You are currently browsing the category archive for the ‘βίοι’ category.

Στο τέλος της χρονιάς, απόλογος. Κοιτάς φευγαλέα πάνω απ΄ τον ώμο, σαν να οδηγείς μοτοσυκλέτα, να ελέγξεις την κίνηση πίσω. Αλλά η προσοχή είναι συγκεντρωμένη μπροστά, σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάς πίσω, επιμένεις. Ξανά και ξανά.

Σταδιακά εμφανίζονται φιλμάκια σούπερ οκτώ, βίντεο θαμπά VHS, φωτογραφίες ξεπλυμένες Kodacolor, προτού εφευρεθεί το Instagram και η νοσταλγία ως εφέ. Στο πίσω ρεύμα κυκλοφορούν εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό.

Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει.

Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια.

Ενα:

Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν:

«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά».

Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία.

Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη.

Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν.

Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας.

Δύο:

Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».

Τρία:

Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα.

 

Giovanni Bellini: Αγιςο Ιερώνυμος, 1505.National Gallery of Art, Washington.

romanos

Το έχουμε γράψει από καιρό, από το ξέσπασμα της κρίσης που μας ακολουθεί ακόμη, ότι μια βαρύνουσα επίπτωση, μισοκρυμμένη τότε, ήταν η ψυχική διαίρεση του κοινωνικού σώματος, η ολοένα και βαθύτερη σύγχυση, ο μιθριδατισμός στον πόνο του άλλου, η αδυναμία ή και άρνηση κατανόησης της διαφορετικής γνώμης, της άλλης στάσης.

Γίναμε μια κοινωνία απειλούμενων ατόμων. Η εύκολη οδός για τον πληττόμενο, τον απειλούμενο, τον φοβισμένο, είναι η οδός της ατομικής διάσωσης παντί τρόπω ― μα πόσο συζητήσιμη είναι η ευκολία της οδού και πόσο λίγο λυσιτελής είναι αυτή η ατομική διάσωση και πόσο διαβρωτικό αυτό το παντί τρόπω… Και με πόση κωφότητα, τυφλότητα, μοχθηρία και μνησικακία στρώνεται η οδός προς έναν εγωτισμό ούτε καν χομπσιανό, μάλλον ένα εγωτισμό με χαρακτηριστικά μισανθρωπίας.

Κανείς δεν ακούει κανέναν, παλιοί φίλοι και γνωστοί, συνάδελφοι, καβγαδίζουν, καταφεύγουν σε προσωπόληπτους χαρακτηρισμούς, σε δίκες προθέσεων, διχάζονται, πικραίνονται, παύουν να μιλιούνται. Δεν είναι μόνο πολιτικά τα αίτια ή ταξικά, στο πώς βιώνουν ή πώς ερμηνεύουν την κρίση· στο έδαφος της πολιτικής διαφωνίας βλασταίνουν πλέον εσωτερικά πάθη, πείσματα, συναισθηματικές ανεπάρκειες, φοβίες, ματαιώσεις. Εξ ου και οι συγκρούσεις ξεσπούν με αφορμή έναν φαινομενικά αδύναμο σπινθήρα: ξεκινούν σαν διαφορά επιχειρήματος, προσέγγισης ή και ιδεολογίας, και φουντώνουν, ανοίγονται χαράδρες απλησίαστες.

Ενας τέτοιος σπινθήρας είναι η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού. Πάλι χαράδρα άνοιξε, ανάμεσα σε επιχειρήματα, σκέψεις, συναισθήματα. Ούτε ώσμωση ούτε διάχυση, πόσο μάλλον σύνθεση. Πάλι η διχόνοια, όπως την περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, ‘πάρ’ το’, λέγοντας, ‘και συ’» Μια κινδυνεύουσα ζωή πυροδοτεί καταρχάς μια συζήτηση για την αξία της ζωής, για το θεμιτό ή μη του αιτήματος, για το όριο τιμωρίας και σωφρονισμού, για πολλά ανοιχτά ζητήματα δικαίου. Μια τέτοια βαθιά και δύσκολη συζήτηση εξελίσσεται εν συνεχεία σε ανταλλαγή κροτίδων μίσους, ψυχολογισμού και προσωποληψίας.

Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, οριστικές και σίγουρες, αυτάρεσκες. Υπάρχουν όμως μερικές παραδοχές. Πρώτη: η ζωή είναι υπέρτατο αγαθό. Δεύτερη: η συγχώρηση είναι μέρος του πολιτισμού μας, μάλιστα είναι κορυφή του πολιτισμού, δυσπρόσιτη αλλά γνωστή. Είναι η κορυφαία συμβολή του χριστιανισμού: η συγχώρηση και η αγάπη, μαζί με την καταλλαγή και τη μετάνοια. Η δημοφιλέστερη ίσως παραβολή από το Ευαγγέλιο, η παραβολή του ασώτου υιού, η παραβολή του σπλαχνικού πατέρα, αναφέρεται ακριβώς στη σημασία της συγχώρησης. Ο πατέρας απέναντι στον επιπόλαιο και αχάριστο γιο φέρεται με όλο και περισσότερη αγάπη. Ο μεγάλος γιος, ο φρόνιμος, κατηγορεί τον άσωτο μικρό αδελφό για τη συμπεριφορά του, μέμφεται τον πατέρα του για τη μεγαθυμία που επιδεικνύει.

Εχουμε βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση, διχασμένοι ανάμεσα στα μέρη της παραβολής. Είμαστε ταυτοχρόνως ο άσωτος και ο φρόνιμος γιος, και το δυσκολότερο όλων: καλούμαστε να γίνουμε και ο μεγάθυμος πατέρας, ο συγχωρών. Να αποφασίσουμε αν θα δώσουμε την ευκαιρία για νέα ζωή, για ανακαίνιση. Να δώσουμε την ευκαιρία στον άσωτο να αποσυνδεθεί από την πράξη του, να ανοιχτεί στον κόσμο ώστε να βρει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τον εαυτό του και να ξαναγεννηθεί.

Η συγχώρηση επιστρέφει σε αυτόν που τη δίδει, διώχνει το μίσος, διώχνει την εκδίκηση, στερεώνει τη δικαιοσύνη, στερεώνει την κοινωνία. Δεν είναι απλή, δεν είναι εύκολη. Αλλά την έχουμε ανάγκη.

 

ασδραχάς

«Κοίταξε να στήσεις μια συνεργασία με τον Σπύρο, μια σειρά άρθρων. Τηλεφώνησέ του». Τα λόγια του Αντώνη Καρκαγιάννη. Ηταν αρχές του 2009 νομίζω. Είχα να δω ή ν’ ακούσω τον κύριο Σπύρο αρκετό καιρό· η τελευταία φορά που απόλαυσα τον λόγο και τη σκέψη του ήταν το 2002, όταν το κάναμε μια μακρά συνέντευξη με την Ολγα Σελλά. Μας είχε υποδεχθεί στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη μαζί με την κυρία Αικατερίνη· φορούσε σακκάκι και γραβάτα, μας κέρασε ουίσκι. Δεν χώρεσαν όλα τα θαυμαστά εκείνης της βραδιάς στον περιορισμένο χώρο της εφημερίδας. Ολα όμως, εκείνα κι άλλα πολλά προφορικά και γραπτά, του σεβαστού και αγαπημένου κυρίου Σπύρου έμειναν τυπωμένα μέσα μου τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.

Η σειρά των άρθρων υπό τον τίτλο Υπομνήσεις, που τώρα πήρε μορφή βιβλίου (εκδ. Θεμέλιο), κράτησε περίπου τρία χρόνια, με μικροκαθυστερήσεις εκ μέρους μου, κάθε που δεν έβρισκα ολόκληρη ή δύο τρίτα σελίδας για να χωρέσω το πυκνό κείμενο και να το στολίσω με μια-δυο εικόνες σχετικές, από αυτές που επίμοχθα εντόπιζαν ο συγγραφέας και οι συνεργάτες του σε αρχεία και μουσεία.

Είπα: πυκνό κείμενο. Το ύφος του κυρίου Σπύρου είναι πυκνό, πολυστρωματικό, με πολλές παρενθέσεις και ενδιάμεσες διευκρινίσεις, με μεταπηδήσεις και συστροφές, με ανοιχτά ενδεχόμενα και δηλωμένους δισταγμούς. Ο κύριος Σπύρος είναι το ύφος της πρόζας του. Το ύφος του είναι η κατορθωμένη σκέψή του, ένα ξετύλιγμα· ξετυλίγει ένα πολύμιτο ύφασμα σε κύματα, ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί τους κυματισμούς του όλου καθώς χύνεται και σωρεύεται, και ταυτοχρόνως η προσοχή του πρέπει να στρέφεται και στους χρωματισμούς της πρόζας, στην υφή της ύλης, στην μεταβαλλόμενη τονικότητα.

Είναι δύσκολη πρόζα. Οχι ερμητική και ξηροακαδημαϊκή, όχι δημοσιοσχετίστικος λιβανωτός, όχι εργαλειακή ούτε ναρκισσευόμενη, δηλαδή όχι όπως γράφουν συνήθως οι ακαδημαϊκοί στις εφημερίδες, αλλά όχι και κολακεύουσα τον αναγνώστη ― το αντίθετο. Είναι πρόζα πολυνηματική και πολυκύμαντη, με όρη και κοιλάδες, με κλεισούρες και ξέφωτα, με ξαφνικά μεγάλα ανοίγματα, σαν το ανάγλυφο των τοπίων που λεπτολογεί, σαν τους δρόμους του Αρχιπελάγους που ενοράται στα καράβια, σαν τα δημοτικά τραγούδια που ακροάται για να αποκρυπτογραφήσει εμπορικούς δρόμους και δίκτυα κάστρων, σαν τα χαρτιά θανάτων στην πατρίδα του Λευκάδα, σαν τα χαρτιά των ποινών στην πατρίδα μου Μύκονο, αυτά τα χαρτιά που περιέχουν φωνές φανερές και φωνές πνιγμένες, σιωπές, κενά, θρήνους κυριαρχούμενων, καημούς ξεσηκωμένων.

Κάποτε μια δακτυλογραφική αστοχία με οδηγούσε να τηλεφωνήσω στον κύριο Σπύρο για διευκρινίσεις· η διευκρίνιση πολύ σύντομα ξεστράτιζε σε γόνιμα πεδία, για τις αφορμές του τεκμηρίου και τις παράλληλες σκέψεις που γεννούσε, για τις αναλογίες του τότε με το σήμερα, για τις συνέχειες. Συχνά-πυκνά, αργά το βράδυ, χτυπούσε το κινητό και αναγνώριζα το όνομα. Το έλαβες; Εχεις κι άλλο ένα, δες και τις εικόνες που σου έστειλε ο Δημήτρης. Είτα, πάλι ξεστρατίζαμε γλυκά. Μας είχε αρπάξει πια στις δαγκάνες της η κρίση, η σφοδρή ιστορία, κι αναζητούσα παρηγοριά και φανάρι στις κουβέντες του σοφού μου φίλου ― έτσι τον νιώθω, φίλο.

Από τέτοιες συζητήσεις αργά το βράδυ, θυμάμαι θραύσματα, τις πυγολαμπίδες του Παζολίνι: «Νίκο, αναδύονται νέες ταξικότητες, να δούμε πώς θα εκφραστούν πολιτικά τα νέα υποκείμενα… Νίκο, να προσέξομε, μπαίνουμε σε μια μεγάλη διάρκεια, όλη η Ευρώπη, με άγνωστα χαρακτηριστικά». Κυρίως αυτό: «Στοχαζόμενοι τη μεγάλη διάρκεια, νιώθουμε ηρεμία, παίρνουμε μιαν απόσταση για να δούμε ευκρινέστερα τα παρόντα». Μα κύριε Σπύρο, η διάρκεια του βίου είναι βραχεία, πώς θα παρηγορηθούμε για τα βάσανα του παρόντος; «Δεν υπάρχει παρηγοριά, μόνο στοχασμός, και η συνείδηση, ότι είμαστε ιστορικοί άνθρωποι».

2002: «Kοιτάξτε, είμαστε ιστορικός λαός, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό… Kυρίως σημαίνει ευθύνες: έναντι της μνήμης, και έναντι του μέλλοντος. O πολίτης ενός ιστορικού λαού σκέφτεται ότι ζούμε και μετά τον θάνατό μας…»
Κύριε Ασδραχά, υπάρχουν αρετές που τις έχουμε ως ιστορικός λαός;
«Τρομερές. Και υπάρχει και πίκρα… Αυτοί οι οποίοι έχουν την τόλμη να εκφράζονται σ’ ένα υπερκείμενο επίπεδο δεν ξεχνούν την ταυτότητά τους. Θα σας πω κάτι αυτοβιογραφικό. Εγώ δεν είμαι καμιά προσωπικότητα που να συναναστράφηκε ποτέ με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρ’ όλο που αν ήθελα θα μπορούσα να τους έχω γνωρίσει. Eίμαι ένας απλός άνθρωπος, ζω στη Νέα Σμύρνη, πηγαίνω στη Λευκάδα, όπου μ’ αγαπάνε οι πατριώτες μου. Kαι αυτό μου αρκεί.»

H πρόζα και τα λόγια του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά, το ζωντανό του παράδειγμα, είναι παρηγορητικά, για την ψυχή, για το πνεύμα. Υπομιμνήσκουν την ιστορική μας φύση, την υλικότητα του τόπου και του χρόνου, την περιπέτεια της συνέχειας, τις αναπόφευκτες ρηγματώσεις και τις ασυνέχειες. Υπομιμνήσκει ο κύριος Σπύρος, με έναν σταθερό, οργανωμένο, πολυδαίδαλο ψίθυρο, υπομιμνήσκει, τις συνάφειες, τους κρυμμένους δεσμούς, ανάμεσα σε ένα δημοτικό τραγούδι κι ένα χάνι, ένα κάστρο, ένα πέρασμα, ανάμεσα σε μια νοταριακή πράξη και την ευαισθησία μιας κοινότητας παλαιών ανθρώπων. Υπομιμνήσκει ότι είμαστε παλαιοί, αγκυροβολημένοι στη μεγάλη διάρκεια, και νέοι, ξυλάρμενοι, ανεμοδαρμένοι στη βραχεία διάρκεια. Να, η συνείδηση της ιστορίας, η σκηνή της τραγωδίας.

andros_1

 

Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.

Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.

Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.

Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.

Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.

Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.

Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.

Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.

Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.

Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.

Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.

φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης καθιερώθηκε στον δημόσιο βίο ως ο τυπικός λαϊκιστής πολιτικός, ακροδεξιού προσήμου, που έγινε γνωστός όταν ο Κώστας Καραμανλής τον διέγραψε από τη ΝΔ λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ιδρυσε κόμμα, διαφημισμένο ως γνησίως ακροδεξιό, και κατάφερνε έκτοτε να βρίσκεται στο προσκήνιο με πολλά πρόσωπα: αυτοπροβαλλόμενος ως ρυθμιστής εξελίξεων, αυτόκλητος εθνοσωτήρας, συγκάτοικος της δεξιάς πολυκατοικίας, συμπαθής ατακαδόρος, τηλεκήρυκας με τσουβαλάτα λόγια αλλά και άφθονα υπονοούμενα, τέλος, ως ιδιοκτήτης πολιτικού «μαγαζιού». Οι επόμενες γενιές δεν θα θυμούνται όλες αυτές τις ιδιότητες, εκτός κι αν τις περιλάβει το οικείο λήμμα στη wikipedia· πιαθνότατα όμως θα τον βλέπουν στα αρχεία του YouTube και θα αναγνωρίζουν στις εμφανίσεις του έναν γραφικό συνεχιστή της ελληνικής φαρσοκωμωδίας.

Τα ύποπτα εμβάσματα από εμπόριο εξοπλισμών προς τις άδηλες υπεράκτιες εταιρείες του αρχηγού του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού αποτελούν δραματικό επεισόδιο που μάς αναγκάζει να αλλάξουμε genre: η  φαρσοκωμωδία μεταπίπτει σε μαύρη κωμωδία. Ο ελισσόμενος συγκάτοικος και συγκυβερνών, ο πρόθυμος λαγός για το καλό του έθνους, ο εναλλάξ τιμητής και χατζηαβάτης της εξουσίας, ο ικανότατος επιβιωτής και χαμαιλέων, δεν γνώριζε πότε να σταματήσει, να αποσυρθεί για να απολαύσει τους καρπούς των ελιγμών του και να γράψει απομνημονεύματα. Οθεν βρέθηκε κρεμασμένος στα μανταλάκια, έκθετος στη χλεύη, ενώπιον της ανθρωπίνης δικαιοσύνης. Εξουδετερωμένος πολιτικά και υποχρεωμένος πλέον να αποδείξει πώς απέκτησε την περιουσία του κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο τελευταίος καρατερίστας, φαίνεται δεν είχε αφομοιώσει τις σοφές ατάκες και τα πικρά διδάγματα του στρατηγού Δεκαβάλλα, στο «Ενας ήρως με παντούφλες». Δεν είχε αφομοιώσει λ.χ. το σχόλιο του θυμόσοφου στρατηγού για το περίφημο άγαλμα, το σύμπλεγμα που του σερβίριζαν: «…Εγώ, η Νίκη, η Δόξα, το άλογο… Από μακριά θα φαινόμαστε σα σούστα.» Και κυρίως λησμόνησε το δραματικό φινάλε, την έξοδο του στρατηγού Δεκαβάλλα, το σοφόκλειο άμα και αριστοφανικό καθαρτήριο «Βρε ουστ!»

Στην γκάμα του καρατερίστα προέδρου δεν περιλαμβάνονταν οι δραματικές αποχρώσεις, οι ανατροπές, η πτώση. Είχε μόνο την μπαλαφάρα, τον «Μπακαλόγατο», τις ευκολίες μιας επιθεώρησης σε λαϊκό αναψυκτήριο. Μα έτσι εβιώνετο η πολιτική και ο δημόσιος βίος έως την μεγάλη πτώση·  γι ‘ αυτό άλλωστε βρήκε χώρο και ευκαιρία να μεσουρανήσει το καινοφανές πολιτικό genre του λαϊκού τηλεκήρυκα, ορμητικού, συνωμοσιολόγου και ασυνάρτητου, ερμηνευτή των πάντων·  σε αυτή την πίστα άνθησαν οι θίασοι ποικιλιών των φωνακλάδων υπερπατριωτών, των ωρυομένων για τα όσια της φυλής και τους άμωμους υπεράκτιους λογαριασμούς. Ετσι εβιώνετο η πολιτική: υποκρισία, απληστία, χρηματισμός, υποδούλωση.

Σε αυτή την ακρολαϊκιστική πίστα έλαμψαν και άλλοι βλαστοί, κήρυκες γελοιότητος και μίσους· όσοι μεταμφιέζουν ιδέες και πεποιθήσεις, προκειμένου να επιπλεύσουν σε νέες ιστορικές δεξαμενές. Η προκληθείσα πτώση του αρχηγού και διδάχου ίσως αποτελεί ένα μήνυμα και προς αυτούς. Toυς το είχε πει ο Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης το 2011: «Δεν μπορεί το περιθώριο, οι νονοί, τα λαμόγια να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή… Το περιθώριο πρέπει να ξαναγυρίσει στο περιθώριο». Ηταν το «ουστ» του στρατηγού Δεκαβάλλα, με περισσότερα λόγια.

 

Π​​ριν από μερικές ημέρες ένα βράδυ έτυχε να παρακολουθήσω από το κανάλι της Βουλής ένα ντοκιμαντέρ για την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, στην Κρήτη, την 26η Απριλίου 1944. Το ιστορικό γεγονός είναι γνωστό, έχουν δημοσιευθεί βιβλία, άρθρα, συνεντεύξεις και απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών. Η συγκεκριμένη ταινία, ωστόσο, προερχόμενη από το αρχείο της ΕΡΤ, γυρισμένη το 2003 από τον σκηνοθέτη Νίκο Παπαθανασίου, είχε ορισμένες αρετές που αιχμαλώτισαν την προσοχή μου πέρα από τα γεγονότα καθεαυτά, και με κράτησαν καθηλωμένο μπρος στην οθόνη να ρουφάω κάθε λεπτό.

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ταινίας βασίζεται στην πηγαία, αδιαμεσολάβητη και ανόθευτη αφήγηση των ανθρώπων, των πρωταγωνιστών, κυρίως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του τελευταίου επιζώντος αντάρτη, του Ηλία Αθανασάκη. Ενας λεβεντάνθρωπος Κρητικός, με το μουστάκι του, καλοστεκούμενος, που μαγνητίζει τον θεατή-ακροατή με την ευθύτητα, τη διαύγεια, τη σαφήνεια και την παραστατική δύναμη του λόγου του. Τίποτε δεν περίσσευε στην αφήγησή του, καμία ανούσια λεπτομέρεια, καμία περιαυτολογία· ακρίβεια χωρική και χρονική· κι όλη η εξιστόρηση τοποθετημένη στο ευρύτερο πλαίσιο, με δραματική κορύφωση στο φινάλε.

Ρέουσα γλώσσα, στέρεα ελληνικά, οικονομία και ακρίβεια λόγου που δείχνουν άνθρωπο που έχει ψηθεί μέσα στην Ιστορία, που έχει περάσει μέσα από πόλεμο, που έχει ζυμωθεί με τον κίνδυνο και τον θάνατο. Σαμποτέρ, κατάσκοπος, αντάρτης, πατριώτης, μαχητής της ελευθερίας. Ο οποίος κατόπιν πολέμησε με τον τρόπο του στον ειρηνικό βίο. Ενας ιστορικός άνθρωπος λοιπόν, μορφωμένος, πεπαιδευμένος μες στη ζωή, από τη ζωή.

Αναπόφευκτα, σύγκρινα αυτόν τον άνθρωπο με τους σημερινούς, τους ανθρώπους της ειρήνης και της έως πρόσφατα ευημερίας: πώς μιλούν και πώς αφηγούνται μπροστά σε μια κάμερα. Θραυσμένα, άτακτα, ανούσια, ναρκισσιστικά. Η σύγκριση είναι συντριπτική.

Προς το τέλος, προστέθηκε η αφήγηση ενός άλλου επιζώντος, του Γιώργου Χαροκόπου, συνδέσμου στην τελική φάση της απαγωγής, στη διαφυγή με βρετανική τορπιλάκατο από τον όρμο Ροδάκινο στο αιγυπτιακό λιμάνι Μάρσα Ματρούχ. Με ανάλογη ενάργεια ο Χαροκόπος πρόσθεσε ανθρώπινες, προσωπικές πινελιές: Αφησαν τα ρούχα και τα παπούτσια τους για να επιβιβαστούν στη βάρκα, κι αυτά θα τα έπαιρναν άλλοι μαχητές πίσω τους, ανυπόδετοι και στερημένοι. Πώς έφτασαν με τις γενειάδες και τα πουκάμισα στην Αίγυπτο, όπου τους έντυσαν και τους παρέθεσαν δείπνο. Τι θυμόταν από το επινίκιο δείπνο; Το άσπρο ψωμί, που είχε να το δει τρία-τέσσερα χρόνια και το σταυροκόπημα ενός Ρώσου συμπολεμιστή, πριν από το φαγητό, μαζί με την ευχή «Κριστός ανέστη». Στη χώρα του κομμουνισμού είχε χριστιανούς…

Είπαμε πριν για τη δραματική κορύφωση του Ηλία Αθανασάκη. Ο νικητής των Γερμανών, ο απαγωγέας του στρατηγού, μετά την άφιξή του στην Αίγυπτο, φυλακίστηκε στο Κάιρο. Είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ το κίνημα του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή. Μάταια φώναζε να του φέρουν τον αρχηγό της απαγωγής, τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, να βεβαιώσει ποιος ήταν. Ο Αθανασάκης ήταν ο επικεφαλής πληροφοριών στα Χανιά.

Ο μαχητής, που είχε πολεμήσει τον κατακτητή και τον είχε νικήσει, βρίσκεται αντιμέτωπος με την άλλη όψη της ιστορίας, τη διόλου ηρωική. Αντιμέτωπος με τη μικροψυχία, τη γραφειοκρατία, την καχυποψία, τον εμφύλιο σπαραγμό. Μετά τον πόλεμο, ο αγώνας του δεν αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος, ως στρατιωτική υπηρεσία, διότι ανήκε στο συμμαχικό στρατηγείο… Κι όταν μια κλήση, για να παραστεί ως βασικός μάρτυρας σε δίκη δωσίλογου, δεν φτάνει ποτέ στα χέρια του, τιμωρείται με βίαιη προσαγωγή και δύο χρόνια φυλάκιση· οδηγείται σιδηροδέσμιος από την Αθήνα στην Κρήτη. Ο τόνος της φωνής ανεβαίνει, «πώς πληρώνουνε τους πατριώτες», η φωνή σπάει: «Αυτή ήτονε η απολαβή μου». Σηκώνει το χέρι, δείχνει με το δάχτυλο – την πατρίδα, την Ιστορία; Freeze frame. Η ταινία τελειώνει, ανοιχτή σε όλες τις σκέψεις, όλα τα συμπεράσματα, με τον τρόπο του Θουκυδίδη.

Η ιστορία του Ηλία Αθανασάκη συνοψίζει με τον τρόπο της μια δραματική περίοδο, που επεφύλαξε στιγμές δόξας, τιμής, πείνας, θανάτου και σπαραγμού, από την 28η Οκτωβρίου 1940 έως το τέλος του Εμφυλίου, μια δεκαετία. Με όλα τα δεινά, ήταν μια περίοδος που γαλβάνισε όλο τον ελληνικό λαό, τον έκανε ιστορικό, τον έκανε μαχητή. Προσεγγίζοντας τα τεκμήρια και τις προφορικές αφηγήσεις, δεν ανασυστήνουμε μόνο το παρελθόν, προσεγγίζουμε το παρόν. Μαθαίνουμε να συλλογιζόμαστε συνθετικά και δημιουργικά, δηλαδή συνετά αλλά και θαρρετά, αντίκρυ στις ενδεχομενικότητες, στους δρόμους και στις τροπές της Ιστορίας. Πάντα ζούμε σε μεταίχμιο, με ανατροπές και γυρίσματα, πολύ περισσότερο τώρα.

Καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους στο ντοκιμαντέρ, και είδα το σήμα της ΕΡΤ, σκέφτηκα ότι αυτή η ταινία είναι ελάχιστο μέρος, πολύτιμο, ενός οπτικοακουστικού αρχείου του νεότερου ελληνισμού. Το 2014, παραμονές της επετείου του ΟΧΙ, έβλεπα μια ταινία του 2003, ήδη παλιά, με φωτογραφικά και έντυπα τεκμήρια, με ιστορική έρευνα, με προφορικές μαρτυρίες. Τότε έκαναν τέτοιες ταινίες. Από το καλοκαίρι του 2013 δεν παράγεται τίποτε, η ΕΡΤ δεν υπάρχει. Αναρωτιέμαι: Τι ντοκιμαντέρ, τι ταινίες θα αφήσουμε πίσω μας από το 2013-2014; Τι θα δούνε από μας οι μελλοντικοί Ελληνες θεατές; Τι τέχνη, τι στοχασμό, τι εικόνες παρήγαγαν οι Ελληνες της κρίσης; Σκέφτομαι ότι απ’ την παρούσα τηλεόραση θα απομείνουν πρωινάδικα και παραθυρο-καβγάδες, πεταμένα στο YouTube.

Rembrandt_Harmensz._van_Rijn_135

Μια από τις σοβαρότερες ανησυχίες των Γερμανών αναλυτών για το μέλλον της πατρίδας τους είναι η σταθερή και επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού της, ο δημογραφικός μαρασμός. Προβάλλοντας την παρούσα κατάσταση στο μέλλον, η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Έτος ενεργού γήρανσης 2012, περιέγραψε ότι το εργατικό δυναμικό της Γερμανίας θα μειώνεται κατά 200.000 ετησίως, για τη δεκαετία 2010-2020. Η περαιτέρω προβολή δείχνει ότι, αν δεν μεσολαβήσει κάποια ανατροπή, στη Γερμανία οι συνταξιούχοι, από το 31% του πληθυσμού που ήταν το 2010, θα φτάσουν το εφιαλτικό 57% το 2045.

Το ίδιο συμβαίνει στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης: σήμερα αντιστοιχούν τέσσερα άτομα παραγωγικής ηλικίας (15-64 ετών) ανά έναν συνταξιούχο (άνω των 65 ετών), το 2060 όμως θα αντιστοιχούν μόνο δύο παραγωγικά άτομα για κάθε συνταξιούχο. Για όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ οι εκτιμήσεις για τις δημογραφικές μεταβολές του εργατικού δυναμικού μεσοπρόθεσμα, το 2020-2060, είναι αρνητικές. Μόνο η Ιρλανδία θα καλπάζει δημογραφικά, ακολουθούμενη από τη Μ. Βρετανία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.

Δυστυχώς και σε αυτό το κρίσιμο πεδίο, η Ελλάδα είναι ο αρνητικός πρωταθλητής. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η χώρα μας έχει τον περισσότερο γηράσκοντα πληθυσμό μεταξύ των κρατών της Ε.Ε.: οι γέροι αυξάνονταν με ρυθμό 21,4% στα έτη 2001-2006, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 17,2%. Κατά την Eurostat, το 2050 το 32,1% του ελληνικού πληθυσμού θα έχει ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών, έναντι 16,6% που ήταν το 2000. Η εκτίμηση έγινε το 2007, πολύ πριν η χώρα χτυπηθεί από την κρίση και επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο οι δείκτες γεννητικότητας και μετανάστευσης. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ε.Ε.: 9%, μαζί με την Ιταλία. Χειρότερες ήταν μόνο η Γερμανία και η Πορτογαλία, με 8,4% και 8,5% αντίστοιχα. Η εκτίμηση για την εξέλιξη του εργατικού δυναμικού (ηλικίας 20-64) είναι εξόχως ανησυχητική: από το 2020 έως το 2060, δηλαδή σε μιάμιση γενιά περίπου, το παραγωγικό δυναμικό θα είναι μειωμένο κατά 15%.

Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού είναι προφανείς και δύσκολα αντιστρέψιμες. Επηρεάζει δυσμενώς το συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό σύστημα, τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας, μειώνει το νέο δυναμικό που εντάσσεται στην εργασία, εξασθενεί την εθνική άμυνα, εξασθενεί την εσωτερική ζήτηση, προσανατολίζει την επιχειρηματικότητα στη γεροντική ζήτηση, εξασθενεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Με δυο λόγια, μια κοινωνία γερόντων σκέφτεται και δρα γεροντικά, αμυντικά, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, χωρίς τόλμη και οραματισμό, χωρίς ρίσκα, χωρίς φαντασία.

Αυτή την παγίδα γήρατος και κοντόθωρου συντηρητισμού περιγράφουν οι Γερμανοί αναλυτές για τη χώρα τους και τα κέντρα λήψεως αποφάσεων: μια κοινωνία που ζει όπως ο Εμπενέζερ Σκρουτζ, γύρω από το πουγκί, ξορκίζοντας το μέλλον. Ομως δεν υπάρχει Πνεύμα των Χριστουγέννων για τα γηρασμένα έθνη.

Στην Ελλάδα η δομική δημογραφική κάμψη, εκφραζόμενη έως πρόσφατα ως υπογεννητικότητα, παίρνει απειλητικές διαστάσεις καθώς ενισχύεται από τη σφοδρή οικονομική και κοινωνική κρίση μετά το 2010. Οι μαζικές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, η πρωτοφανής ανεργία, η μετανάστευση, δρουν σωρευτικά και ενισχυτικά πάνω στη δημογραφική κάμψη. Το 2011 για πρώτη φορά οι θάνατοι υπερέβησαν τις γεννήσεις· ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 4.671 άτομα. Το 2012 οι θάνατοι στην Ελλάδα υπερέβησαν τις γεννήσεις κατά 16.300, ενώ εμφανώς αρνητικό ήταν και το ισοζύγιο μετανάστευσης: έφυγαν 44.200 περισσότεροι από όσους ήρθαν.

Η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού επιδρά καταλυτικά στη γεννητικότητα, η οποία είχε περάσει τα όρια συναγερμού ήδη πριν από την κρίση: ο δείκτης γονιμότητας σήμερα είναι 1,3 (παιδιά ανά μητέρα σε αναπαραγωγική ηλικία), έναντι του επιθυμητού δείκτη 2,3 και του απολύτως αναγκαίου 2,1. Ποιος θα φέρει στον κόσμο παιδιά, όταν δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τους δικούς του όρους επιβίωσης; Η υπογεννητικότητα και η σύστοιχη γήρανση, μαζί με την φτωχοποίηση και την έλλειψη προοπτικής, απειλούν τον ελληνικό λαό πολλαπλώς, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, βιολογικά, αλλά και ιστορικά, στη μέση διάρκεια. Πλάι στους ορατούς, αθέατοι πλην βαθύτατοι μετασχηματισμοί συντελούνται στο κοινωνικό σώμα, φυγοκεντρήσεις και θραύσεις, καταστροφικές για τη συνοχή και την ελάχιστη αναγκαία αυτοσυνειδησία. Στα χρόνια της αμεριμνησίας του λαϊφστάιλ κυριάρχησε η ρηχή νεολαγνεία, στα χρόνια της Υφεσης τη διαδέχτηκαν η γεροντίλα και ο μαρασμός.

Ζωγραφική: Ρέμπραντ, Η τελευταία αυτοπροσωπογραφία.

Fotor0914114318

Πριν από μερικές ημέρες στο facebook ξεκίνησε, και συνεχίζεται, ένας από τους γνωστούς μαραθώνιους ανταλλαγής προσκλήσεων για παράθεση καταλόγου με τα «Δέκα καλύτερά μου». Ο εν λόγω γύρος, το #bookchallenge, αφορούσε τα δέκα βιβλία που έχεις διαβάσει και σου έρχονται πρώτα στον νου. Οχι απαραιτήτως αυτά που θεωρείς σημαντικότερα, ωραιότερα, πιο ωφέλιμα κ.ο.κ., αλλά αυτά που ανακαλείς μέσα στα πρώτα δύο-τρία λεπτά από την πρόκληση-πρόσκληση. Αυτή η απαιτούμενη αυθορμησία μού φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Και ενέδωσα.

Παρέθεσα μία λίστα με τίτλους που ανέβλυσαν ακαριαία, με μια ελάχιστη ανάδευση της μνήμης. Γνώριζα ότι τέτοιες δημόσιες λίστες είναι, συνηθέστατα, μείγμα ναρκισσιστικής πόζας και υπολογισμένης αυτοπεριγραφής. Αλλά ήθελα να μετρηθώ, όσο ήταν δυνατόν, να δω πώς και πόσο ο ήδη χτισμένος δημόσιος εαυτός, η δημόσια εικόνα αποστειρωμένη από τα εν τω βάθει γούστα, φανερώνεται αυθόρμητα και αφτιασίδωτα. Πιέστηκα να καταγράψω χωρίς φίλτρο ό,τι ανέβλυσε πρώτο, ακατέργαστο.

Καθώς κοιτούσα την άλλη μέρα τη λίστα μου, διαπίστωνα ότι όλοι οι συγγραφείς ήταν αναμενόμενοι, και τα βιβλία. Ηταν μέσα στο μπουκέτο των προσωπικών εμμονών, καθώς ως γνωστόν, με την πρόοδο της ηλικίας, οι εμμονές συμπυκνώνονται και σκληραίνουν. Δεύτερη διαπίστωση: τα βιβλία που έρχονται πρώτα στον νου είναι αυτά που διάβασες σε σχετικά νεαρή ηλικία ή στην πρώτη ωριμότητα, και σε σφράγισαν· αυτά που σε εντυπωσίασαν, ακόμη κι αν δεν τα κατανοούσες τότε εν τω βάθει, αυτά που σε διαμόρφωσαν, ακόμη κι αν το αντελήφθης πολύ πολύ αργότερα. Προσέτι, βιβλία που σε γέμισαν χαρά, την άγρια χαρά του οδοιπόρου ερευνητή στον κόσμο του βιβλίου, βιβλία που πρόσφεραν την τόσο ιδιαίτερη απόλαυση της ανάγνωσης, το σέρφινγκ πάνω σε λέξεις, εικόνες, έννοιες, αισθήματα· τη δυσπερίγραπτη αίσθηση αμοιβαιότητας με τον συγγραφέα και την αίσθηση ότι ένα τέτοιο ερεθιστικό έργο θα ήθελες πολύ να το έχεις γράψει εσύ.

Πόσο ποικίλα και διαφορετικά είναι αυτά τα μυητήρια βιβλία τα αλησμόνητα… Πόσο διαφορετικοί οι κόσμοι που σε γοήτευσαν και που υπογείως σε συγκρότησαν. Ο αρχαϊκός παροξυσμός της Σαλαμπό και η μελλοντική δυστοπία του Ούμπικ, η flânerie στην αστική φαντασμαγορία και η πολύσημη σιωπή των ερειπιώνων, ο ερμητικός φιλόσοφος πλάι στον λυρικό και στον ηθογράφο, ο ρομαντικός μαζί με τον μεταφυσικό.

Το πιο σημαντικό: αν η ειλικρινής, η αυθόρμητη καταγραφή στο παιχνίδι «τα δέκα καλύτερά μου» κατορθώσει εντέλει να επιπλεύσει, να μην πνιγεί από τον πανίσχυρο ναρκισσισμό και τη δημόσια αυτοεικόνιση, τότε θα δούμε ότι συμφύρονται το υψηλό και το χαμηλό, το σοβαρό και το ελαφρό, το ποιοτικό και το λαϊκό· τέτοιες διακρίσεις παύουν να ισχύουν στον πράγματι προσωπικό Κανόνα. Ενα μυθιστόρημα διαβασμένο στα δεκατέσσερα, ένα κόμικς ή ένα ποίημα ρουφηγμένα στα είκοσι, έχουν μείνει σαν τατουάζ που δεν σβήνει, ακόμη και αν εν τω μεταξύ άλλαξαν τα γούστα, οι προσδοκίες, η παιδεία, η επίκτητη ικανότητα πρόσληψης, η κρίση, ακόμη κι αν οι ρυτίδες αλλοιώνουν το αρχικό σχήμα του τατουάζ.

Ολα τα μυητήρια βιβλία είναι μέρη ενός πολύτιμου οικοσυστήματος, μαζί με ξεθωριασμένες έγχρωμες φωτογραφίες, σημειωματάρια σχεδόν ακατανόητα, κάτι τυπογραφικά δοκίμια, λείψανα ταξιδιών και διακοπών, στεγνούς στυλογράφους και αναπτήρες· ιδίως όμως δίσκους βινυλίου και κασέτες, για τα οποία ισχύουν όλα όσα είπαμε για τα βιβλία: αυτά κι αν έχουν συγκροτήσει προσωπικές μυθολογίες, εμμονές και τατουάζ… Τα βινύλια στέκουν άφωνα σε κάτω ράφια, μερικές κασέτες ενταφιασμένες στο πατάρι – στο σπίτι δεν υπάρχει πικάπ ή κασετόφωνο. Οι μουσικές τους όμως εξακολουθούν να συγκινούν και να τέρπουν, ενίοτε και να μικροπυρπολούν. Εχει παιχτεί ασφαλώς και το παιχνίδι «Οι δέκα καλύτεροί μου δίσκοι».

Γυρνάς σ’ εκείνα τα βιβλία, στην υλικότητά τους. Θυμάσαι αμυδρά ή ζωηρά, ένα διαλυμένο Βίπερ, έναν φθαρμένο κομψό Γαλαξία στο νησί, ένα κιτς γυαλιστερό εξώφυλλο καμένο από τσιγάρο, μια κομψή μονοτυπία λεκιασμένη από καφέ, ένα γεμάτο ιερογλυφικά γραμμένα με μολύβι στα περιθώρια. Ενα το βρήκες μετά από δεκαετίες στο σπίτι των γονιών όταν πια αυτοί είχαν πεθάνει, άλλο αναδύθηκε στη μετακόμιση κι ύστερα πάλι χάθηκε, λίγα διασώζονται σε τιμητική θέση, τα περισσότερα εξαχνώθηκαν και η ύλη τους κατοικεί έκτοτε μέσα σου.

Αν έχεις την τύχη να ταξιδέψεις για αναψυχή στην ενδοχώρα, μακριά απ’ το άστυ, σου προσφέρεται απλόχερα η δυνατότητα να δεις τον εαυτό σου σε άλλο περιβάλλον, άλλο φως, άλλο χρόνο. Κυρίως, να δεις και να ακούσεις τους ανθρώπους, χωρίς πίεση, χωρίς υποχρεώσεις και δεύτερες σκέψεις.

Στην άγνωστη μου Μακεδονία λοιπόν. Με νωπή ακόμη την ευφροσύνη από τις μυρωδιές και τις όψεις του ευλογημένου τόπου. Σκόρπια στιγμιότυπα από πλατείες χωριών.

Το καφενείο το κρατούν τώρα το καλοκαίρι τα δύο παιδιά του ιδιοκτήτη. Στα είκοσι πέντε τους, έχουν τελειώσει τις σπουδές τους, φιλολογία και οικονομικά, δεν έχουν βρει δουλειά, δεν περιμένουν σχεδόν τίποτε, μόνο «κάτι σταζ της κοροϊδίας, ούτε για παρηγοριά, ξεγελιόμαστε ότι δουλεύουμε». Με χαμόγελο και ευγένεια μιλούν.

Στο διπλανό καφενείο, οι ηλικιωμένοι. Νοικοκυρεμένοι, με τα κοντομάνικά τους, αναλύουν τις συντάξεις τους, κερδισμένες στη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ελλάδα. Το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα αραιώνουν, έχει τελειώσει η σύνταξη, μας λέει ο καφετζής.

Παραγωγή. Παντού πουλιέται «κρασί, τσίπουρο, γράπα». Χύμα. Στις μεγάλες ταβέρνες μάς εξηγούν ότι οι κάβες τους δεν διαθέτουν πια κανένα εμφιαλωμένο κρασί, από τις τόσες εκλεκτές ετικέτες που παράγει ο τόπος. Μόνο χύμα στην καράφα, φτηνή ρετσίνα και μπίρες. Εως πριν δυο-τρία χρόνια είχαν πενηντα και εβδομήντα ετικέτες. Στα οινοποεία το καλό κρασί ονομασίας προελεύσεως πουλιέται 6-8 ευρώ η φιάλη.
Ενας ρέκτης μικροαμπελουργός και παρασκευαστής γράπας περιγράφει τη φετινή χρονιά: Το χαλάζι και οι όψιμες βροχές έβλαψαν σοβαρά τους αμπελώνες της Δυτικής Μακεδονίας· φέτος το αεροπλάνο που απέτρεπε τον σχηματισμό επιβλαβών νεφώσεων, δεν πέταξε, κόπηκε το σχετικό κονδύλι. Οι οινοποιοί απεγνωσμένοι αναζητούν σταφύλια από τρίτους.

Στις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις, άλλος καημός: η αβάσταχτη υπερφορολόγηση. Κάθε μήνα αγωνιούμε να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας, φόρους, εισφορές, πάγιους λογαριασμούς· στο τέλος του μήνα, δεν έχει μείνει ούτε περίσσευμα χρήματος ούτε κουράγιο, να συνεχίσουμε. Εξυπνοι, προκομμένοι, επινοητικοί άνθρωποι τα λένε αυτά, που τις περασμένες δεκαετίες πίστεψαν στον τόπο, στα προϊόντα της γης, έβαλαν γνώση, εργασία, κεφάλαια, παρήγαγαν προστιθέμενη αξία. Γνωρίζουν τα πάντα για νέες καλλιέργειες, για μάρκετινγκ, για δίκτυα διανομής, εξαγωγές. Πιστεύουν ότι μόνο με μεταποίηση και παραγωγή διακεκριμένων προϊόντων, μπορεί να παραχθεί πλούτος και να μείνει ζωντανός ο τόπος. Το έκαναν, πέτυχαν, βραβεύτηκαν.
Τώρα αγκομαχούν, χωρίς ρευστότητα, υπερφορολογημένοι, και το χειρότερο με σβησμένη τη ζήτηση: «Τα διακεκριμένα προϊόντα παραμερίζονται από τα πάμφθηνα, αγνώστου συνθέσεως και προελεύσεως προϊόντα, σαν κι αυτά που συχνά είναι τα ιδιωτικής ετικέτας στα εκπτωτικά σουπερ-μάρκετ. Οι μικρές επιχειρήσεις-μπουτίκ δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς εσωτερική αγορά, με εξαγωγές».

Μάθημα οικονομίας που θα έπρεπε να ακούσουν υπουργοί και τεχνοκράτες της ανάπτυξης. Και να δουν ότι ακόμη και τα πιο εκλεκτά και άφθονα τοπικά προϊόντα, κρασιά, τυροκομικά, νερά, χυμοί, δεν βρίσκουν τη θέση τους στα ράφια των αλυσίδων σούπερ μάρκετ· στα ράφια δεσπόζουν τα προϊόντα των πολυεθνικών αλυσίδων. Προβλήματα διανομής, προβλήματα τιμολόγησης, προβλήματα κλίμακας. Σε τοπικά μαγαζιά πωλούν μυριστικά Κίνας, μέλι Βουλγαρίας, ακόμη και τα εξαίρετα ταχίνια και οι χαλβάδες φτιάχνονται με σουσάμι Αιθιοπίας… Η τοπική παραγωγή συνοψίζεται σε ό,τι βλέπεις σε υπαίθριους πάγκους: γλυκά κουταλιού, τραχανάς, τσάι του βουνού, μέλι. Είναι εκλεκτά, αλλά τόσο λίγα, τόσο μοναχικά και φτωχά, τόσο μακριά και αποκλεισμένα από αγορές που θα τα εκτιμούσαν. Ισα-ίσα φτάνουν να ικανοποιήσουν τον αναιμικό εσωτερικό τουρισμό, ο οποίος κι αυτός ξεκίνησε με κάποιες υποσχέσεις και ναυάγησε μες στη κρίση, τον φόβο και την υποπληροφόρηση. Πόσοι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου γνωρίζουν το άφθαστο κάλλος, την ποικιλία τοπίου και τις φτηνές τιμές της Δυτικής Μακεδονίας;

Δεν είναι όλα μαύρα. Ο καταπληκτικός κρεοπώλης Νάσος Κοκκώνας, στη Ροδόπολη Σερρών, αναδεικνύει το βουβαλίσιο κρέας με παραδοσιακά παρασκευάσματα υψηλής ποιότητας και υπερσύγχρονο μάρκετινγκ-διανομή. Ο πληθυσμός του νεροβούβαλου Κερκίνης πριν από δέκα χρόνια ήταν κάτω από χίλια άτομα, έτεινε προς εξαφάνιση και επιδοτείτο η συντήρησή του. Μερικοί επαγγελματίες σαν τον Νάσο Κοκκώνα δούλεψαν, επένδυσαν, συνεργάστηκαν, προώθησαν, εκσυγχρόνισαν. Σήμερα ο πληθυσμός των ζώων είναι υπερτριπλάσιος, η τάση αυξητική και το προϊόν φημισμένο.

Η Δήμητρα Δάρτση πήρε την οικιακή παράδοση γλυκών και ζυμαρικών γύρω από το εύφορο όρος Πάικο και την απογείωσε, γευστικά και επιχειρηματικά, με την ετικέτα Γουμένισσες. Μαζεύει βραβεία και διακρίσεις, παρά τις μεγάλες δυσκολίες της κρίσης. Μια επιχειρηματίας που διδάσκει καλαισθησία, επινοητικότητα, ανάπτυξη, ποιότητα, με τα προϊόντά της και το εργαστήριο της στη Γουμένισσα.

Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση. Μεταφερμένο στη δημοτική, είναι γραμμένο στη βάση του ανδριάντα του, στην Παλαιά Βουλή. Ο μέγας Χαρίλαος Τρικούπης το είπε μετά την πτώχευση του 1893, για να εμφυσήσει στον λαό αυτοπεποίθηση, πίστη στη ζωή. Το ίδιο πράττουν σήμερα αρκετοί Ελληνες, χωρίς τη μεγαλοπρεπή διατύπωση του Τρικούπη. Τρεις νέοι με λαμπερό βλέμμα, ποντιακής καταγωγής, μου έδειξαν τι σημαίνει πίστη στη ζωή, στους πρόποδες του όρους Μπέλες, μερικά χιλιόμετρα από τα σύνορα: εκεί έχουν μια περίφημη ταβέρνα, την Εβόρα, με σπάνια πιάτα ποντιακής κουζίνας, κι από εκεί εξόρμησαν και ανοίγουν ποντιακό-μεσογειακό εστιατόριο στην Αγγλία, μετά από ενδελεχή έρευνα αγοράς. Τα παιδιά του Παρασκευά και της Ουρανίας Παπαδοπούλου. Από τον Πόντο, στη Θεσσαλονίκη, στο Μπέλες, και στο Μπέρμιγχαμ. Θα ζήσουν. Θα ζήσει.

Το μίσος και η τυφλότης έχουν πολλούς τρόπους έκφρασης. Κάποιοι είναι φρικτοί, μες στην ωμότητά τους και τη δύναμη που έχουν νας μας υπενθυμίζουν οδυνηρά το θηρίο που ενυπάρχει στον άνθρωπο.
Τέτοια φρικτή έκφραση μίσους είναι, ας πούμε, οι παραδειγματικοί αποκεφαλισμοί που τελούν φονταμενταλιστές με φόντο την έρημο και έναν πυλώνα. Αλλη έκφραση είναι η σιωπηλή βία που υφίσταντα οι ανά την Γη περιθωριοποιημένοι και καταφρονεμένοι, οι τρόφιμοι των γκέτο, οι αιωνίως χαμένοι και άτυχοι της Ιστορίας. Αλλη έκφραση βίας είναι οι άμυαλες τελετουργίες νέων ανθρώπων που παραδίδονται στη λατρεία της κτηνώδους δύναμης και του ολοκληρωτισμού, και εντέλει πέφτουν θύματα αυτής της λατρείας.

Ολα συμβαίνουν, στις πολιτισμένες ζώνες και στις απολίτιστες, στις πόλεις, στις ερήμους, όλα μαζί και ταυτοχρόνως, μεταδιδόμενα ακαριαίως και πολλαπλασιαζόμενα από συμβατικά και καινοφανή μήντια, ως εικόνες. Μεταφέρουν μηνύματα οι εκόνες; Μετουσιώνονται σε σκέψη; Δεν μπορώ να πώ, κανείς δεν μπορεί να πει τελεσίδικα. Μπορεί οι εικόνες μίσους και βίας να λειτουργούν ως υπομνήσεις της ανθρώπινης φύσεως, ως υπομνήσεις για την ανάγκη διαρκούς αγώνα για αποθηρίωση και ενανθρώπιση. Μπορεί. Μπορεί όμως να μένουν εικόνες, να καταναλώνονται ως εικόνες, από ένα παγκόσμιο κοινό μιθριδατισμένο, που προσεγγίζει πλέον τη φύση του ως διαδοχή εικόνων μέσα από το σμάρτφον και την ταμπλέτα, μέσα από τις οθόνες που κατακλύζουν τράνζιτ αυτοκινητόδρομων και αεροδρομίων. Εικόνες.

Μα και η διάχυτη κακία στον επιπολής βίο, χωρίς καν τα ακραία φαινόμενα της θανάτωσης, της σωματικής βίας. Ενταση, φθόνος, μοχθηρία, στρατοπεδικός χωρισμός του κόσμου σε άσπρο-μαύρο, καλό-κακό, δικός μας-εχθρός. Η κρίση δεν ρήμαξε μόνο τις υλικές προϋποθέσεις του βίου, αλλά και τα ηθικά του θεμέλια, τις δυσκολοκατορθωμένες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις του έλλογου συλλογικού βίου. Η πενία, η δυσχέρεια, η ανασφάλεια, η διευρυνόμενη ανισότητα και αδικία, κατατρώγουν και κλονίζουν το πλαίσιο ειρηνικής συμβίωσης, την ανεκτικότητα, την αμοιβαία αποδοχή, την καταλλαγή και την αλληλοπεριχώρηση. Ολα αυτά υποχωρούν, σβήνουν. Φουντώνουν οι συγκρούσεις ― υπαρκτές βεβαίως και θεμιτές σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, αλλά τώρα θεριεμένες και άσβεστες, άλλοτε από την ανάγκη και τη δίκαιη αγανάκτηση, αλλά συχνά και από την τυφλή οργή, τον ξαναμμένο φθόνο, την παμφάγο κατάκριση.

Αυτές τις δεύτερες δεν θα τις ονόμαζα καν συγκρούσεις, αλλά έριδες, νείκος, μανίες των αδερφοφάδων. Διότι στην κοινωνική σύγκρουση υπάρχουν ομάδες, συμφέροντα, διαχωριστικές γραμμές, υπάρχει υπολογισμός ή και σεβασμός του αντιπάλου, υπάρχει λόγος, και υπάρχει τέλος. Στη διάχυτη Εριδα επικρατούν η μισαλλοδοξία, ο φθόνος, η μοχθηρία, η τυφλή απόρριψη, η μνησικακία, η έλλειψη αυτοσεβασμού. Η τυφλότης.

Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω λεπτομερέστερα, ενδελεχώς. Δεν μπορώ. Είναι περισσότερο μια αίσθηση, για τη δυσφορία που απλώνεται σαν μύκητας στο κοινωνικό σώμα, το κατατρώει και το εξασθενεί, το γεμίζει πυρετό. Μια ασθένεια ανάλογης βαρύτητας με την υλική πενία και την πολιτική αστάθεια. Ισως γιατί σιγοκαίει μέσα μας και γύρω μας· δεν μας επιτρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να δούμε την όλη εικόνα, τον μακρύτερο χρόνο, τον όλο τόπο, τους εαυτούς μας ανάμεσα στους άλλους.

Κι εν τω μεταξύ μας κατακλύζουν οι εικόνες βίας κατά ριπάς. Ας σταθούμε για λίγο, να πάρουμε μιαν ανάσα. Ας δώσουμε λίγο χώρο στον εαυτό μας και στον άλλο. Λίγο χώρο.

Ενας αναγνώστης ζήτησε να γράψω δυο λόγια για το Πάσχα του καλοκαιριού. Τον Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας. Εκ τν υστέρων, λοιπόν. Είχε δίκιο για το «Πάσχα»: τη βραδιά της εορτής, ακούω και βλέπω πυροτεχνήματα, σποραδικές εκπυρσοκροτήσεις, σαν μπαλοθιές, χιλιάδες οχήματα οργώνουν τους δρόμους, αφίσες με πάρτυ γεμίζουν κάθε στύλο της ΔΕΗ, εδώ κι εκεί ανεμίζουν λάβαρα της Βίση, εκατοντάδες αεροπλάνα προσεγγίζουν ή εγκαταλείπουν το αεροδρόμιο ανά δεκάλεπτο, ένας αχός σηκώνεται πάνω απ’ το νησί, βουή, αντάρα, τεστοστερόνη, προσδοκίες, αταβισμοί. Μύκονος.

Απέναντι, άλλος αχός. Οι φίλοι που μας ήρθαν από απέναντι, περιέγραφαν και πάλι ό,τι έχουμε δει στο νησί της Μεγαλόχαρης, αυτές τις μέρες. Την άνοδο στα γόνατα, τους Ελληνες προσκυνητές, τους καταυλισμούς των τσιγγάνων ταμένων, τους Αιθίοπες Μονοφυσίτες ταξιδιώτες, τα ειλικρινή δάκρυα μπρος στο εικόνισμα, τα πλήθη πέριξ του ναού, το εμπόριο και την πίστη, έτσι που φαντάζεσαι ήδη τον Ιησού, άλλοτε με το φραγγέλιο κατά των εμπόρων, και άλλοτε να γιατρεύει παραλυτικούς, λεπρούς, τυφλούς, δαιμονισμένους στην κολυμπήθρα της Μεσογείου. «Η πίστις σου σέσωκέ σε».

Στο ένα νησί θα έλεγε αυτό. Στο άλλο, απέναντι, θα έλεγε ίσως: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε έστι χρεία». Γιατί, όπως εξηγούσα στους φίλους, τα δυο νησιά φέρουν το καθένα την διττή κληρονομιά της γειτόνισσας Δήλου: το ιερό και το χρήμα, την αγιότητα και την πορνεία, την υπερβατικότητα και την εμπορία ανθρώπων, κτηνών, πραγμάτων, το πνεύμα και τη σάρκα. Τα συμβολικά φορτία καθρεφτίζουν την ουσία των ανθρώπων. Τις διαρκώς διπλές όψεις, τις αντινομίες, τις συγκρούσεις, δημιουργικές και φθοροποιές εν ταυτώ.

Αν γυρεύαμε λοιπόν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα για το Πάσχα του καλοκαιριού, θα ήταν αυτή η αμφίστομη ένταση, η τανυσμένη συνύπαρξη ιερού και κοσμικού, ένυλου και υπερβατικού, υπερδιέργερσης και ραστώνης. Το σώμα χαϊδεύεται με ήλιο και θάλασσα, η ψυχή ποδίζει στ’ ανοιχτά, και βαθμιαία σώμα και ψυχή συντονίζονται, συντήκονται στο φως, μνήμες και προοράσεις σμίγουν, εδώ οι τεθνεώτες εντοιχισμένα οστά σε έρημα ξωκκλήσια, εδώ και η ριγηλή ματαιότης, τα κυνηγητά εφήβων πόθων, εδώ κολυμπούσες νήπιο, κι εδώ μεσόκοπος παρατηρείς μελαγχολικά το αλαλάζον πλήθος.

Μέρη πια του περιοδεύοντος πλήθους, παρατηρούμε τους άλλους του Αυγούστου, τους διπλανούς, και βλέπουμε τους εαυτούς μας. Νιώθουμε μόνοι: «ερημία μιας απέραντης ταξιδιωτικής δραστηριότητας» λέει ο Xάιντεγκερ, και εννοεί τον τουρισμό. Φταίει και η ηλικία, ακόμη και σαν επίνοια, αν όχι σαν βούλιαγμα, για τούτο το μελαγχολικό βλέμμα, τον γλυκόπικρο αναλογισμό. Οσο κι αν αρνείσαι την αγέλη, είσαι ένα κλαράκι που το παρασέρνει το ποδοβολητό.

Αλλά και το κατοπτρικό του: Η ροή του πλήθους στα αυγουστιάτικα πεδία είναι ροή ζωτικότητας. Είναι ένα ποτάμι που κατεβάζει χυμούς ζωής, αισιοδοξίας, νερά τόνωσης και νερά εξαγνισμού, κι όλα τα κλαράκια παρασύρονται πάλι, αλλά τώρα αναζωογονητικά, σε μια πορεία όχι αφανισμού αλλά εξαγνισμού, προς την κάθαρση.

Να ρεμβάζεις αλλά και να δίνεσαι της ζωής, να μελαγχολείς δημιουργικά, αλλά και να αντλείς χυμούς απ’ τη φύση, να κωπηλατείς προς το μέλλον. Τέτοια είναι η λειτουργία του αυγουστιάτικου Πάσχα, της μεσογειακής κορύφωσης του θέρους. Τέτοια ήταν, τέτοια θα ’ναι, όταν εμείς δεν θα υπάρχουμε.

Ανάμεσα στις ειδήσεις πολέμου και θανατικού από τη Μέση Ανατολή και τα αεροπορικά δυστυχήματα, μια μικρή είδηση από τη Μυτιλήνη πρόσθεσε το δικό μας κατιτίς στον παραλογισμό των ημερών. Ανδρες του Λιμενικού συνέλαβαν νεαρή φοιτήτρια με μικροποσότητα κάνναβης, ενώ ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο πλοίο της γραμμής. Μα είναι είδηση; Εκατοντάδες τέτοιες συλλήψεις συμβαίνουν και κανείς δεν τις μαθαίνει. Και γιατί να τις μάθει; Οι συλλαμβανόμενοι για κατοχή και χρήση, ιδίως αν είναι νέοι, συχνά δεν φτάνουν σε δίκη, κι αν φτάσουν η όλη διαδικασία δεν εγγράφεται καν στο ποινικό τους μητρώο.

Γιατί έγινε είδηση η νεαρή φοιτήτρια; Διότι είχε την ατυχία να φέρει βαρύ επώνυμο: του πατέρα της φυσικά, ο οποίος είναι γνωστός δημοσιογράφος. Ευθύς, η ασήμαντη σύλληψη ρουτίνας, δηλαδή το επώνυμο, έγινε «είδηση»· ανασύρθηκε απ’ το σωρό και δόθηκε στη δημοσιότητα. Πώς ανασύρθηκε και πώς προβλήθηκε;

Υποθέτουμε: Κάποιος κρατικός λειτουργός θα έκρινε ότι αυτή η γαργαλιστική λεπτομέρεια του επωνύμου δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητη μες στο σωρό· θα την υπογράμμισε λοιπόν με στάμπιλο στα οικεία μήντια, που ασχολούνται με σκανταλιές επωνύμων. Και τα οικεία μήντια της ζούγκλας το ανέδειξαν καταλλήλως, πιστά στις θεμελιώδεις αρχές της διαπόμπευσης, της μνησικακίας και της κανιβαλίζουσας κλειδαρότρυπας: Ιδού πλέμπα, ιδού, και οι επώνυμοι αμαρτάνουν, έχουν αδυναμίες, έχουν παιδιά, και οι αμαρτίες των γονέων παιδεύουσι τέκνα, πάρτε εκδίκηση, χλευάστε, μισήστε, αυτό το μίσος δεν κοστίζει τίποτε, και δεν αλλάζει τίποτε (πάλι πλέμπα θα ‘σαι).

Η γνωστή υποκρισία, ο γνωστός κανιβαλισμός επί του ιδιωτικού βίου, η γνωστή αηδία. Αλλά και η προθυμία των διωκτικών αρχών να διαλαλούν τις επιτυχίες τους άνευ κριτηρίου: οι μπάφοι ενός νεαρού, στην ίδια ζυγαριά με το βαπόρι των τριών τόνων ηρωίνης. Μάλλον, με κριτήρια: μαθαίνουμε το όνομα του νεαρού, αλλά δεν μαθαίνουμε το όνομα του πλοιοκτήτη…

Τελος πάντων, κανείς δεν θα ασχολείτο, αν αυτή η υπερδιεσταλμένη είδηση-μοχθηρία έμενε στην αρχική της εμφάνιση, κάπου στη σκανδαλοθηρική ζούγκλα. Μα όχι, ευθύς λειτούργησε το κόπι-πέιστ και η αναπαραγωγή, ο πολλαπλασιασμός της κλειδαρότρυπας, εμπλουτισμένος με ονόματα, λεπτομέρειες, φωτογραφίες από διαβολικά σύνεργα. Οι αντιγραφείς-πολλαπλασιαστές βέβαια για την αποκάλυψη παραπέμπουν στην πηγή· σαν να μην έχουν οι ίδιοι ευθύνη. Εχουν. Εχουν την ευθύνη να κρίνουν τι είναι και τι δεν είναι είδηση· να κρίνουν ότι μια είδηση μπορεί να είναι πλήρης και χωρίς την κατανάλωση ονομάτων· να κρίνουν τι βλάπτει ασύμμετρα και αναίτια την ιδιωτική ζωή ανθρώπων.

Αλλά η ηθική των διαδικτυακών μήντια διαμορφώνεται πρωτίστως από την βουλιμία του κόπι-πέιστ, τη λογοκλοπή· συν την υπέρβαση κάθε δεοντολογικού κανόνα των συμβατικών μήντια, όσων απέμειναν. Κι αυτή η κουλτούρα της βουλιμίας και της κλειδαρότρυπας, της διαρκούς κατάκρισης, της δημόσιας διαπόμπευσης του ιδιωτικού βίου επωνύμων, τέκνων και συγγενών αυτών, έχει γίνει κουλτούρα και των σόσιαλ μήντια ― σε μεγάλο βαθμό. Καθρέφης της κοινωνίας είμαι και σου μοιάζω: στο κουτσομπολιό, στη χαιρεκακία, στην αδολεσχία, στον ιαβερισμό.

Αναρωτήθηκα: Μα δεν έχουν παιδιά; Δεν έχουν υπάρξει παιδιά; Δεν έχουν μέτρο και συμπόνια; Δεν σέβονται τον πόνο ή την ατυχία του άλλου;

Αναρωτήθηκα: Μα δεν διαβάζουν, αυτοί οι μηντιολάτρες, τις καμπάνιες και τα αφιερώματα των New York Times και του Economist για την ανάγκη νομιμοποίησης της κάνναβης; Μάταιη αναρώτηση. Διαβάζουν ζούγκλα.

Tα κυπαρίσσια έγερναν κουρασμένα, κι έσκεπαν τον αποχαιρετισμό, μακρύ, αργόσυρτο, βαθιά σιωπηλό, μες στην κάψα του Ιούλη· μόνο στην αρχή, τη σιωπή διέκοψε δειλά μια μουσική από κινητό, που κράτησε όσο η κάθοδος, πριν τα άνθη και τις χοές: «Τe quiero puta!», ξεχώριζες το τεξ-μεξ μέταλ των Rammstein, ένα υβρίδιο, μια κραυγή ζωής. Ηταν το σήμα μορς του Πάνου που μας άφηνε: «Δύο χιλιάδες διακόσιες εικοσιδύο μέρες πόνου. Δεν του αρκούν. Βρήκε ωραίο χουζούρι στο κορμί μου. Θα μείνει, λέει. Κι άλλο. Μόνο που, όσο θρονιάζεται, τόσο δυναμώνω τα ηχεία και του φωνάζω στο αυτί: ‘Σ’ αγαπάω, πουτάνα ζωή (ακόμη κι έτσι)’. Με αυτήν τη μελωδία. Πάντα.»

Το σαββατοκύριακο είχε πανσέληνο. Το πρώτο μήνυμα ήρθε από τη γυναίκα μου, απ’ το νησί: «Πέθανε ο Κοντραμπάντο, ε;» Σοκαρίστηκα, αν και περίμενα ότι κάποια στιγμή ο Πάνος Οικονόμου, ο κατά ραδιόφωνο και τουίτερ contrabbando ή Καίσαρ Εμμανουήλ, πιθανότατα θα νικιόταν από την αρρώστια που πολεμούσε σθεναρά επί επτά χρόνια. Σοκαρίστηκα όμως. Τον φαντάστηκα στον Ευαγγελισμό, όπου πέρασε τους τελευταίους μήνες, τουιτάροντας με οξύτητα και διαύγεια, όπως πάντα τα τελευταία επτά χρόνια, αφηγούμενος τη ζωή με δίψα και βιωμένη σοφία, βλέποντας τον έξω κόσμο από ένα παράθυρο με θέα, αναμεταδίδοντας τη ζωή ολόχυμη και πεισματάρα, μεταδίδοντας πίστη σ’ εμάς τους απέξω τους λιγόψυχους, τους κλαυθμηρίζοντες. Τον φαντάστηκα όπως τον πρωτογνώρισα, το 2009 (ή ’10;), ρωτώντας τον γιατί Κοντραμπάντο και γιατί Καίσαρ Εμμανουήλ, μια ποιητική συλλογή της Μέλπως Αξιώτη κι ένας φανταιζίστ ποιητής του μεσοπολέμου. Ε, μα ήταν οι αγάπες του, και περίπου το θέμα της διατριβής του.

Η ποίηση λοιπόν· αυτή διαπερνούσε το λόγο του, τις μουσικές που έβαζε, τα γραφτά που διάλεγε να αναγνώσει, αυτή ήταν στο βιβλίο που έγραψε («Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου»). Και η αντίσταση, η ανυπακοή ― κατέναντι της φθοράς, εννοείται, πρώτα απ’ όλα, κι ύστερα έναντι του κομφορμισμού και της άβουλης συγκατάβασης, της μεμψιμοιρίας. Αυτά εδίδαξε ο καθηγητής ιστορίας και ελληνικών Πάνος, απ’ τα σαράντα ώς τα σαράντα επτά του, όχι μόνο στους έφηβους μαθητές του, αλλά κυρίως στους ώριμους της γενιάς του, στους μεσήλικους, σε όλους όσοι βαρυγκομάνε για μια αναποδιά. Αυτό το μάθημα το πρόσφερε με ποίηση και σώμα, κάνοντας την ασθένεια ορμητήριο ζωής: όση είναι, όση υπάρχει, όση μένει: «Η μόνη αξιοπρέπεια είναι να μείνεις ζωντανός. Και να ανταποδώσεις. Όσο κι όπως μπορείς. Και λίγο θα είναι πάλι. Διάφανοι, αδέρφια, είμαστε. Ζώα διάφανα που μας τρομάζει η αντανάκλασή μας στα ποτάμια της ζωής, πάσχοντα από αγνή, καθαρή ύπαρξη.»

Ο Χρήστος έκλαιγε γοερά, ο Αποστόλης άφησε κτερίσματα μια παιδική ζωγραφιά και ρακή, ο Κωστής εκφώνησε ένα σπαρακτικό «γεια σου, αγάπη μου», πύκνωση της φιλίας ως έρωτα, εκατοντάδες φίλοι και γνωστοί, οικείοι με το πρόσωπο ή με τη διαδικτυακή περσόνα, νέοι, ώριμοι, ηλικιωμένοι.

Είτα η Σοφία πρόσφερε ιχθύες και οίνο, για να θυμόμαστε τον γενναίο, οδυνηρά ειλικρινή ποιητή, και πώς έβλεπε την Ελλάδα:

«Τι συμβαίνει όμως με τις χώρες όταν πεθαίνουν; Γιατί καμιά φορά, μέσα στους αιώνες της πηχτής ιστορίας, και οι χώρες πεθαίνουν. Μη μου αναφέρετε το Δημητριάδη και το Σαραμάγκου. Αυτές είναι δυο θεωρήσεις μόνο, όχι η αλήθεια… Τι κάνουν, τελικά, αυτοί που ζουν σε μια ετοιμοθάνατη χώρα; Ο Γκαλεάνο γράφει: ‘Και η μειονότητα των ζωντανών κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσει’. Εγώ πάλι απλώνω μια μικρή μεξικάνικη κουβέρτα στον εθνικό μας καναπέ, όπου κοιμόμαστε βαθιά.»

katagatsi

Θέλω να φύγω από αυτή τη μαύρη τρύπα… Εννοούσε την Ελλάδα. Εξήγησε: όχι τη γλώσσα, τον πολιτισμό, το περιβάλλον· δεν θέλω να έχω σχέση με το ελληνικό κράτος, προτιμώ να γίνει μια πολιτεία της Ευρώπης, της Γερμανίας, οτιδήποτε, αρκεί να μην κυβερνούν την Ελλάδα Ελληνες.

Μορφωμένος άνθρωπος, έχει καλή δουλειά και εισόδημα. Εχει ένα σκεπτικό, αλλά η κατάληξή του είναι σκοτεινή, μηδενιστική, σαν να ακούς λόγια ενός μακροχρόνιου άνεργου, ενός απελπισμένου νεοπληβείου. Και καλά, να κατανοήσουμε τη μαυρίλα του χτυπημένου απ’ την κρίση, αλλά δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε τον μηδενισμό του σωσμένου. Σε πρώτη ανάγνωση.

Σε δεύτερη ανάγνωση, διακρίνουμε ότι ακόμη και οι σωσμένοι, οι διασωθέντες της κρίσης, έχουν χάσει κι αυτοί την πίστη τους, το φρόνημα, την αίσθηση ότι μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον. Αυτή η απώλεια τούς οδηγεί σε καθολική απόρριψη του υπάρχοντος κοινωνικού και κρατικού σχηματισμού, εφόσον σε αυτόν εντοπίζουν την αιτία της δυσφορίας τους, την πηγή του φόβου.

Ας μη σπεύσουμε να πούμε ότι ο άνθρωπός μας κάνει αναγωγές και απλουστεύσεις. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι σε κάθε πεδίο, κάθε χαραμάδα της κοινωνίας απλώνεται γενικευμένη δυσφορία, πικρή απόρριψη, απόσυρση, απόσυρση όχι μόνο από το ερειπωμένο κοινό παρόν, αλλά και από την διεκδίκηση του μέλλοντος. Παρατηρείται μια αναδίπλωση στον ατομικό πυρήνα, μια επιχείρηση ατομικής διάσωσης γεμάτη πίκρα: Θα στείλω τα παιδιά μου έξω. Με μνησικακία για την Ελλάδα που τον πρόδωσε, για το ανίκανο, διεφθαρμένο κράτος, για την πατρίδα που διέψευσε τις προσδοκίες του. Τόση πίκρα, τόση ματαίωση, που οδηγεί στον σολιψισμό: ο άνθρωπός μας απορρίπτει την υλική πραγματικότητα, την υπάρχουσα Ελλάδα, και κρατάει μόνο τον εαυτό του και τις ιδεατές αναπαραστάσεις του της Ελλάδας, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ποίηση.

Ας μη σπεύσουμε να εξετάσουμε πώς ο άνθρωπός μας εξαιρεί τον ευατό του από όλη την προτέρα και την υπάρχουσα Ελλάδα. Εδώ, μάς ενδιαφέρει η παρούσα αντίδρασή του: αυτή η συμπαγής πικρία που εκτοξεύει, η καθολική απόρριψη του ένυλου, η απόδραση στην απολύτως υποκειμενική συνείδηση, και η λυσσώδης διάσωση του εγώ. Είναι ένας ορισμένος τύπος αντίδρασης των ανθρώπων της Μεγάλης Υφεσης, πολύ συγκεκριμένος, εκφραζόμενος υπό διάφορες εντάσεις και μορφές.

Μια άλλη αντίδραση είναι η νοσταλγία. Σε πρόσφατες συζητήσεις, διαπίστωσα ότι οι οποιεσδήποτε αναφορές στο καλοκαίρι, στον υπαίθριο βίο, στη θάλασσα, στην επαφή με τη φύση, στο έθος του μεσογειακού θέρους, στις οικείες εκδηλώσεις ψυχαγωγίας, προξενούν κύματα νοσταλγίας, ως εάν το καρπούζι με φέτα να ανήκει οριστικά στο προ κρίσης παρελθόν, στον απολεσθέντα παράδεισο.

Κι εδώ προσοχή: να ξεχωρίσουμε τη στερεοτυπική νοσταλγία του «παλιά όλα ήταν καλύτερα», από τη νοσταλγία του έμφοβου, του ραγισμένου ανθρώπου της Μεγάλης Υφεσης, ο οποίος νιώθει τη ζωή του να χωρίζεται στα δύο, στο πριν και το μετά. Η νοσταλγία του μεσήλικα για τα αγλαϊσμένα χρόνια της εφηβείας και της νιότης είναι θεμιτή και ευεξήγητη, απολύτως αναμενόμενη. Είναι διαφορετικό όμως τούτο το άλγος του αποχαιρετισμού: ο άνθρωπος της κρίσης αισθάνεται ότι στερείται ακόμη και τη δυνατότητα να επαναλάβει τις τελετές του πρότερου βίου. Πρόκειται, ούτως ειπείν, για το άλγος του μέλλοντος, ο χρόνος που έρχεται σκοτεινός τού γεννάει υπαρξιακή αγωνία, angst.

Σε μια τέτοια συζήτηση περί μεσογειακού καλοκαιριού, ελάχιστοι πια το σκέφτονται αφαιρετικά με βάση τις εμπειρίες τους ή με τους αισθητικούς-υπαρξιακούς όρους του Ελύτη, του Λακαριέρ ή ακόμη και με τον θείο Ιούλιο του Καβάφη. Δεν εμβολιάζουν το παρόν καλοκαίρι με αυτό το βλέμμα, με αυτή τη διάθεση. Οι περισσότεροι το εκλαμβάνουν αυτόχρημα σαν παλιό, λήξαν, χαμένο. Και συνεκδοχικά στομώνουν οι αισθήσεις. Στομώνει η δυνατότητα να συνεχιστεί η ζωή υπεράνω του ρήγματος· μπαίνει κι εδώ ο χωρισμός σε πριν και μετά, την κρίση. Οπως το διατύπωσε προσφυώς μια συνομιλήτρια: Μετά το μπάνιο στη θάλασσα, καθίσαμε όλοι μαζί να φάμε όπως παλιά, όπως πάντα· αλλά ξέραμε όλοι ότι δεν ήταν ίδιο· μας πήρανε το καλοκαίρι.

Μα ποιος μπορεί να σου πάρει το καλοκαίρι, το τρέμισμα της κάψας, το τρέμολο του τζίτζικα, του τριζονιού, τη δίψα του; Το καλοκαίρι σου το παίρνει η ενδοβολή της κρίσης, η αυτοδηλητηρίαση, η απόσυρση από τη μάχη και τη δόξα της ζωής.

ζωγραφική: Νίκη Καραγάτση, Το καραβάκι για την Αίγινα

melpo

Βρισκόταν στο Αρχείο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Το γαλλικό μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη, γραμμένο τα χρόνια του Παρισιού, ανάμεσα 1947-49: «Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη», ανάμεσα σε δύο στάσεις μετρό, η περιοχή της, η διαμονή. Αυτοεξόριστη από την Ελλάδα, λίγο προτού εξορισθεί κι απ’ τη Γαλλία, δοκιμάζει τη φωνή της στα γαλλικά. Εξοχα, λένε οι γαλλόφωνοι. Εξοχη και η απόδοσή του στα ελληνικά, από την Τιτίκα Δημητρούλια, η οποία ακολούθησε τους δρόμους που υπεδείκνυε η ίδια η συγγραφέας, καθώς αρκετά μοτίβα και χωρία τα είχε μεταφέρει σχεδόν αυτούσια σε μεταγενέστερα βιβλία της. Εξοχη και η εισαγωγή της Μαρίας Μικέ, που επιμελήθηκε το όλο εγχείρημα.

Οι δύο φιλόλογοι, που λατρεύουν τη Μέλπω, με κάλεσαν να πω δυο λόγια για το βιβλίο, μαζί με τη σπουδαία συγγραφέα Μάρω Δούκα και την εκλεκτή ιστορικό Πόπη Πολέμη, που έχουν δουλέψει εκτενώς πάνω στην Αξιώτη. Οποία τιμή! Προσπάθησα:

Να μιλήσω για τη Μέλπω είναι σαν να προσπαθώ να ξεχωρίσω το πρόσωπο από το έργο. Α, μα είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αυτόν τον άνθρωπο από την ομιλία του, τον πολυτάραχο βίο από το διαρκώς γραφόμενο βιβλίο της ζωής της. Την γέννησε η ελληνική γλώσσα, γκαστρωμένη από ποιητάρηδες και λογίους, τη διάλεξε η γλώσσα για να δώσει φωνή στον 20ό αιώνα. Το γράψιμο την ζει, όσο γράφει θα ζει. Αυτό φοβάται: όταν θα πάψει να γράφει, όταν θα χάσει τις λέξεις, θα γίνει αρχαίο πιθάρι, θα πάψει να υπάρχει. Κι έτσι, όπως προφήτεψε και φοβόταν, συνέβη: έσβησαν οι λέξεις, έσβησε ο νους, έσβησε η ζωή της.

Ομως η άλλη προφητεία της δεν βγήκε: δεν ξεχάστηκε, δεν την ξεχάσαμε. Τη μνημονεύουμε, η ομιλία της δονεί και συνεπαίρνει, η γραφή της την κρατάει ζωντανή στις διάνοιες και τις καρδιές μας, είναι η σκοτεινή τρυγόνα, ο «κάβουρας», είναι η ψηλή ξερακιανή κυρία με τα φλογισμένα μάτια και τη μυτόγκα που ξεκρεμνούσε, το ολιγομίλητο ξωτικό με πανωφόρι κατακαλόκαιρα, είναι το ασημένιο σουβριάλι το ιδρυτικό, είναι η δική μας Βιρτζίνια Γουλφ, είναι η Λίζα και η Κάδμω που ιστορεί τον τρομερό Εικοστό Αιώνα των πολέμων, των εμφυλίων και των εκτελέσεων, η Κάδμω που ζει συνομιλώντας με τους νεκρούς της, τη Μάρω, τη Λουκία, που διασχίζει τον χρόνο καρκινικά, πλαγίως, άνω-κάτω και μπρος-πίσω, σμίγοντας τους παλαιούς με τους σύγχρονους, τους ξωμάχους με τους ήρωες, τον μηχανικό με τον τυφλό συγκολλητή αρχαίων αγγείων, είναι η Κάδμω του νόστου, μια θηλυκή Οδυσσέας που αυτοϊστορείται υφαίνοντας το έπος της με τη γλώσσα των παιδιών και των αγράμματων, των ονειροπαρμένων και των παραλοϊσμένων, είναι η Μέλπω που στοιχειώνει τα σοκάκια της Μύκονος καθώς πολεμά με το μελτέμι στις ανεμοδαρμένες μπούκες του Γιαλού, είναι η παιδική καρδιά, η φλωμπερική cœur simple, κι είναι ο στρόβιλος των μοντέρνων καιρών:

«Και ίσως θα χρειαστεί εμείς τώρα να ξαναπλάσομε μια παιδική καρδιά για να μπορούμε να διαβάσομε.» (Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; 1940)

Δεν είναι εύκολο να μιλήσω για την Μέλπω. Γιατί η Μέλπω για μένα είναι η Μύκονος, ο τόπος των παιδικών καλοκαιριών, της εφηβείας και της ενηλικίωσης. Είναι το Αρχιπέλαγος.Γιατί η Μέλπω με ποτίζει υπαρξιακά· η πρόζα της, η φωνή της, ο ίσκιος της, φωτίζουν τα πρώτα μου βήματα στους λευκούς λαβύρινθους της Χώρας, η φωνή της είναι η φωνή της λαλάς μου, της γαλανομάτας Κατερνώς που έλεγε ομηρικά ‘θα σου πέψω μιαν όρνιθα’, είναι τα μελωδικά παραμιλητά των γραϊδίων, της Ζαμπελώς, της Αρχοντούλας, της Τομαζίνας, το σούρουπο στις πεζούλες· η φωνή της Μέλπως είναι το σκώμμα των ψαράδων και των βαρκαραίων, είναι ο μεσαιωνικός θρύλος του μυκονιάτη απέθαντου, του Βουρβούλακα, είναι η ιστορία του πειρατή Μανώλη Μερμελέχα που νίκησε τη χολέρα και τον φωνάζαν ‘μόρτη’, είναι η ιστορία της Μαρίας της επιλεγομένης Γαλαζιανής, ήτις ξεμυάλιζε τους νοικοκυραίους και ζούσε βίον ακόλαστον και εξορίστηκε από το Κοινόν των Μυκονίων, είναι οι Γιαλούδες που βγαίνουν στη Λαγκάδα με πανσέληνο· η φωνή της Μέλπως είναι το παρ’ ημίν αρχαιότατο stream of consciousness που ξεκινά σαν αφήγηση σε βεγγέρα, γίνεται ποίημα, γίνεται εμμελής πρόζα και τυλίγει το Αρχιπέλαγος, επιστρέφει στη γενέθλια γη, στη Μύκονο· είναι ό,τι χάθηκε κι ό,τι απομένει.

manousakis

Ξεκινήσαμε πρωί για τη Χαλκιδική. Ηταν ένα ζεστό υγρό πρωινό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στο αυτοκίνητο πυκνή συζήτηση, σε χαλαρό ρυθμό· μια-δυο διακοπές μόνο για συνομιλίες με ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αν εξαιρούσες αυτές τις εισβολές της συγκυρίας, θα υπέθετες ότι πηγαίναμε για μπάνιο.

Στα Μουδανιά με περίμεναν ο Χρήστος και ο Δημήτρης, μ’ έβαλαν στο δικό τους αυτοκίνητο. Πρώτος σταθμός, Ορμύλια, στη Μονή Ευαγγελισμού. Εκεί μας περίμενε ο Γιώργος Ε., κι όλους μαζί μας υποδέχτηκε ο πατέρας Σεραπίων Σιμωνοπετρίτης. Κέρασμα, συστάσεις, αναμίξεις, ζωηρές συζητήσεις, γνωριμία με τον Σιατίστης Παύλο, τον γενναίο ιεράρχη που τα έβαλε πρώτος με τους νεοναζιστές.

Προς τον Πολύγυρο, με τον μηχανικό Γιώργο. Μου εξηγεί την εξαίσια Χαλκιδική, τα δάση, τοςυ ελαιώνες, το οδικό δίκτυο, τον φυσικό πλούτο και το παραγωγικό δυναμικό· ο Γιώργος και ο Χρήστος είναι το δυναμικό της Ελλάδας, σκέφτομαι ακαριαία.

Ξεπεζεύουμε στη Ρεσπέντζα. Εχω ακούσει ήδη πολλά, από φίλους που εκτιμώ τη γνώμη τους. Είναι καφενείο και μπλογκ ― μοναδικός συνδυασμός, με πολιτική επιρροή σε όλο τον νομό Πρέπει να περάσω οπωσδήποτε. Με υποδέχονται οι οικοδεσπότες, ένας ναυτικός κι ένας δάσκαλος· μου εξηγούν τι εστί ρεσπέντζα στη γλώσσα των θαλασσινών: το πρόχειρο κουζινάκι στο πλοίο, στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι, αξιωματικοί και κατώτερο πλήρωμα. Ενας χώρος ισηγορίας και ισοπολιτείας λοιπόν, μια μικροδημοκρατία βγαλμένη από τον Καββαδία.

Προσφέρουν τσίπουρο και ούζο. Οι φίλοι μου δείχνουν έναν κύριο στην ηλικία μου: Πρέπει να μιλήσεις μαζί του. Ο Αποστόλης Φ. είναι δικηγόρος, ο πιο πετυχημένος του νομού, συντηρητικών απόψεων. Συστήνομαι και αναφέρω τον κοινό μας φίλο Μάριο, την κοινή καταγωγή από την μποεμία του ’78-’80· αμέσως, συντελείται σύντηξις και κοινωνία. Εν τω μεταξύ ο καφετζής σερβίρει αθόρυβα ελιές και φέτα Χαλκιδικής, φρεσκοκομμένη ντοματοσαλάτα, και αναφέρει: «Τηγανίζω δυο ψαράκια». Ακολουθούν πιατέλες με τραγανά μπαρμπούνια. «Πρωινά», σχολιάζει.

Τσίπουρα, ούζα, μπαρμπούνια, ζωγραφική, περιοδικά αντεργκράουντ του τότε, πειράγματα, ουσιώδεις συζητήσεις, κοινωνία και συνύπαρξη αριστερών και δεξιών. Βλέπω να ξεδιπλώνεται μπροστά μου μια άλλη Ελλάδα, βλέπω Ελληνες αντιστεκόμενους στην ισοπέδωση, δρώντες, σκεπτόμενους, συνομιλούντες, με αλληλοσεβασμό, με χιούμορ, με αυτογνωσία, ζυγισμένους μες στην παράδοση και στον σύγχρονο πραγματισμό.

Φεύγω βιαστικά. Τα συναισθηματικά και νοητικά ρευστά της Ρεσπέντζας με αιφνιδιάζουν και με εγκαρδιώνουν. Τα σκέφτομαι μέρες, βδομάδες.

Ενα μήνα αργότερα, στο Ηράκλειο. Αποβραδίς στο πάρκο, ο Αθηναίος Στέλιος με συστήνει σε μια παρέα. Ο Κώστας ο δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Ρ., ο πρώην δήμαρχος Χάρης, μεστές κουβέντες, χιούμορ, αμεσότητα, καμία επιτήδευση. Ο Στέλιος μου δίνει οδηγία: αύριο να πας στην Παράγκα μαζί τους, εγώ φεύγω. Στην αρχή φαντάζομαι ότι θα είναι ταβέρνα, ρακάδικο, ένα στέκι.

Την επομένη η Νίκη με παίρνει και με πάει παραλιακά στις Γούβες. Περνάμε μέσα από τον τουρισμό και τα κυριακάτικα μπάνια του λαού. Στο δρόμο μου εξηγεί: μέσα σε ένα κτήμα βιοκαλλιέργειας, που καματεύει ο άντρας της Μηνάς, υπάρχει μια παράγκα, εκεί μαζεύονται φίλοι παλαιοί και νέοι, μαγειρεύουν ό,τι παράγει το μποστάνι κι ό,τι φέρνουν, πίνουν, μιλούν, διηγούνται, στοχάζονται, πειράζονται.

Δύο οι μάγειρες: ο Δημήτρης έχει μαγειρέψει αμπελοφάσουλα και κολοκύθια, ο Μηνάς μοσχάρι Νάξου και κολοκύθια με τον ανθό τους. Φρέσκια μαλακή φέτα Ρεθύμνου, γραβιέρα Αμαρίου, παξιμάδι κρίθινο, ψωμί ζυμωτό, κρασί ημίξηρο και κρασί ξηρό, καρπούζι αλατισμένο και ρακή για επιδόρπιο. Η Ελλάδα είναι μικρή, μια αγκαλιά, έχουμε κοινούς φίλους: τον Ηλία από τις Γούβες, τον Νίκο και τον Μιχάλη από τους Ασίτες (διευκρίνιση: Ανω Ασίτες) ― ο ανθρωπολόγος Γιώργος τους γνωρίζει όλους καταλεπτώς. Βυθίζομαι στη φιλοξενία· μάλλον, στη μύηση, δεν νιώθω διόλου ξένος. Ακούω τον ζωγράφο Δημήτρη, τον ξενοδόχο Δημήτρη, τον Θοδωρή, τον Μανώλη, τον άλλο Μανώλη, μες στην ηρακλειώτικη κάψα, ανθρώπους μορφωμένους, καλλιεργημένους, με στέρεα ελληνικά, να ρουφάνε τη ζωή, να αποδέχονται τις δυσχέρειες σαν ιστορικοί άνθρωποι, φιλοσοφημένα, να αλληλοπειράζονται αδιάκοπα, να διαφωνούν στα πολιτικά, να ανταλλάσσουν γνώμες για τις ελιές, τα δέντρα και τα μποστάνια, εμπειρίες για φόρους και εισφορές, έγνοιες για παιδιά. Εξω από την παράγκα, φασολιές, σκόρδα, κρεμμύδια, δέντρα, πουλιά που κελαηδούν.

Ενα καφενείο, μια παράγκα. Γεμάτα γράμματα, καλλιέργεια, ελευθεροφροσύνη, γενναιοδωρία, αισθήματα, ιστορία, αρχοντιά. Τέτοιοι Ελληνες κουβαλάνε την αποκαρδιωμένη χώρα στους ώμους τους· όσο την κρατάνε αυτοί, δεν κινδυνεύει.

ζωγραφική: Γιώργος Μανουσάκης, «Καρέκλες και τραπεζάκι σε καλαμιές», 1957.

H δήλωση του Γαβριήλ Σακελλαρίδη για τον επιχειρούμενο εκβιασμό του με αφορμή την ιδιωτική του ζωή προκάλεσε κινήσεις συμπαράστασης ποικίλης προελεύσεως, κυρίως επειδή μια τέτοια απειλή δεν στρέφεται εναντίον ενός μεμονωμένου συμπολίτη ή ενός δημοσίου προσώπου, αλλά εναντίον όλων. Η συζήτηση που ξεδιπλώνεται αφορά πλέον το όριο μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, αφορά το όριο μεταξύ πολιτικής ηθικής και κανιβαλικής ηθικολογίας, αφορά έναν συγκεκριμένο τρόπο επιτήρησης και τρομοκράτησης μέσω της πληθωρισμένης νοσηρής δημοσιότητας, αφορά εντέλει την ουσία και τους όρους λειτουργίας της δημοκρατίας.

Δυστυχώς, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης γίναμε μάρτυρες αρκετών περιπτώσεων ανθρωποφαγίας και ωμών εκβιασμών εν ονόματι πάντα της δημοσιότητας, δηλαδή της διασποράς ηδονοβλεπτικών ωμοτήτων προς βρώσιν του χαχανίζοντος κοινού. Κατ’ ουσίαν όμως οι λεγόμενες αποκαλύψεις και οι επιθέσεις κατά προσώπων συνέβαιναν για προσπορισμό κέρδους, έμμεσου ή άμεσου. Είναι περιττό να αναφερθούμε στις γνωστές θλιβερές περιπτώσεις φωτογραφιών, φημολογιών, ιταμών επιθέσεων, με αφετηρία πάντα την κρεβατοκάμαρα. Δράστες, άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται δημοσιογράφοι, εκδότες, αυτόκλητοι Ρομπέν των δασών και Ζορρό.

Μας έπνιξαν. Και συνεχίζουν να μας βουλιάζουν. Γιατί τους ανεχθήκαμε. Και γιατί μερικοί, όμοιοι τους, τους προστάτευσαν για να τους χρησιμοποιήσουν στο μέλλον. Ιδιοι τότε και τώρα και πάντα. Να τι γράφαμε τον Ιανουάριο του 2008 για μια ανάλογη υπόθεση, την υπόθεση Ζαχόπουλου:

«Κι όμως, τους περισσότερους από τους θλιβερούς πρωταγωνιστές της κρίσης, της σημερινής και κάθε πρόσφατης, τους ξέρουμε. Γνωρίζουμε το ποιόν τους, την ηθική αντοχή τους, τη συμπεριφορά τους. Ξέρουμε τι τσακάλια κρύβονται πίσω από τις μάσκες Ζορρό, τι ύαινες υποδύονται τους Ρομπέν των Δασών, πόσο εξωνημένοι και διαβλητοί είναι οι νεοκυνικοί καραγκιόζηδες, οι δήθεν διασκεδαστές, ξέρουμε πόσο ανίκανοι και φουκαράδες, πόσο ευάλωτοι και πεινασμένοι, είναι οι κάθε λογής αξιωματούχοι. Τους γνωρίζουμε.

»Και δυστυχώς τους έχουμε ανεχθεί. Πάνω στη ράχη της ανοχής μας, της αιδήμονος ή και οργίλης σιωπής μας, οι άθλιοι απέκτησαν πλούτο, φήμη, δύναμη. Τους ανέχθηκαν δικαστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πιεζόμενοι, εκβιαζόμενοι, κολακευόμενοι, ή απλώς αδιαφορούντες. Και η ζούγκλα θέριεψε, κατέλαβε όλο τον διαθέσιμο χώρο, η λοιδωρία αδυνάμων βαφτίστηκε σάτιρα, τα πορνοανέκδοτα βαφτίστηκαν χιούμορ, το κράξιμο βαφτίστηκε κριτική, τα πτώματα και οι κρεβατοκάμαρες έγιναν πρωτοσέλιδα και πρωτοβίντεο, ο κανιβαλισμός έγινε επάγγελμα.

»Τα βλέπαμε όλα αυτά. Τα ξέραμε. Τους ξέραμε. Και αυτοί έθαλλαν θρασείς, λειτουργοί των Αγίων Μέσων, μες στην καχεκτική δημοκρατία των επικοινωνιών και του cool σχετικισμού.

»Ομως η ξεφτίλα δεν αυτορρυθμίζεται, δεν φρενάρει από μόνη της. Το ψέμα διαστέλλεται διαρκώς, αυτοτροφοδείται, γίνεται θέαμα καυτό για το πλήθος των ανδράποδων: παρακολουθούμε ηδονικά τη βύθισή μας. Εως το σημείο πνιγμού.» (Στη ράχη της ανοχής, 19.01.2008)

Ελπίζαμε τότε ότι η πολιτική κοινωνία θα νικούσε μακροπρόθεσμα· ότι θα κέρδιζε την ύπαρξή της στον μη βιασμένο, τον βαθύ χρόνο της πολιτικής και της ιστορίας· ότι δεν θα άφηνε να την δυναστεύει ο εκβιαστής, ο υποκριτής, ο ανθρωποφάγος. Δεν ήρθε αυτή η ώρα. Τα δηλητηριώδη παράσιτα θεριεύουν πάλι, μέσα σε πολιτικά και κοινωνικά ερείπια. Ελπίζω να βρούμε το συλλογικό σθένος, την πυγμή και τη νηφαλιότητα για να τα ξεριζώσουμε, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για όσο χρειάζεται να σηκωθούμε στα πόδια μας αξιοπρεπείς και ελεύθεροι. Ας αρχίσουμε από κάπου.

kyklades_MG_3636web

Τις επόμενες εβδομάδες η συνομιλία με το κοινό της «Καθημερινής» θα αραιώσει. Αλλά δεν θα χαθούμε, θα ξαναβρεθούμε, ό,τι κι αν συμβεί. Προς το παρόν θα εκτεθώ στην κρίση των συμπολιτών σε ένα πεδίο άλλο από το οικείο της εφημερίδας που με στεγάζει είκοσι δύο χρόνια, εντούτοις όχι τόσο μακρινό: στο πεδίο των εκλογών. Θα είμαι υποψήφιος ευρωβουλευτής, συνεργαζόμενος με τη λίστα του ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί; Ας πούμε ότι είναι μια καμπή στη μακρά διαδρομή στον δημόσιο χώρο. Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χρόνια σχολικά για μένα, έως τα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό το διάστημα πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα, στην κοινωνία, στα ήθη· οι άνθρωποι αλλάξαμε. Η πολιτική ζωή άλλαξε: τα αιτήματα, τα συνθήματα, οι προσδοκίες, οι σχέσεις, οι οργανωμένοι σχηματισμοί, οι συνειδήσεις. Η οικονομία πληγώθηκε. Τώρα αλλάζει γοργά και ο κοινωνικός σχηματισμός, παρότι δεν το βλέπουν όλοι από την ίδια γωνία θέασης: άλλοι έχουν πέσει, πολλοί· άλλοι ισορροπούν, έστω δύσκολα· άλλοι ολίγοι δεν πλήττονται από την κρίση. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι αλλάζει, βαθιά. Πολλοί αντιλαμβάνονται αυτή την αλλαγή σαν ένα παντοδύναμο χέρι που μας αρπάζει και μας εκσφενδονίζει σε σκοτεινά τοπία, ανεξερεύνητα.

Αυτό αισθάνομαι κι εγώ: σαν να ανοίγονται μπροστά μας δρόμοι, δρόμοι παλιοί και νέοι, ξεχασμένοι και απερπάτητοι, σκονισμένοι απ’ τη λήθη, τυλιγμένοι απ’ την ομίχλη του μέλλοντος. Είναι οι διακλαδώσεις της ιστορίας, εκεί όπου όλα είναι δυνατά, ανοίγουν όλα τα ενδεχόμενα, εκεί που νιώθεις όμως ότι δεν τα ορίζει όλα η τύχη, αλλά το φρόνημα και η βούληση, η φρόνηση και η τόλμη, η απόφαση και η ευθύνη της πράξης.

Σε αυτό τον κόμβο ο καθείς ακούει την κλήση του. Και δεν έχεις περιθώριο να κρυφτείς από το μέλλον, να αδρανήσεις πάνω στις ράγες της συνήθειας. Επώδυνα, με πολλές αμφιβολίες, με επιφυλάξεις, με τα βάρη της ηλικίας και τις υποχρεώσεις του βίου, με παλινδρομήσεις – ακούς την κλήση, βλέπεις έναν φανό να τρεμανάβει στο βάθος. Ζυγίζεις. Αποφασίζεις. Βγαίνεις σαν υπνοβάτης από το παλιό σου δέρμα και εισχωρείς στη λεπτή ομίχλη του μέλλοντος, οδηγημένος από τον προσωρινό φανό. Εκεί βρίσκεται η νέα Ελλάδα, τεμνόμενη με την αναδυόμενη νέα Ευρώπη, συναρτημένη με τον αναδυόμενο περίπλοκο κόσμο.

Η ευτυχής τομή ωστόσο δεν θα προκύψει μόνη της, είναι δικό μας έργο να την ορίσουμε και να την κάνουμε να βλαστήσει· θα είναι καρπός της βούλησης και των ενεργειών μας. Στα πεδία της Ευρώπης θα δοθούν σκληρές μάχες, πολιτικές και πνευματικές, που θα αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, με τον δικό μας σχεδιασμό, σύμφωνο με τις δικές μας ανάγκες, με τις δυνάμεις μας και τη φυσιογνωμία μας, σε αλληλεπίδραση με ό,τι δημιουργικό και ελπιδοφόρο συμβαίνει στην Ευρώπη, για την ανοικοδόμηση μιας Ελλάδας που θα τρέφεται από ελευθερία και δημοκρατία, και θα ανατρέπει τις βάρβαρες ανισότητες που γεννά η κρίση.

Κάτι αλλάζει στην Ευρώπη, και τώρα είναι ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των σιωπηλών, των θυμάτων, των φοβισμένων, των λαχταρισμένων, των αποφασισμένων, των υπερήφανων, των αγωνιστών της ζωής, των νέων, των μεσήλικων, των βετεράνων της εργασίας, να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων. Σε αυτές τις φωνές προσθέτω τη δική μου φωνή και τη δική μου πράξη. Τόσο.

Καθημερινή, 15.04.2014 / φωτ.: Αλέξανδρος Φιλιππίδης

7a

Η Αννα κοντεύει τα σαράντα. Ευγενής, καλλιεργημένη, συγκροτημένη, με λόγο εστιασμένο και ακριβή. Απόφοιτος φιλολογίας, παιδί δημοσίων υπαλλήλων, τυπικό παιδί της ελληνικής μεσαίας τάξης. Για δεκαπέντε χρόνια ήταν κατώτερο και μεσαίο στέλεχος καλλιτεχνικών οργανισμών, οργάνωνε παραγωγές, φρόντιζε δημόσιες σχέσεις, έγραφε, συντόνιζε, δούλευε ακαταπαύστως με όρεξη αυξανόμενη, με αγάπη για τη δουλειά της. Αρνήθηκε θέσεις πιο προσοδοφόρες, για να υπηρετεί με τον τρόπο της την τέχνη, το θέατρο, τη μουσική.

Τα τελευταία δύο χρόνια είναι άνεργη. Και σχεδόν ανεπάγγελτη. Εγκατέλειψε το σπίτι της, δεν μπορούσε να το συντήρήσει, γύρισε στο σπίτι των συνταξιούχων γονιών, με μειωμένη σύνταξη κι αυτοί, ταλαιπωρούμενοι από τις ασθένειες του γήρατος. Πριν από ένα τρίμηνο η Αννα βρήκε μια δουλειά, μια mini job, θέση μερική απασχόλησης: πεντάωρο κυλιόμενο, πότε πρωί πότε απόγευμα, σχεδόν τυχαία, σε ένα call center. Στον Κηφισό. Δεν έχει συγκοινωνία.

(Αφαιρώντας τη βενζίνη του αυτοκινήτου, ο μισθός που μένει είναι τριακόσια ευρώ. Ενα χαρτζιλίκι, ντρέπομαι να το πω, κι όμως φοβάμαι να το αφήσω, γιατί δυο χρόνια τώρα, μόνο αυτό βρήκα. Ακούω στην τηλεόραση τους πολιτικούς και δεν τους ακούω, δεν με φτάνουν τα λόγια τους, δεν ακούω, γιατί μέσα μου επαναλαμβάνω ένα πράγμα, το ίδιο: Θέλω μια δουλειά, μια κανονική δουλειά, να δουλέψω, να πληρώσω τη ΔΕΗ, να πιω έναν καφέ, να ψωνίσω ένα ρούχο, να κυκλοφορήσω, να δουλέψω σε αυτό που ξέρω, αυτό που μπορώ. Είμαι στην ακμή μου. Και με τραβήξανε απ’ την πρίζα.)

Η Αννα είναι μια νέα Ελληνίδα από την Αθήνα. Είναι η Αννα από τη Βαρκελώνη, από το Δουβλίνο, το Πόρτο, το Παλέρμο, τη Λυών, τη Δρέσδη, τη Βουδαπέστη. Είναι η Αννα της Ευρώπης. Η γενιά των 30-45, η ραχοκοκκαλιά οικονομιών και κοινωνιών, η γενιά που πλήττεται σκληρότερα από την κρίση. Στις χώρες της βαθιάς ύφεσης και των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως η Ελλάδα, είναι η γενιά που απολύεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα, που βγαίνει εκτός εργασίας, εκτός επαγγελματικής ενημέρωσης, εκτός ανανέωσης δεξιοτήτων, εκτός ασφάλισης, εκτός κοινωνίας. Επ’ αόριστον. Η ζωή τους αναστέλλεσται επ’ αόριστον. Εως ότου η χώρα επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης.

Ακόμη και ο φρικτός δείκτης του 60% νεανικής ανεργίας δεν είναι τόσο φρικτός αν συγκριθεί ο απόλυτος αριθμός των νέων 15-25 ετών με τους σαραντάρηδες και πενηντάρηδες. Οι άνεργοι νέοι λοιπόν στην Ελλάδα μετριούνται σε περίπου 79 χιλιάδες. Μέγα μέρος των υπολοίπων 1,3 εκατομμυρίων είναι ώριμοι και μεσήλικες, για τους οποίους η ανεργία ισοδυναμεί σχεδόν με απόσυρση από τη ζωή.

Στη θέση των σαραντάρηδων συχνά προσλαμβάνονται εικοσιπεντάρηδες, νεοεισερχόμενοι στην εργασία, με αποδοχές υποπολλαπλάσιες, με τετρακόσια-πεντακόσια ευρώ το μήνα, χωρίς ωράριο, με στοιχειώδη ή καμία ασφάλιση, συχνά με μπλοκάκι εξωτερικού συνεργάτη. Ο νέος που παίρνει τη θέση του μεγαλύτερου είναι ήδη τόσο φοβισμένος, τόσο ντρεσαρισμένος, έχει μοιράσει άκαρπα τόσα βιογραφικά, που δέχεται τα πάντα με δέος και ευγνωμοσύνη. Καθώς οι πρακτικές της ευέλικτης επισφαλούς εργασίας γενικεύονται, καθώς οι συμπεριφορές των ανθρώπων απέναντι στην εργασία και τις κοινωνικές απολαυές σφραγίζονται από την ανασφάλεια και την υποχώρηση, βρισκόμαστε ενώπιον ενός νέου ανθρωπότυπου και μια νέας κοινωνικής δημογραφίας.

Το πρόβλημα της απορρυθμισμένης εργασίας δεν είναι μόνο ελληνικό, είναι ευρωπαϊκό, και αν αναζητούσαμε τις ρίζες του, θα τις βρίσκαμε πριν από την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης του 2008, στο γερμανικό μοντέλο της επισφαλούς πλήρους απασχόλησης και των περικοπών στο κράτος πρόνοιας, που εγκαινιάστηκαν από την κοκκινοπράσινη (SPD-Πράσινοι) κυβέρνηση Σρέντερ το 1999-2005. Σε αυτό το διάστημα, και σαν κορύφωση της μακράς διαδικασίας αποικισμού της φτωχής Ανατολικής Γερμανίας, ψηφίστηκαν οι τέσσερις νόμοι Hartz, που μετασχημάτισαν βαθιά την αγορά εργασίας και την πολιτική του ταμείου ανεργίας. Μεταξύ άλλων, θεσπίστηκαν οι mini jobs (με κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών) και οι midi jobs, τη δραστική μείωση της καταβολής επιδόματος ανεργίας σε ένα έτος και την εν συνεχεία υποκατάστασή του από κοινωνικό βοήθημα 374 ευρώ, και πολλά άλλα.

Τα αποτέλεσματα αυτού του μείζονος μετασχηματισμού της εργασίας δεν οδήγησαν μόνο στο ιδιότυπο γερμανικό θαύμα, αλλά και σε εντυπωσιακή άνοδο των φτωχών: τον Μάιο του 2011 κατεγράφησαν επισήμως 5 εκατομμύρια mini jobs, αύξηση 47%, ενώ το 2012 η γερμανική στατιστική υπηρεσία διαπίστωνε ότι το διάστημα 1999-2010 οι θέσεις άτυπης εργασίας αυξήθηκαν κατά 3,5 εκατ, και ταυτοχρόνως οι θέσεις σταθερής απασχόλησης μειώθηκαν κατά 3,8 εκατομμύρια. Αυτή η διαδικασία οδήγησε τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ να ρωτήσει στην Ευρωβουλή την καγκελάριο Μέρκελ: «Πώς είναι δυνατόν μια πλούσια χώρα σαν την Γερμανία να έχει 20% φτωχούς;»

Το γερμανικό μοντέλο επισφαλούς και προσωρινής απασχόλησης, χωρίς καν τα γερμανικά μαξιλάρια του κοινωνικού βοηθήματος και των εκτενών ακόμη προνοιακών δομών, και χωρίς βεβαίως τη γερμανική υποδομή βιομηχανικής παραγωγής με υψηλή προστιθέμενη αξία και εξαγωγικό δυναμικό, είναι αυτό που εφαρμόζεται στην Ελλάδα με πρωτοφανή βιαιότητα, μέσω της απορρύθμισης της εργασίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας επιπλέον ο μετασχηματισμός τελείται σε περιβάλλον βαριάς ύφεσης, δημοσιονομικής συρρίκνωσης και αποεπένδυσης. Ακόμη χειρότερα: η φτώχεια, πρωτοφανής από την εποχή του Εμφυλίου, μας βρήκε με ανύπαρκτο δίχτυ ασφαλείας, χωρίς καν εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα και με εντυπωσιακή ανισοκατανομή των κοινωνικών παροχών, όπως έχει καταδείξει ερευνητικά ο καθηγητής Μάνος Ματσαγγάνης.

Η χώρα δεν αντιμετωπίζει μόνο πρωτοφανή για καιρό ειρήνης οικονομική ύφεση, αλλά και την απειλή μιας κοινωνικής και δημογραφικής αποσάθρωσης.

ζωγραφική: Χρήστος Μαρκίδης

Είναι τρομακτική μες στη βουβαμάρα της η ταινία από τις φυλακές Νιγρίτας, που ανήρτησε η Καθημερινή. Πολύ πιο τρομακτική από την ομιλούσα ταινία των Μπαλτάκου-Κασιδιάρη.

Πίσω από τη σιωπή και τα βουβά πλην εύγλωττα σούρτα-φέρτα, πίσω από την πόρτα του μεταβατικού χώρου, του κελιού-«ψυγείου», εκεί που δεν υπάρχει ούτε εικόνα ούτε ήχος, εκεί εκτυλίσσεται το δράμα. Από πολλές απόψεις, το δράμα μας, ένα δράμα που μας αφορά: η θανάτωση ενός ήδη τραυματισμένου ανθρώπου, ενός κατάδικου και φονιά, από κρατικούς λειτουργούς, ανθρώπους του νόμου.

Το δράμα έχει τίτλο: Οι φονιάδες του φονιά. Και μας αφορά διότι δείχνει μια κοινωνία που υπακούει σε δικούς της νόμους, άγραφους, ανομολόγητους, πέρα και πάνω από τον πολιτισμό των απέξω, των ανθρώπων έξω από τη φυλακή. Ειπώθηκε ήδη ότι είναι άγραφος νόμος των φυλακών: όποιος σκοτώνει φύλακα, πεθαίνει, γιατί διαφορετικά δεν κρατιέται πειθαρχημένο το πλήθος των κατάδικων.

Η ταινία της Νιγρίτας επιβεβαιώνει τον άγραφο νόμο. Επιβεβαιώνει με τον πιο ωμό τρόπο ότι ο νόμος δεν ισχύει για όλους τους ανθρώπους σε όλη την επικράτεια, ούτε καν όταν αφορά το υπέρτατο αγαθό της ζωής, σύμφωνα με τον δικαιικό πολιτισμό χιλιετιών. Επιβεβαιώνει ότι στις φυλακές ενός προοδευμένου κράτους υπάρχει ένα «ψυγείο», ένα τυφλό σημείο, μια ενδιάμεση ζώνη εκτός νόμου, εκτός Συντάγματος, εκτός λογικής, στο λυκόφως της ανθρωπινότητας.

Η ταινία της Νιγρίτας δεν είναι η πρώτη που μας αποκαλύπτει την ύπαρξη του «ψυγείου». Το έχουμε δει σε ντοκυμαντέρ, άδειο και απειλητικό, απόκοσμο, το έχουμε δει σε κινηματογραφικές μυθοπλασίες· πάντα με ρίγος, αλλά πάντα απόμακρο φαντασιακά και γεωγραφικά, αποεδαφικοποιημένο. Στην ταινία της Νιγρίτας δεν το είδαμε καν το «ψυγείο». Αλλά το νιώσαμε. Μας πάγωσε, έτσι όπως υπονοείται διαρκώς μέσα από την ωμή καταγραφή της κάμερας που δείχνει μόνο ένα μέρος της πόρτας. Νιώθεις ότι πίσω από αυτή την πόρτα τελειώνει η ζωή όπως την εννοούμε, τελειώνουν η όραση και η ανάγνωση, τελειώνουν τα αντιληπτικά μας εργαλεία, κι αρχίζει μια άλλη περιοχή, ανεξερεύνητη, την οποία δεν μπορούμε ούτε θέλουμε να προσπελάσουμε.

Βαθμιαία, καθώς η δράση εκτυλίσσεται εκτός πεδίου, στο αόρατο, νιώθεις ότι συμμέτοχοι είναι όλοι, κι όσοι πηγαινοέρχονται αμήχανα στον διάδρομο και ο διευθυντής που απέρχεται διακριτικά για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα. Προπάντων νιώθεις ότι συμμέτοχος είσαι κι εσύ, ο θεατής, ο απέξω, ο μακριά, ο ευρισκόμενος στο σύμπαν των γραπτών νόμων και του έλλογου. Η κάμερα σε έχει βάλει μέσα στο «ψυγείο».

Η ψυχρή επίπεδη αφήγηση της καταγραφικής κάμερας, χωρίς χέρι σκηνοθέτη, είναι το επίβουλο μάτι που ταράζει τα αυτονόητα πολιτισμού, τις παραστάσεις κόσμου και δικαιοσύνης, τα σχήματα της ανθρωπινότητας, είναι το κακόβουλο μάτι που δείχνει τη δική μας γυμνή ύπαρξη: την αντικρίζουμε όταν ο τσακισμένος, δεμένος πισθάγκωνα, βγαίνει από το «ψυγείο», ξαναμπαίνει στο πεδίο του ορατού, σέρνεται σαν σακκί και απιθώνεται στο καθαρό περιποιημένο κελί, στον νεκροθάλαμο. Η κάμερα καταγράφει.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.816 hits