You are currently browsing the tag archive for the ‘μέλλον’ tag.

Στο κατώφλι κάθε αλλαγής είναι δικαιολογημένη η ανησυχία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Εντούτοις οι επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι ένας ακόμη σταθμός σε μια μακρά διαδρομή ανατροπών και μετασχηματισμών, η οποία άρχισε τυπικά με το Καστελόρριζο τον Απρίλιο 2010 και συνεχίζεται. Μπορούμε να εντοπίσουμε σημάδια λήξης στον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης, αρκετά νωρίτερα: ήδη από το ξεθύμασμα της ολυμπιακής ευωχίας.

Το καλοκαίρι του 2007, οι πυρκαγιές σήμαιναν την κορύφωση της γενικευμένης αθυμίας και τη διάχυση μιας δυσφορίας που έφτανε στο όριο της ασφυξίας. Μεσολάβησε ο εν πολλοίς ανερμήνευτος Δεκέμβρης 2008, και ενάμιση χρόνο αργότερα το Καστελόρριζο σήμανε επισήμως τον βίαιο τερματισμό του κύκλου της δυσφορίας και το άνοιγμα ενός κύκλου αγωνίας, αποδιάρθρωσης και αναδιατάξεων. Οι επικείμενες εκλογές βρίσκονται ιστορικά σε αυτόν κύκλο, το αποτέλεσμά τους όμως θα είναι καταλύτης για βαθύτερους μετασχηματισμούς, απαρχή για τον επόμενο ιστορικό κύκλο.

To 2015 δεν είναι 2010, ούτε καν 2012. Η κρίση έφερε πολύ πόνο σε πολλούς ανθρώπους, έχει σωρεύσει κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, αλλά φέρνει και τα σπέρματα μιας νέας διάνοιας: Μια επώδυνα αποκτημένη σύνεση, μια φρονιμάδα, η οποία εκφράζεται σαν οικονομία δυνάμεων, σαν επαναπροσδιορισμός αναγκών και προτεραιοτήτων, σαν βαθύτερη συνείδηση εαυτού. Από ανάγκη και με πόνο, αναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας χωρίς ναρκισσισμό αλλά και χωρίς αυτοϋποτίμηση, μετράμε τις δυνάμεις και τα όριά μας, εντοπίζουμε λανθάνουσες ή υπνώττουσες δυνατότητες.

Αντίρροπα προς την πτώση της κρίσης, εξελίσσεται μια άλλη διαδρομή, ανηφορική, ελικοειδής: προς την πικρή, πλην κερδισμένη, γνώση, την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, με μέτρο, ευψυχία, φρόνημα, θάρρος. Το θάρρος να αναλάβουμε την ιστορική μας ευθύνη, για να σχεδιάζουμε το μέλλον, να ονειρευόμαστε το μέλλον.
Οσο περισσότερο βυθίζουμε τη «σκέψη μας μέσα στην πάσα ώρα» του Σικελιανού, στις δυνατότητες που ανθίζουν, τόσο πιο δυνατοί και άφοβοι αναδυόμαστε.

H πιθανότερη εξέλιξη στη διαπραγμάτευση με την τρόικα είναι η ψήφιση των προτεινόμενων μέτρων, μαζί με τον προϋπολογισμό τροποποιημένο. Στα μέτρα περιλαμβάνονται δυσβάστακτα βάρη 2,5-3 δισ. ευρώ επί ενός πληθυσμού κατάκοπου και μιας οικονομίας αφυδατωμένης. Περιλαμβάνονται αύξηση του ΦΠΑ σε φάρμακα, βιβλία, τύπο, τουριστικές υπηρεσίες, παραμεθόριες περιοχές, νησιά, αναστολή συνταξιοδότησης προ των 62 ετών, κατάργηση της προσφάτως ψηφισμένης ρύθμισης για τις 100/72 δόσεις σε ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Η τρόικα υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να πει στους πολίτες ότι όλες οι θυσίες της τετραετίας δεν έχουν πιάσει τόπο, δεν αρκούν, απαιτούνται κι άλλες θυσίες, χωρίς ορίζοντα εξόδου. Δυστυχώς, ο πυρήνας και αυτών των μέτρων βρίσκεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και στο Μνημόνιο, αυτά που ψήφισαν αλλά δεν διάβασαν τότε και νυν υπουργοί. Και δυστυχώς, πάλι μια ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια νέα φοροεπιδρομή, ουσιαστικά να σβήσει το φως διεξόδου, να σβήσει την προσδοκία ενός τέλους στο μαρτύριο. Σαν να μην πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από την αποφράδα ημέρα του Καστελόριζου.

Περισσότερο και από το υλικό κόστος, αυτό που βαραίνει πια περισσότερο είναι η ψυχική καταστολή, η βίαιη αφαίρεση ενός βιώσιμου, ανεκτού μέλλοντος. Το πρόγραμμα διάσωσης εγκαθίσταται στις συνειδήσεις ως ατελεύτητο σισύφειο μαρτύριο – αυτό συνιστά απειλεί για την κοινωνική συνοχή και κινητοποιεί βίαιες ανανοηματοδοτήσεις. Ποιο νόημα έχουν πια οι λέξεις «μεταρρύθμιση», «ευρωπαϊκό κεκτημένο»;

Στην Κύπρο το bail in βιώθηκε με ανάκληση του τραύματος της εισβολής του ’74. Η συλλογική συνείδηση έτσι δρα, με συσχετισμούς α-τυπικούς, πλην όμως ισχυρούς. Υπό αυτή την έννοια, η παράταση του σισύφειου μαρτύριου και η αφαίρεση της προοπτικής πώς μπορούν να βιωθούν, ποια μορφή συνείδησης θα δημιουργηθεί; Είναι σαν οι δανειστές-εταίροι να ωθούν το λεγόμενο ελληνικό, μα ουσιαστικά ευρωπαϊκό, πρόβλημα σε μια γεωπολιτική μαύρη τρύπα.

kyklades_MG_3636web

Τις επόμενες εβδομάδες η συνομιλία με το κοινό της «Καθημερινής» θα αραιώσει. Αλλά δεν θα χαθούμε, θα ξαναβρεθούμε, ό,τι κι αν συμβεί. Προς το παρόν θα εκτεθώ στην κρίση των συμπολιτών σε ένα πεδίο άλλο από το οικείο της εφημερίδας που με στεγάζει είκοσι δύο χρόνια, εντούτοις όχι τόσο μακρινό: στο πεδίο των εκλογών. Θα είμαι υποψήφιος ευρωβουλευτής, συνεργαζόμενος με τη λίστα του ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί; Ας πούμε ότι είναι μια καμπή στη μακρά διαδρομή στον δημόσιο χώρο. Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χρόνια σχολικά για μένα, έως τα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό το διάστημα πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα, στην κοινωνία, στα ήθη· οι άνθρωποι αλλάξαμε. Η πολιτική ζωή άλλαξε: τα αιτήματα, τα συνθήματα, οι προσδοκίες, οι σχέσεις, οι οργανωμένοι σχηματισμοί, οι συνειδήσεις. Η οικονομία πληγώθηκε. Τώρα αλλάζει γοργά και ο κοινωνικός σχηματισμός, παρότι δεν το βλέπουν όλοι από την ίδια γωνία θέασης: άλλοι έχουν πέσει, πολλοί· άλλοι ισορροπούν, έστω δύσκολα· άλλοι ολίγοι δεν πλήττονται από την κρίση. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι αλλάζει, βαθιά. Πολλοί αντιλαμβάνονται αυτή την αλλαγή σαν ένα παντοδύναμο χέρι που μας αρπάζει και μας εκσφενδονίζει σε σκοτεινά τοπία, ανεξερεύνητα.

Αυτό αισθάνομαι κι εγώ: σαν να ανοίγονται μπροστά μας δρόμοι, δρόμοι παλιοί και νέοι, ξεχασμένοι και απερπάτητοι, σκονισμένοι απ’ τη λήθη, τυλιγμένοι απ’ την ομίχλη του μέλλοντος. Είναι οι διακλαδώσεις της ιστορίας, εκεί όπου όλα είναι δυνατά, ανοίγουν όλα τα ενδεχόμενα, εκεί που νιώθεις όμως ότι δεν τα ορίζει όλα η τύχη, αλλά το φρόνημα και η βούληση, η φρόνηση και η τόλμη, η απόφαση και η ευθύνη της πράξης.

Σε αυτό τον κόμβο ο καθείς ακούει την κλήση του. Και δεν έχεις περιθώριο να κρυφτείς από το μέλλον, να αδρανήσεις πάνω στις ράγες της συνήθειας. Επώδυνα, με πολλές αμφιβολίες, με επιφυλάξεις, με τα βάρη της ηλικίας και τις υποχρεώσεις του βίου, με παλινδρομήσεις – ακούς την κλήση, βλέπεις έναν φανό να τρεμανάβει στο βάθος. Ζυγίζεις. Αποφασίζεις. Βγαίνεις σαν υπνοβάτης από το παλιό σου δέρμα και εισχωρείς στη λεπτή ομίχλη του μέλλοντος, οδηγημένος από τον προσωρινό φανό. Εκεί βρίσκεται η νέα Ελλάδα, τεμνόμενη με την αναδυόμενη νέα Ευρώπη, συναρτημένη με τον αναδυόμενο περίπλοκο κόσμο.

Η ευτυχής τομή ωστόσο δεν θα προκύψει μόνη της, είναι δικό μας έργο να την ορίσουμε και να την κάνουμε να βλαστήσει· θα είναι καρπός της βούλησης και των ενεργειών μας. Στα πεδία της Ευρώπης θα δοθούν σκληρές μάχες, πολιτικές και πνευματικές, που θα αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, με τον δικό μας σχεδιασμό, σύμφωνο με τις δικές μας ανάγκες, με τις δυνάμεις μας και τη φυσιογνωμία μας, σε αλληλεπίδραση με ό,τι δημιουργικό και ελπιδοφόρο συμβαίνει στην Ευρώπη, για την ανοικοδόμηση μιας Ελλάδας που θα τρέφεται από ελευθερία και δημοκρατία, και θα ανατρέπει τις βάρβαρες ανισότητες που γεννά η κρίση.

Κάτι αλλάζει στην Ευρώπη, και τώρα είναι ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των σιωπηλών, των θυμάτων, των φοβισμένων, των λαχταρισμένων, των αποφασισμένων, των υπερήφανων, των αγωνιστών της ζωής, των νέων, των μεσήλικων, των βετεράνων της εργασίας, να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων. Σε αυτές τις φωνές προσθέτω τη δική μου φωνή και τη δική μου πράξη. Τόσο.

Καθημερινή, 15.04.2014 / φωτ.: Αλέξανδρος Φιλιππίδης

kairos2

Ειδήσεις στο αυτοκίνητο. Ουκρανία, Ρωσία, Ευρώπη, ΗΠΑ, μνήμες Ψυχρού Πολέμου μηδέποτε εξαφανισθέντος, μνήμες σχεδίων Βίσμαρκ και δογμάτων γεωπολιτικής στην Ευρασία. Το παρελθόν αναδύεται στο παρόν μεταμορφωμένο. Ειδήσεις από την Ελλάδα: η τρόικα σαν μέρα της μαρμότας, μικροκινήσεις ενόψει ευρωεκλογών, και μια κουβέντα με τεράστιο συμβολικό βάρος από νεόκοπο πολιτικό ηγέτη: «Δεν έχουμε το αμάρτημα του παρελθόντος…». Εδώ ας σταθώ.

Πιθανόν να ήθελε να πει «δεν κουβαλάμε αμαρτίες του παρελθόντος», δηλαδή, είμαστε καθαροί, άσπιλοι. Αυτό που έχει βαρύνουσα σημασία όμως είναι η κυριολεξία της σόλοικης διατύπωσης: Το αμάρτημα του παρελθόντος. Δηλαδή: Το παρελθόν ως αμάρτημα. Γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει.

Για τον συγκεκριμένο λόγο, πολιτικό δια του απολιτικού, συμπεριληπτικό των πάντων δια της ασάφειας, είναι κομβικής σημασίας η καταδίκη του παρελθόντος και η υπόσχεση του μέλλοντος: καταδικάζεις τον ζόφο και τον πόνο, τις αποτυχίες των άλλων, και οικειοποιείσαι τη λύτρωση και το φως του άδηλου μέλλοντος. Κανείς δεν νοσταλγεί το καταδικασμένο παρελθόν, όλοι λαχταρούν το λαμπρό μέλλον. Win-win.

Αμέσως θυμήθηκα τον λόγο του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη προς τους διανοουμένους, δύο εβδομάδες προ των εκλογών του 2000. Στο σκοτεινό παρελθόν (των άλλων) αντιπαρέβαλε το λαμπρό παρόν, το δικό του παρόν: «Δεν νοσταλγώ την πτωχή και ταπεινή Ελλάδα της μεταπολεμικής ή της προπολεμικής περιόδου, την Ελλάδα της ήττας. Αντίθετα: έχω βαθιά εμπιστοσύνη στον δυναμισμό, την πνευματικότητα, τον πλούτο της σημερινής Ελλάδας…» Προσδιόριζε τα οράματα της ισχυράς Ελλάδος του χρηματιστηρίου έτσι: «απτά, συγκεκριμένα, προσιτά». Και κατέληγε: «Ως σήμερα η Ελλάδα κοίταγε τον κόσμο. Σήμερα ο κόσμος κοιτάει την Ελλάδα.»

Ολη η μεταμοντέρνα τσογλανιά των νάιντις συμπυκνώθηκε τότε έτσι, με ισοπεδωτικά δίπολα νικητών-ηττημένων, πλούτου-φτώχειας, νέου-παλιού. Τραβούσαμε την ανηφόρα της Μεγάλης Φενάκης, με πιστωτική επέκταση και λαϊκή χλιδή, στο βάθος έλαμπαν φάροι ολυμπισμού και αθλητικού κλέους, αυτοκινητόδρομοι και διακοποδάνεια. Το νέο επέλαυνε σίγουρο για το ποιοι θα κέρδιζαν και θα κυριαρχούσαν, για το ποιοι θα έχαναν και θα υποτάσσονταν. Προτού εξαντληθεί η δεκαετία της νεολατρίας, είχαμε ήδη δει ποιοι ήταν οι νικητές και οι ηττημένοι, οι κυρίαρχοι και οι υποτελείς. Ποιοι συγκροτούσαν τους στρατιές των ανέργων και των νεόπτωχων, για μια-δυο-τρεις γενεές, άχρι καιρού.

Ενδιαμέσως, ακούσαμε άλλη μια εκδοχή του νέου και της παρελθοντοκτονίας, από τον κατεξοχήν νεωτεριστή Γιώργο Α. Παπανδρέου: το μέλλον ερχόταν ολόφωτο και ευρυζωνικό, συμμετοχικό και μη κυβερνητικό, επινοημένο ως πεδίο για κατίσχυση, χωρίς κριτήρια, χωρίς πλαίσιο αναφορών, χωρίς επώδυνες συγκρίσεις. Στο δικό του μέλλον, ο νεωτεριστής συγκρίνεται μόνο με τον εαυτό του. Ο Κ. Σημίτης αντιπαρέβαλε την Ισχυρή Ελλάδα στην υπανάπτυξη και την ήττα του παρελθόντος, κήρυττε μια διαρκή λήθη. Ο ΓΑΠ επαγγελλόταν μεσσιανικά ένα διεσταλμένο μέλλον, αρνούμενος όχι μόνο να αναφερθεί στο παρελθόν αλλά και να δεσμευθεί επί του παρόντος. Εξαφανίζοντας το παρελθόν του διέπραττε πατροκτονία, και υποσχόταν ένα μέλλον όπου όλα θα ήταν δυνατά οριζόμενα εξαρχής. Ως εξής: μετονομάζοντας όλα τα υπουργεία με New Age ονομασίες.

Τι μας χωρίζει από το 2000, το 2004, το 2007, το 2009 ακόμη; Ενας σωρός ερειπίων. Η Ισχυρή Ελλάδα του χρηματιστηρίου και του e-gov είναι μια γονατισμένη χώρα με ξέπνοους πολίτες. Η παρούσα ήττα συντρίβει πρωτίστως τους κυριαρχούμενους, τους υποτελείς, όσους πίστεψαν προσώρας ότι το παρελθόν δεν τους αφορά, δεν τους συνέχει, δεν αξίζει να το αναχωνεύουν· όσους πίστεψαν ότι το μέλλον τούς προσφέρεται στο πιάτο από μεσσίες, χωρίς να το ονειρευτούν οι ίδιοι και χωρίς να το χτίσουν με τον ιδρώτα τους· όσους βούλιαξαν στην φενακισμένη ετερονομία τότε, όσους βουλιάζουν στην ενοχοποίηση και την απόγνωση τώρα. Η λήθη συμφέρει και πάλι τους κυρίαρχους: μέσα της θα ξεπλυθούν ανομήματα και αμαρτίες, ίχνη εγκλημάτων, τεκμήρια, υποσχέσεις παραδείσων, για να αναδυθούν ξανά κυρίαρχοι.

Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Ναι. Ομως η μνήμη καλλιεργείται από τους ηττημένους· είναι παρηγοριά και όπλο. Κι εδώ όμως μέτρο: μνήμη ναι, οπωσδήποτε, αλλά όχι παρελθοντική καθήλωση και υπεραναπλήρωση· μνήμη αναστοχαστική και δημιουργός, και ταυτοχρόνως μια πολιτικά λυσιτελής χρήση της λήθης που θα ρυθμίζει τις εκδικητικές τάσεις και της καταστροφικές πολώσεις. Σε τέτοιο κρίσιμο σταυροδρόμι στεκόμαστε σήμερα.

fra_angelico

Συναντάς έναν γνωστό, ανταλλάσσετε χαιρετισμούς, μεσολαβεί μικρή σιωπή, κενός χρόνος· αισθάνεσαι τον δισταγμό, το μετέωρο βήμα, προτού ακουστεί το «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» Ακούγεται ίδιο με παλιά, τετριμμένο, κοινότοπο, αλλά στον τωρινό καιρό έχει πια άλλο βάρος. Περιέχει αγωνία. Μια αγωνία που σωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, απεναντίας μεταλλάσσεται και πολλαπλασιάζεται. Μια αγωνία που αφορά το μέλλον, μάλιστα το απολύτως κοντινό.

Αρκετούς συμπολίτες η τέτοια αγωνία τους έχει οδηγήσει σε μια παραδοχή: η κρίση δεν είναι περαστική, έχει εγκατασταθεί μόνιμα και έχει αλλάξει ήδη τις υποκείμενες δομές του βίου. Εχουμε αλλάξει ιστορική πίστα και η πιθανότητα επανόδου στην προ κρίσης κατάσταση είναι μηδαμινή, ανύπαρκτη. Η παραδοχή αυτή, παρότι πραγματιστική, δεν παρηγορεί και βέβαια δεν φωτίζει το άδηλο μέλλον. Βοηθά όμως να μετουσιωθεί ο φόβος, να μεταμορφωθεί δυνητικά σε πιο δημιουργικές συμπεριφορές. Ορισμένως διαλύει τις αυταπάτες και αποδυναμώνει την ποικιλόμορφη προπαγάνδα. Δεν παρηγορεί.

Αλλοι πάλι αρνούνται να παραδεχτούν ότι όλα έχουν αλλάξει και ότι δεν θα επανέλθουμε σε μια κατάσταση ίδια ή παρόμοια με την προ κρίσης. Η διάγνωσή τους: η κρίση είναι παροδική, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση είναι δύσκολη, επίπονη, αλλά δεν αποκλείεται, είναι θέμα χρόνου. Αναγνωρίζουν το ζοφερό παρόν όπως και οι πραγματιστές, αλλά βλέπουν διέξοδο πάνω στο ίδιο επίπεδο πραγματικότητας, στην ίδια ιστορική πίστα, στο ίδιο παράδειγμα. Η τέτοια στάση απέναντι στο παρόν είναι παρηγορητική, στο μέτρο που ορίζει το μέλλον ως ανάκαμψη, ως επαναφορά στα πρότερα· σε αυτή την προσέγγιση, ο χρόνος εκτυλίσσεται ελικοειδής επί του ιδίου επιπέδου. Οι συμπολίτες αυτοί δεν βλέπουν ότι έχουμε αλλάξει ιστορική πίστα ― μάλλον: δεν θέλουν να δουν. Κι είναι πολύ περισσότεροι από τους προηγούμενους.

Η δεύτερη στάση είναι πλησιέστερη προς την αυθόρμητη αντίδραση των ανθρώπων ενώπιον μιας αλλαγής, μιας ανατροπής, μιας διάρρηξης της κανονικότητας. Η διάρρηξη εκλαμβάνεται ως παροδική και ανατάξιμη: με πόνο και κόπο ενδεχομένως, αλλά εντέλει θα επανέλθει η κανονική ροή, θα αποκατασταθεί η γραμμική πορεία προς το ολοένα καλύτερο. Αυτό συμβαίνει πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις, όχι όμως στην παρούσα περίπτωση, όχι σε ό,τι συντελέσθηκε και συνεχίζει να συντελείται.

Καθώς διανύουμε τον τέταρτο χρόνο της κρίσης ας αναγνωρίσουμε τουλάχιστον αυτό: η κρίση έχει λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η ζωή, ατομική και κοινωνική, στο προβλεπτό μέλλον θα κυλάει με κρίση, σαν κρίση. Κρίση διττά: ως διαταραχή και ρήξη, και ως εξέταση, ζύγισμα, λογάριασμα. Αρνούμενοι να δούμε την κρίση ως νέα μόνιμη κατάσταση αρνούμαστε τη δυνατότητα να κρίνουμε τη νέα κατάσταση, να την εξετάσουμε, να τη ζυγίσουμε, να προσαρμοστούμε, να εξοπλιστούμε με νέα εργαλεία. Μόνο έτσι όμως, με κριτική παραδοχή και γνωστικό εξοπλισμό, με ενσυναίσθηση, θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε τα δυσμενή δεδομένα για να πετύχουμε μια ευνοϊκή νέα ισορροπία.

Η φύση απεχθάνεται το κενό; Μάλλον οι άνθρωποι το φοβούνται, γι’ αυτό επινοούν πληρώματα, γεμίζουν το φοβερό ιστορικό κενό με ελπίδες, το επενδύουν με αυταπάτες. Ουσιαστικά αυτό που ζούμε δεν είναι καν κενό, είναι μετάβαση, μεταίχμιο, μετασχηματισμός, μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας· αυτό μας φοβίζει, όλους. Μια εκδήλωση αυτού του αρχέγονου φόβου, η οδυνηρότερη ίσως, είναι η αίσθηση αδυναμίας να ορίζουμε τις ζωές μας, σαν να μας αρπάζει ένα σιδερένιο χέρι και να μας τινάζει στο μέλλον ενώ ταυτόχρονα το ίδιο αυτό χέρι σβήνει όλα τα φώτα, τους φάρους και τις σταθερές.

O κίνδυνος του μέλλοντος μάς φέρνει ενώπιον του παρελθόντος: όλο το παρελθόν μας αναρριπίζεται μπρος στα μάτια μας, σαν έλλαμψη, γιατί κι αυτό κινδυνεύει μαζί μας. Ο πραγματιστής και ο αισιόδοξος συμμερίζονται το κοινό παρελθόν και τον κοινό κίνδυνο, γι’ αυτό συγκλίνουν, από διαφορετικούς δρόμους, στην κοινή ελπίδα της λύτρωσης· να λυτρωθούν από το χρονικό συνεχές των γεννητόρων της κρίσης, προσδοκώντας ένα ρήγμα που θα τους ξανοίξει σε ένα διαφορετικό μέλλον, ανακουφιστικό, απελευθερωτικό.

Η κρίση είναι η ιστορία· αποκτά νόημα αν τη δούμε μέσα από τα ρήγματα και τα ερείπια της, ιδίως αν τη δουν έτσι τα ανθρώπινα θύματα της κρίσης, τα οποία προσδοκούν μια διάρρηξη, μια ασυνέχεια λυτρωτική, ώστε να ισορροπήσουν στη νέα πίστα. Αυτό, ναι, μπορεί να ονομάζεται ελπίδα.

Fra Angelico, Ευαγγελισμός, 1442-43

paul-celan

Δύο Φιλιππινέζες ανεβαίνουν τα σκαλιά του Αγίου Διονυσίου. Είναι προπαραμονή Πρωτοχρονιάς και ψιλοβρέχει. Στην εσοχή της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ένας άνθρωπος ισχνός έχει κρύψει το πρόσωπό του ανάμεσα στα γόνατα. Στα πόδια του στέκεται ένα άδειο κύπελλο. Λίγο πιο πάνω, ένας παρόμοιος δεν έχει κρύψει το πρόσωπό του, το βλέμμα του είναι καρφωμένο σε μια ζελατίνα χάμω, με φωτογραφίες δύο παιδιών, ο τίτλος λέει «είμαι νηστικός, έχω παιδιά». Παραδίπλα, στην περίτεχνη αυλόθυρα της οικίας Σλίμαν, κόσμος μπαινοβγαίνει βιαστικά από το μπαζάρ του Νομισματικού Μουσείου. Στον γαλλικό φούρνο-καφέ οι προθήκες είναι στολισμένες με γκαλέτ ντυ ρουά, μπριός, κις, τάρτες. Είναι ζεστά και ήρεμα, οι πωλήτριες μιλούν ευγενικά, ζευγάρια με ψώνια πίνουν ζεστή σοκολάτα. Η λεωφόρος κοντοστέκεται ολιγόχρωμη λίγο πριν ανάψουν τα φώτα.

Την παραμονή ξυπνάω από ηλεκτρικά κάλαντα με beat box, μία-δύο-τρεις-τέσσερις φορές απανωτά, ύστερα το καλαντο-αυτοκίνητο μαρσάρει και κυλάει στην κατηφόρα. Στα αθηναϊκά στέκια τηρούνται οι παραδόσεις αλκοόλ και συναντήσεων· με κασκόλ και τραγιάσκες στα πεζοδρόμια. Ευχές, φίλοι από παλιά, τσουγκρίσματα, περιλήψεις βίων και προσδοκίες για το μέλλον, ευχές για υγεία και τύχη. Τύχη: φέτος την επικαλούνται όλοι παντού.

Το βαρύ παρόν τρυπώνει διαρκώς απ’ τις χαραμάδες: Αποκρύψεις, παραποιήσεις, τα γκόλντεν μπόις που ξιππάζονται, η αδικία και η ανισότητα. Ο περσινός θυμός κατασταλάζει φέτος σε ψυχρή, πικρή επίγνωση· σε ψυχρό μίσος, έλλογο σχεδόν, για το ψέμα, την κοροϊδία, την εξαπάτηση. Και σε περιφρόνηση, ανάμικτη με απελπισία, για την εθελοδουλία. Το παρατεταμένο σοκ, αφού περέλυσε τις πρώτες αντιστάσεις, τώρα παρέρχεται, αλλά εν τω μεταξύ πολλοί έχουν πληγεί καίρια, δεν ελπίζουν καν ότι θα βρεθούν στην προτέρα κατάσταση.

Οι πιο ψυχωμένοι, παρά τα πλήγματα, προσαρμόζονται και συνεχίζουν την ζωή τους εν ετέρα ισορροπία· μέρα τη μέρα, δημιουργοί και εφευρέτες του βίου, ακουμπώντας σε οικογένεια, αγαπημένα πρόσωπα, φίλους. Σκέφτονται πιο βαθιά, ποιητικά, χωρίς ποτέ να χάνουν την επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα. Ακούω έναν τέτοιο ψυχωμένο συνομήλικο, φίλο απ΄τα παλιά, κάτω απ’ το ουράνιο τόξο που στέφει τη σκυθρωπή Αθήνα και τη μεταμορφώνει. Η σκέψη του μεταμορφώνει και το δικό μου βλέμμα, φωτίζει το τούνελ του 2013, του πιο δύσκολου από τα δύσκολα χρόνια που σφράγισαν το δέρμα μας.

Στη βιαστική Σόλωνος ψιχαλίζει, στην Αλεξάνδρας όχι. Η φουρνάρισσα μαθαίνει ότι πάω για ένα τελευταίο τσούγκρισμα και κερνάει μια δεκάδα λαχταριστά κουλούρια και τέσσερις ελιόπιτες: «να τις ζεστάνετε λίγο, για το κρασί». Η παρέα ενθουσιάζεται, αναμίξ ηλικίες και γενεές, κρασιά τσουγκρίζουν με ξέχειλες μπίρες και βότκες, τελευταία νέα για μωρά και εφήβους. Ακόμη μια φορά παρατηρώ την εκλεπτυσμένη αισθητική της νεότερης γενιάς· δεν βλέπεις διαφορετικά πράγματα στα νεανικά μαγαζιά του Βίλατζ, του Μπρούκλιν, της Βαρκελώνης, το αθηναϊκό hippy chic έχει χαρακτήρα, ένταση, εύρος.

Αναρωτιέμαι: Πώς θα σταθούν όρθια αυτά τα παιδιά στα σκοτεινά χρόνια που έρχονται; Είναι στυλάτα, είναι και ανθεκτικά; Θα επινοήσουν νέους εαυτούς, θ’ αντέξουν, θα ανοίξουν παράπλευρους δρόμους. Ελπίζω μόνο να μη χάσουν τη γλώσσα, να μη φτωχύνουν μες στα κρεολικά αγγλικά, να ενσωματώσουν ποιήματα και τραγούδια στη φωνή τους. Οπως και να ‘χει, με εγκαρδιώνουν, αισθάνομαι ότι η ζωή κυλάει από γενιά σε γενιά, σαν το ουράνιο τόξο που ένωσε Λυκαβηττό και Ακρόπολη, τον Μιχαήλ Μητσάκη και τον Ταχτσή με τον Περικλή και τον Απόστολο Παύλο: συνέχειες, τομές, διάρκειες.

Αυτό που ζούμε τώρα είναι ρήξη, είναι γκρεμός, λυκόφως. Πώς θα είναι η απένταντι όχθη;

«Κερί,
να σφραγιστεί το άγραφο
που μάντεψε
το όνομά σου
που αποκρυπτογραφεί
το όνομά σου.

Θα έρθεις, επιτέλους, πλεούμενο φως;

Δάχτυλα, κερωμένα κι αυτά,
τραβηγμένα μέσα από ξένα
πονεμένα δαχτυλίδια.
Σαν το κερί λιώνουν τα άκρα τους.

Θα έρθεις, επιτέλους, πλεούμενο φως;

Κενές από χρόνο οι κερήθρες του ρολογιού,
γαμήλιο το σμάρι των μελισσών,
έτοιμο για ταξίδι.

Ελα, πλεούμενο φως.»

(Πάουλ Τσέλαν, Με γράμμα και ρολόι)

Δεν είναι οχτώ ακόμη, αλλά έχει νυχτώσει. Ανάμεσα σε αστράκια μπαρ και βιαστικούς τελευταίους, φρουροί με πλήρη εξάρτυση φυλάνε τα σβηστά γραφεία ενός άδειου κόμματος.

«Eστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Ακουσα τον ορισμό της πίστεως κατά τον Απόστολο Παύλο στο ραδιόφωνο, ψάχνοντας μουσικές ανάμεσα σε καθηλωμένα αυτοκίνητα. Θαύμασα τη διατύπωση, σαφή αλλά και ευρεία· πατάει στον ορατό κόσμο, ανοίγεται στη ζωή με τα ελπιζόμενα, αλλά κρατάει ανοιχτή και τη δυνατότητα για έλεγχο των ου βλεπομένων.

Καθώς ο χαμηλός ήλιος του Δεκέμβρη, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, έπεφτε στα μάτια μου και δεν έβλεπα, κράτησα το πρώτο μέρος, την ελπιζομένων υπόστασιν· αυτήν είχα ανάγκη για να βγάλω τη μέρα, αυτήν είχα ανάγκη για να βγάλω τον καιρό. Πίστη στη ζωή την ίδια, ελπίδα ζωής: γι’ αυτό διψούσε κάθε πόρος του δέρματός μου.

Να όμως που τα ου βλεπόμενα ήρθαν να με συναντήσουν από άλλη διαδρομή. Μόλις άνοιξα το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, έπεσα πάνω στην ευχή από φίλο καλό για την ονομαστική εορτή: «Αγαπητέ Νίκο, σου εύχομαι χρόνια πολλά, δημιουργικά κι ευλογημένα. Όσο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ας μη λησμονούμε πως: Eστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».

Μόλις είχα μισοχωνέψει τα ελπιζόμενα, και να, η παύλεια ρήση, ξαναφανερώνεται αμφίστομη, οξεία, πολυδύναμη. Μέσα σε λίγα λεπτά, η πίστη άνοιγε δυο φορές την πόρτα της ύπαρξης, συμπλήρωνε την κατανόησή μου της κατάστασης, υπενθύμιζε ότι ο περατός βίος ίσως είναι μισός και ακατανόητος χωρίς το μεταφυσικό συμπλήρωμα. Τα δυο ακούσματα μέσα σε λίγα λεπτά δεν ήταν πια σύμπτωση, ήταν φανέρωση, ήταν υπόδειξη για να δω το όλον: η ελπίδα φυτρώνει εδώ και τώρα, αλλά και συνεχώς ώς το επέκεινα· τα ορατά και τα αόρατα υπάρχουν εν όλω, μαζί, διαρκώς, είναι το παρόν και το μέλλον αδιάσπαστα, το διαρκώς διαφεύγον παρόν και το διαρκώς ερχόμενο μέλλον. Η ζωή μας είναι συνεχής, εδώ και εκεί, διαρκώς εμβαπτιζόμενη στα βάσανα και στην ελπίδα, σε δοκιμασίες και χαρές. Ποτέ δεν έχει ένα χρώμα, έναν τόνο.

Αν το πρώτο άκουσμα ήταν τυχαίο, το δεύτερο ήταν στοχευμένο· μου έγραφε ο φίλος: «Όσο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ας μη λησμονούμε…» Μου έλεγε να σταθώ, να ακούσω πιο προσεκτικά, μου υποδείκνυε έναν τρόπο να δω τον κόσμο και να τον αντέξω. Με οδηγούσε σε ένα άλλο βλέμμα· όπως ο ήλιος που μου ‘κλεινε τα μάτια με ανάγκασε να φορέσω μαύρα γυαλιά και να κατεβάσω το προστατευτικό, κι έβλεπα πάλι: Ο περιβάλλων ζόφος δεν είναι αδιαπέραστος, πάντα υπάρχει άνοιγμα στο τείχος της απογνώσεως, και όχι μόνο ένα. Η ελπίδα δίνει υπόσταση, ουσία και ύλη, στο διαρκώς εκτυλισσόμενο παρόν, για να το ζούμε· κι όσο για το διαρκώς ερχόμενο μέλλον, το ου βλεπόμενον, μπορούμε κι αυτό ακόμη να το ελέγχουμε, να του δίνουμε σχήμα κατά τις ανάγκες και τις προσδοκίες μας.


Η κατάδυση στην κρίση είναι σαν ν’ αλλάζεις φιδόδερμα, επώδυνα μα λυτρωτικά στο τέλος ― αν αντέξεις θα βγεις άλλος. Σαν να βουλιάζεις στη λάσπη ενός βάλτου, κατά τόπους ευεργετικού και κατά τόπους δηλητηριώδους· άλλοι θα ωφεληθούν κι άλλοι θα πνιγούν με πόνους. Σε κάθε περίπτωση, όσο βρίσκεσαι μες στην αδήριτη τελετουργία, υποφέρεις· κυρίως διότι η κρίση είναι ασυνέχεια, διαταραχή, ρήξη. Είναι αγωνία. Χάνεις το μέλλον απ’ τα μάτια σου, αποκόπτεσαι απ’ το παρελθόν, σπαρταράς μες στο διεσταλμένο παρόν. Αμφιβάλλεις για το ποιος είσαι: αφού σου αφαιρείται η δυνατότητα να ελέγχεις, ιχνογραφικά έστω, ένα στοιχειώδες μέλλον. Η κρίση, καθώς σε ξεριζώνει από τα ειωθότα, καθώς σου αμφισβητεί γνώσεις, συνήθειες και βεβαιότητες, στο τέλος σε αποκολλά από τον εαυτό σου, προκαλεί σχάση στον ίδιο τον πυρήνα του προσώπου· η κρίση βιώνεται εντέλει σαν κρίση ταυτότητας υπαρξιακή.

Μια όψη αυτής της κρίσης, ίσως όχι η πιο βαρύνουσα, αλλά η πιο φανερή στα δημόσια λόγια: η κρίση εθνικής και ταξικής ταυτότητας. Τις βάζω μαζί, γιατί κατά κάποιο τρόπο στα χρόνια της ευμάρειας, οι δυο ταυτότητες θάμπωναν και άλλαζαν ταυτόχρονα. Η απομάκρυνση από την αγροτοποιμενική και εργατική καταγωγή, η άνοδος προς τη μικρομεσαία αστικοποίηση, βιώθηκε ενδόμυχα ως απομάκρυνση από την ανατολική και βαλκάνια σβουνιά· το βρετανικό master’s μονοετούς ή το αμερικανικό κολέγιο ανατολικής ακτής ήταν μυητήριο για το λάμπον αλτάρι της Δύσεως, όπως ακριβώς το ευρωνόμισμα και το ευρωδιαβατήριο. Ολα έχτιζαν τη νέα ταυτότητα, καθαρμένη από σβουνιές καταγωγής και γεωανθρωπολογικά μεταίχμια. Μετά τον Φαλμεράιερ, η νεοελληνική ευδαιμονία ξαπόστελνε και τον Χάντιγκτον αδιάβαστο.

Το ολυμπιακό και ποδοσφαιρικό 2004 ήταν η παροξυσμική μεταμόρφωση της χρυσαλίδας, και η κορύφωση της ανιστορικής φενάκης. Γιάννα και Ζαγοράκης συνέθεταν αξεδιάλυτα το νέο ρίζωμα, θεμελιωμένο πάνω σε real estate μέθη, διακοποδάνεια, SUV, χρυσά malls, μεταμοντέρνα ιβέντς με ΔΕΚΟ χορηγίες, στρατιές άεργων πολυπτυχιούχων, νεοφιλελέ δοξασίες κρατικοδίαιτων, και άφθονο spleen υποκάτω του λαντόζ.

Κι ύστερα, ήρθε η παρακμή της Δύσεως. Η κρίση, σαν διαρκής καταιγίδα, ξεβάφει το πετσί του χλιδέλληνα, ακυρώνει το σήμα του iPhone, πνίγει τα γκρίκλις. Το σφοδρότερο πλήγμα: οι ξένοι μάς χλευάζουν, μας καταφρονούν, δεν μας αναγνωρίζουν, κανείς δεν θέλει να μοιάσει στον κακομοίρη· άρα: δεν θέλω πια τέτοια πατρίδα της ντροπής, αυτή την άθλια καταγωγή.

Σε ανύποπτο χρόνο, ο Νίκος Κ. μού είχε υποδείξει μια μεγαλοφυή διαπίστωση του Μπάιρον, πώς είδε τους Ελληνες το 1824, δυο-τρεις μήνες πριν πεθάνει στο Μεσολόγγι. Εχει προσφέρει τα χρήματά του, το πνεύμα του, όλο τον εαυτό του. Τον κλέβουν και τον εξαπατούν μπρος στα μάτια του. Αλλά ο μέγας ρομαντικός βλέπει τον κόσμο με ενόραση, βαθιά, ιστορικά. Το χρειαζόμαστε αυτό το βλέμμα σήμερα, για να ξεκολλήσουμε απ’ τη λάσπη της αυτοεκμηδένισης:

«Και τη στιγμή εκείνη κατάλαβα πως ο τόπος αυτός δεν είναι πλέον η αρχαία Ελλάδα. Είναι και υπήρξε επί αιώνες η εμπροσθοφυλακή του Βυζαντίου. Το αληθινό Βυζάντιο δεν είναι πια δοξασμένο, ούτε κραταιό και ούτε καν βυζαντινό, και η σύγχρονη Ελλάδα είναι απλώς μια θλιβερή και άθλια ηχώ ενός νεκρού Βυζαντίου.

» Έτσι είναι; Ή μήπως υπάρχει ακόμη, κρυμμένη, μια Ελλάδα πιο βαθιά, όπως υποστήριζε ο Άλεξ [Μαυροκορδάτος]; Παρ’ όλη την ανία και την απογοήτευσή μου, η θέα της Ελλάδας έχει ακόμη επιρροή πάνω μου ― αλλά μια επιρροή πιο σκοτεινή και πιο ύπουλη απ΄ ό,τι στο παρελθόν. Τα αρχαία ονόματα, Αγαμέμνων και Αλκιβιάδης, τώρα πια δεν σημαίνουν σχεδόν τίποτα. Στο μυαλό μου αντηχούν τώρα ονόματα όπως Πέτρος, Γιάννης και Αριστόβουλος. Νιώθω να έχω ρουφηχτεί μέσα σε μια Ελλάδα βαθύτερη και άγνωστη, να έχω μεταμορφωθεί σε έναν Έλληνα θλιμμένο και αισθησιακό, με κατιτί βαρβαρικό. Αρχίζει να κυλάει μέσα μου μια φρικαλέα ελληνική διττότητα. Η Ελλάδα του Περικλή είναι νεκρή, αλλά η Ελλάδα του Οδυσσέα είναι ακόμα ζωντανή, με τη μυρωδιά της από αλμυρό ψάρι, ρετσινωμένο κρασί και βαμμένο πετσί. Συλλαμβάνω το χνότο μιας Ελλάδας ακόμη αρχαιότερης, προαθηναϊκής, στη μυρωδιά του καμένου λαδιού και των φρεσκοσφαγμένων κατσικιών, των πλοίων που μόλις έφτασαν από την Ιθάκη και των ναυτών που στάζουν ιδρώτα καθώς σέρνουν τα πλεούμενά τους στη μακριά κόκκινη παραλία. […]

» Το παρελθόν! Δεν υπάρχει παρελθόν. Τα πάντα συγκλίνουν στο παρόν.»

Λαχτάρα για ελπίδα, να κάνουμε κάτι μαζί, cruel optimism, έγραψε μια αγγλίδα, σκληρή αισιοδοξία… Ο λόγιος φίλος έφυγε κι άφησε στο δωμάτιο τις ιδέες του να στέκουν λάμπουσες, σαν ρωγμές στο αδιάφανο παρόν. Δεν τις συμμερίστηκα όταν τις πρωτάκουσα, τραβήχτηκα ενστικτωδώς απ’ τη θέρμη τους, αλλά αρκετή ώρα μετά, οι ρωγμές είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στον δικό μου, προφυλαγμένο, μισοσκότεινο χώρο.

Κατά κάποιο τρόπο, η ελπίδα και η αισιοδοξία ήρθαν από τη φλεγόμενη Αθήνα, από τον καύσωνα, μες στο κλιματιζόμενο μικροπεδίο μου, το θέρμαναν, κι ύστερα ξαναβγήκαν στον καύσωνα, στο τρέμισμά του, σ’ έναν κόσμο που αιωρείται αβέβαιος και σπασμένος ανάμεσα στο σβησμένο παρελθόν και στο άδηλο μέλλον.

Ο άγγελος του καύσωνος, με τη μορφή του Δ., έφερνε ένα μήνυμα: το παρόν. Μου το ‘πε καθαρά, ότι μόνο αυτό υπάρχει, και πάνω σε αυτό διεξάγεται η πάλη για κυριαρχία: όποιος υπόσχεται διάσωση στο μέλλον, ζητάει ταυτόχρονα να ξεχάσουμε το παρόν. Το παρόν θα κυλάει με θυσίες, με μια προπάντων: με την απάρνησή του. Και στο μέλλον θα έρθει η ανταμοιβή. Ας απαρνηθούμε το παρόν, λοιπόν. Αυτό ζητάει ο κυρίαρχος του παρόντος, που τυχαίνει να είναι και παραγωγός της κρίσης. Πίσω από τα ταξίματα του μέλλοντος, κρύβεται άγαρμπα η τόσο προφανής δίψα του για κατίσχυση.

Μα ποιος εγκαταλείπει το παρόν, την ίδια τη ζωή, να κυλήσει μεσ’ απ΄τα χέρια του, για μια αόριστη υπόσχεση μέλλοντος; Θα ήταν σαν να αφήνεις τη ζωή σου παρακαταθήκη στα χέρια τρίτων. Ενα αβέβαιο ενέχυρο, μια ολοκληρωτική ήττα. Κι όμως, πολλοί πείθονται, ακουμπάνε τις ζωές τους ενέχυρο σε μαγαζάκια “Αγοράζεται χρυσός, ασήμι, τιμαλφή”. Οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, αφού έχουν ήδη χάσει την αίσθηση ότι η ζωή τους ανήκει, ότι είναι ανεξαγόραστη, όση λίγη, όση είναι. Δεν έχουν φως.

Σε αυτό το κομβικό σημείο, της πτώσης στη γυμνή ζωή, ξεπροβάλλει ο cruel optimism, η σκληρή αισιοδοξία, η ελπίδα παρά την απόγνωση, και ο άνθρωπος της κρίσης προσπερνά το σαράφικο “Αγοράζεται χρυσός”. Δεν ενεχυριάζει την υπόστασή του, τον παρόντα χρόνο του, την αξίωση να ελπίζει και, κυρίως, την αξίωση να ζει εδώ και τώρα. Η αμυντική κίνηση, το “δεν”, είναι ουσιαστικά νικηφόρος μάχη, και είναι κατάφαση της ζωής. Είναι ξεπέρασμα ενός ντετερμινισμού, ότι το μέλλον θα είναι a priori καλύτερο, άρα ας δεχτούμε τώρα να υποφέρουμε. Είναι απόρριψη της συλλογικής ενοχής για το άφρον παρελθόν, για τις παλαιές ευτυχισμένες μέρες, που δεν τις αξίζαμε. Είναι εντέλει διεκδίκηση του σύνολου χρόνου και του χώρου, ξεκινώντας από την καυτή υλικότητα τού εδώ και τώρα.

Αισιοδοξία, ελπίδα, παρόν: η αξίωσή τους, η διεκδίκηση τους, δεν συνεπάγονται έλλειψη πραγματισμού ή σχεδίου για τα ερχόμενα, ούτε εξωραϊσμό του παρελθόντος και αγνόηση των σφαλμάτων. Κάθε άλλο. Η διεκδίκηση του παρόντος προϋποθέτει αλλαγές, προσαρμογές, μεταρρυθμίσεις, ρήξεις, τομές, γεννήσεις. Προϋποθέτει επίσης ξαναδιάβασμα του παρελθόντος και δημιουργική οικειοποίηση του, αναχώνευση μες στο διαρκές χυτήριο του παρόντος. Κυρίως όμως σημαίνει διεκδίκηση της κυριαρχίας, αυτόφωτη ζωή, αυτόνομα υποκείμενα, αυτοτελείς συνειδήσεις. Οχι ετεροχρονισμένη ζωή και ετερόνομους ανθρώπους.

Δεν είναι εγωισμός, δεν είναι ιδεολογία. Το αντίθετο: είναι υγιής έκφραση του ενστίκτου επιβίωσης και του ενστίκτου διαώνισης, είναι υγιής μετουσίωση των καταστροφικών ενορμήσεων και του πολυσυζητημένου ενστίκτου του θανάτου, αυτών ακριβώς που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν οδήγησαν τους ανθρώπους να μαζοποιηθούν σε σκοτεινές αγέλες και να απαρνηθούν τη ζωή, την ελευθερία, την αυτονομία, έναντι του υπεσχημένου κήπου της μίας αλήθειας και της μίας καθαρότητας.

Η κρίση κλονίζει τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη χρόνου που συνέχει τον άνθρωπο της μεσαίας τάξης ― πώς θα σπουδάσει τα παιδιά του, πώς θα εξοφλήσει το δάνειο, πότε θα πάρει σύνταξη. Η εξάλειψη μεσοπρόθεσμης προβλεψιμότητας αποσαθρώνει ψυχοδιανοητικά τους ανθρώπους, υπονομεύει την αυτοκυριαρχία, κλονίζει την αίσθηση ότι ορίζουν ουσιώδεις παράμετρους του βίου, τη ζωή τους την ίδια. Η υπόσχεση ενός κάποιου μέλλοντος, με οδυνηρό αντάλλαγμα την εκχώρηση του παρόντος, της μόνης σαρκωμένης βεβαιότητας, της μόνης μας προίκας, αυτή η απατηλή υπόσχεση δεν προσφέρει ούτε καν πρόσκαιρη ανακούφιση. Μόνο υποταγή στην αχλή μιας άθυμης ουτοπίας, σε μια ναρκωτική πλάνη, σε μια αγωνιώδη προσδοκία: να ζούμε σαν φοβισμένα ζούδια στο άχρονο σύμπαν.

Η πλημμύρα δημοσιευμάτων και αναφορών στα διεθνή Μέσα για τη σημασία του εκλογικού αποτελέσματος αύριο και για την κρίσιμη θέση της μικρής Ελλάδας στη μεγάλη εικόνα μεταφέρει δυσβάστακτο βάρος στους ώμους του Ελληνα ψηφοφόρου. Η ψήφος του επηρεάζει όχι μόνο το ζοφερό παρόν του, όχι μόνο το δυσοίωνο μέλλον των παιδιών του, αλλά και το μέλλον της Ευρωζώνης και απειλεί να πυροδοτήσει μια νέα μεγαλύτερη διεθνή κρίση.

Τώρα λέγεται απροκάλυπτα ό,τι επιμελώς απεκρύβετο κατά τη διετία της ελληνικής κρίσης, όταν οι πλείστοι πολιτικοί ηγέτες και δημοσιολογούντες επέμεναν ότι η ασθένεια ήταν ενδημική και ότι το αίτιο ήταν οι άφρονες Ελληνες πολίτες. Για διαφορετικούς λόγους, το Βερολίνο, το Παρίσι, οι Βρυξέλλες, η Φρανκφούρτη και η Αθήνα καθυστερούσαν να λάβουν μέτρα ριζικά και τολμηρά. Αντ’ αυτών, ημίμετρα και ηθικολογία, τέτοια που κατέληξαν σε ένα παράλογο σαδισμό, καταστροφικό για την οικονομία και την κοινωνία και απειλητικό για όλη την Ευρώπη.

Οι Αμερικανοί, οι μόνοι που αντιμετώπισαν με σχετική επιτυχία την παγκόσμια ύφεση τη δεκαετία του ’30, διέγνωσαν εγκαίρως το ευρωπαϊκό αδιέξοδο – από τον Κρούγκμαν έως τον Ομπάμα. Στην Ευρώπη, όμως, ηγεμονεύουν οι Μέρκελ – Σόιμπλε, φύλακες της γερμανικής ορθοδοξίας και οραματιστές μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας με προδιαγραφές DIN – ενδεχομένως και μιας αποσκίρτησης από την Ευρωζώνη.

Το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα κλονίζεται· και όχι εξαιτίας της Ελλάδας. Είδαμε ότι υπάρχουν πολλοί αδύναμοι κρίκοι. Αυτό που προέχει τώρα είναι η διάσωση. Προς τούτο απαιτείται εθνική συστράτευση και ηγεσία ικανή να εμπνεύσει πρωτίστως ένα λαό κατάκοπο και αποθαρρυμένο. Καμία κομματική κυβέρνηση, απαρτισμένη από φθαρμένα πρόσωπα, φορτωμένα αμαρτίες, δεν είναι ικανή να σηκώσει αυτό το ιστορικό βάρος. Θα καταρρεύσει.

Η κάλπη θα δώσει ένα αποτέλεσμα, η λαϊκή βούληση θα εκφραστεί μέσα από συμπληγάδες. Η ηγεσία μένει να βρεθεί.

φωτ.: Πέραμα, του Ηλία Τσαουσάκη.

Μία εβδομάδα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές. Τέσσερις εβδομάδες από τις περασμένες άγονες. Ενας λαός αιωρείται εν θυμώ, εν χώρω και χρόνω: ανάμεσα σε αισθήματα, ψυχανεμίσματα, υλικές ανάγκες και προσδοκίες, ανάμεσα στο πάτριο χώμα και τον ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο, ανάμεσα στο αμετάκλητα απολεσθέν παρελθόν και το άδηλο απειλητικό μέλλον.

Αιωρούμενοι διαρκώς, αναπόσπαστο μέρος του φαινομένου, εντοπίζουμε ωστόσο δύο ρευστά μοτίβα, δύο μεταξύ πολλών άλλων. Ενα: τι διαιρεί και τι συνέχει το αιωρούμενο πλήθος. Δύο: ποια η υπόσταση και η υφή του χρόνου.

Η εκλογή της 17ης Ιουνίου θα επισφραγίσει χειρονομιακά, ποσοτικά, μια μετατόπιση που ήδη έχει συντελεστεί. Πρόκειται για τη μετακίνηση του πλήθους από τον χώρο της σιωπής, του ψίθυρου, του μυκτηρισμού και του αποκλεισμού, στο κεντρικό πεδίο, στην μεγάλη σκηνή, στην πλατεία. Η μετακίνηση μεταμόρφωσε το πλήθος από άφωνο κομπάρσο σε ομιλούντα πρωταγωνιστή: το πλήθος των πλατειών του Ιουνίου 2011 αναποδογύρισε τον τρόπο και τον χρόνο, αντέστρεψε τους ρόλους· με το καρναβαλικό του γέλιο, διόλου αστείο αλλά βαθιά απελευθερωτικό, κλόνισε τις εγκατεστημένες σχέσεις κυριαρχίας. Το καρναβάλι των πλατειών τα περιείχε όλα: και τον σπασμό της απόδρασης και τη λαχτάρα για αυτονομία και τη στερεοτυπικότητα και το kitsch. Ηταν μια ιστορική στιγμή όπου συναιρέθηκε το πρωτόγονο και το ενστικτώδες με το υπερμοντέρνο και τις αδύναμες σπίθες μιας ανεύρετης ουτοπίας.

Υστερα, οι σπίθες έσβησαν. Τα σώματα αποσύρθηκαν. Χωρίς όμως να ξεχάσουν. Στα σώματα είχε εγγραφεί η στάσις και ο έτερος τρόπος: αυτά τα σβησμένα ξαναφούντωσαν στις κάλπες. Το πλήθος κινήθηκε σαν την παλίρροια, φούσκωσε, φύρανε και ξαναφούσκωσε, και θα ξαναφυράνει. Στην παρούσα φάση το πλήθος του καρναβαλιού και της κάλπης αναζητεί τη συνέχουσα ύλη του, μια κοινή δόξα, μια μοιραζόμενη πίστη, ό,τι θα το μεταμορφώσει σε λαό που αποφασίζει τη μοίρα του, ή τουλάχιστον που γνωρίζει γιατί να αφεθεί σ’ αυτήν.

Ποια θα είναι η συνέχουσα ύλη, όταν θα καταγραφούν τα ποσοστά της απόφασης, ώστε η απόφαση να γίνει ιστορική ύλη, βίος και δράση; Θα τη λένε πατρίδα; Πολιτική κοινωνία; Γυμνή επιβίωση; Κάθε ενδεχόμενο είναι ανοιχτό και κάθε ενδεχόμενο οδηγεί σε άλλες καταστάσεις ισορροπίας, άλλες μορφές οργάνωσης βίου.
Γιατί η ενδιάθετη ροπή προς τη συνοχή αντισταθμίζεται διαρκώς από τη ροπή προς τη διαίρεση, προς τον κερματισμό και τις συγκρούσεις των επιμέρους. Το πλήθος συνεχώς νιώθει στο σώμα του φυγόκεντρες, αντίρροπες δυνάμεις. Στοιχειακά: φιλότης και νείκος.

Αυτή τη δυναμική των αντίρροπων να τη δούμε αναπτυσσόμενη σε έναν χρόνο που έχει πυκνώσει τόσο που μας ρουφάει και μας παγώνει, μας επιταχύνει και μας εκσφενδονίζει στο μέλλον, ταυτοχρόνως σαν παρατηρούμενα και σαν παρατηρητές. Ας δούμε τον χρόνο σε πολλαπλές φανερώσεις: Γέρων Χρόνος, Καιρός, Fortuna. Αλλοτε, σαν αρχαίους, μας όριζε η Μοίρα, τώρα οι νεωτερικοί αδράχνουμε την Τύχη απ΄τα μαλλιά. Εντός του χρόνου εκπτύσσονται η παράδοση και το μέλλον αξεχώριστα· εμείς, τα υποκείμενα, πασχίζουμε να μη χάσουμε την παράδοση, αλλά και να αδράξουμε το παρόν, να μη χάσουμε την επαφή με το μέλλον. Στην περίπτωσή μας τα φοβόμαστε όλα: το πρόσφατο παρελθόν των σωρευμένων απωλειών, το δύσθυμο παρόν, το απειλητικό μέλλον. Νομίζουμε ότι κινδυνεύουμε να τα χάσουμε όλα. Αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν χάνεται οριστικά· μάλλον, συμβαίνει μια ρήξη σε ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως γραμμικό χρόνο. Στα χείλη του ρήγματος, αυτό μας φοβίζει: να χάσουμε, να βυθιστούμε στην άγνοια και τη λησμονιά. Ομως όχι, τίποτε δεν πάει χαμένο, ούτε το πιο μικρό, το πιο ασήμαντο. Ολες οι ψυχές δικαιούνται τη χάρη· στη μακρά διάρκεια ορισμένως, αλλά ακόμη και στον περατό ορίζοντα του βίου.

Πόσο επηρεάζουν τη ροή των συμβάντων τέτοιες αυτοπαρατηρήσεις του αιωρούμενου μέσα στο πλήθος, στο κατώφλι μιας λύτρωσης ή μιας καταστροφής; Πολύ λίγο ίσως. Ομως παρηγορούν. Διότι αφενός μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε την κινδυνώδη συγκυρία σαν λάμψη και σαν δυνατότητα, όχι μόνο ως τραύμα. Και αφετέρου διότι επιτρέπουν να δούμε ακόμη και τη συντελούμενη καταστροφή σαν έναρξη αποκατάστασης, σαν επανεκκίνηση, σαν λύτρωση. Να ανοιχτούμε στο μέλλον. Με τα λόγια του Στρίνμπεργκ: «Η κόλαση δεν είναι διόλου αυτό που μας περιμένει ― αλλά αυτή η ζωή εδώ».

εικόνα: Αγγελος, Ρέκβιεμ για τον 20ό αιώνα, των Κατρ. Θωμαδάκη – Μαρίας Κλωνάρη

H απόγνωση, και οι αυτοκτονίες απεγνωσμένων ανθρώπων λόγω κρίσης, δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Ούτε η κρίση είναι αποκλειστικά ελληνική, οφειλόμενη σε γονίδια οκνηρών και διεφθαρμένων ιθαγενών. Η κρίση, και η απόγνωση που γεννά, πλήττει τον ευρωπαϊκό Νότο, την περιφέρεια της Ε.Ε. και πλησιάζει απειλητική και προς τις κραταιές χώρες του Βορρά και του πυρήνα. Η κρίση που άρχισε το 2008 είναι πλανητικής κλίμακας, πλήττει μικρές χώρες και χώρες μέλη του G7, κλονίζει την συνοχή των κοινωνιών, δοκιμάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς, σαρώνει τα στερεότυπα πολιτικής διαχείρισης και τις εύκολες οικονομικές συνταγές.

Ο αναμφίβολα διεθνής χαρακτήρας της κρίσης εντούτοις δεν απαλύνει τον πόνο, παρότι καταρρίπτει την καθολική ενοχοποίηση των Ελλήνων, που προπαγανδίζουν κακόβουλα οι βασικοί ένοχοι. Διότι ο πόνος των πληττόμενων μικρομεσαίων Ευρωπαίων δεν προέρχεται μόνο από την απομείωση των εισοδημάτων και των υλικών απολαυών, αλλά και από τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την περιστολή του δημόσιου χώρου, και κυρίως διότι οι άνθρωποι φοβούνται πλέον το μέλλον. Οχι μόνο αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς στο παρόν, αλλά πολύ χειρότερα, δεν μπορούν πια να φανταστούν τη ζωή τους στο ορατό μέλλον. Η κρίση υπονομεύει ή και κονιορτοποιεί όλα όσα ήξεραν και όλα όσα σχεδίαζαν. Οι άνθρωποι αδυνατούν να σχεδιάσουν και αδυνατούν να νοηματοδοτήσουν τις ζωές τους, διότι πολλές από τις έννοιες και τα αυτονόητα του «ομαλού» παρελθόντος σωριάζονται τώρα σε ερείπια.

Ενα από τα ακλόνητα αυτονόητα που τροφοδότησε τη μακρά μεταπολεμική περίοδο ειρήνης και ευημερίας στον δυτικό κόσμο ήταν η πίστη στην αιωνία πρόοδο. Βοηθούμενη από μηχανισμούς κατανομής πλούτου και ανοικοδόμησης, όπως η Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και το σχέδιο Μάρσαλ, από την αποφυγή των σφαλμάτων του Μεσοπολέμου, από την συνεχιζόμενη μεταφορά πόρων από τον Τρίτο Κόσμο ακόμη και μετά την πτώση της αποικιοκρατίας, αλλά και από την ιδιόμορφή γεωπολιτική ισορροπία που πρόσφερε το ψυχροπολεμικό δίπολο, η παλαιά δοξασία του Διαφωτισμού, η αωνία ειρήνη και η διαρκής πρόοδος, έγινε κυρίαρχο δόγμα. Δικαιολογημένα. Οι Ευρωπαίοι προ πάντων δεν ήθελαν καν να σκέφτονται ότι θα ξαναζούσαν τη φρίκη δύο γενικευμένων πολέμων και ενός διεθνούς Κραχ μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες. Οι πολιτικοί ηγέτες υποσχέθηκαν τη Μεγάλη Κοινωνία και τη Διαρκή Ευημερία, τη σχεδίασαν, την εφάρμοσαν, και οι λαοί άνθησαν μέσα σε αυτό τον ορίζοντα προσδοκιών της Χρυσής Τριακονταετίας 1945-75 των baby boomers, που ήταν τόσο λαμπερή ώστε δια της αδρανείας κατρακύλησε μια-δυο δεκαετίες ακόμη.

Αυτός ο χρυσός ορίζοντας θάμπωσε προς το τέλος του 20ού αιώνα, με τη λήξη του διπολικού κόσμου και τον βαθύ καίτοι δυσδιάκριτο μετασχηματισμό της οικονομικής δραστηριότητας στις δυτικές χώρες: η Δύση σταδιακά εγκατέλειπε την παραγωγή και παραλλήλως τα δημοκρατικά κράτη εκχωρούσαν μεγάλα μέρη της εξουσίας τους στις λεγόμενες αγορές, στη γιγαντωμένη χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Η ευημερία ήταν η πρώτη που επλήγη, ως καθολικό και αναφαίρετο δικαίωμα των υπερδιογκωμένων μεσοστρωμάτων. Μαζί της επλήγη η έννοια της αδιατάρακτης ασφάλειας και, βαθύτερα παρότι λιγότερο εμφανώς, η έννοια της προόδου.

Η κρίση του 2008 πυροδοτήθηκε από το τοξικό χρήμα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αλλά τις φούσκες τροφοδοτούσε εκτός από την απληστία και η αφροσύνη, η τυφλή πίστη, ο φενακισμός: ότι η οικονομική σφαίρα μπορεί να διαστέλλεται αενάως, ότι οι φυσικοί πόροι είναι πρακτικά ανεξάντλητοι, και πάντως απολύτως εμπορεύσιμοι, ότι η τεχνολογία μπορεί να θεραπεύσει μη αναστρέψιμες βλάβες στα οικοσυστήματα, ότι ο πλανήτης αντέχει τη δημογραφική έκρηξη και ότι οι χώρες BRICS δεν θα γεννήσουν δισεκατομμύρια καταναλωτών.

Η οδυνηρή πτώση αυτό πρέπει να διδάξει τώρα εμάς τους Ελληνες του μεταπολεμικού θαύματος: ότι η πρόοδος δεν είναι αδιάκοπη και γραμμική, ες αεί και επ’ άπειρον, πρώτον. Και δεύτερον, ότι η ευημερία δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτή την τυφλή πρόοδο έναντι παντός τιμήματος, δεν μπορεί να ταυτίζεται με την τυφλή κατανάλωση, τη συσσώρευση, την υποδούλωση σε έξυπνα γκάτζετ, την κατασπατάληση φυσικών πόρων. Η δημοκρατία δεν μπορεί να ταυτίζεται με την ιδιωτική χλιδή και τη δημόσια πενία, με τις πολυτελείς μεζονέτες και τα εξαθλιωμένα δημόσια νοσοκοκομεία και σχολεία.

Ο φόβος ενώπιον του μέλλοντος νικιέται με ανανοηματοδότησή του. Και με άλλη προσέγγιση του βίου. Πραγματική φτώχεια είναι η ετερονομία, η αναξιοπρέπεια και η ανελευθερία, όχι η ολιγαρκής οικονόμηση του βίου εν ελευθερία και δικαιοσύνη.

Στην οδό Ακαδημίας, στην είσοδο κτιρίου, βρίσκεται ξαπλωμένος ένας νεαρός άνδρας. Πάνω σε υπνόσακκο, σκεπασμένος με μια κουβέρτα· όπως είναι ανάσκελα, ασχολείται με μια συσκευή, σαν κινητό, πλάι του μια σακούλα τσιπς. Βρίσκομαι στο πεζοδρόμιο, παραδίπλα του, έξω από τον κινηματογράφο που παίζει το φιλμ «Χιόνια στο Κιλιμάντζαρο», γενική είσοδος 6 ευρώ. ΚΙ άλλοι θεατές έχουν βγει στον δρόμο για το τσιγάρο του διαλείμματος· όλοι έχουν δει τον παράδοξο άστεγο στο μαρμάρινο κατώφλι, με το κάτι-σαν-κινητό, αλλά κανείς δεν τον κοιτά ευθέως. Οι λιγοστοί διαβάτες της κυριακάτικης νύχτας, νέοι άνθρωποι κυρίως, προσπερνούν κι αυτοί σαν να μη βλέπουν. Ο άστεγος χίπστερ είναι αόρατος. Στη γωνία της Χ. Τρικούπη οι τακτικοί άνδρες των ΜΑΤ, Νυχτερινή Φρουρά με πλήρη εαρινή εξάρτυση. Η Λυρική έχει σχολάσει από ώρα, είναι σκοτεινή, λιγοστά αυτοκίνητα περνούν.

Κόσμοι ασύμπτωτοι. Ο νεαρός άστεγος, με εμφάνιση και συμπεριφορά χίπστερ· οι ένοπλοι φρουροί, άγρυπνοι ενώπιον της απειλής για διασάλευση της τάξης·οι θεατές μιας ταινίας βαθιάς, συγκινητικής και πολιτικής, για την δυστοπική αμηχανία του Ευρωπαίου ανθρώπου στον 21ο αιώνα. Κανείς δεν δείχνει ότι βλέπει τον άλλο, όλοι πορεύονται σιωπηλοί σε παράλληλες χρονοσήραγγες, σαν να μη μοιράζονται το ίδιο πεπρωμένο. Σαν να κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα περί τον οριζόντιο άξονα της φτώχειας και τον κατακόρυφο της αθυμίας.

Η ταινία, γαλλικής παραγωγής, καταγράφει τον θάνατο της παραδοσιακής εργατικής τάξης και την πτώση του μικροαστικού πλήθους: ο πάμφτωχος ληστεύει τον φτωχό. Η Μασσαλία είναι πολύ κοντά στον Πειραιά, είναι ο Πειραιάς. Η ανησυχία των Γάλλων είναι η τρέχουσα κατάσταση των Ελλήνων, το μέλλον είναι κοινό και είναι θαμπό, σκοτεινό. Οι Ελληνες θεατές έβλεπαν πολύ οικείες καταστάσεις, σκηνές από τις ζωές τους που έχουν διαδραματιστεί ήδη, το σινεμά είναι ένα ντοκιμαντέρ για τις ζωές τις δικές τους, ίδιες με των άλλων.

Αλλά η ζωή είναι πάντα πιο μπροστά από την τέχνη, ακόμη κι από αυτό το σεισμογραφικό σινεμά. Μερικά σκαλοπάτια, ελάχιστα μέτρα απ’ την κινηματογραφική αίθουσα της έμμορφης, ελεγχόμενης συγκίνησης και του στοχασμού, η ζωή αναδύθηκε γυμνή, ασυγκίνητη, ανηλεής, με τη μορφή νέων ανθρώπων, συνομήλικων, που βρίσκονταν ασύμπτωτοι στην σιγαλή οδό Ακαδημίας: διαβάτες, σινεφίλ, φρουροί, κι ένας άστεγος με κάτι-σαν-κινητό για συντροφιά. Ολοι στον ίδιο τόπο, κι όλοι χωριστά.

Πρίν από τέσσερα χρόνια σε μια μυθοπλασία στημένη στο μέλλον* περιέγραφα την Αθήνα ξεχειλισμένη από Ασιάτες, φτώχεια, βία, τοξική τεχνολογία, προορατικούς μαθηματικούς και στοιχήματα μέλλοντος. Δεν είχε ξεσπάσει ο Δεκέμβρης, το αθηναϊκό κέντρο δεν ήταν τόσο slum ακόμη και κανείς στην Ευρώπη δεν μιλούσε για κρίση χρέους. Αλλά η Ελλάδα ήδη αγκομαχούσε, δύσθυμη και στείρα· είχε φάει το ολυμπιακό κεφάλαιο, είχε κατακάψει δάση και ανθρώπους, και κυλιότανε στο τέλμα, ανίκανη να σηκώσει το κεφάλι και να οσμιστεί το μέλλον.

Ούτε καν το παρόν. Από το βαρύ καλοκαίρι του ’07 έως τον αβάσταχτο χειμώνα  του ’11 δεν οσμιζόμασταν ούτε το παρόν. Ηταν τόσος ο φόβος που τρύπωνε κάτω απ΄το δέρμα, μέσα στη σάρκα και πότιζε τον νου, που αποστρέφαμε το βλέμμα από το ζοφερό παρόν, μουρμουρίζοντας τάντρες και ξόρκια να διαλυθεί το κακό όνειρο και να ξυπνήσουμε στο γνώριμο ζεστό παρελθόν, ας ήταν και το ’07 ή το ’04 και ό,τι να’ ναι, φτάνει να μην είναι αυτό το αβέβαιο, κλονισμένο, ρηγματωμένο Τώρα, το κάθε μήνα και πιο αβέβαιο, πιο ζοφερό.

Από το καλοκαίρι 2007 της δυστοπικής μυθοπλασίας, ξαναπερπάτησα πολλές φορές τους πρωταγωνιστικούς αστικούς τόπους, πλασμένους από 40χρονη διαβίωση και 30χρονα διαβάσματα. Είχαν ήδη μεταμορφωθεί στο διάβα των δεκαετιών, αλλά αυτή η κρίσιμη τετραετία σφραγίστηκε πάνω στην πόλη όχι με τσιμέντο και χάλυβα, με γυαλί, με φόρμα, αλλά με αύρα, αύρα σωμάτων και ψυχών, με vibes φυλών και βλεμμάτων, και με δονήσεις ανάγκης, φτώχειας,φόβου, βίας, ερημιάς.

Είδα ας πούμε το κέντρο και τις γειτονιές να μελαχρινεύουν, να παίρνουν το σκούρο χρώμα των Ασιατών και το μαύρο των Αφρικανών. Οι λευκόδερμες φυλές συρρικνώθηκαν, τους απώθησε η φτώχεια του τόπου υποδοχής, και τους ξανάστειλε στην φτώχεια της πατρίδας τους. Πάνε οι Βαλκάνιοι και οι Ευρωπαίοι. Στα φανάρια, στους αυτοκινητόδρομους, κάτω απ΄τις γέφυρες, στα σοκάκια, στα πεζοδρόμια ων καφενείων, παντού τώρα βλέπω Ινδοασιάτες, μελαχρινούς, σιωπηλούς σχεδόν πάντα, με κάρβουνα μάτια, καθαρίζουν παρμπρίζ για δέκα σέντς, πουλάνε σκουπίδια made in China σε πτωχευμένους οδηγούς και βουβούς οδοιπόρους, γνέφουν ότι πεινάνε και ζητιανεύουν μικροκέρματα. Πάντα αμίλητοι. Μιλούν μονάχα με τα μάτια κάρβουνα.

[Μόνο τον Ισλαμ τον ράφτη της γειτονιάς μου ακούω να με ρωτάει πάντα γελαστά: Πώς θα πάει Ελλάδα αφεντικό; Και φέτος δύσκολα;]

Ο βιότοπος των φαναριών έχει αλλάξει ριζικά. Εχει γίνει απόκοσμος, όλοι κινούνται μαλακά, συρτά, σαν παγωμένοι, οι οδηγοί δεν κοιτούν, ούτε καν εχθρικά, ζαρώνουν στις θέσεις τους, και έχουν ασφαλισμένες πόρτες, οι πωλητές δεν πλησιάζουν και πολύ.

Στον βιότοπο του κυριακάτικου παζαριού στο Γκάζι, κάτω από μολυβένιο ουρανό, μυριάδες μικροβομβούντες διακινούν τόννους μικροσαβούρας, στραβοπατημένα παπούτσια και μικροσκοπικά πουκάμισα, ξεχαρβαλωμένα ράδια.· δεν διακρίνω συλλέκτες και χασομέρηδες αγοραστές, ο ένας παρίας ψωνίζει σαβούρα από τον άλλο παρία. Από τα βάθη της Πειραιώς πλησιάζει αχός και κρότος εξατμίσεων, μια μικροαγέλη Χαρλεάδων με νεοναζί κράνη διασχίζει το σύμπαν της σαβούρας κι ανηφορίζει προς την Ομόνοια. Σε μια στάση λεωφορείου περιμένουν καμιά διακοσαριά άνθρωποι.

Ανάμεσα στους κυρίαρχους μελαχρινούς slumdogs ξεφυτρώνουν και ανοιχτόχρωμοι. Ολο και συχνότερα. Πλησιάζουν ακόμη πιο διακριτικά και μιλάνε ιθαγενή ελληνικά, πουλάνε χαρτομάντηλα. Δεν κοιτούν κατάματα, απομακρύνονται γρήγορα. Οι ομόγλωσσοι στα τραπεζάκια κοιτούν με γυάλινο μάτι, δεν τους βλέπουν, δεν θέλουν να βλέπουν τίποτε. Ο καφές φαρμακώνει. Ενας χιλιαστής ψυχάκιας σχολιάζει μεγαλόφωνα: «Πίνετε τον καφέ σας ξένοιαστοι και κάνετε πως δεν βλέπετε! Δεν υπάρχουν αθώοι! Ερχεται, φτάνει, έφτασε!» Ο λήρος του στέλνει κρύα κύματα στα τραπεζάκια.

Κάθε μυθοπλασία περιέχει θραύσματα ξεχασμένης εμπειρίας, ξεφτίδια όνειρα, ανασυρμένες διηγήσεις, μισοχωνεμένα διαβάσματα. Περιέχει και πρόθεση, βούληση, σχέδιο, κατασκευή. Μα στον πυρήνα πάλλει πάντα μια προεικόνιση του μέλλοντος, ακούσια, σαν επίκληση ή σαν εξορκισμός του. Νόμιζα ότι πρόβαλλα το παρόν όταν ζωγράφιζα αποτροπαϊκά μια Αθήνα σκούρα ινδοευρωπαϊκή με ανδρόγυνα, μάντεις και ψυχεδέλεια, νόμιζα ότι ξόρκιζα το μέλλον σαν πιθανότητα. Εκανα λάθος. Το μέλλον είχε εισβάλει από τότε στο παρόν και ανέβλυζε από μόνο του, θρασύ, ζοφερό, παντοδύναμο.

Με τον ίδιο τρόπο περιμένω πάλι μια νέα φανέρωση.

εικ.: José Muñoz, Ma tristesse
* To «Να θυμάσαι. The Athens Syndrome» περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Οικοεγκλήματα. 14 διηγήματα», εκδ. Κέδρος 2008

Οι Ελληνες φίλοι που βλέπουν τη χώρα απέξω είναι πολύ περισσότερο ανήσυχοι και απαισιόδοξοι από εμάς, τους εντός των τειχών. Στα τηλεφωνήματα και στα μέιλ αισθάνεσαι πηχτή την αγωνία τους, μια αγωνία άλλης τάξεως από αυτή που βιώνουμε εμείς τα θύματα της κρίσης. Ισως γιατί τα αισθήματά τους για την πατρίδα τους είναι πιο αδιαμεσολάβητα, πιο ανιδιοτελή, ακόμη κι αν αυτή η πικρή πατρίδα τους έχει διώξει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μετά από κάθε τέτοια επαφή, προσπαθώ να δω τη ζωή γύρω μου με πιο ψυχρό μάτι, πιο αποστασιοποιημένα. Προσπαθώ να συγκρίνω την αγωνία του απέξω με ό,τι διαδραματίζεται εντός, ενώπιόν μου, για να νιώσω βαθύτερα το παρόν, αλλά κυρίως μήπως και μπορέσω να διαισθανθώ τα επερχόμενα.

Αδύνατον. Αδύνατον να προβάλλεις το παρόν στο εγγύτατο μέλλον, αδύνατον να χρησιμοποιήσεις την έως τώρα εμπειρία για να σχηματίσεις μια αδρή, έστω, μια θαμπή εικόνα του μέλλοντος. Η κρίση υπονομεύοντας το παρόν εξαφανίζει το μέλλον. Αυτή η απώλεια είναι ίσως η βαθύτερη, η πιο βουβή, και η πιο οδυνηρή: το πόδι προβάλλει εμπρός και μένει αιωρούμενο, στο κενό, δεν έχει πού να πατήσει. Κι έτσι στεκόμαστε όλοι στο ένα πόδι, σε ασταθή ισορροπία, αβέβαιοι, ετοιμόρροποι.

Εχει συσταλεί λοιπόν ο χρόνος, έχει πυκνώσει, και στέκεται διαρκώς πάνω μας, σαν βάρος στην πλάτη. Η τέτοια αίσθηση του χρόνου μάς ωθεί όμως και σε μια άλλη αίσθηση του τρέχοντος, δηλαδή της ίδιας της ζωής: τώρα τη νιώθουμε στα χέρια μας, να την κρατάμε σαν νεράκι που κυλάει άπιαστο, εντούτοις νεράκι δροσερό με μια πρωτοφανέρωτη μοναδική αξία. Η παλαιά βεβαιότης περί αδιατάρακτου μέλλοντος έχει εξατμιστεί· στη θέση της πάλλεται μια αίσθηση επείγοντος βίου, πιο ζωική, απόλυτη, υλική. Σαν να κατέρρευσαν η πλαδαρότητα, η ραθυμία, η αμεριμνησία, ο ανηδονική βουλιμία, της παλαιάς εποχής της ευμάρειας. Σαν να υποχωρούν σιγά σιγά και ο φόβος, η απόγνωση, η κλάψα, η τυφλή οργή. Ακόμη κι η οργή αρχίζει να παίρνει σχήμα και κατεύθυνση, να έχει σκοπό και στόχους, μέσα στο πυκνό, επείγον παρόν. Νιώθουμε άλλη τη ζωή, απαιτητική στην κάθε στιγμή της, απαιτεί απαντήσεις ακαριαίες, ζητάει πράξεις και προσφορά ζωτικότητας, ωθεί σε πολύστροφο πυρετώδη στοχασμό με συμπεράσματα και αποφάσεις.

Υπόκωφα ζούμε τη ζωή μας αλλιώς, τη νιώθουμε αλλιώς, ορμητική, δεν την περιμένουμε να ξετυλιχτεί σύμφωνα με ράθυμες βεβαιότητες, είμαστε έτοιμοι να αποκριθούμε στις αιφνίδιες ζητήσεις της. Με όλα τα νεύρα κουρδισμένα, όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Το λες προσαρμογή. Το λες φόρτιση για επανεκκίνηση. Το λες ανυπόκριτη δίψα για ζωή, εν θερμώ επαφή με το εδώ και τώρα. Ανάκληση ξεχασμένων δυνάμεων, θαμμένων αισθημάτων, πρωταρχικών αναγκών. Ξανακούγονται χαμένες λέξεις: συντροφικότητα, αλληλλεγγύη, συλλογικότητα, χάρισμα, χαρά, άγγιγμα, έγνοια, φίλος παλιός.

Ο Μίμης, τέτοιος φίλος παλιός, μου βάζει στο χέρι κλεφτά, σιωπηλά, ένα μικρό βιβλίο βυσσινί: Ο Τελάλης, Αθήνα 2011. Καμία άλλη ένδειξη, ούτε συγγραφέας ούτε εκδότης, τίποτε. Απλά ελληνικά σε κρεμ χαρτί, πολυτονικά. Ενα πολύστιχο ποίημα: «Λόγια του τελάλη, βασιλιά των Εβραίων. / Τζάμπα, τζάμπα, είπε ο τελάλης, / τζάμπα όλα κι ανώφελα.» Ετσι αρχίζει. Το ξεφυλλίζω όρθιος στο πεζοδρόμιο, μου θυμίζει κείμενο αρχαίο, σταματάω στη σελίδα 50:

«Βγες έξω λοιπόν, / Φάε το ψωμί σου με χαρά, / πιες το κρασί σου με χαρά, / γιατί ο αφέντης χάρηκε / με τα δικά σου έργα. / Κάθε μέρα φόρα τα άσπρα σου τα ρούχα / και ρίξε στο κορμί σου άρωμα καλό. / Και φτιάξε τη ζωή σου / με το κορίτσι που αγαπάς, / την κάθε μέρα της ζωής / που σου δόθηκε να ζεις. / Αυτό το μερτικό της ανώφελης ζωής σου, / αυτή η πληρωμή του ιδρώτα σου. / Κι όσα μπορείς να κάνεις / κάν’ τα όσο μπορείς. / Γιατί στον τάφο που θα μπεις / δεν θα ‘χει τίποτα να κάνεις, / και τίποτα να σκεφτείς.»

Η ανθρωποσυρμή της Σόλωνος σε παρασέρνει, όπως ο ρυθμός της βιβλικής αφήγησης: «Ευφραίνου, νεανίσκε, εν νεότητί σου, και αγαθυνάτω σε η καρδία σου εν ημέραις νεότητός σου, και περιπάτει εν οδοίς καρδίας σου άμωμος…» Ο Εκκλησιαστής λοιπόν… Ο χρόνος του: «το γενόμενον ήδη εστί, και όσα τού γίνεσθαι, ήδη γέγονε».

Παγωμένοι, ακίνητοι σχεδόν, παρακολουθούν οι Ελληνες τις εξελίξεις εντός και εκτός συνόρων. Εχουν υποστεί αλλεπάλληλα σοκ, μειώσεις εισοδήματος, φορολογικές επιδρομές, περικοπές ασφαλιστικών παροχών, πολλοί έχουν χάσει τις δουλειές τους. Μέσα σε ενάμιση χρόνο είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται. Αιφνιδιάστηκαν, διαμαρτυρήθηκαν, αγανάκτησαν, ανασυντάχθηκαν. Είδαν έναν πρωθυπουργό πλειοψηφίας να αποχωρεί ταπεινωμένος από τον διεθνή παράγοντα, είδαν έναν τεχνοκράτη να ηγείται μιας τρικομματικής κυβέρνησης. Και βλέπουν μεγάλες χώρες και κραταιές οικονομίες της ευρωζώνης να κλονίζονται, βλέπουν το ίδιο το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ενωση να δοκιμάζονται μέσα σε μια πρωτοφανή οικονομική και πολιτική κρίση.

Η παγωνιά δεν είναι μόνο εγχώρια. Αυτό το αντιλαμβάνονται όλο και περισσότεροι Ελληνες. Η γνώση αυτή τους βοηθά να αποτινάξουν την άδικη ενοχοποίηση που υπέστησαν, ως μαύρα πρόβατα της Ευρώπης, αλλά δεν τους βοηθά ιδιαιτέρως να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα διαβίωσης. Επιπλέον η κατανόηση ότι η κρίση είναι βαθιά, δομική, και θα διαρκέσει, διαμορφώνει έναν ιδιαίτερο ψυχισμό, που εκδηλώνεται με ποικίλους και αντινομικούς τρόπους. Το πιο ουσιαστικό χαρακτηριστικό αυτής της ψυχικής συμπεριφοράς είναι η μόνιμη κατάσταση άγχους για το άγνωστο βραχύ μέλλον: τα αλλεπάλληλα σοκ έχουν διαλύσει τις σταθερές του βίου, άρα και τις σταθερές του ορθολογικού σχεδιασμού, της βούλησης και των αποφάσεων. Οι διαρκείς ανατροπές των υλικών συνθηκών υπονομεύουν τις ψυχικές και νοητικές σταθερές. Η αποκτηθείσα πείρα προ κρίσεως λίγο ή καθόλου μπορεί να βοηθήσει στην λυσιτελή αντιμετώπιση εκτάκτων φαινομένων.

Το άγχος τείνει να καταστεί η νέα σταθερά. Ενας άγχος μόνιμο, βαθύ, υπαρξιακό, που μεταπίπτει σε αγωνία, Angst, σε φόβο για το μέλλον, που παίρνει διαστάσεις απόγνωσης, απελπισίας. Κατά τούτο, η παγωνιά του Δεκέμβρη 2011, το παρόν ζάρωμα και η απόσυρση στο ραγισμένο καβούκι, έχει άλλους χαρακτήρες από την κρυάδα και το μούδιασμα που διαπιστώναμε στην αρχή του περασμένου καλοκαιριού, λίγο πριν από την πολύχρωμη έκρηξη των Αγανακτισμένων. Τότε εκδιπλώθηκε σαν αγανάκτηση, και εν μέρει σαν οργή, σαν εκτίναξη του συμπιεσμένου ελατηρίου· τώρα εκδηλώνεται σαν συνεχής συσπείρωση του παγωμένου και απεγνωσμένου, ο οποίος συνειδητοποιεί οδυνηρά ότι οι ορατές διέξοδοι λιγοστεύουν ή και εκλείπουν, ότι η κρίση θα μείνει και θα σημαδέψει τις ζωές, ότι κανείς δεν θα μείνει ανέπαφος ή ίδιος.

Τούτη η νέα επίγνωση περί κρίσεως μπορεί να εκβάλλει προς δύο οδούς, εκ των οποίων η μία δεν αποκλείει την άλλη: προς ανασύνταξη και μετασχηματισμό, αφενός, δηλαδή προς μια διαδικασία μακρά, επίπονη μα δημιουργική· αλλά και προς νέα εκτίναξη του μαζεμένου ελατηρίου, προς μια έκρηξη των απεγνωσμένων, όσων θα έχουν συμπιεστεί πέραν του ορίου σύνθλιψης. Ο Δεκέμβριος των ευρωπαϊκών εξελίξεων και των μαγκωμένων εορτών θα συνεχίσει με αναμονή, με άγχος, με παγωνιά.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

Η ζαριά του Γ. Α. Παπανδρέου αιφνιδίασε και αποδιοργάνωσε. Τον ελληνικό λαό σίγουρα, ίσως και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ενεργώντας ως παράφρων μεταβλητή, ο απομειωμένος πρωθυπουργός μιας χώρας διεφθαρμένων με απομειωμένο πλην άβάσταχτο χρέος, τροφοδότησε επικά πρωτοσέλιδα και τηλεοπτικά δελτία, άλλαξε την ατζέντα του G20, αιφνιδίασε τα κόμματα και, κυρίως, κεραυνοβόλησε τον ελληνικό λαό ζητώντας του να απαντήσει σε ένα εκβιαστικό δίλημμα και να αναλάβει την ιστορική ευθύνη των μελλουσών γενεών. Σε ένα δίλημμα στο οποίο ο ίδιος δεν κατόρθωσε να απαντήσει, αν υποθέσουμε ότι το έθεσε.

Οπωσδήποτε υπάρχει ένας τρελός χρονισμός στις κινήσεις του Γ. Α. Παπανδρέου: τα έκανε όλα ανάστροφα. Πρώτα μετέτρεψε το χρέος σε αβάσταχτο, αντάλλαξε το χρέος με ελευθερία, έκανε μυστική διπλωματία, είπε ψέματα, μισές αλήθειες, δημαγώγησε, σχεδόν περιφρόνησε τη λαϊκή βούληση, και κατόπιν, όταν απέτυχε σε όλους τους αυτοσχεδιασμούς του, εστράφη στο λαό και του ζήτησε συμμετοχή, βούληση και ευθύνη· και μόνο τότε θυμήθηκε ότι μπορεί να διαπραγματευθεί με τόλμη. Αλλά τώρα, τυπικά, έχει κάψει πολλά χαρτιά. Και κυρίως έχει κάψει το λαό του: τον έκανε πένητα, αναξιοπρεπή και έξαλλο, απεγνωσμένο ― και μάλλον δεν το αντιλαμβάνεται καν. Ισως ποτέ δεν αντελήφθη αυτό τον δύστροπο, κυκλοθυμικό λαό, τις πλούσιες αμφίστομες παραδόσεις ηρωισμού και ποταπότητας, το φιλόσοφο λόγο του, το αίσθημα του δίκιου και της ελευθερίας,τις εικονίσεις τους στη δημώδη και τη λόγια ποίηση. Ισως ποτέ δεν κατάλαβε σε ποια βαθιά ιστορική κοινωνία ζούσε, ένας πολίτης της open society ο ίδιος. Ισως πάλι να νόμισε ότι Ελλάδα ίσον ΠΑΣΟΚ ― αυτό που μίσησε και το εξουσίασε ως πρίγκηψ.

Κάθε άνθρωπος πιστεύει ενδομύχως στα θαύματα· κι αν βρίσκεται υπό πίεση, πολύ περισσότερο. Καθώς η λιτότητα, οι φόροι και η φτώχεια σκέπαζαν ανά κύματα τους Ελληνες, η πίστη στο θαύμα δυνάμωσε: κάτι θα συνέβαινε, μια σωτήρια επέμβαση, ένα Ναυαρίνο, η Υπέρμαχος Οδηγήτρια στα τείχη εναντίον των Αβάρων, κάτι, και η ζωή θα επέστρεφε στον περασμένο ρυθμό, ίσως ψαλιδισμένη, αλλά όχι ριζικά άλλη, όχι τρομακτικά άλλη. Η ρουτίνα είναι το αποκούμπι της ζωής.

Ακόμη και η κρίση φτιάχνει τη δική της ρουτίνα. Οι άνθρωποι προσαρμόζονται, ζαρώνουν, φυλάγονται, αλλάζουν στρατηγικές επιβίωσης. Αντιλαμβάνονται αλλιώς τον χρόνο: όσο πυκνώνει ο χρόνος, τόσο επιταχύνουν οι άνθρωποι τις αντιδράσεις τους. Κι αρχίζουν να βλέπουν άλλη τη ζωή, τις αξίες της, τα χρειώδη.

Το δημοψήφισμα Παπανδρέου φέρνει τρόμο διότι ανατρέπει ακόμη και τη ρουτίνα της κρίσης. Διότι πυκνώνει αφόρητα τον χρόνο,την υλικότητά του, τόσο πολύ που ο χρόνος καταρρέει μέσα σε μια μαύρη τρύπα. Ετσι το αισθάνεται ο κόσμος, ο ήδη εξουθενωμένος από τις αλλεπάληλλες, συνεχιζόμενες ανατροπές, τη διαρκή συρρίκνωση του μέλλοντος. Ωστόσο η παράφρων μεταβλητή του Γ. Α. Παπανδρέου μπορεί να κρύβει το θαύμα. Οχι με την έννοια της ακαριαίας σωτηρίας, ούτε καν της βραχυμεσοπρόθεσμης. Αλλά με την έννοια ότι απότομα, βίαια, φέρνει το μέλλον πιο κοντά μας ― πέραν του καλού και του κακού. Απλώς, φέρνει το μέλλον εδώ, στο παρόν, με έναν σπασμό, που μπορεί να είναι σπασμός ωδίνης, μπορεί να είναι σπασμός βαθύτερου άλγους, οπωσδήποτε όμως δεν είναι ο ύστατος σπασμός: ένας λαός, μια χώρα, μια διάρκεια, σαν της Ελλάδας, δεν τελειώνουν έτσι, με έναν σπασμό, με ένα δίλημμα, μια ασθένεια, όσο βαριά κι αν είναι. Ναι, βεβαίως, λαοί μεσουράνησαν και έσβησαν παλαιότερα, και τους θυμούνται μόνο οι ειδικοί ιστορικοί, αλλά δεν είναι αυτή η περίπτωση τώρα: ενδεχομένως να βιώνουμε την αρχή του τέλους του ελληνισμού, όπως τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε, με εκλάμψεις και υφέσεις, ενδεχομένως να πορευόμαστε προς μια ετέρα μορφή ελληνικού βίου, εν Ελλάδι και αλλαχού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχουν ρήγματα και τομές, φαράγγια, αλλά και πάντα μια όχθη απέναντι, ένα Βορειοδυτικό Πέρασμα.

Η απειλή αιφνίδιας κατάρρευσης μπορεί να είναι το θαύμα. Δηλαδή, να είναι το τέλος της πίστης στο θαύμα και η βίαιη επαναφορά στην πίστη στον εαυτό, η επαναφορά στην αυτοπεποίθηση, στην ευθύνη, στην ιστορικότητα. Και η εκτόξευση στην ώριμη παγκοσμιοποίηση.

εικόνα: ALEKSANDRA WALISZEWSKA

Σκουπίδια σωριασμένα στους δρόμους, βουνά, σκουπίδια σάπια, από αυτά που δεν πλησιάζουν ούτε οι μεταλλορακοσυλλέκτες με τα καροτσάκια. Ουρές στα βενζινάδικα. Κυκλοφοριακό χάος. Κλειστό το Σύνταγμα μονίμως. Κατειλημμένα υπουργεία. Ολες οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούν. Τέσσερις πεινασμένοι Πακιστανοί ληστεύουν 86χρονη στην πλατεία Κολιάτσου, 12 το μεσημέρι, στην είσοδο της πολυκατοικίας· της παίρνουν την τσάντα και τη σακούλα με το ψωμί απ’ το φούρνο. Παιδιά από 15 έως 20 χρονών ληστεύουν και βιάζουν στα προάστια, με λεία μερικά κατοστάρικα, με 5 ευρώ μερδικό, πλιατσικολογούν ψυγεία, οδηγούν Μερτσέντες, σουλατσάρουν μες στα ληστεμένα σπίτια σαν χαρακτήρες του σινεμά. Σινεμά, αυτό ακριβώς: Η Αθήνα προβάλλεται σαν βίαιο φιλμ, ο καθημερινός βίος μοντάρεται με σκηνές από το Κουρδιστό Πορτοκάλι, το Suburbia, το Δώδεκα Πίθηκοι.

Η δυστοπία της Αργεντινής δεν είναι μακριά. Δεν θα είναι ίδια, αλλά θα συμβεί κάπως· το μυρίζεις στους δρόμους της πρωτεύουσας, οι άνθρωποι περπατούν νευρικοί, στις παρέες οι τσακωμοί ξεσπάνε με ασήμαντη αφορμή κι ύστερα ξεφουσκώνουν απότομα, ο καθείς αποσύρεται στον εαυτό του, στα διαδικτυακά φόρα φουντώνει ο πεσιμισμός και η απόγνωση, φυραίνει ακόμη και ο θυμός, απλώνεται η παγωνιά. Παρά την οργή και τη βία που εκπέμπουν οι αντιδράσεις των ψαλιδισμένων υπαλλήλων Δημοσίου και ΔΕΚΟ, η μεγάλη μάζα του αστικού πληθυσμού παραμένει παγωμένη από το φόβο της επόμενης μέρας.

Το ίδιο και περισσότερο παγωμένη είναι η ηγεσία. Χειρότερα: ο κόσμος έχει την αίσθηση ότι δεν υπάρχει ηγεσία, ότι η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί παθητικά και δέχεται ό,τι της υπαγορεύουν, προκειμένου να λάβει τη δόση. Σαν δόση οπιούχου αναλγητικού: καλμάρει τον πόνο, αλλά η αρρώστια κατατρώει. Χειρότερα: ο κόσμος δεν βλέπει καμιά ηγεσία, κανένα σχήμα, καμία πρόταση, καμία σχεδία, για ν’ αρπαχτεί, να επιπλεύσει, να αντέξει το παρόν και να κοιτάξει το μέλλον.

Κι όμως, υπάρχει μέλλον. Πάντα υπάρχει. Το θέμα είναι αν και πώς θα μας περιέχει. Το θέμα είναι να διασώσουμε ό,τι διασώζεται, ό,τι αξίζει και χρειάζεται, να το στερεώσουμε, και να φτιάξουμε όλα τα υπόλοιπα από την αρχή. Το κράτος, τη διοίκηση, την παιδεία, τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια, την κοινωνική πρόνοια, τη δικαιοσύνη. Την παραγωγή, την οργάνωση της εργασίας, την αποδοτικότητα. Δεν είναι όλα άχρηστα, δεν μας επιτρέπεται να τα αφήσουμε όλα να ρημάξουν ― δεν μας επιτρέπεται, με όρους ιστορικής επιβίωσης. Κανείς επίτροπος δεν θα μας σώσει, αν παραιτηθούμε, αν πρώτα εμείς δεν θέλουμε να σώσουμε τους εαυτούς μας, την αξιοπρέπεια μας, τη βαθύτερη ουσία της ιδιοπροσωπίας μας, την εθνική μας υπόσταση.
Τα σκουπίδια στους δρόμους, η ανασφάλεια στις γειτονιές, οι μπλοκαρισμένοι δρόμοι, οι αδρανείς υπηρεσίες, πρέπει να αναιρεθούν από εμάς τους πολίτες, αν θέλουμε να παραμείνουμε κοινωνία πολιτών και όχι άθροισμα δουλοπαροίκων και έρμαια συμμοριών. Υπερασπιζόμενοι τον δημόσιο χώρο τούτη τη στιγμή, με ατομικές υπερβάσεις, με αλληλεγγύη, με πανεθνικό συναγερμό, με δικαιοσύνη, διεκδικούμε το μέλλον.

Οι μέρες της κρίσεως κυλούν αργά, βασανιστικά. Οι Ελληνες μετεωρίζονται αβέβαιοι, έρμαια του συνοφρυωμένου γέροντα Χρόνου, του αμφίβουλου Καιρού, κακόβουλου στο δικό μας παρόν. Σαν χάρτινα αθύρματα μας σηκώνει και μας στροβιλίζει ο Χρόνος, κρατώντας στα χέρια του δρεπάνι και κλεψύδρα, υπενθυμίζοντάς μας τη ματαιότητα του βίου αλλά και ότι ήμασταν ανέτοιμοι ακόμη και να αναλογισθούμε την κρίση.

Ενύσταξαν οι Ελληνες και εκάθευδον, σαν τις μωρές παρθένες του Ευαγγελίου, κρατώντας λαμπάδες χωρίς λάδι. Απέμειναν καθεύδοντες, με αδειασμένο κράτος, αδειασμένο από νόημα, χωρίς δομή και ζωτικότητα, χωρίς αποτέλεσμα. Απέμειναν καθεύδοντες, μαλθακοί και φενακισμένοι κι οι ίδιοι, ανεχόμενοι αχρείους άρχοντες και αλληλοεξαχρειούμενοι.

Ωστε όταν ο Αποκαλύπτων Χρόνος απεκάλυψε την κόρη του Αλήθεια, αυτή ήταν οδυνηρή για τους καθεύδοντες. Η αλήθεια απεκαλύφθη όχι μόνο ως ματαιότητα βίου, αλλά και ως κατάπληξη και πόνος. Και ως πικρή επίγνωση: οι Ελληνες ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν κράτος, ότι κατόρθωσαν να το φθείρουν, να το ευτελίσουν μέχρις αφανισμού, μέχρι το σημείο να αγκομαχούν πια τα σχολεία, τα νοσοκομεία, οι συγκοινωνίες. Το άφησαν, το εγκατέλειψαν τρόπαιο στους προύχοντες κηφήνες στους λεηλάτες, να το διαμοιράζουν σαν λεία, κουρέλι κουρελάκι, εν όσω οι ίδιοι μετέπιπταν σε πλιατσικολόγους, μάζα πληβείων άβουλων και κυριαρχούμενων, εθελόδουλων. Συνέχεαν την ασυδοσία του πληβείου με την ελευθερία του πολίτη.

Ενώπιον του δραπάνου, λοιπόν. Για κούρεμα ή για αποκεφαλισμό. Αλλά και ενώπιον της κλεψύδρας, η οποία ρέει διαδοχικά αμφίδρομα· όταν στραγγίξει η άμμος κατά τη μία φορά, ο γέρων Χρόνος θα την αναστρέψει και θα αρχίσει νέα ροή. Το αβάσταχτο παρόν θα παρέλθει, θα περάσει μέσα απ΄τις ζωές μας, ο πόνος θα τελειώσει, θα αρχίσει νέα ροή, καθαρτήρια, λυτρωτική, αναγεννητική. Η αλήθεια πονά όταν αποκαλύπτεται, συντρίβει, και ύστερα γιατρεύει, αναγγενά. Τη λέμε Filia Temporis, Θυγατέρα του Χρόνου. Μητέρα της ελπίδας.

Κανείς δεν γνωρίζει με τι θα μοιάζει η Ελλάδα σε λίγα χρόνια. Η κρίση που μας πλήττει τώρα φαίνεται να είναι οικονομική και πολιτική· πολύ σύντομα θα φανεί και σαν κρίση κοινωνική και ανθρωπολογική. Η αναμενόμενη ύφεση ―για δύο,τρία, πέντε, περισσότερα χρόνια;― όταν και όπως αποδράμει, θα αφήσει πίσω της μια Ελλάδα διαφορετική, τέτοια που αδυνατούμε να φανταστούμε τώρα. Θα ΄ναι μια δεκαετία δακρύων.

Η μετανάστευση των νεότερων και πιο ευέλικτων ομάδων του πληθυσμού, ίσως είναι το πρώτο φαινόμενο που θα εκδηλωθεί αλυσιδωτά μετά την αναμενόμενη ανεργία και την ύφεση. Η μετανάστευση αυτή πολύ λίγο θα μοιάζει με τη μετανάστευση της δεκαετίας 1910 ή της δεκαετίας 1960· τότε τη χώρα εγκατέλειπαν αγρότες και εργάτες, τώρα θα φύγουν επιστήμονες, στελέχη, μορφωμένοι. Οι συνέπειες μιας τέτοιας μετανάστευσης, που πλήττει ήδη χώρες με παρόμοια προβλήματα, όπως η Ιρλανδία, θα είναι δημογραφική αλλοίωση: όπως μετά έναν πόλεμο, θα παρατηρηθεί “λειψανδρία” στην κρίσιμη ηλικιακή ζώνη 20-35.

Αυτή ακριβώς η γενιά είναι πιθανότερο να θυσιαστεί στο βωμό της ύφεσης. Ποια θα είναι η τύχη μιας χώρας απαρφανισμένης και στραγγισμένης, όταν επιτέλους θα τελειώσει η δεκαετία των δακρύων; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Δεν χωρούν προβλέψεις. Η Ελλάδα τούτη τη στιγμή είναι το πιο προχωρημένο πεδίο πειραματισμού στην δυτικό κόσμο, ένα εργαστήριο κοινωνικής μηχανικής. Θα αντέξει το σοκ της μαζικής φτώχειας και της βίαιης πειθάρχησης μια δυτική μεσαιοστρωματική κοινωνία; Θα μπορέσει να αυτοαναπαραχθούν τα μεσαία στρώματα μέσα στη μέγγενη της πτώχευσης και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης; Ή θα ζήσουμε διαδικασίες πληβειοποίησης και βιαιότατης αναδιανομής του πλούτου; Θα εξακολουθήσει εν ισχύι το κοινωνικό συμβόλαιο του μεταπολέμου, με την τοπική ιδιομορφία του έστω; Θα αντέξουν οι θεσμοί και ο συνταγματικός χάρτης υπό τούτη την ιδιότυπη μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης, που ανομιμοποιεί ραγδαία το τρέχον πολιτικό σύστημα;

Τις απαντήσεις σε αυτά τα πρωτοφανή ερωτήματα είμαστε υποχρεωμένοι να τις δώσουμε εμείς, οι Ελληνες, να τις ανακαλύψουμε ή τις επινοήσουμε. Είναι η ιστορική μας μοίρα. Στους νεότερους χρόνους πορευτήκαμε πάντα υπό την σκιάν της Ακροπόλεως, με το δυσβάστακτο βάρος αυτής της κληρονομημένης σκιάς. Οταν χρειαζόμασταν ιδέες και απαντήσεις, σπανίως κοιτάζαμε προς τους εαυτούς μας, κοιτάζαμε πάντα προς την Ευρώπη. Τώρα, η Ευρώπη κοιτάζει προς εμάς. Οι απαντήσεις, οι ιδέες, θα είναι πρωταρχικά δικές μας, γιατί η βόμβα έσκασε πρώτα στα δικά μας χέρια.

Ασφαλώς, θα αναζητήσουμε συμμάχους παντού, ιδίως στους λαούς που θα ακολουθήσουν, πιθανόν συντομότατα, τον δικό μας χορό του ζόφου. Και σύμμαχοι θα βρεθούν, αργά ή γρήγορα, γιατί το ντόμινο, που άρχισε από την Ιρλανδία και την ισλανδία, συνέχισε στη Βαλτική, πήγε στην Ουγγαρία, συνέχισε προς τη Ρουμανία, ήρθε με νέο ντύμα και σφοδρότητα στην Ελλάδα, ήδη απειλεί όλο τον Μεσογειακό Νότο και την ίδια την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αλλά το ότι θα υπάρξουν συμμαχίες στο μέλλον και ότι και άλλοι λαοί θα υποφέρουν σαν κι εμάς, δεν μας απαλλάσσει ούτε από την οδυνηρή επίγνωση του τι πρέπει να περιμένουμε ούτε από την κατεπείγουσα υποχρέωση να οργανώσουμε στρατηγικές και τακτικές επιβίωσης. Ωστε όταν θα μετρηθούμε, να βρούμε πολύ περισσότερους αυτούς που σώθηκαν, από αυτούς που βούλιαξαν.

Σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης το πολυτιμότερο κεφάλαιο που πρέπει να διαφυλαχθεί είναι το φρόνημα. Είναι το αναντικατάστατο κεφάλαιο, και υπό όρους το πιο ακαταμάχητο όπλο. Το πνεύμα· η διάνοια· το ψυχικό σθένος. Να παραμείνουμε διαυγείς και αναλυτικοί, να μπορούμε διαρκώς να αναστοχαζόμαστε τη θέση μας, το περιβάλλον, τις δυνατότητες. Να είμαστε διαρκώς έτοιμοι να διαφυλάσσουμε το κοινωνικό συμβόλαιο, τους θεμελιώδεις κοινωνικούς δεσμούς, τον συλλογικό βίο.

Εφόσον διασώσουμε το φρόνημα, πρέπει να οργανώσουμε εκ βάθρων και να τελειοποιήσουμε νέες τακτικές στην καθημερινή ζωή. Η ζωή θα είναι βίαια διαφορετική, άρα κι εμείς θα είμαστε διαφορετικοί. Ο φιλόσοφος Μισέλ ντε Σερτώ, που πρώτος στοχάστηκε τις πρακτικές της καθημερινής ζωής στην ώριμη νεωτερικότητα, λέει:

«Μοναδικός τόπος της τακτικής είναι ο τόπος του άλλου. […] H τακτική, επειδή δεν έχει τόπο, εξαρτάται από το χρόνο, επαγρυπνώντας για να ‘πιάσει στον αέρα’ τις δυνατότητες κέρδους. Ό,τι κερδίζει, δεν το φυλάει. Πρέπει διαρκώς να παίζει με τα συμβαίνοντα για να τα μετατρέψει σε ‘ευκαιρίες’. Πρέπει αδιάκοπα ο αδύνατος να αντλεί οφέλη από δυνάμεις που του είναι ξένες.» (μεταφρ.: Κική Καψαμπέλη)

Τόπος της τακτικής για ατομική επιβίωση είναι ο άλλος. Ατομική και συλλογική επιβίωση έχουν κοινό τόπο τον άλλο. Στο άξενο περιβάλλον που ανοίγεται μπρος μας, πρωταρχική έγνοια ας είναι η διάσωση του κοινού τόπου· όπλο μας ας είναι η μήτις, η πολύτροπη νόηση, η διαρκής μετατόπιση, ο ελιγμός, το τέχνασμα και η προσποίηση, το δώρο και το αντίδωρο, η κατίσχυση του αδύνατου επί του δυνατού, η αδιάκοπη εύρεση του περάσματος παρά τα εμπόδια, η νίκη επί της απορίας.

Δίκτυα αλληλεγγύης, δίκτυα τοπικά και υπερεθνικά, αραχνωτές μοριακότητες, δίκτυα αόρατα και φανερά, κοινότητες μοιράσματος, τελετές δώρων. Δίκτυα μοιραζόμενης και πολλαπλασιαζόμενης ευφυΐας· δίκτυα διασποράς αγαθών και ενίσχυσης φρονήματος. Ολα τούτα τα σκόρπια, τα σχεδόν ακατανόητα θραύσματα τώρα, ας είναι σπέρματα για ένα σωτήριο αντιπαράδειγμα, που θα μας κρατήσει όρθιους τα χρόνια του ζόφου, να μη βουλιάξουμε. Με την μήτιν προς τον πόρο: Αν ορθώσουμε το ανάστημα του αντιπαραδείγματος, αν εφαρμόσουμε τολμηρές τακτικές επιβίωσης, ο χρόνος θα είναι στο πλευρό μας, θα τον διαπλεύσουμε. Και μάλλον δεν έχουμε άλλη επιλογή:

Οι απειλές είναι τόσο καινοφανείς, τόσο υπερμοντέρνες, τόσο τρομακτικές, ώστε είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε υπερμοντέρνοι, ριζοσπάστες, καινοτόμοι. Μόνο ως πολυμήχανοι παρτιζάνοι μπορούμε να ελπίζουμε: ότι θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε, και ότι μέσα από τον μακρύ ζοφερό πόρο, θα φανεί σώος ο κοινός τόπος, άλλος, και εμείς, άλλοι.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

buzz it!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.899 hits