθεί στην τελετή ενάρξεως. Τόσο συναίσθημα, τόση αφήγηση ιστορίας, τόσο κάλλος… Τι μεσολάβησε; Μετά τη μέθη αρχίσαμε να βουλιάζουμε, λιγότερο ηδονικά, συχνά με προαισθήματα κακά, με ψυχανεμίσματα. Σαν να γλιστρούσαμε μέσα σε όνειρο.

Τι μας συνείχε τότε; Μόνο ένα ψέμα, η φενάκη; Τι μας ωθούσε; Η αυταρέσκεια; Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να μας ενώσει πάλι, ενώπιον των ερειπίων, και όχι ενώπιον της μέθης. Ποιο ποίημα, ποιο τραγούδι, ποιο όραμα, και ποια ρητορική που θα τα περιέχει όλα αυτά αναχωνεμένα και δραστικά, θα μας σηκώσει και θα μας στήσει όρθιους στα πόδια μας; Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί: ο Νικίας ψιθυρίζει μες στη νυχτερινή αύρα.

Στέκαμε αποκαρωμένοι. Περάσαμε δια λόγου απ’ την κατεστραμμένη Κύπρο, ίδια και χειρότερη μας, και προσγειωθήκαμε στο σινεμά: στα δυο αριστουργήματα του Γαλλοκαναδού Ντενί Αρκάν, την «Πτώση της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» (1986) και την «Επέλαση των Βαρβάρων» (2003). Το υπαρξιακό τέλος της γενιάς των ’60s, αφενός, και το πικρότατο ιστορικό τέλος της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας. Νιώσαμε ότι ζούμε μέσα στην τρίτη ταινία του Αρκάν, αυτή που δεν έχει γυρίσει ακόμη, μετά την επέλαση των βαρβάρων: πώς σβήνουν όλα τα φώτα που γνωρίσαμε, πώς ανατέλλει άγνωστη η νέα παγκοσμιοποιημένη ιστορία πάνω σε αρχαίους βράχους μεσογειακούς. Μετά. Εχουν περάσει οι βάρβαροι και καθόμαστε αποσβολωμένοι στις φερ φορζέ, με μισοάδειο το ποτήρι, και το μελτέμι για παρηγοριά.

photo-Le-Guepard-Il-Gattopardo-1963-9

Αν η ζωή εμπνέει την τέχνη, ισχύει και το αντίστροφο: συχνά η ζωή προοικονομείται μέσα στα έργα τέχνης. Στην προσπάθειά μου να συλλάβω στοιχειωδώς το σπασμένο ελληνικό μωσαϊκό, με ψηφίδες από τη μεγάλη πολιτική, από τη φανερή καθημερινή ζωή, από τα αφανή συμβαίνοντα πίσω από κλειστά παράθυρα διαμερισμάτων και επαύλεων, από τα θραύσματα ομιλιών και από πληροφορίες εξωχώριες, έλαμψαν μπρος στα μάτια μου δύο μεγάλα έργα του Λουκίνο Βισκόντι, μεγάλα ως προς το περιεχόμενο των αφηγήσεων και ως προς τη φόρμα.

Είναι δύο έργα που πραγματεύονται ιστορικούς και ανθρωπολογικούς μετασχηματισμούς, χωρίς ωστόσο εύκολα συμπεράσματα, χωρίς διδακτισμό, αλλά με διεισδυτικότητα και με όλο το δράμα και την αμφισημία της ανθρώπινης κατάστασης. Το ένα παρακολουθεί τη δύση της αριστοκρατίας και την ανάδυση της μπουρζουαζίας, το άλλο, την άνοδο του ναζισμού και την επικράτησή του στην καρδιά της μεγαλοαστικής τάξης. Πρόκειται προφανώς, για τον «Γατόπαρδο», βασισμένο στο περίφημο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα, και για τους «Καταραμένους».

Η Μεγάλη Υφεση μετασχηματίζει ήδη την ελληνική κοινωνία, βαθιά και ανεπίστρεπτα. Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το πιο αδύναμο, που κρεμόταν γαντζωμένο στο χείλος της ευημερίας, έπεσε πρώτο, και δεν θα ξανασηκωθεί· αισθάνονται αποκλεισμένοι και εφεξής είναι άγνωστο πώς θα αυτοαναγνωριστούν κοινωνικά και πολιτικά. Η μεσαία τάξη θρυμματίζεται, αλλάζει υλική συνθήκη, ολισθαίνει βιαίως προς την ένδεια, και μαζί αλλάζει ο αυτοπροσδιορισμός, θρυμματισμένος ομοίως και ρευστός.

Από τον ψυχικό μετασχηματισμό δεν μένουν άθικτα ούτε τα ανώτερα και ανώτατα στρώματα· η γενική απαισιοδοξία και ο φόβος οδηγούν σε αναδίπλωση και εσωστρέφεια. Η αναδίπλωση εν προκειμένω προέρχεται από την απειλή μείωσης της υλικής ισχύος, αλλά και από τις ραγδαίες εξελίξεις στη νομή της εξουσίας· η κυριαρχία της παλαιάς τάξεως δεν είναι διόλου δεδομένη, όλα αλλάζουν.

Εδώ θυμόμαστε τον Γατόπαρδο: «Εάν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν», λέει ο νεαρός αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκιπα της Σαλίνα. Ο νεαρός γατόπαρδος δεν αφήνει εύκολα απ’ τα νύχια του τον πλούτο και την εξουσία. Θα ελιχθεί, θα συμμαχήσει με την ανερχόμενη τάξη πραγμάτων, θα επωφεληθεί: μ’ ένα γαμήλιο σμίξιμο θα εξασφαλίσει καταρχάς την οικονομική γαλήνη, που είναι παντοτινή. Κατόπιν, θα έχουν τον χρόνο να συνεχίσουν στην επόμενη πίστα της ιστορίας, άθικτοι από την ρεπούμπλικα και τον αστικό χείμαρρο: «δεν θα τα καταφέρουν, γιατί είμαστε θεοί», παρατηρεί ο πρίγκιπας.

kataramenoi_visconti

Αν ο ένας κρυφός πίνακας του ιστορικού παρασκηνίου είναι η μετατόπιση της άρχουσας ελίτ, ο άλλος, διόλου κρυφός, είναι η άνοδος του ναζισμού. Στους βισκοντικούς Καταραμένους, ο ναζισμός ενοφθαλμίζεται στην πανίσχυρη οικογένεια της χαλυβουργίας Εσεμπερκ. Κλιμακωτά, το κακό εξοντώνει τα πιο ηθικά και φιλελεύθερα στοιχεία, και καταλαμβάνει όλο το πεδίο, εκφράζεται πλήρως μέσω του πιο βίαιου, του πιο έκφυλου προσώπου, που οδηγείται πέραν πάσης αναστολής και φόβου τιμωρίας. Είναι μια ελεγεία του κακού: η πορεία προς την μοιραία κατίσχυση του κακού.

Στο καθ΄ημάς πεδίο, ο ερζάτς ναζισμός είναι προσώρας χυδαίος και λούμπεν, και φουσκώνει διαρκώς προσελκύοντας σαν φανός τις απελπισμένες πεταλούδες, τα συντρίμμια της Μεγάλης Υφεσης. Αλλά η φυλετική μισαλλλοδοξία του και ο υπερεθνικισμός του μολύνουν σταθερά την κεντρική πολιτική σκηνή, υπαγορεύουν συνθήματα και κραυγές. Το κατάκοπο κοινωνικό σώμα απορροφά τώρα το δηλητήριο σαν φάρμακο, και οι δόσεις μεγαλώνουν.

Η τάξη των γατόπαρδων προς το παρόν περιφρονεί τους λούμπεν ακραίους· άλλωστε αυτοί δρουν στα γκέτο και στις λαϊκές, όχι στα πράσινα προάστια. Δεν αποκλείεται όμως ο μετασχηματισμός των γατόπαρδων σε καταραμένους· απούσης της αναδυόμενης αστικής τάξης, ο ελιγμός τούτη την ιστορική στιγμή δεν μπορεί να είναι προς το απόν ρωμαλέο καινοτομικό στρώμα, αλλά προς την αναδυόμενη κακία. Ούτε καν ελιγμός, αλλά μοιραία μόλυνση, στο μέτρο που το ναζιστικό κακό πατροκτονεί, αιμομικτεί, κατατρώγει ακόμη και τις σάρκες του.

[Από την τέχνη στη ζωή: Μένω κατάπληκτος από την απληστία και τη σκληρότητα των πλούσιων γερόντων ― μου είπε πρόσφατα ένας σοφολογιώτατος φίλος, βαθύς γνώστης της αθηναϊκής ανώτερης κοινωνίας. Ηταν η απάντησή του στην κοινή διαπίστωση για το μαύρο μέλλον που περιμένει τους σημερινούς νέους, την ήδη ονομαζόμενη χαμένη γενιά. Τότε έλαμψαν εντός μου ο Γατόπαρδος και οι Καταραμένοι.]

guepard-1963-tou-01-g

Την περασμένη Κυριακή, στη μεγάλη κινηματογραφική γιορτή της Ισπανίας, μια Καταλανή ηθοποιός ανέβηκε στη σκηνή να πάρει το βραβείο Γκόγια ερμηνείας για τρίτη φορά στην καριέρα της. Η Καντέλα Πένια, μια μελαχρινή μεσογειακή σαραντάρα, κάπως σαν την αμερικανίδα Μαντόνα στην όψη, με τρακ αλλά και σιγουριά, πήρε στα χέρια της το βραβείο και απευθύνθηκε στους συναδέλφους της και το τηλεοπτικό κοινό. Η καθιερωμένη ευχαριστήρια ομιλία διάρκεσε 53 δευτερόλεπτα και βρίσκεται στο YouTube:

«Ευχαριστώ πολύ, αυτό σίγουρα δεν το περίμενα. Δε ξέρω εάν θα πρέπει να το παραλάβω στα καταλανικά, ως Καταλανή ηθοποιός που είμαι ή να πω: Thank you very much, I am very very happy. Θέλω να πω ότι είχα μείνει τρία χρόνια χωρίς δουλειά, ότι μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια είδα τον πατέρα μου να πεθαίνει σε ένα δημόσιο νοσοκομείο όπου δεν υπήρχαν κουβέρτες για να τον σκεπάσουμε, όπου δεν υπήρχε νερό για να πιει, έπρεπε να του το φέρνουμε εμείς. Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια που δεν δούλευα, βγήκε από τα σπλάχνα μου ένα παιδί που δεν ξέρω ποια δημόσια παιδεία το περιμένει. Αυτά τα τρία χρόνια χωρίς δουλειά είδα πώς πεθαίνουν άνθρωποι γιατί δεν έχουν σπίτι. Γι’αυτό, τη χαρά αυτής της βραδιάς δεν θα μου την αμαυρώσει κανείς. Από εδώ που βρίσκομαι, ζητώ δουλειά. Εχω ένα παιδί να μεγαλώσω. Ευχαριστώ.»

Η Καντέλα Πένια, δραματική καλλιτέχνις, περιέγραψε το δράμα της δικής της ζωής, και το δράμα εκατομμυρίων ανθρώπων του ευρωπαϊκού Νότου σαν κι αυτήν: επιτυχημένοι άνθρωποι, κορυφαίοι επαγγελματίες, στην δημιουργική ακμή τους, που η κρίση τους ρίχνει στο περιθώριο, τους αποκλείει από το παρόν και τους σκοτεινιάζει το μέλλον. Σε 53 δευτερόλεπτα περιέγραψε την αγωνία Ισπανών, Ιταλών, Πορτογάλων, Ελλήνων, Ιρλανδών, Βουλγάρων, Ρουμάνων, Εσθονών, όλων των Ευρωπαίων.

anna-karenina-picture02

Σπάνια μια ταινία καταφέρνει να μεταφέρει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα στην οθόνη χωρίς να προδώσει το περιεχόμενό του ή, έστω, να το ελαφρύνει, και ταυτόχρονα να προσφέρει καθαρή κινηματογραφική ομορφιά. Η Αννα Καρένινα του Τζό Ράιτ το καταφέρνει: η μνημειώδης τοιχογραφία του Τολστόι κεντρίζει τον νου και την καρδιά, η μεγάλη λογοτεχνία είναι παρούσα, σεναριοποιημένη από τον Τομ Στόπαρντ, ενώ ταυτόχρονα ξεχειλίζει η αμιγής κινηματογραφική απόλαυση.

Ναι, πράγματι, δεν είναι παρόντα όλα τα μοτίβα και οι επιμέρους ιστορίες, όλοι οι επιμέρους χαρακτήρες του ποταμού των 1.200 σελίδων· δεν χωράνε σε 130 λεπτά φιλμ. Αλλά διασώζεται το ουσιώδες: το πνεύμα και η διερώτηση του τολστοϊκού έργου. Ποιος ο πυρήνας της αγάπης, ποια η δύναμη της συγχώρεσης; Τι είναι κανονικό, αποδεκτό, και τι έκκεντρο, καταστροφικό; Ποια είναι τα όρια; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ατομική πραγμάτωση, η προσωπική ευτυχία, χωρίς να καταστρέφει την ευτυχία του άλλου; Και τα λοιπά.

Leo_TolstoyΟ Τολστόι, ο ιδιοσυγκρασιακός χριστιανός, ο ασκητής, ο αφουγκραστής της γης και των καταφρονεμένων, o ειρηνόφιλος και αναρχικός, είναι παρών, σε κάθε φράση, και ιδίως στο πρόσωπο του Λέβιν, που αναζητεί την εσωτερική ειρήνη και την δημιουργική πλήρωση στη γη, στην αγάπη, στην Κίτυ. Αλλά είναι παρών και στη θυελλώδη Αννα Καρένινα, που την αρπάει το πάθος και τη συντρίβει· μια γυναίκα που αιωρείται ανάμεσα στη Εμμα Μποβαρύ και την Τζέην Εϊρ, ανάμεσα στην αστή μοιχαλίδα και την ελεύθερη ανεξάρτητη γυναίκα. Τρεις γάμοι και επτά πρόσωπα, διασταυρούμενα μες στις αμφιβολίες και τα διλήμματα, αναζητώντας δύσκολες απαντήσεις σε οδυνηρά ερωτήματα. Στο φόντο, η κοινωνία, η ιστορία, η μετάβαση.

Οι πιο εύστοχες απαντήσεις έρχονται από τις απλές καρδιές: από τον χωριάτη επιστάτη του Λέβιν, από τη νεαρή Κίτυ· στα απέραντα ρωσικά σταροχώραφα, και στην κορυφαία ίσως σκηνή της ταινίας: όταν η νεαρή αρχόντισσα και η καταφρονεμένη πόρνη πλένουν και μυρώνουν το σώμα του ξέπνοου ρέμπελου, υπό το σιγανό μουρμουρητό ενός λαϊκού τραγουδιού. Είναι η ταπείνωση και το μεγαλείο στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, εκεί όπου η πράξη και η στάση παραμερίζουν τον λόγο και τη σκέψη. Είναι η σκηνή όπου ο Τζο Ράιτ συλλαμβάνει το μέγεθος του τολστοϊκού σύμπαντος και το αποδίδει με σπάνια κινηματογραφική ομορφιά, ζωγραφίζοντάς το χωρίς λεζάντες.

Αυτή είναι η μεγάλη αρετή του σκηνοθέτη: δεν εξιστορεί με λόγια, αλλά με εικόνες, χρησιμοποιώντας στο πολυεδρικό του αφήγημα το μπαλέτο, το χοροθέατρο, τη ζωγραφική, τα ταμπλώ βιβάν, τη μουσική και τον ήχο, το μοντάζ, κοστούμια και χρώματα, τολμηρούς αφηγηματικούς διασκελισμούς ― το σινεμά εντέλει. Η προχωρημένη τεχνική του σημερινού σινεμά χρησιμοποιείται με δεξιοτεχνία αλλά και οικονομία· ο ιλιγγιώδης ρυθμός προέρχεται από τον σημερινό κόσμο του εικονιστικού πληθωρισμού, αλλά εδώ δεν χρησιμοποιείται για εντυπωσιασμό, αλλά για να πυκνώσει η αφήγηση και να παραμεριστούν οι συμβάσεις, για να αγγίζει διαρκώς ο θεατής-αναγνώστης τον πνευματικό πυρήνα του έργου, τη συναισθηματική ζάλη και τον υπαρξιακό πυρετό, τις ηθικές συγκρούσεις, τα αγωνιώδη ερωτήματα. Με αυτό τον πολυπρισματικό τρόπο συντίθενται συναρπαστικές σκηνές σαν τον χορό της Καρένινα με τον Βρόνσκι ή σαν την εξωλεκτική συνομιλία σμιξίματος του Λέβιν με την Κίτυ. Το σινεμά του Ράιτ σε τέτοιες στιγμές θυμίζει το θεατρικό-κινηματογραφικό-μουσικό-ζωγραφικό πολυθέαμα του σπουδαίου Νοτιοαφρικανού καλλιτέχνη Ουίλιαμ Κέντριτζ.

Η κινηματογραφική Αννα Καρένινα του Τζό Ράιτ πετυχαίνει διττά: αφενός, θυμίζει τι μπορεί να κάνει το σινεμά σήμερα, όχι μόνο σαν εκφραστικό μέσον αλλά και σαν φορέας του υψηλού για το ευρύ κοινό· αφετέρου, δείχνει τον Τολστόι συναρπαστικό και επίκαιρο, δείχνει πόσο δραστική εξακολουθεί να είναι η μεγάλη λογοτεχνία, ακόμη και διασκευασμένη και περιληπτική. Δείχνει ακόμη ότι τα μεγάλα έργα τέχνης απ’ τις πρώτες κορυφώσεις της νεωτερικότητας, οι πρισματικές αφηγήσεις του μεταίχμιου, εξακολουθούν να είναι ζωντανά, καυτά, ενάμιση αιώνα μετά ―Καρένινα, Τζέην Εϊρ, Σταυρόγκιν. Ο Τολστόι, επιπλέον, ενώπιον του οδυνηρού μεταίχμιου προσφέρει σαν διέξοδο μια ουτοπία, τόσο δύσκολη, τόσο συνταρακτική, τόσο επίκαιρη: την αγάπη και τη συγχώρεση, τη συμφιλίωση του έσω δαίμονα με τον έλλογο κοινό βίο.

Η ταινία Cosmopolis του Ντ. Κρόνεμπεργκ, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ντον ΝτεΛίλλο (εκδ. Εστία), δείχνει μια ημέρα από τη ζωή ενός νεαρού δισεκατομμυριούχου στο Μανχάταν. Ο μεγαπαίκτης των αγορών, Ερικ Πάκερ, διευθύνει τα ντιλ μέσα από την τεράστια λιμουζίνα του, που αργοκυλάει στους νεοϋορκέζικους δρόμους· μέσα στην απαστράπτουσα hi-tech σαρκοφάγο δέχεται συνεργάτες και συμβούλους και διεξάγει ιδιόρρυθμους διαλόγους για το χρήμα, τον χρόνο, τη ζωή, την ηθική, την ύπαρξη. Η μέρα κυλάει με ιλιγγιώδεις διαλόγους, ενόσω οι δρόμοι κυριεύονται από μια ξέφρενη εξέγερση και οι αγορές νομισμάτων τρέχουν στα μόνιτορ. Η αφήγηση ξεκινά με αφηρημένο εξπρεσιονισμό του Πόλοκ, κι ένα στίχο του Πολωνού Ζ. Χέρμπερτ: «νομισματική μονάδα έγινε ο αρουραίος»· κορυφώνεται με τη θρησκευτική ζωγραφική αφαίρεση του Ρόθκο.

Το Cosmopolis θα μπορούσε να είναι μια απεικόνιση του Μανχάταν, απόμακρη, ερμητική, άνευ νοήματος για τον Ελληνα θεατή. Δεν είναι. O κόσμος του Ερικ Πάκερ, παγωμένος και υπερταχύς, με μικροτσιπ αντί για αίμα, με αριθμούς αντί για αισθήματα, κόσμος πέραν της ανάγκης, κόσμος υποσχόμενος μέλλον, χωρίς παρόν, αυτός ο κόσμος της παγκόσμιας ροής χρήματος, είναι εξαιρετικά οικείος στους Ελληνες τρόφιμους του Euro-Depression. Διότι η Ελλάδα της Υφεσης είναι η απόληξη της φρενίτιδας του Cosmopolis, η κορύφωσή του: ένα διαρκές μεταίχμιο καταστροφών, μια διαρκής ανατροπή.

Οσα περιγράφονται μέσα στη λιμουζίνα προϋποθέτουν όσα περιγράφονται στις οδομαχίες έξω απ’ αυτήν. Και τα δύο συμβαίνουν στην Ελλάδα, φανερά τουλάχιστον από το 2009: και τα ντηλ και οι οδομαχίες. Το χρήμα, αυτοναφορικό, αυτονομημένο, αποσπασμένο από οποιαδήποτε σύνδεση με υλικότητες, ανάγκες, όρια, συμβολισμούς, όρισε τον βίο πριν απ΄την κρίση, με θεοκρατική απολυταρχία. Ηταν ο ζωοδότης και ο λατρευόμενος, ο απόλυτος ηγεμών, ο νοηματοδότης. Το ίδιο απολυταρχικό χρήμα, δια της ελλείψεώς του, ορίζει και πάλι τον χώρο των ανθρώπων, τους κατεστραμμένους βίους τους και τις διαψευσμένες προσδοκίες.

Η Αθήνα είναι το αντεστραμμένο είδωλο του Cosmopolis Μανχάταν: είναι η σπάνις και η στέρηση μετά την πλησμονή, είναι η διάψευση μετά την πληθωρισμένη υπόσχεση και τη φενάκη. Η Αθήνα της Μεγάλης Υφεσης δείχνει το κενό που περιέχεται στην απαστράπτουσα λιμουζίνα των παγκοσμιοποιημένων ντιλ. Εδώ, στα μελαγχολικά κράσπεδα της οδού Σοφοκλέους έξω από το ταφικό Χρηματιστήριο, στις άδειες βιτρίνες με τα ενοικιαστήρια και τα γκράφιτι, στις σιωπηλές πρασιές των προαστίων, μόνο εδώ, στα Υφεσιακά Πεδία, αποκτούν νόημα τα λόγια της Βίγια Κίνσκι προς τον Ερικ Πάκερ:

«Οι αρχαίοι Ελληνες έχουν έναν όρο. “Χρηματιστικός” [ο ασχολούμενος με τον πορισμό χρημάτων – Πλάτων, Πολιτεία]. Εμείς όμως πρέπει να κάνουμε τη λέξη να παρεκκλίνει λιγάκι. Να την προσαρμόσουμε στην τρέχουσα κατάσταση. Γιατί το χρήμα έχει γίνει αυτοσκοπός. Δεν υπάρχει άλλης μορφής τεράστιος πλούτος. Το χρήμα έχει χάσει την ικανότητά του να περιγράφει, όπως την έχασε εδώ και καιρό και η ζωγραφική. Το χρήμα μιλάει στον εαυτό του.»

Στην οδό Ακαδημίας, στην είσοδο κτιρίου, βρίσκεται ξαπλωμένος ένας νεαρός άνδρας. Πάνω σε υπνόσακκο, σκεπασμένος με μια κουβέρτα· όπως είναι ανάσκελα, ασχολείται με μια συσκευή, σαν κινητό, πλάι του μια σακούλα τσιπς. Βρίσκομαι στο πεζοδρόμιο, παραδίπλα του, έξω από τον κινηματογράφο που παίζει το φιλμ «Χιόνια στο Κιλιμάντζαρο», γενική είσοδος 6 ευρώ. ΚΙ άλλοι θεατές έχουν βγει στον δρόμο για το τσιγάρο του διαλείμματος· όλοι έχουν δει τον παράδοξο άστεγο στο μαρμάρινο κατώφλι, με το κάτι-σαν-κινητό, αλλά κανείς δεν τον κοιτά ευθέως. Οι λιγοστοί διαβάτες της κυριακάτικης νύχτας, νέοι άνθρωποι κυρίως, προσπερνούν κι αυτοί σαν να μη βλέπουν. Ο άστεγος χίπστερ είναι αόρατος. Στη γωνία της Χ. Τρικούπη οι τακτικοί άνδρες των ΜΑΤ, Νυχτερινή Φρουρά με πλήρη εαρινή εξάρτυση. Η Λυρική έχει σχολάσει από ώρα, είναι σκοτεινή, λιγοστά αυτοκίνητα περνούν.

Κόσμοι ασύμπτωτοι. Ο νεαρός άστεγος, με εμφάνιση και συμπεριφορά χίπστερ· οι ένοπλοι φρουροί, άγρυπνοι ενώπιον της απειλής για διασάλευση της τάξης·οι θεατές μιας ταινίας βαθιάς, συγκινητικής και πολιτικής, για την δυστοπική αμηχανία του Ευρωπαίου ανθρώπου στον 21ο αιώνα. Κανείς δεν δείχνει ότι βλέπει τον άλλο, όλοι πορεύονται σιωπηλοί σε παράλληλες χρονοσήραγγες, σαν να μη μοιράζονται το ίδιο πεπρωμένο. Σαν να κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα περί τον οριζόντιο άξονα της φτώχειας και τον κατακόρυφο της αθυμίας.

Η ταινία, γαλλικής παραγωγής, καταγράφει τον θάνατο της παραδοσιακής εργατικής τάξης και την πτώση του μικροαστικού πλήθους: ο πάμφτωχος ληστεύει τον φτωχό. Η Μασσαλία είναι πολύ κοντά στον Πειραιά, είναι ο Πειραιάς. Η ανησυχία των Γάλλων είναι η τρέχουσα κατάσταση των Ελλήνων, το μέλλον είναι κοινό και είναι θαμπό, σκοτεινό. Οι Ελληνες θεατές έβλεπαν πολύ οικείες καταστάσεις, σκηνές από τις ζωές τους που έχουν διαδραματιστεί ήδη, το σινεμά είναι ένα ντοκιμαντέρ για τις ζωές τις δικές τους, ίδιες με των άλλων.

Αλλά η ζωή είναι πάντα πιο μπροστά από την τέχνη, ακόμη κι από αυτό το σεισμογραφικό σινεμά. Μερικά σκαλοπάτια, ελάχιστα μέτρα απ’ την κινηματογραφική αίθουσα της έμμορφης, ελεγχόμενης συγκίνησης και του στοχασμού, η ζωή αναδύθηκε γυμνή, ασυγκίνητη, ανηλεής, με τη μορφή νέων ανθρώπων, συνομήλικων, που βρίσκονταν ασύμπτωτοι στην σιγαλή οδό Ακαδημίας: διαβάτες, σινεφίλ, φρουροί, κι ένας άστεγος με κάτι-σαν-κινητό για συντροφιά. Ολοι στον ίδιο τόπο, κι όλοι χωριστά.

Αποκαρδιωμένος και μπαϊλντισμένος ο κόσμος από τις κακές ειδήσεις τριών συνεχόμενων ετών, παρηγοριέται με την επελαύνουσα άνοιξη και προετοιμάζεται για το Πάσχα. Δεν ακούει ειδήσεις πια, δεν τις καταγράφει το κεντρικό νευρικό, δεν δίνει σημασία. Ακούει για εκλογές και μόνη σκέψη του είναι πώς να χρησιμοποιήσει την ψήφο του τιμωρητικά· έτσι νομίζει. (Τιμωρεί όμως η ψήφος; Ποιον, πώς;) Τα μήντια συνεχίζουν να βομβούν ακαταπαύστως, η σιωπή θα ήταν θάνατος· βομβούν για τον Παναθηναϊκό, ας πούμε. Αλλά ο μηντιακός βόμβος δεν μεταφέρει πια νοήματα στον στομωμένο Ελληνα· παρακολουθεί την καταστροφή του σε σλόου μόσιον και χάι ντεφινίσιον, ανήμπορος να αλλάξει κανάλι με το άιφον 4-τζι-ες. Τυλιγμένος με τα γκάτζετ της Προ Κρίσης εποχής, ήδη λησμονημένης, ο άνθρωπός μας παρακολουθεί απαθής ειδήσεις περικοπών και ανεργίας σαν να χαζεύει αγγελτήρια για κηδείες τρίτων, άλλων, μακρινών. Και ψιθυρίζει μια μάντρα, μιαν ευχή: Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό που συμβαίνει, κι αν συμβαίνει, δεν συμβαίνει σ’ εμένα.

Και ξάφνου στο νυχτερινό ζάππινγκ πέφτεις σε μια ταινία που μιλάει ελληνικά. Μισοναρκωμένος, αιωρείσαι στιγμιαία ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία, σημερινά, σε χώρους επίσης οικείους. Γιατροί, ασθενείς, νοσοκομείο του ΕΣΥ. Ενας ειδικευόμενος χειρουργός ορθοπεδικός προσπαθεί να εκπαιδευτεί και συγχρόνως να μείνει άνθρωπος. Βαθμιαία η νάρκωση μεταπίπτει σε περιέργεια, κατόπιν σκάς χαμόγελα που ακαριαία πικρίζουν, και καθώς μέσα σε αυτό το κομφούζιο αναγνωρίζεις όλο και βαθύτερα τον εαυτό σου, δικές σου εμπειρίες, την κοινωνία σου και τους ανθρώπους της, πατάς το ίνφο: «Απ΄τα κόκαλα βγαλμένα», του Σωτήρη Γκορίτσα, έτος παραγωγής 2011. Πού να την κατατάξεις τούτη την ταινία; Δραματική κομεντί, μαύρη κωμωδία, κωμωδία καταστάσεων; Docudrama μάλλον, ντοκιμαντέρ με υπερτονισμένα κάποια χαρακτηριστικά. Κι ακόμη καλύτερα: νατουραλιστική ηθογραφία, αδρή, αγκαθωτή, αιμάτινη.

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας τη δεκαετία του 2000-10, παραμονές του Κραχ και κατά τη διάρκεια του Κραχ. Φακελάκια, φαυλοσυνδικαλισμός, λαμόγια, προμήθειες, αναξιοκρατία, χάος, παράλογο. Αλλά και ανθρώπινη θέρμη, υπερβάσεις του ατομικού, ανιδιοτέλεια, αυταπάρνηση, φιλία, συμπόνια, επιστημοσύνη. O πενηντάρης σκηνοθέτης προσπαθεί να κατανοήσει και να βυθιστεί στους ανθρώπους, τους αγκαλιάζει με την κάμερα όλους, καλούς και κακούς, προσπαθεί να ιχνογραφήσει το όλον, αυτό που μας περιέχει και μας συνέχει, αλλά και μας βασανίζει και μας διαλύει.

Η ταινία του Γκορίτσα δεν είναι το Grey’s Anatomy α λα ελληνικά, είναι το πρωτογενές Greece’s Anatomy, μια σιγαλόφωνη ελεγεία, που περιγράφει, καταγράφει, καταδεικνύει, αλλά δεν κατακρίνει, δεν ηθικολογεί, δεν αναθεματίζει. Ηθογραφία κατά το είδος, ελεγεία κατά τη μορφή. Σαν να σιγοτραγουδάει τα πάθη των ανθρώπων, σαν να μιξάρει αβίαστα τον Υμνο εις την Ελευθερία με το Ι Will Survive, όπως κάνει στους τίτλους τέλους.

Είδα την ταινία δύο φορές σε δύο μέρες, με αμείωτο ενδιαφέρον. Δεν διασκέδασα, δεν χαλάρωσα. Ενιωσα όμως την ταινία να με τυλίγει με τον ρεαλισμό της, με τον αιφινιδιαστικό της κλαυσίγελο και την εσκεμμένη απουσία καταγγελίας, κατάκρισης ή διδακτισμού. Σαν τα έργα της μεγάλης ηθογραφίας, που ιστορούν συνήθεις βίους συνηθισμένων ανθρώπων, συνηθισμένα συμβάντα, συχνά χωρίς καμιά κορύφωση· κι όμως τα βάσανα της ζωής, η ζωή σαν βάσανο και σαν δώρο, αποκαλύπτονται πάντα μεγαλειώδη, ξεπροβάλλουν μέσα από τον χαμηλό ορίζοντα ή την ευτέλεια των ανθρπωίνων πράξεων. Σαν τις βραδυφλεγείς, υπόκωφες εκρήξεις στα διηγήματα του Τσέχοφ, του Παπαδιαμάντη, σαν τις τοιχογραφίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Πέραν του καλού και του κακού.

Ειναι παρηγορητική η ταινία «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Και συγκινητική, γνήσια, επειδή η τρυφερότητά της είναι γνήσια και ζυγισμένη, διαχέεται σε όλους τους ήρωες, και διαχέεται και στους θεατές. Και παιδευτική εντέλει, σαν ντοκιμαντέρ: τελειώνοντας, ξέρεις τι δεν πρέπει να κάνεις, ξέρεις τι άφησες να γίνεται και φτάσαμε ως εδώ, έρμαια τύχης χαλεπής.

Στο κινηματογραφικό νοσοκομείο Αγιοι Πάντες είδα την Ελλάδα να ξεκουρδίζεται και να αποσυναρμολογείται, επί μία ή δύο δεκαετίες, να γονατίζει και να παραπατάει, αλλά να μην αποσυντίθεται εντελώς, να παραμένει ένας σκελετός από κόκαλα, σπασμένα και κολλημένα εκ του υστερήματος κάποιων προσώπων, που ενώ ξεκινούν έκκεντροι και περιθωριακοί, μπορεί να καταλήξουν κεντρικοί ήρωες, αυτοί που θεραπεύουν, μάχονται, συγχωρούν, αγαπούν και συγκολλούν τα θραύσματα.

Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου προκάλεσε αναρίθμητες ερμηνείες και συγκρούσεις, ιδίως εντός συνόρων, όπου είχε φανατικούς φίλους και φανατικούς πολέμιους ― διότι στο εξωτερικό ήταν ευρέως αποδεκτός, και σεβαστός. Πώς αλλιώς όμως; Ο Αγγελόπουλος εικονογράφησε κυρίως την Ελλάδα, με μελαγχολικές ελεγείες και βαριά φορτία συμβολισμών, με ακραίο φορμαλισμό και απόλυτο πάγωμα των συναισθημάτων. Η Ελλάδα του είναι μια χώρα μυθική που κείτεται στις στάχτες της ήττας και της διάψευσης, βουλιάζει στην απώλεια, είναι μια χώρα ήττας και πικρού αναστοχασμού. Από τα ’70s της Αναπαράστασης και του Θίασου, την Ελλάδα του Εμφυλίου, έως τα σκοτεινά τούνελ της Δραπετσώνας, την Ελλάδα της χρεοκοπίας.

Χριστιανός ευσεβιστής κατά τα νεανικά του χρόνια, αριστερίζων και άθεος κατά την ωριμότητα, έχτισε έναν καλλιτεχνικό κόσμο απ’ όπου απουσιάζουν ηχηρά ο ερωτισμός, το λαϊκό στοιχείο, τα αισθήματα ― δηλαδή ό,τι σφραγίζει τον νεοελληνικό βίο στα μάτια ιθαγενών και ξένων. Ο ευσεβισμός συναιρούμενος με την αριστερά απέφερε έναν ιδιότυπο πουριτανισμό, τέτοιον που εξόρισε οποιαδήποτε ερωτική σκηνή με κάποια θερμοκρασία από τις ταινίες του, εξόρισε το λαϊκό στοιχείο ως παραγωγό διονυσιασμού και αταξίας, εξόρισε τα αισθήματα ως επαφή, ώσμωση και ανταλλαγή υγρών. Οι άνθρωποι στο αγγελοπουλικό σύμπαν είναι Προμηθείς, μοναχικοί, μόνοι ενώπιον της ιστορίας που τους συντρίβει, ή το πολύ τους γνέφει κάτι αδιόρατο που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται.

Υψηλός φορμαλισμός. Οχι με τον τρόπο του Ιταλού Αντονιόνι που κορυφώνεται στα σύμβολα μα βαθμιαία αφήνεται στα αισθήματα, ή του Γερμανού Φασμπίντερ, του μελοδραματικού-διονυσιακού που εκκινεί από τον ωμό νατουραλισμό και κορυφώνεται στον σπαρακτικό φορμαλισμό του Querelle. Πάντως υψηλός φορμαλισμός, με χαρακτήρα, με υπογραφή.

Δεν ήταν όμως μόνο ένας φορμαλισμός εξ επιλογής και από ιδιορρυθμία, δεν ήταν ο φορμαλισμός ενός ρηχού ναρκισσιστή. Αντιθέτως, φρονώ ότι αυτή η κατεψυγμένη, υπερκαλαίσθητη φόρμα, η σταθερή απομάκρυνση από το ζέον βίωμα και το κινδυνώδες συναίσθημα, το μακρινό αργόσυρτο πλάνο, η καταστολή της θυμικής αντίδρασης του θεατή, ήταν η απόσταση που έπαιρνε από τη ζωή ένας ευαίσθητος, τραυματισμένος άνθρωπος, που δεν έβρισκε απαντήσεις στα οδυνηρά ερωτήματα, ένας μονήρης που δεν τον χωρούσε ο τόπος του. Μάλλον, ένας άνθρωπος διαπορών, περιπλανώμενος στην πραγματικότητα του αίματος και της θηριωδίας που διαμόρφωσαν τα νεανικά του χρόνια, και εντέλει αποστρέφει το πρόσωπό του από τη σάρκα και το χώμα, βουλιάζει στα σύμβολα, τις ιδέες. Θρηνεί για την αποϊεροποίηση του κόσμου, πενθεί την έκλειψη των ηρώων. Ετσι όμως αποστρέφει το βλέμμα του και από τη ζωή εν όλω, και θεραπεύει μια ορισμένη ηττολαγνία πλασμένη με αισθητικούς και ιδεολογικούς όρους.

Υπό μία έννοια, ο τέτοιος κόσμος του Αγγελόπουλου είναι ο κόσμος της μεταπολεμικής ελληνικής Αριστεράς, της ηττημένης, που αναδιπλώθηκε μέσα στην ήττα της και τράφηκε απ΄αυτήν, χωρίς ποτέ να την ξεπεράσει, να περάσει σε άλλη ιστορική φάση, να αντιληφθεί μια νέα πραγματικότητα και να αναμετρηθεί με άλλες προκλήσεις. Σαν να κόλλησε ο χρόνος στη Βάρκιζα του θρήνου, και όχι στη Λαμία του Αρη. Κι έτσι παρήγαγε ποίηση ήττας, ταινίες ήττας, τραγούδια ήττας, ιδεολογία ήττας, ήθος ήττας. Κατά κάποιο τρόπο, ξεχάστηκε ο κλέφτης και ο αντάρτης, ο άτακτος και ο οραματιστής, θάφτηκε το ηρωικό στοιχείο. Επικράτησε ο μικροαστός, ο μικρομεσαίος επιβιωτής, «αυτός που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ» του Κατσαρού, ο οποίος επιπλέον ενώ χτίζει τριάρι με αντιπαροχή και υλικά κατεδαφίσεως, ταυτοχρόνως και κατά αντιδιαστολή τραγουδάει νοσταλγικά το γεράνι και την αυλίτσα.

Ο αντιρεαλισμός του Αγγελόπουλου, τα ιδεολογικά και συμβολικά του φορτία, ενώ φαίνεται να συνομιλούν με ήρωες, ουσιαστικά πραγματεύονται την ήττα, τη διάψευση και την απουσία των ηρώων. Την απουσία νοήματος, την απουσία ζωής εντέλει. Εξ ου και οι ταινίες του όχι μόνο δεν ήταν λαϊκές, αρεστές και αποδεκτές από τον λαό, αλλά έφερναν αδιαφορία, χασμουρητά και δυσφορία στις μάζες. Οπως και η Αριστερά της ίδιας εποχής.

Με όλα αυτά δεν θέλω να αποτιμήσω καλλιτεχνικά το έργο του Αγγελόπουλου, ούτε να βρω ιστορικά λιποβαρή την Αριστερά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οχι. Αλλά να, μες στις ταινίες του περνάει η Ελλάδα, η ζωή, οι δικές του αντιφάσεις του, οι δικές μας αντινομίες, διαθλασμένα, πρισματικά, μαγικά. Αρκούντως αληθινά.


Γυμνώνεται η ζωή, και φανερώνει τον σκελετό, την ουσία. Κι όσο γυμνώνεται, όλες οι μιλιές και οι ήχοι συμφύρονται αξεδιάλυτα, τα ασήμαντα αποκτούν ξεχωριστό βάρος, όλα γίνονται οιωνοί, σημάδια, και καθώς ανάκατα στροβιλίζονται στον νου, παίρνουν απρόοπτα νοήματα, δείχνουν προς τον ζόφο και το φως μαζί, παίρνουν μυθικές διαστάσεις, αραιά και πού παραγορητικές, συχνότερα καταθλίβουσες.

Ηθογραφία. Ωριμη κυρία, φιλάρεσκη, περιγράφει ζευγάρι, περιγράφει μια ζωή βγαλμένη από πικρή ηθογραφία: ο σύζυγος Δον Ζουάν, ευπροσήγορος, γοητευτικός, άπιστος κατά συρροή, η σύζυγος σοβαρή, αυστηρή, αμίλητη, αυτός με δεσμούς αλλεπάλληλους, σοβαρούς δεσμούς, με γκαροσνιέρες διαρκώς, με γυναίκες νεότερες καριέρας, αυτή εκλεκτή επιστήμων, ανήσυχη για το τι θα πεί ο κόσμος, αγέλαστη, σαν καθηγήτρια Αρσακείου, άνθρωπος τυπικός της αξιοπρέπειας, και πώς ντυνόταν, κι αυτός πίσω από έρωτες και ποδόγυρους, τον ήξεραν όλα τα κοσμηματοπωλεία, χρυσαφικά στη γυναίκα του, χρυσαφικά στις ερωμένες, και τι ντύσιμο, τι στυλ, τι γλυκιά γλώσσα, άνθρωπος του κόσμου. Εζησαν μαζί χρόνια πολλά.

Ρεαλισμός. Ο διευθυντής της τράπεζας αφηγείται πώς έτρωγε ψαρούκλες ο παλαιός υπουργός στο επίνειο ― και τότε λέγανε ότι τα “έπιανε”. Μιλάει με πίκρα, με τζάχτι, μετανιώνει που δεν τον γιαούρτωσε τότε, τώρα είναι αργά. Ο ακροατής του φεύγει ζαλισμένος, σπρωγμένος από το μικρό αλλά τόσο απτό μίσος. Ο μαγαζάτορας πιο κάτω: τη δική μου οικογένεια ποιος θα την προστατέψει από τη φτώχεια που την απειλεί; Δεν παίρνει απάντηση. Γιατί δεν λένε την αλήθεια; Ας πτωχεύσουμε, μουρμουρίζει, αυτή η εκκρεμότητα δεν αντέχεται πια. Ακίνητα βλέμματα. Ολα εκκρεμούν, μέσα στην άδεια τράπεζα, όπου πειράζονται δυο παιδαρέλια, στο μπακάλικο εκκρεμείς οι σιωπηλοί πελάτες, στο βιβλιοπωλείο, όλα μετέωρα, ασταθή, βασανιστικά.

Εκκρεμεί το καλοκαίρι. Ανταλλάσσουμε ευχές για τις διακοπές. που πλησιάζουν αλλά κανείς δεν τις επικαλείται, δεν κλείνουν, δεν τις μελετάνε, σαν ζόμπι βαδίζουμε μες στο αβάσταχτο καλοκαίρι, τόσο ωραίο που θα ‘ναι στα νησιά και στα όρη, τόσο απόμακρο.

Γκόθικ. Τη νύχτα υπνωτισμός με Game of Thrones, σήριαλ fantasy, άχρονος μεσαίωνας, στον κόσμο των Επτά Ρηγάτων-Βασιλείων, περιμένοντας τον αμείλικτο χειμώνα των απέθαντων Λευκοπερπατητών που θα ‘ρθουν απ’ τον Βορρά. Οσο πιο άψαχνη η μεταμοντέρνα δημοκρατία, όσο βαθύτερα ζούμε μες στη βιοπολιτική που μας στερεί έδαφος και σώμα, τόσο πιο αχαλίνωτη γίνεται η μυθοπλασία που τρέφει τον αμφιβληστροειδή και τον ρινεγκέφαλο. Το Game of Thrones συνεχίζει τον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών, τον Κλαύδιο και τη Ρώμη, αδρή αλληγορία για την εξουσία, σε έναν γκόθικ κόσμο που κυριαρχείται από Παλαιούς Θεούς, απόλυτους ηγεμόνες, φατρίες, οίκους, αίμα, στρατιώτες, ευνούχους, πόρνες και ορδές βαρβάρων.

Οσο πιο ζοφερή η νεωτερική πραγματικότητα, τόσο πιο λαμπερό-αιχμηρό το γκόθικ, το φανταστικό, το θέαμα του αίματος· τόσο πιο εξαφανισμένη η δημοκρατία, και υπερτονισμένη η ωμή δύναμη του Αρχοντα και του Πολεμιστή, η κτηνωδία, η μαγεία, η λαγνουργία. Η κινηματογραφική βιομηχανία παράγει σαγηνευτικές ενδοσκοπήσεις, φαντασμαγορίες πέραν χρόνου και χώρου, με σκληρές αποδομήσεις της προτεσταντικής ηθικής, με αποθέωση μιας αναγεννησιακής πολιτικής σκληρότητας, με γοητευτικό ζωγράφισμα του ήρωα, του εξουσιαστή και του κτήνους·είναι φαντασμαγορίες για ακροατήρια που δεν αντέχουν πια να αντικρίζουν το έξω, την κόλαση του πραγματικού, και στρέφουν το βλέμμα μακριά, στη χώρα της φαντασίας, καταφύγιο παρηγοριάς και μέθης. Ο κόσμος ανασυντίθεται σαν παραλήρημα.

Η άνθηση του γκόθικ, του άχρονου, της απενεχοποιημένης σωματικής βίας και του σεξ, το νοητικό σπλάτερ, η αναπαράσταση του κόσμο σαν βίντεο γκέιμ, συμβαίνει σε μια ιστορική καμπή. Η δημοκρατία παγώνει μες στον επελαύνοντα χειμώνα. Ο κόσμος που ζούσαμε δεν έχει πια νόημα. Ο καπιταλισμός είναι ο δράκος που ξαναγεννιέται από το αδρανές αβγό, είναι η χρυσή ορδή και οι απέθαντοι.

Σαγηνευμένοι από το θέαμα της καταστροφής μας, ρουφάμε ίντριγκες, χαρακτήρες, τσεκούρια, αίμα, νάνους και σακάτηδες, φονιάδες, λύκους και κόρακες, εντρυφούμε σε φονικές ατάκες περί εξουσίας και δύναμης, περί μοίρας και υποταγής, σε μασκαράτες του Μακιαβέλι και του Νίτσε. Το γκόθικ εκτοπίζει την ηθογραφία της δημοκρατίας, εκτοπίζει τον ρεαλισμό, ακόμη και το πικρό πλην κομψό νουάρ, γιατί είναι το genre που εκφράζει με τον πιο αρμόζοντα τρόπο την αγωνία του καιρού, τον ρόγχο του οικείου κόσμου, το σβήσιμο του καλοκαιριού, την επέλαση του χειμώνα και της νύχτας.

Βυθιζόμαστε στον ναρκωτικό χειμώνα του γκόθικ καθώς μας τυλίγει το πιο απόμακρο, το πιο ανησυχητικό καλοκαίρι της ζωής μας.

WASTED_Youth_Poster

Στην ταινία Wasted Youth όλα συμβαίνουν καλοκαίρι. Ο 16χρονος Χάρης περιπλανιέται στην Αθήνα του καύσωνα πάνω στο σκέιτμπορντ, με τα ακουστικά του iPod στ’ αυτιά, και τη γεύση της αθανασίας στα χείλη. Βόρεια προάστια, συνοικίες, γειτονιές, πλατεία Συντάγματος, Φιλοπάππου, Μοναστηράκι, Γκάζι, Ζούμπερι… Οι φίλοι του είναι παιδιά από μικρομεσαίες οικογένειες, μετανάστες, έφηβοι που δουλεύουν, πηγαίνουν σχολείο χαλαρά, μοιράζονται ένα σουβλάκι και μια μπίρα, μοιράζονται τις εμπειρίες του φλερτ, μοιράζονται τον πελώριο χρόνο. Καθώς παρακολουθείς το παιχνίδι, το χασομέρι, τις επαφές τους, τίποτε δεν σου βάζει στο νου ότι αυτός ο χρόνος μπορεί να διαρραγεί. Οταν το κορίτσι λέει στον Χάρη να μη βιάζεται να προχωρήσει ερωτικά, γιατί “έχουν όλο τον χρόνο”, ο Χάρης απαντά χιλιαστικά: “Ποιο χρόνο; Το 2012 θα καταστραφούν όλα!”

Η “Σπαταλημένη νιότη” των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Φόγκελ τυπικά είναι μια μυθοπλασία βασισμένη στον φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Βαθύτερα όμως είναι ένα δραματοποιημένο ντοκυμαντέρ με πρωταγωνιστές τους έφηβους, τις μικρομεσαίες τους οικογένειες και την μητροπολτική Αθήνα. Είναι ένα υβρίδιο ηθογραφίας και road movie, στην οποία συναντιούνται οι μεγάλες πικρές αφηγήσεις για τη νεολαία, η ιχνογράφηση της σύγχρονης οικογένειας, ο νεορεαλισμός ― το Αmerican Graffiti του Τζ. Λούκας, τα σύγχρονα βραζιλιάνικα με την άγρια μητροπολιτική νεολαία, η ανθρωπολογία των ragazzi di vita του Παζολίνι. Η μοναξιά και η στέγνια αντάμα με την τρυφερότητα, την αθωότητα, τη δύσκολη αναζήτηση της αγάπης.

Είναι ντοκυμαντέρ και αυτοσχεδιασμός: η ταινία δείχνει σχεδόν τις ραφές της, δεν προσποιείται την μεγάλη παραγωγή, δεν εκπαιδεύει ηθοποιούς, η δραματουργία της είναι σχεδόν προσχηματική. Αυτή η τυπικά ρομαντική αφέλεια, αυτή η φρεσκάδα και η απλότητα, η ειλικρίνεια, συνιστούν τη γοητεία της.

Το Wasted Youth είναι μια ροκ ταινία που μιλάει για την Ελλάδα σήμερα, και φιλμάρει την Αθήνα σαν Λος Αντζελες της Μεσογείου, γυμνή, ακομπλάριστη· δείχνει την Αθήνα αυτή που είναι και λίγοι την καταλαβαίνουν: μια υπερμοντέρνα μητρόπολη, γεμάτη λιωμένα αισθήματα, γεμάτη αγάπη και ένταση, αλλά χωρίς στόχο, με σπασμένη τη ραχοκοκκαλιά, μια μάνα που φοράει κηδεμόνα.

Η σκηνή που επισκέπτεται ο Χάρης τη μάνα του στο νοσοκομείο κελαρύζοντας “γειά σου, μαμά” και αγκαλιάζονται και χαϊδεύονται καθώς της φοράει τον κηδεμόνα για τη σπονδυλική στήλη, είναι συνταρακτική κορύφωση τρυφερότητας μάνας-γιου και υπόκωφη αλληγορία για την ανάπηρη αγάπη που δεν μπορεί πια να μας στηρίξει ολοκληρωτικά. Ο Χάρης στηρίζει τη μάνα του και την περπατάει, την κοιτάει με λατρεία, ερωτικά, η μάνα του ανησυχεί, τον λέει συνεχώς “μωρό μου”. Υστερα τρώει ένα ζελέ στο νεκρικό κυλικείο, μόνος, εν σιωπή: Ο χρόνος πάλι αραιώνει, διαστέλλεται, στα μέτρα της απέραντης εφηβείας. Εχει προηγηθεί η αγκαλιά, το χαστούκι και ο καβγάς με τον πατέρα: η σχέση με τον πατέρα είναι σπασμένη.

Η πάσχουσα ραχοκοκκαλιά της μάνας, λοιπόν. Η θραυσμένη πυρηνική οικογένεια: Βουβοί τρώνε, βουβοί κοιμούνται στα διαμερίσματα. Ο οικογενειάρχης Βασίλης καπνίζει μανιασμένα με θέα τον ακάλυπτο· είναι ολόκληρος μια τεντωμένη χορδή που πορεύεται προς την έκρηξη αναπόδραστα. Η πολυεθνική παρέα των εφήβων, Ελληνες, Ουκρανοί, Αλβανοί, Αιγύπτιοι, Αρτούροι, Αμπντάλα και Ερμάλ, Χάρηδες και Σπόροι, μια φυλή φίλων, υποκατάστατο οικογένειας, όπου όλοι αποκαλούνται μυητικά “ρε φίλε”, “ρε μαλ..κα” και μοιράζονται όνειρα και φαντασιώσεις.

Το Wasted Youth, όπως και η Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα, και τα άλλα πρόσφατα κινηματογραφικά έργα καλλιτεχνών ίδιας γενιάς και παρόμοιας ευαισθησίας, βυθίζονται στην ελληνική ζωή και φωτογραφίζουν φόβους, αισθήματα, σχέσεις, ελλείψεις, αγωνίες, ό,τι οδήγησε στον απωθημένο Δεκέμβρη του ’08 και στην παρούσα πολιτισμική-κοινωνική κρίση.

Καμία δημαγωγία, κανένα εύκολο συμπέρασμα, καμία διδακτικότητα ή ηθικολογία, ακόμη και σε ένα τόσο καυτό, φορτισμένο θέμα όπως ο χαμός ενός παιδιού. Το Wasted Youth δεν δικαιολογεί, δεν ερμηνεύει, δεν κοινωνιολογεί, δεν φιλολογεί, μόνο δείχνει: την πόλη λιωμένη στο φως του καταμεσήμερου, τη φαντασμαγορία της αστικής νύχτας, πρόσωπα και σώματα σε κοντινά.  Και αφουγκράζεται: τον ήχο του σκέιτμπορντ, μια κιθάρα indie, ένα κουρελάκι ραπ, ένα σκούτερ που αγκομαχάει, λόγια που τα παίρνει η σκόνη. Λεπτομέρειες, θραύσματα, φευγαλέες στιγμές, χωρίς κεντρικό νόημα. Ολα ειπωμένα παρατακτικά και επάλληλα, χωρίς μπρος-πίσω, σχεδόν αυτοσχέδια, με μια λάμπουσα εικονοποιϊα που αφηγείται χωρίς λόγια.

Το Wasted Youth, περισσότερο από μια καλή ταινία, είναι μια αυθεντική μαρτυρία για την εποχή μας, και μια προκαταβολή για τη σπουδαία τέχνη που πρέπει να περιμένουμε από τη γενιά των σημερινών τριαντάρηδων.

-Σίντυ: Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις;
-Ντιν: Σαν τι;
-Σίντυ: Είσαι καλός σε πολλά, θα μπορούσες να κάνεις κάτι…
-Ντιν: Σαν τι; Να είμαι άντρας σου, να είμαι πατέρας της Φράνκι; Τι; Πώς με φαντάζεσαι;
-Σίντυ: Δεν ξέρω… Είσαι καλός σε τόσα πράγματα… Εχεις μεγάλη ικανότητα…
-Ντιν: Σε τι;
-Σίντυ: Ζωγραφίζεις, τραγουδάς, χορεύεις…
-Ντιν: Ποτέ δεν ήθελα να είμαι σύζυγος ή πατέρας ενός παιδιού… Αλλά τώρα είναι το μόνο που θέλω να κάνω. Δεν θέλω τίποτε άλλο. Αυτό θέλω.
-Σίντυ: Θα ήθελα να ‘χεις μια δουλειά, που δεν θα ξεκινά από τις οκτώ το πρωί για να πιεις.
-Ντιν: Οχι, έχω μια δουλειά που μου επιτρέπει να πίνω από τις οκτώ το πρωί… Είναι πολυτέλεια. Ξυπνάω, πίνω μια μπίρα, πάω στη δουλειά, βάφω ένα σπίτι, τους αρέσει η δουλειά μου, γυρνάω σπίτι και είμαι μαζί σας. Αυτό είναι όνειρο!
-Σίντυ Και δεν νιώθεις ποτέ απογοητευμένος;
-Ντιν: Γιατί να νιώσω έτσι;
-Σίντυ: Που έχεις τόσες δυνατότητες και…
-Ντιν: Και λοιπόν; Κάνω αυτό που θέλω. Γιατί πρέπει δηλαδή να βγάζω λεφτά απ΄τις δυνατότητές μου;
-Σίντυ: Μα δεν σου λείπει;
-Ντιν: Μα τι εννοείς με τις δυνατότητες; Τι σημαίνει δυνατότητες; Δυνατότητες για τι; Να τις κάνω τι;

Ο Ντιν και η Σίντυ, το ζευγάρι της ταινίας “Blue Valentine”, είναι σχεδόν τελειωμένοι, στα τριάντα τους. O Nτιν, με αρχή φαλάκρας, φανελάκι και τατουάζ, είναι ένας νεοπρολετάριος με αισθητική indie και συμπεριφορά Μάρλον Μπράντο στο Λιμάνι της Αγωνίας και στο Λεωφορείον ο Πόθος. Ενας άντρας που τον στοιχειώνει η οικογένεια που δεν είχε. Και κουβαλάει την έλλειψη φιλοδοξίας, στα μάτια της συντρόφου του τουλάχιστον. Η Σίντυ είναι η νεοπρολετάρια που πήγε στο κολέγιο και έχει φιλοδοξίες, πιστεύει ακόμη στο όνειρο της ανόδου, της καριέρας. Ο έρωτας τους ένωσε και τους λαμπάδιασε για μια στιγμή, υπέροχα, μελοδραματικά, cool, χίππικα, σαν διαφήμιση της Apple. Αλλά τώρα, μερικά χρόνια αργότερα, ο έρωτας έχει σβήσει, και η αγάπη δεν πρόλαβε να τους δέσει· η ζωή, η ανάγκη, τα στερεότυπα, οι αποκλίνοντες χαρακτήρες, διαλύουν το εύθραυστο υποστύλωμα του νεανικού έρωτα των παιδιών της εργατικής τάξης. Μόνοι τους, ο καθείς με τους δαίμονές τους, με τον έρωτα σβησμένο, με την αγάπη λιγοστή, βλέπουν στον άλλο ένα εμπόδιο.

Και οι δύο διψούν για αυτοπραγμάτωση. Και οι δύο ζουν μόνοι μεταξύ ενός πλήθους μόνων. Η Σίντυ βλέπει την αυτοπραγμάτωση μέσα από την πρόοδο, την προκοπή, την άνοδο, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων· είχε ξεκινήσει σπουδές, πλησίασε το επόμενο σκαλί, προσπαθεί να το ξαναφτάσει· ο γκρίζος προλεταριακός βίος την καταθλίβει. Προσπαθεί να επανεκκινήσει, πριν να είναι αργά, οδηγημένη από ένστικτο επιβιωτή.

O Ντιν βλέπει την αυτοπραγμάτωση μέσα από την αποδοχή μιας κατάστασης, την οποία δεν την επέλεξε καν: να είναι πατέρας ενός παιδιού που δεν του ανήκει, να κάνει δουλειές του ποδαριού, να χουζουρεύει σπίτι, να παίζει διαρκώς με το παιδί, σαν παιδί. Ο λαμπερός νέος με το γιουκαλίλι που φλερτάρει τη νύφη ερμηνεύοντας συνταρακτικά το ποπ στάνταρ “You Only Hurt the Ones You Love” (Πληγώνεις μόνο όσους αγαπάς), είναι ένας φθαρμένος γόης, που παίζει, μεθάει και θυμώνει. Η αποδοχή συνορεύει με την παραίτηση.

Βλέποντας την ταινία του Derek Gianfrance δεν έβλεπα μόνο τον πικρό ρεαλισμό μιας σχέσης. Εβλεπα τη βαθιά ψυχή της Αμερικής, της εργατικής της τάξης, με τα μικρά όνειρα, την αμεσότητα των αισθημάτων, την απλότητα των σχέσεων, την αδυναμία του ξεμοναχιασμένου ατόμου, το βάρος του American Dream. Ο αμόρφωτος Ντιν, με τα ακατέργαστα ταλέντα, θέτει το θεμελιώδες ερώτημα: Κάνω αυτό που θέλω· γιατί πρέπει να βγάζω λεφτά απ’ τις δυνατότητές μου; Το ερώτημά του είναι μια σπαρακτική αμφισβήτηση του American Dream, του Δυτικού Ονείρου, του υλιστικού μοντέλου ζωής, του πνιγηρού ντετερμινισμού της διαρκούς προόδου. Γιατί να μην είμαι απλώς αυτό που είμαι; Γιατί να είμαι κάτι παραπάνω, κάτι άλλο;

Τελειώνοντας την κασαβετική αυτή ταινία, με ανθρώπους τρυφερούς και τσαλακωμένους, αντιλήφθηκα ότι στο δράμα τους δεν έβλεπα μόνο εικόνες από την βαθιά Αμερική, αλλά κάτι πιο κοντινό: έβλεπα εικόνες της Ελλάδας σήμερα. Οι indies Ελληνες 20-30ρηδες που μπουσουλάνε στο άνυδρο παρόν έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με τέτοια ερωτήματα, μαχαίρια: Τι ζωή αξίζει να παλέψω; Να αποδεχτώ αυτό που είμαι ή να ματώσω για κάτι παραπάνω; Και τι είναι το παραπάνω; Τι είναι οι δυνατότητες;

Εβλεπα την ταινία του Σταύρου Καπλανίδη “Play it again Χρήστο”, ένα πρωτότυπο υπαρξιακό ντοκυμαντέρ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο, μια ταινία γεμάτη λόγια φίλων, μνήμη, αισθήσεις, γεμάτη από την αύρα ενός ανθρώπου, την αύρα μιας εποχής. Δεν άλλαξα στάση στην πολυθρόνα, καθόμουνα άκρη, και κρεμόμουνα από το στόμα των ανθρώπων που μιλούσαν, από φωτογραφίες του ’70 και του ’80, από θραύσματα μουσικά, απ΄την Αθήνα και την Πάτμο, απ΄τη ζωή που έγνεφε γελαστικά, μελαγχολικά, φευγαλέα. Εμεινα στην ίδια στάση ώς τα γράμματα τέλους.

Γιατί στην ταινία δεν έβλεπα μόνο τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον κριτικό, τον γραφιά, τον κινηματογραφιστή, τον αισθητή των καφενείων, τον στοχαστή των αθηναϊκών οδών· τα έβλεπα όλα αυτά, αλλά έβλεπα και ολόκληρη την εποχή, έβλεπα τους ανθρώπους της γενιάς μου, τις αγωνίες, τις αναζητήσεις, τις γενναιοδωρίες, τα λάθη, τις απώλειες, βουβά μποφόρ και ένδοξα ναυάγια. Οπως και το βιβλίο-κατόρθωμα του Κώστα Λιβιεράτου για τον Βακαλόπουλο, η «Ονειρική Υφή της Πραγματικότητας», η ταινία του Καπλανίδη, σε άλλη κλίμακα, με άλλη γλώσσα, καταγράφει αφτιασίδωτα αλλά έμμορφα έναν άνθρωπο και την καιρό του, το ήθος και το χούι, τις μυστικές δονήσεις, τις ενοράσεις, τις διαψεύσεις, τις ήττες. Γι΄αυτό, τολμώ να αποκαλέσω αυτή την την ταινία, υπαρξιακό δοκίμιο και δραματικό τεκμήριο. Διότι ανασυστήνοντας το ίχνος του Βακαλόπουλου, δεν ανασυστήνει μόνο το γήινο ίχνος, το πνευματικό ίχνος, αλλά και τον μυστικό ίσκιο του, τον παπαδιαμαντικό διακαμό του.

Νά πώς: ο κινηματογραφιστής Νίκος Φατούρος αφηγείται τον φίλο του καθισμένος κατάχαμα, με το πανωκόρμι γυμνό, στην πλάτη του παίζουν σκηνές από ταινίες, η Αθήνα τρυπώνει από την μπαλκονόπορτα· κομπιάζει, γυρνάει σαν πρίγκηπας και λέει στην κάμερα: “Δώσε ένα τσιγάρο, κύριε Καπλανίδη…” Υστερα τραγουδάει ένα λαϊκό, in memoriam, βραχνά, σπασμένα, παράφωνα. Είναι δράμα, κι είναι τεκμήριο· είναι βραχνή αλήθεια.

Νά πώς: ο μάνατζερ Γιάννης Εξαρχος κομπιάζει, παύει, σαν να βουρκώνει· η ταινία βουβαίνεται και ακολουθεί τη σιωπή, διαδοχικά πέφτουν καρέ με όλους τους αφηγητές-φίλους σιωπηλούς, η σιωπή πήζει, σταλάζει βαριά. Είναι υπαρξιακό δράμα.

Νά πώς: Στην ταινία μυθολογείται η Κυψέλη, ένα αρχέτυπο στο συμβολικό σύμπαν του Β., ένας παν-τόπος, απ’ όπου γνωρίζει τους Kinks και τον Γκοντάρ και τα λαϊκά, και απ’ εκεί κατακτά τον κόσμο. Αυτή η μεταφορά συμπυκνώνει τον πιο βαθύ πνευματικό πυρήνα της γενιάς του ’70-’80, τη γλυκεία υπερβολή και τη διάψευση, όπως τόσο διαυγώς τα περιέγραψε ο ίδιος ο Β. στη “Γραμμή του ορίζοντος”, το 1991:

«Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης Γη. Τώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Αυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη όπως συνέβαινε στην Ερση. Αν ήσουνα η ωραιότερη στην Ελλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Υφήλιο και να σε παντρέψουν μ’ ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ηταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. Ηταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη γιατί υπήρχε μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Ανάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, […] με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. […]

»Αργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Κυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Ερση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν. […]
»Ηταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Κυψέλη, σε ήξεραν απ΄έξω κι ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουνα αδύναμη, σε γούσταραν και χωρίς φωτογένεια. Τώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένα χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μία συνοικία, μία χώρα κι ένας παλνήτης. Πήγαιναν στην Ανάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλο μέσα στα πυροτεχνήματα. Μετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα».

Οι συνομήλικοι του Βακαλόπουλου, γεμάτοι φωτογένεια από τα περασμένα χρόνια, συνεχίζουμε την ιχνηλασία μες στη σκοτεινιά του 2010. Χωρίς φωτογένεια.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: