You are currently browsing the tag archive for the ‘Δεκέμβρης 2008’ tag.

Στο κατώφλι κάθε αλλαγής είναι δικαιολογημένη η ανησυχία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Εντούτοις οι επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι ένας ακόμη σταθμός σε μια μακρά διαδρομή ανατροπών και μετασχηματισμών, η οποία άρχισε τυπικά με το Καστελόρριζο τον Απρίλιο 2010 και συνεχίζεται. Μπορούμε να εντοπίσουμε σημάδια λήξης στον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης, αρκετά νωρίτερα: ήδη από το ξεθύμασμα της ολυμπιακής ευωχίας.

Το καλοκαίρι του 2007, οι πυρκαγιές σήμαιναν την κορύφωση της γενικευμένης αθυμίας και τη διάχυση μιας δυσφορίας που έφτανε στο όριο της ασφυξίας. Μεσολάβησε ο εν πολλοίς ανερμήνευτος Δεκέμβρης 2008, και ενάμιση χρόνο αργότερα το Καστελόρριζο σήμανε επισήμως τον βίαιο τερματισμό του κύκλου της δυσφορίας και το άνοιγμα ενός κύκλου αγωνίας, αποδιάρθρωσης και αναδιατάξεων. Οι επικείμενες εκλογές βρίσκονται ιστορικά σε αυτόν κύκλο, το αποτέλεσμά τους όμως θα είναι καταλύτης για βαθύτερους μετασχηματισμούς, απαρχή για τον επόμενο ιστορικό κύκλο.

To 2015 δεν είναι 2010, ούτε καν 2012. Η κρίση έφερε πολύ πόνο σε πολλούς ανθρώπους, έχει σωρεύσει κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, αλλά φέρνει και τα σπέρματα μιας νέας διάνοιας: Μια επώδυνα αποκτημένη σύνεση, μια φρονιμάδα, η οποία εκφράζεται σαν οικονομία δυνάμεων, σαν επαναπροσδιορισμός αναγκών και προτεραιοτήτων, σαν βαθύτερη συνείδηση εαυτού. Από ανάγκη και με πόνο, αναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας χωρίς ναρκισσισμό αλλά και χωρίς αυτοϋποτίμηση, μετράμε τις δυνάμεις και τα όριά μας, εντοπίζουμε λανθάνουσες ή υπνώττουσες δυνατότητες.

Αντίρροπα προς την πτώση της κρίσης, εξελίσσεται μια άλλη διαδρομή, ανηφορική, ελικοειδής: προς την πικρή, πλην κερδισμένη, γνώση, την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, με μέτρο, ευψυχία, φρόνημα, θάρρος. Το θάρρος να αναλάβουμε την ιστορική μας ευθύνη, για να σχεδιάζουμε το μέλλον, να ονειρευόμαστε το μέλλον.
Οσο περισσότερο βυθίζουμε τη «σκέψη μας μέσα στην πάσα ώρα» του Σικελιανού, στις δυνατότητες που ανθίζουν, τόσο πιο δυνατοί και άφοβοι αναδυόμαστε.

Οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των αραβικών λαών, με προεξάρχοντα τον αιγυπτιακό λαό, εκτός των γεωπολιτικών και άλλων σημάνσεων, φανερώνουν στα έκπληκτα δυτικά μάτια απροσδόκητους κοινωνικούς και ανθρωπολογικούς τύπους, αλλά και παλιές έννοιες που παίρνουν νέο περιεχόμενο. Οι σποραδικές εξεγέρσεις σε δυτικές χώρες, τα τελευταία χρόνια, ερμηνεύονταν λίγο-πολύ ως αναταράξεις γνωστών υποκειμένων: νέοι, άνεργοι, επισφαλείς εργαζόμενοι, μετανάστες δεύτερης γενιάς ανένταχτοι, αποκλεισμένοι. Οι καινοφανείς κατηγορίες ήταν οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, στα γαλλικά μπανλιέ λ.χ., και το πλήθος των επισφαλών, το και πρεκαριάτο καλούμενο, που βρέθηκε στους δρόμους της Αθήνας τον Δεκέμβρη ’08 αλλά και στους δρόμους του Παρισιού, του Λονδίνου και της Ρώμης την περασμένη χρονιά.

Αν γυρεύαμε τα κοινά στοιχεία των ευρωπαϊκών αναταράξεων, θα εντοπίζαμε, αφενός, τη επαναδιεκδίκηση του φαντασιακού, την αναπλήρωση ενός ελλείμματος ελευθερίας σε συνθήκες πληθωρισμού πολιτιστικών και ψυχαγωγικών ψευδο-δικαιωμάτων· αφετέρου, τη διεκδίκηση των υλικών όρων της ελευθερίας, δηλαδή, τα πραγματικά δικαιώματα στην εργασία και στο κοινωνικό κράτος, δηλαδή, τη διατήρησή τους σε χαρακώματα άμυνας, ακόμη και πριν από το ξέσπασμα της σφοδρής οικονομικής κρίσης. Η μεσαία τάξη της Δύσης πασχίζει να αποτρέψει την υποβάθμιση και τον αφανισμό της, πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το κοινωνικό συμβόλαιο, την υπόσχεση διαρκούς ευημερίας.

Στην πολυσήμαντη πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου συναντιούνται παρόμοια και άλλα υποκείμενα, με παρόμοια αιτήματα. Οπως περιγράφει αδρομερώς ο αυτόπτης Πέτρος Παπακωνσταντίνου, την αντικαθεστωτική εξέγερση πυροδοτούν κυρίως τα αναδυόμενα και συμπιεσμένα μεσοστρώματα μορφωμένων, νέων κυρίως, ενός έθνους 85 εκατομμυρίων σε δημογραφική έκρηξη, με μέσο όρο ηλικίας τα τριάντα. Τα πολυπληθή πληβειακά στρώματα ακολουθούν. Πλάι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και την Αριστερά, η πιο δυναμική ομάδωση είναι ακριβώς αυτοί οι μορφωμένοι νέοι που ξεκίνησαν το κίνημα της 6ης Απριλίου: το “κογκνιταριάτο”, οι έχοντες τη γνώση, αλλά όχι τον πλούτο και την εξουσία.

Αν ξεπεράσουμε το αρχικό σοκ της Αιγύπτου ―διότι η Δύση αιφνιδιάστηκε ολοσχερώς―, κι αν ξεπεράσουμε τη δυσπιστία μας απέναντι στους νεολογισμούς, το ούτως ειπείν κογκνιταριάτο προστίθεται στο επίσης καινοφανές πρεκαριάτο, έτσι ώστε με νέα εννοιολογικά εργαλεία να ψηλαφήσουμε τα νέα υποκείμενα. Νέα, αλλά και γνώριμα από παλιά: οι νέοι και οι μορφωμένοι πρωτοστατούν πάντα στους αγώνες για ελευθερία, πολύ περισσότερο αν αντιμετωπίζουν καθεστώτα διεφθαρμένα και τυραννικά. Τα πληβειακά στρώματα, και οι κάθε λογής αποκλεισμένοι, ακολουθούν· τα μεσαιοανώτερα στρώματα ακολουθούν, υπό όρους, εφόσον κινδυνεύει η θέση τους, και εν πάση περιπτώσει δεν πρωτοστατούν.

Τι κοινό μοιράζονται οι πρεκάριοι της βόρειας Μεσογείου με τους κογκνιτάριους της Νότιας Μεσογείου; Την ίδια φαντασιακή δίψα· τη δίψα για ελευθερία, δίψα για δικαιοσύνη και ισότητα. Η οποία φαντασιακή δίψα αναζητεί διαρκώς, και βρίσκει, τις υλικές της βάσεις: αναδιανομή του πλούτου, αναθεώρηση των σχέσεων κυριαρχίας. Η καταναλωτική φενάκη και η χίμαιρα της μίας ευκαιρίας δεν πείθουν τους πρεκάριους, που αντικρίζουν μια πραγματικότητα απείρως σκληρότερη και διαφορετική από τον κόσμο της διαφήμισης αλλά και από τον κόσμο των γονιών τους. Η έσχατη πενία, η διαφθορά, ο αυταρχισμός, η κοινωνική καθυστέρηση, οι τρομακτικές ανισότητες, οδηγούν τους κογκνιτάριους στο σημείο έκρηξης.

Τα δίκτυα της παγκοσμιοποίησης μεταφέρουν εικόνες κλειστού πλούτου και ανοιχτής γνώσης· η γνώση δεν μπορεί να κρυφτεί σε φορολογικούς παράδεισους, διαχέεται στη δική της δημοκρατία, με ισοπολιτεία και ισηγορία: αρκεί μια σύνδεση. Και μια συγκυρία: για να μετατραπούν οι φαντασιακές κοινότητες σε κοινωνίες προσώπων, που βάζουν μπροστά τα σώματά τους, προς έναν κοινό σκοπό, την κοινωνική χειραφέτηση. Πρόκειται για τη λανθάνουσα δυνατότητα των παγκοσμοποιημέων δικτύων, των ίδιων που επέτρεψαν την αποθηρίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυτού που γέννησε υπερκέρδη και σφοδρές κρίσεις, εθνικές και διεθνείς. Από τον πυρήνα της κρίσης ξεπροβάλλουν νέοι τρόποι αυτοαναγνώρισης, και νέα πολιτικά υποκείμενα.

Και μάλιστα στην λεγόμενη περιφέρεια. Μα τι είναι περιφέρεια και τι είναι κέντρο; Μαζί με τη θραύση των ανθρωπολογικών και κοινωνιολογικών στερεότυπων, θραύονται και τα γεωπολιτικά και μακροϊστορικά στερεότυπα. Ο 21ος αιώνας φαίνεται να εγκυμονεί νέα σημεία θέασης του κόσμου: οι άνθρωποι βλέπουν από Νότο προς Βορρά, και εξ Ανατολών προς Δυσμάς. Το δυτικό και βόρειο βλέμμα δεν είναι πια το μόνο, το κυρίαρχο.

Αυτή η ανατροπή του δυτικού-λευκού πτολεμαϊσμού, μαζί με την παγκόσμια κοινότητα γνώσης, μαζί με τη δίψα ελευθερίας, μαζί με το διαρκώς επανερχόμενο πρόταγμα ατομικής και συλλογικής αυτοδιάθεσης, είναι το καινοφανές υπόστρωμα του 21ου αιώνα κάτω από τις επιπολής βαριές στοιβάδες υπαρκτών διαψεύσεων και απειλών.

Η νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη ’08 χωρίζει αδιόρατα μα βαθιά την πολιτική ζώη σε Πριν και Μετά. Υπό μία έννοια, προοικονομεί τον ακόμη βαθύτερο χωρισμό σε εποχή Πριν και Μετά το Μνημόνιο, τον Μάιο του ’10. Και τα δύο ορόσημα ήσαν απρόβλεπτα, πολύ περισσότερο ο Δεκέμβρης, και τα δύο ορόσημα ερέθισαν, σχεδόν τραυμάτισαν, το συλλογικό φαντασιακό· και τα δύο έθεσαν το ζήτημα της βίας, της σύγκρουσης, έθεσαν ζητήματα αυτοαναγνώρισης, συλλογικότητας, αντοχών της δημοκρατίας, αντοχών της κοινωνίας, αντοχών των θεσμών.

Ο κοινωνικός πόνος που προκαλεί, και θα προκαλεί, ο επαχθής δανεισμός σκεπάζει προσωρινά την ουλή του Δεκέμβρη. Η σημερινή απειλή είναι καταρχάς υλική, εξόχως υλική, απειλεί με φτώχεια και σπάνι· και αφορά όλο τον παραγωγικό πληθυσμό, τον κόσμο της εργασίας, τα νοικοκυριά, τις οικογένειες. Αντιθέτως, ο σπασμός του Δεκέμβρη αφορούσε πρωτίστως τους νέους, τη γενιά των επισφαλών των 700 ευρώ και των σταζ, τους υπερεντατικοποιημένους έφηβους, τα παιδιά που όλοι λέγανε ότι δεν θα ‘χουν μέλλον.

Το μέλλον… Ο χρόνος, η ζωή. Σε πρόσφατη πολύωρη συζήτηση με μαθητές, άκουσα τι λένε σήμερα οι 17-20 ετών, αυτοί που έζησαν τα δεκεμβριανά. Εμεινα έκπληκτος από την ωριμότητα, τον πραγματισμό, τη μελαγχολία τους. «Ζητούσαμε χρόνο, τον χρόνο μας… Δεν αντέχουμε το σχολείο, αυτό το σχολείο, αυτή τη ζωή… Ζητούσαμε τη ζωή μας…» Τα λόγια έπεφταν αβίαστα, χωρίς εύκολα συμπεράσματα, χωρίς ωραιολογίες. «Δεν βγήκε τίποτε, δεν ξέρω αν βγαίνει τίποτε, μάθαμε πάντως ότι μόνος του ο καθένας δεν βγάζει τίποτε, μόνο ενωμένοι μπορεί να πετύχουμε κάτι… Και ναι, εκείνες οι ώρες στον δρόμο ήταν γιορτή, όλοι μάς άκουγαν κι ακούγαμε ο ένας τον άλλο…»

Τη γιορτή και την έκρηξη διαδέχεται η μελαγχολία, εξόχως νεανική, εξόχως ρομαντική. Και μια αδιόρατη αποδοχή του No Future: όσο χαμηλώνουν οι υλικές προσδοκίες, φουντώνει η λαχτάρα μια νέας συλλογικότητας, σχεδόν ουτοπικής, και μαζί στερεώνεται ένας βιωμένος πραγματισμός: τα παιδιά αυτής της γενιάς ενηλικιώθηκαν απότομα, και πολύ νωρίς, σε αντίθεση με τους γονείς τους. Υπό αυτή την έννοια, το ξέσπασμά τους ίσως διεύρυνε το νόημα της κουρασμένης μεταδημοκρατίας μας, βάζοντας στην πολιτική ατζέντα ξεχασμένους όρους, όπως αλλαγή, μετασχηματισμός, διεκδίκηση του σώματος, διεκδίκηση του δημόσιου χώρου.

Ο πολιτικός επιστήμονας Ανδρέας Καλύβας, αν. καθηγητής στη Νew School της Ν. Υόρκης, πήγε ακόμη πιο μακριά: στο δεκεμβριανό ξέσπασμα είδε μια διεύρυνση του δημοκρατικού χώρου για τους αποκλεισμένους («An Anomaly? Some Reflections on the Greek December 2008”). Και ο διάσημος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ είδε στη φλεγόμενη Ελλάδα όλη την Ευρώπη: «Αν η Ευρώπη είναι για μας πρώτα από όλα το όνομα ενός ανεπίλυτου ακόμα πολιτικού προβλήματος, η Ελλάδα είναι ένα από τα κέντρα της, όχι μόνο εξαιτίας της μυθικής καταγωγής του πολιτισμού μας, που συμβολίζεται από την Ακρόπολη των Αθηνών, αλλά εξαιτίας των σημερινών προβλημάτων που είναι συγκεντρωμένα εκεί… Με αυτή την έννοια, η ελληνική εξέγερση είναι ένα σύμπτωμα της Ευρώπης».

Η καταδίκη του Επαμεινώνδα Κορκονέα σε ισόβια κάθειρξη και του Βασ. Σαραλιώτη σε δεκαετή κάθειρξη για τον φόνο του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, στις 6 Δεκεμβρίου 2008, κλείνει ένα κεφάλαιο της πρόσφατης ταραγμένης ιστορίας. Οι βαριές καταδίκες που επέβαλε το Μικτό Κακουργιοδικείο Αμφισσας και η μη αναγνώριση ελαφρυντικών, ύστερα από επεισοδιακή οκτάμηνη δίκη, δεν αποδίδουν μόνο δικαιοσύνη, αλλά έρχονται να εξευμενίσουν την κοινή γνώμη, η οποία έχει χάσει προ πολλού την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς. Υπό μία έννοια, το δικαστήριο της Αμφισσας προστάτευσε εν συνόλω το κύρος της Δικαιοσύνης, τρωθέν από ποικίλα παραδικαστικά κυκλώματα τα τελευταία χρόνια και μηδέποτε πλήρως ιαθέν.

Διότι οι δικαστές, και οι ένορκοι μαζί τους, εκπρόσωποι όλοι μιας κοινωνίας τραυματισμένης και τελούσης εν αγωνία για το εγγύς μέλλον, θυμούνται πολύ καλά όχι μόνο τι συνέβη τον μακρύ Δεκέμβρη του 2008, αλλά και τι συνέβη το 1985, με τον φόνο του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά, και το 1990, όταν ο φονεύς του Καλτεζά, αστυνομικός Αθαν. Μελίστας, αθωώθηκε από το Εφετείο. Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι στο 1990, στο σύνθημα “Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας“, κατά τις ταραχές για την αθώωση Μελίστα, βρίσκονται οι ρίζες της σημερινής ανυπακοής της νεολαίας, και μια από τις ισχυρότερες ρίζες του Δεκέμβρη ’08.

Ο φόνος ενός 15χρονου είναι ταμπού σε κάθε κοινωνία. Πολύ περισσότερο στην παρούσα ελληνική κοινωνία της υπογεννητικότητας, των παραχαϊδεμένων και ευάλωτων μονάκριβων· στη νευρική και ανασφαλή Ελλάδα που υπόσχεται μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο στα βλαστάρια της· σε μια Ελλάδα γεμάτη μνήμες αδικοχαμένων παλικαριών, θυμάτων διχασμών και εμφυλίων. Αυτή η χώρα, αυτή η κοινωνία δεν αντέχει τον φόνο ενός εφήβου, ποτέ δεν τον άντεχε.

Ο μοιραίος Επαμεινώνδας Κορκονέας κατέστρεψε πολλές ζωές: του Αλέξανδρου, τη δική του, της οικογένειας του και της οικογένειας του θύματος. Κι ο Β. Σαραλιώτης κατέστρεψε: είδε το κακό να έρχεται κι έμεινε άπραγος, μοιραίος κι αυτός. Και καταστράφηκαν όλοι.

Αυτή η καταστροφή ζωών και ψυχών, αυτό το άλυτο δράμα ξετυλίχτηκε στο δικαστήριο της Αμφισσας. Μια Ελλάδα που τα ‘χει χαμένα, που δεν ξέρει ποια είναι και τι της ξημερώνει, δικάζει τον εαυτό της για το φόνο ενός παιδιού. Το παιδί, το πιο αθώο απ’ όλους, πλήρωσε με τη ζωή του τη σύγχυση και την αναπηρία της μητέρας κοινωνίας, που δεν μπόρεσε να το προστατέψει και να το οδηγήσει, να το διδάξει, κι αυτό και άλλα παιδιά σαν αυτό. Η καταδικαστική απόφαση εξάντλησε τα περιθώρια αυστηρότητας, ακριβώς γιατί η προστασία και η πρόνοια τη κοινωνίας υπήρξαν τραγικά ανεπαρκείς· για να ξορκιστεί το κακό, να μην επαναληφθεί.

Στην καταληκτήρια συνεδρίαση, η μητέρα του Σαραλιώτη ζητούσε αναστολή της ποινής, θρηνώντας: “Δεν σήκωσε το χέρι ο γιος μου”. Η γιαγιά του Γρηγορόπουλου, με τη φωτογραφία του θύματος στα χέρια, αποκρίθηκε: “Το δικό μας παιδί είναι στον ουρανό”. Ολοι οι θρήνοι φέρουν την αλήθειά τους.

Η κρίση που διατρέχει τον Συνασπισμό της Αριστεράς συμπυκνώνει εν πολλοίς την κρίση που διατρέχει όλο το πολιτικό σύστημα σήμερα. Η διάσπαση που συνέβη στο πρόσφατο συνέδριο του Συνασπισμού δείχνει καταρχάς την κρίση ταυτότητας, την αδυναμία του να παραγάγει πρωτεγενώς πολιτική και να αφουγκραστεί την κοινωνία, ακόμη και τα μέλη του, αλλά και τις ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις στο σώμα του, τον κερματισμό των δυνάμεών του.

Ο Συνασπισμός, στην αδυναμία του να έχει μια σαφή, διακριτή φυσιογνωμία και ένα συνεκτικό σχέδιο απαντήσεων στα ερωτήματα της ελληνικής κοινωνίας, έφτασε να θεσμοθετήσει τις τάσεις στο εσωτερικό του εν ονόματι του θεμιτού πλουραλισμού και να προβάλει την αδυναμία σύνθεσης ως δημοκρατική αρετή. Η αδυναμία αποσαφήνισης και συνοχής δεν έχει μόνο ιδεολογικές και γενεαλογικές αιτίες· σε μεγάλο βαθμό, ο κερματισμός του ΣΥΝ οφείλεται στη λυσσαλέα και ασίγαστη σύγκρουση των ομάδων για την επικράτησή τους, για την κυριαρχία· και στον διαρκή αγώνα των στελεχών του μηχανισμού για αυτοαναπαραγωγή τους.

Οι στιγμές κρίσης επέδρασαν καταλυτικά πάνω στον εύθραυστο Συνασπισμό, έδειξαν ακριβώς το έλλειμμα ιδεολογίας και πολιτικής μεθόδου, έδειξαν την παθολογική εσωστρέφειά του και την απώλεια αίσθησης του πραγματικού. Το πρώτο ρήγμα το προκάλεσε ο Δεκέμβρης ’08, αλλά τη θραύση την έφερε η μεγάλη οικονομική κρίση. Και στις δύο στιγμές ο πολυτασικός, εσωστρεφής, ενδοανταγωνιστικός ΣΥΝ δεν βρέθηκε σε θέση να απαντήσει στις προκλήσεις, να απευθυνθεί στην κοινωνία συνολικά και να προτείνει μια καθολική αφήγηση. Φυσικό: ο πολυκερματισμένος και απήρυνος αδυνατεί να αξιώσει τη σύνθεση και την καθολικότητα.

Είναι παράδοξο, αλλά έτσι συνέβη: όταν η πολυαναμενόμενη κρίση του καπιταλισμού έφτασε, και μάλιστα εξαιρετικά σφοδρή, η αριστερά βρέθηκε ανέτοιμη και ομφαλοσκοπούσα, χωρίς εργαλεία, χωρίς αντανακλαστικά. Δεν μπόρεσε καν να καρπωθεί τη διάχυτη αμυντική ριζοσπαστικοποίηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού.

Μια ομάδα εντός του ΣΥΝ αντελήφθη τις κρίσεις σαν ευκαιρίες για επίδειξη τακτικής ετοιμότητας, σαν πεδίο άγρας οπαδών, ευκαιρία να εκφράσει ο ΣΥΝ προνομιακά την δυναμική των ταραγμένων υποκειμένων. Χωρίς όμως ανάλυση, χωρίς στρατηγική· χωρίς καν να αντιλαμβάνεται ότι τα νέα υποκείμενα του δύσθυμου 2007 και του φλεγόμενου 2008 θεωρούσαν εν πολλοίς και τον ίδιο τον ΣΥΝ μέρος της κρίσης, μέρος του παλιού κόσμου. Το καινοφανές, μηδενιστικό, υπαρξιακό “μη αίτημα” του Δεκέμβρη δεν μπορούσε να συναντηθεί με τον πατερναλισμό ή τον αμήχανο οπορτουνισμό αυτής της αριστεράς.

Μια άλλη ομάδα, αυτή που αποχώρησε τελικά, θεώρησε τον Δεκέμβρη καθαρό μπάχαλο χωρίς πολιτικό ή κοινωνικό περιεχόμενο· δεν είχε τη διάθεση, αλλά ούτε τα εργαλεία, να προσεγγίσει την έκρηξη οργής και βίας, ούτε καν για οπαδοθηρία.

Υπό την αφόρητη πίεση της δύσκολης πραγματικότητας, οι τάσεις εντός του ΣΥΝ συσπειρώθηκαν βάσει γενεαλογίας· θυμήθηκαν οι μεν την ευγενή καταγωγή εκ του ΚΚΕ-εσωτ. και της ΕΑΡ, οι δε την αριστερή καταγωγή εκ του ΚΚΕ, εκ του βολονταριστικά ενιαίου Συνασπισμού του ’89-90, και εκ των κινημάτων. Οι ανανεωτές θυμήθηκαν τον ευρωπαϊσμό τους, οι άλλοι θυμήθηκαν τον αντικαπιταλισμό τους. Και οι δύο όμως, όταν εξερράγη η μεγάλη κρίση, δεν είχαν να πουν τίποτε.

Ενώπιον της κρίσης, και οι δύο τάσεις βρέθηκαν ανέτοιμες· ο τρεϊντγιουνισμός, ο ευρωσκεπτικισμός, η πλειοδοσία σε αιτήματα, η διαρκής καταγγελία δεν συνιστούν πλατφόρμα, δεν φτιάχνουν ατζέντα. Πώς απαντάς στο μνημόνιο της τρόικας και τον επαχθή δανεισμό; Πώς αποφεύγεις την ύφεση; Πώς χειρίζεσαι το εκρηκτικό χρέος; Πώς αμφισβητείς τη Συνθήκη του Μάαστριχτ όταν την έχεις υπερψηφίσει; Παρότι ορισμένοι αριστεροί οικονομολόγοι έσπευσαν να αναλύσουν και να προτείνουν, με τόλμη αλλά και υπευθυνότητα, ο ΣΥΝ δεν μπόρεσε ούτε αυτούς να συναρθρώσει σε ολοκληρωμένο λόγο. Αφλογιστία.

Πολύ περισσότερο οι ανανεωτές: αυτοί ουσιαστικά σιώπησαν, δεν είπαν τίποτε ουσιώδες για την κρίση, εγκλωβισμένοι σε έναν απολιθωμένο ευρωπαϊσμό του ’70-’80, ο οποίος σήμερα βάλλεται πανταχόθεν. Αντιθέτως, η πολιτική τους ζωτικότητα εξαντλήθηκε σε έναν ιδιότυπο Ανένδοτο για επιβολή της μειοψηφούσας τους άποψης, που έφτασε στα όρια του εκβιασμού: ή διαλύετε τον ΣΥΡΙΖΑ ή αποχωρούμε. Αποχώρησαν. Ωστόσο, κανείς δεν έχει καταλάβει ποια είναι η ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας και η σημερινή πλατφόρμα αυτής της ομάδας των media darlings, που αποσκιρτά κατηγορώντας τους άλλους για αριστερισμό και αντιευρωπαϊσμό. Η αποσκίρτηση των ανανεωτών τροφοδοτείται από πληγωμένο ναρκισσισμό, από ξεθυμασμένη αλαζονεία, από νοοτροπία νομενκλατούρας, χωρίς όμως καμία υλική προϋπόθεση: ηλικιακά και ποσοτικά οι ανανεωτές συνιστούν όμιλο στελεχών, όχι κόμμα. Η δε ατζέντα τους θα μπορούσε κάλλιστα να υλοποιηθεί από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου.

Στο εγγύς μέλλον, σε κλίμα πόλωσης και συγκρούσεων, οι ανανεωτές δεν θα βρουν χώρο στην πολιτική αρένα· θα εξατμιστούν ή θα απορροφηθούν από το ΠΑΣΟΚ. Οι Οικολόγοι με το ισχυρό brand name, αν διαθέτουν ένστικτο αυτοσυντήρησης, δεν θα δεχτούν εκλογική συνεργασία, διότι οι ανανεωτές με τη στελεχική και κομματική τους εμπειρία θα αλώσουν εν μια νυκτί τους ερασιτέχνες Πράσινους.

Ο Συνασπισμός έχει μόνο μια επιλογή επιβίωσης: να καταλάβει μια θέση στα αριστερά του φάσματος καρπωνόμενος τη ριζοσπαστικοποίηση και την απόγνωση των συνθλιβόμενων μεσοστρωμάτων. Αν δεν το καταφέρει, θα συρρικνωθεί στο όριο-θρίλερ του 3% ή και παρακάτω. Σε κάθε περίπτωση, οι περιφερειακές εκλογές του Νοεμβρίου (ή οι αιφνίδιες εθνικές) θα είναι κρίσιμη (ή και αποφασιστική) δοκιμασία για την εκτός ΚΚΕ αριστερά. Οπως άλλωστε και για το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και το ΚΚΕ. Για όλους.

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

Θυμός-λύπη, απάθεια-κατάπληξη, αγωνία-παραίτηση, μανία-κατάθλιψη, όλα τα δίπολα περιγράφουν την παρούσα Ελλάδα. Κυρίως κατάπληξη και παγωνιά, κατάπληκτος μετεωρισμός. Σαν να έχει πέσει βόμβα ψυχοτρονίων και ζούμε διεσταλμένα το απειροελάχιστο διάστημα ανάμεσα στη λάμψη και την έκρηξη: το βλέμμα μας συλλαμβάνει αισθητικά την ωραία λάμψη κλάσματα δευτερολέπτου πριν μας τυφλώσει, πριν ακούσουμε τον κρότο, πριν η έκρηξη μάς σαρώσει.

Σε αυτό το dt ξετυλίγεται ο πρότερος βίος, ο έκλυτος και αμέριμνος βίος ο δανεικός, και μαζί προεικονίζονται θραύσματα από τον βίο εφεξής, εικόνες παρόντος, εικόνες μέλλοντος. Παρελθόν, παρόν και μέλλον μαζί, κράμα: Γιατί το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα.

Είπαμε, λέμε από καιρό, ότι το πολιτικό σύστημα έχει γκρεμιστεί, ότι ο λαός το ανέχθηκε και το υπέμεινε, το ψήφιζε, και συχνά συναλλάχθηκε μαζί του σε αναδιανομές δανεικού ή κλοπιμαίου πλούτου, σε διαδικασία αμοιβαίας εξαχρείωσης. Από φούσκα σε φούσκα και από αναβολή σε αναβολή, φορτώνοντας τα βάρη στις μέλλουσες γενεές, ρημάζοντας τη γη, τα ποτάμια, τις θάλασσες και τους οικισμούς, το ήθος της κοινότητας και τις συλλογικές συμπεριφορές.

Το ‘χουμε πει από καιρό, σαν ψυχανέμισμα κραδασμών και φόβων, σαν σύλληψη της αγωνίας που διέτρεχε το κοινωνικό σώμα, ακόμη και σε στιγμές κραιπάλης. Τα λέγαμε τον καιρό της μέθης του εκσυγχρονισμού που έμεινε μισερός και μίζερος, ιδεοληπτικός και πτωχαλαζών, και βούλιαξε εντέλει στα θολόνερα του χρηματιστηρίου («οι αγορές μάς ψηφίζουν!») και της ολυμπιακής φενάκης. Το λέγαμε πάνω στα αποκαϊδια των πυρκαγιών του θέρους ’07: η δύσθυμη μεταδημοκρατία πρηζόταν και ξεχείλιζε με σκάνδαλα ηλίθιων και ανήθικων. Δεν σταματήσαμε λεπτό ν’ ακούμε την τρομερή βοή των πλησιαζόντων· δυστοπικά οράματα τρύπωναν στα πληκτρολόγια, μελαγχολία στοίχειωνε τις οθόνες. Ημασταν πληκτικοί, προβλέψιμες κασσάνδρες.

Ο σκοτεινός Δεκέμβρης ‘08 ήταν ο πιο φανερός σπασμός. Κι όμως ελάχιστοι έστερξαν να τον αφουγκραστούν, να ερμηνεύσουν τις φλόγες των δεκαεξάρηδων, την ηλεκτρική εκκένωση του “Νo Future”. Είπαν ότι δεν σημαίνει τίποτε, ότι καλά βαδίζουμε και χωρίς δεκαεξάρηδες, χωρίς ανυπάκουους εφήβους, ότι η λύση είναι περισσότερη τάξη, περισσότερα δάνεια, με άλλο υπουργό θα είμαστε καλύτερα.

Ηρθαν οι άλλοι υπουργοί. Οι παλιοί βυθίστηκαν στην καταφρόνια. (Και παρ’ όλ’ αυτά κυκλοφορούν αντρόπιαστοι, πάνε στην ταβέρνα, ίσως και να ΄χουν σιγουρέψει τις καταθέσεις τους έξω.) Οι καινούργιοι εξελέγησαν θριαμβευτικά από τον λαό, με σύνθημα “τα λεφτά υπάρχουν”: αυτό το τελευταίο ψέμα ο λαός ήθελε απεγνωσμένα να το πιστέψει. Ο πρωθυπουργός έφερε αμέσως αρχιτέκτονες, έταξε πράσινη αντάπτυξη, μοίρασε μπλάκμπερι. Δυο-τρεις μήνες αργότερα, μιλούσε για κερδοσκόπους και Τιτανικούς, για απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Προχθές μίλησε για Ιθάκη, κάπου στο απώτερο μέλλον. Θα μιλάει κι αύριο και μεθαύριο, θα εκφωνεί κείμενα άδεια, άψαχνα λόγια. Κανείς δεν ακούει πια.

«Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε. / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ. / Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. / Το θέμα είναι τώρα τι λες» (Μαν. Αναγνωστάκης, Στόχος 1970).

Τώρα τι λες… Τις λες εσύ, μαστροπέ λαέ, πιερότε αφηγητή, θύμα και θύτη. Ο κρότος της βόμβας έφτασε, δες τα ερείπια, κι ετοιμάσου να σηκωθείς μέσα στον κουρνιαχτό. Σήκω, άκου τον Νικία τι λέει στους αποκαρδιωμένους, ηττημένους Αθηναίους στη Σικελία: «ἄνδρες γὰρ πόλις, καὶ οὐ τείχη οὐδὲ νῆες ἀνδρῶν κεναί». Οι άνθρωποι είναι η χώρα, η πόλις, η δημοκρατία, η κοινότητα. Οι άνδρες ελεύθεροι, όχι ανδράποδα, παρίες και δούλοι. Εχει τέτοιους άνδρες και γυναίκες η Ελλάδα σήμερα, η Ελλάδα μετά την αποπληξία και την πτώση;

Εχει. Οι καλύτεροι Ελληνες δεν έχουν μιλήσει ακόμη. Εμειναν σιωπηλοί για πολύ καιρό, παραμερίστηκαν από τους ανάξιους, τσαλαπατήθηκαν από τους αριβίστες και τους χαμερπείς, πικράθηκαν κι αποσύρθηκαν. Τώρα αλληλοαναγνωρίζονται από κοινά σημάδια: ποιος αγωνιά, ποιος νοιάζεται, ποιος είναι έτοιμος να δράσει κι όχι να σιχτιρίσει, ποιος είναι ετοιμοπόλεμος. Νέες ιδέες, νέα πρόσωπα, νέες και αναβαπτισμένες συλλογικότητες, ρήξεις με τους αγύρτες και τους ριψάσπιδες.

Είμαστε υπερμοντέρνοι, στο έδαφός μας δοκιμάζονται σχήματα του μέλλοντος, δυστοπίες και ουτοπίες, η αυτονομία και η ετερονομία. Η Ελλάδα τούτη τη στιγμή ζει την έκρηξη της υπερνεωτερικότητας, την τήξη του παλιού κόσμου. Η μοίρα το ‘φερε, δυο φορές σε δύο χρόνια, η Ελλάδα να εικονίζει το μέλλον: τον χειμώνα του ’08 και την άνοιξη του ’10. Για καλό και για κακό, είμαστε υπόδειγμα μετασχηματισμών. Είμαστε εικόνα από το μέλλον.

Ενα χρόνο ακριβώς από την περσινή νύχτα του Αγίου Νικολάου, ο Δεκέμβρης 2008 πλανάται ακόμη αδέσποτος, ακατάτακτος, ακατανόητος. «Ο Νοέμβρης ανήκει σε όλους, ο Δεκέμβρης δεν ανήκει σε κανέναν», έγραφε προσφυώς ένα πανώ στην πρόσφατη πορεία για το Πολυτεχνείο. Πράγματι, ο σκοτεινός Δεκέμβρης του 2008, ως συμβολικό και πολιτικό συμβάν, δεν διεκδικείται ευθέως από κανέναν, πλην των αντισυστημικών αριστερών και, κυρίως, των αναρχικών-αντεξουσιαστών, αλλά κι εκεί ακόμη με κρίσιμους διαφορισμούς, μεταξύ των “πολίτικος” και των ποικίλων μπάχαλων, ως προς το περιεχόμενο και το νόημα.

Οσο μένει σκοτεινός, και εν πολλοίς ανεπιθύμητος, θα μένει και ακατανόητος· δηλαδή, ένα συμβάν μη οργανικό, ασύνδετο με τα πριν και τα μετά, άχρηστο, ανωφελές, μια μέλαινα οπή στο ιστορικό συνεχές. Eνα ρήγμα. Υπάρχουν όμως ιστορικά συμβάντα ανωφελή ή άχρηστα για την κριτική σκέψη; Ισως υπάρχουν, για μια ορισμένη σκέψη, που μπορεί μόνο να κατακρίνει ή να παινεύει, να εναγκαλίζεται ή να απορρίπτει ― αλλά αυτή η σκέψη δεν είναι κριτική, δεν είναι καν σκέψη, είναι κουβεντολόι περί γούστου, είναι εργαλειακός λόγος υπέρ συμφερόντων και μηχανισμών κυριαρχίας. Η κριτική σκέψη ζητά πάνω απ’ όλα να κατανοήσει· να αναλύσει μηχανισμούς, να διαβάσει πολυεπίπεδα την πραγματικότητα, να αφουγκραστεί τα μη φωνητά, να εξηγήσει. Ακόμη κι όταν το συμβάν τελείται εν θερμώ, όταν βρίσκεται εν τω γεννάσθαι.

Να πώς προσέλαβε το ελληνικό συμβάν ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού: «[…] Ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός ξεπερνούσε τον άμεσο, πολιτικό χαρακτήρα του. Ερμηνεύθηκε ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, κοινής σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, που στερούν τη νεολαία από ελπίδα, προοπτική, νόημα ζωής. Σύμπτωμα, βεβαίως, τυφλό, ενδεχομένως και αυτοκαταστροφικό –και εδώ ο κίνδυνος του μηδενισμού, της τυφλής βίας ή και της τρομοκρατίας είναι υπαρκτός– αλλά αδιάψευστο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σοκαρίστηκαν, γιατί αναγκάστηκαν να αναρωτηθούν μήπως κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα περιμένει και τις ίδιες» (Καθημερινή 29.11.09, συνέντευξη στον Π. Παπακωνσταντίνου).

Η συζήτηση για τον Δεκέμβρη δεν έγινε, τουλάχιστον με τέτοιους αναλυτικούς όρους. Αρα λιγοστά ώς τώρα είναι τα φανερά πνευματικά οφέλη μας, ως κοινωνίας, από αυτή τη μείζονα διαταραχή. Εντούτοις πολιτικά ο Δεκέμβρης έδρασε καταλυτικά, μολονότι δεν διατύπωσε κανένα αίτημα, κανένα πρόγραμμα: αποσυναρμολόγησε μια ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, δίχασε την Αριστερά, αιφνιδίασε τους διανοούμενους, συνήγειρε τη νεολαία, ξάφνιασε και εντέλει αναδίπλωσε τη μεσαία τάξη των γονιών.

Εμφανή χαρακτηριστικά ήταν ο θυμός, η εκδραμάτιση, η ορμητική κατάληψη της σκηνής, η πρωταρχική κραυγή των νέων («είμαστε κι εμείς εδώ, θέλουμε κάτι να γίνει, ό,τι να ‘ναι»), η αγωνιώδης απαίτηση του παρόντος, η άμορφη, χαοτική διεκδίκηση ενός άμορφου μέλλοντος, ένας ρομαντισμός στις παρυφές του μηδενισμού. Αυτά, ως περιγραφή· η ανάλυση θα έπρεπε να ξεκινήσει από αυτό το σημείο. Για να προσεγγίσουμε, τουλάχιστον, τις πηγές του θυμού, της κραυγής, του μηδενισμού· πού έφταιξαν, πού φταίξαμε, οι γονείς της σοσιαλίζουσας ευημερίας, της βαλτωμένης Μεταπολίτευσης, οι γονείς που συγχέουν το ηθικό με το νόμιμο, και τη δημοκρατία με τη μεζονέτα. Η ανυπακοή των νέων μπορεί να πηγάζει από την καταρράκωση του κύρους των γονιών τους, από το αξιακό κενό που κληρονομούν, από την κακομαθησιά και την ευτέλεια που παραλαμβάνουν και αβγατίζουν ― αναρωτιέμαι.

Αυτή η κριτική προσέγγιση έλειψε, όσο γνωρίζω. Αντ’ αυτού, είδαμε διανοούμενους γονείς της μεσαίας τάξης να κραδαίνουν δάφνες αριστεροσύνης και Πολυτεχνείου, να κομίζουν διδακτισμό και αφορισμούς, απέναντι στα ερωτήματα του ασύλληπτου παρόντος. Μάλιστα, οι μοντέρνοι αριστεροσυντηρητικοί, θεμελιωτές και ωφελημένοι του μεταπολιτευτικού consensus, παραγωγοί κυνισμού και νεποτισμού, είναι οι πιο άτεγκτοι επικριτές της αταξίας, είναι αυτοί που αρνούνται στις νεότερες γενιές, στα παιδιά τους, τη διερώτηση επί του ισχύοντος συστήματος, αυτοί που λένε στα παιδιά τους ότι μόνη πολιτική δράση είναι η συμμετοχή σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και φιλανθρωπικά έργα. Η αλλαγή τελείται άπαξ, και ετελέσθη από εμάς, τους γονείς, το ’73-’74 και το ‘81· τι γυρεύετε εσείς τώρα; Μα αυτός ο νεοευσεβισμός, αυτή η υποκρισία των γονιών του καναπέ, πώς μπορεί να μιλήσει στις καρδιές και τα μυαλά των νέων, των νέων όποιας εποχής; Δεν μπορεί.

Ακόμη δεν θέλουμε να μιλήσουμε το συμβάν.

(Περισσότερα κείμενα για το συμβάν του Δεκέμβρη 2008, μεταξύ των οποίων και του Κων/νου Δουζίνα, στο μπλογκ Δεκέμβρης.)

zoi-magiki

Ανήσυχο σαλεύει το πλήθος τη Σαρακοστή. Θυμάται την τρομερή γιορτή του Δεκεμβρίου ― και τρομακτική και γιορτή, και καρναβάλι και σύγκρουση. Και ζει την τρομερή παλίρροια της κρίσης, τον πνιγμό που αναγγέλλεται, τη ζωή σε κατάσταση μόνιμου πνιγμού.

Ο καθείς θυμάται αλλιώς τον Δεκέμβρη. Πολλοί δεν θέλουν να θυμούνται· ήταν μια παρεκτροπή, μια ανωμαλία της κοινωνικής ροής, πάει, τέλειωσε, ποτέ να μην ξαναγυρίσει. Οι πιο νέοι, οι πιο ριψοκίνδυνοι και παιγνιώδεις, οι τελούντες υπό ματαίωση, θυμούνται. Μάλλον, δεν θυμούνται καν: νιώθουν ακόμη την αψάδα των ημερών, νιώθουν τον χρόνο να κυλά ακόμη περίπου τέτοιος, τρομερός και ανεπανάληπτος. Ομως ο χρόνος έχει αλλάξει τροπή.

Αλλοι, πολλοί, προσπαθούν να ανακαλέσουν στη μνήμη τις τρομερές στιγμές, μήπως και καταλάβουν τι συνέβη. Αυτή η λειτουργία, της δημιουργικής ανάκλησης, του αναστοχασμού του συμβάντος, του μετασχηματισμού του βιώματος, είναι ό,τι απασχολεί ήδη τα πιο ανήσυχα μυαλά. Ευτυχώς.

Γερμανοί, Ιταλοί, Αμερικανοί, Ισπανοί δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, κοινωνικοί επιστήμονες, με τους οποίους ήλθα σε επαφή τους τελευταίους δυο-τρεις μήνες, ρωτούν, ζητούν να μάθουν, όχι περιστατικά, αυτά τα έδειξαν όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία με τον α ή β τρόπο, αλλά ζητούν να μάθουν κοινωνικό υπόστρωμα, ιδέες, αισθήματα, συλλογικό φαντασιακό, ιστορικό φόντο, αιτιώδεις σχέσεις. Τι πυροδότησε την έκρηξη; Ποιο ήταν το εύφλεκτο υλικό; Ποιοι βρέθηκαν στους δρόμους; Τι είχε προηγηθεί; Ποια η σχέση με διεθνή ρεύματα; 

Ο έγκυρος Observer έστειλε πρόσφατα τον καλύτερο πολιτικό γραφιά του, τον Εd Vuillamy, για να ερευνήσει και να συγκροτήσει ένα χρονικό. Βρήκε ανθρώπους κάθε ηλικίας, κάθε πολιτικής απόχρωσης, μίλησε μαζί τους, και έγραψε μια ιστορία, σαν αρχαίος χρονικογράφος, σαν τον Ηρόδοτο ή σαν τους χρονικογράφους του Μεσαίωνα. Δεν κρίνει, δεν συμπεραίνει βιαστικά, δεν αποφαίνεται· περιγράφει, καταγράφει, εξιστορεί. Με όλες τις γνωστές αδυναμίες, αυτό το χρονικό είναι εντούτοις πολύτιμο. Σαν να διαβάζεις το χρονικό της πρώτης σταυροφορίας και να συνάγεις γνώση όχι για τα κατορθώματα του τάδε πολέμαρχου, αλλά για τις δοξασίες και τις πεποιθήσεις των σταυροφόρων, για την σαγήνη των οσμών και των γεύσεων, για την ακαταμάχητη αίγλη των ιερών λειψάνων. Το υποκειμενικό, ατελές, ιδεολογικά διάτρητο χρονικό είναι παρ’ όλ’ αυτά η αφήγηση του κόσμου, ο κόσμος. Διαβάζοντας τον Vuillamy, διάβασα όψεις του κόσμου μας, τόσο προφανείς, που συχνά διέφευγαν από τις χιλιάδες σελίδες του εγχώριου τύπου, των εγχώριων χρονικογράφων.

Προσπαθώντας να απαντήσουμε, ανασυγκροτούμε τη σκέψη μας. Απαντούμε στους εαυτούς μας. Παρά τις αποσιωπήσεις και τις αποκρύψεις, παρά τα φοβικά σύνδρομα και τον στρουθοκαμηλισμό, ευτυχώς τώρα αντιδρούμε με σκέψη. Επιχειρούμε χρονικά. Από την πρώτη εβδομάδα της ταραχής, από τις πρώτες ώρες του χάους, του βιβλικού tohu bohu, έως τώρα, εφημερίδες, περιοδικά, παμφλέτες, προκηρύξεις, γκράφιτι, μπλογκ, φόρουμ, τσατ, ιστορούσαν το συμβαίνον. Συμβατικά μέσα, νέα μέσα, εντός και εκτός επίσημου πεδίου, οργανωμένα ή ασύντακτα, με greeklish, με πυρετικό ρομαντισμό, με άγριο σαρκασμό, με πόνο και με χιούμορ, με σκοτεινές αμφισημίες, με εκτροπές του κοινότοπου, πολλοί, πολλαπλά, έγραψαν το χρονικό, τα χρονικά.

Τα πιο πυκνά σπαράγματα αυτοαφήγησης γράφτηκαν στους τοίχους, σε γκράφιτι, στένσιλ και αφίσες, και στο οδόστρωμα, τα ‘βλεπες στα πατημένα τρυκ, στα σπασμένα μάρμαρα και στα αποκαΐδια· τα πιο ακριβή, τα σπάνια, τα πιο εφήμερα: κρατούσαν μια-δυο μέρες. Ηταν το είδος λόγου που βρέθηκε πλησιέστερα στην πράξη· ήταν λόγος-πράξη.

Τώρα ακολουθεί ο καθαρός λόγος. Τα εγκυρότερα λόγια περιοδικά, όπως η ιστορική «Νέα Εστία» των γραμμάτων, και τα «Σύγχρονα Θέματα» των επιστημών, κυκλοφορούν με πλούσια και τολμηρά αφιερώματα, με λαμπρά κείμενα αναστοχασμού και ερμηνειών. Η ετικέτα #griots μετακενώνεται από το Twitter και τα μπλογκ στο σώμα του επίσημου λόγου, από το πεδίο της εξέγερσης και της εντροπίας, στο πεδίο του λόγου που εξηγεί και, κυρίως, αναρωτιέται. Αναρωτιέται, αυτό κυρίως: ποια είναι η διαταραχή, η αταξία, ποια είναι η άτακτη σκέψη που τροφοδοτεί χειρονομίες, που τροφοδοτεί τη μαζική ανυπακοή. Ψηλαφώντας την αταξία, τη διάσπαση, το παλιροϊκό κύμα, ίσως καταλάβουμε την παθογένεια της προτέρας ψευδοκανονικότητας, ίσως δούμε τα κουφάρια που κατεβάζει το ποτάμι.

Ένα βλέμμα, Καθημερινή 08.03.2009

buzz it!

07032009058

Ζ. Πηγής & Ναυαρίνου, 07.03.2009


raresteak.wordpress.com/2009/01/11/temp-eternity/

Αυτή η χώρα δεν έχει μέλλον… Ή: No future. Η βαριά αυτή κουβέντα, με δύο τρόπους ειπωμένη, ακούγεται από δαφορετικούς άνθρώπους. Ο πρώτος τρόπος είναι ανθρώπων που δεν έχουν πολύ μέλλον, αλλά έχουν πλούσιο παρελθόν· μάλιστα, σε αυτή τη χώρα, την τώρα περιγραφόμενη ως ζοφερή, οι συγκεκριμένοι μεσήλικες ή ηλικιωμένοι άνθρωποι έκαναν προκοπή, φάγανε ψωμάκι, βολεύτηκαν· τώρα, ξινίζουν με την τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική.

Ο δεύτερος τρόπος, ο οργισμένος, ανήκει σε ανθρώπους που έχουν άφθονο μέλλον· μάλλλον, οι νέοι έχουν όλο το μέλλον, και από αυτή την άποψη η διαπίστωση No Future ηχεί παράδοξα, σαν τζάμπα μεμψιμοιρία.

Και οι δύο τρόποι είναι περίβλημα μιας κοινοτοπίας· το μέλλον δεν εξαρτάται από διαπιστώσεις. Μα και οι δύο τρόποι εκφράζουν, στερεοτυπικά έστω, μια κοινή αγωνία· όχι για το άδηλο μέλλον, μα για το υλικότατο, το σωματικό παρόν, και το περιγράφουν σχεδόν όμοια: σκοτεινό, δυσοίωνο, νοσογόνο. Ενα παρόν που σαμποτάρει την «ομαλή» εκδίπλωση του μέλλοντος.

Εδώ ακριβώς, στην «ομαλή» εκδίπλωση του μέλλοντος, διαφορίζονται ηλικιωμένοι και νέοι. Κάθε ομάδα το εννοεί, το προσδοκά, το διεκδικεί αλλιώς. Οι ηλικιωμένοι το θέλουν χωρίς εκπλήξεις, κεκανονισμένο, μοιρασμένο, με προτεραιότητα στους ήδη έχοντες. Οι νέοι το θέλουν όλο, τίποτε λιγότερο.

Διελκυνστίδα. Τραβάνε οι έχοντες, από τη μια, τραβάνε οι θέλοντες, από την άλλη. Σταδιακά, κάποιοι διεκδικούντες περνάνε απέναντι, καινούργιοι προστίθενται στους μη έχοντες κ.ο.κ. Στο αδρό αυτό σχήμα βέβαια, οι κοινωνικές και ταξικές διαστρωματώσεις, δηλαδή η υλική συνθήκη, συχνά βαραίνουν περισσότερο από τις διαφορές ηλικιών. Η βιολογική-ψυχική συνθήκη, της νεότητος ή του γήρατος, δεν γέρνει μόνο αυτή τη ζυγαριά των στάσεων.

Ωστόσο, στο ηλικιακό φάσμα 15-25 μπορούμε να διακρίνουμε εναργέστερα τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης κοινωνίας, ακριβώς διότι λόγω ηλικίας οι συμπεριφορές είναι αμεσότερες, λιγότερο διαμεσολαβημένες και υστερόβουλες. Η επισφάλεια λόχου χάριν, στην εργασία και στο κοινωνικό πλασάρισμα, η τυραννία του καταναλωτισμού και της καριέρας, ο χυδαίος υλισμός, ο ατομοκεντρισμός, ο κομφορμισμός, είναι τα βασικά στοιχεία που επιβάλλονται στη νεολαία. Στην εικονογραφία της διαφήμισης ο νέος σκιτσάρεται στερεοτυπικά σαν χαζοχαρούμενο πρόβατο που πραγματώνει την ύπαρξή του εκλιπαρώντας περισσότερες μονάδες για το κινητό με αργκό βελάσματα, καταβροχθίζοντας αυτιστικά γκέιμ και γκάτζετ, κουρέματα και piercing. Η ελευθερία του περιγράφεται σαν κατανάλωση στυλ. Στη νεότητα επιτρέπονται μόνο ασθητικές ακρότητες· είναι εμπορευματικό συμβάν, είναι τάργκετ γκρουπ. Στην πράξη, μέγα μέρος του μαζικού ποπ εμπορεύματος παράγεται βάσει αυτών των προδιαγραφών, δηλαδή των προεξοφλημένων αναπαραστάσεων για τη νεότητα: από τα μούλτιπλεξ και τα φαστοφουντάδικα έως το packaging των γκάτζετ, των ρούχων και των ταινιών.

Στην πράξη επίσης, η νεολαία, συμπιεσμένη ανάμεσα σε υπέρμετρες προσδοκίες και ταπεινές δυνατότητες, εξεγείρεται. Οι τσακισμένες χαρές καθρεφτίζονται σε σπασμένες βιτρίνες ― κάπως έτσι περιέγραψε τη βιωματική-πολιτική ανάδυση των νέων υποκειμένων και το νέο habitus, ένας Ελληνας ανθρωπολόγος αυτής περίπου της γενιάς. Ξαφνικά ο ανέμελος καταναλωτής, το πρόβατο των φροντιστηρίων, ο καταθλιπτικός της τερατώδους ανεργίας, o λοιδωρούμενος ως γραφικός emo, κάγκουρας, χουλιγκάνι, φύτουλας, μεταλάς και ράστα, όλες οι δήθεν φυλές, σπάνε τα στερεότυπα που τους κρατούν φυλακισμένους στην απάθεια και την αυτοανάλωση, σπάνε τη διάψευση και την κατάθλιψη, σπάνε τα όρια του πωλούμενου χωροχρόνου που τους αναλογεί, και απαιτούν το δημόσιο όλον, το παρόν, το εδώ και το τώρα, μουρμουρίζουν ή κραυγάζουν, χωρίς ενσυνείδητη μνήμη ίσως, αλλά με τρομερό ένστικτο, ένστικτο αυτοσυντήρησης πρωτίστως, αλλά και έντστικτο αναγνώρισης, χειρονομούν: το αρχαίο omnia sunt communia. Ολα. Η διαφήμιση, η υποκριτική νεολατρεία, η σχολική αγωγή, η οικογενειακή ανατροφή, όλοι τους τάζουν όλα, τους τα υπόσχονται, τα κρεμάνε δόλωμα, από το γυμνάσιο έως την μακρόσυρτη ένταξη στην αλυσίδα παραγωγής. Ολα. Αυτό ζητούν.

Η θραύση της βιτρίνας προσδοκιών και υποκρισίας από τη σημερινή γενιά 15-25 είναι το πέρασμά τους στον δημόσιο βίο με τους δικούς τους όρους, είναι η υπέρβαση της κατανάλωσης και του οικόσιτου πρόβατου, το άνοιγμα προς την δύσκολη ελευθερία του λύκου, είναι κατάκτηση του δικού τους habitus, αντιφατικού και εύθραυστου, δυσχερούς, όμως δικού τους. Αυτό κανείς δεν τους το υποσχέθηκε, κανείς δεν τους το χάρισε, κανείς δεν μπορεί να τους το πάρει.

soundtrack: Fuck Buttons – Colors Move

φωτ.: raresteak

buzz it!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.898 hits