You are currently browsing the tag archive for the ‘Διονύσιος Σολωμός’ tag.

Στα τέλη Νοεμβρίου, στο 8ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου που οργάνωσε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα την ταινία του Γάλλου Βενσάν Ντιέτρ «Οrlando ferito» – Oρλάνδος πληγωμένος. Πρόκειται για ένα στοχαστικό ντοκυμαντέρ, με αφηγητή τον ίδιο τον σκηνοθέτη, ο οποίος πηγαίνει στη Σικελία για μια καταγραφή του συνόρου αλλά και του κέντρου, της ψυχής, της Ευρώπης. Στην ταινία, το κεντρικό μοτίβο είναι ο Μαινόμενος Ορλάνδος, του Αριόστο, όπως παρουσιάζεται στο τοπικό λαϊκό κουκλοθέατρο – μια αλληγορία για τις απαρχές της Ευρώπης του Καρλομάγνου. Το άλλο μοτίβο είναι οι περίφημες πυγολαμπίδες του Παζολίνι, από το αλληγορικό άρθρο του στην Κοριέρε ντελα Σέρα το 1975, λίγους μήνες πριν απ΄ το θάνατό του. Σ΄ εκείνη την πνευματική διαθήκη ο σπουδαίος ποιητής και στοχαστής έκανε μια στροφή προς τον πεσιμισμό: οι πυγολαμπίδες, ζωογόνα φωτάκια ελπίδας, έχουν χαθεί, όχι μόνο λόγω της οικολογικής υποβάθμισης, αλλά λόγω της πολιτικής παρακμής. Και εξηγεί πώς αλλάζει το ιστορικό Παράδειγμα, μετά τα ελπιδοφόρα χρόνια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης.

Ο σκηνοθέτης Ντιέτρ συζητά με εξέχοντες σύγχρονους στοχαστές για τις χαμένες πυγολαμπίδες του Παζολίνι. Κεντρικός συνομιλήτής του ο Γάλλος φιλόσοφος και θεωρητικός τέχνης Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν. Ο Ουμπερμάν, με περίσσιο σεβασμό προς τον Παζολίνι, υποστηρίζει ότι σαράντα χρόνια μετά το άρθρο, με την Ευρώπη σε ιστορικό μεταίχμιο, σε ορατή παρακμή, οι πυγολαμπίδες παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν, αρκεί να έχουμε μάτια να τις δούμε. Σε μια έξοχη, συγκινητική ομιλία του προς τους Σικελούς, σε προβολή στο θέατρο Γκαριμπάλντι, ο Ουμπερμάν υποστηρίζει ότι οι πυγολαμπίδες έχουν επιζήσει, ότι δηλαδή μπορούμε να αναπτύξουμε μια πολιτική της επιβίωσης, της ελπίδας, της ομορφιάς, της αυτονομίας. Επισημαίνει ωστόσο ότι ότι ο πόνος, οι δυνάμεις του χάους και της υποταγής είναι πάντα παρούσες.

Ο Ουμπερμάν πάει ένα βήμα πέρα από τους προσφιλείς του στοχαστές, τον Παζολίνι, τον Γκράμσι, τον Μπένγιαμιν, προς μια ποιητική και συνάμα πρακτική ενόραση του κόσμου, υπερβαίνοντας την μεταμοντέρνα ακηδία: «Δουλειά μου, δουλειά μας, είναι να φτιάξουμε μικρά φωτάκια, να τα υποδείξουμε, να δείξουμε τις δυνατότητες»: μου το έλεγε τη βροχερή νύχτα της προπερασμένης Πέμπτης, καθώς αγναντεύαμε τα φώτα της πόλεως των Αθηνών, από τον Υμηττό ώς τη θάλασσα. Την περασμένη βδομάδα, αυτός ο ξεχωριστός στοχαστής μιλούσε στην Αθήνα. Με αφορμή μια ταινία μικρού μήκους της Μαρίας Κουρκούτα, («Επιστροφή στην οδό Αιόλου»), έγραψε ένα δοκίμιο υπό μορφήν επιστολής προς τη σκηνοθέτρια, ουσιαστικά ξετύλιξε τη σκέψη του για τον χρόνο, για τις απροσδόκητες συναιρέσεις του παρελθόντος μες στο παρόν, για τη δυναμική του ποιητικού σινεμά, για την τόλμη του λυρισμού.

Μαζί με αυτό το δοκίμιο (Βγαίνοντας από τον χρόνο, εκδόσεις ΚΙΠΚΕ) , διάβασα ένα παλιότερο οξυδερκέστατο κείμενό του, για την σπουδαία ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, «Η αγέλαστος πέτρα» (2002, όλη η ταινία). Και στις δύο περιπτώσεις εκπλήσσει η ελληνομάθεια του Ουμπερμάν, δηλαδή η ευρωπαϊκή του ευαισθησία, και η δημουργική σύλληψη του λόγιου και του λαϊκού. Ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, τα ρεμπέτικα, συνυπάρχουν με τον Αισχύλο και τον Πίνδαρο, τον Χάιντεγκερ και τον Χαίλντερλιν, τον Μπένγιαμιν, τον Ρίλκε. Ολα εκβάλλουν στην κατανόηση και την ενσυναίσθηση, σε μια βαθύτερη ενόραση του κόσμου, της ζωής σαν θαύμα και σαν ποίημα:

«Μας φοβίζει τόσο η γλώσσα και η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, το ιδρυτικό τους θαύμα, ώστε δεν ξερουμε πια και τόσο πώς να κοιτάζουμε απλά, έτσι όπως είναι μπροστά στα μάτια μας, τους Ελληνες του σήμερα. Οταν ο Χάιντεγκερ έκανε την περίφημη κρουαζιέρα του στην Ελλάδα, δεν είδε τίποτα, καταρχάς επειδή δεν ήθελε να δει τίποτα από την αχρειότητα του σήμερα. Την καθαρή Ελάδα που τόσο αγαπούσε, την αγαπούσε παρελθούσα, νεκρή για τα καλά.[…] Για να βγούμε όμως από τις παρελθούσες εποχές, πρέπει να ξέρουμε να επιστρέφουμε -διαρκώς- στην εμμένεια της εργασίας τους, στις επιστροφές τους, στις αναβιώσεις τους… Μπορεί να επιβιώνει εκεί που δεν το περιμένουμε καθολου, σε ένα λαϊκό ποίημα του ρεμπέτικου ή σε μια μικρή πειραματική ταινία. Δεν βρισκόμαστε μακριά από τους Ελληνες, έστω κι αν δεν πιστεύουμε πια στους θεούς του παγανισμού. Αρκεί να τους βλεπουμε επί τω έργω, να έχουμε ορθάνοιχτα υα μάτια -είναι η ετυμολογία της λέξης Έυρώπη΄- στους τρόπους τους, ακόμη και σήμερα, να ‘βγαίνουν από τον χρόνο’»

1024px-Eugène_Ferdinand_Victor_Delacroix_017

Σε αλλεπάλληλες συνομιλίες άκουσα αλλόκοτα τον εαυτό μου να αυτοσχεδιάζει γύρω από δύο μοτίβα: το φρόνημα στο παρόν, και ορόσημα του παρελθόντος.

Πρώτα, το φρόνημα. Η μακρά κρίση βιώνεται σαν χαμένος πόλεμος· αν εντοπίσουμε την πρώτη ρήξη στο 2010, από τότε ώς σήμερα το ρήγμα διαρκώς διευρύνεται, το σκάφος βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, σε νερά ανεξερεύνητα, τέτοια που ουδέποτε είχαμε φανταστεί. Και για πολλούς είναι ήδη σαφές ότι δεν θα γυρίσουμε ποτέ στην προ ρήξης εποχή, δεν θα την πλησιάσουμε καν· απλούστατα, διότι έχει συντελεστεί ήδη μια ποιοτική μεταβολή. Ακόμη και αν ανακτηθούν εν μέρει οι ποσοτικές απώλειες ζωτικών δεικτών του κοινωνικού βίου, λ.χ. η τοξική ανεργία, η κοπιαστικά αποκτημένη νέα ισορροπία θα βρίσκεται σε εντελώς άλλη ιστορική πίστα, ο κοινωνικός σχηματισμός θα είναι διαφορετικός, είναι ήδη διαφορετικός.

Στα χρόνια της βίαιης προσαρμογής έχουν ήδη μετασχηματιστεί βαθιά η διοίκηση, το εργασιακό περιβάλλον, οι δικαιικές δομές, η κατανομή του πλούτου, οι ταξικές διαστρωματώσεις. Κινούμαστε σαν υπνοβάτες μέσα σε μια νέα πραγματικότητα, που δεν την αντιλαμβανόμαστε γιατί νομίζουμε ότι ζούμε μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου ― αλλά αυτός ο άλλος είμαστε εμείς.

Μέσα σε αυτή την επώδυνη υπνοβασία, με όλο και συχνότερα τινάγματα-επαναφορές στην πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ότι η μεγαλύτερη απώλεια του ακήρυκτου πολέμου είναι το φρόνημα. Υπό πολλές έννοιες: απώλεια αυτοπεποίθησης, απώλεια αυτοεικόνας, καταρρακωμένο ηθικό, σύγχυση ταυτότητας, βύθιση στην ετερονομία, καταφυγή στη φενάκη. Ευλόγως. Για πολλούς Ελληνες η προσαρμογή έχει σημάνει οιονεί έκλειψη μέλλοντος. Μπορεί όμως να αφαιρεθεί το μέλλον, να τελειώσει η ιστορία; Οχι. Σίγουρα όμως η νέα ιστορική περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας δεν θα είναι περίοδος ακμής υπό τους παραδοσιακούς όρους· θα είναι η ουρά της παρακμής ταυτόχρονα με τη σταθεροποίηση σε άλλη στάθμη· δεν λέω χαμηλότερη, άλλη. Και πορεία σε νέες συντεταγμένες. Αυτό είναι το ευνοϊκότερο σενάριο.

Οσο συντομότερα αντιληφθούμε αυτό τον ιστορικό μετασχηματισμό, τόσο συντομότερη θα είναι η επίπονη συνύπαρξη της ουράς του παρακμιακού παρελθόντος μέσα στην αναδυόμενη σταθεροποίηση. Εδώ υπεισέρχεται η μεγάλη σημασία της ανάκτησης του φρονήματος· μάλλον, η κατασκευή νέου φρονήματος, αναβαπτισμένης αυτοεικόνας και ταυτότητας. Ετσι ώστε να εμφανιστεί ξανά ισχυρή η βούληση, η απόφαση και η δράση των κοινωνικών υποκειμένων. Μόνο αν θέλει να σωθεί με τις δικές της δυνάμεις προς τη δική της κατεύθυνση, θα σωθεί η κοινωνία· μόνο αν σκεφτεί τη σωτηρία ως πρωτίστως και αποκλειστικώς δική της υπόθεση, θα αποφασίσει και θα δράσει. Πολύ αδρά, η ανάκτηση-κατασκευή φρονήματος είναι ο αναγκαίος όρος για την επιβίωση, αλλά σημαίνει επίσης και το αναγκαίο κοπιώδες πέρασμα της κοινωνίας από την παθητική ετερονομία σε μια ενεργητική αυτονομία.

Δεύτερος αυτοσχεδιασμός, η βύθιση σε ορόσημα του παρελθόντος. Παραμονή της 25ης Μαρτίου, ας προσπαθήσουμε να δούμε όχι διαζευκτικά, αλλά επάλληλα και παραπληρωματικά, δύο πηγές νοήματος για τον νεότερο ελληνισμό: το Ναυαρίνο και το Μεσολόγγι. Στο πρώτο, η υλική ισχύς των Μεγάλων Δυνάμεων της θάλασσας κατατρόπωσε τη θνήσκουσα αυτοκρατορία και επέτρεψε στην ηττώμενη Επανάσταση να συνεχίσει, έως την ίδρυση του κράτους· κράτους τυπικά ανεξάρτητου, αλλά υπό την κηδεμονία των Δυνάμεων του Ναυαρίνου.

Εντούτοις οι Ελληνες του νεοπαγούς κρατιδίου τοποθέτησαν την κοιτίδα τους αλλού: σε έναν τόπο υλικής ήττας, συμβολικής θυσίας και νικηφόρου μαρτυρίου, στο Μεσολόγγι. Στον τόπο που πέθανε ο ρομαντικός λόρδος Βύρων, τον τόπο που απαθανάτισε ο ρομαντικός κόμης Σολωμός. Ενα ρομαντικό ορόσημο εμπνέει τον ποιητή, που επινοεί τη γλώσσα της ποιήσεώς του και τη γλώσσα του έθνους-κράτους με υλικά και μέθοδο αμιγώς ρομαντικά. Πολύ περισσότερο: μπολιάζει το έθνος με ρομαντισμό, βάζει τους συγκαιρινούς και τους μεταγενέστερους να αναμετριούνται με το υψηλό, ορίζει το αληθές ως διαρκές χρέος, το κοινό και το κύριο ως παντοτινή έγνοια.

Το Ναυαρίνο είναι η πολιτική, και μια νίκη που δεν είναι δική μας. Το Μεσολόγγι είναι το συμβολικό κεφάλαιο, και μια θυσιαστική ήττα που είναι δική μας νικηφόρος, σαν βούληση και σαν απόφαση. Και τα δύο είναι ιστορία. Ποιο ιδρυτικό Ναυαρίνο μπορούμε να περιμένουμε δύο αιώνες αργότερα; Μάλλον συνέβη, και ήταν το πρόγραμμα διάσωσης, aka Μνημόνιο. Απομένει το Μεσολόγγι, υψηλό, επώδυνο, δραματικό, εξίσου ιδρυτικό.

Εικόνα: Eugène Delacroix, La Grèce sur les ruines de Missolonghi. 1826. Musée des Beaux-Arts de Bordeaux

Δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί: οι στίχοι του Διονυσίου Σολωμού γράφτηκαν για την Ελλάδα που πάσχιζε να ελευθερωθεί, αλλά ταιριάζουν και στην παρούσα περίσταση για την Κύπρο, που πασχίζει να σωθεί. Δεμένες οι μοίρες όμως της Ελλάδας και της Κύπρου, σε όλο τον εικοστό αιώνα, απ΄ τα πρώτα σκιρτήματα της νήσου για αυτοδιάθεση-ένωση έως τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα του1955-60 και την χουντική προδοσία του ‘74 που έφερε την πολεμική καταστροφή και την τουρκική κατοχή. Κοινή η μοίρα και στην πρώτη μεγάλη περιπέτεια του 21ου αιώνα, στην πτώχευση.

Πρώτα η Ελλάδα και πολύ αργότερα η Κύπρος, μετά το σκοτεινό ορόσημο του ‘74, συνδέθηκαν με την ευρωπαϊκή οικογένεια για ασφάλεια και ευημερία. Και εκεί ακριβώς, μέσα στην ευρωπαϊκή αγκαλιά, ίσως και εξαιτίας της, τους βρήκε η μεγάλη ιστορική δοκιμασία. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η παρούσα κρίση στέλνει και τα δύο ελληνικά κράτη στην πικρή κοινή αφετηρία του ‘74: όταν η μεν Κύπρος έστηνε εξαρχής κρατική δομή με πρόσφυγες και ερείπια, φτάνοντας εντέλει στο οικονομικό θαύμα του 2000, η δε Ελλάδα ίδρυε την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και την μεταπολιτευτική ευημερία πάνω στις στάχτες της κυπριακής τραγωδίας. Τώρα, με διαφορά τριών ετών, βρίσκονται πάλι αντάμα, στην ίδια σκολιά οδό.

Οπως και να εξελιχτεί η κατάσταση, η Κύπρος θα βγει βαριά πληγωμένη. Η οικονομία της δεν θα μπορέσει εφεξής να στηριχτεί στον υπερτροφικό τραπεζικό τομέα, όπως έκανε την τελευταία εικοσαετία. Η ύφεση και η ανεργία θα την πλήξουν, αν και ίσως όχι στον ίδιο βαθμό με την Ελλάδα· η οικονομία της θα χρειαστεί να αναπροσανατολιστεί βιαίως. Παρ’ όλ’ αυτά, η εκπαρθένευση μεσοπρόθεσμα θα την ωφελήσει, εφόσον επιπλέον διατηρήσει τον έλεγχο στα αποθέματα υδρογονανθράκων. Και εφόσον διατηρήσει και αξιοποιήσει την εθνική ομοψυχία που επέδειξε τις πρώτες μέρες του σοκ. Αλλωστε το πρώτο εξαγόμενο είναι ότι η υπνώττουσα και εγκληματικά ακηδής ηγεσία σύρθηκε από τον λαό σε ενέργειες και αποφάσεις που έπρεπε να τις είχε προφτάσει πολύ πριν την αποφράδα Παρασκευή.
Τα δύσκολα άρα τώρα αρχίζουν, αλλά τουλάχιστον η Κύπρος δεν είναι το πρώτο πειραματόζωο και ήταν η πρώτη που είπε ένα όχι: το όχι δεν αποτρέπει τη ζημιά, αλλά ενισχύει το πολιτικό φρόνημα του λαού, τον κάνει να νιώθει ότι έχει λόγο για την ύπαρξή του και τον βίο του, όπως το όχι του 2004 στο Σχέδιο Ανάν.

Για την Ελλάδα, το πρώτο πειραματόζωο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το σοκ συνεχίζεται αδιάκοπο από τον Μάιο του 2010. Το πολιτικό φρόνημα βρίσκεται στο ναδίρ, λόγω κόπωσης και φόβου· η ήττα ποτίζει τον πληθυσμό. Στο διαδοχικά τιθέμενο δίλημμα «το Λιγότερο Κακό ή το Χειρότερο» η Ελλάδα επιλέγει διαρκώς το Λιγότερο Κακό, και βυθίζεται διαρκώς στα χειρότερα. Τρία χρόνια τώρα, και ο βυθός δεν έχει φανεί ακόμη. Πολύ περισσότερο, το λυγισμένο φρόνημα δεν επιτρέπει να εκδιπλωθούν οι ναρκωμένες και λανθάνουσες δυνάμεις· κι είναι πολλές. Η ηττοπάθεια, η μεμψιμοιρία, η παράλυση, η αυτοϋποτίμηση, ο γραικυλισμός, η σύγχυση ταυτότητας είναι χειρότερες απ΄όλες τις πτωχεύσεις.

Κι όμως, ξανά ο Σολωμός: «Σε βυθό πέφτει από βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος, / εκείθ’ εβγήκε ανίκητος».

balafas_benaki1

Δεν έχω τίποτε να γράψω που να μην έχει ήδη γραφτεί, από άλλους, καλύτερα. Κι όμως γράφω και γράφω, γιατί αυτή η δουλειά μου έλαχε· όσο κι αν μικρός έγερνα το παραθυρόφυλλο και το ‘σκαγα, για να μη γράψω, να φύγω απ’ τη μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης Πάρκερ. Κι αν πέρασε μισός αιώνας από την πρώτη παντοτινή απόδραση, γράφω ακόμη, ταγμένος να ξαναπλάθω όσα έχουν ήδη ειπωθεί από μαέστρους, αυτούς που μου μετέδωσαν φως και φωνή, ευλογία και καταδίκη.

Χαϊδεύω ράχες γερασμένων τόμων σε σανιδένια ράφια, σε πειραιώτικη αυλή και συριανό ημιϋπόγειο, σε δημοτικές βιβλιοθήκες και πατώματα αρχαία που τρίζουν, μυθιστορήματα και κλασικά εικονογραφημένα ανάμικτα με κατάστιχα νοταριακών πράξεων, με φως ανελέητο έξω απ΄τους χοντρούς τοίχους, με βυθίσεις μεσημβρινές σε ρήματα και χίμαιρες βαπόρια. Κι οι ποιητές τσουρούφλιζαν έφηβους πόθους με μολύβι στο περιθώριο, ταξιδεύοντας από δώμα σε δώμα, διαρκή φυλαχτά ανάμικτα με κοχύλια ναυτίλους και βινύλια φρανκζάππα.

Είναι αφόρητα μπανάλ η νοσταλγία των εορτών, η καταισχύνη κάθε αισθητή, αλλά και το αποκούμπι του μεσήλικος· ξέρεις πια πότε να σκύβεις ταπεινά, όχι από ήττα ή συμβιβασμό, αλλά για ν’ αποδώσεις τις πρέπουσες τιμές στην ηλικία και στις φωνές που σ’ έπλασαν. Ας πούμε μια φωνή που την άκουσα μεγάλος:

«Tο γράψιμο, όμοια προς όλες τις εκδηλώσεις που αφορούν τη μνήμη, έχει ανάγκη οικείου κοινού. Σε όλα τα μνημόσυνα, όπως και στις ονομαστικές επέτειες, τα ποικίλα και διάφορα κεράσματα αποτελούν συνήθεια. Γράφοντας, έχω την εντύπωση, ότι επεξεργάζομαι τον καρπό της καρυδιάς, για να επανέλθω πάλι στο δέντρο. […] Ο βαρύς από τον καημό άνθρωπος, νομίζει, ότι θα πάψει υφιστάμενος αν δεν τελέσει όλα τα εθιμοτυπικά, που του είναι κατά βάθος μεγάλη παρηγορία. Παρά ταύτα όμως, η συνέχιση των καθημερινών απασχολήσεων, του είναι δύσκολη και βυθίζεται στη σιωπή. Σιωπώ και εγώ. Δεν γίνεται αλλοιώς.»
Ο Πεντζίκης απάντησε κάποτε γιατί γράφω.

Κι ύστερα γυρνώ στους ανθρώπους του καιρού μας. Τι περισσότερο να πω για τους πονεμένους των δρόμων απ’ όσα έγραψε ο Νίκος Καρούζος;
«Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας. […]
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.»

Τι πληρώνει ο ωχρός έλληνας; Ποιον αδίκησε πάρεξ τον εαυτό του; «Και οι δίκαιοι κατά την Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό, επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό. / Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;» (Διονύσιος Σολωμός)

Γυρνώ στους εθιμοτυπικούς δρόμους, φωτισμένους για ν’ αντέξουμε τη σκοτεινιά, φωτισμένους σαν την Kodachrome φωτογραφία του Μπαλάφα από την φαντασμαγορική οδό Σταδίου τον Δεκέμβρη του ’60, χειμωνιάτικη Αβάνα και Τσάινατάουν· σίγουρα με περπάτησε εδώ μικρό παιδί η Μανταλένα να δω τον τροχονόμο μες στη φαντασμαγορία και ακουγότανε η άρπα του Τέλλου Αγρα:

«Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ’ ολίγους ήχους
βρέχει, ‘επί δικαίους και αδίκους’…
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.

Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)
που γυρνάνε απ’ τα Nοσοκομεία·
και στις προφητείες του Kαζαμία
(‘τροπή του καιρού προς νότον… τρικυμία…’).»

Φωτοχυσίες Βερολίνου και όρθροι κυκλαδικοί σε καλντερίμια, γιρλάντες μπαλκονιών αθηναϊκών, και τραπεζώματα ευφρόσυνα με βαφτιστήρια, σύντεκνους και αποστάγματα ορεινά, με τον πρωτότοκο να περπατάει ασταθής το χαλί εγκάρσια από τον καρυδένιο μπουφέ ώς τον καναπέ, όλα ξετυλίγονται κι απλώνονται, ξανοίγονται πέρα, μπροστά, μάς λέει ο Ελύτης:

«Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.»

Ο κύκλος της Κηφισιάς, δια στόματος της προσφιλούς λυκειάρχου, διεμήνυσε: Πότε θα δούμε φως; Πότε θα πάψουν οι θλίψεις στα γραφτά σας; Εγραφα για το ράγισμα των συνανθρώπων γύρω μας, για τα μουδιασμένα φερσίματα σε καφενεία, δρόμους, μαγαζιά, και μπαρ, για τη διάχυτη ατυχία που χτυπάει διπλανούς και φίλους, για τη δυστυχία του άλλου που στοιχειώνει εμάς τους τυχερούς.

Δεν είχα να απαντήσω στους φίλους της Κηφισιάς κάτι καλύτερο από το σχόλιο που άφησε ένας αναγνώστης στον ιστότοπο της Καθημερινή, έναν λόγο πυκνό και βαθύ του οσίου Μάρκου του Ασκητή περί των ακουσίων θλίψεων: «Είµαστε υπεύθυνοι για τα ακούσια λυπηρά, που µας συµβαίνουν λόγω των εκουσίων πράξεων και λογισµών µας και είναι τα δεύτερα αίτια των πρώτων. Υπάρχουν “τα εν γνώσει και τα εν αγνοία πταίσµατα”. Οι θλίψεις ξεφυτρώνουν λόγω παλαιών ή ξεχασµένων παραπτωµάτων τους ή για να γιατρευθεί κάποιο συγκεκριµένο πάθος τους».

Συνοπτικά: Αιτία των ακουσίων θλίψεων είναι η συγκατάθεσίς μας εις τα εκούσια πάθη. Ας μη βιαστούμε να πούμε ότι αυτός συλλογισμός υπακούει στο ιουδαιοχριστιανικό σχήμα αμαρτία-τιμωρία· δεν είναι μία η καταγωγή της σκέψης τούτης, ούτε μία η εκφορά και η πρόσληψή της, τον πυρήνα μπορούμε να τον ανιχνεύσουμε και στους στωικούς και στους επικούρειους και στους νεοπλατωνικούς. Ο Μάρκος ο Ασκητής προσθέτει τη χριστιανική αφομοίωση, βασισμένος στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο Παύλο: «Η αγάπη δυναµώνει όχι µόνο µε τους αυτόβουλους κόπους αλλά και µε τις ακούσιες επερχόµενες θλίψεις». Ηδη μας δίνει ελπίδα και διέξοδο.

Ο αναγνώστης που σχολίασε έτσι την εν θλίψεσι αθηναϊκή μου flânerie ονομάζεται Ευθύμιος. Εύθυμος, δηλαδή με καλή διάθεση, αλλά όχι αστείος. Τι σύμπτωση! Μερικές ώρες νωρίτερα είχα απαντήσει έναν συνονόματό του στην άκρη της Ρούμελης, τον ιερομόναχο Ευθύμιο Πενταγιώτη, είχα συναντήσει το περίφημο Χρονικό του Γαλαξειδίου που έγραψε με το χέρι του, το 1703, μια μοναδική εξιστόρηση του μεσαιωνικού και μεταμεσαιωνικού ελληνισμού από το τέλος του 14ου αιώνα ώς την αρχή του 18ου.

Είχα περάσει από το σπίτι του μέγιστου ιστοριοδίφη Κωνσταντίνου Σάθα, του ανθρώπου που ανακάλυψε το χειρόγραφο του Ευθύμιου κι αυτό το εικοσάφυλλο άλλαξε τη ζωή του, την αφιέρωσε στην έρευνα του παρ’ ημίν Μεσαίωνος στις βιβλιοθήκες της Βενετίας και του Παρισιού. Στάθηκα έξω από το γαλαξειδιώτικο αρχοντικό κι έδειξα τη διακριτική επιγραφή στη συντροφιά μου, είπα μια κουβέντα. Λίγο αργότερα, ανταμώσαμε όλοι μαζί το περίφημο χειρόγραφο στο Ναυτικό Μουσείο της πόλης. Η ολόδροση γλώσσα του ιερομονάχου προϋποθέτει τον ελεύθερο Σολωμό των διαλόγων και της Γυναίκας της Ζάκυθος, προϋποθέτει τον Μακρυγιάνννη, υπάρχει ίδια μες στις νοταριακές πράξεις του Κοινού των Μυκονίων τον 17ο αιώνα, υπάρχει ολόιδια μες στα γαλαξειδιώτικα ναυλοσύμφωνα και τα ημερολόγια καταστρώματος, που φέρουν στο εξώφυλλο «είθε ο Θεός μαζί μας», ίδια στα επιστολικά δελτάρια και στις καραβοζωγραφιές.

Συνεχίζεται η γλώσσα, ο λόγος, η ιστορική αφήγηση, ο στοχασμός, ίδια και ανελισσόμενα, από τον 4ο μ.Χ. αιώνα του λόγιου Αθηναίου Μάρκου του Ασκητή, μαθητή του Ιωάννη του Χρυσόστομου, ως την «Κρόνακα, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου» του Λεοντίου Μαχαιρά τον 15ο αιώνα, κι από ‘κει στο 1703 του φιλομαθούς ιερομονάχου Ευθυμίου από το Γαλαξείδι, που προσφέρει την ιστορία του «ευγαλμένη από παλαιά χερόγραφα, μεμβράνια, σιζίλια, και χρυσόβουλλα αυθεντικά»: «Αυτή γουν είνε η αληθινή ιστορία αυτού του τόπου, έστωντας πατρίδα μου, και για χατίρι της εκόπιασα πολλαίς νύχταις διαβάζωντας παλαιά βιβλία, που είνε και σώζονται στο μοναστήρι του Σωτήρος, που άλλαις φοραίς ήτανε δοξασμένο και με πολλαίς χάραις πλουτισμένο, και την σήμερα ήμερα είνε έρημο, έχοντας μονάχα πέντε ασκητάδες, τον αδελφό Νικόλαο, τον αδελφό Ιωάννη, τον αδερφό Μήτρο τον Χατζή-Βαρνάβα, που παραπάνου αφηγήθηκα, τον πάτερ Σωφρόνιο, και ελόγου μου· όλοι από χώρα Γαλαξείδι.»

Ωστε, συνέχεια. Η ζωή διαρκώς ξετυλίγεται σαν χρονικό, με στίχους, αισθήματα, μύθους και γεγονότα, σε χειρόγραφα τετράδια και σταχωμένα κατάστιχα, ψηφιακά αρχεία και τουίτ 140 χαρακτήρων.

Αρα, φως. Οι ακούσιες θλίψεις μας θα κρατήσουν κι άλλο, πάντα θα υπάρχουν, αλλά πάντα η αγάπη της ζωής και η δίψα ελευθερίας, η ίδια η γλώσσα που μας περιέχει και μας κουβαλά, θα σχίζουν τον ζόφο, θα μας φέρνουν στο φως.

Πάσχα στη Σύρο στον Αγιο Παντελεήμονα, Πάσχα στου Στρέφη, Πάσχα στην Εγκωμη και στις Πλάτρες, στον Μαραθώνα της Αγάπης, Πάσχα στη Μύκονο. Στα νησιά και τα όρη. Οπου και να ’ταν, ήταν Πάσχα Αρχιπελάγους. Γιατί όλα απέρρεαν σε ανθισμένες λοφοπλαγιές, σε αλίπληκτους βράχους, σε καλντερίμια και βουλιστά ζωγραφισμένα από μολόχες, τσουκνίδες, χαμομήλια, παπαρούνες, με μυρωδιές από μαστίχα, μαχλέπι κι αμμωνία, με καμπανίσματα δειλινά, με καινούργια παπούτσια, με πυρετώδη φλερτ κάτω από φοίνικες και πιπεριές.

Το Πάσχα η ζωή ανθίζει σαν την ηθογραφία της. Ο βίος αποσπάται ώριμος από την τυρβώδη ροή του, από τις έγνοιες και τα βασανάκια της συγχρονίας, και για λίγα εικοσιτετράωρα αιωρείται εκτός χρόνου, εκτός πόνου – αλλά εντός χώρου, ενός χώρου μυθολογημένου, τραγουδισμένου, μαγικού. Περισσότερο κι απ’ τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, δηλαδή την αρχή, την εκκίνηση, εδώ, σε τούτη τη γωνιά της Μεσογείου, η μαγεία εκδηλώνεται καθολική και παράφορη, γλυκεία και δημοκρατική, το Πάσχα, με την Ανάσταση. Ισως διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο φανερώνεται πιο ολοκληρωμένα ο συμφυρμός των πολλών ποικίλων παραδόσεων, παγανιστικών, μυστικιστικών, θεολογικών, λατρευτικών, αγροτοποιμενικών, ηρωικών. Και δοξάζεται το έαρ.

Οπως και να ανακαλέσουμε το ελληνικό Πάσχα, θα το βρούμε αξεδιάλυτο με την άνοιξη, τη νιότη, την υπέρβαση· εκφρασμένο με τον πιο καθαρό, μυστικό λυρισμό, που ξεκινάει από το παλαιολαϊκό «Γλυκύ μου Εαρ» και περνάει στον ρομαντικό ιδρυτή Σολωμό: «Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε / της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι, / σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε / τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη. / Και από κει κινημένο αργοφυσούσε / τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αγέρι, / που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα: / Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.» (Η ημέρα της Λαμπρής)

Κι ύστερα, Παλαμάς: «Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα / με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του, / πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους, / τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.» (Γιορτές).

Σικελιανός: «Γιατί κι’ ο πόνος / στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος, / κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν / απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν / το νου τους στης Ανάστασης το θάμα, / και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες / τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια, / τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια, / που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!» (Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι)

Βάρναλης: «Οσ’ άστρα ’ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα. / Ολ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.» (Ανάσταση)

Παπατσώνης: «Ας είναι η δόξα του Θεού μεγάλη, / που ξαναφούντωσε για μας τούτη τη ζέστα / στην καρδιά του σπιτιού μας πάλι εφέτος / σε μια νύχτα του τόσο εαρινή» (Το νείκος του Αδη)

Ελύτης: «Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο: / Αύριο, αύριο, λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!» (Ασμα ηρωικό και πένθιμο)

Ρίτσος: «Ακου τα σήμαντρα / των εξοχικών εκκλησιών. / Φτάνουν από πολύ μακριά / από πολύ βαθιά. / Απ’ τα χείλη των παιδιών / απ’ την άγνοια των χελιδονιών / απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής / απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες / των ταπεινών σπιτιών.» (Εαρινή συμφωνία)

Καρούζος: «Εαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.» (Ασμα μικρό)

Ολες οι φωνές, όλες οι παραδόσεις, μυστικές, υψηλές, υλικές, υπεραισθητές, όλες βαθύτατα παρηγορητικές τούτο το αβέβαιο Πάσχα του 2012. Εγκαρδιώνουν και γλυκαίνουν. Το αίσθημα ανώτερον της θεωρίας, μας λέει ο Παπαδιαμάντης:

«Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθεί διά την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ’ ην απηγορεύοντο εις τους χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργώσιν εις εξωκκλήσια. Αλλά το αίσθημα είναι ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη έχων πόρους να κτίσει μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτισε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, “μνημονεύων των επί γης διατριβών”, καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά.» (Στην Αγι-Αναστασιά)

Καλή Ανάσταση!

Eικόνα: Η εις Άδου Κάθοδος του Χριστού, fresco, 1315-1320. Κωνσταντινούπολη, Μονή Χώρας.

Αποκαρδιωμένος από την αυτολοιδορία, μπαϊλντισμένος απ’ τα φυλετικά στερεότυπα που ακοντίζουν λαϊκές φυλλάδες του Βορρά κατά του οκνηροπονηρού Νότου, αποκαμωμένος ν’ ακούω φίλους και γνωστούς, πρώην συνοδοιπόρους και συναδέλφους, να σιχτιρίζουν το κρατίδιο, το γένος, το έθνος και τη φύτρα τους, και να παρακαλούν να ‘ρθει ο Γερμανός, ο Ευρωπαίος, να βάλει τάξη στο ρωμέικο, κατατροπωμένος από την ορμή της εθελοδουλίας και του προδιαφωτιστικού ραγιαδισμού, ηττημένος, παραδομένος στην ιδιοτέλεια του χατζηαβάτη Γραικύλου, έγειρα στο ντιβάνι απομεσήμερο Ιουλίου στο νησί, αποκαμωμένος από τη ζέστη και το ιμάμ, χορτάτος από θάλασσα βαθυγάλαζη και μύρο φασκομηλιάς, άπλωσα το χέρι στο ράφι κι έπιασα ένα κοντόχοντρο τόμο:

Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, Ανέκδοτα – Γνωμικά – Περίεργα – Αστεία – Ιστορίες εκ του βίου διασήμων Ελλήνων 1820-1864. Βρήκα μια θέση στο πλάι, βολική. Ακολουθούσα τη σκέψη του φίλου Νίκου και του κυρίου Σπύρου, διαβάζοντας.

«Ο εθνικός ποιητής Σολωμός ζούσε στ’ Ακρωτήρι της Ζάκυθος με τον πιστό του υπηρέτη Λάμπρο, στο σπίτι του Στράνη. Ο υπηρέτης αργότερα διηγώταν: “Ενα μεσημέρι (1825) ακούμε κανονιές, και το αφεντικό εβγήκε έξω από την κα΄μαρά του και εστάθηκε στο λόφο. Επειτα ασηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό εφώναξε δυνατά, μα πολύ δυνατά: ‘Βάστα, καϊμένο Μισολόγγι, βάστα!’ Και έκλαιγε σαν το παιδί”» (Απαντα Σολωμού, εν Ζακύνθω, 1880)

«Ο Κολοκοτρώνης στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, που τον κυνηγούσαν τα κυβερνητικά στρατέματα (μ΄αρχηγό τους τον Κωλέτη), έφτασε σ’ ένα χωριό Ράδο της Γορτυνίας, και κάθισε κάτου από μια καρυδιά. Λυπημένος μονολογούσε: “Τι έχεις καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολούνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια…”» (Αρκαδική Επετηρίς, 1906)

«Πήγαινα, διηγιέται ο ίδιος εις την τέντα μου κ’ έτρωγα ολίγο ψωμί· μου είπε (κάποιος φίλος, ο Αναγν. Ζαφειρόπουλος): “Αϊντε, Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, και η πατρίς σου θέλει σε ανταμείψει”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Εμένα η πατρίς θα πρωτοεξορίση”» Και η τύχη το έφερε και αλήθευσα». (Ο Γέρων Κολοκοτρώνης, του Γ. Τερτσέτη)

«Ο παλιός επίσημος αγωνιστής, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, επί Οθωνα προβιβασμένος Σελλασίας, ήτανε στα στερνά του (πέθανε Απρίλη 1843). Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης φιλος του στενός, θέλησε να τονέ ρωτήση το τελευταίο του θέλημα. “Εχεις καμιά παραγγελιά, Σεβασμιώτατε; Για την κατάστασή σου τι έχεις να μου πης;” “Κατάσταση; είπε ο ετοιμοθάνατος· να ο καναπές με την παλιόψαθα, και οι πέντε καρέκλες· αυτά είναι η κατάστασή μου… Τι να μοιράσω στπυς δικούς μου; Αν θέλη το Εθνος ας λάβη φροντίδα. Εγώ τους αφίνω την ευχή μου… και την πατρίδα ελεύθερη, κληρονομιά τους…”» (εφημ. Αιών, 1852)

«Μια μέρα ο Κυβερνήτης [Καποδίστριας] βγήκε περίπατο από τ’ Ανάπλι συντροφιά μ’ ‘ενα γερουσιαστή. Εκεί που περπατούσανε συλογισμένοι, είπε ο Κυβερνήτης άξαφνα: “Α, πόσα πλούτη έχει η Ελλάδα!” Ο γερουσιαστής παράξενος ρώτησε, πού είναι αυτά τα πλούτη. “Στα σπλάχνα της γης”, είπε ο Κυβερνήτης.» (Ηχώ των Επαρχιών, 1843)

«Οι επίσημοι Καπεταναίοι της Επανάστασης είχανε διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους. Το Δυσσέα Ανδρούτσο τονέ λεγανε οι φίλοι του Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια του. Γέροντα λέγανε το Γκούρα για τη φρονιμάδα του. Γύφτο τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του. “Αδελφέ Γύφτο” έγραφε ο Αντρούτσος στον Κολοκοτρώνη σ’ ‘ενα γράμμα του. Γύφτο λέγανε και τον Καραϊσκάκη. “Γύφτο, Γύφτο”, (τούγραφε ο Κολοκοτρώνης) έχεις να κάμης με σόϊ γύφτικο και στοχάσου” (το σόι το δικό σου)» (Voutier, Memoires)

«Οταν ο Καραϊσκάκης πήγε στ’ Ανάπλι, στα 1826, ενώ την Αθήνα την πολιορκούσε ο Κιουταχής, και διορίστηκε Γενικός αρχηγός των στρατευμάτων της Ρούμελης για να πάη να πολεμήση, παρουσιάστηκε στη Διοικητική Επιτροπή. Τότε ο Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Α. Ζαϊμης, πρώτος τονέ συχώρεσε για την παλιά τους έχτρα, που βαστούσε από τον καιρό του εμφύλιου πολέμου, όταν ο Καραϊσκάκης είχε κάμει πολλά κακά στα σπίτια και τα χτήματα των Ζαϊμηδων, στην Κερπινή. Ο Ζαϊμης όμως γενναιόκαρδος τονέ συχώρεσε. Ο Καραϊσκάκης δάκρυσε. Τότε φιληθήκαν οι δυο και ξεχαστήκαν τα περασμένα. Στη σκηνή αυτή έτυχε ναναι ο Υδραίος Βασίλης Μπουντούρης κ’ είπε στον Καραϊσκάκη: “Δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, Καραϊσκάκη· ο θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ κι’ ομπρός…” “Δεν τ’ αρνιώμαι!” αποκρίθηκε ο Καραϊσκάκης. “Οταν θέλω γίνομαι άγγελος, κι’ όταν θέλω πάλε γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος”». (Από πολλές πηγές)

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.898 hits