You are currently browsing the category archive for the ‘Ευρώπη’ category.

Ενώπιον των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρώπης, στη Λουκέρνη, τον περασμένο Ιούνιο, ο διαπρεπής καθηγητής του Χάρβαρντ Benjamin Friedman περιγράφει το αδιέξοδο της Ευρώπης και υπενθυμίζει την ιστορία διαγραφών χρέους υπέρ της Γερμανίας στον 20ό αιώνα.
(Στο λινκ, το πλήρες κείμενο της ομιλίας του, από τον ιστότοπο της Bank of International Settlements)

A debt to history?

Tης Gillian Tett
Financial Times, 16.01.2015

friedman

As the crucial election looms in Greece later this month, newspapers have been full of pictures of demonstrations (or riots) in Athens. But there is another image hovering in my mind: an elegant dining hall on the shores of Lake Lucerne in Switzerland.

Last summer I found myself in that spot for a conference, having dinner with a collection of central bank governors. It was a gracious, majestic affair, peppered with high-minded conversation. And as coffee was served, in bone-china crockery (of course), Benjamin Friedman, the esteemed economic historian, stood up to give an after-dinner address.

The mandarins settled comfortably into their chairs, expecting a soothing intellectual discourse on esoteric monetary policy. But Friedman lobbed a grenade.

“We meet at an unsettled time in the economic and political trajectory of many parts of the world, Europe certainly included,” he began in a strikingly flat monotone (I quote from the version of his speech that is now posted online, since I wasn’t allowed to take notes then.) Carefully, he explained that he intended to read his speech from a script, verbatim, to ensure that he got every single word correct. Uneasily, the audience sat up.

For a couple of minutes Friedman then offered a brief review of western financial history, highlighting the unprecedented nature of Europe’s single currency experiment, and offering a description of sovereign and local government defaults in the 20th century. Then, with an edge to his voice, Friedman pointed out that one of the great beneficiaries of debt forgiveness throughout the last century was Germany: on multiple occasions (1924, 1929, 1932 and 1953), the western allies had restructured German debt.

So why couldn’t Germany do the same for others? “There is ample precedent within Europe for both debt relief and debt restructuring . . . There is no economic ground for Germany to be the only European country in modern times to be granted official debt relief on a massive scale and certainly no moral ground either.

“The supposed ability of today’s most heavily indebted European countries to reduce their obligations over time, even in relation to the scale of their economies, is likely yet another fiction,” he continued, warning of political unrest if this situation continued.

There was a frozen silence. Indeed, the room was so stunned that when the conference organisers asked for questions, barely anyone moved. Friedman did not name Greece in particular. But everyone knew what he meant. And while central bankers are normally a genteel, collegiate breed who go to great lengths to avoid causing any offence to each other, Friedman had exposed a deep divide.

To many of the Germans and representatives of other northern European nations present that night, it seemed outrageous — if not immoral — for anyone to suggest that Greece’s debts be written off. After all, they muttered over their coffee, Athens was mired in years of corruption and bureaucratic incompetence, if not fraud. “How can you forgive debt when a country has a retirement age of 50?” one official observed.

Officials from Europe’s periphery nations were even more indignant. To them, Germany faced a moral duty to help places such as Greece, given the aid that it had previously enjoyed (and which Friedman so obligingly listed). In any case, with a debt to GDP ratio reaching 175 per cent, it seemed impossible to see how the country could ever pay off its debts — even if it tried.

. . .

Either way, what became clear that night was that the question of how to handle Greece is a deeply emotional issue, not just a matter of economics — even (or especially) among central bankers. In one sense, that is no surprise.

As David Graeber noted in his seminal book Debt: The First 5,000 Years, credit is a social and political construct. And whenever societies have operated in the past with few constraints on how much credit they can create, this has invariably caused debt to spiral until it either triggered social implosions or the society has used rituals to forgive that debt. In the past, there have been many such safety valves, be it the debt jubilees used in biblical Israel or the practice of “wiping the slate clean” (that recorded debts) in ancient Mesopotamia.

The problem in Europe today, however, is that it is unclear who has the power to wipe the slate clean. For while the western allies had enough control of Germany to restructure its debt after the second world war, power is diffused today in a more muddled and muddied way. Meanwhile, the idea of forgiving debt has acquired so many moral overtones that Americans struggle to accept mortgage write-offs, as the economists Atif Mian and Amir Sufi note in their recent book House of Debt. And in Europe, Friedman thinks that the mood is so punitive that it is akin to the 19th-century “retributive philosophy” that created debtors prisons. Default is deemed immoral.

But the longer that Greece writhes under that debt burden, the more that passions get inflamed — on all sides. Even inside the sombre halls of central banks. Perhaps it is time for someone to distribute Graeber’s book more widely among Europe’s central bankers. Luckily, it is now available in both German — and Greek.

Kalimera_bimbi

Toni-Servillo-La-grande-bellezza

Toni Servillo

 

Nichi Vendola

Nichi Vendola

Andrea Camilleri

Andrea Camilleri

«Ν’ αφήσουμε τον ελληνικό λαό να αποφασίσει ελεύθερα τη νέα κυβέρνησή του για ν’ αλλάξει η Ελλάδα και ν’ αλλάξει η Ευρώπη». Η πρωτοβουλία Transform Italia για τη δημιουργία ενός κινήματος στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού στη μάχη του για να ανατρέψει τις πολιτικές της τρόικας και των Μνημονίων, ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, συνάντησε ένα απρόσμενο κλίμα ευφορίας στον προοδευτικό, δημοκρατικό και αλληλέγγυο κόσμο της Ιταλίας.

Το κάλεσμα προς την ιταλική κοινή γνώμη προέρχεται από τον συνταγματολόγους Στέφανο Ροντοτά και Λουίτζι Φεραγιόλι, την Λουτσιάνα Καστελίνα, ιστορικό στέλεχος της ιταλικής Αριστεράς, τον συγγραφέα Αντρέα Καμιλέρι, τον πρόεδρο της τεράστιας εθελοντικής οργάνωσης Emergency Τζίνο Στράντα, τον ηθοποιό Τόνι Σερβίλο, τους τραγουδιστές Φιορέλα Μανόια και Μπέπε Σερβίλο, τον σκηνοθέτη Τζίνο Μαζέλι, τον οικονομολόγο Λουτσιάνο Γκαλίνο, τον πανεπιστημιακό Μάρκο Ρεβέλι, τον γελοιογράφο Σέρτζιο Στάινο, τη διευθύντρια του «Μανιφέστο» Νόρμα Ραντζέρι και τουλάχιστον άλλες διακόσιες προσωπικότητες της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Ιταλίας.

Το κάλεσμα συνυπογράφουν οι ευρωβουλευτές της «Άλλης Ευρώπης με τον Τσίπρα» Μπάρμπαρα Σπινέλι, Ελεονώρα Φορέντζα και Κούρτσιο Μαλτέζε, ο πρόεδρος της Αριστεράς Οικολογίας Ελευθερίας Νίκι Βέντολα, ο γραμματέας της Επανίδρυσης Πάολο Φερέρο, ο πρώην δικαστικός Αντόνιο Ινγκρόια, οι βουλευτές του Δημοκρατικού ΚόμματοςΣτέφανο Φασίνα και Πίπο Τσιβάτι και ο γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος Κοραντίνο Μινέο.

Το κείμενο των προσωπικοτήτων της πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της Ιταλίας έχει ως εξής:

 

Αλλάζει η Ελλάδα – Αλλάζει η Ευρώπη

Η Ελλάδα μετατράπηκε αυτά τα χρόνια σε πειραματόζωο για τη διαγραφή του κοινωνικού κράτους και των δημοκρατικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Τα πακέτα «διάσωσης» των Μνημονίων έσωσαν μόνο τις τράπεζες και κατέστρεψαν τους ανθρώπους, φτωχοποίησαν τον κόσμο και δημιούργησαν τη μαζική ανεργία.
Οι συνέπειες των πολιτικών της τρόικας διαψεύδουν όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να επιβάλουν τη λιτότητα στην Ευρώπη. Η χώρα οδηγήθηκε σε ακραία όρια, ο λαός βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης και σε μια κατάσταση ανθρωπιστικής ανάγκης, ενώ την ίδια στιγμή το χρέος, αντί να μειώνεται, είναι στα ύψη.

Στην Ελλάδα τα θύματα της λιτότητας εξεγέρθηκαν ενάντια στα αυταρχικά τελεσίγραφα των Βρυξελλών. Μαζί και αλληλέγγυα εργαζόμενοι που δεν έχουν πια δουλειά, φοιτητές, συνταξιούχοι, επαγγελματίες και νοικοκυρές συμμάχησαν και έδωσαν ζωή σε μια εξαιρετικά ειρηνική, δημοκρατική και λαϊκή αντίσταση που αποτελεί παράδειγμα για όλη την Ευρώπη.

Το κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να κατανοήσει αυτή τη μεγάλη λαϊκή ώθηση. Σήμερα βρίσκεται επικεφαλής σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, εάν ψηφίσουν, όπως φαίνεται πιθανό και δυνατόν, εξαιτίας της κατάρρευσης του σημερινού συνασπισμού των μεγάλων συμμαχιών, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα: να παραμείνει στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη για να αλλάξει την Ευρώπη.

Η κυβέρνησή του θα ζητήσει μια Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για να συζητηθεί εκ νέου το χρέος που αφορά το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών, το τέλος των πολιτικών της λιτότητας, με την κατάργηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου, ένα σχέδιο για την εργασία και τη διάσωση του περιβάλλοντος.

Το αντίθετο από μια αντι-ευρώ και αντιευρωπαϊκή πολιτική, που προσπαθούν να μας περιγράψουν τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης της ηπείρου για να δικαιολογήσουν την επίθεση των αγορών, τη διάδοση του φόβου ανάμεσα στους Ευρωπαίους, να θέσουν όρους εξάρτησης στους ψηφοφόρους στην Ελλάδα και να προκαλέσουν σύγχυση ανάμεσα στις προτάσεις της Αριστεράς και τους ξενόφοβους, ρατσιστικούς και νεοφασιστικούς λαϊκισμούς.

Ο Τσίπρας δεσμεύτηκε να υιοθετήσει άμεσα και ουσιαστικά μέτρα, να επαναπραγμαδιατευτεί τις επιλογές που επέβαλαν οι Βρυξέλλες, η Φραγκφούρτη και το Βερολίνο και να βελτιώσει άμεσα τις κοινωνικές συνθήκες των πολιτών. Ανάμεσα στα μέτρα συμπεριλαμβάνονται: η επαναφορά του ελάχιστου μισθού στα επίπεδα πριν από την κρίση και η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.

Η αλλαγή της κυβέρνησης στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει την αρχή για να επανιδρύσουμε την Ευρώπη στις αρχές των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης.

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης του Τσίπρα στην Ελλάδα θα αποδείξει ότι οι πολίτες μπορούν να καταρρίψουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την Κεντροδεξιά που αποσυνθέτει και κατακερματίζει διαρκώς περισσότερο την ήπειρό μας.

Αποδεικνύουν ήδη από τώρα ότι ο δρόμος της λιτότητας δεν είναι αναπόφευκτος, εάν η ψήφος συνδέεται με τους αγώνες για τα δικαιώματα, τη λαϊκή συμμετοχή και μια νέα ευρωπαϊκή διάσταση των κοινωνικών συνασπισμών.

Η δέσμευσή μας μπροστά στην εκστρατεία παραπληροφόρησης και την επίθεση των χρηματοοικονομικών αγορών είναι να γνωστοποιήσουμε τις πραγματικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και να υποστηρίξουμε την πρωτοβουλία του.

Τα χρηματιστήρια, ο χρηματοοικονομικός τομέας, η τρόικα, με τη συνενοχή του συστήματος των μέσων ενημέρωσης, ήδη βάζουν στη μάχη όλη τους τη δύναμη για να επηρεάσουν σκληρά την ελληνική ψήφο. Δεν θα σταματήσουν σε τίποτα. Ζητάμε από όποιον έχει στην καρδιά του τη δημοκρατία, την κοινωνική συνοχή και τη δικαιοσύνη να υποστηρίξει το δικαίωμα του ελληνικού λαού να επιλέξει ελεύθερα τη δική του κυβέρνηση.

Είναι ευθύνη όλων μας να σταματήσουμε την πορεία προς την καταστροφή και να αλλάξουμε κατεύθυνση στην Ευρώπη, γιατί με τις σημερινές πολιτικές οδηγείται στην έκρηξη.

Είναι ευθύνη όλων μας να υποστηρίξουμε όποιον θέλει να επανοικοδομήσει την Ευρώπη με τους πολίτες της.

 

ΠΗΓΗ: http://www.cambialagreciacambialeuropa.eu/appello.html

Μετά δέκα χρόνια στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο αποχωρήσας Πορτογάλος Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, μιλάει ανοιχτά για τα χρόνια της κρίσης, που άρχισε επισήμως το 2010 και συνεχίζεται. Σε συνέντευξή του στη γερμανική «Die Welt», περιγράφει τη διγνωμία των Ευρωπαίων ηγετών, μεγάλων και μικρών χωρών: άλλα αποφάσιζαν στις συναντήσεις κορυφής και άλλα έπρατταν ή έλεγαν στις χώρες τους. Οι επικρίσεις του στρέφονται κατά του Ελληνα πρωθυπουργού, αλλά και κατά του Γάλλου προέδρου.

«Μόνο λίγοι συμμετέχοντες στα συμβούλια κορυφής είχαν γενική θεώρηση των πραγμάτων, μικρές και μεσαίες χώρες συμμετείχαν μόνο λόγω των δικών τους συγκεκριμένων θεμάτων, άλλες χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον», λέει ο Πορτογάλος πολιτικός. Αναφέρεται στην εποχή «Μερκοζί»: «Μερικοί πολιτικοί από μεγάλες χώρες δεν διακατέχονταν από υπευθυνότητα για την Ευρώπη. Δεν αντιλαμβάνονταν τις αποφάσεις σαν να ήταν δικές τους. Και όταν δημιουργείται η εντύπωση ότι δύο χώρες αποφασίζουν μόνες τους, ερμηνεύεται αυτό από τις άλλες ότι οι αποφάσεις τους επιβάλλονται».

Ο Μπαρόζο υπερασπίζεται εκ των υστέρων τον φεντεραλισμό και την ομόφωνη λήψη αποφάσεων στα συμβούλια αρχηγών. Ωστόσο, κατά τη μακρά θητεία του, η επιρροή και το κύρος της Επιτροπής βρέθηκαν στα χαμηλότερα σημεία, ο διακυβερνητισμός εκ μέρους των ισχυρών κρατών θριάμβευσε και ο ίδιος κατηγορήθηκε ότι πρόσδεσε την Επιτροπή στο άρμα της Γερμανίας. Οι παρεμβάσεις του συνήθως εξαντλούνταν σε παρασκηνιακές ενέργειες, που υπηρετούσαν τις αποφάσεις του γαλλογερμανικού άξονα ή και μόνο του Βερολίνου. Στη Σύνοδο του G20 στις Κάννες, τον Νοέμβριο 2011, όπως κατέγραψαν εκ των υστέρων οι Financial Times, όταν ο Γ. Παπανδρέου προπηλακίστηκε από τον πρόεδρο Σαρκοζί για το δημοψήφισμα, ο Μπαρόζο παρασκηνιακά κανόνιζε τηλεφωνικώς τη διάδοχη κυβέρνηση.

Ο πρώην στενός συνεργάτης του (2010-2014) Φιλίπ Λεγκρέν, επικεφαλής του Γραφείου Ευρωπαίων Συμβούλων Πολιτικής του Προέδρου, μετά την παραίτησή του, έγραψε το μπεστ σέλερ «European Spring. Why our Economies and Politics are in a Mess and How to Put Them Right», στο οποίο περιγράφει την αποτυχία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει γρήγορα και αποτελεσματικά την κρίση. Σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις του, ο Λεγκρέν λέει τα εξής για την Επιτροπή και τον πρόεδρό της: «Ο ρόλος της Επιτροπής είναι να εκπροσωπεί το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον. Αντ’ αυτού, κατά τη διάρκεια της κρίσης, είτε αναδεικνυόταν ολοένα και περισσότερο ευθυγραμμισμένη με τη Γερμανία είτε κατέστη ενεργά το όργανο για να επιτύχει τους στόχους της η Γερμανία. Αυτό ήταν εξόχως καταστροφικό για την Επιτροπή, υπονόμευσε τη νομιμοποίησή της, υπονόμευσε την υποστήριξη για το ευρωπαϊκό εγχείρημα».

Ο σύμβουλος του πρώην προέδρου εντοπίζει μία από τις αιτίες της αφλογιστίας της Επιτροπής: έλλειψη λογοδοσίας. «Η Επιτροπή είναι αποστασιοποιημένη από τους ανθρώπους που επηρεάζει με τις αποφάσεις της. Δεν λογοδοτούν σε αυτούς. Σε μια κανονική χώρα, αν ο Ολι Ρεν ήταν υπουργός Οικονομικών και προκαλούσε βαθιά ύφεση εξαιτίας των λαθών του, πιθανότατα στις επόμενες εκλογές αυτός και το κόμμα του θα έχαναν την εξουσία. Στην Επιτροπή μπορείς να κάνεις όσα λάθη θέλεις. Συμβαίνουν σε μια ξένη χώρα μακριά, δεν σε επηρεάζουν στην καθημερινότητά σου, οπότε δεν λογοδοτείς ποτέ και σε κανέναν».

Ο Ζ.Μ. Μπαρόζο μέμφεται τους αρχηγούς των μικρών κρατών για ανακολουθία. Ομως αυτοί λογοδοτούν στους λαούς τους και συχνά πληρώνουν κόστος: καταψηφίζονται, τους καταπίνει η Ιστορία. Ο ίδιος δεν λογοδότησε σε κανένα πολιτικό σώμα, απέφυγε τα διλήμματα και τις σκληρές αποφάσεις, δεν αντιτάχθηκε ποτέ στη βούληση των ισχυρών.

Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας είναι φυσικό να στρέφουν το ενδιαφέρον μας στο εσωτερικό, με κίνδυνο να απομονώσουμε τα εγχώρια προβλήματα και τις πιθανές τους λύσεις από το ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Αρκεί εντούτοις μια προσεκτική ανάγνωση του διεθνούς τύπου και των αναλύσεων των μεγάλων οίκων, μαζί με τις πρόσφατες διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ και think tanks μέσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να αντιληφθούμε ότι ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμο σταυροδρόμι.

Καταρχάς οι επίσημες φωνές. Πριν από τρεις μήνες, ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του χαρακτήρισε την ανάκαμψη στην ευρωζώνη «απογοητευτική»: επεσήμανε τις ισχυρές τάσεις αποπληθωρισμού και την αδύναμη ζήτηση και εμμέσως, πλην σαφώς, ζήτησε τόνωση της ζήτησης στην ευρωζώνη. Με λίγα λόγια, ο ΟΟΣΑ καλεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λάβει μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή αυτό που έχει εξαγγείλει ο Μάριο Ντράγκι, βαλλόμενος από την γερμανική ορθοδοξία: αγορά κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, δηλαδή «έκδοση» χρήματος, έως ένα τρισ. ευρώ σε πρώτη φάση.

Η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ αναμένεται προς το τέλος Ιανουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Την κίνηση αυτή οι αγορές την έχουν προεξοφλήσει προς το παρόν, γι΄αυτό δεν βλέπουμε καμία ουσιαστική άνοδο των επιτοκίων στα ομόλογα Ισπανίας και Ιταλίας. Αντιθέτως, η προειδοποίηση Ντράγκι προς Ελλάδα και Κύπρο, ότι θα περιληφθούν στην ποσοτική χαλάρωση μόνο αν υπάγονται σε πρόγραμμα επιτήρησης, δεν προστατεύει τα ελληνικά ομόλογα, εξ ου και τα επιτόκια ξεπέρασαν το 9%.

Αστάθεια άρα παράγεται και από πολλούς εξωγενείς διεθνείς παράγοντες, που παράγουν πολιτική, προωθητική ή ανασταλτική λύσεων. Η πολιτική Ντράγκι κινείται προς μια συμβατική λύση, προς τη νομισματική επέκταση και την τραπεζική ένωση· η πολιτική του Βερολίνου επιμένει αντιθέτως στο μείγμα δημοσιονομικής λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, παρότι αυτό δεν έχει επιτύχει και η Ευρώπη βυθίζεται σε ύφεση και αποπληθωρισμό.

Η απειλή για τη σταθερότητα της Ευρώπης, κατά την εξαετία της κρίσης μετά το 2008, δεν προέρχεται από την αναδυόμενη πολιτική βούληση για αλλαγή στρατηγικής, αλλά από την ακολουθούμενη πρακτική των αναβολών και, ακόμη χειρότερα, από το εφαρμοζόμενο δόγμα λιτότητας. Αυτές τι μέρες, η Task Force για τις επενδύσεις στην ΕΕ, αποτελούμενη από εκπροσώπους της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των κρατών-μελών, δημοσίευσαν την έκθεσή τους για το περίφημο επενδυτικό σχέδιο Γιούνκερ. Διαπιστώνεται και εκεί η παρατεινόμενη κρίση ζήτησης και η συνεπαγόμενη αναστολή επενδύσεων: «Οι εταιρείες και τα νοικοκυριά έχουν αναστείλει τις δαπάνες τους και περιμένουν να δουν τι γίνεται… Η έλλειψη εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα προς τη μελλοντική ζήτηση αναστέλλει το μετασχηματισμό των αποταμιευμένων κεφαλαίων σε παραγωγικά κεφάλαια».

Η παραγωγική οικονομία έχει ξεμείνει από ρευστότητα, τα νοικοκυριά το ίδιο, το τραπεζικό σύστημα στέκει παγωμένο και ανολοκλήρωτο, οι κοινωνίες στενάζουν και εξεγείρονται: αυτή η περιγραφή δεν αφορά πια μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο… Ειδικά στην Ελλάδα, πέρα από την εξαετή ύφεση και την οδυνηρή ανεργία, ο επί 21 μήνες συνεχιζόμενος αποπληθωρισμός τινάζει στον αέρα κάθε πρόβλεψη προϋπολογισμού και σχέσης του χρέους προς το ΑΕΠ. Ταυτόχρονα δεν μεταγγίζονται ούτε καν μικρά κεφάλαια σποράς (seed capital) στις νεοφυείς επιχειρήσεις καινοτομίας και έρευνας (1 στις 80 σχετικές αιτήσεις ικανοποιήθηκαν το 2013), πόσο μάλλον κεφάλαια κινήσεως ή ανάπτυξης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Σε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο πρέπει να δούμε τις ελληνικές εξελίξεις.

Τις τελευταίες μέρες η ιστορία επύκνωσε και επιταχύνθηκε, πάλι, με τρόπους που θυμίζουν μεν στιγμές της παρελθούσας πενταετίας, αλλά και τις υπερβαίνουν. Η κρίση συνεχίζεται· άλλωστε κανείς προσεκτικός παρατηρητής μετά το 2010 δεν πίστεψε ότι αυτή η κρίση με τα πανευρωπαϊκά και διεθνή χαρακτηριστικά θα παρήρχετο σύντομα ή ανώδυνα ― το αντίθετο.

Η αμφίρροπη προεδρική εκλογή, οι πιθανές εθνικές εκλογές και η ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή συμβαίνουν σε διεθνές περιβάλλον ιδιαιτέρως περίπλοκο και ασταθές, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας. Καταρχάς είναι ταραγμένη η ίδια η Ευρώπη, στην οποία είναι βαθιά ενσωματωμένη η Ελλάδα, οικονομικά και πολιτικά, τουλάχιστον από το 1979, και πολύ περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών χρόνων. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε τις δομικές ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού οικονομικού ολοκληρώματος, αλλά και την επιδεινούμενη θέση της ηπείρου στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος και πλούτου. Ο κλονισμός των μεγάλων χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα, ιδίως της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανατρέπουν την ισορροπία δυνάμεων, αλλά όχι αναγκαστικά προς όφελος της Γερμανίας. Η Γερμανία υπό το βάρος των ευρωπαϊκών προβλημάτων, αναγκαζόμενη επιπλέον από τις ΗΠΑ να πάρει αποστάσεις από τη Ρωσία και να της επιβάλει κυρώσεις, βρίσκεται μόνη της να υπερασπίζεται τα βραχυπρόθεσμα εθνικά της συμφέροντας πέραν ή και εναντίον των Ευρωπαίων εταίρων της. Η «σκληρή» στάση της Γερμανίας είναι ουσιαστικά συνέχιση της απόφασης που ελήφθη κατά την έναρξη της κρίσης: ο καθένας για τον εαυτό του. Εκτοτε η δοκιμασία μετετέθη στα κράτη-μέλη και στους δεσμούς συνοχής της ευρωζώνης.

Για την Ελλάδα επιπλέον σημασία έχει η κλιμακούμενη γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο, και η εκ παραλλήλου επιθετική στάση της γείτονος Τουρκίας. Οι γεωπολιτικές τρύπες στο Ιράκ και τη Συρία, η τήξη των συνόρων, το ογκούμενο ρεύμα προσφύγων πολέμου, η τουρκική διεκδίκηση των κυπριακών υδρογονανθράκων, είναι μερικές μόνο όψεις της κρίσης που διηθείται στην Ελλάδα από τον Νότο και την Ανατολή. Τέλος, μακάρι να μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα Βαλκάνια ως ζώνη σταθερότητας, αλλά ούτε αυτό είναι δεδομένο.

Τούτων δοθέντων, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση· η χρεοκοπία ήταν ο δικός της παράδοξος ελκυστής. Η πρόκληση: Πώς θα σταθεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους συσχετισμούς ισχύος, αφενός. Αφετέρου, πώς θα ανακαινίσει τον οίκο του, εξυγιαίνοντας το κράτος και ανασυγκροτώντας τον παραγωγικό ιστό, για να σταθεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Το δεύτερο καθήκον, το εσωτερικό, αλλά και το πρώτο, προϋποθέτει μια κοινωνία που συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται την ένταση των προκλήσεων. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν όλα τα κοινωνικά στρώματα να έχουν κοινή αντίληψη και προσέγγιση σε όλα τα θέματα, αλλά μερικά ζητήματα, τα κρισιμότερα, αφορούν όλους.

Είχαμε περιγράψει παλαιότερα, στο ξέσπασμα της κρίσης, την ανάγκη για ενίσχυση του φρονήματος και για μια νέα γενική διάνοια. Παράλληλα, είχαμε επισημάνει συχνά τον φόβο για την πάντα ελλοχεύουσα διχόνοια, τον διαρκή διχασμό χαμηλής έντασης, ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας, που το είχαμε μισολησμονήσει και που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό. Εν πάση περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ιστορικής φάσης, που άρχισε το 2008-10 και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα ή εύκολα.

Ωστόσο, τώρα συνειδητοποιούμε εναργέστερα ότι η μέχρι τούδε δοκιμασία, με τον πόνο και τη σύγχυση που έχει σωρεύσει, προσφέρει ένα δίδαγμα, υπό τη μορφή ερωτήματος-πρόκλησης: Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, για ανακαίνιση, της οικονομίας, της κοινωνίας, του δημοκρατικού κράτους; Μπορούμε να ανατρέψουμε, ή να ανασχέσουμε τουλάχιστον, τη βραχυμεσοπρόθεσμη δυσμενή τάση που διαμορφώνουν η μετανάστευση των νέων, η δημογραφική φθίση, η διοικητική καχεξία, η απουσία εθνικού παραγωγικού σχεδίου; Προ πάντων: Μπορούμε να ανατρέψουμε ―όχι να ανασχέσουμε― τη διάχυτη μοιρολατρία, τη θλίψη και τον αυτοοικτιρμό, αλλά συστοίχως και την τυφλή οργή, το μίσος, την εκδικητικότητα, τον κερματισμό και την εξαίρεση;

Οι απαντήσεις σε αυτά τα επιτακτικά, σκληρά ερωτήματα οφείλουν να δοθούν από τους Ελληνες πολίτες καταρχάς προς τους εαυτούς τους, με το βλέμμα στο μέλλον, δηλαδή στους νέους και την ιστορική συνέχεια, δηλαδή στο αν θέλουμε να ανασυγκροτήσουμε τους όρους υγιούς αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είναι το διαρκώς επανερχόμενο ζήτημα της ενεργού βούλησης και της απόφασης. Η έκφρασή τους θα διαμορφώσει τα πολιτικά υποκείμενα του νέου ιστορικού κύκλου.

Albrecht Dürer, Ο Αγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο.

Πολλές όψεις, όχι όλες, του ελληνικού προβλήματος είναι αμιγώς ευρωπαϊκές, πηγάζουν από την κεντρική πολιτική στην ευρωζώνη, γι΄ αυτό άλλωστε εμφανίζονται και στις μεγάλες χώρες του πυρήνα. Τυπικό παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο των μέτρων που επιχειρούν να εφαρμόσουν η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση, συμμορφούμενες στις επιταγές της Επιτροπής. Είναι ο δυσπρόσιτος στόχος του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσκρούει όχι μόνο στα συνδικάτα αλλά και σε στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.

Καθ’ όμοιο τρόπο, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς επιχειρεί να απελευθερώσει την αγορά και να ανοίξει επαγγέλματα: να ανοίγουν τα μαγαζιά δεκαπέντε Κυριακές, αντί για πέντε που ισχύει τώρα, και να διευρυνθεί το ωράριο λειτουργίας σε περιοχές με υψηλή τουριστική κίνηση. Επίσης να ανοίξουν τα κλειστά επαγέλματα του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου. Τις μεταρρυθμίσεις απειλούν να καταψηφίσουν οι βουλευτές της αριστερής πτέρυγας των κυβερνώντων σοσιαλιστών.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι χώρες αφενός απειλούνται με κυρώσεις από την Επιτροπή για παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, αφετέρου, κινδυνεύουν από την πολιτική αστάθεια, λόγω μεταρρυθμίσεων.

Η Ελλάδα, αναγκασμένη και από το Μνημόνιο, έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει πολλές από τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις. Οι εργασιακές σχέσεις και τα ωράρια έγιναν ευέλικτα, η μερική απασχόληση θεσμοθετήθηκε, τα μαγαζιά ανοίγουν περισσότερες ώρες. Σε κάποιους τομείς η Ελλάδα πρωτοπορεί.

Ποιο το αποτέλεσμα; Το περιέγραψε προχθές η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), στην ετήσια έκθεση που εκπόνησε το θυγατρικό του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έκθεση, τα νέα για όσους ακόμη έχουν εργασία, δεν είναι ενθαρρυντικά: η μερική απασχόληση διπλασιάστηκε ως προς το 2008, η προσωρινή απασχόληση αυξήθηκε 28% σε ένα χρόνο, το 18% των εργαζόμενων στο εμπόριο δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα, οι απλήρωτες υπερωρίες φτάνουν το 63% των περιπτώσεων. Παράλληλα έχει γενικευτεί το φαινόμενο οι εργαζόμενοι να δηλώνονται ως μερικής απασχόλησης και να δουλεύουν πλήρη ωράρια, για να μην καταβάλλονται πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή, μεγάλο μέρος της εργασίας μετατρέπεται σε γκρίζα. Το Ινστιτούτο συμπεραίνει: «Η αγορά εργασίας στον κλάδο του εμπορίου απορρυθμίζεται λόγω μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά κι εξαιτίας δύο αδυναμιών: Οι εργοδότες αδυνατούν να καταβάλουν τους μισθούς και πολύ περισσότερο τις υπερωρίες, και οι μισθωτοί δεν αντιδρούν φοβούμενοι μη χάσουν τη δουλειά τους ή μήπως διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησης».

Είναι προφανές ότι η τέτοια επιδείνωση της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται και στη μεγάλη και πολύχρονη ύφεση, σε συνδυασμό με την επί τετραετία δημοσιονομική λιτότητα. Καμία παρόμοια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιβάλλον βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Ωστόσο η ίδια μεταρρυθμιστική συνταγή πάει να εφαρμοστεί στην Ιταλία, που εισέρχεται σε ύφεση, και στη Γαλλία, που βρίσκεται σε στασιμότητα και κάμψη. Με ποιες διαφορετικές προσδοκίες άραγε; Καμία βάσιμη προσδοκία δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλο το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα σύρεται σε τροχιά απίσχνασης όχι μόνο του κόσμου της εργασίας αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αγοράς και εργασίας αποσκοπούν στην αύξηση της προσφοράς, ενώ το μέγα πρόβλημα φαίνεται να είναι η αδύναμη ή ανύπαρκτη τόνωση της ζήτησης, εφόσον λείπει η ρευστότητα στα νοικοκυριά. Αναμένεται με αγωνία, η μεγάλη κίνηση του Μ. Ντράγκι, για ποσοτική χαλάρωση στο τέλος Ιανουαρίου, η οποία εκτιμάται ότι θα ελαφρώσει τα κρατικά χρέη και θα απελευθερώσει ρευστό.

Πρώτες σκέψεις, χθες βράδυ, 9-11 μμ, εκφωνημένες στα ερτζιανά:

1. Οι δανειστές σπρώχνουν άλλη μια κυβέρνηση στον γκρεμό, κατ’ αναλογίαν με το φθινόπωρο 2011, όταν στην Ελλάδα επεβλήθη η υπερψήφιση και ολολκλήρωση του PSI, από κυβέρνηση ειδικού σκοπού.

2. Την ώρα που το Eurogroup έδινε δίμηνη παράταση, η κυβέρνηση επέσπευσε την προεδρική εκλογή. Ωστε στο δίμηνο, αν ψηφιστεί πρόεδρος, να χωρέσουν
(α) η επιβολή των υπολειπόμενων μέτρων
(β) η επιβολή των όρων-μέτρων για το δεύτερο Μνημόνιο-Πιστωτική Γραμμή Στήριξης κλπ.

3. Τούτων δοθέντων:
Υπερψήφιση Προέδρου ισοδυναμεί με Υπερψήφιση μέτρων και Μνημονίου 2.

4. Αν δεν ψηφιστεί πρόεδρος, τότε η διπλή εκκρεμότητα των δανειστών μεταφέρεται στην επόμενη κυβέρνηση. Το πλαίσιο έχει τεθεί.

5. Ο όλος χειρισμός του ελληνικού προβλήματος διεξάγεται εν μέσω πανευρωπαϊκής θύελλας:

5α. Στην Ιταλία, υποβαθμισμένη ήδη πιστοληπτικά σε ΒΒΒ, φουντώνει η ρητορική για Italexit.
5β. Η Μέρκελ επικρίνει Γαλλία και Ιταλία για ατελή μέτρα λιτότητας. Γαλλία και Ιταλία αντιδρούν.
5γ. Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί την ευρωζώνη για ύφεση και αποπληθωρισμό και υποδεικνύει αλλαγή πλεύσης.
5δ. Το σημαντικότερο ίσως: Ο Ντράγκι της ΕΚΤ υπαινίσσεται ότι θα συνεχίσει την ποσοτική χαλάρωση ακόμη και χωρίς την ομόφωνη γνώμη όλων των μελών του Συμβουλίου του (δλδ των Γερμανών).
Αρχές Ιανουαρίου πιθανότατα θα δούμε αγορά ιταλικών ομολόγων.

6. Δυστυχώς, υπό αυτές τις συνθήκες, το πρόσωπο του Προέδρου καταλήγει να μην έχει σημασία.

H πιθανότερη εξέλιξη στη διαπραγμάτευση με την τρόικα είναι η ψήφιση των προτεινόμενων μέτρων, μαζί με τον προϋπολογισμό τροποποιημένο. Στα μέτρα περιλαμβάνονται δυσβάστακτα βάρη 2,5-3 δισ. ευρώ επί ενός πληθυσμού κατάκοπου και μιας οικονομίας αφυδατωμένης. Περιλαμβάνονται αύξηση του ΦΠΑ σε φάρμακα, βιβλία, τύπο, τουριστικές υπηρεσίες, παραμεθόριες περιοχές, νησιά, αναστολή συνταξιοδότησης προ των 62 ετών, κατάργηση της προσφάτως ψηφισμένης ρύθμισης για τις 100/72 δόσεις σε ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Η τρόικα υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να πει στους πολίτες ότι όλες οι θυσίες της τετραετίας δεν έχουν πιάσει τόπο, δεν αρκούν, απαιτούνται κι άλλες θυσίες, χωρίς ορίζοντα εξόδου. Δυστυχώς, ο πυρήνας και αυτών των μέτρων βρίσκεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και στο Μνημόνιο, αυτά που ψήφισαν αλλά δεν διάβασαν τότε και νυν υπουργοί. Και δυστυχώς, πάλι μια ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια νέα φοροεπιδρομή, ουσιαστικά να σβήσει το φως διεξόδου, να σβήσει την προσδοκία ενός τέλους στο μαρτύριο. Σαν να μην πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από την αποφράδα ημέρα του Καστελόριζου.

Περισσότερο και από το υλικό κόστος, αυτό που βαραίνει πια περισσότερο είναι η ψυχική καταστολή, η βίαιη αφαίρεση ενός βιώσιμου, ανεκτού μέλλοντος. Το πρόγραμμα διάσωσης εγκαθίσταται στις συνειδήσεις ως ατελεύτητο σισύφειο μαρτύριο – αυτό συνιστά απειλεί για την κοινωνική συνοχή και κινητοποιεί βίαιες ανανοηματοδοτήσεις. Ποιο νόημα έχουν πια οι λέξεις «μεταρρύθμιση», «ευρωπαϊκό κεκτημένο»;

Στην Κύπρο το bail in βιώθηκε με ανάκληση του τραύματος της εισβολής του ’74. Η συλλογική συνείδηση έτσι δρα, με συσχετισμούς α-τυπικούς, πλην όμως ισχυρούς. Υπό αυτή την έννοια, η παράταση του σισύφειου μαρτύριου και η αφαίρεση της προοπτικής πώς μπορούν να βιωθούν, ποια μορφή συνείδησης θα δημιουργηθεί; Είναι σαν οι δανειστές-εταίροι να ωθούν το λεγόμενο ελληνικό, μα ουσιαστικά ευρωπαϊκό, πρόβλημα σε μια γεωπολιτική μαύρη τρύπα.

Στο χθεσινό εντιτόριαλ το διεθνές ειδησεογραφικό δίκτυο Bloomberg θέτει ζήτημα παραίτησης του νεοεκλεγέντος προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιούνκερ. Αφορμή, οι πρόσφατες σαρωτικές αποκαλύψεις της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) για τις ειδικές συμφωνίες του Λουξεμβούργου με εκατοντάδες πολυεθνικές εταιρείες, προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση στις χώρες δραστηριοποίησής τους.

Ο επί εικοσαετία πρωθυπουργός του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, πρώην πρόεδρος του Eurogroup, εξελέγη στην κορυφή της Επιτροπής ύστερα από σκληρές διακρατικές διαπραγματεύσεις, υποσχόμενος να σεβαστεί τις επιθυμίες των ισχυρών εταίρων αλλά και να υπερασπιστεί την δoκιμαζόμενη ομοσπονδιακή συνοχή της Ε.Ε. ― υπόσχεση εκ των πραγμάτων υπερφιλόδοξη, εφόσον θα έπρεπε να συγκεράσει την α λα καρτ Ευρώπη της Μ. Βρετανίας, το δόγμα λιτότητας της Γερμανίας, τη δημοσιονομική ευελιξία που ζητούν Γαλλία και Γερμανία, και τις αμείλικτες πραγματικότητες ανεργίας, ύφεσης και αποπληθωρισμού των μικρών κρατών.

Δεν χρειάστηκε όμως καν να αντιμετωπίσει τα τέραστια προβλήματα της Ε.Ε. για να φθαρεί. Το ηθικό και πολιτικό πλήγμα των LuxLeaks είναι τόσο σφοδρό, που απειλεί να θέσει εκτός μάχης τον Ζ.Κ. Γιούνκερ, και πλήττει μαζί του την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη διαδικασία εκλογής ηγετών. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναλογιστούμε, κατά τα γνωστά: Ποιος ωφελείται από μια τραυματισμένη, πολιτικά αδύναμη Ευρώπη; Διότι πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η Ευρώπη περνά μια κρισιμότατη φάση, στην οποία διακυβεύεται η συνοχή της, η επιβίωση του ιστορικού εγχειρήματος ολοκλήρωσης, αλλά και η οικονομική επιβίωση και η αντοχή των δημοκρατιών στα κράτη-μέλη. Επιπλέον, παρ’ όλα τα σφάλματα και την ολιγωρία, η εκλογή του άτυπου πρωθυπουργού της Ε.Ε. έγινε με αυξημένη πολιτική νομιμοποίηση αντλημένη από τις Ευρωεκλογές.

Από μια άλλη όψη όμως, τα LuxLeaks καταδεικνύουν με τεκμήρια ό,τι ήταν ήδη γνωστό: ότι δηλαδή στην καρδιά της Ευρώπης, εκεί όπου όλοι ομνύουν στον υγιή ανταγωνισμό, τη διαφάνεια, την ισοπολιτεία και την ισονομία, ανθούν φορολογικοί παράδεισοι, εις βάρος των εθνικών οικονομιών και της συνολικής ευρωκοινοτικής πίστης. Κατά κάποιον τρόπο, τα LuxLeaks καταδεικνύουν την υποκρισία που κυριαρχεί στην κορυφή της Ε.Ε., αλλά και τον βαθμό εξάρτησης ηγετών και κρατών από τις μεγάλες εταιρείες. Θυμίζουμε ότι κατά το bail in της Κύπρου ακούστηκαν αιτιάσεις για ξέπλυμα χρήματος στις κυπριακές τράπεζες, και την ίδια στιγμή ήταν ευκρινής ο φόβος της Μάλτας και του Λουξεμβούργου, τουλάχιστον, μήπως έρθει η σειρά τους.

Τα LuxLeaks αποκαλύπτουν κι άλλες πληγές: την ασύγγνωστη διαπίδυση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Ο ρόλος του διεθνούς λογιστικού οίκου PwC στη σύναψη 548 φορολογικών συμφωνιών για λογαριασμό 342 επιχειρήσεων, κυρίως το διάστημα 2008-2014, δηλαδή μεσούσης της κρίσης που έριξε στον δημοσιονομικό Καιάδα κράτη και λαούς, μάς οδηγεί στα στελέχη που διενήργησαν αυτές τις νομότυπες πλην ανήθικες συμφωνίες. Μπορούν αυτά τα στελέχη, ικανοί τεχνοκράτες κατά τα άλλα, να αναλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις δημόσιων λειτουργών στα κράτη που ζημιώνονται από τη φοροαποφυγή;

Στα LuxLeaks καταγράφονται εννέα εταιρείες ελληνικών συμφερόντων· τις φοροευνοϊκές συμφωνίες με το Λουξεμβούργο τις συνήψε ο οίκος PwC, της οποίας επικεφαλής φοροειδικός (senior tax manager) στον ελληνικό κλάδο, έως τον Ιούνιο 2014, ήταν η κ. Αικατερίνη Σαββαΐδου, νυν γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων διορισμένη από τον υπουργό Οικονομικών. Ευλόγως γεννάται το ερώτημα: Η κ. Σαββαΐδου γνώριζε τις συμφωνίες; Αν ναι, υπάρχει θέμα ασυμβίβαστου ιδιοτήτων και σύγκρουσης συμφερόντων; Αυτά πρέπει να απαντηθούν γρήγορα και πειστικά.

Η Ida του Πάβελ Παβλικόφσκι είναι η ταινία της χρονιάς, από τώρα· σφραγίζει την ευρωπαϊκή ευαισθησία όπως την σφράγισε πέρυσι η Grande Belezza του Πάολο Σορρεντίνο. Πρόκειται για ταινίες-σπουδές, που μιλούν για την ψυχή των λαών και των ανθρώπων, για την αξεδιάλυτη συνύφανση του ατομικού με το συλλογικό, για το βάρος της μνήμης και της ιστορίας, για την Ευρώπη των νεκρών και των φαντασμάτων.

Στην πολωνική ταινία πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες, δύο γενιές, δύο κόσμοι. Η νεαρή δόκιμη μοναχή Αννα, και η ώριμη δικαστίνα Βάντα. Η Αννα είναι η Εβραία Ιντα, ορφανό πολέμου που μεγάλωσε σε μοναστήρι Καθολικών. Η θεία της, αδελφή της μητέρας της, είναι η κομμουνίστρια Κόκκινη Βάντα, πρώην εισαγγελέας, αλκοολική. Η μία πιστεύει, η άλλη όχι. Οι διαφορές σταματούν εδώ. Οι ομοιότητες είναι βαθύτερες: δεν έχουν ρίζες, δεν έχουν οικογένεια, οι ζωές τους ξετυλίγονται πάνω στην έλλειψη, την απουσία, τα θαμμένα μυστικά, τη λήθη. Την παραμονή της κουράς της μοναχής, οι δύο γυναίκες θα ανταμώσουν για πρώτη φορά και θα ξεκινήσουν το μοναδικό κοινό τους ταξίδι, σε αναζήτηση του κοινού τους παρελθόντος. Αναζητούν τους νεκρούς τους, γονείς και παιδιά, τα οστά των δολοφονημένων και χαμένων του Ολοκαυτώματος.

Ολη η ταινία είναι η κάθοδος στον Αδη με τη μορφή ενός road movie στην άχρονη πολωνική ύπαιθρο· σε έναν κάμπο που συμπυκνώνει κάτω από την ακινησία του τον καθολικισμό, τον εβραϊσμό, τη γενοκτονία, τον πόλεμο, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, και πάνω απ’ όλα τον ανελέητο, διαρκή αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση. Η περιπλάνηση των δύο γυναικών μοιάζει εξωτερικά με τις υπαρξιακές περιπλανήσεις ταινιών του Βέντερς ή του Αντονιόνι, αλλά εδώ το δράμα δεν περιέχει καμία διαφυγή από τη μοίρα, ούτε καν σύγκρουση, το δράμα αντηχεί περισσότερο τις ηθικές και μεταφυσικές δονήσεις του Μπέργκμαν και του Ταρκόφσκι, του Κισλόφσκι και του Ζανούσι. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει πάλι κενό, συν την πικρή επίνοια του ταξιδιού.

Ο Παβλικόφσκι μιλώντας για το υπαρξιακό κενό στη Μεσευρώπη του ’60, κατορθώνει να μιλήσει βαθιά και σπαρακτικά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα· μάλλον για τη βαριά κληρονομιά του Ευρωπαίου ανθρώπου της νεωτερικότητας, κληρονομιά φρίκης και αναμέτρησης με τα όρια. Η Ευρώπη της Ida είναι στοιχειωμένη από κρυμμένα οστά, ανεύρετους τάφους, πεισματική αμνησία, ηθική απογύμνωση. Ο αγρότης-φονιάς κουλουριάζεται μες στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο, ο θύτης είναι το ίδιο τελειωμένος όσο και τα θύματα. Εχει χαθεί η ιερότητα της ζωής, η ζωή σαν θαύμα.

Η Ιντα ρωτάει τον κούκλο σαξοφωνίστα τι μπορούν να κάνουν μαζί, αφού παίξουν Kολτρέιν σε συναυλίες, αφού παντρευτούν και κάνουν παιδιά. Απλώς, θα ζήσουμε, λέει ο Λις. Η Ιντα, αφιερωμένη του Χριστού, έμπειρη πλέον του θανάτου και της φρίκης, σηκώνεται από το κρεβάτι του παρθενικού έρωτα, φοράει το ράσο της δόκιμης και ακολουθεί την σκολιά οδό. Η κάμερα για πρώτη φορά κινείται σωματικά, και για πρώτη φορά η μουσική που ακούει ο θεατής δεν είναι η μουσική που ακούν οι ήρωες.

Ο Παβλικόφσκι κατορθώνει μια κινηματογραφική αφήγηση λάμπουσα, άρτια, προσωπική, συγκινούσα, χωρίς φορμαλιστική εκζήτηση, αλλά και χωρίς παραχωρήσεις στο τηλεοπτικό γούστο. Τα κάδρα του είναι γεωμετρημένα έτσι ώστε να υπηρετούν ψυχικά πυκνώματα και κενά, να αναδεικνύουν τα πρόσωπα ενώπιον της μοίρας τους· το ασπρόμαυρο είναι στιλπνό και πλούσιο, καταγραφικό και αφαιρετικό μαζί· η φόρμα, παρότι τολμηρή, υπηρετεί και αναδεικνύει, δεν επιδεικνύεται. Ο Παβλικόφσκι πετυχαίνει μια ευτυχή κράση φόρμας και περιεχομένου, επειδή έχει κάτι να πει· για τη ζωή, τις ζωές των ανθρώπων, για τον πυρήνα της ύπαρξης, εκεί που συμφύρονται η ελπίδα, η αφέλεια, η απάθεια, η ερήμωση. Αν πρέπει να περιγράψουμε με μια λέξη την τέχνη του, θα ήταν: οικονομία. Τίποτε δεν λείπει, τίποτε δεν περισσεύει.

Η Ida -όπως και η Grande Belezza, αλλιώς- είναι αφήγηση για το μεταίχμιο της Ευρώπης, και είναι συναναστροφή με τους νεκρούς. Είναι αποδοχή της πολυπλοκότητας και του χάους, χωρίς κρίσεις και διδάγματα. Οι ζωντανοί συναντούν τις ψυχές των απόντων, αγγίζονται, κι ύστερα αποτραβιούνται. Η Βάντα, άδεια, πικρή, επιλέγει το κενό· η Ιντα δακρύζει, λοξοδρομεί, ωριμάζει σε 82 φιλμικά λεπτά, επιλέγει τον όρκο της αναχώρησης.

Πόσο ζυγίζει μια τράπεζα; Πόσο ζυγίζει ένα κράτος; Στη ζυγαριά του Ζαν Κλωντ Τρισέ, τέως προέδρου της ΕΚΤ, τα συμφέροντα των τραπεζών βάραιναν αποφασιστικά περισσότερο από τα συμφέροντα των κρατών και των πολιτών τους. Και με αυτή τη λογική ενήργησε στον χειρισμό της κρίσης σε Ελλάδα και Ιρλανδία, όπως αποκαλύπτουν οι εκβιαστικές επιστολές του προς τις κυβερνήσεις των χωρών, τη διετία 2010-11 («Καθημερινή», χθες και 9.3.2014).

Οι επιστολές επιβεβαιώνουν όσα έχουν υποστηρίξει αναλυτές και πολιτικοί ηγέτες: η Ελλάδα και η Ιρλανδία θυσιάστηκαν για να μην πληγούν οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που είχαν επενδυτικές θέσεις στο ελληνικό κρατικό χρέος και στις ιρλανδικές τράπεζες.

Οι τέτοιες παρεμβάσεις ενός κεντρικού τραπεζίτη, πρακτικά μη ελεγχόμενου πολιτικά και εκτός λογοδοσίας, πρέπει να εξεταστούν πολλαπλώς:

Πρώτον, δείχνουν έναν διευρωπαϊκό οργανισμό, την ΕΚΤ, τυπικά αρμόδιο για το κοινό νόμισμα και την λειτουργία των τραπεζών, να επιβάλλει εξωθεσμικά δημοσιονομική πολιτική και κατ’ επέκτασιν να επηρεάζει αποφασιστικά την ιστορική πορεία των κρατών-μελών του Ευρωσυστήματος.

Δεύτερον, εκ του αποτελέσματος: οι κινήσεις της ΕΚΤ, δειλές ή καθυστερημένες, δεν απέτρεψαν την κρίση· μετακύλησαν το κόστος στα κράτη και έσπρωξαν την Ευρωζώνη σε καθοδική πορεία ύφεσης και αρνητικού πληθωρισμού.

Τρίτον, παρατηρείται μια κρίσιμη μετατόπιση ισχύος στην Ευρώπη: οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επιβάλλουν τη θέλησή τους σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και κυβερνήσεις. Αυτή η τελευταία παρατήρηση ενισχύεται θλιβερά από τις χθεσινές αποκαλύψεις των LuxLeaks για τις μυστικές συμφωνίες του Λουξεμβούργου με 343 πολυεθνικές για φοροαποφυγή στις χώρες καταγωγής τους. Υπεύθυνος του φορολογικού παραδείσου στην καρδιά της Ευρώπης, ο νυν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ταγμένος, κατά τα άλλα, να πολεμά την φοροδιαφυγή και να προστατεύει τον υγιή ανταγωνισμό στα κυρίαρχα κράτη-μέλη της Ενωσης.

Η κρίση στην Ευρώπη εξελίσσεται ραγδαία σε πολιτική και ηθική, εκτός από οικονομική.

H συνάντηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλ. Τσίπρα με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γ. Στουρνάρα στέλνει ωφέλιμο μήνυμα προς την κοινωνία, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της συζήτησης. Το μήνυμα είναι ότι οι πολιτειακοί παράγοντες, εκλεγμένοι και διορισμένοι, συνομιλούν, ενημερώνονται αμοιβαία, ανταλάσσουν απόψεις και σχέδια, διαπιστώνουν διαφορές θέσεων αλλά και δυνητικά σημεία σύνθεσης. Αλλωστε, καθήκον αμφοτέρων, διακηρυγμένο τουλάχιστον, είναι η ανόρθωση της χώρας, χωρίς προσωπικά ή φατριαστικά φίλτρα. Δεν καλούνται να ταυτιστούν πολιτικά ή ιδεολογικά, αλλά είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, λειτουργικό για την κοινωνία και το δημοκρατικό κράτος.

Για να το δούμε και απέξω: Οι ξένοι βλέπουν την Ελλάδα ενιαία, σαν μια πολιτική συνέχεια, ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα, ανεξαρτήτως χρώματος της κυβέρνησης. Φυσικά δεν είναι ίδιες όλες οι κυβερνήσεις, διαφέρουν ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά στις σχέσεις και τις διαπραγματεύσεις με τον ξένο παράγοντα, κάθε κυβέρνηση εκπροσωπεί το κοινωνικό όλον, διαχειρίζεται εθνικά συμφέροντα σε ιστορική προοπτική, δεν εκπροσωπεί συμφέροντα προσώπων ή ομάδων ― τουλάχιστον τυπικά. Αλλά στο σημείο που έχει φτάσει η χώρα, το τυπικό πρέπει να είναι και ουσιαστικό, διαρκώς και συνεκτικά.

Ας το δούμε από μέσα: κοινή η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο ανόρθωσης, ολοκληρωμένο και συγκροτημένο. Υπάρχουν προσχέδια, φωτοβολίδες, μονότονη επίκληση ταριχευμένων εννοιών: ανταγωνιστικότητα, νέες τεχνολογίες, νέα επιχειρηματικότητα, start up. Στην προχθεσινή έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής περιγράφεται ωμά: «Δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο που τελειώνει το 2014. Οσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για ένα τέτοιο σχέδιο επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κ.λπ.) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα, αιτιολογήσεις. […] Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί από την πλευρά τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ζήτημα του τέλους του μνημονίου. Με τον τρόπο που τίθεται το θέμα δίνεται η εντύπωση ότι από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιες δεσμεύσεις, προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσεως απαιτήσεων και τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε ως τώρα ήταν λάθος».

Σχετικά με τα παραπάνω είναι όσα οξυδερκώς έγραψε την περασμένη Δευτέρα στους Financial Times ο αρθρογράφος Tony Barber: «Aυτό που έχει σημασία για την Ελλάδα δεν είναι εάν θα παραμείνει στην κυβέρνηση ο κ. Σαμαράς ή εάν θα τον αντικαταστήσει ο κ. Τσίπρας. Είναι το εάν η πενταετία κακουχιών και υποταγής στην τρόικα οδήγησε στον εκσυγχρονισμό της πολιτικής κουλτούρας και της στάσης του κόσμου προς το κράτος». Ο Τ. Barber φαίνεται ότι γνωρίζει σε βάθος τα ελληνικά πράγματα· κορυφώνει τον συλλογισμό του πικρόχολα: «Οι πελατειακές σχέσεις και ο εγωισμός των οικονομικά ισχυρών επιβίωσαν από όλα τα δεινά του 20ού αιώνα ― δύο παγκόσμιους πολέμους, ξένη κατοχή, εμφύλιο πόλεμο και χούντα. Μην απορείτε εάν επιβιώσουν και από την τρόικα, αφού φύγουν οι τελευταίοι ξένοι ηγεμόνες της χώρας.»

Η Ελλάδα θα επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί τα επόμενα χρόνια σε ευρωπαϊκό περιβάλλον στάσιμο ή και υφεσιακό. Η ανασυγκρότηση άρα θα είναι διπλά δύσκολη, εφόσον οι υφιστάμενοι δεσμοί με το ατελές ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα είναι πολλαπλοί και ζωτικοί. Πιθανολογείται βάσιμα ότι η πολιτική της άκαμπτης λιτότητας θα αλλάξει, προς το καλύτερο. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη από τώρα, για να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Γι’ αυτό επείγουν ο εθνικός σχεδιασμός και η ομαλή δημοκρατική συνέχεια.

Τα αποτελέσματα των δοκιμασιών (stress tests) των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών, που διεξήγαγαν οι ΕΒΑ και ΕCB, παρουσιάζονται σαν μισογεμάτο ή μισοάδειο ποτήρι. Λόγου χάριν, διεθνή Μέσα και αναλυτές κάνουν λόγο για έντεχνο μακιγιάζ της πραγματικής κατάστασης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Στην περίπτωση των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών που εξετάστηκαν, η συμβατική ανάγνωση των ξένων Μέσων είναι ότι τρεις τράπεζες δεν πέρασαν το στατικό σενάριο και ότι θα απαιτηθούν συνολικά περίπου 8,7 δισ. ευρώ πρόσθετα κεφάλαια, ενώ μία τράπεζα, η Eurobank, απέτυχε και στο δυναμικό σενάριο και μετά τη σχεδιαζόμενη κεφαλαιακή ενίσχυση.

Απεναντίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε: Με βάση την υπόθεση στατικού ισολογισμού, η Εθνική και η Eurobank παρουσιάζουν υστέρηση κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησαν το 2014. Ωστόσο, όπως αναφέρει η Συγκεντρωτική Εκθεση της Συνολικής Αξιολόγησης, βάσει του δυναμικού ισολογισμού, μία τράπεζα (Εθνική) δεν παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων και ακόμη μία (Eurobank) στην ουσία δεν παρουσιάζει κεφαλαιακή υστέρηση. Σημειώνεται ότι από 3ης Νοεμβρίου οι τέσσερις συστημικές τράπεζες περνούν στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.

Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Οι συστημικές τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με περίπου 27,5 δισ. ευρώ απευθείας από το ελληνικό Δημόσιο, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. (Από το 2009, το τραπεζικό σύστημα έχει ενισχυθεί από το Δημόσιο με ροές 46,7 δισ. και εγγυήσεις 158 δισ. ευρώ.) Εν τω μεταξύ, με την είσοδο ιδιωτών επενδυτών στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, η συμμετοχή του ΤΧΣ στις τράπεζες μειώνεται διαρκώς ως μετοχικό ποσοστό, εφόσον αυτό δεν λαμβάνει μέρος στις αυξήσεις. Αλλά μειώνεται και ως αξία: στο τελευταίο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου, η αξία ήταν 18,5 δισ., ενώ πριν από επτά μήνες ήταν 25 δισ.

Το μίνι κραχ της προπερασμένης εβδομάδος απομείωσε το ελληνικό Χρηματιστήριο κατά περίπου 8 δισ., απώλεια η οποία εν τω μεταξύ ανακτάται βαθμιαία. Η μίνι θύελλα εντάθηκε εν μέρει όταν σημειώθηκαν μαζικές πωλήσεις τραπεζικών μετοχών και warrants, σε τιμές που θεωρούνται φουσκωμένες, σε σχέση με την εικόνα που έχουμε τώρα για τις τράπεζες. Οι πωλήσεις πυροδότησαν πανικό, με περαιτέρω πωλήσεις σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Είναι πιθανόν αυτοί που ξεφόρτωσαν τραπεζικούς τίτλους να υπέθεταν βάσιμα ότι μετά τα stress tests θα απαιτείτο περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση, η οποία θα εξανέμιζε τις θέσεις των υπαρχόντων μετόχων.

Σε κάθε περίπτωση, στις αναμενόμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου θα αρχίσει να διαφαίνεται και το ποιος ελέγχει τις τράπεζες. Αγνωστο παραμένει τι θα πράξει το ΤΧΣ με τις μετοχές που κατέχει. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Τράπεζα της Ελλάδος, εποπτεύουσα του ΤΧΣ, σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις προειρηθείσες αξίες από τραπεζικές μετοχές, μαζί με το υπόλοιπο των 11,4 δισ. (το «μαξιλάρι»), σαν μαγιά για την πιστωτική γραμμή στη μεταμνημονιακή εποχή. Σε περίπτωση που αρνηθούν η ΕΚΤ και ο ESM τέτοια χρήση του «μαξιλαριού», όπως ήδη έχουν διαμηνύσει, τότε ίσως πωληθούν οι μετοχές του ΤΧΣ σε ιδιώτες, για να καταγράψει έσοδα το Δημόσιο.

Ερωτήματα: Πρώτον, θα καταφέρει το ΤΧΣ να πάρει πίσω, και σε ποιο χρόνο, τα κεφάλαια που έβαλε στις τράπεζες για τη διάσωσή τους; Δεύτερον, ποιοι θα ελέγχουν τις τράπεζες και με ποιο τίμημα θα τις έχουν αποκτήσει; Τρίτον, ίσως το σημαντικότερο: Πότε και πώς οι διασωθείσες με κρατικό χρήμα τράπεζες θα γίνουν μοχλοί ανάπτυξης, προσφέροντας ρευστότητα στην πραγματική οικονομία;

Η παρουσία τουρκικών πλοίων στα «οικόπεδα» υδρογονανθράκων της κυπριακής ΑΟΖ, στα νοτιοανατολικά της νήσου, συνιστά έργω αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φυσικά κατά παράβασιν κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου· αλλά η Τουρκία δεν επικαλείται το δίκαιο, επικαλείται την ισχύ και τα συμφέροντά της. Συνεπής σε αυτή την πάγια στρατηγική, ο τωρινός πρωθυπουργός Αχμετ Νταβούτογλου επικαλείται άλλοτε τις συμφωνίες της Ζυρίχης, από τις οποίες ιδρύθηκε η ενιαία και κυρίαρχη Δημοκρατία της Κύπρου, και άλλοτε την ύπαρξη δύο κρατών, εννοώντας το ψευδοκράτος του Κατεχόμενου Βορρά, το οποίο ανακηρύχθηκε το 1983 παραβιάζοντας τις συμφωνίες της Ζυρίχης και τις αρχές του ΟΗΕ. Σκοπός της Τουρκίας προφανώς είναι η στρατιωτική παρουσία και η επικυριαρχία της στα κατεχόμενα και κατ’ επέκτασιν στη στρατηγική περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.

H υπερθέρμανση στην Κύπρο, λίγο μετά το αδιέξοδο των συνομιλιών για εξεύρεση λύσης, συμβαίνει σε μια εξόχως θερμή συγκυρία για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία έχει καλλιεργήσει μεγάλες προσδοκίες και φιλοδοξίες για ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο, και έχει ανοίξει το στρατηγικό της παίγνιο σε πολλά πεδία ταυτοχρόνως: στην αποτροπή της εθνικής και κρατικής ολοκλήρωσης των Κούρδων, στην ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ, στην ηγεμονική επιβολή επί του Ισραήλ, αλλά και επί της ομόδοξης Αιγύπτου, στον υπόγειο ανταγωνισμό με το σιιτικό Ιράν. Τέλος, επιδιώκει ως περιφερειακή δύναμη μια ιδιότυπη σχέση με τις μεγάλες δυνάμεις, ιδίως με τις ΗΠΑ, αλλά και με την Ευρώπη και τη Ρωσία.

Η Τουρκία είναι «ανοιχτή» σε πολλά πεδία, προσδοκώντας κέρδη από όλα. Αυτό μπορεί όμως να αποβεί και αχίλλειος πτέρνα του νεο-οθωμανικού δόγματος. Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίση, βαθιά κρίση. Η οικονομική της εξουθένωση όμως δεν πρέπει να την οδηγήσει σε γεωπολιτική υποβάθμιση, διότι η οικονομία ανακάμπτει ανά ιστορικούς κύκλους, η κυριαρχία και ο χώρος δεν ανακτώνται αναλόγως.

Ως εκ τούτου επείγει η Αθήνα να συμπαρασταθεί στη Λευκωσία, κατά την υπεράσπιση του ζωτικού της χώρου, στον οποίο ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται η ΑΟΖ και οι υποκείμενοι υδρογονάνθρακες. Αλλωστε αν τα ενεργειακά κοιτάσματα αποδειχθούν για την Κύπρο γεωπολιτική ευλογία ή κατάρα, αυτό θα σηματοδοτήσει εν πολλοίς και το μέλλον των ελλαδικών κοιτασμάτων. Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι οι πολυμερείς συμφωνίες Κύπρου και Ελλάδος με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο έχουν μεγάλη αξία, τέτοια που πυροδότησε την τουρκική προκλητικότητα. Εχει σημασία επίσης να δούμε τις διεθνείς αντιδράσεις: Η Βρετανία, πρώτη, απέτρεψε μια άμεση παρέμβαση της Ε.Ε., ακολουθούμενη από τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι βάσει του Σχεδίου Ανάν, η Βρετανία δια των βάσεών της, θα εδικαιούτο ΑΟΖ νοτίως της νήσου. Σε πρώτο χρόνο άρα, η Κύπρος μένει ακάλυπτη από την ευρωπαϊκή της οικογένεια, προς το παρόν τουλάχιστον. Αντιθέτως, κινούνται προς υποστήριξή της, και των δικών τους ζωτικών συμφερόντων ασφαλώς, το Ισραήλ και η Ρωσία.

Εχει σημασία να χρησιμοποιηθούν όλα τα διπλωματικά και νομικά όπλα, από την Κύπρο και την Ελλάδα, για να καταγγείλουν και να ανασχέσουν την επιθετικότητα της Τουρκίας. Ωστόσο θα πρέπει να υπολογίζουμε ότι μεγαλύτερη σημασία έχουν οι συνδυασμένες κινήσεις που, πρωτίστως και κυρίως, θα αποτρέπουν τη δημιουργία τετελεσμένων, και σε δεύτερο χρόνο θα δημιουργούν τις προϋποθέσεις, μέσω συμμαχιών και ισορροπιών, για ευνοϊκότερη τοποθέτηση του ελληνισμού στο ρευστό και κινδυνώδες μωσαϊκό της ΝΑ Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αυτή η διπλωματική και ιστορική συνέχεια πρέπει να είναι πρώτο μέλημα τόσο της παρούσας όσο και κάθε μέλλουσας κυβέρνησης.

Rembrandt_Harmensz._van_Rijn_135

Μια από τις σοβαρότερες ανησυχίες των Γερμανών αναλυτών για το μέλλον της πατρίδας τους είναι η σταθερή και επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού της, ο δημογραφικός μαρασμός. Προβάλλοντας την παρούσα κατάσταση στο μέλλον, η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Έτος ενεργού γήρανσης 2012, περιέγραψε ότι το εργατικό δυναμικό της Γερμανίας θα μειώνεται κατά 200.000 ετησίως, για τη δεκαετία 2010-2020. Η περαιτέρω προβολή δείχνει ότι, αν δεν μεσολαβήσει κάποια ανατροπή, στη Γερμανία οι συνταξιούχοι, από το 31% του πληθυσμού που ήταν το 2010, θα φτάσουν το εφιαλτικό 57% το 2045.

Το ίδιο συμβαίνει στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης: σήμερα αντιστοιχούν τέσσερα άτομα παραγωγικής ηλικίας (15-64 ετών) ανά έναν συνταξιούχο (άνω των 65 ετών), το 2060 όμως θα αντιστοιχούν μόνο δύο παραγωγικά άτομα για κάθε συνταξιούχο. Για όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ οι εκτιμήσεις για τις δημογραφικές μεταβολές του εργατικού δυναμικού μεσοπρόθεσμα, το 2020-2060, είναι αρνητικές. Μόνο η Ιρλανδία θα καλπάζει δημογραφικά, ακολουθούμενη από τη Μ. Βρετανία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.

Δυστυχώς και σε αυτό το κρίσιμο πεδίο, η Ελλάδα είναι ο αρνητικός πρωταθλητής. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η χώρα μας έχει τον περισσότερο γηράσκοντα πληθυσμό μεταξύ των κρατών της Ε.Ε.: οι γέροι αυξάνονταν με ρυθμό 21,4% στα έτη 2001-2006, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 17,2%. Κατά την Eurostat, το 2050 το 32,1% του ελληνικού πληθυσμού θα έχει ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών, έναντι 16,6% που ήταν το 2000. Η εκτίμηση έγινε το 2007, πολύ πριν η χώρα χτυπηθεί από την κρίση και επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο οι δείκτες γεννητικότητας και μετανάστευσης. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ε.Ε.: 9%, μαζί με την Ιταλία. Χειρότερες ήταν μόνο η Γερμανία και η Πορτογαλία, με 8,4% και 8,5% αντίστοιχα. Η εκτίμηση για την εξέλιξη του εργατικού δυναμικού (ηλικίας 20-64) είναι εξόχως ανησυχητική: από το 2020 έως το 2060, δηλαδή σε μιάμιση γενιά περίπου, το παραγωγικό δυναμικό θα είναι μειωμένο κατά 15%.

Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού είναι προφανείς και δύσκολα αντιστρέψιμες. Επηρεάζει δυσμενώς το συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό σύστημα, τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας, μειώνει το νέο δυναμικό που εντάσσεται στην εργασία, εξασθενεί την εθνική άμυνα, εξασθενεί την εσωτερική ζήτηση, προσανατολίζει την επιχειρηματικότητα στη γεροντική ζήτηση, εξασθενεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Με δυο λόγια, μια κοινωνία γερόντων σκέφτεται και δρα γεροντικά, αμυντικά, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, χωρίς τόλμη και οραματισμό, χωρίς ρίσκα, χωρίς φαντασία.

Αυτή την παγίδα γήρατος και κοντόθωρου συντηρητισμού περιγράφουν οι Γερμανοί αναλυτές για τη χώρα τους και τα κέντρα λήψεως αποφάσεων: μια κοινωνία που ζει όπως ο Εμπενέζερ Σκρουτζ, γύρω από το πουγκί, ξορκίζοντας το μέλλον. Ομως δεν υπάρχει Πνεύμα των Χριστουγέννων για τα γηρασμένα έθνη.

Στην Ελλάδα η δομική δημογραφική κάμψη, εκφραζόμενη έως πρόσφατα ως υπογεννητικότητα, παίρνει απειλητικές διαστάσεις καθώς ενισχύεται από τη σφοδρή οικονομική και κοινωνική κρίση μετά το 2010. Οι μαζικές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, η πρωτοφανής ανεργία, η μετανάστευση, δρουν σωρευτικά και ενισχυτικά πάνω στη δημογραφική κάμψη. Το 2011 για πρώτη φορά οι θάνατοι υπερέβησαν τις γεννήσεις· ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 4.671 άτομα. Το 2012 οι θάνατοι στην Ελλάδα υπερέβησαν τις γεννήσεις κατά 16.300, ενώ εμφανώς αρνητικό ήταν και το ισοζύγιο μετανάστευσης: έφυγαν 44.200 περισσότεροι από όσους ήρθαν.

Η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού επιδρά καταλυτικά στη γεννητικότητα, η οποία είχε περάσει τα όρια συναγερμού ήδη πριν από την κρίση: ο δείκτης γονιμότητας σήμερα είναι 1,3 (παιδιά ανά μητέρα σε αναπαραγωγική ηλικία), έναντι του επιθυμητού δείκτη 2,3 και του απολύτως αναγκαίου 2,1. Ποιος θα φέρει στον κόσμο παιδιά, όταν δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τους δικούς του όρους επιβίωσης; Η υπογεννητικότητα και η σύστοιχη γήρανση, μαζί με την φτωχοποίηση και την έλλειψη προοπτικής, απειλούν τον ελληνικό λαό πολλαπλώς, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, βιολογικά, αλλά και ιστορικά, στη μέση διάρκεια. Πλάι στους ορατούς, αθέατοι πλην βαθύτατοι μετασχηματισμοί συντελούνται στο κοινωνικό σώμα, φυγοκεντρήσεις και θραύσεις, καταστροφικές για τη συνοχή και την ελάχιστη αναγκαία αυτοσυνειδησία. Στα χρόνια της αμεριμνησίας του λαϊφστάιλ κυριάρχησε η ρηχή νεολαγνεία, στα χρόνια της Υφεσης τη διαδέχτηκαν η γεροντίλα και ο μαρασμός.

Ζωγραφική: Ρέμπραντ, Η τελευταία αυτοπροσωπογραφία.

Η νευρικότητα των αγορών, η εκτόξευση των επιτοκίων των ομολόγων και η φυγή κεφαλαίων απασχολούν τον Τύπο, ελληνικό και ξένο. Η αντίδραση των χρηματαγορών πιέζει τις κυβερνήσεις, άμεσα ή έμμεσα, στη διαμόρφωση πολιτικής· δηλαδή, οι αγορές επηρεάζουν τις αποφάσεις και με τον τρόπο τους ρυθμίζουν την εφαρμοζόμενη πολιτική, δημοσιονομική, παραγωγική, κοινωνική, θεσμική.

Κινούμενοι στον αφρό της επικαιρότητας είναι συχνά δύσκολο να εστιάσουμε στην ευρύτερη εικόνα και στο ιστορικό βάθος· ας μη λησμονούμε όμως ότι το Κραχ του 2008 δεν συνέβη επειδή κάποιες κυβερνήσεις υπερρύθμισαν τις αγορές, αλλά για το ακριβώς αντίστροφο: επειδή επέτρεψαν την πλήρη απορρύθμιση. Κι όταν οι απορρυθμισμένες φούσκες έσκασαν, τα κράτη ―δηλαδή η πολιτική δια του πλούτου των εθνών― έσπευσαν να καλύψουν τις αγορές και τους άπληστους παίκτες, να διορθώσουν, να επαναφέρουν.

Εξι χρόνια αργότερα, οι χρηματαγορές, ενισχυμένες με κρατικούς ποταμούς ρευστότητας, εξακολουθούν το άγριο κερδοσκοπικό τους σαφάρι, και εξακολουθούν να επιβάλλονται στα αδύναμα κράτη. Ισχύει αυτό για όλους; Και στον ίδιο βαθμό; Οχι. Ισχύει προφανώς για την τραυματισμένη Ευρώπη, που δεν έχει κατορθώσει ακόμη να συμφωνήσει σε μια αποτελεσματική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης· επιπλέον, αντί να αντιμετωπίσει την απορρύθμιση και να περιορίσει τη βουλιμία των αγορών, αντί να τονώσει τη ζήτηση και να προστατεύσει τους πολίτες από την ανεργία, περιορίζει τη δημοσιονομική ευελιξία και πνίγει την ανάπτυξη, πνίγοντας έτσι κράτη και λαούς. Αποτέλεσμα: η περιφέρεια της ευρωζώνης έσπασε πρώτη από μια κρίση ρευστότητας που εξελίχθηκε ταχύτατα σε κρίση χρέους, τώρα πλήττονται τα μεγάλα κράτη του πυρήνα, και όλοι μαζί βυθίζονται σε ύφεση και αποπληθωρισμό. Εντούτοις, ακόμη και τούτη την ώρα, η Ευρώπη δεν αλλάζει πορεία, παρότι είναι ο μεγάλος ασθενής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.

Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, έχουν κατορθώσει να ανατάξουν τον εθνικό τους χώρο, να περιορίσουν το έλλειμμα στο 2,8% του ΑΕΠ, από το 10% προ κρίσης, και να περιορίσουν την ανεργία στο 5,9%, ιστορικό χαμηλό εξαετίας. Πώς; Με χαλάρωση, τυπώνοντας χρήμα και μηδενίζοντας τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας. Δηλαδή με πολιτική βούληση και πολιτική πράξη. Δεν είναι η τέλεια λύση, δεν υπάρχουν τέλειες λύσεις και ουσιοκρατία στην πολιτική, αλλά είναι μια λύση.

Εναν άλλο δρόμο για την Ευρώπη, υπενθύμισε προχθές με τον τρόπο του ο πρώην καγκελάριος Χέλμουντ Σμιτ, μιλώντας στο Αμβούργο κατά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο υπερενενηντακοντούτης πολιτικός έχει ζήσει τον τρομερό 20ό αιώνα της Ευρώπης, γι’ αυτό εστίασε στην τρομερότερη όψη της κρίσης: «Θυμάμαι την ύφεση του 1929 και αρκετές ακόμη, γι’ αυτό ξέρω τι σημαίνει εκατομμύρια άνθρωποι να είναι άνεργοι ή ποιες είναι οι παραλυτικές επιπτώσεις της ανεργίας των νέων. Γι΄αυτό έχουμε σήμερα επείγουσα ανάγκη από ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε… Απευθύνω έκκληση για ένα πολύ ισχυρότερο ποσοτό κρατικών επενδύσεων… Ούτως ή άλλως η δική μας οικονομία εξασφαλίζει εδώ και χρόνια τα μεγαύτερα πλεονάσματα, τα οποία όμως είναι ελλείμματα των εμπορικών μας εταίρων».

Ο Χ. Σμιτ δεν συμφωνούσε με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, δεν το έχει κρύψει. Απέναντι όμως στην διαμορφωμένη κατάσταση, την κρίση που απειλεί πλέον με πολιτική και κοινωνική ρευστοποίηση τα κράτη της Ευρωζώνης, εκτός και εντός πυρήνα, προτείνει την επαναφορά της πολιτικής, της σωφροσύνης, ενός πραγματισμού δικαιωμένου από την ιστορία, παλαιότερη και πρόσφατη.

Οι επικρίσεις και οι πιέσεις κατά της γερμανικής δημοσιονομικής ορθοδοξίας δεν προέρχονται πλέον από τους λαϊκιστές τζίτζικες του Νότου, ούτε καν από αριστερούς πολιτικούς αναλυτές και φιλελεύθερους οικονομολόγους, τους συνήθεις ύποπτους για κεϋνσιανισμό. Οι σφοδρότερες επικρίσεις πλέον προέρχονται από πολιτικούς ηγέτες, νυν και πρώην, όπως ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου και ο πρώην υπουργός Λάρι Σάμερς, από την ηγεσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, από τον Ευρωπαίο κεντρικό τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι. Ετσι περιγράφεται το κλίμα κατά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην πρόσφατη σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, το οποίο σωρεύεται σε όσα διαδραματίζονται εντός της ευρωζώνης με την άτυπη ανταρσία Γαλλίας και Ιταλίας.

Παράλληλα, και ίσως το σημαντικότερο, ογκούται ρεύμα σφοδρής κριτικής στο εσωτερικό της Γερμανίας. Με βιβλία, άρθρα, αναλύσεις, Γερμανοί ειδικοί εξηγούν γιατί είναι φενάκη ή εν εξελίξει εφιάλτης το ονομαζόμενο Δεύτερο Θαύμα, αυτό που επετεύχθη με πάγωμα μισθών για περίπου μια δεκαπενταετία, με εκτόξευση των mini jobs και της δομικής φτώχειας, με συμπίεση των δημοσίων δαπανών και περιορισμό των επενδύσεων.

Η κεντρώα Sueddeutsche Zeitung κατηγορεί τη Γερμανίδα καγκελάριο ότι μετατρέπει το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα σε Tea Party της Ευρώπης, ενώ η συντηρητική Die Welt κατηγορεί τον Β. Σόιμπλε για τον φετιχισμό των μηδενικών ελλειμμάτων και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Γερμανοί και άλλοι αναλυτές επισημαίνουν ότι με τον πεισμωμένο μερκαντιλισμό και την ορθοδοξία της λιτότητας, η Γερμανία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον δημογραφικό μαρασμό, τη ραγδαία γήρανση του πληθυσμού, την έκρηξη των ανισοτήτων και τη φτωχοποίηση στην οποία έχουν καταδικάσει οι νόμοι Hartz 7,4 εκατομμύρια Γερμανούς ημιαπασχολούμενους με mini jobs.

Ο επικεφαλής οικονομικών της Die Welt, Olaf Gersemann, τιτλοφόρησε το βιβλίο του «Η φούσκα της Γερμανίας: Η τελευταία ζητωκραυγή ενός μεγάλου οικονομικού έθνους». Σημειώνει: Η Γερμανία θεώρησε λανθασμένα ότι μια συγκυρία εξαιρετικών συμβάντων ήταν η δική της σταθερή υπεροχή· θεωρεί τον εαυτό της πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά η περηφάνια έρχεται πριν από την πτώση.

Στο δικό του βιβλίο, με τίτλο «Η ψευδαίσθηση της Γερμανίας», ο Marcel Fratzscher, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου ΟΙκονοικών Ερευνών (DIW), χαρακτηρίζει τον Β. Σόιμπλε φετιχιστή του συνταγματοποιημένου προϋπολογισμού και όμηρο της πλάνης που ερμηνεύει τα δημοσιονομικά σαν να ήταν προϋπολογισμός νοικοκυριού (household fallacy) ― μια πλάνη που την ακούσαμε ως κυρίαρχο αφήγημα και στην αμαρτωλή Ελλάδα.

Οι Γερμανοί αναλυτές επισημαίνουν ότι παρά τη συμπίεση των μισθών η παραγωγικότητα αυξανόταν μόλις κατά 0,3% το διάστημα 2007-2012, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τη στιγμή που σε άλλες χώρες, χωρίς εργασιακό αρμπιτράζ, η παραγωγικότητα αυξανόταν με σαφώς μεγαλυτερους ρυθμούς. Ο Φιλίπ Λεγκραίν, πρώην σύμβουλος του Μπαρόζο, λέει ότι το γερμανικό μοντέλο συμπίεσης μισθών για ενίσχυση των εξαγωγών ωφελεί μόνο τις εταιρικές ελίτ.

Συνοψίζοντας τις κριτικές και προβάλλοντας τα μακροοικονομικά, πολιτικά και δημογραφικά στοιχεία, με δεδομένη τη γήρανση της Γερμανίας και τη δημογραφική άνθηση της Γαλλίας, ο κορυφαίος αναλυτής της βρετανικής «The Telegraph» Ambrose Evans-Pritchard, προβλέπει: «Η Γαλλία μπορεί να εμφανίζεται τώρα ως ο ασθενής της Ευρώπης, αλλά οι συμφορές της Γερμανίας πάνε βαθύτερα… Σε πέντε χρόνια από τώρα, θα είναι εμφανές ότι η Γερμανία θα είναι σε βαθιά αναστάτωση, και ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός δεν θα προσφέρει καμιά προστασία. Σε δέκα χρόνια, η Γαλλία θα είναι η κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη».

H αποσαφήνιση των σχεδίων της ευρωζώνης για την Ελλάδα δεν ήρθε δια της πολιτικής οδού, από τις Βρυξέλες ή κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, αλλά από την κεφαλή του Ευρωσυστήματος, τον Μάριο Ντράγκι. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ διευκρίνισε ότι για να περιληφθούν οι ελληνικές τράπεζες στο διετές πρόγραμμα χορήγησης ρευστότητας, έναντι καλυμμένων ομολόγων και τιτλοποιημένων δανείων, η χώρα θα πρέπει να βρίσκεται σε πρόγραμμα προσαρμογής ή υπό επιτήρηση.

Είναι εύκολα αντιληπτό ότι οι προϋποθέσεις που θέτει η ΕΚΤ συμβαδίζουν με τη βούληση των Βρυξελών και του Βερολίνου για τον βαθμό ελευθερίας που θα έχει εφεξής οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση κατά τη χάραξη και εφαρμογή οικονομικής και συνεκδοχικά παραγωγικής και κοινωνικής πολιτικής.

Είναι φανερό ότι οι εταίροι-δανειστές δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα, ακόμη και μετά την επίπονη εφαρμογή του υπερτετραετούς προγράμματος προσαρμογής. Η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρωσύστημα, αλλά με αυστηρά ελεγχόμενες και περιορισμένες εισροές, τραπεζικές και κοινοτικές, τέτοιες που να επιτρέπουν στη χώρα να μη σβήσει, αλλά που μάλλον δεν θα της επιτρέπουν να ανακάμψει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Σημειώνουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν τιτλοποιημένα δάνεια ύψους περίπου 44 δισ. ευρώ, ενώ το εγκριθέν ΕΣΠΑ 2014-2010 ανέρχεται σε 26 δισ. ευρώ. Με τους πόρους αυτούς, και τα κεφάλαια που μπορούν να μοχλευθούν επιπλέον, η ανάκαμψη και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας φαίνεται δυνατή.

Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται τώρα είναι: Η Ευρώπη επιθυμεί ανάκαμψη της Ελλάδας σε εύλογο χρόνο; Προς ποια κατεύθυνση; Με ποιο τίμημα; Δύσκολη η απάντηση. Εξαρτάται από τις εξελίξεις σε Γαλλία και Ιταλία και στο άτυπο μέτωπο Ολάντ-Ρέντσι κατά Βερολίνου, εξαρτάται από τις κατευθύνσεις της έκτακτης συνόδου κορυφής στις 8 του μηνός, δηλαδή από τη ρευστή ισορροπία στον πυρήνα της ευρωζώνης. Και από τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας.

Παρότι η τρέχουσα ειδησεογραφία μονοπωλείται από την επίσκεψη της τρόικας και την, όπως πάντα, επώδυνη υπενθύμιση για τις μνημονιακές υποχρεώσεις, τα προαπαιτούμενα και τα ισοδύναμα, η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση έχει αρχίσει να διεξάγεται γύρω από δύο άλλα θέματα, μετατροϊκανά και μεταμνημονιακά: τη ρύθμιση του χρέους και την οικονομική ανασυγκρότηση.

Για τη ρύθμιση του χρέους ακούγονται ήδη πολλές προτάσεις, και όλες συγκλίνουν σε έναν σκοπό: πώς θα διαμορφωθεί ένα ρεαλιστικό τοκοχρεωλύσιο, τέτοιο που θα καταφέρει να το εξυπηρετεί η ελληνική οικονομία, η βαριά πληγωμένη από την εξαετή ύφεση και την φονική ανεργία. Τέτοιο που να μη στερεί από την κοινωνία τους απαραίτητους πόρους για την αναπαραγωγή της και βέβαια για την κατεπείγουσα πια ανασυγκρότηση.

Υπό αυτή την έννοια, ο τρόπος ρύθμισης του χρέους είναι ούτως ειπείν τεχνικό ζήτημα· το αιτούμενο αποτέλεσμα όμως είναι πολιτικό: να μπορέσει η χώρα να επιβιώσει όχι ως αποικία χρέους, με κοινωνική και δημογραφική αφυδάτωση, αλλά να ανακτήσει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης. Η χρονική επιμήκυνση, η σταθεροποίηση των χαμηλών επιτοκίων, η απομείωση των υψηλών επιτοκίων, η απόσυρση χρέους από την ΕΚΤ, το μορατόριουμ πληρωμής τόκων για ένα κρίσιμο διάστημα, όλα τα τέτοια εργαλεία συντείνουν στο ουσιαστικό κούρεμα του χρέους, το καθιστούν εξυπηρετήσιμο χωρίς να κουρεύουν τις δυνατότητες επιβίωσης όπως συμβαίνει τώρα.

Ακόμη όμως και η ευνοϊκότερη ρύθμιση χρέους, δεν είναι αρκετή για την ανάταξη. Πάλι η πολιτική βούληση και το στρατηγικό σχέδιο παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Για να ξεκολλήσει η χώρα από το πρωτοφανές υφεσιακό τέλμα απαιτείται ένα αναπτυξιακό σοκ, τέτοιο που καταρχάς μόνο το κράτος μπορεί να προκαλέσει. Για να το προκαλέσει όμως χρειάζεται ρευστότητα, ροή κεφαλαίων, κυρίως από ευρωπαϊκούς πόρους, εφόσον η χώρα και είναι στεγνωμένη και φυσικά δεν διαθέτει δικό της νόμισμα. Αυτή η ρευστότητα μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω των ποικίλων κοινοτικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων (το ΕΣΠΑ είναι ένα από αυτά), της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πιστώσεων της Ευρωπαϊκής Επενδύσεων. Ακόμη και οι αντιρρήσεις της Γερμανίας θα καμφθούν αν η Ελλάδα έχει πειστικές προτάσεις για την ανασυγκρότησή της.

Εδώ, δύο ερωτήματα. Πρώτον, αν η Ελλάδα έχει πράγματι να προτείνει πολλές και πειστικές προτάσεις άξιες να χρηματοδοτηθούν. Η απάντηση οφείλει να παραχθεί από τους Ελληνες.

Δεύτερον, ποιος είναι ο λυσιτελέστερος τρόπος για την ένεση ρευστότητας και το αναπτυξιακό σοκ. Φαίνεται ότι οι συμβατικοί τρόποι μεταβίβασης ρευστότητας δεν λειτουργούν. Ιδίως στην ελληνική περίπτωση, όπου ίσως πρέπει να λειτουργήσει μια οικονομία πολέμου, η ρευστότητα δεν μπορεί να χάνεται σε περίπλοκους λαβύρινθους, μεταξύ κοινοτικών, εθνικών και τραπεζικών γραφειοκρατιών. Το χρήμα πρέπει να φτάσει γρήγορα και αδιαμεσολάβητα στους παραγωγούς, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, παρακάμπτοντας τις εμπορικές τράπεζες. Η ιδέα ξεκινά από τον Κέινς, που πρότεινε να αποτίθενται χρήματα σε στοές ορυχείων, και τον Φρίντμαν, που φαντάστηκε ελικόπτερα να ρίχνουν χρήματα, και ωριμάζει με τον ‘Helicopter’ Μπεν Μπερνάνκι που μηδένισε τα επιτόκια της Fed. Εφαρμόστηκε εν μέρει από την Αυστραλία. Και με άλλα λόγια υποστηρίζεται από διαφορετικούς μεταξύ τους οικονομολόγους και κεντρικούς τραπεζίτες. Το περασμένο καλοκαίρι η έγκριτη επιθεώρηση Foreign Affairs φιλοξένησε σχετική μελέτη για την άμεση μεταβίβαση ρευστότητας («Print Less but Transfer More: Why Central Banks Should Give Money Directly to the People»).

Απομένει να δούμε, πρώτον, αν είναι έτοιμη η Ευρώπη για τέτοια μεταφορά πόρων. Και κυρίως να δούμε τον ελληνικό πολιτικό σχηματισμό να διαχειρίζεται λυσιτελώς μια τέτοια πρωτόγνωρη ένεση ρευστότητας. Αυτά, ναι, είναι μεταρρυθμίσεις.

Οι κυβερνητικές ηγεσίες, εντός και εκτός Ελλάδος, διαβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα ολοκληρώνει επιτυχώς το πρόγραμμα σταθεροποίησης, βγαίνει από την επιτήρηση του μνημονίου και θα αναζητήσει χρηματοδότηση από τις αγορές. Φανερά τουλάχιστον, αυτό λέγεται. Ευλόγως. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τους δικούς της λόγους: οφείλει να διακηρύξει την επιτυχία της κατά την εκτέλεση του προγράμματος, μήπως και αποκομίσει πολιτικό όφελος. Το Βερολίνο και οι Βρυξέλες υποστηρίζουν σταθερά τον πολιτικό πυρήνα του προγράμματος που οι ίδιοι επινόησαν, άρα έχουν κάθε λόγο να διακηρύσσουν την επιτυχία του. Πολύ περισσότερο υπό την παρούσα συγκυρία: όταν η Ευρώπη περιδινίζεται γύρω από την κρίση της Γαλλίας και της Ιταλίας, των μεγάλων χωρών-πυλώνων, και όχι γύρω από το περιβόητο «ελληνικό πρόβλημα». Οταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαράσσει τη δική της νομισματική πολιτική, προκαλώντας φανερά τη δυσαρέσκεια του Βερολίνου. Και όταν οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην ευρωπαϊκή μεθόριο και, κατά κύριο λόγο, στη Μέση Ανατολή, επιβαρύνουν όχι μόνο τη στασιμότητα και την ύφεση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και την ειρήνη στην μείζονα περιοχή.

Το ελληνικό πρόβλημα άρα μπαίνει διακριτικά κάτω από το χαλί των καλών λόγων, για να κερδηθεί χρόνος. Χρόνος για να διευθετηθούν τα προβλήματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, χρόνος για να διεξαχθούν τα κρίσιμα stress tests των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης, χρόνος για να αρχίσουν να αποδίδουν τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης του κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι. Χρόνος επίσης για να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα: οι Ευρωπαίοι βλέπουν ότι η παρούσα δικομματική κυβέρνηση εξασθενεί σταδιακά και ότι είναι πολύ πιθανή, έως την άνοιξη, μια εκλογική αναμέτρηση που μπορεί να οδηγήσει σε άλλο κυβερνητικό σχήμα. Ευλόγως, δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε μακροχρόνιες συμφωνίες στρατηγικού χαρακτήρα με μια κυβέρνηση εν αποδρομή. Το προηγούμενο της επεισοδιακής πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου το φθινόπωρο του 2011 και του σχηματισμού έκτακτης κυβέρνησης τεχνοκρατών, για την ολοκλήρωση του μνημονίου, είναι δύσκολο ή αδύνατον να επαναληφθεί. Το γνωρίζουν. Γνωρίζουν επίσης ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι κρίσιμη για τη σταθερότητα της χώρας και για την επιβαλλόμενη προσπάθειά της να αναδυθεί από το υφεσιακό σπιράλ και την κοινωνική αποσάθρωση.

Με αυτή την οπτική, μια ενδεχόμενη πολιτική στροφή θα μπορούσε να γίνει ανεκτή. Υπό δύο όρους: Ενας, να συνεχιστεί η ομαλή αποπληρωμή των δανείων. Δύο, να μην ανατραπεί βιαίως η ακολουθούμενη πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, δημιουργώντας προηγούμενο «απείθειας». Στον πρώτο όρο συμφωνούν όλοι οι δανειστές. Στον δεύτερο όρο επιμένει με εντονότερο ζήλο η Γερμανία.

Ο πρώτος όρος προϋποθέτει μια ρύθμιση του χρέους· άλλωστε υπάρχει ρητή δέσμευση των εταίρων δανειστών περί αυτού, αν και χωρίς ποιοτικό προσδιορισμό. Η ρύθμιση του χρέους συζητείται πυρετωδώς στο παρασκήνιο και μια τουλάχιστον μορφή του δημοσιοποιείται διαρκώς: πρόκειται για την επιμήκυνση αποπληρωμής και τη σταθεροποίηση των ήδη χαμηλών επιτοκίων. Σε αυτά προστίθενται ως αιτήματα προς συζήτησιν το μορατόριουμ αποπληρωμής τόκων για ένα χρονικό διάστημα, η σύνδεση της αποπληρωμής με μια ρήτρα ανάπτυξης, και το μερικό κούρεμα. Ρύθμιση θα γίνει· κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η παρούσα Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετεί το γιγάντιο χρέος της υπερφορολογώντας τους πολίτες και παράγοντας πλεονάσματα πάνω σε έδαφος ύφεσης, ανεργίας και αποεπένδυσης. Το ζήτημα είναι λοιπόν τι είδους ρύθμιση χρέους θα γίνει ώστε να επιτραπεί στην Ελλάδα να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης και ανασυγκρότησης της οικονομίας της. Εδώ, υπεισέρχεται ο δεύτερος όρος: πώς θα συνυπάρξουν δημοσιονομική πειθαρχία και ανάπτυξη.

Η καγκελάριος Μέρκελ διακριτικά, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες πιο ανοιχτά, αναγνωρίζουν ότι χρειάζεται επειγόντως ένα αναπτυξιακό σοκ για να αποκολληθεί η οικονομία από το υφεσιακό τέλμα, αφενός, και για να ξαναβρεί συνοχή και δυνάμεις η κοινωνία. Αυτό είναι το κλειδί. Κι εδώ ξαναμπαίνει η πολιτική βούληση και το πολιτικό σχέδιο. Με ποιους πόρους, ποια στρατηγική, προς ποία κατεύθυνση, με ποια ηγεσία, θα επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση της πληγωμένης χώρας;

Η γερμανική πρόταση για ανάπτυξη έως τώρα ήταν η συμμετοχή της κρατικής KfW στη δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου, με έδρα το Λουξεμβούργο. H KfW συμμετέχει με 100 εκατ. ευρώ στο συνολικό κεφάλιο των 700 εκατ. του ταμείου… Αλλοι συμμέτοχοι είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το γαλλικό Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η Ευρωπαϊκή Τραπεζα Επενδύσεων, το Ιδρυμα Ωνάση, ενώ προβέλεπται η εισροή κονδυλίων από τα ελληνικά ΕΣΠΑ. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του ΕΕΤ αναφέρουμε ότι το ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) διαθέτει κεφάλαια 1 δισ. ευρώ και έχει διαθέσει ήδη 700 εκατ. χωρίς να έχει ανασχέσει τη ραγδαία καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αλλοι ουδέτεροι αναλυτές υπολογίζουν ότι για το ελληνικό αναπτυξιακό σοκ απαιτούνται συνολικά κεφάλαια έως 50-60 δισ., σχηματιζόμενα από αρχικές συνεισφορές και μοχλεύσεις κεφαλαίων.

Με λίγα λόγια: Ποιος θα είναι υπεύθυνος για τον στρατηγικό σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός προγράμματος ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα για το άμεσο μέλλον. Και είναι πολιτικό ερώτημα, που απαιτεί πολιτική απάντηση, δημοκρατική λειτουργία, προσήλωση στο εθνικό συμφέρον. Από την απάντηση θα εξαρτηθεί η πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας, είτε προς την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη είτε προς πολλαπλές αποκλίσεις και αποκλεισμούς.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits