Από τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που είχε την ηλικία του πατέρα μου, κρατάω ένα τραγούδι και μια εικόνα. Το τραγούδι το άκουσα λίγο μετά τη μεταπολίτευση, στο τέλος του εξαταξίου. Είχα προσφάτως ρουφήξει τον Ξένο του Καμύ, χωρίς να πολυκαταλαβαίνω, κεραυνοβολημένος από τον άνθρωπο που αφήνεται στο ποτάμι, και συμφιλιώνεται με τον κόσμο καθώς χαράζει η στερνή του μέρα. Τότε νομίζω άκουσα ένα ποίημα του Αναγνωστάκη, παλιό, μελοποιημένο από τον Θεοδωράκη. Με χτύπησε σαν τον Ξένο, σε μια νευρική απόληξη μηδενισμού, στη φύτρα του εφηβικού spleen. Μου κόλλησε. Το τραγουδάω έκτοτε ασυναίσθητα, αδιάκοπα, κυρίως όταν γυρνάω τις νύχτες στην πόλη, δίτροχος. Με συνοδεύει τρεις δεκαετίες, με σφραγίζει διαρκώς έφηβο και έκπληκτο ενώπιον του ποταμού:
«Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
[…] (Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
κανένας με γνώριζε)».
Ισως δεν είναι το καλύτερο ποίημα του Αναγνωστάκη. Μα τι πάει να πει καλύτερο; Κέντησε το πετσί μου, αυτό μου αρκεί. Το θυμήθηκα πάλι πριν από χρόνια, φουλ ενήλικος, όταν ο Μάριος μού ζήτησε να του γράψω ένα ποίημα να συμπληρώνει μια έκθεσή του, για τις «σημαίες εντός» μας. Είχε συνάξει πραγματάκια ταπεινά, τριμμένα, και τα παρέθετε σαν ιχνογράφημα σχολικό, αμήχανα, ευάλωτος. Σύναξα κι εγώ λέξεις, που ανέδιδαν εικόνες, ήχους, μυρωδιές, παρομοίως ευάλωτος. Το ιχνογράφημά μου τέλειωνε με την τραγουδιστή νύχτα-πόλη του Αναγνωστάκη. Αυτόματα. Τόσο βαθύ ήταν το σφράγισμα.
Είπα το τραγούδι. Και η εικόνα: Πρώτο μισό της δεκαετίας ’80. Τρεις φοιτητές επισκεφθήκαμε τον κύριο Μανόλη στο ιατρείο του στο Νέο Ηράκλειο. Είχε μεσολαβήσει ο πατέρας του ενός φοιτητή, που προμήθευε ακτινολογικά υλικά. Μας δέχθηκε στο λιτό σαλόνι με τις παλιές πολυθρόνες, δερμάτινες θαρρώ. Μας μίλησε με κέφι, ώρα πολλή, για πολλά και διάφορα, μάς είπε τη γνώμη του για ποιητές. Ρωτούσαμε και απαντούσε. Ζωηρός, προσηνής, άμεσος. Σαν συνομήλικος. Και κάπνιζε αδιάκοπα. Να η εικόνα: Καθώς κάπνιζε, τίναζε τη στάχτη πίσω του, πίσω από τη ράχη της πολυθρόνας! Αυτή η κίνηση ολοκλήρωνε αρμονικά τον ατακαριστό του λόγο. Κι αυτή την ασήμαντη κίνηση θυμάμαι με ενάργεια, με θέρμη και θαυμασμό.
Θραύσματα ασφαλώς. Προσωπικά αποκόμματα, ασήμαντα για περαιτέρω. Δεν λένε κάτι για τη δεσπόζουσα θέση αυτού του ανθρώπου, και άλλων σαν κι αυτόν, στον μεταπολεμικό βίο. Μερικές φορές, όμως, τα ελάχιστα, τα ασήμαντα μπορούν να υποδείξουν μιαν αίσθηση. Στην περίπτωσή του, η αντίληψή μου για τον άνθρωπο που έγραψε το τραγούδι και τίναζε τη στάχτη, βοηθήθηκε από τα τεκμήρια της στάσης του: εκούσια σιωπή, αίσθηση του γελοίου και του ελαφρού, αίσθηση της περατότητας, λεβεντιά εντέλει. Ελάχιστοι Ελληνες ποιητές, και εν γένει διανοούμενοι, πριν απ’ αυτόν, τόλμησαν να παίξουν, να γελάσουν, να κάνουν χαβαλέ, όπως ο Αναγνωστάκης. Ο χαβαλές Μανούσος Φάσης δεν είναι απλώς μια περσόνα, ένα προσωπείο, είναι ο άνθρωπος Αναγνωστάκης, ένας ειρωνευτής που χαμογελάει τρυφερά στη ζωή, όπως ταυτόχρονα έκλαιγε τη ζωή.
Τώρα η πλάκα έχει άλλο περιεχόμενο: όλοι οι διανοούμενοι το παίζουν cool, εξυπναδίζουν· η πλάκα όχι μόνο δεν κοστίζει, αλλά κι επιβάλλεται. Ενας καταδικασμένος σε θάνατο ήρωας της Αριστεράς, όμως, ένας ποιητής-σύμβολο, δεν επιτρεπόταν να κάνει πλάκα. Ο Ρίτσος λ.χ. δεν έκανε ποτέ πλάκα· αφέθηκε, τραγικά ίσως, ανθρώπινα σίγουρα, να γίνει ξόανο του Κόμματος, να τραγουδήσει τα τανκς της Πράγας. Ο Αναγνωστάκης αρνήθηκε πεισμόνως να ταριχευθεί εν ζωή, ακόμη και μέσα στην αριστερά που αγάπησε ― ίσως γιατί πολύ την αγαπούσε. Οπως το έθεσε ο Ρομάν Γιάκομπσον, δεν αποσύρθηκε «σαν εισοδηματίας του πνεύματος», ούτε σαν «οικότροφος σε κάποιο άσυλο γερόντων». Παρέμεινε ακτήμων καλλιεργητής, με πάθη, με εμμονές, καβάλα στο όριο τραγικού και κωμικού, θανάτου και ζωής, μοραλισμού και συχώρεσης. Ετσι δραστικά:
«Μιαν ιστορία κι αυτή σαν τόσες άλλες,
που χρέος ανθρώπινο επιβάλλει να την πω
ίσως και κάνω κάνα ρήγμα στο ρεπό
της ηθικής σας, ασυνείδητες κ ο υ φ ά λ ε ς».
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 03.07.2005
4 Σχόλια
Comments feed for this article
16 Ιουνίου 2006 στις 10:16 πμ
thas
Δυστυχώς, έτυχε στον Αναγνωστάκη το άσχετο σχόλιο: μετά από αυτό το ποστ το οποίο ανοίγει κανονικά (δηλαδή η συνέχεια και τα σχόλιά του) κανένα από τα επόμενα δεν μπορώ να δω. Επιχειρώ δυο μέρες τώρα και 9 φορές στις 10 συμβαίνει πάντα το ίδιο: Doh! Something has gone wrong, the page you’re looking for can’t be found. Είναι περίεργο γιατί δεν μου συμβαίνει με άλλα wordpress… όπως του Mcmanus ας πούμε…
Είναι κάτι που συμβαίνει και σε άλλους; Πώς αντιμετωπίζεται; Η σύνδεσή μου είναι Adsl 512 (λέμε τώρα).
16 Ιουνίου 2006 στις 11:35 πμ
nikoxy
Λυπάμαι Θας για την ταλαιπωρία…
Το διαπίστωσα κι εγώ και άλλοι. Κάτι κολλάει και ξεκολλάει, και μας οδηγεί σε μια Μαύρη Οπή που καταπίνει τα ποστ.
Εχω υποβάλει αγωνιώδες ερώτημα στο Φόρουμ του wordpress.
Αλλά σκέφτομαι ήδη να οδεύσω προς την Οριστική Λύση: wordpress σε host.
Συγγνώμη.
Οπως είπες: Εχει και το blogging τα ρίσκα του…
19 Ιουνίου 2006 στις 1:00 μμ
thas
Κυρίως εκνευρίζομαι γιατί δεν μπορώ να διαβάσω τη συνέχεια. Τα σχόλια (πες ότι) ανοίγουν και από τα Feeds.
Οι υπόλοιποι όμως πώς κατάφεραν και σχολίασαν ήδη; γιατί ορισμένα post ανοίγουν και άλλα όχι; Ποίος ο στόχος μας στη ζωή; Πώς να γεράσωμε όμορφα;
Σκιές σκιών και απεικάσματα. Καπνοί και αιθαλομίχλες. Τα πάντα οιακίζει Κεραυνός. Το δε πόστινγκ κρύπτεσθαι φιλεί.
19 Ιουνίου 2006 στις 1:17 μμ
nikoxy
ΟΚ Θα το αφήσω ολόκληρο στην πρώτη σελίδα…