«Οταν γραφτεί η πρώτη αράδα ενός αφηγήματος, έχουν ήδη επιλεγεί τα πάντα, και το ύφος και ο τόνος και η τροπή των συμβάντων. Με δεδομένη την πρώτη αράδα, δεν χρειάζεται παρά υπομονή: όλα τα υπόλοιπα πρέπει και μπορεί να βγουν απ’ αυτήν».

Προσέτρεξα στον Τσέζαρε Παβέζε για να μπορέσω να αναχωνέψω το αφήγημά μου της περασμένης Κυριακής· στα ημερολόγιά του μεταφρασμένα από τον Παναγιώτη Κονδύλη. Ελαβα απροσδόκητες αντιδράσεις εξαιτίας του αφηγήματος· θερμές, άμεσες, από φίλους και αγνώστους, όλες ολιγόλογες και ευθύβολες: σημάδευαν στα σπλάχνα, με άφησαν κατακολακευμένο μαζί και αμήχανο, χωρίς μιλιά. Ημουν τόσο βυθισμένος στην καθημερινότητα, που σχεδόν δεν είχα συναίσθηση τι είχα γράψει, δεν αντιλαμβανόμουν για τι μου μιλούσαν.

Οταν συνήλθα κάπως από το ναρκισσιστικό μικροόργιο, πήγα να δω την πρώτη αράδα: «Ακούω τον ψίθυρο του κύματος απαράλλαχτο.» Διαβάζοντάς την σαν επαγγελματίας δημοσιογράφος, και σαν παλιός έντιτορ, σχεδόν σοκαρίστηκα: Πώς ξεκινά ένα κομμάτι έτσι; Αν μου το έφερνε άλλος για δημοσίευση, θα συμβούλευα για κάτι διαφορετικό. Αμέσως μετά, βγήκα λίγο από τα στερεότυπα του έντιτορ· και βρήκα τον Παβέζε.

cesare-pavese

Αρχιζα να καταλαβαίνω το αφήγημα μέσα από την πρώτη του, την προγραμματική αράδα: ήταν περιγραφή σε α΄ πρόσωπο. Θέαση του κόσμου, και θέαση του θεατή. Ημουν ένα βλέμμα που νιώθει, εντός του κοινού τόπου.

Τότε άστραψε αυτό που μου έχουν πει αναγνώστες κατά καιρούς, με οξυδερκή απλότητα: Γράφεις κάτι που το έχω σκεφτεί ή νιώσει κι εγώ· βρίσκεις τον τρόπο να το εκφράσεις. Ιδού ο κοινός τόπος.

Η πρώτη αράδα είχε αναβλύσει από ένα ποτάμι κοινού αισθήματος, από το συλλογικό απόθεμα βλεμμάτων και άτακτων σπινθήρων. Η πρώτη αράδα με είχε βρει, και με οδήγησε στο ύφος, τον τόνο, προπάντων στην τροπή. Το αφήγημα ξεκίνησε από τον κοινό τόπο και ετράπη προς αυτόν. Οι παλινδρομήσεις από το Εγώ στο Αλλοι δεν εξέτρεψαν το αφήγημα από την κοίτη του, από τον κοινό τόπο: κύλησε όλο μέσα στο ποτάμι που νιώθουν πολλοί (όχι όλοι), όχι στο ρυάκι που νιώθει ο ένας. Αυτή η πληθυντική κοινότης είχε ήδη αναγγελθεί με την ακροτελεύτια λέξη της παβεζικής αράδας: «απαράλλαχτο». Υπαινισσόταν ότι το κύμα ακούγεται από πολλούς έτσι, ίδιο. Ωστε ο αφηγητής εκβίαζε από τον αναγνώστη του ένα πρώτο βαθμό συνενοχής, ένα γρήγορο γκολ από τα αποδυτήρια.

Ας μου επιτραπεί κι άλλο ο αυτοαναφορικός παροξυσμός· γιατί ειλικρινά πιστεύω ότι το feedback από τον ιδεατό αναγνώστη, τον τόσο ποθητό, όταν και όπως έρχεται, είναι η μονάκριβη τροφή του γράφοντος αφηγητή. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί γράφω· δεν ξέρω ακριβώς, αλλά η ευκολότερη απάντηση είναι: γιατί πρέπει. Με αφορμή όμως τις παρατηρήσεις αναγνωστών για μερικά γραπτά μου, που με οδήγησαν να αναστοχαστώ πάνω στον τόνο και τον τρόπο, μπορώ να πω αδρά το πώς γράφω, πώς θεωρώ λυσιτελή τη δημόσια γραφή σήμερα. Το ένα κλειδί το έχουν ήδη αποκαλύψει οι αναγνώστες, όπως προείπα: είναι ο κοινός τόπος. Γράφω, συνομιλώ, πάνω στο ρευστό έδαφος της ανέκφραστης πλην ολοζώντανης συλλογικής εμπειρίας· δυναμικό και ρευστό τόσο που να αποβαίνει ολισθηρό και επικίνδυνο, ταυτόχρονα όμως αυτό το ρευστό έδαφος είναι η θεμελιώδης, η ιδρυτική προϋπόθεση για τη συνομιλία.

Το άλλο κλειδί είναι η ενσυναίσθηση· αντλώ παραθλασμένα από το εννοιολόγιο του ρομαντισμού: αυτό που οι Γερμανοί προπάτορες είπαν Einfuehlung. Θα το ονόμαζα και συμπάθεια, εμπάθεια, συμπόνια· και θα εντόπιζα διασταλτικά αυτή τη λειτουργία και στην εξάρτυση της ψυχανάλυσης (υπό το σχήμα της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης) και της ανθρωπολογίας αλλά και των φυσικών επιστημών, όπου ο παρατηρητής επηρεάζει αναπόφευκτα το παρατηρούμενο και επηρεάζεται από αυτό. Το υποκείμενο μετέχει του αντικειμένου· το βλέμμα γίνεται αυτό που βλέπει.

Κοινωνώ του συλλογικού αισθήματος, εμβαπτίζομαι στο πλούσιο άμορφο και αναδύομαι με εκφρασμένο ένα αίσθημα κάθε φορά· μια έναρθρη ή εμμελή εντύπωση. Στα διάκενα βεβαίως της σελίδας φωλιάζει πάντα το ποσοστό του ανείπωτου.

Επιστρέφω στον Παβέζε: «Δυσκολία της τέχνης: να αποδώσεις ως έκπληξη πράγματα γνωστά. Αν δεν ήσαν γνωστά δεν θα ενδιαφερόσουν τόσο να τα πραγματευθείς έτσι ώστε να εκπλήσσουν».

Eνα Bλεμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 07.08.05