You are currently browsing the tag archive for the ‘media’ tag.

Τα μήντια, συμβατικά και τώρα πλέον δικτυακά και πολλαπλάσια, ματώνουν. Ενίοτε σκοτώνουν κιόλας, αν καυχηθείς στο τσατ ότι κρατάς σπίτι σου μετρητά και κοσμήματα. Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά το ένιωσε το μηντιακό μάτωμα, σε μια μακρά εβδομάδα παθών, στον Γολγοθά των εφημερίδων, του facebook και των μυριάδων αναδημοσιεύσεων, ποστ, στάτους και τουίτ στα ιντερνέτ.

Στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος η Δημουλά έκανε μια βόλτα στην Κυψέλη μαζί με άλλους, σαν μνημόσυνο στην παλιά μικροαστική συνοικία, και στο τέλος είπε δυο λόγια, για το πώς αλλάζει η πόλη: οι Κυψελιώτες πήγαν στα προάστια, ήρθαν οι ξένοι και απλώθηκαν στα παγκάκια της Φωκίωνος Νέγρη, παίζουν χαρτάκια, και η ίδια παραμένει στη γειτονιά της. Τα λόγια της ερμηνεύθηκαν ως ξενοφοβικά, και πυροδότησαν σύρραξη. Με πικρά λόγια, με υπερερμηνείες, με ιεροεξεταστικά αναθέματα, με γενικεύσεις και βεγγαλικά που γέμισαν την ιντερνετική υπερπραγματικότητα.

Ο καβγάς δείχνει μερικά πράγματα για την παρούσα ελληνική κατάσταση: πώς και πού διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, ποιο το ειδικό βάρος των ποικίλων μήντια στην πολιτική κοινωνία, πώς τα πρόσωπα κεντρίζουν μνησικακία και φθόνο σε άλλα πρόσωπα, αλλά και πώς τα δημόσια πρόσωπα συχνά φέρονται αφελώς, πώς τα στερεότυπα της πολιτικής ορθοφροσύνης εντοιχίζουν τη σκέψη, τέλος, πόσο τεντωμένα είναι τα νεύρα όλων σε αυτή τη μακρά επώδυνη μεταβατική περίοδο που ζούμε.

Καταρχάς, το πρόσωπο του σκανδάλου και του συμβολικού κανιβαλισμού: η 82χρονη ποιήτρια βρέθηκε ακόμη μια φορά ανυπεράσπιστη στον δημόσιο χώρο, και φάνηκε σαν η πιο ακατάλληλη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Μάλλον δεν έχει συνειδητοποιήσει τι εστί δημόσιο πρόσωπο, πόσο αμείλικτο είναι το βλέμμα του κοινού· ιδίως του στριμωγμένου κοινού σε δύσκολους καιρούς. Η διευκρινιστική των δηλώσεων συνέντευξή της μετέδιδε αμηχανία και σάστισμα· αφηγείτο την άμεση εμπειρία της γειτονιάς και επεκαλείτο την ηλικία της, αλλά αυτό είναι ήδη επίκληση οίκτου, όταν μάλιστα η στηλιτεύουσα Αννα Δαμιανίδου την παρομοίασε λιβελλικά με τις γριές των τρόλεϊ. Ταυτόχρονα έλεγε να μην περιμένουμε και πολλά από τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους.

Εχει δίκιο ως προς το τελευταίο: πράγματι, οι πνευματικοί άνθρωποι, οι ας τους πούμε οργανικοί διανοούμενοι, δεν ακούγονται στην ταραγμένη Ελλάδα του 2013. Ισως διότι είναι πιο αιφνιδιασμένοι από τον κάθενα, καθηλωμένοι σε τρόπους άλλων εποχών, με κλονισμένες τις νόρμες και την αυταρέσκεια· με φθίνουσα την αποδοχή και τη λατρεία. Ισως διότι δεν έχουν κάτι να πουν και σοκάρονται όταν το πλήθος τους ρωτά με αγωνία. Εξ ου και στην τηλεοπτική εκκλησία, όταν εμφανίζονται οι πνευματικοί ταγοί ως μήντια ντάρλινγκ, περισσεύουν οι κοινοτοπίες, η συναισθηματολογία, οι γρίφοι, οι γκουρού γενικότητες, οι υπερβατικοί «κοελισμοί».

Οταν λέμε ότι η κρίση είναι πολιτική, εννοείται και αυτό το έλλειμμα: λείπουν η εμβάθυνση στο παρόν, η παραγωγή σκέψης, η αυτοκριτική και ανασύνθεση από όσους αναγνωρίζονται ως πνευματικοί ηγέτες. Εστω, ως δημόσιοι διανοούμενοι. Το έλλειμμα αυτό, η πνευματική στειρότητα, χαρακτηρίζει όμως και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας: το σοκ της πτώχευσης παγώνει αντιδράσεις, πράξεις, σκέψη, στοχασμό. Το πλήθος βυθίζεται πιο βαθιά στην ετερονομία και την ανημπόρια, στην παθητική αναμονή ενός Μεσσία ή μιας Λύσης. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Γι΄αυτό και ο λόγος περί κρίσης είναι είτε υποταγμένος στο έξωθεν σχέδιο είτε εναντιωματικός, αλλά και στις δύο όψεις μοιρολατρικά αποδέχεται το συμβάν και ετεροκαθορίζεται. Δεν προτείνονται παρακάμψεις ή υπερβάσεις. Γι’ αυτό και η αναμέτρηση των υποτασσόμενων και των ενάντιων διεξάγεται κυρίως με όρους σύγκρουσης συνθημάτων, εξοστρακισμούς, κανιβαλισμούς προσώπων. Τώρα πια, και χωρίς σαφή στρατόπεδα: όλοι εναντίον όλων. Κάπως έτσι η γηραιά ποιήτρια από την Κυψέλη βρέθηκε στο μηντιακό θυσιαστήριο ήδη σφαγμένη, ορθοτομημένη: Είσθε υπέρ ή κατά; Απαντήστε μονολεκτικά, αποχρώσεις και τονισμοί δεν επιτρέπονται.

Είπαμε μηντιακό θυσιαστήριο, μηντιακή εκκλησία: Ο θυμός, η αντιπαράθεση, οι μύριες γνώμες α λα Κλιντ Ιστγουντ, αναπτύσσονται κυρίως στα υπερτροφικά λιβάδια του Facebοοκ, σε φημοθηρικά μπλογκ και παραενημερωτικά σάιτ. Οι αγανακτισμένοι εγκατέλειψαν τις πλατείες και τα διόδια στους μελανοχίτωνες και κατέφυγαν στις ψηφιακές πιάτσες. Εκεί τα βρίσκεις όλα: ευφυΐα, λαμπερές ατάκες, αισθήματα, αφέλεια, φλυαρία, μνησικακία, kitsch, αυταρέσκεια, κανιβαλισμό, αυτοαναφορικότητα του μέσου και ανατροφοδότησή του με σάρκες, πρόσωπα, καμένα μυαλά.

Aλλος με χειροπέδες προφυλακισμένος για χρέη προς το Δημόσιο, άλλος πουλάει το σπίτι του για να μην πάει φυλακή, άλλος λουφάζει και περιμένει τη σειρά του. Το λάιφστάιλ πέθανε, λένε. Δεν πέθανε τώρα, διορθώνω. Εχει πεθάνει από καιρό, τώρα εξαπολύθηκε η δυσωδία των πτωμάτων του.

Η εγχώρια βιοτεχνία του λαϊφστάιλ, εκδότες, μοντελίστ, δημοσιογράφοι, μοντέλες, γλάστρες, τηλεπερσόνες, πάρτι άνιμαλ, ντίλερ, κοθώνια, θύματα, γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80 και άνθησε όσο κυκλοφορούσε ορμητική η δίψα της ανόδου, ο θαυμασμός για την αρπαχτή, και άφθονο μαύρο χρήμα. Εξέπνευσε όταν μαράθηκαν όλα αυτά. Παρήγαγε αέρα. Ηταν μια φούσκα, Η φούσκα, που μέσα της όμως περιείχε τον τοξικό αέρα του θράσους, του κυνισμού, την υπόσχεση της επιτυχίας, κι εντέλει τον αέρα της ματαίωσης και της διάψευσης.

Εξέφρασε το ήθος του μαύρου χρήματος, του χρήματος της αρπαχτής και του χρηματιστηρίου, δηλαδή τα χρυσά χρόνια του πρώτου ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα χρόνια του εκσυγχρονισμού και της ολυμπιακής ευφορίας. Εντουτοις η αναμφίλεκτη επιρροή του εφαρμοζόταν ενδοφλέβια στα λαϊκά πλήθη, στους πελάτες: σε αυτά το Κλικ και οι επίγονοι έκαναν ενέσεις μαγκιάς και σεξισμού. Τα λαϊκά παιδιά από τις δυτικές συνοικίες και τη διψαλέα επαρχία ρουφούσαν συνταγές ανόδου διατυπωμένες σε καλιαρντο-ποπ, τα λαϊκά παιδιά κατανάλωναν τα εγχειρίδια της καλής κατανάλωσης και πείθονταν ότι δεν ζούσαν στο Μπουρνάζι αλλά στη Σάντα Μόνικα ή στο Μανχάταν. Κι αυτά τα διαβουκολευμένα πλήθη προσγειώνονταν άτσαλα από τον κόσμο του Κλικ στον κόσμο του σκληρού μεροκάματου, κι από κει στον κόσμο της πικρής χρεοκοπίας.

Τώρα όλοι μυρίζουν τη δυσωδία των πτωμάτων. Στην 25ετία της τροχιάς τους όμως πολύ λίγοι διείδαν τη σχέση αυτού του αισθητικού και πενυματικού σκουπιδιού με την σαθρή κοινωνία που εξέφραζε. Οι εκδότες και σκουπιδογεννήτριες εκαλούντο στα τηλεπάνελ να σχολιάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική σκηνή, εκαλούντο ως τιμητές της ελληνικής κοινωνίας, είχαν και έχουν στενές σχέσεις με κορυφαίους πολιτικούς, νυν και πρώην υπουργούς, έπαιρναν υπερδάνεια από τις «κουτές» τράπεζες, άντλησαν δισεκατομμύρια δρχ. από το Χρηματιστήριο, μπαινόβγαιναν στις επαύλεις του μεγάλου χρήματος, έκαναν μπίζνες και κολεγιές. Οι ισχυροί τούς χρησιμοποιούσαν, σαν διασκεδαστές, σαν πλυντήρια, σαν βαποράκια, σαν παπαγάλους. Αλλά και συναγελάζονταν, έπιναν και γελούσαν μαζί· διότι είχαν κοινό το έθος και την κουλτούρα. Μεγαλοπαράγοντες και φτωχοδιάβολοι μοιράζονταν τον ίδιο πολιτιστικό ορίζοντα, είχαν ίδιες αισθητικές ααναζητήσεις, ίδιες πνευματικές ανησυχίες. Αργά τη νύχτα, μετά το Μέγαρο των χορηγιών, μετά τα ακριβά ρεστωράν, όλοι κατέληγαν στον Μαζωνάκη και την Πέγκυ Ζήνα. Ολοι.

Ολοι, οι ίδιοι, συνωστίζονταν στα αριθμημένα και στα VIP των γηπέδων, γαύροι και βάζελοι, χειροκροτητές προέδρων και συνδαιτημόνες λαμογιών, περιστοιχισμένοι από μπράβους και νονούς. Ολοι, οι ίδιοι, έκαναν ρεζερβέ στα στέκια της Μυκόνου, κι αργότερα έχτιζαν φαραωνικές επαύλεις αυθαίρετες στις αλωθείσες Κυκλάδες. Οι ίδιοι που πηδούσαν από κότερο σε κότερο.

Την είχε καταλάβει ο Τσουκάτος τούτη τη γενετική σχέση, είχε δει ότι κι ο Γιώργος Παπανδρέου προτιμούσε το Κλικ για συνεντεύξεις περί αειφορίας και free μαριχουάνας, εξ ου και συμβούλευσε τον εκσυγχρονιστή Σημίτη να συνάξει το ΠΑΣΟΚ στο μοδάτο Βαρελάδικο ― όπερ και έπραξε ο καλβινιστής πρωθυπουργός. Ας είναι.

[edit: O K. Σημίτης την τελευταία του ουσιαστική συνέντευξη πριν τις εκλογές 2000 και την πρώτη μετεκλογική την παραχώρησε στο Nitro. Στο ίδιο έδωσε συνέντευξη και ο Κώστας Μητσοτάκης]

Ας ξύσουμε τη φτενή χρυσομπογιά, που γράφει κλικ, μαξ, φλας, νίτρο, φρι πρες, σταρ, δεν ξέρω γω τι. Ο τσίγκος, από κάτω, είναι χτυπημένος με τατουάζ «ΠΑΣΟΚ for ever», «χρήμα über alles», «σκυλοπόπ», «κλεπτοκρατία». H βιοτεχνία μεταποιούσε φτηνά υλικά και τα πουλούσε σαν Greek Dream. Η κλεπτοκρατία χρειαζόταν όργανα ιδεολογικής κυριαρχίας πολυδύναμα, πέρα από την επίσημη προπαγάνδα. Το λάιφστάιλ ήταν αυτό ακριβώς το όργανο υπόγειας, αθέατης, διαβρωτικής προπαγάνδας, όργανο εκμαυλισμού και κυριαρχίας: πλάσαρε την παράγκα για παλατάκι, κι ο φτωχοδιάβολος μες στην παράγκα χόρταινε την απληστία του με ηδονοβλεψία και ψευδαίσθηση: μπορούσε να ξοδέψει τρία μηνιάτικα ή ένα διακοποδάνειο για μια βδομάδα στη Μύκονο, να κολυμπήσει πλάι στα σελέμπριτι και να ψωνίσει Gavalas.

Πολλοί βιοτέχνες του λάιφστάιλ κυκλοφορούν ακόμη στα μήντια, ξεπουπουλιασμένοι, κυνηγώντας το μεροκάματο του κλόουν με το πλατινένιο ρινοδιάφραγμα, άλλοι ξεπλένονται ως δημοσιογράφοι αφού ξέπλυναν χρήμα, άλλοι υποδύονται τους ξινούς τιμητές και τις Αντουανέτες. Οι περισσότεροι ξέπεσαν. Η παράγκα κατέρρευσε, τα σελέμπριτι θρηνούν στο Μεταγωγών και στα πρωτοδικεία, ξεπουλάνε Ντόλτσε ε Καμπάνα, Καγιέν, Λέξους και σπίτια.Οι μαικήνες τους κάνουν ότι δεν τους ξέρουν, δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα. Μαζί με την παράγκα όμως καταρρέει και η χώρα που τους ανέχθηκε, τους έθρεψε, τους μιμήθηκε και τους θαύμασε.

[ edit 2: 16 Μαΐου 2010 γράφαμε στην Καθημερινή κάτι παρόμοιο, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος: Lifestyle, η ζωή ήταν δανεική… ]

[ edit 3: Στις 22 Απριλίου 2001, στην Καθημερινή, Από το lifestyle στην άποψη ― βερεσέ ]

Η κρίση του Τύπου είναι για τους δημοσιογράφους σαν τις ανίατες ασθένειες που πλήττουν ένα μέλος της οικογένειας: όλοι μιλούν ψιθυριστά γι΄αυτήν, με μετωνυμίες, με εξορκισμούς, όλοι πιστεύουν ότι κάποιο θαύμα θα συμβεί… Αλλά το θαύμα δεν έρχεται. Τουλάχιστον από εκεί που το περιμένουμε και όπως το περιμένουμε.

Το θαύμα έρχεται σαν τραύμα. Ιδίως στη χειμαζόμενη Ελλάδα, όπου η κρίση στον Τύπο ενδημούσε πολύ πριν από την οικονομική κρίση που κλονίζει πια όλη τη χώρα. Κρίση τριπλή: αφενός, η διεθνής δομική κρίση του Τύπου, σε μια μεταιχμιακή εποχή για την ενημέρωση και τη δημοσιογραφία, στη μετάβαση από τον χάρτινο στον ψηφιακό πολιτισμό. Μετά, η κρίση του εγχώριου μοντέλου: της διαρκώς διαστελλόμενης φούσκας των μήντια από το ’90 έως σήμερα, με αγοραπωλησίες συχνοτήτων, λαθρόβιες εφημερίδες φοροδιαφεύγουσες και εισφοροδιαφεύγουσες που συντηρούνται με κρατική διαφήμιση, σαλταδόρους επιχειρηματίες, αεριτζίδικες εταιρείες που αντλούσαν κεφάλαια απο το Χρηματιστήριο, ασφυκτική διαπλοκή με οικονομικά συμφέροντα και λόμπι εξουσίας, εντολοδόχους ή ανεπαρκείς δημοσιογράφους… Θα αρκούσαν αυτά, για να σαρωθεί ο Τύπος. Αλλά ήρθε και το τρίτο: το εγχώριο κραχ και το ευρωπαϊκό ντόμινο.

Σε αυτό το φόντο πλέον, φόντο κοινωνικής καταστροφής και πολιτικής-πνευματικής ένδειας, πρέπει να δούμε την κρίση που σαρώνει τον ελληνικό Τύπο. Και την υστάτη ώρα, να μιλήσουμε, να ασκήσουμε αυτοκριτική, να ονοματίσουμε την ασθένεια, μήπως και καταλάβουμε τι συμβαίνει και τι θα συμβαίνει εφεξής. Να κατανοήσουμε, ας πούμε, ότι το νέο τοπίο των μήντια δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο για τους αναγνώστες-πελάτες, τους καταναλωτές ενημέρωσης (κατά τη γνώμη μου, είναι πιο χαοτικό), αλλά φαίνεται ότι μπορεί να υπάρχει και χωρίς επαγγελματίες δημοσιογράφους: αυτό νομίζουν οι καταναλωτές, αφού βρίσκουν την τροφή τους δωρεάν στο Διαδίκτυο.

Οσο διαφορετικός είναι ο ιντερνετοφάγος καταναλωτής σε σχέση με τον αστό εφημεριδαναγνώστη, άλλο τόσο διαφορετικός είναι ο δημοσιογράφος του Διαδικτύου σε σχέση με τον “εφημεριδά”. Ο εφημεριδάς ανήκε στη μεσαία τάξη και έγραφε γι΄αυτήν· ο διαδικτυακός είναι ένας πρεκάριος, ένας επισφαλής που πληρώνεται με μπλοκάκι, στην εποχή που η μεσαία τάξη πεθαίνει γοργά, άρα δεν της απευθύνεται καν. Σταδιακά, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι γίνονται σαν τους διαδικτυακούς, ντεκλασέ και επισφαλείς· στους αντίποδες βρίσκεται μια ολιγάριθμη ομάδα επώνυμων δημοσιογράφων, με υπογραφή, με την προστιθέμενη αξία του σταρ. Οι πολλοί μεσαίοι, αυτοί που παρήγαγαν τον πολιτισμό της εφημερίδας, τον πολιτισμό της νεωτερικότητας, εξαφανίζονται μαζί με τη μεσαία τάξη που τους ανέδειξε, τους έτρεφε και στην οποία απευθύνονταν.

Το αναδυόμενο σχήμα των μήντια είναι φαινομενικά μόνο πιο δημοκρατικό· ουσιαστικά οδεύουμε σε διαφορισμό, σε μήντια δύο ταχυτήτων: γρήγορη και αργή, για πλούσιους και φτωχούς, για ελίτ και μάζες. Στην αργή ταχύτητα, τα μήντια θα είναι δωρεάν ή πολύ φτηνά, και η προσφερόμενη ενημέρωση γενική, ρηχή, χωρίς αξιολόγηση· μια διαρκής ροή θραυσμάτων χωρίς νόημα. Στη γρήγορη ταχύτητα, η ενημέρωση ιεραρχείται, αξιολογείται, ταξινομείται, εξηγείται, νοηματοδοτείται ― και πληρώνεται, απ’ όσους μπορούν να την αξιοποιήσουν για να κερδίσουν: ισχύ, επιρροή, χρήμα.

Η αργή ταχύτητα κατακλύζει ήδη τον κόσμο μας: είναι τα δωρεάν ραδιοτηλεοπτικά κανάλια, είναι τα φρι πρες, τώρα πια και τα σάιτ με αναδημοσιεύσεις και sampling των “χάρτινων” μήντια. Στην Ελλάδα, μέγα μέρος των ραδιοτηλεοπτικών μήντια και σχεδόν όλο το Διαδίκτυο στηρίζονται σε αυτό το sampling και τον σχολιασμό των παλαιών χάρτινων μήντια· ουσιαστικά συνιστούν ένα μετα-μέσο, μια μεταγλώσσα με αξία μικρότερη από την πηγή τους. Αλλά είναι δωρεάν… Εχει αξία αυτό το δωρεάν; Κατή τη γνώμη μου, ελάχιστη. Παρότι το Διαδίκτυο είναι μια ανεκτίμητη βιβλιοθήκη, η δωρεάν ενημέρωση των μπλογκ και των ιστότοπων είναι στην καλύτερη περίπτωση μια διαρκής επανάληψη ίδιων ειδήσεων, χωρίς αναφορά πηγής, εκτός πλαισίου αναφοράς, με τρόπο που δεν παράγουν νόημα. Ελάχιστοι ιστότοποι παράγουν ενημέρωση πρωτογενώς, και κανείς απ΄αυτούς δεν μπορεί να είναι βιώσιμος οικονομικά.

Με αυτή την έννοια, τα πρώτα θύματα της διεθνούς κρίσης του Τύπου και της κατάρρευσης της εγχώριας φούσκας θα είναι οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Με χαμένο το κύρος τους, υποβλεπόμενοι από την υπόλοιπη κοινωνία, την μηντιοκρατούμενη και χειραγωγούμενη, κατηγορούμενοι ήδη για αναξιοπιστία και διαπλοκή, ακόμη και για προπαγάνδα, πολλοί δημοσιογράφοι θα πληγούν καίρια, μαζί με τη μεσαία τάξη, την τάξη τους, την οποία στο παρελθόν είτε πρόδωσαν είτε περιφρόνησαν είτε φενάκισαν είτε χειραγώγησαν. Δυστυχώς, δεν θα πληγούν οι χειρότεροι και οι φταίχτες. Αλλά είπαμε: το φόντο είναι μια καταστροφή.

Το κλείσιμο μιας μεγάλης εφημερίδας επικυρώνει την ήδη υπάρχουσα παρατήρηση, ότι δηλαδή το επικοινωνιακό και πολιτικό τοπίο μετασχηματίζονται, γρήγορα και βαθιά. Ο Ελεύθερος Τύπος δεν έκλεισε μόνο επειδή σώρευσε πολλές ζημίες, ούτε μόνο επειδή απέτυχε το επιχειρηματικό μοντέλο που εφάρμοσαν οι ιδιοκτήτες του. Ασφαλώς, περίσσεψαν οι άστοχες ενέργειες, η σπατάλη, τα επιτελεία κολάκων, η μεγαληγορία, η οίηση. Αλλά αυτό που βάρυνε εντέλει ήταν περισσότερο η απουσία στρατηγήματος και η ελλιπής ή και ανύπαρτκη ανάγνωση της πραγματικότητας.

Η λυπηρή αναστολή έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου, μετά τον μείζονα ανασχεδιασμό του (ουσιαστικά, επαναλανσάρισμα) και την επένδυση άφθονων υλικών και ανθρώπινων πόρων, δείχνει το μέγεθος της διεθνούς κρίσης του Τύπου· κρίση δομική, ιστορική. Αλλά δείχνει και την αδυναμία των ανθρώπων του Τύπου να αντιληφθούν την αλλαγή Παραδείγματος, να αντιληφθούν δηλαδή ότι ο παρών καιρός απαιτεί άλλη σκέψη και άλλη πράξη, με άλλα εργαλεία ανάλυσης και κατανόησης, από αυτά που χρησιμοποιούσαν κατά την προδικτυακή εποχή. Η παρούσα εποχή βάζει πλάι στον Τύπο, ανταγωνιστικά, όχι μόνο την πληθωρική τηλεόραση, αλλά και το οικιακό ευρυζωνικό Διαδίκτυο, σε κάθε νοικοκυριό και γραφείο, και τα διαρκώς δικτυωμένα smartphones, σε κάθε τσέπη, και το πλήθος των καινοφανών social media, σε κάθε φαντασιακό, που κάνουν τον κάθε χρήστη μηχανής όχι μόνο καταναλωτή αλλά δυνάμει παραγωγό δημοσιότητας, της δικής του μικροδημοσιότητας έστω.

Το νέο περιβάλλον τηλεπικοινωνιών διαμορφώνει νέες ανάγκες, νέες συμπεριφορές, νέα υποκείμενα. Οι πληροφορίες, τα κείμενα, τα σήματα, οι ταινίες, οι μουσικές, τα προσωπικά στοιχεία από εκατομμύρια ζωές κυκλοφορούν διαρκώς και παντού, είναι διαρκώς διαθέσιμα, στην άκρη του ποντικιού και του δαχτύλου, σε ατέλειωτη ροή, διαφανή. Μάλιστα, υπερδιαφανή.

Σε αυτή την υπερδιαφάνεια, όλα φαίνονται, μα ελάχιστα είναι ορατά. Και μαζί με τον πληθωρισμό των σημάτων, αλλάζει και ο χρόνος του κάθε μέσου, η αίσθηση, η αντίληψη του χρόνου τους. Αλλλος ο χρόνος του Τύπου, άλλος της τηλεόρασης, άλλος του διαδικτύου.

Στην τηλεόραση ρέουν αδιάκοπα εικόνες, που όμως δεν χορταίνουν το άδειο βλέμμα. Στον Τύπο και στο δίκτυο ρέουν κείμενα. Η εκρηκτική εξάπλωση του διαδικτύου πολλαπλασίασε σύστοιχα την ανάγνωση· όμως μειώθηκαν οι αναγνώστες εφημερίδων. Τα νέα μαζικά ακροατήρια που προσήλθαν στο δίκτυο και διαμορφώνονται απ’ αυτό, διαβάζουν περισσότερο, μα κυρίως διαβάζουν διαφορετικά: διότι ο χρόνος του δικτύου είναι ακαριαίος, και διότι η δικτυακή αφήγηση προσφέρει διαρκώς τη δυνατότητα (ή και την ψευδαίσθηση, απλώς) της διάδρασης, μιας κάποιας συμμετοχής, έστω υπό μορφήν ανάρτησης σχολίου σ’ ένα φόρουμ, σ’ ένα μπλογκ· κι ακόμη, προσφέρει τη δυνατότητα της ανώνυμης περιπλάνησης και της ανώνυμης διάδρασης. Προσοχή, όμως: η ανωνυμία ή ψευδωνυμία του δικτυακού αναγνώστη-περιπλανητή δεν αναιρεί την ατομικότητα, απεναντίας επισωρεύει στο άτομο περσόνες και μάσκες, πέραν του καλού και του κακού.

Ο χρόνος της εφημερίδας δεν μπορεί να είναι ακαριαίος. Η εφημερίδα δεν μπορεί καν να καμώνεται ότι σντιδρά ακαριαία· αν το κάνει, ρεζιλεύεται. Ο χρόνος του Τύπου είναι αναστοχαστικός, ξετυλίγεται βραδύτερος και βαρύς. Κι έτσι προϋποτίθεται και ο αναγνώστης του Τύπου. Η δε συμμετοχή του στο εφημεριδικό ανάγνωσμα είναι νοερή αναδιάταξη του αφηγήματος, είναι εσωτερικός μονόλογος. Η απάντησή του, όποια προκύψει, τελείται κι αυτή σε δεύτερο χρόνο. Δεύτερου, αργού χρόνου είναι ακόμη και η πρόσβαση στο χάρτινο κείμενο: ο αναγνώστης πρέπει να πάει μέχρι το περίπτερο ή έστω στην εξώθυρα, και να αγοράσει. Αυτό το παλαιό κείμενο δεν μπαίνει στο σπίτι απροσκάλεστο και δωρεάν.

Νέα αίσθηση του χρόνου, υπερδιαφάνεια, υπερπληροφόρηση, νέοι τρόποι οργάνωσης της εργασίας και του βίου, καινοφανείς ανάγκες και συμπεριφορές. Το παλαιό χάρτινο κείμενο, για να επιβιώσει, οφείλει να προσαρμοστεί· να διεκδικήσει τον πολύ μικρότερο ζωτικό χώρο που του διατίθεται, και να τον διεκδικήσει δυναμικά, πειστικά και ταπεινά· υπερβαίνοντας τον στερεοτυπικό εαυτό του και την εξουσιαστική φενάκη, ανακαλύπτοντας νέο εαυτό για το νέο Παράδειγμα, αναταποκρινόμενο στις νέες ανάγκες του κοινού, ανακαλύπτοντας επίπονα το νέο κοινό. Ο Ελεύθερος Τύπος, παρά το ντιζάιν, δεν μπόρεσε να το κάνει. Και δεν το κάνει καμία εφημερίδα. Ο γδούπος της πτώσης ίσως ξυπνήσει τις εναπομείνασες. Ισως.

Του Νικου Γ. Ξυδακη
Γιατί κλείνουν οι εφημερίδες
Το κλείσιμο μιας μεγάλης εφημερίδας είναι κακή είδηση: για τους δημοσιογράφους, για τον κόσμο του Τύπου, για τις οικογένειές τους. Αλλά και για την ενημέρωση, για τον πολιτικό πλουραλισμό, για τη δημοκρατία εντέλει. Φτωχαίνει ο δημόσιος βίος.
Ο Ελεύθερος Τύπος, που αναστέλλει την έκδοσή του, είναι ιστορικός τίτλος, με ρίζες στον ταραγμένο Μεσοπόλεμο. Η επανέκδοσή του τη δεκαετία 1980 ταυτίστηκε με την εκρηκτική εισβολή του ταμπλόιντ στον εγχώριο τύπο και με το νέο ύφος στην εφημεριδογραφία, για καλό και για κακό. Εν πάση περιπτώσει, η πρώτη δεκαετία του Ε.Τ. επιβραβεύτηκε από μεγάλες κυκλοφορίες και πρωτιές.
Κατόπιν, η Ελλάδα άλλαξε και μαζί της άλλαξε ταχύτατα και ο Τύπος. Μετά τη δεκαετία ‘90, το ύφος ταμπλόιντ γέρασε, τα φύλλα δεν ορίζονται μονοσήμαντα ως προς την πολιτική γεωγραφία, η εμπορική ραδιοτηλεόραση και, κυρίως, τα νέα μέσα και οι διαδικτυακές υπηρεσίες μετασχηματίζουν βαθιά την ενημέρωση, τη διανομή ειδήσεων, ακόμη και το παραδεδεγμένο περιεχόμενο της δημοσιογραφίας.
Το πρόσφατο εγχείρημα ανανέωσης του Ε.Τ. κινήθηκε από μια τέτοια διάθεση· διάθεση προσαρμογής στο νέο τοπίο, τις νέες απαιτήσεις. Καλώς ή κακώς, δεν το εξετάζουμε· πάντως τουλάχιστον μορφολογικά άλλαξε επιτυχώς. Ισως δεν προσαρμόστηκε ικανοποιητικά ως προς το περιεχόμενο, τη στόχευση, την εστίαση, την τοποθέτησή του στο νέο διεθνοποιημένο περιβάλλον των μήντια, αλλά και στο στριμωγμένο εγχώριο μηντιακό τοπίο. Ισως. Είναι νωρίς για οριστικά συμπεράσματα.
Εντούτοις, το θλιβερό συμβάν της αναστολής μάς οδηγεί σε έναν συσχετισμό. Η ανανέωση, ο εκμοντερνισμός του Ε.Τ. μοιάζει με την επιχειρηθείσα ανανέωση, τον εκμοντερνισμό της Μεσημβρινής, την περασμένη δεκαετία. Παρόμοια κόνσεπτ παρουσίασης και χτισίματος του φύλλου, παρόμοιοι Ισπανοί σύμβουλοι, παρόμοιες γραφιστικές καινοτομίες. Παρόμοιες ήταν όμως και οι ασάφειες επί του περιεχομένου, τα αναπάντητα (ή ελλιπώς απαντηθέντα) ερωτήματα περί τη φυσιογνωμία της εφημερίδας νέου τύπου, τη νέα σχέση που θα εγκαθίδρυε με τα καινοφανή ακροατήρια, τις απαντήσεις που θα πρότεινε στις αναδυόμενες νέες ανάγκες της κοινωνίας.
Δυστυχώς, οι δημοσιογράφοι παρότι ζούμε μέσα στον κόσμο, στην τύρβη και τη βοή του, συχνά στεκόμαστε μόνο στον επικρατούντα θόρυβο. Χάνουμε το σήμα. Ισως γιατί συχνά ερμηνεύουμε τον θόρυβο της εξουσίας ως θόρυβο της ζωής, και αυτάρεσκα βουλιάζουμε σε στερεότυπα και αδράνειες, στην κολακεία και την αλαζονία ― βολικά αλλά ολέθρια. Αδυνατούμε να συνθέσουμε τις γνήσιες φωνές, τις αγωνίες, τις νέες ανάγκες, τις νέες απαιτήσεις. Τότε έρχεται η ήττα, η απώλεια.
Μια εφημερίδα βέβαια δεν κλείνει μόνο εξαιτίας των δημοσιογράφων, όσο ράθυμοι ή αλλοτριωμένοι και να ‘ναι. Βασικός υπαίτιος είναι το επιχειρηματικό μοντέλο: είτε είναι απελπιστικά ξεπερασμένο, είτε είναι δύσκαμπτο και ανεδαφικό, είτε επειδή πάσχει από τις ίδιες ασθένειες που απειλούν τους δημοσιογράφους, και σε ακόμη βαρύτερη μορφή: κολακεία, αλαζονία, αδράνεια. Ολα αυτά μαζί, μάς αφήνουν κατά μια εφημερίδα λιγότερους.

Ο Ελεύθερος Τύπος, που ανέστειλε την έκδοσή του, είναι ιστορικός τίτλος, με ρίζες στον ταραγμένο Μεσοπόλεμο. Η επανέκδοσή του τη δεκαετία 1980 ταυτίστηκε με την εκρηκτική εισβολή του ταμπλόιντ στον εγχώριο τύπο και με το νέο ύφος στην εφημεριδογραφία, για καλό και για κακό. Εν πάση περιπτώσει, η πρώτη δεκαετία του Ε.Τ. επιβραβεύτηκε από μεγάλες κυκλοφορίες και πρωτιές.

Κατόπιν, η Ελλάδα άλλαξε και μαζί της άλλαξε ταχύτατα και ο Τύπος. Μετά τη δεκαετία ‘90, το ύφος ταμπλόιντ γέρασε, τα φύλλα δεν ορίζονται μονοσήμαντα ως προς την πολιτική γεωγραφία, η εμπορική ραδιοτηλεόραση και, κυρίως, τα νέα μέσα και οι διαδικτυακές υπηρεσίες μετασχηματίζουν βαθιά την ενημέρωση, τη διανομή ειδήσεων, ακόμη και το παραδεδεγμένο περιεχόμενο της δημοσιογραφίας.

Το πρόσφατο εγχείρημα ανανέωσης του Ε.Τ. κινήθηκε από μια τέτοια διάθεση· διάθεση προσαρμογής στο νέο τοπίο, τις νέες απαιτήσεις. Καλώς ή κακώς, δεν το εξετάζουμε· πάντως τουλάχιστον μορφολογικά άλλαξε επιτυχώς. Ισως δεν προσαρμόστηκε ικανοποιητικά ως προς το περιεχόμενο, τη στόχευση, την εστίαση, την τοποθέτησή του στο νέο διεθνοποιημένο περιβάλλον των μήντια, αλλά και στο στριμωγμένο εγχώριο μηντιακό τοπίο. Ισως. Είναι νωρίς για οριστικά συμπεράσματα.

Εντούτοις, το θλιβερό συμβάν της αναστολής μάς οδηγεί σε έναν συσχετισμό. Η ανανέωση, ο εκμοντερνισμός του Ε.Τ. μοιάζει με την επιχειρηθείσα ανανέωση, τον εκμοντερνισμό της Μεσημβρινής, την περασμένη δεκαετία. Παρόμοια κόνσεπτ παρουσίασης και χτισίματος του φύλλου, παρόμοιοι Ισπανοί σύμβουλοι, παρόμοιες γραφιστικές καινοτομίες. Παρόμοιες ήταν όμως και οι ασάφειες επί του περιεχομένου, τα αναπάντητα (ή ελλιπώς απαντηθέντα) ερωτήματα περί τη φυσιογνωμία της εφημερίδας νέου τύπου, τη νέα σχέση που θα εγκαθίδρυε με τα καινοφανή ακροατήρια, τις απαντήσεις που θα πρότεινε στις αναδυόμενες νέες ανάγκες της κοινωνίας.

Δυστυχώς, οι δημοσιογράφοι παρότι ζούμε μέσα στον κόσμο, στην τύρβη και τη βοή του, συχνά στεκόμαστε μόνο στον επικρατούντα θόρυβο. Χάνουμε το σήμα. Ισως γιατί συχνά ερμηνεύουμε τον θόρυβο της εξουσίας ως θόρυβο της ζωής, και αυτάρεσκα βουλιάζουμε σε στερεότυπα και αδράνειες, στην κολακεία και την αλαζονία ― βολικά αλλά ολέθρια. Αδυνατούμε να συνθέσουμε τις γνήσιες φωνές, τις αγωνίες, τις νέες ανάγκες, τις νέες απαιτήσεις. Τότε έρχεται η ήττα, η απώλεια.

Μια εφημερίδα βέβαια δεν κλείνει μόνο εξαιτίας των δημοσιογράφων, όσο ράθυμοι ή αλλοτριωμένοι και να ‘ναι. Βασικός υπαίτιος είναι το επιχειρηματικό μοντέλο: είτε είναι απελπιστικά ξεπερασμένο, είτε είναι δύσκαμπτο και ανεδαφικό, είτε επειδή πάσχει από τις ίδιες ασθένειες που απειλούν τους δημοσιογράφους, και σε ακόμη βαρύτερη μορφή: κολακεία, αλαζονία, αδράνεια. Ολα αυτά μαζί, μάς αφήνουν κατά μια εφημερίδα λιγότερους.

«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν…» – Μαν. Αναγνωστάκης

30.10.2005

 

Ποιος ανεβοκατεβάζει υπουργούς; Ο σκιτσογράφος Ανδρέας Πετρουλάκης ζωγράφισε προ ημερών το ήδη ομιλούμενο: Ο Μάκης. Ποιος Μάκης; Μα πού ζεις; Ο Μάκης μπαίνει σε κάθε σπίτι, εκδικητής και τιμωρός, Ρομπέν κατά της διαφθοράς και της λαμογιάς, κάνει έρευνα, μαγνητοφωνεί, βιντεοσκοπεί, αποκαλύπτει, αναλύει, παραδίδει υλικό σε εισαγγελείς, ανοίγει τούνελ σαν ακούραστος τυφλοπόντικας της κάθαρσης, δίνει υπόσταση και εικόνα στη λαϊκή τηλεδημοκρατία.

Ο Μάκης. Δεν είναι πρόσωπο, είναι σύμβολο· γραδάρει την αντοχή των υλικών, με τα οποία χτίζουμε κοινωνία, θεσμούς, συνειδήσεις. Ο Μάκης είναι ο μέγας ιεροεξεταστής, σε εκδοχή καρτούν, με αμφίεση και στυλ τυπικά ελαφρολαϊκά· ένας ιεροεξεταστής που δεν οδηγεί το κοινό του σε διλήμματα και δράμα, αλλά το γαργαλάει ράθυμα, στήνει έναν χαλαρό καφενέ στην πλατεία του τηλεοπτικού χωριού, όπου περίπου ο πάσα εις έχει δικαίωμα λόγου, να πει το κοντό και το μακρύ του, να δικάσει, να πει τον πόνο του, τι θα έκανε αν ήταν πρωθυπουργός για μια βδομάδα… Ο ίδιος ο οικοδεσπότης πρωτοστατεί επ’ αυτού, δίνει πατρόν: Αν ήμουν πρωθυπουργός, θα έλεγα «Βρε Μάκη, δεν κουράστηκες να αγωνίζεσαι;». Ιδού το ρίγος του μεγαλείου, ιδού το ίχνος της καφενόβιας δημοκρατίας. Ιδού νέα εννοιολόγηση για το ευ αγωνίζεσθαι. Ολοι στην πίστα.

Ο Μάκης. Ρομπέν ψυχαγωγός. Προστάτης της σύνταξης της γιαγιούλας, του αδικημένου νοικοκύρη, του πικραμένου μεροκαματιάρη. Κυρίως: απαντοχή του ριγμένου, βήμα για μικρές δόσεις μοχθηρίας, για ξεφωνητό. Αυτός είναι ο φαινόμενος φλοιός. Μα, καθώς προχωρείς προς τον πυρήνα του κρεμμυδιού, και καθώς τα φύλλα εκδιπλώνονται στον χρόνο, διαπιστώνεις ότι παραμέσα κρύβονται ασυνέχειες, παράξενες καραμπόλες, όζοντα υλικά, αστήρικτοι αιφνιδιασμοί, ανορθόδοξες μέθοδοι και πολλές παλινωδίες. Η λαϊκή τηλεδημοκρατία έχει κενά.

Ο Μάκης γνωρίζει τα κενά. Ζει με τα κενά, αυτό τον κρίσιμο χώρο που δεν βλέπει το κοινό του. Ισορροπεί στην κυνική ακμή του αυτοσαρκασμού, σαν παλιός γελοιογράφος, κι έτσι ακριβώς τιτλοφόρησε τις εκπομπές του: Κίτρινος Τύπος, Ζούγκλα… Ευφυής ιδιοποίηση και μετωνυμία: Ο Τύπος θα είναι κίτρινος ή δεν θα υπάρχει. Εκ των προτέρων απάντηση στην όποια κριτική, και καταστατική δήλωση προθέσεων. Αφοπλιστικό. Και η κοινωνία, ο δήμος; Είναι ζούγκλα. Επιζεί ο θηρευτής. Ολοι εναντίον όλων. Και ο Μάκης για την πάρτη του.

Ο Μάκης. Αφουγκράζεται τον δήμο–καφενείο. Είπαμε: δομεί το σόου του σαν καφενείο. Δηλαδή, ο καθείς λέει ό,τι του καπνίσει, χωρίς περαιτέρω ευθύνη. Ο καθείς δικάζει και καταδικάζει, χωρίς την ανάγκη εφαρμογής οποιασδήποτε απόφασης. Μόνος κριτής, χρονοδότης και εισπράκτωρ στα βιδάνια, ο τηλεδεσπότης Μάκης. Μόνον αυτός γνωρίζει το σενάριο, τα κίνητρα, την πλοκή, το μέχρι πού θα φτάσει το μαχαίρι, ποιος θα φάει τη μεθεπόμενη μαχαιριά. Μόνον αυτός γνωρίζει το βάρος και τους παραλήπτες των υπαινιγμών. Ολος ο υπόλοιπος θίασος επί σκηνής είναι μοιραίοι καρατερίστες, όπως το τηλεακροατήριο.

Ο Μάκης. Πρότυπο επιτυχημένου. Αυτοδημιούργητος. Γάτος. Απιαστος. Πόσες φορές το έχω ακούσει: «Τους τα είπε… Εσύ ξέρεις τίποτε απ’ αυτά;» Δεν ξέρω… «Τον τρέμουν, ρε, τον Μάκη…» Το ξέρω. «Εχει το Καγιέν ο Μάκης;» Δεν ξέρω. «Πήγε με το φουσκωτό στη Μύκονο;» Δεν ξέρω. «Βιντεοσκόπησε όλες τις αυθαίρετες βίλες ή άφησε και καμιά για αργότερα;» Ρωτήστε τον.

Ινδαλμα της εποχής ο Μάκης. Τα λέει. Τον φοβούνται. Ρίχνει υπουργούς. Ξεσκίζει δικαστές. Κράζει παπάδες. Συνεντευξιάζει πράκτορες, εκεί όπου δεν μπορούν να τους βρουν οι μυστικές υπηρεσίες και οι εισαγγελείς.

Ο Μάκης βγάζει εφημερίδα. Στο ίδιο στυλ. Εγκαλεί τον πρωθυπουργό που δεν του δίνει συνέντευξη. Εδώ του έδωσε ο Βαβύλης… Ο πρώην πρωθυπουργός τού απευθύνει επιστολή με την οποία απαντά σε έκκληση Μάκη υπέρ υπόδικου δυστυχούς.

Ο Μάκης είναι και ΟΗΕ και Ουνέσκο, πρέσβης καλής θελήσεως. Μαζεύει εισφορές για τα θύματα του τσουνάμι, στο κρατικό κανάλι. Διαχέει απλόχερα το ήθος του στον διψασμένο δήμο. Οι απλοί άνθρωποι τον φωνάζουν στον δρόμο με το μικρό του όνομα. Πόσοι αξιώθηκαν αυτό το προνόμιο; Ο Ανδρέας. Και ο Θανάσης Βέγγος.

Ο Μάκης. Ενας από εμάς. Λίγο πιο σκοτεινός, λίγο πιο απρόβλεπτος. Ενας ατσίδας. Παράδειγμα για τα παιδιά.

«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν…» – Μαν. Αναγνωστάκης

Ένα βλέμμα, Καθημερινή, 30.10.2005

buzz it!

«Οταν γραφτεί η πρώτη αράδα ενός αφηγήματος, έχουν ήδη επιλεγεί τα πάντα, και το ύφος και ο τόνος και η τροπή των συμβάντων. Με δεδομένη την πρώτη αράδα, δεν χρειάζεται παρά υπομονή: όλα τα υπόλοιπα πρέπει και μπορεί να βγουν απ’ αυτήν».

Προσέτρεξα στον Τσέζαρε Παβέζε για να μπορέσω να αναχωνέψω το αφήγημά μου της περασμένης Κυριακής· στα ημερολόγιά του μεταφρασμένα από τον Παναγιώτη Κονδύλη. (η συνέχεια εδώ)

Του Τάσου Μαντζαβίνου


Καθώς φυλλομετρώ τις σελίδες του Ιστού, όλο και συχνότερα αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσα να γράψω στην εφημερίδα έτσι όπως διαβάζω ― στον Ιστό, εννοείται. Στον Ιστό διαβάζω ένα υπερκείμενο ― μα ήδη και οι δύο όροι της πρότασης είναι διαφορετικοί, χρειάζονται εξήγηση. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: