Διαβάζω την αυτοβιογραφία του Μπομπ Ντίλαν, παλαιού προφήτη της νιότης μου. Και με έχει στη Νέα Υόρκη, όταν ανοίγει τα φτερά του. Μιλάει απλά και βαθιά, πετάγεται από τον Μπαλζάκ στον Χανκ Γουίλιαμς, και από τους ρομαντικούς σ’ έναν μισοπάλαβο κιθαρίστα των μπλουζ, με θεϊκό ταλέντο, που του μαθαίνει μαγικά τρίηχα. Από το πατινάζ σε ονόματα, μαγαζιά και ατομόσφαιρες, κρατώ μερικά θραύσματα. Τη συνάντησή του λ.χ. με τον Αρτσιμπαλντ ΜακΛις· ο αλητάκος συναντιέται με τον λόγιο και ακαδημαϊκό. Ο Ντίλαν δεν έχει ιδέα από Πάουντ κι έχει διαβάσει Τ.Σ. Ελιοτ από ξεφτισμένα χαρτόδετα στα σπίτια φίλων· ο ΜακΛις έχει προσωπική γνωριμία με τον Ελιοτ και τον Παουντ. Κι ο ακαδημαϊκός αναγνωρίζει ότι ο λαϊκός τραγουδοποιός, ο μοναχικός αλητάκος από το πουθενά είναι η φωνή της Αμερικής.
Η διαθλασμένη αφήγηση του Ντίλαν περισσότερο από την καλλιτεχνική πορεία του ζωγραφίζει αδρά τη μεταπολεμική Αμερική, και ζωγραφίζει την ανάδυση ενός νέου τύπου ανθρώπου. Είναι ο άνθρωπος που φυτρώνει από την παράδοση, όπως ο Ντίλαν: επικαλείται διαρκώς τη φολκ, τα λαϊκά τραγούδια που μιλούν για ηττημένους και περιπλανωμενους, με στίχους απλούς μα έκκεντρους, με αφήγηση διαθέσεων και αισθημάτων. Ο ίδιος αυτός άνθρωπος είναι βουτηγμένος στη νεωτερικότητα· βλέπει κριτικά τον πόλεμο, τον καταναλωτισμό, την απληστία, τη δημοσιότητα. Και διαμορφώνεται μες στην επικράτεια της ποπ και της διασημότητας, με τον Γουόρχολ να παραμερίζει τον Κέρουακ, το πάμφωτο Μανχάταν να παραμερίζει το αρχετυπικό Φάργκο.
Ο Ντίλαν μιλώντας για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, μιλά και για μας. Διότι μιλά για την περιπέτεια του ατόμου. Ο ίδιος, προικισμένος με το χάρισμα να μιλά εξ ονόματος της γενιάς του, αποτινάσσει το βάρος του προφήτη και του γκουρού, και υπερασπίζεται λυσσαμένα, πεισματικά, τον εαυτό του, το δικαίωμά του να υπάρχει και να δρα χωρίς το Χρέος, υπερασπίζεται το δικαίωμα να είναι όσο θελει σκοτεινός και περίπλοκος, να μην είναι πολιτικά συνεπής, να είναι συνεπής μόνο ως προς την ύπαρξή του. Διαβάζοντάς τον, ακούγοντας τα τραγούδια του, ακούς τον Καμύ περισσότερο από τον Γουίτμαν. Ο μύθος του νεωτερικού Ντίλαν δεν έχει φως και καμπύλες, έχει γωνίες και κιαροσκούρο. Κι από παντού προβάλλει ο μοναχικός, που παρατηρεί, τέμνει, αμύνεται, αποσύρεται και ξαναπροβάλλει.
Αυτός ο λύκος της στέππας γοήτευσε τις γενιές ξανά και ξανά. Από το 1961 έως σήμερα. Οχι μόνο ο Ντύλαν, όχι απλώς ο μοναχόλυκος. Αλλά ο άνθρωπος που φτιάχνει τη ζωή του, μόνος του μεν, σε αναφορά με μια κοινότητα δε. Ο άνθρωπος που χαράζει ξανά το δρόμο, που παιδεύεται, που ξαναχτίζει, που διεκδικεί τον ιδιωτικό χώρο ως δοκιμασία ελευθερίας, και όχι ως πεδίο ασυδοσίας. Είναι ο άνθρωπος που επιλέγει να είναι ποιητής και όχι προφήτης. Διαλέγει την ατομική ευθύνη και το κόστος της, όχι τη διάχυσή της στο ορθόν και το δέον. Ο άνθρωπός μας λέει «φταίω», «δεν θέλω», «επιλέγω», «υποστηρίζω», «πληρώνω».
Διαβάζω τον Ντύλαν. Ακούω αστικούς θρήνους από τους Αντονυ & Τζόνσονς. Ο Βασίλης έρχεται από το μέιλ να ξαναθέσει το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης, να αντιπαραβάλει τον ρομαντισμό στον διαφωτισμό. Mε «πιάνει», παρότι δεν συμφωνώ ακριβώς, ή μάλλον συμφωνώ ότι χρειαζόμαστε αυτή την συζήτηση, τη χρειαζόμαστε so badly… Xρειαζόμαστε να ξανασκεφτούμε το κόστος των ατομικών πράξεω, την έξοδο από την ανωριμότητα, από την ανέμελη εφηβεία, με προορισμό όχι τη γήρανση αλλά την ωριμότητα. Σε αυτή την αναζήτηση του ατόμου-ποιητή θα συναντήσουμε αναπόφευκτα και τον μάρτυρα και τον ήρωα, αλλά και τον λιγομίλητο «κανονικό», τον αφανή της μεσαίας τάξης.
Ακούγοντας τον Ντύλαν, συνομιλώ με τον Βασίλη, συναντιέμαι με την αυτοκριτική, συνομιλώ με τον Δημήτρη, ταμένο καλλιτέχνη: «Πενηνταρίζω, χόρτασα δρόμο και τέχνη, μα χρειάζομαι και σπίτι, γυναίκα, μια κανονικότητα… δεν μπορώ να κρύβομαι πίσω από την μποεμία, πίσω από τον μάρτυρα της τέχνης».
Από όλες τις μεριές: Το άτομο ενώπιον του εαυτού του.
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26.03.2005
9 Σχόλια
Comments feed for this article
13 Ιουνίου 2006 στις 2:08 μμ
Mirandolina
Τις μέρες που διάβασα τη βιογραφία του – μαγεία- με συνεπήρε τότε περισσότερο, όταν μίλησε για τη Νέα Ορλεάνη. Είχα διηγηθεί, είχα σημειώσει, είχα περιγράψει ξανά και ξανά όσα μου έδωσε η πόλη αυτή. Ποτέ ακέραιο, αποδείχθηκε. Ήρθε η ώρα που ο ποιητής μου είπε τι ακριβώς ένοιωσα, τι είδα και τι θησαύρισα. Και μου το είπε με κάθε λεπτομέρεια, κάποτε μάλιστα αποκαλυπτικά.
Θεϊκό ταλέντο, ναι. Ευλογία.
13 Ιουνίου 2006 στις 6:02 μμ
J.McManus
Kαλώς όρισες στην παρέα μας αδερφέ!
13 Ιουνίου 2006 στις 6:52 μμ
old boy
Aγαπητέ κύριε Ξυδάκη, απλώς ήθελα να πω ότι διαβάζω με θαυμασμό τα γραπτά σας χρόνια και ότι μπήκα στον κόσμο των μπλογκς χάρη σε ένα άρθρο σας τον περσινό Μάρτιο.
13 Ιουνίου 2006 στις 7:28 μμ
Αλέξης Σταμάτης
πολυ ομορφο κείμενο για ενα μεγιστο βιβλιο από εναν μεγιστο καλλιτεχνη. ειδικα εκει που μιλαει για το δωμάτιο με τα βιβλια ειναι εκπληκτικο. Ο σουητώνιος με τον Θουκιδίδη, ο Μακιαβέλι με τον Λεοπάρντι… και μετα ο preety Boy Floyd… Και καποια στιγμη το λεει: Τωρα όμως η μοίρα ετοιμαζόταν να μυ φανερωθεί. Ενιωθα οτι κοιτούσε εμένα και κανέναν άλλο…
13 Ιουνίου 2006 στις 7:39 μμ
Αθήναιος
Χάρις στον Χοιροβοσκό πληροφορηθήκαμε την ύπαρξη του παρόντος. Τα της μουσικής, κλασικά όμως θέλω να κάνω μνεία για τα τερψιλαρύγγια ( έμαθα την αυτή την ωραία λέξη από τον Φαϊς) κείμενά σας στο » Γαστρονόμο».
Οι κουζίνες σας χαιρετούν!
13 Ιουνίου 2006 στις 8:39 μμ
nikoxy
Ευχαριστώ για τα καλωσορίσματα.
Καλώς σας βρίσκω και εδώ.
13 Ιουνίου 2006 στις 10:11 μμ
kukuzelis
Έκτακτα, έκτακτα! Εγώ το πήρα χαμπάρι από το RT.
13 Ιουνίου 2006 στις 11:45 μμ
χίλντα
Απαραίτητο συμπλήρωμα της ανάγνωσης, το τετράωρο dvd με την ταινία του Scorsese, No Direction Home… Συγκινητικά τα αποσπάσματα για τον Woody Guthrie, και συγκλονιστικό το θέαμα του Dylan που μεταμορφώνεται απο «αγροτόπαιδο» σε «folkie» και μετά σε σούπερ σταρ της rock.
14 Ιουνίου 2006 στις 4:06 πμ
thas
Καλωσορίζουμε κι εμείς με τη σειρά μας και ευχαριστούμε και εκ του κοντόθεν για εκείνα τα δύο σχόλια-αναφορές στην ταπεινότητά μας. Ευχόμαστε το καλό ταξίδι και την καλή σταδιοδρομία (όσο νάναι έχει και το blogging τους κινδύνους του). Πάντως όλοι εδώ, με κάποιο τρόπο, είμαστε Ντυλανόπαιδα. Για να δούμε τι μπορεί να σημαίνει το τοιούτον.