You are currently browsing the tag archive for the ‘Μνημόνιο ΙΙ’ tag.


Βαριά ασθενής συστημικά, και τελειωτικά αυτοτραυματισμένη μετά την οδυνηρή υπερψήφιση των μέτρων, η Ελλάδα κρατάει τώρα όση ανάσα της απομένει, προσμένοντας τους δανειστές: αν θα κρατήσουν τον λόγο τους, αν θα χορηγήσουν την υπεσχημένη δόση. Στην καλύτερη περίπτωση η δόση θα είναι βαρύ παυσίπονο, οπιούχο, για να μη νιώθουμε τον πόνο της διαρκούς καταστροφής.

Αλλά εν τω μεταξύ η ασθένεια μεταλάσσεται. Δεν κατατρώγουν μόνο ύφεση και ανεργία τους Ελληνες, τώρα θεριεύει μέσα τους ο φόβος και το μίσος ― μικρόβια φονικά που αναπτύχθηκαν με ζήλο και στο γερμανικό επωαστήριο, δύο ολόκληρα χρόνια, από ηγέτες και μαζικά μέσα. Τα φυλετικά στερεότυπα και ο τευτονικός λαϊκισμός απέναντι στον πονηρό Δαίμονα του Νότου υπηρετούν ίσως το όραμα μιας γερμανικής Μεσευρώπης ή απλώς εκλογικές σκοπιμότητες σε μια περίκλειστη απενοχοποιημένη Γερμανία. Ομως πάνω στο δικό μας σώμα τα στερεότυπα μίσους φανερώνονται ήδη σαν ναζιστικοί σπασμοί, σαν επελαύνουσα βαναυσότητα: «Οταν σου μιλάω ρε, να με κοιτάς!»

Και πάλι: Δεν φταίνε οι ξένοι για τα δεινά μας. Αδύναμοι και διανοητικά υποτελείς ηγέτες βαυκάλισαν τον φασουλή λαό, βουλιάξαμε στην αμοιβαία εξαχρείωση, με αλλεπάλληλους αυτοτραυματισμούς μέχρι την αναξιοπρέπεια, την εκμηδένιση. Ηταν αργά όταν ρωτήσαμε: «Το δοιάκι τι έχει; / Η βάρκα γράφει κύκλους, / κι ούτε ένας γλάρος»

Παρ’ όλ΄αυτά. Τώρα. Ας προχωρήσουμε πέρα απ’ τη δόση, λειψή ή ολόκληρη ή καθόλου, πέρα απ’ την παραλυτική προσμονή του εξαρτημένου, πέρα απ’ την καλοσύνη ή τη μοχθηρία των ξένων. Ας σταθούμε όρθιοι μέσα στις λαμπρές λιακάδες του Νοέμβρη, αυτόβουλοι και υπεύθυνοι, ιστορικοί.

Μικρή χώρα πέτρινη, μα τόσο μαγική, τόσο προικισμένη. Μικρός λαός, αλλά αποδεδειγμένα επιβιωτής. Θα ζήσουμε, έτσι ή άλλιώς, στη χερσόνησο και στη διασπορά όπως πάντα. Ας μην ξεχαστούμε όμως: να εφαρμόσουμε τα δικά μας ιαματικά μνημόνια. Και το μάτι πάντα στο δοιάκι.

Boni pastoris est tondere pecus, non deglubere (Ο καλός ποιμένας προτιμά να κουρεύει τα πρόβατα και όχι να τα γδέρνει)

Η κρίση αναδεύει τον βυθό και φέρνει στην επιφάνεια πράξεις και μυστικά, που υπό κανονικές συνθήκες θα φανερώνονταν πολλά χρόνια αργότερα. Oι αποκαλύψεις του Παναγιώτη Ρουμελιώτη για το παρασκήνιο των πολιτικών αποφάσεων της κυβέρνησης Παπανδρέου, που οδήγησαν την Ελλάδα στο Μνημόνιο Ι και ακολούθως στη χρεοκοπία και το Μνημόνιο ΙΙ, αφορούν ένα τέτοιο ιστορικό μυστικό.

Τα όσα καταμαρτυρεί εις βάρος του πρώην πρωθυπουργού ο τέως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, κυκλοφορούσαν ήδη ως ημιβεβαιωμένες πληροφορίες και εγράφοντο σε αναλύσεις και χρονικά της κρίσης. Η προσωπική μαρτυρία όμως του Ελληνα λειτουργού και τεχνοκράτη, που μετείχε στο ΔΝΤ την ώρα των ιστορικών αποφάσεων, δίνει άλλο βάρος και άλλη τροπή στη διερεύνηση της περιόδου 2009-2010. Τώρα μπορούμε βάσιμα να εκτιμήσουμε ότι οι Γ.Α. Παπανδρέου και Γ. Παπακωνσταντίνου χειρίστηκαν την κρίση εξ ολοκλήρου λανθασμένα, ότι δεν διαπραγματεύτηκαν επαρκώς, ότι εντέλει σφράγισαν την μοίρα του ελληνικού λαού δρώντας σαν διανοητικά αιχμάλωτοι, όμηροι φόβων και ιδεοληψιών. Τουλάχιστον.

Ασφαλώς θα αναρωτηθούμε γιατί ο κ. Ρουμελιώτης επιλέγει να μιλήσει τώρα, όταν όλα έχουν κριθεί, όταν η Ελλάδα έχει χάσει πια τις όποιες δυνατότητες είχε να διαπραγματευτεί καλύτερα την τύχη της. Θα αναρωτηθούμε περαιτέρω: Γιατί μιλάει; Γιατί δεν σιωπά και δεν απολαμβάνει τις πλουσιοπάροχες αμοιβές του από το ΔΝΤ και τώρα από την Τράπεζα Πειραιώς; Αντιστοίχως, γιατί δεν σιωπά αιδημόνως ο κ. Παπανδρέου, αλλά απεναντίας γυρνάει σε συνέδρια και αναπτύσσει τη δική του εκδοχή για τον χειρισμό της κρίσης και την ατιμωτική αποπομπή του, αναζητώντας απεγνωσμένα δικαίωση εκ των υστέρων;

Φαίνεται ότι ακόμη και για πρόσωπα ψημένα στην εξουσία και στις μεγάλες αποφάσεις, η ιστορική ευθύνη για την εν εξελίξει εθνική καταστροφή είναι πολύ βαριά, δεν αντέχεται. Γι΄ αυτό μιλούν. Μιλώντας την καταστροφή, την ελαφραίνουν μέσα τους· προσδοκούν, αν όχι δικαίωση, τουλάχιστον ανακούφιση. Πολύ περισσότερο, που δεν υπάρχει Μετά: η καταστροφή έχει συντελεστεί και είναι αμετάκλητη, δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα να επιδιορθώσουν ή να ανασκευάσουν.

Ας μην λησμονούμε ότι ο Π. Ρουμελιώτης ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά και δεν δικάστηκε διότι είχε ήδη εκλεγεί ευρωβουλευτής. Φέρει άρα ένα πολιτικό βάρος, και μια ηθική σκιά, από το μακρινό παρελθόν. Δεν θα ήθελε να φέρει και το στίγμα της ολιγωρίας σε μια ιστορική στιγμή που παίχτηκε το μέλλον γενεών Ελλήνων.

Πολύ επαχθέστερο είναι το ιστορικό και προσωπικό βάρος για τον πρώην πρωθυπουργό, παρότι με τον Π. Ρουμελιώτη μοιράζονται την εμπειρία ανάμιξης στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Το όνομά του και η αποτυχία του βάζουν τέλος στην πολιτική δυναστεία τρών γενεών Παπανδρέου. Η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη: Tι άφησε πίσω του, για ποιο μεγάλο έργο ή πράξη θα τον θυμούνται; Θα τον θυμούνται σαν τον πρωθυπουργό με τις χαριτωμένες ιδέες που οδήγησε τη χώρα του σε επαχθή χρεοκοπία και απώλεια εθνικής κυριαρχίας; Ο Γ.Α. Παπανδρέου βρέθηκε αντιμέτωπος με την Ιστορία, και ηττήθηκε. Στο εξής, η Ελλάδα θα του πέφτει βαριά.

ζωγραφ.: Νικόλαος Γύζης, Αράχνη.

Oι σημερινές εκλογές δεν γέμισαν χαρτί τους δρόμους και τα γραμματοκιβώτια, οι αφίσες ήταν λίγες, οι ανοιχτές συγκεντρώσεις λιγοστές και ήσυχες, η ζωή πολύ λίγο μετακινήθηκε από τον μελαγχολικό, συγκρατημένο ρυθμό της. Η ζωή έχει άλλάξει έτσι κι αλλιώς, από καιρό, δεν είναι ίδια· κυλάει με απρόοπτους κυματισμούς, γκρεμίζεται, αναπηδά και ξαναπέφτει, γεμάτη ρυτίδες και αναστατώσεις. Δεν ήταν ένα βότσαλο η χρεοκοπία, είναι βροχή από πέτρες ασταμάτητη.

Οι εκλογές είναι μια μικρή ανάπαυλα στη συναισθηματική και διανοητική καταιγίδα. Και επανέλεγχος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: λειτουργεί. Ο λαός ανασυντάσσεται σαν λαός, αφήνει προσώρας τους χαρακτήρες του πλήθους ή του όχλου, και καλείται να εκφράσει τη βούλησή του. Οσο αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι κυριαρχούνται από αντιφατικά συναισθήματα, κοντοστέκουν αμφίθυμοι και αμφίβουλοι μπρος την τελετουργία της κάλπης, για πρώτη φορά ίσως ζυγίζουν τόσο βαριά την ψήφο τους, τη νιώθουν ασήκωτη. Ρωτούν συγγενείς, φίλους, νεότερους: Τι να ψηφίσουμε; Στέκουν μπροστά στο παραβάν ανταριασμένοι.

Πίσω όμως από τα έντονα, συχνά βίαια, συναισθήματα, πίσω από την οργή, τον φόβο, την απόγνωση, διακρίνουμε εξίσου έντονα τα λογικά ερωτήματα: Τι κάνουμε από Δευτέρα; Τι πραγματικά περιθώρια θα έχει όποια κυβέρνηση προκύψει, εκ συγκλίσεως ή εξ ανοχής, να εφαρμόσει το Μνημόνιο αυτούσιο και εντός χρονοδιαγράμματος; Τι περιθώρια υπάρχουν για ήπια αναδιαπραγμάτευση, για χρονική παράταση λ.χ.; Και τι περιθώρια υπάρχουν για ριζική αναδιαπραγμάτευση, αυτή που τάζει η αντιμνημονιακή ρητορική;

Κατά την εκτίμησή μας, τα περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης είναι λιγοστά· υπαρκτά μεν, λαμβανομένης υπ’ όψιν της πανευρωπαϊκής ρευστότητας, λιγοστά δε. Η διαφαινόμενη εκλογή Ολάντ στη Γαλλία μπορεί να κάμψει τη δημοσιονομική πειθαρχία του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά δεν θα τη θραύσει και ασφαλώς ό,τι γίνει θα γίνει μεσοπρόθεσμα και σταδιακά. Οι ενδείξεις για κάμψη της γερμανικής ορθοδοξίας υπάρχουν ήδη: εκτός από τον Ολάντ που έθεσε ευθέως θέμα αναθεώρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, το θέτει και η Ιταλία του Μόντι, διακριτικά μα επίμονα, το θέτει η Ισπανία που στενάζει, και βέβαια και οι μικροί εταίροι που τελούν υπό κηδεμονία Μνημονίου. Αλλά η μεταστροφή δεν θα είναι ταχεία.

Αρα η νέα ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται απεγνωσμένα χρόνο, διπλωματικό χρόνο, διαπραγματευτικό χρόνο. Ομως ο χρόνος κατασπαταλήθηκε: και όταν τον είχαμε αρκετό, το 2009-10, και όταν είχε απομείνει λιγοστός, το φθινόπωρο του 2011. Ωστε τώρα η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει υπό το φως νέων ιστορικών δεδομένων, δεν θα διαθέτει διπλωματικό κεφάλαιο και διαπραγματευτικό απόθεμα.

Πολύ περισσότερο που η νέα κυβέρνηση, ακόμη κι αν εξασφαλίσει ψήφους εμπιστοσύνης ή ψήφους ανοχής, θα διαθέτει τυπική μόνον νομιμοποιητική βάση και ισχνό ή ανύπαρκτο πολιτικό κεφάλαιο, ενώ θα έχει μπροστά της τιτάνιο έργο: να εξασφαλίσει πλήρη και κατά προτεραιότητα την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, με την οικονομία βυθιζόμενη σε ύφεση και την κοινωνία έξαλλη και φοβισμένη. Η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου στην παρούσα φάση άρα δεν φαίνεται εφικτή άμεσα και ριζικά. Η πολιτική ωστόσο είναι κατεξοχήν δυναμική κατάσταση· το εργαστήριο Ελλάς ενδεχομένως να τεθεί σε επόμενο στάδιο πειραματισμών, να δοθεί παράταση. Αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με όσα έχουν μισοειπωθεί, παρά τις απειλητικές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Σόιμπλε, ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες.

Εχουμε πει ότι το υπαρκτό και αγωνιώδες ερώτημα, πριν και μετά την κάλπη, δεν είναι πια το αδρό “Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο”. Το ερώτημα είναι: Ποια Ελλάδα και πώς; Κατά τον ίδιο τρόπο δεν υφίσταται πρακτικά το αδρό δίλημμα «φιλοευρωπαϊστές – αντιευρωπαϊστές». Κανείς πολιτικός οργανισμός δεν είναι ρητά και απόλυτα εναντίον της Ευρώπης. Ακόμη και το αντιδυτικό ΚΚΕ, που θεωρεί την ΕΟΚ-ΕΕ φωλεά του καπιταλιστικού Θηρίου, προσφάτως δεν ετάχθη υπέρ της εγκατάλειψης του ευρώ. Κυρίως: οι Ελληνες θεωρούν εαυτούς, ψυχικά και πολιτιστικά, εντός της Ευρώπης, μέρος αναπόσπαστο, και μάλιστα κεντρικό, όχι περιφερειακό. Δικαίως. Η είσοδος στην ΕΟΚ και η είσοδος στην ευρωζώνη υπαγορεύθηκαν από την ιστορική αναγκαιότητα και από τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων εταίρων, όχι από ελεημοσύνη. Η ανάγκη συνύπαρξης είναι αμοιβαία. Οθεν ο χονδροειδής χωρισμός του πολιτικού, άρα και κοινωνικού, σώματος σε φιλο- και αντι-ευρωπαϊστές στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.

Ο νέος πολιτικός χάρτης, που θα προκύψει στη μετεκλογική και μετά τη χρεοκοπία εποχή, δεν θα ορισθεί με βάση τέτοια ιδεολογήματα παλαιάς κοπής. Αυτά πέθαναν τη δεκαετία του ’80. Με τις εκλογές αρχίζει και τυπικά η πολυδιάρρηξη του πολιτικού σώματος της Μεταπολίτευσης. Δυνάμεις, ιδέες, πρόσωπα, ανάγκες, κοινωνικά υποκείμενα θα αναδιαταχθούν. Ελάχιστοι θα αισθανθούν νικητές από το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά ακόμη κι αυτοί θα νιώσουν καυτές τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Οι ηττημένοι θα είναι πολλοί. Οι διασπάσεις, οι μετακινήσεις, οι εξαφανίσεις και οι γεννήσεις θα διαδέχονται η μια την άλλη. Πάνω απ΄όλα, ο εκλογικός συσχετισμός της 6ης Μαίου θα είναι η απαρχή μιας νέας πολιτικής αποτύπωσης των κοινωνικών συσχετισμών, όπως αυτοί διαμορφώνονται βιαίως και διαρκώς την τελευταία διετία των καταστροφών, κι όπως θα συνεχιστούν τα επόμενα δύσκολα χρόνια.

Ας μείνουμε νηφάλιοι και ενσυναίσθητοι εν ιστορία.

Η μακρά αγωνία, που άρχισε το φθινόπωρο στις Κάννες και κορυφώθηκε με την ψήφιση του Μνημονίου ΙΙ, φαίνεται να υποχωρεί προσώρας. Οι επικείμενες εκλογές, παρότι δεν προσδιορίζονται ακόμη επακριβώς, ελπίζεται να δράσουν εκτονωτικά στη δυσφορία και την απόγνωση του κοινωνικού σώματος. Αλλά μέχρι εκεί: ο ορίζοντας κοινωνικής ειρήνης δεν υπερβαίνει τους ολίγους μήνες. Διότι, ακόμη κι αν δεν ακούγαμε τις σαφείς προειδοποιήσεις για το τι περιμένει τους Ελληνες, από τα πιο αρμόδια χείλη, των εκπροσώπων της τρόικας λόγου χάριν, η ίδια η σκληρή πραγματικότητα δίνει τα δικά της μηνύματα. Το χρέος δεν θα καταστεί βιώσιμο στους χρόνους που υποσχέθηκαν η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι, κατά τη λήξη της κρίσιμης τριετίας 2012-14 η χώρα θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση έως και 67 δισ., η ύφεση θα συνεχιστεί, η ανεργία καλπάζει, το ασφαλιστικό καταρρέει εξαιτίας της ύφεσης και της ανεργίας αλλά και λόγω του κουρέματος των διαθεσίμων των ταμείων. Εν τω μεταξύ, με φόντο την παγωμένη αγορά, βιώνουμε και τη βίαιη συρρίκνωση κοινωνικών υποδομών: σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί, προνοιακές δομές υποχρηματοδοτούνται, υπολειτουργούν, καταργούνται ή καταρρέουν.

Η αγωνία λοιπόν δεν περνά. Και οι πιο ανυποψίαστοι πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει πια ότι η κρίση δεν θα περάσει σε τρία-τέσσερα χρόνια και, κυρίως, θα περάσει αφήνοντας πίσω της θύματα και βαθιές ουλές, θα μετασχηματίσει την κοινωνική ζωή. Αρκετοί πολίτες επίσης συνειδητοποιούν με ανησυχία ότι η γενικευμένη κρίση και οι διαρκείς δεσμεύσεις έναντι δανειστών, εφόσον διαρκέσουν, μπορούν να οδηγήσουν σε οδυνηρή απομείωση του γεωπολιτικού βάρους της χώρας, σε φινλαδοποίησή της. Πράγματι, η Ελλάδα κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μια περιοχή μεγάλου στρατηγικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, πάνω στους ενεργειακούς δρόμους της αναβαθμιζόμένης ΝΑ Μεσογείου, αλλά και πλάι σ’ έναν ισχυρό και επιθετικό γείτονα, την Τουρκία, και με τη Μέση Ανατολή σε αποσταθεροποίηση. Η ίδια η χώρα είναι βαριά λαβωμένη οικονομικά, με πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση, χωρίς ηγεσία, σχεδόν ξέπνοη. Ωστε τα δυνητικά της πλεονεκτήματα, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, εφόσον δεν αξιοποιηθούν ευφυώς και βάσει εθνικού σχεδίου, μπορούν να απωλεσθούν ή να εκχωρηθούν άνευ ουσιαστικών ωφελημάτων για τον δοκιμαζόμενο τώρα ελληνικό λαό. Αυτό θα ισοδυναμούσε με εθνική καταστροφή και ιστορική καθυστέρηση.

Ολο και περισσότεροι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο ιστορικό μεταίχμιο. Και παρ΄όλη την αγωνία για την ατομική και οικογενειακή τύχη, αναγνωρίζουν ότι η ανάσχεση της πτώσης είναι δυνατή μόνο με ένα μίνιμουμ ομοθυμίας, με συνένωση δυνάμεων και κατασκευή του μέλλοντός μας. Η ιστορική πρόκληση πλέον είναι η υπέρβαση του διλήμματος «Μνημόνιο ή Αντιμνημόνιο», διότι κατ΄ουσίαν δεν απειλούμαστε από έναν τυπικό Διχασμό, αλλά από έναν διάχυτο, άτυπο, διαρκή εμφύλιο, από πολυκερματισμό και θρυμματισμό των κοινωνικών δυνάμεων, που γίνονται αισθητά σαν γενικευμένη δυσφορία, ασφυξία, πνιγμός, κατάθλιψη και απόγνωση. Ο τέτοιος θρυμματισμός της κοινωνίας κατοπτρίζεται στην υγροποίηση των κρατικών δομών και στον κοινωνικό αυτοματισμό.

Σε τι μπορούν να ελπίζουν οι Ελληνες για ανάσχεση της πτώσης; Μάλλον όχι στο παρόν πολιτικό σύστημα, όπως εκφράζεται από φθαρμένα πρόσωπα και εξαχρειωτικές δομές. Το πολιτικό σύστημα, τροφοδοτούμενο από φενακισμένους ψηφοφόρους-πελάτες, δεν μπορεί να συγκροτήσει εθνικό σχέδιο διάσωσης· και δεν θέλει εντέλει, στο βαθμό που η διάσωση θα προϋπέθετε την πολιτική αναγέννηση και την καταστροφή των παλαιών παθογενών ριζωμάτων. Οι εκλογές, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα δώσουν μια αδύναμη κυβέρνηση, εκ συνασπισμού ή εξ ανοχής, η οποία μόνο προσωρινά θα ανασχέσει την ασφυξία. Αναγκαστικά λοιπόν, θα περιμένει τη λύση έξωθεν, αν και εφόσον αλλάξει ο πολιτικός συσχετισμός στην Ευρώπη, και αν οι όποιες αλλαγές περιλαμβάνουν την Ελλάδα επωφελώς.

Εν τω μεταξύ όμως; Η χώρα χρειάζεται επειγόντως να ανακόψει τη βύθιση στην ύφεση. Προς τούτο δεν μπορεί να περιμένει πότε θα αποκτήσει την περιβόητη ανταγωνιστικότητα με μισθούς Ρουμανίας και απαξιωμένα τα εθνικά assets κ.λπ. Εως ότου συμβούν τα προβλεπόμενα στα μάνιουαλ των μάγων της εσωτερικής υποτίμησης, απλώς δεν θα υπάρχουν Ελληνες. Η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπους να εργαστούν οι πολίτες της και να παράγουν πλούτο, πρέπει να ξυπνήσει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, να ξυπνήσει τα δημόσια έργα, να αντλήσει πόρους από τις ευρωπαϊκές δεξαμενές του ΕΣΠΑ και της Ευρωπαϊκή Τράπεζας Επενδύσεων, όπως τουλάχιστον υπόσχονται οι εταίροι μας: αυτό είναι το πεδίο για σκληρή διαπραγμάτευση.

Οτιδήποτε ξυπνά την πραγματική οικονομία και κρατάει ζωηρούς τους ανθρώπους, πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Να δημιουργηθούν ευκαιρίες για κοινωνική εργασία, για απασχόληση ανέργων και νέων με κοινωνικό μισθό, με προσφορά εθελοντικής εργασίας σε αδύναμους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Η αυτοδιοίκηση, από τη γειτονιά έως την περιφέρεια, μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός για την συνέγερση του κόσμου. Η αυτοδιοίκηση διαθέτει πολιτική νομιμοποίηση, έχει καθορισμένη θητεία, ελέγχεται από τους πολίτες και εν πολλοίς την εμπιστεύονται· υπό όρους μπορεί να μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης και φυτώριο ηγετών, αλλά χρειάζεται στήριξη και πόρους.

Οι συνεταιρισμοί να αποκτήσουν νέο, ελπιδοφόρο και παραγωγικό, περιεχόμενο, σε κάθε τομέα: γεωργία, βιοτεχνία, υπηρεσίες, καινοτομίες. Αυτό θα μπορούσε να είναι το όχημα για τους νέους και τα start-ups. Η Task Force της Κομισιόν τέτοια βοήθεια θα έπρεπε να δίνει, αυτά πρέπει να της ζητηθούν: να μεταφέρει πόρους και τεχνογνωσία στην παραγωγή, για ανάνηψη της κοινωνίας.

Αυτά τα ελάχιστα περί παραγωγής, θα ήθελαν να δουν οι πολιτες στα προγράμματα των πολιτικών δυνάμεων που ζητούν ψήφο. Για αρχή.

Λίγο μετά την ολοκλήρωση του PSI και την υπογραφή του Μνημονίου ΙΙ, μαθαίνουμε από τα πιο αρμόδια χείλη, το πραγματικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου στήθηκε και εκτελέστηκε το σχέδιο. Η καγκελάριος της Γερμανίας, σε χθεσινή συνέντευξή της στο BBC, βεβαιώνει ότι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα απέβαινε καταστροφική για το ευρώ και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση, τονίζοντας ότι η συμμετοχή στην Ευρωζώνη είναι πολιτική απόφαση.

Ο Ελληνας πολίτης ωστόσο θυμάται ότι ήδη από τη νύχτα των Καννών, οι κ.κ. Μέρκελ και Σαρκοζί έθεσαν την Ελλάδα προ του εκβιαστικού διλήμματος «ευρώ ή δραχμή». Αυτό το δίλημμα οδήγησε μάλιστα στην αποπομπή του Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία και στον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Λουκά Παπαδήμο, η οποία υπέγραψε εντέλει το δεύτερο Μνημόνιο.

Σύμφωνα όμως με τις εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το PSI και το Μνημόνιο δεν θα βγάλουν την Ελλάδα από την ύφεση, δεν θα την οδηγήσουν στις αγορές, δεν θα καταστήσουν το χρέος βιώσιμο. Το 2015, η χώρα θα έχει χρηματοδοτικό κενό ύψους από 32 έως 67 δισ. ευρώ!

Αρα το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» μάλλον πρέπει να εκληφθεί ως εκβιασμός, ακριβώς για να παραιτηθεί η Ελλάδα από τη δυνατότητα να κηρύξει στάση πληρωμών και να αναζητήσει τα πιο πρόσφορα εργαλεία για την ανάκαμψή της. Ο εκβιασμός λειτούργησε: εκάμφθησαν και οι Ελληνες πολιτικοί και, κυρίως, εκάμφθησαν οι έντρομοι πολίτες. Ετσι, το PSI εκτελέσθηκε σαν ένα γιγάντιο swap, με το οποίο οι γαλλογερμανικές τράπεζες ξεφορτώθηκαν τα ελληνικά ομόλογα-σκουπίδια, κουρεμένα έστω, και τα φορτώθηκαν τα κράτη. Τώρα η Ελλάδα χρωστάει σε κράτη-εταίρους της και στους λαούς τους, χρωστάει ευρώ, όποια κι αν είναι η μετέπειτα νομισματική εξέλιξη, το χρέος διέπεται από βρετανικό δίκαιο και θα εξοφλείται κατ’ απόλυτο προτεραιότητα, ανεξαρτήτως των αναγκών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Η Ελλάδα δεν κήρυξε πτώχευση με τους όρους της, στον χρόνο και με τον τρόπο που θα καθιστούσαν την πτώχευση ανακουφιστική. Τώρα η οικονομία της βυθίζεται στην ύφεση για πέμπτη συνεχή χρονιά, το ΑΕΠ συρρικνώνεται, το χρέος διογκώνεται σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό του ΑΕΠ – αυτά διαπιστώνουν όλοι οι διεθνείς αναλυτές, και περιγράφει επακριβώς το ΔΝΤ.

Τώρα η χώρα παραμένει στην Ευρωζώνη, εξουθενωμένη, ανίκανη να εξυπηρετήσει το χρέος της, εκλιπαρούσα την καλοσύνη των ξένων, ήτοι του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Βερολίνου. Και ελπίζει σε αλλαγή πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης από την Ευρώπη – η οποία αλλαγή γίνεται όλο και πιθανότερη. Θα αντέξει όμως ώς τότε η Ελλάδα, ώστε να ανακουφιστεί; Οσο και όπως αντέξει. Πράγματι, η κ. Μέρκελ έχει δίκιο: Η Ελλάδα δεν έπρεπε να βγει από το ευρώ…

Πιο δυσοίωνη και από τη σκληρή λιτότητα που επιβάλλει το Μνημόνιο ΙΙ, είναι η συνεχιζόμενη ύφεση και η απουσία κάθε μέτρου για ανάκαμψη. Η συνταγή της εντεινόμενης εσωτερικής υποτίμησης προς επίτευξιν ανταγωνιστικότητας εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη και μόνη φιλοσοφία των Ευρωπαίων εταίρων για αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, παρότι τα αποτελέσματα από τις υποβοηθούμενες και επιτηρούμενες χώρες δεν είναι ενθαρρυντικά. Στη δεινότερη θέση απ’ όλους βρίσκεται η Ελλάδα. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, αλλά και σύμφωνα με διαρεύσασα έκθεση του ΔΝΤ, η αναδιάρθρωση χρέους και το νέο δάνειο ―ουσιαστικά, μια συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ― δεν θα καταφέρουν να καταστήσουν το χρέος βιώσιμο.

Η αιτία είναι η ύφεση. Και μόνο η πολιτική βούληση μπορεί να την αντιμετωπίσει. Η αγορά και η κοινωνία είναι παγωμένες και απεγνωσμένες· μαζί με τη ρευστότητα έχει χαθεί και το ψυχολογικό απόθεμα, έχουν χαθεί δηλαδή και οι δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις για ανάκαμψη. Οι Ευρωπαίοι εταίροι-δανειστές, και κυρίως η Γερμανία, πρέπει να το κατανοήσουν, εφόσον επιθυμούν να ορθοποδήσει η Ελλάδα, έτσι ώστε να παραμείνει κράτος που θα εξυπηρετεί υποχρεώσεις προς τους πολίτες του και προς τους εταίρους. Διαφορετικά, το ΝΑ θεμέλιο της Ε.Ε. κινδυνεύει να καταρρεύσει, κινδυνεύει να μείνει ένα θραυσμένο κέλυφος, με προσχηματικό πολίτευμα και εξαθλιωμένες μάζες παραδομένες στην πενία και το μίσος.

Η μοίρα της Ελλάδας είναι εν πολλοίς και μοίρα της Ευρώπης. Η Γερμανία μπορεί να επηρεάσει αυτή τη μοίρα προς το καλύτερο. Αρκεί να σκεφτεί ως ιστορική οντότητα, δηλαδή ενθυμούμενη τη δική της μοίρα μες στον 20ό αιώνα: πώς συνετρίβη από τη μοχθηρία των δανειστών της μετά τον Α’ Πόλεμο, και πώς μεγαλούργησε χάρη στη μεγαθυμία των δανειστών μετά τον Β’ Πόλεμο. Η Γερμανία έχει να αποφασίσει αν θα αλλάξει ιστορικό πρόσωπο στον 21ο αιώνα, ή θα ηγεμονεύσει επί ερειπίων.

Ας το πάρουμε απόφαση: Πτωχεύσαμε. Η Ελλάδα πτώχευσε ως κράτος και μαζί της και οι Ελληνες. Το φοβόμασταν, το ξορκίζαμε, κλείσαμε τα μάτια, αλλά συνέβη. Δεν είναι η πρώτη φορά, δεν θα είναι η τελευταία. Κι όλοι πια γνωρίζουμε ότι τα ερχόμενα πολλά χρόνια θα είναι δύσκολα, έτσι που ούτε τα είχαμε διανοηθεί.

Το θέμα είναι τώρα τι λες. Τι κάνουμε τώρα, μετά την πτώχευση: Εχουμε στόχο; Εχουμε όραμα; Κι έχουμε σχέδιο; Αν είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε. Από τις πρώτες ώρες της οδυνηρής συνειδητοποίησης έως σήμερα, δεν υπήρξε αυτόχθον πρωτογενές σχέδιο διάσωσης της χώρας, χτισμένο σε δικές μας ιδέες και στηριζόμενο σε δικές μας δυνάμεις. Ο,τι συνέβη, μας συνέβη: πορευόμαστε αγόμενοι, φερόμενοι, ποδηγετούμενοι, πτυόμενοι από εταίρους και δανειστές. Για πολλούς λόγους, αλλά και διότι εμείς φανήκαμε αδύναμοι, στείροι, αιφνιδιασμένοι, αποσβολωμένοι ενώπιον τύχης χαλεπής, ανίκανοι να πάρουμε αυτή την τύχη στα χέρια μας. Κι αυτή γλίστρησε.

Συνέβη. Tώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το χρέος, με αριθμούς και σκληρούς πιστωτές, με το καλπάζον φάσμα της φτώχειας, με την ανάγκη, και κυρίως με τους εαυτούς μας. Τους εαυτούς μας πρώτα απ’ όλα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε, αυτό είναι το χρέος, να σταθούμε στα πόδια μας, να πατήσουμε γερά στη γη, να μείνουμε όρθιοι. Αυτό προπάντων: όρθιοι. Υπερήφανοι και ταπεινοί ― μόνο έτσι θα είμαστε δυνατοί. Υπερήφανοι γι’ αυτό που είμαστε, όσο είμαστε· ταπεινοί για όσα δεν είμαστε, και πασχίζουμε να είμαστε.

Ετσι υπερήφανοι και ταπεινοί μπορούμε να κοιτάξουμε κατάματα τα παιδιά μας, και στα πρόσωπά τους να δούμε γονείς και προγόνους μαχητές και νοικοκυραίους, να δούμε υποχρεώσεις και ευθύνες, κληρονομιές και παράδοσεις, να δούμε το μέλλον ανοιχτό σαν διαρκή δυνατότητα. Το βαρύτερο χρέος είναι το πιο ευφρόσυνο, το χρέος στα παιδιά μας.

Το κούρεμα του χρέους και το Μνημόνιο ΙΙ αποτελούν το δεύτερο μεγάλο ορόσημο μετά το Μνημόνιο της άνοιξης 2010. Η Ελλάδα διανύει πλέον μια ιστορική φάση δυσχέρειας και πόνου, από την οποία είναι άγνωστο πότε και πώς θα βγει. Τα αίτια της πτώσης βρίσκονται εγκυστωμένα στις παρελθούσες φάσεις διακυβέρνησης της χώρας, ενισχυμένα από τις ευρωπαϊκές παθογένειες και τη διεθνή συγκυρία· κι είναι χρήσιμο να τα γνωρίζουμε όλα αυτά, παρότι δεν προσφέρουν καμία άμεση ανακούφιση.

Δεν είναι διόλου ανακουφιστικό λ.χ. να αντιλαμβανόμαστε ότι η πολιτική τάξη εν συνόλω έχει αποδράσει από το κλυδωνιζόμενο πλοίο. Αφού έθεσε τη χώρα υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο αμαχητί, χωρίς διαπραγμάτευση, τώρα, υπό το βάρος της ραγδαίας ύφεσης και των ανυπέρβλητων διαχειριστικών προβλημάτων, τέτοιων που ξεπερνούν κατά πολύ τις ανύπαρκτες ικανότητες της, η κυβερνήσασα ελίτ παραδίδει ουσιαστικά και τον πολιτικό έλεγχο της χώρας στους εταίρους-δανειστές. Υπό μία έννοια, ευτυχώς: Η Κριστίν Λαγκάρντ και η Ανγκελα Μέρκελ διαπραγματεύονται πιο αποτελεσματικά το κούρεμα και τα επιτόκια με τους ομολογιούχους, απ’ ό,τι θα έκαναν οι Ελληνες πολιτικοί ― οι οποίοι, όταν είχαν την ευκαιρία, δεν το έκαναν.

Η εγχώρια ελίτ φαίνεται εντελώς ανίκανη να υπερασπιστεί ζωτικά εθνικά συμφέροντα, δεν είναι ικανή να θέσει στοιχειωδώς κόκκινες γραμμές για ιστορικά διακυβεύματα, κατά τον τρόπο που τις θέτουν λ.χ. οι ιταλικές και οι ισπανικές ελίτ. Από τη χρεοκοπημένη κυβερνήσασα τάξη λείπουν δραματικά η ικανότητα, η βούληση και η ιστορική επίγνωση. Διαθέτει μόνο άσβηστη τη δίψα για εξουσία, εκόμη και επί ερειπίων. Οποιαδήποτε άρα ελπίδα ανάκαμψης προϋποθέτει την εξαφάνιση αυτών των προσώπων από τη σκηνή, ώστε να δοθεί χώρος σε αναγεννητικές δυνάμεις. Η σιδηρά, καίτοι ταπεινωτική, παρέμβαση του ξένου παράγοντος μπορεί να συμβάλει προς τούτο, στο μέτρο που θα διασωθούν χωρίς μείζονες απώλειες ο εθνικός κορμός και η κοινωνική συνοχή.

Ο σχηματισμός της μεταβατικής κυβέρνησης υπό τον Λουκά Παπαδήμο έθεσε τέρμα στην πολιτική αγωνία δύο εβδομάδων. Δεν θα πρέπει εντούτοις να επενδυθούν υπερβολικά πολλές προσδοκίες στο νέο σχήμα, διότι και περιορισμένο χρονικό ορίζοντα έχει, αλλά και η όποια ισχύς του εξαρτάται αποκλειστικώς από τα κόμματα που το στηρίζουν, όσο το στηρίξουν. Οπως έχει διαφανεί, μόνο ο ΛΑΟΣ συμμετέχει εγκαρδίως· η Ν.Δ. σύρθηκε σε συμμετοχή υπό το βάρος της επαπειλούμενης καταστροφικής εξόδου από την Ευρωζώνη, το δε ΠΑΣΟΚ συμβάλλει αναγκαστικά κατόπιν της πτώσεως του αρχηγού του και για να μη βυθιστεί αύτανδρο σε ενδεχόμενες γρήγορες εκλογές.

Η κυβέρνηση συνεργασίας, και μόνον διά της συστάσεώς της, προσφέρει δείγματα της αναδυόμενης νέας πολιτικής εποχής. Δείχνει λ.χ. ότι η μνημονιακή πολιτική, εξαιρετικά επώδυνη για το σύνολο του πληθυσμού, είναι αβάστακτο βάρος για οποιαδήποτε αυτοδύναμη κυβέρνηση και για το κόμμα που τη σχηματίζει.

Το ΠΑΣΟΚ έχει μπει ήδη σε τροχιά αναδιάταξης ή και ρευστοποίησης. Το ίδιο κινδυνεύει να πάθει και η αντιμνημονιακή Νέα Δημοκρατία διά της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση συνεργασίας — στον βαθμό που αυτή θα χρειαστεί να πάρει νέα μέτρα λιτότητας. Ως εκ τούτου, το τοπίο μετά τις εκλογές θα είναι διαφορετικό.

Για πρώτη φορά στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα θα έχουν περιορισμένη ισχύ, με πιο βαριά τραυματισμένο το ΠΑΣΟΚ. Πού θα στραφεί το πλήθος των δυσαρεστημένων και εξουθενωμένων μεσοστρωμάτων; Τα κόμματα της Αριστεράς θα απορροφήσουν ψήφους διαμαρτυρίας, αλλά, στην παρούσα φάση, δεν προσφέρουν ολοκληρωμένες προτάσεις διακυβέρνησης, που να πείθουν το εθνικό ακροατήριο.

Στο άγνωστο μωσαϊκό του 2012, μετά το αναγκαίο ιντερμέδιο Παπαδήμου, πιθανότατα θα απαιτηθούν κυβερνήσεις μετεκλογικής συνεργασίας και σίγουρα θα εμφανιστούν νέα πρόσωπα και νέα σχήματα για να εκφράσουν την κοινωνία όπως αυτή θα έχει αναδιαταχθεί σε συνθήκες διαρκούς υπερχρέωσης ή χρεοκοπίας.

Ακόμη κι αν υπερψηφιστεί στη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο, τις επόμενες ημέρες, η κυβέρνηση θα δυσκολευτεί αφάνταστα να το εφαρμόσει. Διότι δεν θα καταφέρει συγκεντρώσει φέτος τα 6,4 δισ. που απαιτεί η τρόικα: οι λογαριασμοί της κυβέρνησης είναι ερασιτεχνικοί και μνημεία προχειρότητας. Το ένα μετά το άλλο τα μέτρα φοροείσπραξης καταπίπτουν ανεφάρμοστα ή μένουν ημιτελή, μακριά από τους προβλεπόμενους στόχους. Το Μεσοπρόθεσμο είναι κοινωνικά ανεδαφικό: Το ποσόν που προβλέπεται να αντληθεί με έκτακτους φόρους και περικοπές από μικρομεσαίους, μισθωτούς και συνταξιούχους, όχι μόνο εξουθενώνει τους ήδη εξαντλημένους οικονομικά, αλλά επιπλέον πυροδοτεί την ανυπακοή και την οργή των έντιμων, που πληρώνουν αγογγύστως κάθε υποχρέωσή τους προς το κράτος.

Και το ύστατο σφάλμα: η κυβέρνηση με τις παλινωδίες της και τα ψέματα σε σειρά μέτρων (επιστροφή φόρου από αποδείξεις δαπανών, όριο αφορολογήτου, κλίμακα έκτακτης εισφοράς, φόρος ακίνητης περιουσίας κ.λπ.) έκαψε το πενιχρό πολιτικό κεφάλαιο που της εξασφάλιζε ο τρικυμιώδης ανασχηματισμός και η ψήφος εμπιστοσύνης. Είναι πρωτοφανές: ακόμη και ο πιο κακόπιστος ή ο πιο απαισιόδοξος υπολόγιζε ότι η κυβέρνηση θα έβγαζε το καλοκαίρι, δεδομένης της κόπωσης του κόσμου από τις πολυήμερες διαμαρτυρίες, αλλά και μιας ελάχιστης πίστωσης χρόνου που θα εδίδετο στο νέο κυβερνητικό σχήμα. Δυστυχώς για τη χώρα, η ανοχή διήρκεσε μερικά εικοσιτεράωρα, έως τη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης Πέμπτης. Ο πρωθυπουργός υπεβλήθη πάλι σε οδυνηρό τεστ αντοχής εκβιασμού, και επέστρεψε ηττημένος και άδειος, ο δε υπουργός Οικονομικών Β. Βενιζέλος ομολόγησε με παρρησία την τραγική αδυναμία της κυβερνήσεως των Αθηνών να ασκήσει οποιαδήποτε δική της πολιτική: «Ήμασταν υποχρεωμένοι να βρούμε λύσεις αποδεκτές από τους εταίρους… Οι εταίροι δεν νοιάζονται για την ηθική ισορροπία των μέτρων…»

Είναι εντυπωσιακές πράγματι οι παλινωδίες, τα ψέματα και η προχειρότητα κατά την κατάρτιση ενός δεύτερου, αιματηρότερου προγράμματος φοροεισπρακτικών μέτρων, του οποίου την ανάγκη ύπαρξης μάλιστα αρνιόταν έως πρόσφατα ο απομακρυνθείς υπουργός Οικονομικών. Ο τεχνοκράτης Γ. Παπακωνσταντίνου ουδέποτε άσκησε αυτοκριτική για την αποτυχία του Μνημονίου Ι, της συνταγής του και της εκτέλεσής του· έκανε λόγο μόνο για αστοχίες, αστοχίες στην είσπραξη εσόδων, αστοχίες στη μείωση των δαπανών, αστοχίες στον υπολογισμό της ύφεσης. Και επιβραβεύθηκε από τον πρωθυπουργό, δια της μεταθέσεώς του στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ο αντικαταστάτης του κ. Βενιζέλος, σαφώς πιο πολιτικό πρόσωπο, με στοιχειώδη αίσθηση της σφοδρής ανησυχίας που διαπερνά την κοινωνία, ευθύς ως ανέλαβε, επιχείρησε να βεβαιώσει τους πολίτες ότι συμμερίζεται την ανησυχία και σέβεται τις θυσίες τους. Η ευγλωττία του ανδρός όμως δεν αρκεί. Οι Ευρωπαίοι εταίροι-δανειστές, ευρισκόμενοι σε δεινή αμηχανία ενώπιον της συστημικής κρίσης στην ευρωζώνη, σπεύδουν να ασκήσουν τη μόνη πολιτική που γνωρίζουν: αγορά χρόνου και ασφυκτική πίεση στο πειραματόζωο Ελλάς, τον πιο αδύνατο λίθο στο ήδη κλονισμένο οικοδόμημα του ευρώ.

Ωστε το πρόβλημα πλέον δεν είναι αν μπορεί η κυβέρνηση να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια βιώσιμη πολιτική εξόδου από την κρίση, αλλά αν είναι σε θέση να επιβιώσει η ίδια εφαρμόζοντας υπαγορευμένες ανεδαφικές πολιτικές, που οδηγούν σε ασφυξία την ελληνική κοινωνία. Το ανεδαφικό της ασφυκτικής πολιτικής που υπαγορεύει η τρόικα στην χρεοκοπημένη Ελλάδα, επισημαίνουν πλέον όχι οι συνήθεις αντιρρησίες του εσωτερικού, αλλά κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες, οικονομολόγοι και διεθνείς οργανισμοί: Ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, ο νομπελίστας Αμάρτυα Σεν, ακόμη και ο ΟΗΕ, επισημαίνουν, ο καθείς με τον τρόπο του, τους κινδύνους εθνικής και κοινωνικής αποσάθρωσης σε δοκιμαζόμενες χώρες σαν την Ελλάδα.

Είναι πασίδηλο ότι η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει δεύτερο και τρίτο και τέταρτο μνημόνιο, με δανεισμό που διαρκώς θα διογκώνει το χρέος, και με ύφεση που θα βουλιάζει όλο και βαθύτερα τη χώρα. Είναι επίσης φανερό ότι η οποιαδήποτε διέξοδος από τον κλειστό βρόχο της λιτότητας-ύφεσης δεν μπορεί να προκύψει μόνο με ελληνική πρωτοβουλία. Χρειάζεται οπωσδήποτε και η συμβολή της Ευρώπης. Οι εν συγχύσει και αγκυλώσει Ευρωπαίοι ηγέτες όμως, δεν είναι σε θέση ακόμη να σκεφτούν ριζικά, πολιτικά, επί του πυρήνα της συστημικής κρίσης, που άρχισε το 2008 με το κραχ των τραπεζικών τοξικών και εξακολουθεί σήμερα υπό τη μορφή των εθνικών χρεών. Οι Ευρωπαίοι διέσωσαν τις τράπεζες, αλλά δυσκολεύονται να σώσουν αναλόγως αποτελεσματικά τα κράτη· αγοράζουν χρόνο και μεταθέτουν τις λύσεις, αναβάλλουν τις ριζοσπαστικές αποφάσεις, ξορκίζουν το πρόβλημα, δεν τολμούν.

Η ελληνική περίπτωση είναι πεδίο δοκιμής για τους εταίρους, και πεδίο δεινής δοκιμασίας για τους Ελληνες. Φαίνεται επίσης ότι είναι πεδίο δοκιμασίας για τη δημοκρατία και την πολιτική κουλτούρα, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης. Η καταγραφόμενη δυσαρμονία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής τάξης, το έλλειμμα νομιμοποίησης, η αποτυχία των τεχνοκρατών, η κατίσχυση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, η προδοσία των πολιτικών, η κρίση αντιπροσώπευσης, η ανάδυση νέων επιθετικών εθνικισμών, η επέλαση των στερεοτύπων μίσους, δεν αφορούν πια μόνο την εξασθενημένη και πολλαπλώς βαλλόμενη Ελλάδα· αφορούν όλη την Ευρώπη. Η τύχη της Ελλάδας, η έκβαση της δοκιμασίας της, είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινής ευρωπαϊκής μοίρας. Είμαστε περισσότερο Ευρωπαίοι από ποτέ.

Το Μνημόνιο Ι, και πολύ περισσότερο το Μνημόνιο ΙΙ, έδειξαν την ελληνική κοινωνία να χωρίζεται αδιόρατα πλην σαφώς σε όσους τα υποστήριξαν και τα υποστηρίζουν και όσους αντιτάσσονται. Ο διαχωρισμός δεν έχει να κάνει μόνο με λογικά επιχειρήματα και τοποθετήσεις, αλλά και με παράδοξες ομαδώσεις του πολιτικού θυμικού, ατταβιστικές αντιδράσεις, ακόμη και με διαφορισμούς γούστου. Κατ΄αρχάς το δίλημμα “μνημόνιο ή θάνατος”, έτσι όπως δραματικά και εκβιαστικά ετέθη, φυσικό ήταν να τρομοκρατήσει το πλήθος των Νεοελλήνων: κανείς δεν ήθελε να πεθάνει. Αλλωστε κανείς δεν διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες και τα διανοητικά εργαλεία για να αναλύσει επαρκώς την κατάσταση. Οι ομιχλώδεις τεχνικοί όροι, οι δαιδαλώδεις απρόσωπες αγορές και η απειλή μη πληρωμής συντάξεων, διαμόρφωσαν την ικανή συνθήκη πρόκλησης πανικού. Εξ ου και πολύς κόσμος συμμορφώθηκε στα οδυνηρά μέτρα του Μνημονίου, αναμένοντας την επιστροφή στις μαγικές αγορές και την έξοδο από το τούνελ της κρίσης. Σε αυτό το σημείο καταλυτικό ρόλο για τη συμμόρφωση έπαιξε και η συλλογική ενοχοποίηση: το “μαζί τα φάγαμε” περιείχε μια μερική αλήθεια μέσα με μια τερατώδη προπαγάνδα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι το τούνελ της κρίσης οδηγεί στη βαθιά ύφεση, στην μακροχρόνια ανεργία και την καταστροφή πολυπληθών κοινωνικών ομάδων. Μόνο όταν ο Τομάζο Παντόα Σκιόπα, ο εκλιπών Ιταλός σύμβουλος του πρωθυπουργού, μίλησε για δεκαπέντε χρόνια οδύνης και μια χαμένη γενιά, αρκετοί αντελήφθησαν τη σφοδρότητα της κρίσης.

Αυτό που μας απασχολεί όμως είναι η διαίρεση του κόσμου και η ανάδυση νέων διακρίσεων σε φιλο- και αντι- μνημονιακούς. Ενα ιδαίτερο γνώρισμα αυτού του διαχωρισμού είναι ότι υπερβαίνει την παραδοσιακή διάκριση Δεξιά-Αριστερά. Το αντιλαϊκό Μνημόνιο και την αφόρητη πίεση στα αδύναμα μικρομεσαία στρώματα εισηγείται η κεντροαριστερά, και αντιτάσσεται η δεξιά παράταξη μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς. Ωστόσο με τη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά συντάσσεται ανοιχτά υπέρ του Μνημονίου και η άκρα δεξιά και μια ορισμένη φιλελεύθερη δεξιά-κεντροδεξιά. Επαμφοτερίζουσα, μα βαθύτερα υπέρ Μνημονίου, εμφανίζεται μια άλλη μερίδα αριστεράς, η οποία και στο παρελθόν είχε φλερτάρει ανοιχτά με τον πασοκικό εκσυγχρονισμό της ισχυρής Ελλάδας του Χρηματιστηρίου και των διαπλεκομένων.

Οι, ούτως ειπείν, φιλομνημονιακοί εκφράζουν την απέχθειά τους προς τον λαϊκισμό και την πίστη τους στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της σώφρονος διαχείρισης. Στην πράξη, συχνά ο αντιλαϊκισμός μετά βίας διαφορίζεται από μια απροκάλυπτη αποστροφή προς τον λαό και τη λαϊκή κυριαρχία, ενώ ο εκσυγχρονισμός νοείται ως λατρεία μιας δημοκρατίας των διευθυντών, εξ ου και οι πυκνές αναφορές σε κυβερνήσεις τεχνοκρατών, σοφών κ.λπ. Πίσω από τη ρητορική των εκσυγχρονιστών περί αριστείας, συναίνεσης, σωφροσύνης κ.ο.κ. λανθάνει η εδραία πεποίθησή τους ότι ο λαός μπορεί να κυβερνηθεί μόνο από Illuminati, προερχόμενους από συγκεκριμένα σχολεία, κομματικά θερμοκήπια ή συγκεκριμένες οικογένειες και παρέες. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ισχύει ούτε αυτή η ιδιοτέλεια· επικρατεί η καθαρή ιδεολογία, καθαρή μεν αλλά τόσο ξεροκέφαλη που αρνείται να δει την πραγματικότητα, και καταντάει εμμονική ηθικολογία.

Περιγράφουμε ατελώς μια νέα Δεξιά, αυτή που ο Ιταλός στοχαστής Ραφαέλε Σιμόνε ονομάζει Μειλίχιο Τέρας, και την οποία βλέπει να κυριαρχεί στη Δύση. Το μόρφωμα αυτό απορροφά και ομογενοποιεί παραδοσιακούς δεξιούς και αριστερούς σε ένα νέο πολιτικό σύνθεμα, υπεράνω παθών, δυσάρεστων συναισθημάτων, συμπόνιας, ενοχών, διεκδικήσεων. Στα καθ΄ημάς, το φιλομνημονιακό μόρφωμα αποδέχεται περιστολή της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται αναποτελεσματική, περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται περιττός μπελάς καθ’ οδόν προς την παγκόσμια διακυβέρνηση, περιστολή του κοινωνικού κράτους εφόσον δεν είναι ανταποδοτικό, συρρίκνωση του κράτους επειδή οι λειτουργοί του αποδείχτηκαν ανάξιοι. Με μια κουβέντα: Αφού αποτύχαμε οι Ελληνες, ας έρθουν οι Γερμανοί να μας βάλουν τάξη.

Η εθελοδουλία είναι περιγραφή και εξήγηση αυτής της διάχυτης στάσης. Η ιδιοτέλεια και ο αριβισμός είναι μια εξήγηση. Η καθίζηση της αριστεράς, πνευματική και ψυχική, είναι μια άλλη εξήγηση. Η ηθική απαξίωση του φιλελευθερισμού μετά τη σύμπλευσή του με τη γυμνή κερδοσκοπία, εξήγηση επίσης. Η νεωτερικότητα ως επισώρευση ερειπίων, κατά Μπένγιαμιν, είναι μια σκοτεινή πλην βαθιά εξήγηση αυτού του μειλίχιου ζόφου.

Στην ελληνική περίπτωση, ρευστή σαν νιτρογλυκερίνη, η αναπάντεχη παρουσία του πλήθους δρα ενάντια στο μειλίχιο τέρας της ομογενοποιημένης σκέψης, συνενώνοντας κατεστραμμένους μικροαστούς, πατριώτες, δεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, αριστερούς, αντιεξουσιαστές. Το Μνημόνιο ΙΙ, έκφραση της αυτοκαταστροφικής αμηχανίας των ευρωπαϊκών ελίτ και της παράλυσης των ελληνικών ελίτ, δείχνει το κρατίδιο και πάλι σαν πεδίο ιστορικών ρήξεων.

Το Μνημόνιο ΙΙ, κατ΄ευφημισμόν Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, φανερώνει όχι μόνο την αποτυχία του Μνημονίου Ι, όπως σχεδιάστηκε από την τρόικα, αλλά και την ανικανότητα της κυβέρνησης Παπανδρέου να εφαρμόσει όσα η ίδια αποφασίζει ή, ακριβέστερα, όσα η τρόικα υπαγορεύει και η κυβέρνηση δέχεται να εφαρμόσει. Δυστυχώς, η ανικανότητα δεν είναι μόνη· ακόμη πιο ανησυχητική είναι η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση, ιδίως το οικονομικό της επιτελείο, έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.

Η σαρωτική πλημμύρα φόρων, άμεσων και έμμεσων, οριζόντια, σε όλους αδιακρίτως τους φορολογούμενους πολίτες, και ιδίως στους έντιμους δηλώνοντες, δείχνει μια κυβέρνηση εν απογνώσει, σε πορεία αυτοκαταστροφής, που δεν αντιλαμβάνεται από ποια στραγγισμένη κοινωνία ζητάει να λάβει τώρα, σε έξι μήνες, 6,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Με την ύφεση να καλπάζει ανεξέλεγκτη, με την ανεργία να σημειώνει ιστορικά υψηλά, με την οικονομία σε κατατονία, η κυβέρνηση επιβάλλει κεφαλικό και άλλους φόρους αβάσταχτους σε πληθυσμό ήδη εξουθενωμένο. Ρισκάρει πέρα από τις αντοχές των ανθρώπων, στο όριο της εξαθλίωσης, δηλαδή ρισκάρει την πυροδότηση μιας κοινωνικής έκρηξης, τέτοιας που θα κάνει το κίνημα των Αγανακτισμένων να φαντάζει λyκειακή εκδρομή.

Η κρίση χρέους μετετράπη ταχύτατα σε πολιτική και συστημική κρίση, και τώρα πια σε δεινή κοινωνική κρίση. Διότι είναι φανερό, σε όσους θέλουν να το δουν και σε όσους πράγματι νοιάζονται για το μέλλον της χώρας, ότι η παρατεταμένη ύφεση και η αλόγιστη οριζόντια επιβάρυνση τσακίζουν τη ραχοκοκκαλιά της ελληνικής κοινωνίας: τα μικροαστικά και μεσαία στρώματα, τους μισθοσυντήρητους του ιδιωτικού τομέα, τους μικροεπιχειρηματίες και εμπόρους, τους ελεύθερους επαγγελματίες. Τους δε νέους τους έχει ψαλλιδίσει προ πολλού η ανεργία. Ποιο μέλλον μπορεί να έχει μια κοινωνία με συντριμμένα τα πλειοψηφούντα μεσοστρώματα και τη νεολαία της;

Η κυβέρνηση και η πλειονότης των βουλευτών, οι κυβερνώσες ελίτ, εγκλωβισμένες στο τοξικό θερμοκήπιο των προνομίων και της ασυλίας τους, δεν οσμίζονται την ιστορική απειλή μιας κοινωνίας τραυματισμένης και έξαλλης, αδυνατούν να κατανοήσουν τη δυναμική της διαψευσμένης μικροαστικής θάλασσας, το εγκαιροφλεγές πλήθος των μεταναστών, τους ελλοχεύοντες σπινθήρες από γεωπολιτικά επεισόδια. Αυτή η τερατώδης άγνοια του ιστορικού κινδύνου, μαζί με την αναλόγως τερατώδη λύσσα αυτοσυντήρησής τους εν κενώ κοινωνίας, καθιστά τις κυβερνώσες ελίτ αυτοκαταστροφικές, άρα επικίνδυνες.

Οι κοινωνίες ασφαλώς βρίσκουν παράπλευρες οδούς διαφυγής, η ζωή δεν διακόπτεται· η πολιτική είναι για τις κοινωνίες ακριβώς αυτή η τέχνη του βουλεύεσθαι και του βούλεσθαι ενώπιον της ανάγκης και των κρίσεων. Το σύστημα που τράφηκε από την παρακμή και την εξέθρεψε, θα σαρωθεί. Νέα πρόσωπα θα αναδειχθούν, νέες ιδέες θα πρυτανεύσουν, άλλοι, άλλα, θα οδηγήσουν μακριά από την παρούσα σκιά: «Και εν κοιλάδι σκιάς θανάτου εάν περιπατήσω, δεν θέλω φοβηθή κακόν…»

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits