You are currently browsing the tag archive for the ‘ευρωζώνη’ tag.

Η νευρικότητα των αγορών, η εκτόξευση των επιτοκίων των ομολόγων και η φυγή κεφαλαίων απασχολούν τον Τύπο, ελληνικό και ξένο. Η αντίδραση των χρηματαγορών πιέζει τις κυβερνήσεις, άμεσα ή έμμεσα, στη διαμόρφωση πολιτικής· δηλαδή, οι αγορές επηρεάζουν τις αποφάσεις και με τον τρόπο τους ρυθμίζουν την εφαρμοζόμενη πολιτική, δημοσιονομική, παραγωγική, κοινωνική, θεσμική.

Κινούμενοι στον αφρό της επικαιρότητας είναι συχνά δύσκολο να εστιάσουμε στην ευρύτερη εικόνα και στο ιστορικό βάθος· ας μη λησμονούμε όμως ότι το Κραχ του 2008 δεν συνέβη επειδή κάποιες κυβερνήσεις υπερρύθμισαν τις αγορές, αλλά για το ακριβώς αντίστροφο: επειδή επέτρεψαν την πλήρη απορρύθμιση. Κι όταν οι απορρυθμισμένες φούσκες έσκασαν, τα κράτη ―δηλαδή η πολιτική δια του πλούτου των εθνών― έσπευσαν να καλύψουν τις αγορές και τους άπληστους παίκτες, να διορθώσουν, να επαναφέρουν.

Εξι χρόνια αργότερα, οι χρηματαγορές, ενισχυμένες με κρατικούς ποταμούς ρευστότητας, εξακολουθούν το άγριο κερδοσκοπικό τους σαφάρι, και εξακολουθούν να επιβάλλονται στα αδύναμα κράτη. Ισχύει αυτό για όλους; Και στον ίδιο βαθμό; Οχι. Ισχύει προφανώς για την τραυματισμένη Ευρώπη, που δεν έχει κατορθώσει ακόμη να συμφωνήσει σε μια αποτελεσματική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης· επιπλέον, αντί να αντιμετωπίσει την απορρύθμιση και να περιορίσει τη βουλιμία των αγορών, αντί να τονώσει τη ζήτηση και να προστατεύσει τους πολίτες από την ανεργία, περιορίζει τη δημοσιονομική ευελιξία και πνίγει την ανάπτυξη, πνίγοντας έτσι κράτη και λαούς. Αποτέλεσμα: η περιφέρεια της ευρωζώνης έσπασε πρώτη από μια κρίση ρευστότητας που εξελίχθηκε ταχύτατα σε κρίση χρέους, τώρα πλήττονται τα μεγάλα κράτη του πυρήνα, και όλοι μαζί βυθίζονται σε ύφεση και αποπληθωρισμό. Εντούτοις, ακόμη και τούτη την ώρα, η Ευρώπη δεν αλλάζει πορεία, παρότι είναι ο μεγάλος ασθενής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.

Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, έχουν κατορθώσει να ανατάξουν τον εθνικό τους χώρο, να περιορίσουν το έλλειμμα στο 2,8% του ΑΕΠ, από το 10% προ κρίσης, και να περιορίσουν την ανεργία στο 5,9%, ιστορικό χαμηλό εξαετίας. Πώς; Με χαλάρωση, τυπώνοντας χρήμα και μηδενίζοντας τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας. Δηλαδή με πολιτική βούληση και πολιτική πράξη. Δεν είναι η τέλεια λύση, δεν υπάρχουν τέλειες λύσεις και ουσιοκρατία στην πολιτική, αλλά είναι μια λύση.

Εναν άλλο δρόμο για την Ευρώπη, υπενθύμισε προχθές με τον τρόπο του ο πρώην καγκελάριος Χέλμουντ Σμιτ, μιλώντας στο Αμβούργο κατά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο υπερενενηντακοντούτης πολιτικός έχει ζήσει τον τρομερό 20ό αιώνα της Ευρώπης, γι’ αυτό εστίασε στην τρομερότερη όψη της κρίσης: «Θυμάμαι την ύφεση του 1929 και αρκετές ακόμη, γι’ αυτό ξέρω τι σημαίνει εκατομμύρια άνθρωποι να είναι άνεργοι ή ποιες είναι οι παραλυτικές επιπτώσεις της ανεργίας των νέων. Γι΄αυτό έχουμε σήμερα επείγουσα ανάγκη από ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε… Απευθύνω έκκληση για ένα πολύ ισχυρότερο ποσοτό κρατικών επενδύσεων… Ούτως ή άλλως η δική μας οικονομία εξασφαλίζει εδώ και χρόνια τα μεγαύτερα πλεονάσματα, τα οποία όμως είναι ελλείμματα των εμπορικών μας εταίρων».

Ο Χ. Σμιτ δεν συμφωνούσε με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, δεν το έχει κρύψει. Απέναντι όμως στην διαμορφωμένη κατάσταση, την κρίση που απειλεί πλέον με πολιτική και κοινωνική ρευστοποίηση τα κράτη της Ευρωζώνης, εκτός και εντός πυρήνα, προτείνει την επαναφορά της πολιτικής, της σωφροσύνης, ενός πραγματισμού δικαιωμένου από την ιστορία, παλαιότερη και πρόσφατη.

Τα διαδοχικά ταξίδια στο Βερολίνο, των πρωθυπουργών της μεγάλης Γαλλίας και της μικρής Ελλάδας, είναι ενδεικτικά του συσχετισμού ισχύος στην Ευρώπη. Και οι δύο πρωθυπουργοί σπεύδουν να ζητήσουν από τη Γερμανίδα καγκελάριο πολιτικό χρόνο και χαλάρωση· διαφορετικά βέβαια ο καθένας. Ο Γάλλος πιέζεται από τις νόρμες του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας και την άνοδο της Μαρί Λεπέν, ο Ελληνας ασφυκτιά υπό το πολλαπλό βάρος της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, των σαρωτικών διαρθρωτικών αλλαγών, και κυρίως από την ασυγκράτητη ύφεση και ανεργία.

Η καγκελάριος Μέρκελ δεν θα πει στους κ. Βαλς και Σαμαρά, τουλάχιστον προς το παρόν, κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από ό,τι διακήρυξε τις περασμένες ημέρες ο υπουργός της επί των Οικονομικών στο γερμανικό κοινοβούλιο. Ο Β. Σόιμπλε, παρουσιάζοντας το προσχέδιο προϋπολογισμού, υποστήριξε μεταξύ άλλων: «Ο,τι είναι καλό για τη Γερμανία, είναι καλό για την Ευρώπη» (όπου καλό είναι οι διαρκώς και καθολικώς ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) και «πρέπει να σταματήσει η χρηματοδότηση της οικονομίας με δανεικά».

Η πρώτη δήλωση του κ. Σόιμπλε, αποσπασμένη από τον ισοσκελισμό, είναι ικανή να φουντώσει όχι μόνο το τυφλό, άλογο αντιγερμανικό μένος στους δοκιμαζόμενους πολίτες της ευρωζώνης, αλλά και το μίσος των πληττομένων πολιτών εναντίον της δημοκρατίας και της πολιτικής. Ο ακραία ουσιοκράτης κ. Σόιμπλε θεωρεί ότι όλοι οι άνθρωποι, σε όλους τους τόπους, υπό όλες τις περιστάσεις, πρέπει να υπακούουν στις ίδιες αμετάβλητες προσταγές. Η δεύτερη δήλωσή του δείχνει απλώς έναν πολιτικό που δεν μιλά ούτε ως πολιτικός ούτε ως οικονομολόγος, μιλά απλώς σαν ιεροκήρυκας, που κατέχει εξ αποκαλύψεως την μία και μοναδική αλήθεια και κανονίζει τον ιδεατό κόσμο, τον δικό του κόσμο, ερήμην της πραγματικής ζωής και των υλικών της προϋποθέσεων, ερήμην των περιπλοκών της οικονομίας και των απαιτούμενων ελιγμών.

Στην ουσιοκρατία, αν όχι ιδεοληψία, του κ. Σόιμπλε, απαντούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους πολιτικοί και οικονομολόγοι. Εν όψει της προετοιμασίας της συνόδου κορυφής του G20 τον Νοέμβριο, o Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου απηύθηνε έκκληση προς την Ευρώπη και την Ιαπωνία να ενισχύσουν τη ζήτηση και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στη διάσκεψη πιθανότατα θα συμφωνηθεί μια χρηματοδοτική ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομίας με 2 τρισ. δολάρια με άμεση επιδίωξη τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο κ. Σόιμπλε αντιθέτως επιμένει ότι η εξυγίανση θα έρθει μόνο μέσω λιτότητας.

Ο πρόεδρος της ιταλικής Γερουσίας έχει άλλη άποψη: «Η λιτότητα με κάθε κόστος δεν είναι βιώσιμη», λέει ο Πιέτρο Γκράσο. Στην Ιταλία έχουν συγκεντρωθεί ήδη οι αναγκαίες 500.000 υπογραφές υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τον τερματισμό της λιτότητας. Στους υπογράφοντες περιλαμβάνονται 54 βουλευτές του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.

Η επισφαλής ισορροπία των Ολάντ-Βαλς στη Γαλλία, η φυγή προς τα εμπρός του Μάριο Ρέντσι στην Ιταλία, η αστάθεια στην εξαντλημένη Ελλάδα, όλα συνηγορούν υπέρ μιας λελογισμένης απεμπλοκής της ευρωζώνης από την πάση θυσία λιτότητα. Προς το παρόν διαφωνεί η πλεονασματική και βραχυπρόθεσμα κερδισμένη Γερμανία. Εντούτοις, μπροστά μας βρίσκονται δύο μεγάλα ραντεβού: η ευρωπαϊκή διάσκεψη κορυφής για την απασχόληση και την ανάπτυξη, που έχουν ζητήσει οι Ρέντσι-Ολάντ, και η διάσκεψη του G20, όπου η βούληση των ΗΠΑ υπέρ της χαλάρωσης είναι δεδομένη. Για πόσο ακόμη η Γερμανία θα λέει όχι σε όλους και για όλα και με ποιο τίμημα;

H Μεταπολίτευση νοηματοδοτήθηκε ως τέτοια, αρκετά μετά την 24η Ιουλίου 1974, όταν έπεσε η δικτατορία μαζί με την αλωθείσα Κύπρο. Ασφαλώς είναι μια μείζων διαιρετική τομή στο ιστορικό σώμα της νεότερης Ελλάδας, αλλά θα πρέπει να τη δούμε σε στενή συνάφεια με ό,τι προηγήθηκε του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Πρέπει να τη συνδέσουμε με την περίοδο 1963-67, ιδίως με το καλοκαίρι του ΄65, με τις προσδοκίες και της ματαιώσεις που σφραγίζουν την, κατά Τσίρκα, χαμένη άνοιξη. Με πολλούς τρόπους, τον Ιούλιο του ’74, και με τίμημα μια εθνική απώλεια, αποκαθίσταται μια διαθλασμένη συνέχεια με τον Ιούλιο του ΄65. Ο,τι κατεστάλη, διαψεύσθηκε, ματαιώθηκε τότε, αναδύεται πάλι, μετά εννέα έτη· διαφορετικό βεβαίως αλλά εν πάση περιπτώσει δικαιωτικό. Η πολιτειακή αλλαγή, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, οι ελεύθερες εκλογές, ο εν γένει άνεμος ελευθερίας και πολιτικής ανεξιθρησκίας, είναι τα φανερά ιστορικά στοιχεία.

Υπογείως και υπορρήτως όμως, το διάλειμμα δεν ήταν απλώς μια χρονοανωμαλία, μια καθυστέρηση. Στα χρόνια που μεσολάβησαν ώς το ’74 αναδύθηκε εν τω μεταξύ ένα δημόσιο ήθος, μια βαθύτερη γενική συμπεριφορά που διαπότισαν το συλλογικό σώμα, υποκάτω και πέραν της συμβατικής πολιτικής. Μερικά τέτοια φαινόμενα: Η ιδιότυπη απολιτικότητα που καλλιέργησε η στάση των δικτατόρων «αν δεν ανακατεύεσαι (=αντιστέκεσαι) δεν σε πειράζουμε»· η διάχυση πλούτου σε ανερχόμενα μεσοστρώματα και ημετέρους· τα θαλασσοδάνεια, η οικοδομή και η μαζική επέκταση του τουρισμού με μικρομεσαίες επιχειρήσεις·η εμφάνιση μεσοστρωμάτων και η μικροαστικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, που άρχισε τη δεκαετία ’60 συνεχίστηκε απρόσκοπτα την επταετία.

Στο πολιτιστικό πεδίο: γέννηση του ελαφρολαϊκού και εδραίωση της μπουζουκοδιασκέδασης και της «παραλίας» ― αυτό να το δούμε σε αντιδιαστολή με τον έντεχνο λαϊκό πολιτισμό του προδικτατορικού ’60, και σαν πρόδρομο της γενικευμένης σκυλοπόπ από το ’80 έως σήμερα. Κομβικό σημείο: Πώς έγινε η πρόσληψη των πολιτικοπνευματικών κινημάτων του ’68 στο κλειστό ελληνοχριστιανικό περιβάλλον της δικτατορίας; Κυρίως αισθητικά, σαν ποπ μουσική και χίππικη εμφάνιση. Η αφομοίωση του ’68 ξεκινά ουσιαστικά με το φοιτητικό κίνημα του ’72-’73 και διαχέεται μαζικά μετά το ’74, και μάλιστα καταρχάς με τις μαοϊκές εκδοχές. Οι ελευθεριακές, ροκ και υπαρξιακές αναζητήσεις αναπτύσσονται λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, αφού πρώτα πρέπει να ανατραπεί η κηδεμονία των κομματικών νεολαιών, χονδρικά το διάστημα 1977-80.

Η Μεταπολίτευση αρχίζει το 1964 και ολοκληρώνεται με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία: η Αλλαγή του 1981 είναι το έσχατο άκρο αυτής της ρωγμώδους συνέχειας. Η επόμενη τομή είναι το 1989, διττά: αφενός διότι κλονίζεται η γραμμική διαδοχή εξουσίας με τρόπο πρωτοφανή, φέρνοντας στο προσκήνιο την ηθική κάθαρση και ενώνοντας επί τούτου τη δεξιά με την αριστερά· αφετέρου, κλονίζεται η κραταιά κεντροαριστερή πλειοψηφία. Αλλά εν τω μεταξύ το γενικευμένο μικρομεσαίο ήθος της έχει διαποτίσει και την δεξιά και την αριστερά. Στο εξής, οι ρήτορες μιμούνται τον Ανδρέα Παπανδρέου, οι κυβερνώντες αναπαράγουν τον κορπορατισμό και το κομματικό απαράτ του ’80, η δημόσια παιδεία παράγει γλώσσα, ήθος και ελίτ στα μέτρα του μικρομεσαίου ευδαιμονισμού. Δομικό χαρακτηριστικό της περιόδου 1980-2010 είναι η ραγδαία άνοδος του ατομικισμού και παρασιτισμού, παρά τις διαρκείς επικλήσεις του λαού και του δημοσίου συμφέροντος.

Το ’89 εντούτοις δεν ήταν μόνο εντόπιο και βρώμικο. Ηταν πρωτίστως μια ιστορική τομή πλανητικών διαστάσεων. Αυτή την αλλαγή υποδείγματος δεν τη βιώσαμε στην ώρα της, απασχολημένοι όντες με πάμπερς και δίκες. Η τομή έγινε σταδιακά αισθητή εκ του μεταναστευτικού ρεύματος και της αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια, κι επίσης επηρέασε βαθιά τη μείζονα Αριστερά, κυρίως παραλυτικά αλλά και ερεθιστικά. Στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον η Ελλάδα αντέδρασε με εσωστρέφεια και ταυτοχρόνως με αυξανόμενη εξάρτηση από την Ε.Ε.: η ένταξη στην ΟΝΕ και την ευρωζώνη είναι στρατηγικές επιλογές σε έναν ρευστό πολυπολικό κόσμο.

Φευ, η αναζητηθείσα προστασία εντός της ευρωζώνης και το ιδεολόγημα της Ισχυρής Ελλάδος, κορυφωμένο φαντασιακά το καλοκαίρι του 2004, κατέρρευσαν με τη διεθνή κρίση του 2008. Το επόμενο ορόσημο είναι το ρήγμα του 2010, η πτώχευση, η διεθνής επιτήρηση, η συρρίκνωση της οικονομίας, και ο έκτοτε βίαιος μετασχηματισμός της κοινωνίας.

Η Μεταπολίτευση τελείωσε τυπικά το 2010, με μια ιστορική ήττα ανάλογη του ’74, χωρίς καν τις προσδοκίες ανασυγκρότησης του τότε.

Ακουγα προσεκτικά δύο επιφανείς ξένους πολιτικούς και οικονομολόγους, έναν Ισπανό και έναν Τούρκο να εξηγούν γιατί η αντιμετώπιση της κρίσης στον Ευρωπαϊκό Νότο δια της εντεινόμενης λιτότητας δεν οδηγεί πουθενά· ανατροφοδοτεί το πρόβλημα, βυθίζει περαιτέρω τις οικονομίες στην ύφεση, καταστρέφει κοινωνίες.

Ο Ζοσέπ Μπορέλ έχει χρηματίσει πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου· ο Κεμάλ Ντερβίς ήταν υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας την εποχή της μεγάλης κρίσης της, το 2001, ο άνθρωπος που την οδήγησε σε ανάκαμψη σε λιγότερο από δύο χρόνια. Ακουγα να αναλύουν τη μακροδομή της ευρωζώνης, εύληπτα και ευθύβολα, και άκουγα επίσης τις σκέψεις τους για την Ελλάδα, διατυπωμένες χωρίς διάθεση πατρωνίας, με φιλική διάθεση. Μην τα περιμένετε όλα από τον τουρισμό, είπε ο Ντερβίς· στραφείτε προς την οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας, μπορείτε. Είπε κι άλλο ένα ενδιαφέρον: η κρίση δεν μπορεί να αποδίδεται σε εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά, σε γονίδια, ότι οι Ελληνες δεν εργάζονται αρκετά, γι’ αυτό επτώχευσαν· κανείς δεν έχει πει κάτι ανάλογο για τους Αμερικανούς του Great Depression.

Παρόμοια ήταν τα συμπεράσματα των δύο Ελλήνων οικονομολόγων, των Θ. Πελαγίδη – Μ. Μητσόπουλου, το βιβλίο των οποίων συμπαρουσίαζαν οι δύο ξένοι: στην Ελλάδα υπάρχει πλούσιο δυναμικό επιστημόνων και ερευνητικών ιδρυμάτων, το οποίο όμως μένει αναξιοποίητο. Μία βασική αιτία: Η δαπάνη για επιχειρηματική έρευνα στην Ελλάδα είναι λιγότερη από το 1/5 του μέσου όρου στην ευρωζώνη. Προεκτείνω: Η ελληνική οικονομία, καθοδηγημένη επί ένα τέταρτο του αιώνος από τους ίδιους εγκεφάλους, απέφυγε να επενδύσει στην έρευνα, στην καινοτομία, στην παραγωγή· στράφηκε στην πιστωτική επέκταση, επιδόθηκε στον παρασιτισμό επί του κράτους, προμοδοτήθηκε η κατανάλωση.

Η πολιτική ηγεσία, αφοσιωμένη στο συμβόλαιο αμοιβαίας εξαχρείωσης με τους εκλογείς της, δεν εφρόντισε ούτε καν για ένα δίχτυ προστασίας των αδυνάτων. Την κρίσιμη στιγμή του ατυχήματος δεν διέθετε ούτε την ικανότητα ούτε τη βούληση να προτείνει ένα εθνικό σχέδιο σωτηρίας. Αντ’ αυτού, παραδόθηκε ολόψυχα στην καλοσύνη των ξένων και ταυτοχρόνως επιδόθηκε σε ενοχοποίηση του ελληνικού λαού, αμιλλώμενη τις λαϊκές φυλάδες της Γερμανίας: κράτος διεφθαρμένων, μαζί τα φάγαμε, λαός λαϊκιστών, κόμμα της δραχμής. Τούτη η φρικτή διαδικασία αυτολοιδορίας μου ήρθε πάλι στον νου, όταν άκουσα την σύγκριση του Κεμάλ Ντερβίς μεταξύ του ελληνικού και του αμερικανικού Great Depression. Πράγματι κανείς δεν απέδωσε το Κραχ και την Μεγάλη Υφεση στα τεμπέλικα γονίδια του αμερικανικού λαού· πολύ περισσότερο, ούτε ο Xούβερ ούτε ο Ρούζβελτ κατηγόρησαν το λαό τους για διαφθορά και σπατάλη.

Ισως δεν έχει νόημα πια να ανατρέχουμε κάθε τόσο στις απαρχές της κρίσης· προέχει να δούμε τι κάνουμε τώρα. Αλλά και έχει νοήμα. Διότι πρέπει να κατανοήσουμε την πολιτική παθογένεια, που οδήγησε σε ηγεσίες κατώτερες των περιστάσεων και σε εξασθένηση της δημοκρατίας, αφενός. Αφετέρου, πρέπει να αναλύσουμε και να βρούμε τρόπους να ξεπεράσουμε την παθητική ανάθεση, που χαρακτήρισε την πολιτική συμπεριφορά της λαϊκής πλειονότητας προ κρίσης· ώστε εν συνεχεία να ξεπεράσουμε το σοκ του δέους, την ενοχοποίηση, την αυτοϋποτίμηση και τον πάνδημο φόβο, που εγκαταστάθηκαν κατά την κρίση. Η ηττοπάθεια, ο κατακερματισμός, η έλλειψη φρονήματος, είναι τα δεινότερα πλήγματα της κρίσης πάνω στο κοινωνικό σώμα· αυτά το τυφλώνουν και το εμποδίζουν να ανασυγκροτηθεί διανοητικά και ψυχικά, ώστε να συγκροτηθεί και πολιτικά, να προβάλει την ενεργό του βούληση.

Ασφαλώς, η ανασυγκρότηση δεν είναι αποκλειστικά εσωτερική, εθνική υπόθεση. Η χώρα υπόκειται σε πολλές και ποικίλες δεσμεύσεις· η εθνική κυριαρχία ήταν συμπεφωνημένα περιορισμένη και προ Μνημονίου. Η ανάκαμψή μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανάκαμψη της ευρωζώνης, δηλαδή από την αλλαγή πολιτικής πορείας του υπερεθνικού συνόλου στο οποίο ανήκουμε. Ωστόσο οι δυνατότητες επηρεασμού της υπερεθνικής πορείας εκ μέρους μας είναι περιορισμένες. Εκεί που μπορούμε να εξαντλήσουμε τις δυνατότητες είναι στο εθνικό πεδίο, και εκείθεν θα επηρεάσουμε και το υπερεθνικό: να ανασυγκροτήσουμε το δημοκρατικό κράτος, να αναβαθμίσουμε τους πληγωμένους θεσμούς, να εφαρμόσουμε ένα πραγματιστικό και ριζοσπαστικό σχέδιο για την οικονομία, τη γνώση, την παιδεία, τον πολιτισμό. Ολα τούτα προϋποθέτουν ανάκτηση φρονήματος, πίστη, ευθύνη, ομόνοια, αλλά και ανάκτηση της αίσθησης δικαιοσύνης, ισονομίας, ισοπολιτείας.

Για την παρ’ ημίν Μεγάλη Υφεση δεν φταίνε οι ξένοι, οι ψεκασμοί, οι σοφοί της Σιών, οι συναστρίες, ο Αγαθάγγελος. Πάντως σίγουρα δεν φταίνε και τα νότια γονίδια.

bergedorf

Το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008, η ακολουθήσασα κρίση της ευρωζώνης και η κρίση στην Ουκρανία μάς αναγκάζουν να σκεφτόμαστε την πολιτική όχι μόνο με όρους τρέχουσας διαχείρισης αλλά με όρους ιστορίας, όρους γεωγραφίας, όρους επιβίωσης μεγάλων συνόλων. Στην Ελλάδα του 2010-14 αυτή η εμπειρία βιώνεται βαθιά και επώδυνα· αλλά δεν είναι μόνη: όλη η Ευρώπη σκέφτεται την κρίση, σκέφτεται τον εαυτό της ως κρίση, αν και με διαφορετική ένταση η κάθε χώρα.

Είχαμε την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε αυτή την εικόνα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διήμερη συζήτηση μεταξύ ειδικών, που οργάνωσε στην Αθήνα το γερμανικό Ιδρυμα Koerber, στο πλαίσιο των διαλόγων Bergedorf ― ο αθηναϊκός ήταν ο 155ος. Πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, αναλυτές think tanks, δημοσιογράφοι συνομίλησαν για το πώς η Ευρώπη θα αναδυθεί από την κρίση. Παρά την εντυπωσιακή απουσία Γάλλων, Ιταλών, Ισπανών, Πορτογάλων, δηλαδή όλης της «λατινικής» και μεσογειακής Ευρώπης, και την ετεροβαρή παρουσία των Βορείων, προερχομένων κυρίως από Βερολίνο, Βρυξέλες και Λονδίνο, οι προσεγγίσεις ποικίλαν: η αγγλοσαξωνική σκέψη για τη δομή και τα προβλήματα της ευρωζώνης παραμένει αισθητά διάφορη της γερμανικής· η Γερμανία κατηγορείται ότι εξάγει αποπληθωρισμό στην Ευρώπη. Διαφορετικές είναι επίσης οι προσεγγίσεις στις γεωπολιτικές επιδιώξεις και τη διπλωματική δράση της Ε.Ε.

Η χρηματοπιστωτική κρίση απεκάλυψε την ελλιπή αρχιτεκτονική του ευρώ, την απουσία μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων, το πολιτικό κενό σε επίπεδο ομοσπονδίας, την ασυμμετρία μεταξύ Βορρά-Νότου. Η ίδια η κρίση ωστόσο πυροδότησε τη δημιουργία μηχανισμών διάσωσης-ρύθμισης και κυρίως την έναρξη μιας τολμηρότερης συζήτησης, πέρα από τη μακάρια ορθοδοξία του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος· αίφνης, ο κεϋνσιανισμός, η δημογραφία, η ξεχασμένη αξία της πλήρους απασχόλησης, η κοινωνική δικαιοσύνη διεκδικούν μια θέση στην ατζέντα πλάι στην ανταγωνιστικότητα και την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς και της απορρύθμισης. Σε αυτή τη συζήτηση οι πολιτικοί των εθνικών κοινοβουλίων συχνά ακούνε τα νέα επιχειρήματα πιο προσεκτικά από τους ευρωκράτες, ίσως διότι ακούνε μέσα τους τις φωνές του εκλογικού σώματος. Είναι ενδεικτική πάντως η ασκούμενη κριτική για την παραμέληση ή τη διάψευση των ιδρυτικών αρχών της Ε.Ε. ―σύγκλιση, ανάπτυξη, αλληλεγγύη― και τη σταθερή επικράτηση των εθνικών συμφερόντων και του διακυβερνητισμού.

Η Ουκρανία, με τη σειρά της, κατέδειξε το κενό διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., αλλά και την απουσία ενιαίων στρατηγικών στόχων σε βάθος χρόνου· την στιγμή της κρίσης επικρατούν τα εθνικά συμφέροντα και οι ασυνέχειες. Στο ερώτημα ποια πρόσωπα και ποιοι θεσμοί της Ε.Ε. μπορούν να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο, οι απαντήσεις είναι πολύ δύσκολες, περισσεύουν οι υπεκφυγές. Οι πολιτικοί είναι σαφώς πιο επιφυλακτικοί και προσεκτικοί από τους αναλυτές, οι Γερμανοί μάλιστα φαίνονται απρόθυμοι να αναλάβουν ηγεμονικό ρόλο, ιδιαιτέρως σε θερμές γεωπολιτικές συνθήκες, που φτάνουν στη σύγκρουση. Η αντιπαράθεση με τη Ρωσία ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής soft power.

Σύμφωνα με μια προσέγγιση, πιο επιθετική και τολμηρή, η Ε.Ε. οφείλει να στραφεί προς Ανατολάς, που «ζητάει» Ευρώπη, και να βάλει σε δεύτερη μοίρα τον Νότο, που είναι ευρωσκεπτικιστικός· να διευρύνει τη σχέση της με την Τουρκία, λόγω στρατηγικής σημασίας· να εμβαθύνει την διατλαντική συμμαχία, στο μέτρο που η οπλική ομπρέλα των ΗΠΑ προστατεύει την Ευρώπη. Η συγκεκριμένη προσέγγιση προτρέπει για μια σαφώς πιο ενεργητική διπλωματία και εξωτερική πολιτική. Προφανώς περιέχονται αντιφάσεις και ο αντίλογος είναι ισχυρός. Θα επανέλθουμε.

Το ερώτημα ετίθετο και παλαιότερα, αλλά η κρίση το παρόξυνε: Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη; Ετσι διατυπωμένο το ερώτημα προκαλεί σύγχυση, ενίοτε σκόπιμη: Ταυτίζει την Ευρώπη με την ευρωζώνη. Φυσικά δεν είναι έτσι. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανήκουν πολλά κράτη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Πολύ περισσότερο, στη γεωγραφικά και πολιτισμικά οριζόμενη Ευρώπη περιέχονται κράτη που δεν ανήκουν καν στην Ε.Ε.

Το παραπάνω ερώτημα τίθεται συνήθως εκτός ελληνικής επικράτειας. Στο εσωτερικό της χώρας το ερώτημα τίθεται διαφορετικά, περισσότερο με ανθρωπολογικούς, πολιτισμικούς και ψυχολογικούς όρους: Είναι οι Ελληνες Ευρωπαίοι; Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν αδρά και κάποτε χοντροκομμένα σχήματα φιλοευρωπαϊσμού, ευρωσκεπτικισμού και αντιευρωπαϊσμού, χρησιμοποιήθηκαν σε έναν ιδιότυπο διχασμό ή τριχασμό της λαϊκής βούλησης και εθνικής αυτοαναγνώρισης, σχεδόν με οπαδικούς όρους· συχνά και για να συγκαλυφθεί η απουσία ουσιαστικής πολιτικής σκέψης και πράξης. Προφανώς: Ποιος Ελληνας δεν θα αυτοοριζόταν Ευρωπαίος; Μόνο οι καθυστερημένοι και οι νοσταλγοί του οθωμανισμού.

Η συζήτηση αυτή είχε ίσως κάποιο νόημα τη δεκαετία του ’70, εποχή Ψυχρού Πολέμου άλλωστε, όταν η σοβιετόφιλη Αριστερά και η τρικοκοσμίτικη κεντροαριστερά αντετίθεντο στο ΕΟΚ-και-ΝΑΤΟ-το-ίδιο-συνδικάτο, για τους δικούς τους λόγους. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος ενταξιακής ευδαιμονίας, καθώς έρρεαν οι πόροι των πακέτων στήριξης· η οποία κορυφώθηκε στα χρόνια της ένταξης στην ΟΝΕ: εν τω μεταξύ ο ευρωπαϊσμός είχε γίνει μπλοκ εξουσίας, που εκμεταλλευόταν το χρήμα, έφτιαχνε απαράτ, έστηνε μπίζνες και καριέρες.

O παρ’ ημίν ευρωπαϊσμός ως μαγικός αλγόριθμος κάλυπτε αμήχανα, πλην αυτάρεσκα, την πραγματική έλλειψη μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής για την παραγωγή, τη διοίκηση του κράτους, την παιδεία: όσο βαθύτερα εισχωρούσε η χώρα στο ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα, τόσο λιγότερο παραγόταν αυτοτελής πολιτική, τόσο περισσότερο η κυρίαρχη ελίτ εγκατέλειπε την παραγωγή σκέψης και πράξης και αφοσιωνόταν στην αυτοναπαραγωγή της, πάντα εν ονόματι της Ευρώπης.

Εντούτοις, πολλοί Ελληνες επηρεάζονταν από την ευρωπαϊστική φενάκη, αυτοτοποθετούμενοι σε μια αφετηρία μειονεξίας, κι έτσι παραμελούσαν την ουσιώδη εμπλοκή τους στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κατανάλωναν ευρωπαϊσμό και δεν έβλεπαν την Ευρώπη ως ιστορικό πείραμα, ως πρωτοφανή πρόκληση για τα δημοκρατικά κράτη και τις πολιτικές κοινωνίες.

Σήμερα δεν έχει νόημα τέτοια συζήτηση, αν ο Ελληνας είναι ανατολίτης ή δυτικόφρων, τουλάχιστον με σκληρούς πολιτικούς όρους, διότι μετά την ευρωφενάκη του 2001, ήρθε η διεθνής κρίση του 2008, που κατέδειξε την ασύμμετρη, ελαττωματική αρχιτεκτονική του ευρώ και οδήγησε στη χρεοκοπία της Ελλάδας.

Καθώς ξετυλίγεται μπροστά μας ένας μείζων ιστορικός μετασχηματισμός, μια σύγκρουση για την κυριαρχία, μεταξύ τάξεων, κοινωνικών ομάδων, εθνικών συνόλων, συστημάτων σκέψης, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται σε δημογραφική κάμψη και με μειωμένη ανταγωνιστικότητα έναντι των αναδυομένων δυνάμεων, τα ερωτήματα που τίθενται είναι διαφορετικά:

Τι εννοούμε σήμερα όταν λέμε Ευρώπη; Τι είναι και τι ήταν η Ε.Ε.; Πώς υπηρετεί το κοινό νόμισμα την πολιτική ένωση, την οικονομική ολοκλήρωση, την πολιτισμική σύνθεση; Ποιος ελέγχει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Πάντως όχι οι πολίτες. Πώς υπόκειται η υπερεθνική εξουσία των Βρυξελών στη δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία; Με ανά πενταετία εκλογή ενός κοινοβουλίου λίαν περιορισμένων δυνατοτήτων. Πώς προστατεύεται και προωθείται η ίδια η δημοκρατία στο εσωτερικό των εθνών-κρατών; Οταν μάλιστα έχει εκχωρηθεί οικειοθελώς η η εθνική κυριαρχία·όταν όχι μόνο το νόμισμα, αλλά και ο προϋπολογισμός και οι φόροι, μέγα μέρος της νομοθεσίας ελέγχονται και εγκρίνονται υπερεθνικά. Οταν η ίδια η δομή του κράτους και της εθνικής οικονομίας μεταμορφώνονται ριζικά, για να ταιριάξουν στο κυρίαρχο δόγμα.

Στο φόντο τέτοιων θεμελιωδών ερωτημάτων διακρίνουμε ήδη κοινωνικά ερείπια, έκρηξη των ανισότητας, άνοδο της ακροδεξιάς, διαρκή εξασθένηση της δημοκρατίας και διαρκή παράκαμψη της λαϊκής βούλησης, βλέπουμε χώρες όπου η κρίση και η κατάσταση εξαίρεσης παγιώνονται, παίρνουν ενδημικά χαρακτηριστικά. Μια Ευρώπη, στην οποία η ηγεμονεύουσα ελίτ προσκομίζει «πολιτικό εξευτελισμό ολόκληρων λαών», «καταστροφή ολόκληρων γενεών και περιοχών», όπως πικρά είπε ο αφοσιωμένος Ευρωπαίος Γιούργκεν Χάμπερμας στους συγκυβερνώντες ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος πρόσφατα. Ο 84χρονος φιλόσοφος, όπως και ο πρώην καγκελάριος Χέλμουντ Σμιντ, εκπροσωπούν τους Ευρωπαίους που θυμούνται τη φρίκη του ευρωπαϊκού πολέμου και του ολοκληρωτισμού. Αυτοί θέτουν τα καίρια ερωτήματα για τη σχέση των Ελλήνων με την Ευρώπη, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε.

tasos_pavlopoulos

Παλιότερα, το παρασκήνιο των μεγάλων συμφωνιών έφτανε στο ευρύ κοινό με πολλά χρόνια καθυστέρηση, όταν άνοιγαν κρατικά αρχεία ή όταν κάποιος ηγέτης έγραφε απομνημονεύματα. Στην επιταχυμένη εποχή μας, επιταχύνεται αναλόγως και η εκροή πληροφοριών από το ουσιώδες παρασκήνιο. Ετσι, μετά δύο ή τρία χρόνια, μαθαίνουμε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες για το πώς καταρτίσθηκε το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας και των άλλων χρεωμένων χωρών της ευρωζώνης, δηλαδή με ποια λογική και ποιες προτεραιότητες.

Ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας, Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, στο βιβλίο του «El Dilemma», μετέφερε το κλίμα και τις ουσιώδεις λεπτομέρειες πίσω από τις κλειστές πόρτες της Συνόδου G20 των Kαννών, το 2011, όπου παίχτηκε το μέλλον των χωρών του Νότου και το άδοξο τέλος των εκλεγμένων πρωθυπουργών Ελλάδας και Ιταλίας. Ηταν οι μέρες πριν το δεύτερο ελληνικό μνημόνιο και το PSI, όταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου αποτόλμησε να ζητήσει δημοψήφισμα. Υπό μία έννοια, ο Ελληνας πρωθυπουργός προσπάθησε να δώσει συνέχεια στη δήλωσή του, την άνοιξη του 2010, ότι μπορεί να βάλει «στο τραπέζι το πιστόλι» της στάσης πληρωμών, λίγο προτού πάει στο Καστελόριζο για να ανακοινώσει στον ελληνικό λαό την υπαγωγή στο πρόγραμμα της τρόικας.

Το πιστόλι του Γ. Παπανδρέου υπήρχε πράγματι, δεν ήταν μπλόφα. Την ίδια περίπου εποχή, Μάιο του 2010, ο νομικός Lee Buchheit, διεθνής αυθεντία στην αναδιάρθρωση κρατικών χρεών, δημοσίευσε μια σύντομη μελέτη, στην οποία επεσήμανε ότι το 90% του ελληνικού χρέους διέπετο από το εθνικό δίκαιο και άρα η Ελλάδα μπορούσε να ορίσει τον τρόπο αναδιάρθρωσης του χρέους της από εξαιρετικά ευνοϊκή θέση. Επεσήμανε επίσης από τα 319 δισ. ευρώ του χρέους τον Απρίλιο 2010, τα 240 δισ. ευρίσκοντο σε χαρτοφυλάκια ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες μάλιστα εξήρχοντο από το κραχ του 2008 πληγωμένες και υπερμοχλευμένες. Αυτό ήταν το πιστόλι.

Ολοι γνωρίζουμε τη συνέχεια. Το πιστόλι καταρχάς απασφαλίστηκε, για να ξεφορτωθούν τα ελληνικά junk bonds οι γαλλογερμανικές τράπεζες, και να εξασφαλιστεί η ευρωζώνη από φαινόμενα ντόμινο. Εν συνεχεία το πιστόλι εκπυρσοκρότησε στα χέρια του Γ. Παπανδρέου· καθηρέθη ταπεινωτικά από την πρωθυπουργία, υπό όρους που περιέγραψαν ζοφερά ο Θαπατέρο και άλλοι Ευρωπαϊοι αξιωματούχοι. Κατόπιν, το πιστόλι εκπυρσοκρότησε ως PSI, και τσάκισε τα γόνατα των Ελλήνων ομολογιούχων, ιδιωτών, ασφαλιστικών ταμείων και κοινωφελών οργανισμών. Ηταν πια 2012, δύο χρόνια από τον Απρίλιο 2010. Το PSI το οργάνωσε νομικά ο Lee Buchheit. Τον Μάιο έγιναν εκλογές.

Ολα αυτά τα γνωρίζουμε. Αυτό που έμενε να μάθουμε ακόμη ήταν η εκτίμηση της ίδιας της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ, με καθοριστικό ρόλο στον χειρισμό της ελληνικής κρίσης. Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των ηγετών της Ε.Ε. η κ. Μέρκελ, με ειλικρίνεια και σαφήνεια, συνόψισε το ελληνικό δράμα, γιατί έπρεπε να θυσιαστεί η Ελλάδα: «Συζητούσαμε τότε εάν η Ελλάδα θα έπρεπε να βγει από την ευρωζώνη. Νομίζω ότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, στη συνέχεια θα εγκαταλείπαμε όλοι την ευρωζώνη» (εφημερίδα Le Monde, 21 Δεκ. 2013). Είναι ίσως η σημαντικότερη πολιτική περιγραφή της χρονιάς. Η περιγραφή της καγκελαρίου συνοψίζει τι απέγινε το «πιστόλι»· και μάς προσφέρει μια οδυνηρά αποκτηθείσα γνώση για τα όρια και τις δυνατότητες ελιγμών της χώρας, για τα όρια και τις δυνατότητες της ηγεσίας της, για τα όρια της Ευρώπης.

ζωγραφική: Τάσος Παυλόπουλος

Η Γερμανία θέλει να βλέπει την Ελλάδα σταθερή και συνετή, πιστή στο δρόμο της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων. Αυτή την εντύπωση διαχέουν τις τελευταίες ημέρες στη γερμανική και ελληνική κοινή γνώμη ο υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε και ο υπουργός Εξωτερικών Γκ. Βέστερβελε, λίγα εικοσιτετράωρα πρίν το Eurogroup αποφασίσει για την εκταμίευση της δόσης.

Προφανώς η Γερμανία επιθυμεί να στείλει μήνυμα σταθερότητας στις ανήσυχες αγορές και να διασκεδάσει τους φόβους για κυβερνητική αστάθεια στον Νότο της ευρωζώνης, καθώς επίσης και για τα σημάδια ότι τα προγράμματα λιτότητας δεν «βγαίνουν». Προφανώς η Γερμανία επιθυμεί να βαδίσει ήσυχα στις δικές της κρίσιμες εκλογές, για να αναδιατάξει τις δυνάμεις της και την πολιτική της, χωρίς απρόβλεπτα ατυχήματα έως το φθινόπωρο.

Είναι προφανές επίσης ότι η Γερμανία μόλις τώρα, τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της πρωτοφανούς κρίσης, αρχίζει να αφουγκράζεται τους νότιους εταίρους, μόλις τώρα αρχίζει να αντιλαμβάνεται για τα καλά ότι η εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία δεν μπορεί να συνιστά θεραπεία. Μόλις τώρα αρχίζει να κατανοεί ότι το δικό της παράδειγμα προσαρμογής, με την Ατζέντα 2000, δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, ιδίως μετά την τεράστια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και μέσα στην ασύμμετρη αρχιτεκτονική του ευρώ. Πολύ αργά.

Πίσω από τα φουσκωμένα καλά λόγια, τα μόνα ευοίωνα σημεία είναι ότι, αφενός, στην Ευρώπη ξανανοίγει δειλά η συζήτηση για έκδοση ευρωομολόγου και, αφετέρου, η εκδηλωθείσα διάθεση να στηριχτεί ένα Ελληνικό Αναπτυξιακό Ταμείο, με τη συμμετοχή της γερμανικής κρατικής τράπεζας ΚfW, στο μέτρο βεβαίως που το Ταμείο θα προικιστεί με ρευστό και θα δράσει αμέσως. Διότι τα λόγια δεν χορταίνουν. Η πραγματική οικονομία πεθαίνει κάθε μέρα και, δυστυχώς, η μεν τρόικα επιμένει στη λιτότητα, η δε ελληνική κυβέρνηση δεν έχει να προβάλει ούτε μία ιδέα για ανάπτυξη.

Οι κλιμακούμενες επιθετικές αξιώσεις της Τουρκίας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων συμπίπτει με την σφοδρή οικονομική κρίση στα δύο ελληνικά κράτη και με τις φυγόκεντρες τάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η οικονομική κρίση γεννά πολιτική αστάθεια σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο, ενώ στην επισφαλή ΝΑ Μεσόγειο επιπλέον διαταράσσονται γεωπολιτικές ισορροπίες παγιωμένες επί πολλά έτη. Η Κύπρος νιώθει αυτή την τεκτονική μετατόπιση σε όλο της το σώμα.

Το κραχ του 2008 και η αλυσιτελής αντιμετώπισή του από την ευρωζώνη σημαίνουν μιαν ιστορική καμπή: η Ευρώπη δεν εγγυάται την οικονομική διάσωση με σταθερά ισοδύναμα κριτήρια, και δεν εγγυάται ότι θα τηρεί ομαλά τις κοινές αποφάσεις, όπως το Σύμφωνο Ανάπτυξης του Ιουνίου 2102 που εθέσπισε η Σύνοδος Κορυφής για τη λειτουργία του ESM.

Ενώπιον της πρώτης μείζονος κρίσης από θεσπίσεώς του, το κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο ραγίζει· οι ισχυροί εταίροι μεριμνούν πρωτίστως και αποκλειστικώς για τα συμφέροντά τους, οι δε αδύναμοι κρίκοι μένουν εκτεθειμένοι όχι μόνο οικονομικά αλλά και ωθούνται να αποκοπούν γεωπολιτικά. Η ευρωζώνη φέρεται σαν να μη δύναται ή να μην επιθυμεί να εγγυηθεί ούτε τα κατάλοιπα εθνικής κυριαρχίας των πτωχευμένων μελών.

Οι αντιδράσεις των πτωχευμένων ή υπό ύφεση κρατών ποικίλουν, αναλόγως των απειλών που δέχονται. Κοινός παρονομαστής ωστόσο είναι η διάχυτη ανησυχία, ο ευρωσκεπτικισμός, το ψυχικό χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί και σε πολιτικό χάσμα, εφόσον δεν γίνουν εγκαίρως αμοιβαίες προσεγγίσεις. Για να αποφευχθεί η ρήξη, χρειάζεται επειγόντως ριζική αλλαγή στο μείγμα εφαρμοζόμενης πολιτικής. Η αστάθεια που επιφέρουν σε Κύπρο και Ελλάδα τα υφεσιογόνα προγράμματα διάσωσης αναιρεί βιαίως τα ιστορικά πλεονεκτήματα που πρόσφερε η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μεσοπρόθεσμα ίσως αναγκάσει τα πληττόμενα κράτη να αναθεωρήσουν στρατηγικούς σχεδιασμούς πολλών δεκαετιών.

Δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί: οι στίχοι του Διονυσίου Σολωμού γράφτηκαν για την Ελλάδα που πάσχιζε να ελευθερωθεί, αλλά ταιριάζουν και στην παρούσα περίσταση για την Κύπρο, που πασχίζει να σωθεί. Δεμένες οι μοίρες όμως της Ελλάδας και της Κύπρου, σε όλο τον εικοστό αιώνα, απ΄ τα πρώτα σκιρτήματα της νήσου για αυτοδιάθεση-ένωση έως τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα του1955-60 και την χουντική προδοσία του ‘74 που έφερε την πολεμική καταστροφή και την τουρκική κατοχή. Κοινή η μοίρα και στην πρώτη μεγάλη περιπέτεια του 21ου αιώνα, στην πτώχευση.

Πρώτα η Ελλάδα και πολύ αργότερα η Κύπρος, μετά το σκοτεινό ορόσημο του ‘74, συνδέθηκαν με την ευρωπαϊκή οικογένεια για ασφάλεια και ευημερία. Και εκεί ακριβώς, μέσα στην ευρωπαϊκή αγκαλιά, ίσως και εξαιτίας της, τους βρήκε η μεγάλη ιστορική δοκιμασία. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η παρούσα κρίση στέλνει και τα δύο ελληνικά κράτη στην πικρή κοινή αφετηρία του ‘74: όταν η μεν Κύπρος έστηνε εξαρχής κρατική δομή με πρόσφυγες και ερείπια, φτάνοντας εντέλει στο οικονομικό θαύμα του 2000, η δε Ελλάδα ίδρυε την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και την μεταπολιτευτική ευημερία πάνω στις στάχτες της κυπριακής τραγωδίας. Τώρα, με διαφορά τριών ετών, βρίσκονται πάλι αντάμα, στην ίδια σκολιά οδό.

Οπως και να εξελιχτεί η κατάσταση, η Κύπρος θα βγει βαριά πληγωμένη. Η οικονομία της δεν θα μπορέσει εφεξής να στηριχτεί στον υπερτροφικό τραπεζικό τομέα, όπως έκανε την τελευταία εικοσαετία. Η ύφεση και η ανεργία θα την πλήξουν, αν και ίσως όχι στον ίδιο βαθμό με την Ελλάδα· η οικονομία της θα χρειαστεί να αναπροσανατολιστεί βιαίως. Παρ’ όλ’ αυτά, η εκπαρθένευση μεσοπρόθεσμα θα την ωφελήσει, εφόσον επιπλέον διατηρήσει τον έλεγχο στα αποθέματα υδρογονανθράκων. Και εφόσον διατηρήσει και αξιοποιήσει την εθνική ομοψυχία που επέδειξε τις πρώτες μέρες του σοκ. Αλλωστε το πρώτο εξαγόμενο είναι ότι η υπνώττουσα και εγκληματικά ακηδής ηγεσία σύρθηκε από τον λαό σε ενέργειες και αποφάσεις που έπρεπε να τις είχε προφτάσει πολύ πριν την αποφράδα Παρασκευή.
Τα δύσκολα άρα τώρα αρχίζουν, αλλά τουλάχιστον η Κύπρος δεν είναι το πρώτο πειραματόζωο και ήταν η πρώτη που είπε ένα όχι: το όχι δεν αποτρέπει τη ζημιά, αλλά ενισχύει το πολιτικό φρόνημα του λαού, τον κάνει να νιώθει ότι έχει λόγο για την ύπαρξή του και τον βίο του, όπως το όχι του 2004 στο Σχέδιο Ανάν.

Για την Ελλάδα, το πρώτο πειραματόζωο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το σοκ συνεχίζεται αδιάκοπο από τον Μάιο του 2010. Το πολιτικό φρόνημα βρίσκεται στο ναδίρ, λόγω κόπωσης και φόβου· η ήττα ποτίζει τον πληθυσμό. Στο διαδοχικά τιθέμενο δίλημμα «το Λιγότερο Κακό ή το Χειρότερο» η Ελλάδα επιλέγει διαρκώς το Λιγότερο Κακό, και βυθίζεται διαρκώς στα χειρότερα. Τρία χρόνια τώρα, και ο βυθός δεν έχει φανεί ακόμη. Πολύ περισσότερο, το λυγισμένο φρόνημα δεν επιτρέπει να εκδιπλωθούν οι ναρκωμένες και λανθάνουσες δυνάμεις· κι είναι πολλές. Η ηττοπάθεια, η μεμψιμοιρία, η παράλυση, η αυτοϋποτίμηση, ο γραικυλισμός, η σύγχυση ταυτότητας είναι χειρότερες απ΄όλες τις πτωχεύσεις.

Κι όμως, ξανά ο Σολωμός: «Σε βυθό πέφτει από βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος, / εκείθ’ εβγήκε ανίκητος».

grillo-dario-fo

Το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία, πολύμορφο και ασταθές, με νέους και παλαιούς παίκτες, ενδεχομένως προοικονομεί άλλες ισορροπίες μέσα στην Ευρώπη της κρίσης. Το εκλογικό αποτέλεσμα αναδεικνύει πρώτη την Κεντροαριστερά του Μπερσάνι, αλλά σε απόσταση αναπνοής από τη Δεξιά του Μπερλουσκόνι και από τον απρόβλεπτο λαϊκιστή Γκρίλο. Και οι τρεις μπορούν να ισχυρίζονται ότι νίκησαν: Ο Μπερσάνι διότι πιθανόν θα βρεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης, αν και μάλλον αδύναμης. Ο Μπερλουσκόνι διότι νεκραναστήθηκε και απειλεί να τιμωρήσει αυτούς που τον ανέτρεψαν. Και φυσικά ο Γκρίλο, που ανέβηκε στην κορυφή από το πουθενά.

Ποιος έχασε; Ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Μόντι είναι ο μεγάλος ηττημένος, όχι τόσο λόγω του χαμηλού σκορ, όσο επειδή εγκατέλειψε τη θέση τού υπεράνω κομματικών παθών τεχνοκράτη και τις υποσχέσεις του, εκτέθηκε στη λαϊκή κρίση και βρέθηκε ελλιπής. Ηττημένη άρα μπορεί να θεωρηθεί εν συνόλω η πολιτική λιτότητας, που εφάρμοσε η διακομματική κυβέρνηση Μόντι, ακολουθώντας τη γραμμή των Βρυξελλών και του Βερολίνου για δημοσιονομική πειθαρχία και περιορισμό των μισθών. Υπό αυτή την έννοια, τραυματίζεται και η πολιτική Μέρκελ, για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη και για εμπέδωση της γερμανικής ηγεμονίας.

Μεγάλος νικητής είναι ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο με το Κίνημα Πέντε Αστέρων: το καινοφανές μόρφωμα μεταμοντέρνου λαϊκισμού εν πολλοίς εκφράζει τους ποικίλους Αγανακτισμένους των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι πλήττονται από την κρίση και απορρίπτουν βίαια τα παραδοσιακά κόμματα. Οι Γκριλίστι, κινούμενοι εκτός των συμβατικών ΜΜΕ, με χαρακτηριστικά κοινοτισμού grassroots που εκδηλώνονται με δημόσιες συναθροίσεις και έντονη χρήση των διαδικτυακών κοινοτήτων και εργαλείων, υπό μία έννοια είναι η άναρθρη, άγαρμπη, τυφλή, πλην αποτελεσματική, εκδίκηση των άφωνων πολιτών απέναντι στον μαρασμό της αντιπροσώπευσης και την κατίσχυση των αγορών έναντι της πολιτικής. Η δική τους ατελής αντι-πολιτική είναι μια έκφραση του πολιτικού από το πλήθος στην εποχή της μεταδημοκρατίας.

Αν αναζητούσαμε κάποιες αναλογίες, στην Ελλάδα οι Αγανακτισμένοι κινήθηκαν εκλογικά προς τρεις κατευθύνσεις: τους συνταγματικούς ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητους Ελληνες και τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Στην Ιταλία τους απορρόφησε όλους σχεδόν ο αντισυστημικός μη φασίστας Γκρίλο σε μια διαρκή καρναβαλική εκδραμάτιση, και εν μέρει ο παλαιοκομματικός φθαρμένος Μπερλουσκόνι με τους δικούς του θεατρινισμούς.

Ενα χαρακτηριστικό, εκτός του λαϊκισμού, που μοιράζονται, σε διαφορετικό βαθμό, Μπερλουσκόνι και Γκρίλο: η εναντίωση στην ηγεμονία της Γερμανίας και η αφύπνιση της εθνικής υπερηφάνειας. Ο κωμικός επιπλέον διακηρύσσει ανοιχτά τον ευρωσκεπτικισμό του. Αυτό το στοιχείο ίσως έχει τη μεγαλύτερη διευρωπαϊκή επιρροή: η τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Ευρωζώνης, η έβδομη οικονομία του πλανήτη, με 2 τρισ. χρέος και βυθισμένη στη μακρύτερη ύφεση των τελευταίων είκοσι χρόνων, αμφιβάλλει για την κοινή ευρωπαϊκή μοίρα.

Ο σπασμός του μεγάλου ιταλικού λαού, υπό την πίεση της κρίσης, διατυπώνεται τώρα με όρους που μπορούν να αυξήσουν απρόβλεπτα την εντροπία του ήδη ασταθούς ευρωσυστήματος.

Eως αργά χθες το βράδυ, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, το Eurogroup δεν είχε ανακοινώσει την απόφασή του για την πορεία του ελληνικού χρέους. Δυόμισι χρόνια μετά την πρώτη επιχείρηση διάσωσης, που υποσχόταν ότι θα επέλυε διά μιας την κρίση χρέους, η Ελλάδα παραμένει βυθισμένη στην αβεβαιότητα, πολύ χειρότερα από ποτέ. Διότι το θέμα πια δεν είναι αν θα λάβουμε την ήδη πολυκαθυστερημένη δόση του δεύτερου πακέτου διάσωσης, αλλά αν θα τερματιστεί το αφόρητο καθεστώς αβεβαιότητας και ομηρίας, που έχει παραλύσει την οικονομία και πληγώνει διαρκώς την κοινωνία.

Δυστυχώς δικαιώνονται όσοι από την αρχή εκτιμούσαν ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, ότι η κρίση χρέους αφορούσε και άλλους «αμαρτωλούς», εκτός της Ελλάδος, και ότι μια βασική πηγή του προβλήματος εντοπιζόταν στην αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος και στις ασυμμετρίες εντός της Ευρωζώνης. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 όχι μόνο κατέδειξε τις δομικές αδυναμίες της Ευρωζώνης, αλλά τώρα πλέον δοκιμάζει τις αντοχές των δημοκρατικών κρατών και καταστρέφει τις κοινωνίες.

Στη δική μας περίπτωση η κρίση ξέσπασε πρώτη και σφοδρότερη. Με την εκ των υστέρων γνώση μπορούμε να διακρίνουμε ότι όλα σχεδόν έγιναν λάθος εξ υπαρχής. Η ελληνική ηγεσία αιφνιδιάστηκε και παρέλυσε· δεν επεξεργάστηκε καμία δική της πρόταση για έξοδο από την κρίση· παραδόθηκε στους χειρισμούς των απρόθυμων εταίρων – δανειστών. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας, δεν μπόρεσε επίσης να δώσει δραστική λύση· δεν θέλησε να αναγνωρίσει το βάθος και την έκταση του προβλήματος, προτίμησε να δίνει προσωρινές λύσεις και μετέθεσε τα δύσκολα για αργότερα.

Με γερμανική πρωτοβουλία κυρίως, αλλά όχι μόνον, αυτή η αναβλητικότητα μεταμφιέστηκε σε ρητορική περί αρετής και αμαρτίας, και πήρε ανθελληνική και αντιμεσογειακή χροιά. Η ρητορική μεταμφίεση του προβλήματος πλήγωσε περαιτέρω την Ελλάδα, διότι εσωτερικεύτηκε σε μεγάλο βαθμό, θόλωσε την κρίση του λαού και τον διαίρεσε ψυχικά. Εχει πλήξει επίσης και την Ευρώπη πολιτικά, στην ίδια την ουσία της: την ένωση ελεύθερων κρατών. Η κρίση και η ατελέσφορη διαχείρισή της έδειξε την Ευρώπη άνιση, ασύμμετρη, τιμωρητική, δύσκαμπτη, έτοιμη να προσφύγει σε εθνοτικά στερεότυπα και λόγια μίσους.

Αποτύχαμε να προσεγγίσουμε, όταν ακόμη μπορούσαμε, μια λύση ριζική και βιώσιμη, δηλαδή μια λύση προς όφελος και της Ελλάδας και της Ευρώπης. Αυτή η αποτυχία κλονίζει την ενωμένη Ευρώπη και καταστρέφει την Ελλάδα.

Αλλά εμάς τώρα μας ενδιαφέρει πρωτίστως να σταματήσει αυτή η κατρακύλα στη φτώχεια και την αστάθεια. Τώρα ζητάμε απελπισμένα όχι τη δόση, αλλά ένα τέλος: τέλος στην κατρακύλα, την αβεβαιότητα, την αστάθεια. Οποιοδήποτε τέλος θα είναι καλύτερο από αυτό το μαρτύριο των αναβολών και της βύθισης· διότι στο τέλος βρίσκεται τουλάχιστον μια αρχή.

Η κρίση που άρχισε το 2008 και κλιμακώνεται εφεξής, έδειξε μεγεθυμένες όλες τις αδυναμίες της αρχιτεκτονικής ευρώ, και ακόμη περισσότερο έδειξε το πολιτικό έλλειμμα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η δυσχερής ή και τραγική κατάσταση την οποία βιώνουν οι νέοι Ελληνες, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Ιρλανδοί, Ιταλοί, δείχνει ανάγλυφα την απόκλιση οικονομιών και κοινωνιών μέσα στους κόλπους της Ε.Ε., και κατά τούτο το πολιτικό ναυάγιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Εχει αλλάξει ριζικά ακόμη και η ρητορική, ο λόγος περί την Ευρώπη και για τις προσδοκίες των εθνών από την ένωσή τους. Εκεί που άλλοτε, έως και τις αρχές της δεκατίες ’90, κυριαρχούσαν λέξεις-κλειδιά όπως «σύγκλιση» και «κοινωνική συνοχή», τώρα ακούγονται η «ανταγωνιστικότητα» και η «λιτότητα».

Στην ουσία, η Ε.Ε. βρίσκεται σε διαδικασία απόκλισης, που φτάνει έως την απειλή της αποπομπής κρατών-μελών· στο εσωτερικό της παγιώνονται πολλές κατηγορίες χωρών, με προεξάρχουσα μια μικρή ομάδα βορείων γύρω από την ηγετική Γερμανία, και ακουλουθούσες τις μεγάλες, πλην τραυματισμένες οικονομικά, «λατινικές» χώρες, τις ουδέτερες και εκτός ευρωζώνης σκανδιναβικές, τις βαριά τραυματισμένες χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης, τις ακόμη πιο περιθωριακές μικρές κεντροανατολικές χώρες, την Πολωνία ως ακραίο νατολικό ανάχωμα κ.ο.κ. Η δε Βρετανία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ηπειρο.

Ο κερματισμός της Ευρώπης είχε φανεί ήδη από τον Πόλεμο του Ιράκ, αλλά και από τη αυξανόμενη δυσκαμψία κατά τις διαδικασίες ενοποίησης με εντολές εκ των άνω. Οι λαοί των κρατών-μελών φάνηκαν σκεπτικιστές ή απορριπτικοί και οι ηγεσίες τους απέφυγαν να θέσουν τα σχέδιά τους υπό την έγκριση των πολιτών. Η ίδια η συγκρότηση της ηγεσίας της Ε.Ε., με πρόσωπα χαμηλού ή ανύπαρκτου κύρους, έδειχνε ότι η πραγματική πηγή εξουσίας ήταν οι κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών.

Την ώρα που η ιστορία έκρουσε τη θύρα, με την κρίση του 2008 και τη συνακόλουθη κρίση χρέους στην ευρωζώνη, φάνηκε ποιος σηκώνει πρώτος το κόκκινο τηλέφωνο: η καγκελαρία του Βερολίνου και η, κατά γερμανικό πρότυπο ανεξάρτητη, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της Φρανκφούρτης. Το διοικητήριο των Βρυξελών εξέπεσε πάραυτα σε δευτεραγωνιστικό ρόλο, σχεδόν σε ρόλο κομπάρσου.

Η γερμανική διπλωματία δεν έχει δείξει ευελιξία και διορατικότητα. Και το Βερολίνο δεν έχει πείσει ότι στο εθνικό του σχέδιο περιλαμβάνεται η Ευρώπη υπό τους γνωστούς ιστορικά όρους. Η ενιαία Γερμανία φαίνεται να επιθυμεί μια ηγεμονία α λα καρτ, χωρίς να καταβάλει το τίμημα της ηγεμονίας, με τους δικούς της όρους εθνικής ανάπτυξης, με χώρες δορυφόρους, χωρίς να νοιάζεται για σύγκλιση ή για συνοχή, σαν να μην υπολογίζει καν το κόστος της παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας ή και του χάους στις τραυματισμένες χώρες-μέλη.

Η Ε.Ε. από ιστορικός παράγων ενότητας και ασφάλειας, κινδυνεύει να καταστεί παράγων αποκλίσεων και αστάθειας στην πιο προηγμένη περιοχή του πλανήτη.

Η παρέμβαση της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων ευρωπαϊκών κρατών μπορεί να αποσυμφορήσει την πίεση σε Ισπανία και Ιταλία και να αποβεί το πρώτο αποφασιστικό βήμα για τιθάσευση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Πολύ καθυστερημένο βήμα βεβαίως, διότι ήδη η Ευρωζώνη διολισθαίνει σταθερά στην ύφεση, με ό,τι αυτό σημαίνει για την κοινωνική συνοχή της Ευρώπης, ενώ τρεις τουλάχιστον χώρες βρίσκονται ήδη εκτός αγορών, εντός Μνημονίων.

Ειδικότερα την Ελλάδα η παρέμβαση Ντράγκι δεν την ωφελεί, τουλάχιστον άμεσα. Η χώρα μας δεν βρίσκεται σε διαδικασία επιστροφής στις κεφαλαιαγορές· ουσιαστικά, κανείς δεν πιστεύει ότι θα επιστρέψει με το πέρας της χρηματοδότησης, το 2015. Επίσης η Ελλάδα δεν λαμβάνει ρευστότητα απευθείας από την ΕΚΤ, με εγγυήσεις κρατικούς τίτλους, από τον περασμένο Ιούλιο· ως εκ τούτου, η ρευστότητα μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος κοστίζει αρκετά περισσότερο. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνήθηκε εκ νέου να κουρέψει τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει.

Εν συνόψει, για να επωφεληθεί η Ελλάδα από το νέο κλίμα που αναδύεται στην Ευρώπη, πρέπει να πειθαρχήσει στους όρους του Μνημονίου – αυτό το μήνυμα φτάνει από κάθε πλευρά. Μαζί με άλλο ένα, πιο σιγαλόφωνο: η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποκοπεί από την Ευρωζώνη. Το ζήτημα άρα εντοπίζεται στο αν η Ελλάδα μπορεί να αντέξει, σαν κοινωνία και σαν οικονομία, έως ότου η βραδέως αναδιατασσόμενη πολιτική της Ευρωζώνης αρχίσει να επιδρά ευεργετικά πάνω της.

Δυστυχώς η ύφεση και η ανεργία καλπάζουν και οι επικείμενες περικοπές είναι βέβαιο ότι θα τις επιδεινώσουν, χωρίς να ελαφρύνουν το χρέος ή να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα. Με οικονομία – ζόμπι και κοινωνία στα πρόθυρα της κατάρρευσης, πιασμένη σε μια θανάσιμη παγίδα, η Ελλάδα κινδυνεύει να απολέσει και τη γεωπολιτική της αξία: να θεωρείται σαν βάρκα ναυαγών στην ουρά μιας βραδυπορούσας νηοπομπής.

H προσφυγή της Ισπανίας στους μηχανισμούς στήριξης της Ε.Ε., προκειμένου να διασώσει τις τράπεζες της, συνέβη εσπευσμένως, μία μόνον εβδομάδα πριν από τις αμφίρροπες εκλογές στην Ελλάδα. Το φαινόμενο της πεταλούδας ή της επιμόλυνσης των οικονομιών επηρέαζει πλέον άμεσα τις αποφάσεις στην κορυφή της ευρωζώνης, παρότι επισήμως επαναλαμβάνονται μονότονα οι διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου. Οι αγορές το έθεταν σαφέστερα, από την αρχή της κρίσης χρέους: Η Ελλάδα ήταν αρκετά μεγάλη για πέσει, και η Ισπανία αρκετά μεγάλη για να σωθεί.

Δυστυχώς για μας τους Ελληνες, καμία πρόβλεψη δεν περιέχει άμεση ανακούφιση: είτε η ευρωζώνη προχωρήσει σε ακρωτηριασμό της Ελλάδας είτε διατηρήσει εν καταστολή το άρρωστο μέλος με στάγδην παροχή χρήματος, η χώρα είναι πλέον αναξιόχρεη, η οικονομία της στεγνή και η κοινωνία στο όριο θραύσεως. Η εκλογή της 6ης Μαϊου κατέγραψε και πολιτικά την απόγνωση του κερματισμένου κοινωνικού σώματος, ενώ και η επερχόμενη κάλπη της 17ης Ιουνίου δεν αναμένεται να γεννήσει θαύμα. Μπορεί οι προσδοκίες του απεγνωσμένου και φοβισμένου λαού να ρέουν αντιστοίχως προς τους δύο πόλους «αντιμνημόνιο – αντισύριζα», εντούτοις καμία προσδοκία, όσο ισχυρή, δεν άλλαξε ποτέ τον ρου της ιστορίας. Ο ρους μπορεί να επηρεαστεί, αν και όχι να εκτραπεί, μόνον από την συγκεντρωμένη, ενεργητική εκδήλωση της βούλησης του ιστορικού υποκειμένου.

Μέγα μέρος της αναξιοπιστίας της χώρας οφείλεται στην ιδιοτέλεια, την αδράνεια, την ανικανότητα και τα κατά συρροή σφάλματα της εγχώριας ελίτ. Το έχουν πει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο οι επικεφαλής του ΔΝΤ και πρόσφατα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε. Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο ξένος παράγων δεν έχει αξιόπιστο συνομιλητή, ικανό να διαπραγματευτεί ρεαλιστικά επ’ ωφελεία του ελληνικού λαού, και ικανό να τηρήσει όσα συμφωνεί. Τα πολλά και εύκολα «ναι» διολίσθησαν ταχύτατα σε «δεν μπορώ» και «δεν γίνεται».

Οποιο κόμμα κι αν πρωτεύσει, δεν θα έχει αυτοδυναμία, άρα δεν θα είναι σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση ισχυρή, ικανή να διαπραγματευτεί στο εξωτερικό, να πείσει και να εμπνεύσει στο εσωτερικό. Μια λύση, ίσως η μόνη, θα ήταν ο σχηματισμός πατριωτικού μετώπου προς εθνική σωτηρία, υπό την έννοια ότι το πρώτο κόμμα θα προτείνει κυβέρνηση με πρόσωπα κύρους, με απήχηση υπερβαίνουσα τα κομματικά, ακόμη και τα ιδεολογικά, όρια. Μια τέτοια κυβέρνηση, με επικεφαλής τον αρχηγό του πλειοψηφήσαντος κόμματος, θα είχε την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση και επιπλέον θα αποκτούσε το ηθικό πλεονέκτημα στα μάτια του οργισμένου και δύσπιστου λαού: τα μέλη της δεν θα είχαν αμαρτίες παρελθόντος ούτε προσδοκία πολιτικού κέρδους, αλλά ιστορικό καθήκον έναντι του κινδυνεύοντος μέλλοντος. Η συγκέντρωση άξιων και άφθαρτων θα λειτουργούσε σαν υπερκομματική δεξαμενή σκέψης και δράσης, και θα κινητοποιούσε και άλλους πολλούς να δουλέψουν υπέρ του κοινού καλού. Επιπλέον, μια τέτοια κίνηση θα επανέφερε μέρος της χαμένης διεθνούς αξιοπιστίας.

Η χώρα χρειάζεται χρόνο. Ο χρόνος μπορεί να κερδηθεί μόνο με συμπυκνωμένη βούληση, κεραυνοβόλο ενεργητικότητα και προ πάντων γενναίες υπερβάσεις. Η ιστορία δεν περιμένει.

Οι ελληνικές εκλογές παίρνουν άλλη διάσταση, κυρίως ως προς το πολιτικό μήνυμα που θα στείλουν εκτός συνόρων, αν τις δουμε με φόντο τις ραγδαίες πλέον εξελίξεις στην Ευρώπη. Η ατζέντα φαίνεται να αλλάζει: από τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη λιτότητα, προς μια κατεύθυνση τόνωσης της ανάπτυξης και ανάσχεσης της ύψεσης.

Οι εκλογές στη Γαλλία ήταν το πρώτο σήμα ότι κάτι άλλαζει: όποιος Πρόεδρος κι αν εκλεγεί, είναι προφανές ότι το Παρίσι εφεξής δεν θα ακολουθήσει πειθήνια τη δημοσιονομική ορθοδοξία του Βερολίνου. Πολύ περισσότερο που πιθανότερος Πρόεδρος είναι ο διακριτικά, πλην σαφώς, «ανυπάκουος» Φ. Ολάντ, στηριγμένος και σε αριστερές ψήφους.

Δεύτερο σήμα, το ράγισμα της Ισπανίας. Ο ιβηρικός γίγαντας, βαριά τραυματισμένος από την ανεργία και το κόστος δανεισμού, υποβαθμίστηκε και απειλεί να παρασύρει όλη την ευρωζώνη. Ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών, περιγράφοντας την τεράστια κρίση της χώρας του, εξέπεμψε SOS προς την Ε.Ε.: «Η Ευρωζώνη είναι σαν τον Τιτανικό. Ένας να πνιγεί, θα πνιγούμε όλοι, ακόμα και οι επιβάτες της πρώτης θέσης». Τρίτο σήμα, ο κλονισμός της Ολλανδίας, στον σκληρό πυρήνα του ευρωβορρά. Αλλα σήματα: ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μ. Σουλτς κατηγορεί τον γαλλογερμανικό άξονα για περιφρόνηση των ευρωπαϊκών οργάνων κατά τη σύναψη του δημοσιονομικού συμφώνου και δεν αποκλείει διάλυση της Ε.Ε. Ο βετεράνος Ρομάνο Πρόντι προτείνει άξονα Γαλλίας-Ιταλίας-Ισπανίας. Ο Μάριο Μόντι πιέζει τη Γερμανία να βάλει στην ατζέντα της τον όρο ανάπτυξη.

Ολα κινούνται, όλα πάνε να αλλάξουν. Ωστε το πολιτικό διακύβευμα στο ελληνικό εργαστήριο παύει να είναι η μονοδιάστατη στοίχιση υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου. Το Μνημόνιο ως μοντέλο πιθανόν να πεθάνει σύντομα. Ιστορικό ζητούμενο είναι οι προτάσεις για παραγωγική ανασυγκρότηση και εφικτή, βιώσιμη ανάπτυξη, οι προτάσεις για πολιτική αναγέννηση. Το ερώτημα είναι: Η Ελλάδα θα προλάβει να συμπεριληφθεί σώα στο νέο ευρωπαϊκό τοπίο;

Λίγο μετά την ολοκλήρωση του PSI και την υπογραφή του Μνημονίου ΙΙ, μαθαίνουμε από τα πιο αρμόδια χείλη, το πραγματικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου στήθηκε και εκτελέστηκε το σχέδιο. Η καγκελάριος της Γερμανίας, σε χθεσινή συνέντευξή της στο BBC, βεβαιώνει ότι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα απέβαινε καταστροφική για το ευρώ και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση, τονίζοντας ότι η συμμετοχή στην Ευρωζώνη είναι πολιτική απόφαση.

Ο Ελληνας πολίτης ωστόσο θυμάται ότι ήδη από τη νύχτα των Καννών, οι κ.κ. Μέρκελ και Σαρκοζί έθεσαν την Ελλάδα προ του εκβιαστικού διλήμματος «ευρώ ή δραχμή». Αυτό το δίλημμα οδήγησε μάλιστα στην αποπομπή του Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία και στον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Λουκά Παπαδήμο, η οποία υπέγραψε εντέλει το δεύτερο Μνημόνιο.

Σύμφωνα όμως με τις εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το PSI και το Μνημόνιο δεν θα βγάλουν την Ελλάδα από την ύφεση, δεν θα την οδηγήσουν στις αγορές, δεν θα καταστήσουν το χρέος βιώσιμο. Το 2015, η χώρα θα έχει χρηματοδοτικό κενό ύψους από 32 έως 67 δισ. ευρώ!

Αρα το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» μάλλον πρέπει να εκληφθεί ως εκβιασμός, ακριβώς για να παραιτηθεί η Ελλάδα από τη δυνατότητα να κηρύξει στάση πληρωμών και να αναζητήσει τα πιο πρόσφορα εργαλεία για την ανάκαμψή της. Ο εκβιασμός λειτούργησε: εκάμφθησαν και οι Ελληνες πολιτικοί και, κυρίως, εκάμφθησαν οι έντρομοι πολίτες. Ετσι, το PSI εκτελέσθηκε σαν ένα γιγάντιο swap, με το οποίο οι γαλλογερμανικές τράπεζες ξεφορτώθηκαν τα ελληνικά ομόλογα-σκουπίδια, κουρεμένα έστω, και τα φορτώθηκαν τα κράτη. Τώρα η Ελλάδα χρωστάει σε κράτη-εταίρους της και στους λαούς τους, χρωστάει ευρώ, όποια κι αν είναι η μετέπειτα νομισματική εξέλιξη, το χρέος διέπεται από βρετανικό δίκαιο και θα εξοφλείται κατ’ απόλυτο προτεραιότητα, ανεξαρτήτως των αναγκών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Η Ελλάδα δεν κήρυξε πτώχευση με τους όρους της, στον χρόνο και με τον τρόπο που θα καθιστούσαν την πτώχευση ανακουφιστική. Τώρα η οικονομία της βυθίζεται στην ύφεση για πέμπτη συνεχή χρονιά, το ΑΕΠ συρρικνώνεται, το χρέος διογκώνεται σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό του ΑΕΠ – αυτά διαπιστώνουν όλοι οι διεθνείς αναλυτές, και περιγράφει επακριβώς το ΔΝΤ.

Τώρα η χώρα παραμένει στην Ευρωζώνη, εξουθενωμένη, ανίκανη να εξυπηρετήσει το χρέος της, εκλιπαρούσα την καλοσύνη των ξένων, ήτοι του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Βερολίνου. Και ελπίζει σε αλλαγή πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης από την Ευρώπη – η οποία αλλαγή γίνεται όλο και πιθανότερη. Θα αντέξει όμως ώς τότε η Ελλάδα, ώστε να ανακουφιστεί; Οσο και όπως αντέξει. Πράγματι, η κ. Μέρκελ έχει δίκιο: Η Ελλάδα δεν έπρεπε να βγει από το ευρώ…

Η απόφαση των 17+9 της Ευρώπης για χρυσό δημοσιονομικό κανόνα και τιμωρίες απειθάρχων δεν κατεύνασε τις αγορές. Ισως γιατί ακόμη και οι αγορές περίμεναν μια πολιτική απόφαση με ιστορικό βάρος, που θα συνέδεε τις ευρωπαϊκές χώρες πολύ πιο στέρεα από έναν δημοσιονομικό κανόνα, και θα τους επέτρεπε να ξανοιχτούν στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης με ανανεωμένα πολιτικά εργαλεία. Αντιθέτως, η απόφαση των Ευρωπαίων σφραγίζεται από τις εμμονές της γερμανικής καγκελαρίας: την εμμονή στο σκληρό νόμισμα, την εμμονή στη δημοσιονομική ορθοδοξία, και σε ιδιότυπο μίγμα ηγεμονισμού-απομονωτισμού.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ψέλλισαν διάφορες ενστάσεις, αλλά εντέλει συντάχθηκαν πίσω από το κοντόθωρο όραμα της τακτικίστριας Μέρκελ, τόσο τακτικίστριας και καιροσκόπου που λαμβάνει μεγάλες αποφάσεις για την Ευρώπη, ανάλογα με το εκλογικό κλίμα στα γερμανικά κρατίδια και ανάλογα με τα ανθελληνικά ή αντιμεσογειακά πρωτοσέλιδα της Bild. H κ. Μέρκελ πιθανόν οραματίζεται τη Γερμανία σαν ένα πλούσιο νησί μέσα στην Ευρώπη, που απολαμβάνει όλα τα οφέλη της ασύμμετρης ευρωζώνης, ως ισχυρή, χωρίς να θέλει να επωμιστεί κανένα κόστος εξισορρόπησης. Οι ασθενέστεροι κρίκοι της ασύμμετρης Ευρώπης σύρονται τώρα πίσω από την τιμωρητική ηγεμονία του Βερολίνου. Για πόσο ακόμη; Η πειθάρχηση στο γερμανικό όραμα δεν φαίνεται ικανή να προστατεψει τους ευρωπαϊκούς λαούς από τη φτώχεια και την ανασφάλεια· στην πρόσφατη Σύνοδο, δεν ακούστηκαν ούτε καν σαν ευχές λέξεις-κλειδιά για την Ε.Ε., όπως ανάπτυξη, συνοχή, σύγκλιση.

Ο διαφαινόμενος εκγερμανισμός της Ευρώπης είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει το αντίθετό του: κύματα αντιγερμανισμού καταρχάς, και κύματα ευρωσκεπτικισμού εν συνεχεία. Γιατί ο συκοφαντούμενος και δοκιμαζόμενος Νότος, και όλη η ευρωπεριφέρεια, να παραμείνουν πιστοί στο δόγμα βιαίης εσωτερικής υποτίμησης που τους βυθίζει στην ύφεση και την κοινωνική αποσάθρωση; Που δεν τους εξασφαλίζει καν μεσοπρόθεσμη προστασία έναντι των αναδυόμενων γιγάντων του BRIC; Πολύ περισσότερο που οι ιστορικές αποφάσεις για την Ε.Ε. δεν ελέγχονται κατ’ ουδένα τρόπο από τις πολιτικές κοινωνίες των κρατών-μελών. Μόνο οι Σουηδοί επιφυλάχθηκαν να πάρουν έγκριση του κοινοβουλίου τους. Τα δε δημοψηφίσματα έχουν εξοριστεί ακόμη και από τη ρητορική της ευρωηγεσίας.

Σταδιακά βλέπουμε να υποχωρεί από την κορυφή της Ευρώπης η δημοκρατία και το ιστορικό όραμα σύγκλισης και συμπόρευσης, και να εντείνονται οι φυγόκεντρες τάσεις και οι ασυμμετρίες. Ο ευρωσκεπτικισμός θα είναι το αμέσως επόμενο στάδιο: Ποιος λαός που υποφέρει θα βάλει ένα ασαφές ιστορικό σχέδιο πάνω από την άμεση ανάγκη να γεμίσει το στομάχι του και να θερμάνει το σπίτι του; Ο αντιευρωπαϊσμός και η απομόνωση θα βρουν εύκαιρο έδαφος. Αλλά μόνο ενωμένοι και συνεκτικοί οι Ευρωπαίοι άνθρωποι μπορούν να περισώσουν στον 21ο αιώνα τις μεγάλες τους κατακτήσεις της δημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας.

Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη δείχνει, ολοένα και πιο καθαρά, τα ραγισμένα πολιτικά και ηθικά θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οτι η Ενωση, σαν μια μορφή ομοσπονδίας, πορευόταν όλο και πιο επίμονα σε οικονομική τροχιά και μάλιστα σε ράγες νεοφιλελεύθερες, ήταν φανερό στους ψύχραιμους παρατηρητές από τον καιρό της Συνθήκης του Μάαστριχτ και, αργότερα, της Λισαβώνας. Η νομισματική και εμπορική ολοκλήρωση διευκόλυνε τις κινήσεις κεφαλαίων και εμπορευμάτων, αλλά το πηγαίο ερώτημα είναι ποιος ακριβώς ωφελήθηκε και πώς αυτή η ολοκλήρωση αποτελεί φυσική συνέχεια της ιδρυτικής φιλοδοξίας για την Ενωμένη Ευρώπη. Δέκα χρόνια μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, και βλέποντας την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από την πλευρά της χειμαζόμενης Μεσογείου, δικαιούμαστε να διατυπώσουμε μερικές εκτιμήσεις.

Να θυμηθούμε, καταρχάς, ότι η Ενωμένη Ευρώπη συνελήφθη ως πολιτικό σχέδιο για αποτροπή ενός τρίτου γενικευμένου πολέμου, όπως οι δύο προηγούμενοι του 20ού αιώνα, που αφάνισαν λαούς και κράτη. Δέσμευση για ειρήνη, λοιπόν. Και δέσμευση για ευημερία, επίσης. Το κράτος πρόνοιας προσφέρθηκε αυτονοήτως στους αποδεκατισμένους λαούς, που εκλήθησαν να ανοικοδομήσουν τις χώρες τους από τις στάχτες του πολέμου. Η ενωμένη Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω σε αυτό το αδιαμφισβήτητο κοινωνικό συμβόλαιο. Τι άλλαξε τα τελευταία είκοσι χρόνια, ιδίως την τελευταία δεκαετία του ευρώ; Πολύ αδρά: μια μείζων γεωπολιτική ανακατάταξη, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1989· και το ακολούθημά της, η ιδεολογική κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού, η θρησκευτική πίστη στον ορθολογισμό και το αλάνθαστο των αυτορυθμιζόμενων αγορών.

Η ενιαία Γερμανία και η βιομηχανία της ήταν οι πρώτοι ωφελημένοι. Η ευρωζώνη λειτούργησε σαν τεράστια εσωτερική αγορά για τα γερμανικά προϊόντα, εξουδετερώνοντας τον ανταγωνισμό. Η ενιαία μεγάλη Γερμανία εκμεταλλεύτηκε την αναβαθμισμένη πολιτική ισχύ της και το γεγονός ότι τροφοδοτούσε τα κοινοτικά ταμεία, για να διεκδικήσει και να λάβει πολλαπλάσια οφέλη. Και δεν πουλούσε μόνο Πόρσε Καγιέν και Μερτσέντες στις πλούσιες ελίτ των περιφερειακών χωρών του ευρώ. Τα πλεονάσματά της είναι τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού Νότου, αυτό έιναι ήδη γνωστό. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όμως, η γερμανική κυριαρχία επεκτάθηκε σε όλη τη δημόσια σφαίρα: δεν υπάρχει μείζον έργο υποδομής, δεν υπάρχει μεγάλη κρατική προμήθεια, που να μην προέρχεται από τη Γερμανία. Στο μετρό και το αεροδρόμιο της Αθήνας, στις τηλεπικοινωνίες, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στις συγκοινωνίες, στα οπλικά συστήματα, στον νοσοκομειακό εξοπλισμό, παντού υπάρχει σφραγίδα made in Germany και γερμανικό κέρδος. Και διογκωμένη διαφθορά, με χρηματισμό κρατικών λειτουργών και κομμάτων προερχόμενο από τη Γερμανία.

Κατ΄αυτόν τον τρόπο, και με την πρόθυμη συνδρομή ανίκανων ή ιδιοτελών εγχώριων ελίτ, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για την Ελλάδα σήμαινε δορυφοροποίηση και αποδυνάμωσή της· πολύ περισσότερο που οι αναγκαίες αναδιαρθρώσεις, βάσει συμβατικών υποχρεώσεων έναντι της ΕΕ, οι οποίες δεν έγιναν όταν και όπως έπρεπε, οδήγησαν σε αποβιομηχάνιση και απίσχναση του πρωτογενούς τομέα και μετατροπή της χώρας σε ένα απέραντο mall με δανεικό χρήμα, φτηνό για τις τράπεζες αλλά ολέθριο εντέλει για τον πληθυσμό και το κράτος.

Ο ευρωπαϊσμός προβλήθηκε και επιβλήθηκε ως κυρίαρχη ιδεολογία στη μεταδικτατορική Ελλάδα, ιδεολογία που εγγυάτο την ειρήνη, την ασφάλεια, τη δημοκρατία και την ευημερία. Και έναν φιλελεύθερο προσανατολισμό προς Δυσμάς. Ολοι συμφωνούσαν, πλην του ΚΚΕ. Και ήταν φυσικό, διότι ιστορικά, πολιτιστικά, πνευματικά και ψυχικά, οι Νεοέλληνες με το κράτος τους πορεύτηκαν εντός της Ευρώπης. Η οικονομική κρίση όμως έρχεται να αναδείξει τώρα τις ραγισματιές στο ιστορικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ρωγμές στις ηθικές και πολιτικές προϋποθέσεις της συνομοσπονδίας κυρίαρχων κρατών, όπως αυτή συνομολογήθηκε στον μεταπόλεμο και διήρκεσε σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η Ευρωπαϊκή Ενωση και το ευρώ δεν μπορούν σήμερα να εγγυηθούν ούτε την εθνική κυριαρχία ούτε τη δημοκρατία ούτε την ευημερία· ενδεχομένως ούτε την ασφάλεια και την ειρήνη, εφόσον αυτές απειληθούν σε περιφερειακό επίπεδο. Οι πληθυσμοί στις χώρες PIGS του Μνημονίου, με προεξάρχοντα τον ελληνικό, βιώνουν την κρίση σαν άδικο πόλεμο, και σαν προδοσία της ευρωπαϊκής υπόσχεσης για ευημερία. Η ευρωπαϊκή πίστη αμφισβητείται, ραγίζει στα θεμέλια. Κι από τις ρωγμές της ιστορίας δεν φυτρώνουν άνθη ευλαβείας και καταλαγής, φυτρώνουν άνθη του κακού, άνθη εθνοτικού μίσους, καχυποψίας, άνθη απόγνωσης και οργής.

To δημοψήφισμα, με το τρομοκρατικό δίλημμα ναι ή όχι στο ευρώ, μπορεί να αποτράπηκε, αλλά η δυναμική που εκλύθηκε συγκλόνισε το ετοιμόρροπο πολιτικό σύστημα. Το αποτέλεσμα το ζήσαμε τα προηγούμενα δραματικά εικοσιτετράωρα, λεπτό προς λεπτό, και το ζούμε ακόμη. Ο ελληνικός λαός, σχεδόν στο σύνολό του, αντελήφθη ακαριαία όχι μόνο πόσο κοντά βρίσκεται στην άτακτη χρεοκοπία, αλλά και πόσο κρίσιμη είναι η γεωοικονομική κατάσταση στην Ευρώπη. Η οικονομική και πολιτική κρίση που συνταράσσει τη μεγάλη Ιταλία, μέλος του G7, έβδομη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, χώρα της Ferrari, δείχνει ότι η Ευρώπη του ενιαίου νομίσματος, των ασύμμετρων εθνικών οικονομιών και των φυγόκεντρων κρατικών πολιτικών είναι όχι μόνο ανέφικτη αλλά καταλήγει ολέθρια για τα μέλη της. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει όχι απλώς κρίση κρατικού χρέους, αλλά κρίση πολιτικής δομής και πολιτιστικής ταυτότητας. Η απεγνωσμένη, τυχοδιωκτική κίνηση Παπανδρέου, προοριζόταν κυρίως για εσωτερική κατανάλωση, αποκάλυψε ωστόσο το άλλο πρόσωπο των εταίρων μας: το αποικιοκρατικό και αντιδημοκρατικό πρόσωπο δανειστών-τοκογλύφων και όχι εκλεγμένων ηγετών δημοκρατιών, πρόσωπα που εκφέρουν ρητορική εκβιασμού, εθνοτικής ανωτερότητας και αυταρχισμού.

Η ευρωπαϊκή ελίτ ξέχασε την πολιτική· μάλλον, την ξέγραψε. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ξεκίνησε ως ιστορική, πολιτική και πνευματική, προσέγγιση εθνών που είχαν αλληλοσφαγεί δυο φορές σε μισό αιώνα. Η ένωση έγινε για να αποτραπεί άλλος τέτοιος πόλεμος και για να ζήσουν εν ειρήνη, δημοκρατία και ευημερία οι λαοί. Αυτό μαθαίναμε στο σχολείο εδώ και δεκαετίες. Σήμερα οι ευρωπαϊκοί λαοί, φορείς της ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς, καλούνται να απαρνηθούν την ευημερία και τη δημοκρατία, λόγω ενός ακήρυκτου οικονομικού πολέμου με αόρατους εχθρούς. «Το κυνικό νόημα του ελληνικού δράματος: λιγότερη δημοκρατία είναι καλύτερη για τις αγορές», έγραψε προχθές ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο κορυφαίος Ερωπαίος φιλόσοφος, τροφοδοτώντας έναν ιστορικής σημασίας διάλογο μέσα από τις σελίδες της Frankfurter Allgemeine Zeitung. «Οταν η επιλογή υφίσταται μόνο μεταξύ πανώλης και χολέρας, δεν πρέπει η απόφαση να λαμβάνεται πάνω από τα κεφάλια ενός δημοκρατικού πληθυσμού. Δεν είναι μόνο ζήτημα δημοκρατίας, εδώ διακυβεύεται η αξιοπρέπεια», συμπέρανε.

Ακριβώς αυτά, τις ολοένα ισχνότερες προϋποθέσεις δημοκρατίας και αξιοπρέπειας, αναζητούν οι Ελληνες από την άνοιξη 2010. Πιασμένοι στα βρόχια της εγχώριας απόγνωσης, αντιμέτωποι με τις δικές μας ασυγχώρητες, μοιραίες αδυναμίες, υποχρεωμένοι εντούτοις από την ιστορία μας να σταθούμε όρθιοι με αξιοπρέπεια, αναζητούμε τώρα μια μορφή διακυβέρνησης χωρίς εκλογές, μια διαχειριστική αρχή που θα τρέξει το χρεοκοπημένο κρατικό μόρφωμα Ελλάς, κατ΄ εντολήν και υπό την επιτροπεία πανικόβλητων ευρωπαϊκών ελίτ που δεν έχουν καν ένα βιώσιμο σχέδιο για έξοδο από την κρίση. Εχουν μόνο ένα αυτοσχέδιο γιατροσόφι χορηγούμενο πειραματικά σε μεσογειακά χοιρίδια: άγρια λιτότητα επί του συνόλου πληθυσμού, για άγνωστο χρονικό διάστημα, έως ότου ηρεμήσουν οι αγορές ή έως ότου εξουδετερωθεί ο πληθυσμός.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.824 hits