You are currently browsing the tag archive for the ‘τουρισμός’ tag.

Η ανασκαφή στον τάφο της Αμφίπολης έφερε στο φως πολύτιμα ευρήματα αλλά και μια νοσηρή νοοτροπία, σε ό,τι αφορά την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της αρχαιολογίας. Η ανασύσταση του παρελθόντος έχει ασφαλώς ισχυρές συμβολικές προεκτάσεις κατά τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης και της εθνικής ταυτότητας. Είναι γνωστές οι χρήσεις και οι καταχρήσεις της ιστορίας, η σκοπούμενη σύμφυρση μυθικών και ιστορικών αφηγήσεων, η υπερερμηνεία ή και η διαστρέβλωση των πραγματολογικών στοιχείων, ακόμη και η απόκρυψή ή η αλλοίωση τεκμηρίων, για πολιτικούς και εθνικιστικούς σκοπούς.

Δεν εστιάζουμε όμως σε αυτό το πεδίο το βλέμμα μας. Η επικοινωνιακή κωμικοτραγωδία της Αμφίπολης ανέδειξε και τέτοια στοιχεία, δηλαδή καλλιέργεια προσδοκιών για λαϊκή κατανάλωση, υπεραναπλήρωση, μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας. Αλλά έδειξε επίσης και κυρίως την υπερσυγκεντρωτική, αραχνιασμένη και αδιαφανή λειτουργία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, αυτής που ουσιαστικά παρέκαμψε την επιστημονική συζήτηση και διόρισε εξωϋπηρεσιακό «εκπρόσωπο τάφου». Μιλάμε για την κυρία Λίνα Μενδώνη, μόνιμη γενική γραμματέα του υπουργείου, από τα τέλη της δεκατίας ’90 έως σήμερα, με ένα διάλειμμα κατά τη θητεία του Χρ. Ζαχόπουλου.

Η κ. Μενδώνη, αρχαιολόγος η ίδια, έχει καταφέρει να φαίνεται απαραίτητη στους εκάστοτε υπουργούς Πολιτισμού, ελάχιστοι εκ των οποίων φθάνουν ενήμεροι για το έργο του του υπουργείου ή δεν προλαβαίνουν να ενημερωθούν. Αλλωστε το ΥΠΠΟ δεν θεωρείται πρωτοκλασάτο παραγωγικό υπουργείο, με δυνατότητες άσκησης ηχηρής πολιτικής και εξυπηρέτησης μεγάλων πελατειακών δικτύων· δεν έχει καν σοβαρό προϋπολογισμό. Μόνη δύναμή του ήταν η εποπτεία του αθλητισμού κα κυρίως τα παχυλά έσοδα από τον ΟΠΑΠ, που μοιράζονταν εκτός κωδικών εθνικού προϋπολογισμού, απευθείας από τα υπουργικό γραφείο. Αλλά με την ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ, χάθηκαν και αυτοί οι ειδικοί λογαριασμοί.

Στο υπουργείο έχει απομείνει η διαχείριση του εθνικού συμβολικού κεφαλαίου: της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης τέχνης. Βέβαια και η διαχείριση των εσόδων από τη λειτουργία, την αξιοποίηση και τις πωλήσεις των μνημείων και μουσείων, με ό,τι περίπου ασχολείται το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ). Και η διαχείριση των ΕΣΠΑ, κεντρικά και περιφερειακά, ύψους περίπου 750 εκατ. ευρώ ― πεδίο διόλου ευκαταφρόνητο, παρότι δεν υπάρχει ολοκληρωμένο τομεακό πρόγραμμα. Ειδικά στο ΕΣΠΑ Αττικής, είδαμε εντάξεις πολυδάπανων έργων από αστείους ή πάμπλουτους ιδιωτικούς φορείς.

Το ΤΑΠΑ και τα κοινοτικά προγράμματα (τώρα ΕΣΠΑ, από του χρόνου ΣΕΣ) είναι τα χρηματοδοτικά και αναπτυξιακά εργαλεία του υπουργείου-μπουτίκ. Αλλά και τα εργαλεία για πελατειακές εξυπηρετήσεις. Μέσω του ΤΑΠΑ εξασφαλίζεται σταθερή ρευστότητα χρήματος, με λαμπρές προοπτικές αύξησης, δεδομένης της σταθερά αυξητικής πορείας του τουρισμού και της διαχρονικής ελκυστικότητας του ελληνικού πολιτιστικού προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο περίφημο μέιλ που απέστειλε ο υπουργός Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης προς την τρόικα, εκτιμάται ότι τα έσοδα του υπουργείου, από πωλητέα, εισιτήρια χώρων-μουσείων και ηλεκτρονικά εισιτήρια, μπορούν να πολλαπλασιαστούν: από περίπου 50 εκατ. ευρώ σήμερα, να φτάσουν τα 400 εκατ. ευρώ. Η εκτίμηση στηρίζεται στις σχετικές αναπτυξιακές μελέτες της McKinsey και του ΙΟΒΕ.

Τι έχει γίνει κατά τα παρελθόντα προ κρίσης έτη για την ανάπτυξη του ΤΑΠΑ; Πολύ λίγα επί της ουσίας: Γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, μικροσυντεχνιασμός και πελατειακά δίκτυα το καθήλωναν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, που τόσο πολύ συζητείται· ιδίως για τα προβλήματα φύλαξης και ωραρίων επίσκεψης την τουριστική περίοδο. Υπεύθυνοι για τη φύλαξη και το ωράριο είναι οι κατά τόπους αρχιφύλακες, οι οποίοι διευκολύνουν και γκρουπ επισκεπτών πέραν των τυπικών ωραρίων, με ανάλογα φιλοδωρήματα. Οι αρχιφύλακες λοιπόν είναι οι μόνοι υπάλληλοι που δεν ορίζονται από διευθυντές και κατά την υπηρεσιακή ιεραρχία, αλλά απευθείας από τον υπουργό! Το ΤΑΠΑ είναι υπεύθυνο και για την έκδοση του επιστημονικού Αρχαιολογικού Δελτίου, στο οποίο παρουσιάζονται τα ευρήματα των αρχαιολόγων: το Δελτίο έχει να εκδοθεί από το 2004-05…

Τι έγινε τα χρόνια των μεταρρυθμίσεων του μνημονίου; Το καλοκαίρι άρχισε να εφαρμόζεται ο νέος Οργανισμός του υπουργείου, ο οποίος συγχωνεύει και καταργεί διευθύνσεις και εφορείες αρχαιοτήτων, καταργεί 500 κενές οργανικές θέσεις, καταργεί τα τμήματα εκθέσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα μουσεία κ.λπ. ― γενικά συμπτύσσει και συρρικνώνει. Μεγάλο θύμα του νέου Οργανισμού είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η παλαιότερη επιστημονική υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Ολοι οι επιφανείς αρχαιολόγοι έχουν ξεσηκωθεί εναντίον αυτής της αποδόμησης, όπως κατεδείχθη και σε εκτενή έρευνα της «Κ» (16.11.2014). Γιατί; Ο αυστηρός επιστήμων και σεβαστός απ’ όλους γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Ακαδημίας Αθηνών, Βασ. Πετράκος, έφτασε να πει στην Καθημερινή: «Η αρχαιολογία έχει ορισμένα ‘’φιλέτα’’, τα οποία κάποιοι θέλουν να εκμεταλλευτούν, να τα περάσουν σε ιδιώτες».

Ενα πιθανό μοντέλο ιδιωτικοποίησης είναι το Μουσείο Ακροπόλεως, προικισμένο όχι μόνο με κτίριο και όνομα, αλλά και με ευέλικτο αυτοτελή οργανισμό, που δεν δηλώνει ούτε μοιράζεται τους πόρους του και έχει στελεχωθεί πελατειακά. Ή ημιδιαφανείς αναθέσεις έργων-φιλέτων με τη μέθοδο του outsourcing.

Διεθνώς αναγνωρισμένοι αρχαιολόγοι και έμπειρα στελέχη του υπουργείου επισημαίνουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να αποδώσει μεγάλο πλούτο, να βοηθήσει τον τουρισμό και το εθνικό εισόδημα, και ταυτόχρονα να διαφυλαχθεί και αναπτυχθεί όπως του αρμόζει. Αναγκαία προϋπόθεση: το αυστηρό, διαφανές πλαίσιο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για προστασία του δημόσιου συμφέροντος και αποδοτικότητα. Υποδεικνύουν επίσης ότι λόγω των πρόσφατων αλλοπρόσαλλων μεταθέσεων εφόρων και διευθυντών κινδυνεύουν να μην ολοκληρωθούν ομαλά τα ώριμα έργα ΕΣΠΑ, ενώ δεν υπάρχει συντονισμένη στρατηγική για ένταξη νέων έργων στο καινούργιο ΣΕΣ 2014-2020.

Η πολιτιστική κληρονομιά είναι ανεκτίμητο συμβολικό κεφάλαιο, αλλά και πηγή πλούτου. Εχει κακοπάθει, από πελατειακά δίκτυα, ολιγωρία, ιδιοτέλεια, συντεχνιασμό. Το μνημόνιο ήρθε τελευταίο.

apollo_elena

Ποια εικόνα έχουμε για την Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης; Πώς βλέπουμε τον τόπο, την ιστορία, την κοινωνία, πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας μέσα στον χωροχρόνο, στον τόπο που μας δόθηκε, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε; Μια απάντηση μπορούμε να αντλήσουμε από την εικόνα που κατασκευάζουμε για να τη δουν οι ξένοι, οι άλλοι. Είδα αυτή την εικόνα πολλές φορές τις τελευταίες μέρες στις πτήσεις της Αegean και στα viral ταινιάκια για τον ελληνικό τουρισμό.

Η ταινία της Αegean είναι πολύ καλοφτιαγμένη. Παρουσιάζει τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, νησιά, παραλίες, αρχαία και νεότερα μνημεία, κτίσματα, γαστρονομία. Η Ικαρία έχει την τιμητική της: παρουσιάζεται με μουσική συνοδεία ενός παραδοσιακού σκοπού παιγμένου με λύρα και λαούτο· παρουσιάζεται ένας επίγειος παράδεισος. Παρομοίως, οι Κυκλάδες και οι διασημότεροι αρχαιολογικοί τόποι. Οι εικόνες είναι διαλεγμένες με καλό γούστο και συναρμοσμένες δεξιοτεχνικά. Το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει μια μυθική Αρκαδία, όπου επικρατεί παντοτινό καλοκαίρι, και οι άνθρωποι ζουν περίπου όπως την εποχή του Ησιόδου και του Ομήρου.
Κρίσιμη λεπτομέρεια: Από όλες σχεδόν τις εικόνες απουσιάζουν οι άνθρωποι, απουσιάζει η σύγχρονη ζωή. Οπου υπάρχει ζωή, είναι στιγμιότυπα από τον ησιόδειο βίο: μελίσσια, άλογα, κατσίκες, άρμεγμα, τυριά. Ακόμη και η Μύκονος παρουσιάζεται καρτ-ποσταλικά, οι παραλίες είναι χωρίς ανθρώπους, καμιά εικόνα πλήθους στις πλαζ, στους δρόμους, στα κλαμπ. Μόνο στη Σαντορίνη εμφανίζεται για μερικά δεύτερα να ποζάρει ένα νιόπαντρο ζευγάρι, πιθανόν Ασιάτες.

Μια Ελλάδα καρτ-ποστάλ, λοιπόν· κατοικία θεών και τουριστών, ένα έξοχο τοπίο για χαλάρωση και κατανάλωση. Η Ελλάδα αυτοσυστήνεται σαν τουριστικός προορισμός. Ασφαλώς, στο περιβάλλον μιας πτήσης ο τουρισμός είναι το πρώτο που σου έρχεται στο νου. Αλλά η Ελλάδα του 21ου αιώνα εξαντλείται μόνο σε αυτό; Είναι μόνο τοπίο; Με αρχαιότητες, μουσεία, κρασί, σαλάτες, ήλιο; Δεν υπάρχουν άνθρωποι του καιρού τους μέσα σε αυτό το τοπίο; Δεν υπάρχουν πόλεις, σχολεία, εργοστάσια, μαγαζιά, αυτοκινητόδρομοι;

Κοιτούσα τις εικόνες παραδομένος στην υπνωτιστική τους ομορφιά, αλλά και με κάποια υποδόρια ενόχληση, μου ξυπνούσαν μιαν ανάμνηση. Ηταν deja vu. Ναι, τέτοιες εικόνες, χωρίς ίσως τις εντυπωσιακές από αέρος λήψεις και τις σύγχρονες τεχνικές ευκολίες του ψηφιακού βίντεο, είναι εικόνες από τη δεκαετία ΄60, όταν η Ελλάδα ξεπρόβαλλε ως η ιδανική γραφικότητα για τον αναδυόμενο μαζικό τουρισμό. Ω, ναι, τη θυμάμαι αυτή την Ελλάδα! Μεγάλωσα σε αυτή, μεγάλωσα στα νησιά του τουρισμού, ζυμώθηκα, ενηλικιώθηκα με την ιδεολογία του τουρισμού, με την Ελλάδα των πόστερ του ΕΟΤ. Κι ύστερα την άφησα πίσω μου· μάλλον, αυτή η Ελλάδα της αφίσας και της καρτ-ποστάλ έπαψε να είναι κυρίαρχη, αναδύθηκαν άλλες, όπου η οικονομία και κατ’ επέκτασιν η ζωή δεν ήταν μόνο τουρισμός, συρτάκι, ζορμπαδιλίκι, ρουμς του λετ, γκρικ σάλατ, γκρικ λάβερ. Ετσι νόμιζα.

Γελάστηκα. Πενήντα χρόνια αργότερα, παρότι μεσολάβησαν κοσμογονικές αλλαγές, κοινωνικές και πολιτισμικές, σχεδόν ανθρωπολογικές, παρότι η χώρα γέμισε πανεπιστήμια και θέατρα, αυτοκινητόδρομους και αεροδρόμια, πολυπτυχιούχους και μπίζνες, με δύο Νόμπελ ποιήσεως, πάλι η εικόνα που προβάλλουμε και η αναπαράσταση που βιώνουμε είναι η Ελλάδα τουριστικός προορισμός. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να δείξουμε πάρεξ ακρογιαλιές, αρχαιότητες, ελαιώνες και ήλιο. Σαν να συρρικνώθηκαν επιτεύγματα και πρόοδος μισού αιώνα, σαν να μην υπήρξαν καν, και γυρίσαμε εκεί όπου άρχισε η παρ΄ ημίν νεωτερικότητα, στην εξωστρέφεια δια του τουρισμού του ΄60, με ορχηστρικά Χατζιδάκι και μοντέρνα αρχιτεκτονική ξενοδοχείων.

Η κρίση γκρέμισε τον μύθο της Ισχυρής Ελλάδας του εκσυγχρονισμού, εν πολλοίς θεμιτά. Εδειξε ασθένειες της διοίκησης, έδειξε την καχεξία του παραγωγικού κορμού, την απουσία εθνικού σχεδίου, τη διαφθορά και τη φθορά. Ωστόσο, κάπου εδώ παραμονεύει η υπερβολή: η ισοπέδωση και ο αυτοοικτιρμός. Από την αυταρέσκεια και τον φενακισμό του ΄90 και του 2000, το εκκρεμές πάει στο άλλο άκρο: δεν παράγουμε τίποτε, δεν είμαστε τίποτε. Η ενίσχυση του τουρισμού, η βελτίωση των υπηρεσιών, η επινόηση νέων προϊόντων με ποιότητα και χαρακτήρα, είναι επίσης αναγκαία, αλλά ο τουρισμός δεν μπορεί να ανορθώσει την οικονομία μιας χώρας δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι εικόνες του γραφικού παράδεισου Hellas συγκινούν αισθητικά τον αμήχανο Ευρωπαίο, τον ωθούν ίσως να ξεπεράσει τα δυσμενή στερεότυπα για την failed Greece. Αλλά τι λένε για τους Ελληνες, για τον βίο και την πολιτεία τους;

andros_1

 

Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.

Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.

Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.

Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.

Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.

Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.

Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.

Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.

Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.

Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.

Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.

φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.

H αύξηση των αφίξεων τουριστών φουντώνει τις προσδοκίες για ανάκαμψη. Φυσικό: σε μια οικονομία που συρρικνώνεται διαρκώς, μια οποιαδήποτε επιτυχία φαντάζει τεράστια. Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική, δεν αντιστοιχεί ακριβώς στους παιάνες.

Ο τουρισμός συμβάλλει στο ΑΕΠ ασφαλώς, αξιοσημείωτα ήδη από τη δεκαετία του ’60, εντούτοις τα οφέλη δεν διαχέονται συμμετρικά σε όλη την επικράτεια και σε όλο τον πληθυσμό. Μακράν πιο ωφελημένοι είναι οι τουριστικοί προορισμοί με φήμη, παράδοση και υποδομές. Ας πούμε, ακόμη και σε σεζόν κάμψης, η Σαντορίνη και η Μύκονος θα έχουν κόσμο. Επίσης η τόνωση της απασχόλησης είναι εν πολλοίς εποχική, ενώ τα τελευταία χρόνια αρκετές τουριστικές επιχειρήσεις στρέφονται σε φτηνά εργατικά χέρια από την αλλοδαπή, κυρίως την Ανατ. Ευρώπη. Εν πάση περιπτώσει τα έμμεσα οφέλη για την εθνική οικονομία είναι σημαντικά αλλά δυσκόλως μετρήσιμα. Αυτό που φαίνεται να μετράει μακροπρόθεσμα είναι μια στρατηγική για την φυσιογνωμία και την ποιότητα του προσφερόμενου προϊόντος, με στόχο όχι τόσο τη μάζα στην περίοδο αιχμής, αλλά την ποιότητα των επισκεπτών και την επιμήκυνση της σεζόν.

Ας λάβουμε, τέλος, υπ’ όψιν ότι ο τουρισμός υπόκειται σε διακυμάνσεις, είναι ευαίσθητος σε εξωγενείς επιδράσεις: η κρίση στην Ευρώπη λ.χ. επηρεάζει τον προϋπολογισμό των Ευρωπαίων, το ανασφαλές περιβάλλον στην Αίγυπτο και την Τουρκία στρέφει τουρίστες προς την Ελλάδα, η κρίση στην Ουκρανία μειώνει το τουριστικό ρεύμα από Ουκρανία και Ρωσία κ.ο.κ.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τη συζήτηση για την Αθήνα ως τουριστικό προορισμό: Πώς θα γίνει ελκυστική, ώστε να μην είναι μόνον σημείο μετεπιβίβασης; Ακούγεται φερ’ ειπείν ότι τα ανοιχτά μαγαζιά τις Κυριακές ωθούν την τουριστική κίνηση. Μα ποιος έρχεται στην Αθήνα για ψώνια; Ούτε καν οι πλούσιοι Ασιάτες. Για ψώνια πάνε στο Μιλάνο ή στο Ντουμπάι.

Η Αθήνα έχει να προσφέρει άλλο προϊόν, μοναδικό: ιστορία, πολιτιστική κληρονομιά, αρχαιότητες. Το Μουσείο Ακροπόλεως μάς δείχνει τι πρέπει να γίνει και δεν το κάνουμε. Τι δεν κάνουμε για να αναδείξουμε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με τη μακράν μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή κλασικών αρχαιοτήτων παγκοσμίως. (Μάλλον, κάνουμε πολλά για να το αφήσουμε στη σκιά του Ακροπόλεως…) Τι δεν κάνουμε για να επεκτείνουμε την ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων, όπως είχε συλληφθεί προ πολλών ετών· αντιθέτως ο Οργανισμός Ενοποίησης καταργήθηκε και ουδείς γνωρίζει τι θα απογίνουν το αρχείο και η πολύτιμη τεχνογνωσία του. Ουδείς γνωρίζει επίσης γιατί αφήνουμε να ρημάζει η περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος, το μοναδικής αρχαιολογικής και συμβολικής αξίας πάρκο στον Κολωνό, το οποίο απειλείται να πλακωθεί από σχεδιαζόμενο mall. Ή πώς αξιοποιείται τουριστικά το Λύκειο του Αριστοτέλη: κενό και έρημο, πλάι στο υπέροχο Βυζαντινό Μουσείο, το επίσης εκτός τουριστικών διαδρομών.

Ας μείνουμε σε αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα, αρχαιολογικά σημεία με συμβολική αξία ανυπέρβλητη και κυρίως οικουμενική. Πλην της Ακροπόλεως, έχουν μείνει χωρίς φροντίδα και υποστηρικτικό πλαίσιο· μερικά μάλιστα ρημάζουν. Αυτα είναι τα «ψώνια» που έχουμε να προσφέρουμε στους τουρίστες.

Για να γίνει η Αθήνα τουριστικός προορισμός σαν τη Ρώμη ή τη Βενετία, δεν χρειάζεται να ανοίγουν τα μαγαζιά τις Κυριακές στο Πικέρμι. Επείγει να λειτουργήσει λυσιτελώς και καλαίσθητα η μοναδική της προίκα πολιτισμού. Στη Βενετία τα εστιατόρια δεν σερβίρουν μετά τις εννέα το βράδυ, κι όμως συρρέουν περισσότεροι τουρίστες απ’ όλη την Ελλάδα. Γιατί; Η Γαληνοτάτη πουλάει Σαν Μάρκο, Ακαντέμια, Γκραν Κανάλ, παλάτσα, ιστορία. Παρεμπιπτόντως πουλάει Prada και Gucci ― αλλά όχι γιατί μένουν ανοιχτά τις Κυριακές…

Το αυθόρμητο δημοψήφισμα σε Πάρο και Αντίπαρο για τη διαφύλαξη του συστήματος δημόσιας υγείας πρέπει να βάλει σε σκέψεις την κυβέρνηση και όλους μας. Οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν σε μερική εξυγίανση του ΕΣΥ, κυρίως ως προς την καταχρηστική φαρμακευτική δαπάνη, αλλά ταυτόχρονα διά των οριζοντίων περικοπών οι δομές δημόσιας υγείας συρρικνώνονται. Την περιστολή αυτή της δημόσιας υγείας στηλιτεύει και το Ευρωκοινοβούλιο στην προσφατη έκθεσή του για τον κοινωνικό αντίκτυπο της δημοσιονομικής λιτότητας σε τέσσερις χώρες της ευρωζώνης. Η απαίτηση των Παριανών άρα, για απρόσκοπτη πρόσβαση στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, είναι εύλογη και απολύτως θεμιτή, με κριτήρια ισοπολιτείας εθνικά και ευρωπαϊκά.

Βεβαίως, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι πολλές δομές, όπως τα Κέντρα Υγείας, έχουν υποφέρει στο πρόσφατο παρελθόν από κακοδιοίκηση, σπατάλη πόρων, επιζήμιους διορισμούς ημετέρων. Αυτά θα έπρεπε ήδη να έχουν διορθωθεί. Οχι όμως να φτάσουμε στο σημείο να μην υπάρχει καρδιολόγος ή ορθοπεδικός στα νησιωτικά Κέντρα Υγείας.

Η Ελλάδα είναι κατεξοχήν νησιωτική χώρα, και αυτή η ιδιομορφία της συνιστά μοναδικό αποθετήριο φυσικού και συμβολικού πλούτου, ανεκτίμητο πνευματικά, πολιτιστικά, γεωπολιτικά. Τα νησιά είναι επίσης σημαντικό υλικό κεφάλαιο, λόγω τουρισμού κυρίως. Η διαμαρτυρόμενη Πάρος, η ταλαιπωρούμενη Σαντορίνη, η υποστελεχωμένη Μύκονος, είναι τα πιο προβεβλημένα εργοστάσια τουρισμού στο Αρχιπέλαγος. Οι εξασθενημένες υποδομές αποθαρρύνουν την δημογραφική ανάπτυξη και την ανανέωση του νησιωτικού πληθυσμού.

Επιπλέον, υπονομεύουν την περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισμού, σε μορφές τουρισμού πιο μακροχρόνιες και αποδοτικές. Πώς θα πεισθεί να διαχειμάσει ο ξένος, ιδίως ο συνταξιούχος, όταν το νησί δεν προσφέρει ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας; Πώς θα αναπτυχθούν νέες μορφές τουρισμού, όπως ο ιατρικός και ο τουρισμός τρίτης ηλικίας, χωρίς υποδομές;

Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι εργαλείο, δεν είναι ιερό δόγμα. Απαιτούνται ευελιξία, κατανόηση, ευφυείς προσαρμογές. Ιδίως αν πρόκειται για τους όρους επιβίωσης του Αρχιπελάγους, συμβολικού πυρήνα του ελληνισμού και του μεσογειακού κόσμου.

Το καλοκαίρι του 2004 έφτασα αεροπορικώς στη Ρόδο, καθ’ οδόν προς Σύμη. Λίγο μετά το ξημέρωμα. Ηταν η μέρα του τελικού του Euro. Θυμάμαι ακόμη την ατμόσφαιρα του σιγαλού πρωινού, το ραδιόφωνο που τιτίβιζε, την κατάφυτη διαδρομή, τις ατέλειωτες σειρές τουριστικών καταστημάτων και ξενοδοχείων, κυρίως αυτό που συνέδεε την ακριτική μεγαλόνησο με τη μητροπολτική Αθήνα: όλοι κρατούσαν την ανάσα τους ενόψει του τελικού. Ολοι πίστευαν στο θαύμα. Κι όλα ήσαν σιγανόφωνα και αγουροξυπνημένα. Κατόπιν πήραμε το πλοίο και το βράδυ χορεύαμε με φανελάκια Hellas.

Τον χειμώνα του 2013 ξαναβρέθηκα στη Ρόδο. Αλλος. Ολη η Ελλάδα είναι άλλη. Λίγες μέρες νωρίτερα άνθρωποι είχαν τη ζωή τους στον αυτοκινητόδρομο που περνούσε μέσα απ’ το ρέμα. Πέρασα κι εγώ, χωρίς καταιγίδα.

Η πολιτεία είχε βυθιστεί στη χειμερία φάση· τα γιγάντια ξενοδοχεία είναι κλειστά, οι πινακίδες τυλιγμένες στα νάιλον, τα έπιπλα στα σαλόνια σκεπασμένα με σεντόνια. Σαν μπούνκερ σιωπηλά αντικρίζουν το πέλαγος τα μεγαξενοδοχεία, κυκλώπειες κατασκευές με το ύφος του ’60 και του ’70, του νεομπρουταλισμού και της υπερμεγεθυμένης πολυκατοικίας, με την πρόσοψη να προσπαθεί πεισματικά να βλέπει θάλασσα. Ο δρόμος που διασχίζει τα μεγαθήρια, στέφεται με χιλιάδες πινακίδες και μικρομάγαζα, όλη η δραστηριότητα εν εκτάσει, χωρίς βάθος· αρχετυπική οργάνωση χώρου σαν σκηνικό Τσινετσιτά, χωροταξία τουρισμού, οργάνωση του κόσμου σε σεζόν. Στα διάκενα η φύση ρωμαλέα ακόμη υποβάλλει· εκβιασμένη Μεσόγειος, όμως τόσο ανθεκτική.

Στο κέντρο τα εμπορικά ήταν φωτισμένα, πολλά, φανταχτερά, σαν εικόνες από το παρελθόν. Mε μετρημένα πράγματα στις βιτρίνες. Ομως: Δεν φέρνουμε πια παπούτσια των εκατό ευρώ, δεν τα παίρνει κανείς, ένα πενηντάρι μπορεί να δώσει ο πελάτης, εξηγεί ένας μαγαζάτορας. Τα καφέ μισοάδεια-μισογεμάτα· πέρυσι δεν έπεφτε καρφίτσα εδώ που βλέπεις, εξηγεί άλλος. Νέοι άνθρωποι, οι περισότεροι με iphone.

Το βραδινό μπαρ ανοίγει Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. Ενα άλλο, την Κυριακή προσφέρει Sunday Nights Ελληνικές Φοιτητικές Βραδιές, στα deck o dj Tassos, τιμή φιάλης 50€, τιμή ποτού 5€. Πάνω στην καλοκαιρινή αφίσα του Καζίνου, επένθετη η χειμερινή αφίσα του Στέλιου Ρόκκου, η μια εποχή διαδέχεται την άλλη, καθεμιά με το ύφος της, η κρίση δεν φανερώνεται παντού με την ίδια ένταση, με την ίδια μορφή. Το Σάββατο προ πάντων δεν φανερώνει τίποτε. Μόνο στο σούρουπο, μαζί με την υγρασία, μια κυριακάτικη μελαγχολία αρχίζει να απλώνεται ψιλή-ψιλή στα προάστια, στα μίνι μάρκετ που περιμένουν τους τελευταίους εργένηδες και στις ψησταριές που ανάβουν τα φώτα.

Το πρωί μες στην ανεμοθύελλα το μεγάφωνο έφερνε από νωρίς θρυμματισμένες ψαλμωδίες. Ενας ιεροκήρυκας ακουγόταν με διαλείψεις: ιταλική κατοχή, τουρκοκρατία, προδοσία. Προς το τέλος έψαλε τον Εθνικό Υμνο.

Στην μεγαλόπρεπη μεσαιωνική καστροπολιτεία όλα κλειστά· το φως της συννεφιασμένης Κυριακής ξέπλενε τη σκόνη του τουρισμού, οι γάτες κυριαρχούσαν στο πεδίο, εδώ κι εκεί ένας ανθρώπινος ήχος. Το μόνο ανοιχτό εστιατόριο μάς υποδέχτηκε με γαλανόλευκες επιγραφές και φωτογραφικά στιγμιότυπα σίξτις με Ωνάση, Μπιθικώτση, Μελίνα ― υπήρξε πράγματι αυτός ο κόσμος της αμεριμνησίας, της αισιοδοξίας, της άνοιξης; Από μια ολόκληρη εξηκονταετία ξεδιαλέγουμε μερικές δεκάδες ενσταντανέ, ασπρόμαυρα ή ektachrome, μια γελαστή επιφάνεια, με ντεκαποτάμπλ αυτοκίνητα, καΐκια, λευκά πουκάμισα, παντελόνια κάπρι, νιάτα, τραγούδια, όλα είναι τραγούδια και φιλμ. Δεν δάκρυζε κανείς στο βάθος; Ποιος να το πεί, αυτά δεν είναι ιστορία, είναι η ζώσα φαντασμαγορία για μεσήλικες, ακατανόητα λείψανα για τους νεαρούς.

Γευματίσαμε μόνοι, σαν να βρισκόμασταν σε αστική τραπεζαρία άλλου χρόνου, άλλου τόπου. Στα μεγάφωνα ένας θρηνώδης Πουλόπουλος σέβεντις, «μην του μιλάτε του παιδιού, αφήστε το να κλάψει», σαν να σχολίαζε την αναμμένη τηλεόραση με φόρους και πλειστηριασμούς. Ρευστά σέβεντις, χούντα, μπουζούκια και παντελόνια καμπάνα γέμιζαν τα κενά του τουρισμού· ένας χείμαρρος εσωστρέφειας και αναδίπλωσης πλημμύριζε επίμονα, αθόρυβα την άδεια πόλη, την άδεια χώρα.

Η ανεμοθύελλα συνεχιζόταν στη βαρύθυμη μητρόπολη. Στο λεωφορείο οι commuters είναι αποσυρμένοι στην κούραση, ισορροπούν ασταθώς με τα ακουστικά του smartphone στ’ αυτιά, ο ύπνος τους παίρνει το κεφάλι, μια τετράδα τριαντάρηδων περιγράφει με ένταση πώς κόπηκαν οι συντάξεις των γονιών τους, οι γραβάτες είναι λυμένες, το κραγιόν σβησμένο.

Ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του του πιάνεται. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα πιάνεται από τον τουρισμό. Η αυξημένη προσέλευση μεταφράζεται απεγνωσμένα σε σωτηρία της βαριά νοσούσας οικονομίας. Πράγματι, η αυξημένη δραστηριότητα μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερα έσοδα από φόρους, να προσφέρει εποχική εργασία, να κινήσει κάπως την λιπόθυμη αγορά μέσω των προμηθειών. Ωστόσο οι προσδοκίες δεν πρέπει να διογκώνονται, παρότι φέτος οι αφίξεις είναι περισσότερες και η σεζόν φαίνεται να επιμηκύνεται κατά τι.

Οι λόγοι για τη συγκράτηση των προσδοκιών είναι πολλοί. Ο πρώτος είναι ο ίδιος ο όγκος του τουριστικού εσόδου ως ποσοστό του ΑΕΠ: δεν αρκεί για να ανασχέσει την τρομακτική ύφεση. Με στοιχεία του 2010, από μελέτη του ΙΟΒΕ, ο τουρισμός συνεισέφερε το 15,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Σε αυτό το 15,1% πρέπει νε περιλάβουμε και τον εσωτερικό τουρισμό. Αν συνυπολογίσουμε τη συρρίκνωση του ΑΕΠ μετά το 2010, το ποσοστό ίσως είναι μεγαλύτερο, αλλά παράλληλα θα πρέπει να υπολογίσουμε και τη θεαματική μείωση του εσωτερικού τουρισμού, ιδίως πέρυσι και φέτος. Σε απόλυτους αριθμούς, το 2010 ο τουρισμός πρόσφερε στην εθνική οικονομία αμέσως περίπου 15,2 δισ., ενώ μαζί με τις έμμεσες επιδράσεις το συνεισφερόμενο ποσόν εκτιμάται στα 34,4 δισ. ευρώ.

Βλέπουμε άρα ότι τα 15 άμεσα ή και τα 34 άμεσα δισ. του 2010, όσο κι αν αυξηθούν, μπορούν να σώσουν μιαν ανάσα αλλά δεν μπορούν να αναστήσουν την ελληνική οικονομία. Ο τουρισμός μπορεί να βοηθήσει την εικόνα των κρατικών εσόδων, εφόσον οι διάφοροι φόροι υπολογίζονται από 1,4 έως το πολύ 2 δισ., αλλά δεν μπορεί να μηδενίσει τα ελλείμματα. Και αυτό βεβαίως μόνον εφόσον εισπραχθούν όλοι οι φόροι, κάτι που μένει να αποδειχθεί, στο μέτρο που πολλές επιχειρήσεις προσπαθούν πλέον να επιβιώσουν με κάποιας έκτασης φοροδιαφυγή.

Ακόμη και η αναμφίλεκτη προσφορά του τουρισμού στην απασχόληση, υπό τις παρούσες συνθήκες βαριάς ανεργίας, αναπόφευκτα περιορίζεται· δεν μπορεί να ανατρέψει την εικόνα. Αφενός, επειδή η εργασία είναι εποχική με μικρό χρονικό εύρος, αφετέρου, επειδή η ίδια η τραυματισμένη αγορά οδηγεί σε μαύρη εργασία, ανασφάλιστη και εκτός κανόνων. Ακόμη και με τις, μετά το μνημόνιο, ελαστικές συμβάσεις και τους μειωμένους μισθούς, η ανασφάλιστη εργασία και η κατάχρηση μαθητευομένων θάλλουν στην τουριστική βιομηχανία. Τέλος, σημαντικό μέρος των αναγκών στις μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις καλύπτεται με υπερπροσφορά οικογενειακής εργασίας, έως τελικής πτώσεως. Είναι κοινή γνώση άλλωστε στην τουριστική αγορά, ότι στη σύντομη σεζόν των 60-90 ημερών «μεροκάματο» βγαίνει μόνο με υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, τσίμπημα των τιμών και κάποια φοροδιαφυγή. Είπαμε «μεροκάματο», και κυριολεκτούμε: τα κέρδη άλλων εποχών δεν υπάρχουν. Η υπερφορολόγηση εσόδων, εργασίας και ακινήτων, μαζί με τη μηδενική ρευστότητα και την ανυπαρξία κάθε πιστωτικής γραμμής, οδηγούν αφεύκτως μόνο σε τέτοια επιχειρηματική δράση, στη μεθόριο της νομιμότητας. Κανείς ελεγκτικός μηχανισμός δεν μπορεί να φέρει εξομάλυνση σε μια στραγγισμένη αγορά.

Υπερένταση, λοιπόν. Και υπερτροφικές προσδοκίες. Το μπλακ άουτ της Σαντορίνης δείχνει τα όρια της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας, που επί δεκαετίες κινήθηκε ασχεδίαστα, χωρίς στρατηγική, χωρίς στόχους, χωρίς υποδομές, χωρίς ανάπτυξη νέων προϊόντων και αξιοποίηση των ποικίλων πλεονεκτημάτων της χώρας. Η σύνδεση των εποχικά ενεργοβόρων Κυκλάδων με το εθνικό ενεργειακό δίκτυο αναβάλλεται επί έτη, λόγω εταιρικών συμφερόντων και πολιτικής οκνηρίας ή πονηρίας. Το μπλακ άουτ ήταν προ πολλού αναμενόμενο στη Μύκονο, απλώς συνέβη πρώτα στη Σαντορίνη.

Μικρά και μεγάλα μπλακ άουτ συμβαίνουν κάθε καλοκαίρι σε όλα τα τουριστικά νησιά, χρόνια τώρα: στην ηλεκτροδότηση, στα σκουπίδια, στην ύδρευση, στο οδικό δίκτυο, στα λιμάνια. Η εντεινόμενη πίεση στον τουρισμό, υπό το βάρος μιας καταρρέουσας εθνικής οικονομίας, αντί για εκπλήρωση προσδοκιών μπορεί να φέρει τραύματα και ζημίες.

Η αυγουστιάτικη ανταρσία των Υδραίων κατά των φοροεισπρακτόρων του ελληνικού κράτους θυμίζει, υπό κλίμακα βεβαίως, την ανταρσία των Υδραίων το καλοκαίρι του 1831. Και τότε χρήματα ζητούσαν οι Υδραίοι, με επικεφαλής τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Λάζαρο Κουντουριώτη, από το πάμπτωχο κράτος που μόλις είχε συσταθεί. Ζητούσαν αποζημιώσεις για τους αγώνες τους και διατήρηση του νατυικού μονοπωλίου και των προνομίων τους επί του Αιγαίου. Και για την επίτευξη των σκοπών τους, δεν δίστασαν να βυθίσουν δύο νεότευκτα πλοία του εθνικού στόλου, τη φρεγάτα Ελλάς και την κορβέτα Υδρα: ο ίδιος ο ναύαρχος Μιαούλης, ο ήρωας του Αγώνα, τα πυρπόλησε μέσα στο λιμάνι του Πόρου. Ηταν 1η Αυγούστου 1831.

Από την ίδια αντινομική παράδοση ηρώων και καθαρμάτων αντλούν οι σημερινοί Υδραίοι, οι ναύαρχοι του τουρισμού. Πρόκειται για μια παράδοση αυτοδιοίκησης και καχυποψίας προς την κεντρική διοίκηση, είτε είναι οθωμανική είτε είναι ελληνική· πρόκειται για παράδοση ελεύθερου εμπορίου που εκτείνεται ώς το κοντραμπάντο, την πειρατεία και το κούρσο. Και βέβαια είναι παράδοση που θεμελιώνεται πάνω σε συμπαγή και μεγάλα συμφέροντα μιας τάξης κυρίαρχων. Η ανταρσία εκδηλώνεται όταν ακριβώς απειλούνται τα συμφέροντα και η κυριαρχία. Αυτή η παράδοση, ολοζώντανη και κραταιά το 1831, οδήγησε στην ανταρσία των Υδραίων κατά του «Ελληνικού» και του Καποδίστρια.

Στις σημερινές συνθήκες, τα μεγάλα συμφέροντα, όπως των καραβοκυραίων προεστών Μιαούλη και Κουντουριώτη, εκδηλώνονται αλλιώς έναντι του κράτους: το αλώνουν με άλλα μέσα, από μέσα, χωρίς πυρπολήσεις. Και το κράτος, συνήθως, υποχωρεί και ηττάται, διότι οι λειτουργοί του και οι ηγέτες του δεν έχουν το σθένος του Καποδίστρια, ή επειδή ακριβώς δεν θέλουν να έχουν την τύχη του Καποδίστρια.
Η ισονομία είναι η πρώτη ουσιώδης απώλεια σε αυτό τον πόλεμο. Προς αναπλήρωσιν της απωλεσθείσας ισονομίας οι ηττημένοι και εξαχρειωμένοι άρχοντες προσφέρουν και στους αδύναμους, που παρακολουθούν από κοντά άγρυπνοι και λαίμαργοι, τη δυνατότητα της μερικής ή καθολικής ανομίας, τη δυνατότητα της αμοιβαίας εξαχρείωσης. Ο μεγάλος αφαιρεί τη μεγάλη λεία από τον δημόσιο χώρο, και μένει ατιμώρητος, νικητής. Το κράτος εξευτελίζεται. Ταυτοχρόνως ο μικρός κλέβει ό,τι φτάνει το χέρι του: κλέβει τον ΦΠΑ, κλέβει το ΙΚΑ, κλέβει μερικά μέτρα δημόσιας γης, καταπατά ακτές, πυρπολεί δάση, μολύνει ύδατα, μπαζώνει ρεματιές. Ο,τι δεν του ανήκει είναι είτε λεία είτε εχθρικός στόχος.

Στα προκεχωρημένα οχυρά της εθνικής βιομηχανίας τουρισμού, της αχανούς παράγκας πάνω σε καταπατημένους αιγιαλούς, η ανταρσία των φοροφυγάδων της Υδρας, και κάθε φοροφυγά, τελείται σαν φάρσα, σαν τραγωδία. Και σαν αυτοκτονία: Διότι εντέλει δεν στρέφεται εναντίον του αχρείου, αναξιόπιστου και λεηλατικού κράτους, που είναι πράγματι τέτοιο εξαιτίας των αρχόντων και των εκλεκτόρων τους, αλλά εναντίον του πυρήνα και της υπόστασης του κοινού χώρου, του κοινού καλού, του κοινού συμφέροντος, της πατρίδας που ελευθερώθηκε με αίμα και κρατήθηκε με αίμα. Ο Καραγκιόζης γκρεμίζει την παράγκα του.

Χθες η Αθήνα του καύσωνα αλλού ήταν άδεια σαν αυγουστιάτικη κι αλλού ήταν πηγμένη κατακίτρινη, από ταξί απεργούντα. Αδεια-γεμάτη, παντού εν συγχύσει. Κίτρινες θύελλες στο λιμάνι και στο αεροδρόμιο, αλλά οι ταξιδιώτες έστεκαν ανήμποροι στο λιοπύρι, εφόσον δεν γνώριζαν ή δεν εξυπηρετούνταν από τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Οι ταξιτζήδες διαμαρτύρονταν για το λεγόμενο “άνοιγμα” του επαγγέλματος, ουιαστικά για την απελευθέρωση των αδειών ταξί. Η διαμαρτυρία τους πήρε μορφή αναμενόμενη: με τα οχήματά τους προκάλεσαν έμφραγμα σε ορισμένους κόμβους. Οι αντιδράσεις ανάμικτες. Αφενός, αδράνεια, μια παράξενη αδιαφορία, σχεδόν μοιρολατρική· όλα έχουν συμβεί τον τελευταίο χρόνο. Ενημερωμένοι οι επιβιωτές της τρελοαθήνας, απέφευγαν συμφορημένους κόμβους, μετέθεταν ή ακύρωναν δουλειές στις καυτές ζώνες, αυτοσχεδίαζαν, εντέλει σιχτίριζαν κουρασμένα τους μάλλον αντιπαθείς, καίτοι πενόμενους πλέον, ταρίφες και συνέχιζαν τον συνήθη βίο μετ’ εμποδίων.

Η άλλη αναμενόμενη αντίδραση: βλάπτεται ο τουρισμός. Πράγματι βλάπτεται. Αλλά πόσα άλλα έχουν ήδη βλαφθεί και πόσα περισσότερα ακόμη θα βλαφθούν στα δύσκολα χρόνια πυο έρχονται… Η επωδός περί βλαπτόμενου τουρισμού, μαζί με τη νεύρωση «βλάπτεται η εικόνα της χώρας», απηχεί τον τρόπο που βλέπουμε τη χώρα, παραγωγικά, οικονομικά, υπαρξιακά: σαν τουριστικό προορισμό, και σαν βιτρίνα αδιατάρακτη, τακτοποιημένη, με γαλήνια μανεκέν και ζωηρές ταμπελίτσες τιμών και προσφορών. Λες και όλος ο παραγωγικός ιστός, όλος ο δημόσιος βίος, όλη η Ελλάδα, περιστρέφονται γύρω από τον τουρισμό, λες και ο τουρισμός από μόνος του μπορεί να απαντήσει στις αγωνιώδεις ανάγκες της χρεοκοπημένης χώρας, λες και είναι ο τουρισμός το μόνο και κυρίαρχο αναπτυξιακό πεδίο. Δεν είναι.

Η τουριστική δραστηριότητα αποδίδει σήμερα περίπου το 15,5-16% του ΑΕΠ, με προοπτική να φτάσει το 21-22% μετά δέκα χρόνια. Και απορροφά και το 18% του εργατικού συναμικού. Αυτό είναι. Σημαντικό πολύ αλλά οριακό. Το 84% του ΑΕΠ προέρχεται από άλλες δραστηριότητες. Ωστε η μόνιμη ανησυχία για τη διαταραχή του τουρισμού οφείλεται εν μέρει στην υπερβολικά έντονη εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού και εν πολλοίς στις υπερβολικά μεγάλες προσδοκίες για τις σωτήριες επιδόσεις του. Η ανησυχία τρέφεται επίσης από την επίγνωση της χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών και της ασυνεχούς, ασυνάρτητης πολιτικής τουρισμού, στο όριο της αυτοδυσφήμησης: αυτά είναι η πραγματική, διαρκής ζημιά.

Μα είπαμε νωρίτερα: το πήραμε απόφαση, ο βίος μας κυλά μετ’ εμποδίων, αργά, βασανιστικά, με αυτοσχεδιασμούς επιβίωσης και τελετουργικά σιχτιρίσματα.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.899 hits