You are currently browsing the tag archive for the ‘ελίτ’ tag.

Κάτι έχει αλλάξει. Το νιώθεις στον αέρα, το αντιλαμβάνεσαι στην κίνηση των ανθρώπων στο δρόμο, στις συναλλαγές στα μαγαζιά, το νιώθεις στις συνομιλίες με ανθρώπους προερχόμενους από ποικίλες τάξεις και επαγγέλματα. Στο τυπικό «πώς πάνε τα πράγματα» η συνέχεια της συζήτησης δεν είναι μια πρόβλεψη, αλλά καταρχάς η πανθομολογούμενη διαπίστωση πως «έτσι δεν πάει άλλο». Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ξέρει πώς είναι το αλλιώς, εντούτοις όλοι συμφωνούν ότι έτσι δεν πάει, δεν οδηγεί πουθενά. Και πολλοί τείνουν να αποδεχθούν ότι οποιαδήποτε άλλη πορεία είναι προτιμότερη έναντι της ακολουθούμενης.

Το πιο ουσιαστικό στοιχείο όμως, σε αυτή τη διάχυτη αίσθηση αλλαγής κλίματος, είναι ότι πολλοί Ελληνες περνούν βαθμηδόν από το στάδιο της ατομικής διάσωσης με κάθε τρόπο, στο στάδιο της επίγνωσης ότι κάτι πρέπει να γίνει από κοινού, συλλογικά· κι αυτό το κάτι να είναι ριζικό, άμεσο και δραστικό, προκειμένου να ανακοπεί η καταστροφή. Πολλοί, ακόμη και όσοι δεν έχουν πληγωθεί βαριά από την κρίση, αναγνωρίζουν την ανάγκη μιας ριζικά άλλης προσέγγισης των προβλημάτων και των προκλήσεων· η τριετής εμπειρία υποδεικνύει ότι οι συμβατικοί τρόποι όχι μόνο δεν επιλύουν αλλά καταστρέφουν όλο και βαθύτερα.

Η επίγνωση φτάνει ακόμη πιο μακριά: όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι πολλές από τις επώδυνες αλλαγές που έχουν συμβεί στην καθημερινή ζωή και τη δημόσια σφαίρα, δεν είναι αναστρέψιμες ― τουλάχιστον όχι άμεσα και όχι εύκολα. Αναγνωρίζεται άρα ότι η απόλυτη προτεραιότητα είναι η σταθεροποίηση της παρούσας κατάστασης, να σταματήσει τουλάχιστον η καταστροφή. Αναγνωρίζεται επίσης ότι η ανάκτηση πόρων και επιπέδου διαβίωσης θα είναι αργή, κοπιώδης και πρό πάντων ότι θα απαιτήσει άλλη οργάνωση του οικονομικού και κοινωνικού βίου.

Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αυτές τις παραδοχές και την αναδυόμενη νέα επίγνωση τις εντοπίζουμε περισσότερο στα πιο μορφωμένα μέλη της μεσαίας τάξης· ίσως επειδή αυτή η τάξη πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη, όχι μόνο κατά την υλική συνθήκη, αλλά και ψυχολογικά-διανοητικά: σε ελάχιστο χρόνο και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο, της αμφισβητείται ακόμη και το δικαίωμα να υπάρχει. Στην Ελλάδα η μεσαία τάξη αναπτύχθηκε κοπιαστικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών, και η αποσάθρωσή της συντελείται σε διάστημα τριών ετών. Ου μην αλλά: από τη μεσαία τάξη του τελευταίου μισού αιώνα προέρχονται οι πιο μορφωμένες νέες γενιές του 20ού αιώνα και τα δυνάμει στελέχη της ελίτ του 21ου αιώνα. Η βίαιη ανακοπή αυτού του κοινωνικού ρεύματος ισοδυναμεί με εθνικό αυτοκρωτηριασμό, με αυτοκτονία.

Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται να αναδύεται εντονότερα η τάση για πολιτική ανατροπή, για υπέρβαση, για πανεθνική συστράτευση. Ο εντός συνόρων ελληνισμός αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, επιβίωσης υλικής αλλά και επιβίωσης συλλογικής, με όρους συντεταγμένου κοινωνικού και πολιτικού βίου. Οι διοικούσες ελίτ έχουν αποτύχει πολλαπλώς και κατ΄εξακολούθησιν, πρακτικά, πνευματικά και ηθικά· στην παρούσα δε φάση γεννούν κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και για την ειρηνική συνύπαρξη πληγωμένων ετερόκλητων ομάδων του πληθυσμού. Απαιτούνται άλλες ηγετικές ελίτ, με άλλες νοοτροπίες, άλλο πολιτικό ήθος, άλλες προσεγγίσεις της ιστορικής συγκυρίας. Η Ελλάδα έχει μεταβεί σε άλλη ιστορική πίστα, σε ένα ολισθηρό πρανές γεμάτο κινδύνους. Αυτό έχουν καταλάβει οι περισσότεροι Ελληνες, και γι’ αυτό είναι πρόθυμοι να ρισκάρουν μιαν αλλαγή.

O Ζαν Κλωντ Γιούνκερ επανέλαβε χθες μια πικρή διαπίστωση για τους Ελληνες: ότι πολλοί πλούσιοι δεν φέρονται πατριωτικά σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που περνάει η χώρα. Παρόμοια έχουν πει κατά καιρούς όλοι σχεδόν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, με προεξάρχοντες την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ και τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε, αλλά και ο Γάλλος πρωθυπουργός Ερώ και ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ.

Οι βολές των Ευρωπαίων κατά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της Ελλάδος πυροδοτούνται από γνώση συγκεκριμένων πράξεων και παραλείψεων. Γνωρίζουν περισσότερα από όσα λέγουν φανερά· γνωρίζουν λ.χ. τι πληροφορίες έχουν προσφέρει στις ελληνικές κυβερνήσεις για την πάταξη της μεγάλης φοροδιαφυγής και της έκνομης φυγής κεφαλαίων, και γνωρίζουν τι δεν έχει γίνει. Η δυσπιστία άρα που δείχνουν είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη: στρέφεται κατά των συνομιλητών τους, των Ελλήνων ηγετών, τους οποίους παρακολουθούν κατάπληκτοι να μην υπερασπίζονται λυσιτελώς τους συμπατριώτες τους, αλλά απεναντίας να τους επιβάλλουν άδικη και ατελέσφορη οριζόντια λιτότητα.

Η πρωτοφανής αιτίαση για έλλειψη πατριωτισμού αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα όταν προέρχεται από τον Ζ. Κλ. Γιούνκερ, τον φιλέλληνα ηγέτη του Λουξεμβούργου, έναν βετεράνο ευρωπαϊστή πολιτικό που γνωρίζει νοοτροπίες και πρόσωπα σε βάθος χρόνου. Την πικρή του κουβέντα άλλωστε συνόδευσε μια θερμή δήλωση φιλίας και υποστήριξης των Ελλήνων, και μια εξίσου βαρύνουσα κρίση για το περίφημο χάσμα Βορρά-Νότου στους κόλπους της Ευρώπης. «Η ΕΕ και η Ευρωζώνη θα ήταν ατελής χωρίς την Ελλάδα. Έχουμε γίνει αλαζόνες. Δεν γνωρίζουμε ιστορία. Δεν συμπαθούμε αυτούς που δεν είναι σαν εμάς… Αυτοί που βρίσκονται στον Βορρά και θεωρούν ότι είναι ενάρετοι, θα πρέπει να κοιτάξουν τα δικά τους δημοσιονομικά στοιχεία. Από την άλλη, οι χώρες του Νότου έχουν κάνει μεγάλες προσπάθειες για να ενταχθούν στην ΕΕ. Οι χώρες του Βορρά δεν είναι περισσότερο ενάρετες από τις χώρες του Νότου.»

Τα λόγια του έμπειρου και νηφάλιου Γιούνκερ είναι ό,τι θα περίμενε κανείς να ακούσει από έναν Ελληνα ηγέτη· εγκαρδιώνουν έναν λαό που στενάζει όχι μόνο από τις υλικές θυσίες αλλά και από τη στερεοτυπική λοιδορία και υποτίμηση, την εχθρότητα και την έλλειψη κατανόησης εντός της Ευρώπης. Αυτό άλλωστε είναι το χάσμα που πληγώνει την Ευρώπη: η έλλειψη κατανόησης, η αλαζονία, η αμοιβαία δυσπιστία, ο ανιστόρητος ηγεμονισμός σε συνδυασμό με την εξίσου ανιστόρητη εθελοδουλία. Ο Γιούνκερ, προερχόμενος από μια μικροσκοπική χώρα, υπενθυμίζει την κοινή μοίρα ισχυρών και αδυνάτων εντός του ευρωπαϊκού ολοκληρώματος: η Ελλάδα χρειάζεται την Γερμανία και την Ευρώπη, αλλά και η Γερμανία χρειάζεται την Ελλάδα, η Ευρώπη χρειάζεται την Ελλάδα, ιστορικά, γεωπολιτικά, στρατηγικά, οικονομικά· και την χρειάζεται ελεύθερη, ακέραιη, με αξιοπρεπείς, δημιουργικούς πολίτες.

Ακούω κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Σκοτεινές, θρηνώδεις, πληκτικά επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις πάνω στο ναρκωμένο σώμα της Ελλάδας, από τα βάθη του χρόνου, καλοκαίρι-φθινόπωρο 2007, άνοιξη 2009, όταν όλα έβαιναν ομαλώς, χωρίς φανερούς γκρεμούς, σχεδόν χωρίς κατήφορο.

Σκαλίζοντας αρχεία, έπεσα πάνω σε ξεχασμένα μουρμουρητά, και κατεπλάγην: ήταν σαν σήμερα, τόσο δυσοίωνα. Μοντάρω πλάνα από παλιά ζουρνάλ:

1.

Ασύμμετρη Ελλάδα. Που κάνεις λαμπρούς Ολυμπιακούς, το 2004, με μια μονάχα πυρκαγιά απ’ τα πυροτεχνήματα του πάρτι, και λαμπαδιάζεις συγκλαδοκορμόριζη δύο μήνες ατέλειωτους προεκλογικούς, το μαρτυρικό καλοκαίρι 2007. Ιδια είσαι τότε και τώρα; Ιδια, άνιση, αντιφατική, μοιραία, ικανή για το άλμα, ικανή για την καταβύθιση.

Ασύμμετροι Ελληνες. Ράθυμοι καταφερτζήδες, κυνικοί ατομιστές, που εξυψώσατε την ατσιδοσύνη και κλείσατε το μάτι στη λαμογιά, που προσκυνήσατε την καταπάτηση και τη βαφτίσατε real estate, που ζηλέψατε τον μαυραγορίτη και τον φοροκλέφτη, που τιμήσατε με την ψήφο σας τον φαύλο και ανεχθήκατε υστερόβουλα τον ανάξιο. Μοιραίοι και άνισοι, που δεν στέρξατε να προσφέρετε ψίχουλο στο Κοινόν των Ελλήνων, μα τα ζητάτε όλα από το κράτος-πατερούλη και εκμαυλιστή.

Ασύμμετρε συνέλληνα, συμπολίτη, συνάνθρωπε, ας αφουγκραστούμε τώρα τη σιωπή της φρυγμένης γης. Νιώθουμε τη στάχτη της ξεκούρδιστης κοινωνίας, βλέπουμε στις οθόνες ανδρείκελα, κομμένες κεφαλές, διαρκείς υπομνήσεις της ενοχής, της δικής τους, και του δικού μας μικρού μερδικού.

Ας σκεφτούμε ποιοι είμαστε, εδώ που φτάσαμε.

[28.08.2007]

2.

Το πλήθος σαλεύει. Αντιδρά. Φορά μαύρα. Στέλνει sms. Αναζητεί την απολεσθείσα συλλογικότητα, το χαμένο σώμα, και το βρίσκει πρόχειρο, ψηφιοποιημένο ήδη, στο address book του κινητού και του λάπτοπ: το τέτοιο συλλογικό σώμα είναι απελπιστικά ρικνό, μια σκιά, είναι ουσιαστικά η παρέα και οι γνωστοί, αλλά είναι το μόνο ίσως σημείο εκκίνησης για την επανεύρεση του συλλογικού παιχνιδιού. Και μπορεί να πολλαπλασιαστεί, να πάει μακριά, σαν αλυσίδα από φρυκτωρίες. Οταν τα νεωτερικά δίκτυα ξεμένουν από σήμα, τα μεταδίκτυα συγκροτούνται ξαναβρίσκοντας το αρχαϊκό φλόγα-με-φλόγα, σώμα-με-σώμα.

Η μεσαία Ελλάδα δυσφορεί. Ξεφυσάει, σιχτιρίζει. Μα όπου κι αν στραφεί, αντικρίζει τοίχους. Εχασε την πίστη, έχασε τον λόγο. Η πίστη έγινε δεισιδαιμονία, έγινε φανατισμός· ο λόγος έχασε την κριτική του δύναμη, έγινε εργαλειακός, έγινε σύμβαση και χειραγώγηση. Η πολιτική διεξάγεται με αναθέσεις σε εργολάβους, με outsourcing. Η έκλειψη όλων αυτών επιτείνει τη δυσφορία. Κενό. […]

Σηκώστε τον ποδόγυρο! Διαπλέουμε τη Μεταδημοκρατία της Δυσφορίας…

[09.09.2007]

3.

Το περίβλημα στέκει όρθιο. Από μέσα όμως συντελείται διαρκώς μια εσωτερική κατάρρευση. Ενας φλοιός μάς συνέχει· η ψίχα φυραίνει αδιάκοπα. Η ψίχα είναι η ψυχή, η συλλογική ψυχή. Που δεν είναι πια ούτε ψυχή ούτε συλλογική […]

Η πολιτική ελίτ αιωρείται μέσα στο περίβλημα, στο κενό της κατάρρευσης, αυτονομημένη από το κοινωνικό σώμα, αυτονομημένη από τις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνίας, κινούμενη μόνο βάσει των δικών της ιδιοτελών αναγκών, κινούμενη αποκλειστικά για την αυτοαναπαραγωγή της. […]

Οικονομική ελίτ: εν μέρει παρασιτική, εν μέρει υπερεθνική, εν όλω προσοδοθηρική, και σε κάθε περίπτωση ελάχιστα αναπτυξιακή και ριψοκίνδυνη. Η χώρα αντιμετωπίζεται ως πεδίο άντλησης κέρδους και σπανίως ή ποτέ ως δημόσιος χώρος που πρόσφερε ευκαιρίες κερδοφορίας και αξίζει άρα να του επιστραφεί μέρος του κέρδους. Κατάρρευση. Η γνώση των ασυμμετριών, λειψή και στρεβλή το συχνότερο, εκβάλλει πάντα στην πίκρα, στον φθόνο, τη μνησικακία, τη μεμψιμοιρία, τη μοιρολατρική αποδοχή της κατάρρευσης.

Ηττημένος χωρίς μάχη, ο πολίτης μέμφεται και ταυτοχρόνως φθονεί τους προνομιούχους κατεδαφιστές, αυτούς που έχουν το προνόμιο να επιζούν ενώ τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Η μνησικακία όμως ή η διάχυτη μικροδιαφθορά δεν σώζει· δεν προσφέρει αυτοπεποίθηση, πίστη, ελπίδα, δύναμη για να αντιστραφεί η διαδικασία της κατάρρευσης. Ετσι, την κατάρρευση πυροδοτεί κάθε πλευρά: η αυτοαναφορική, σχεδόν αυτιστική πολιτική ελίτ, η προσοδοθηρική, σχεδόν μοχθηρή οικονομική ελίτ, η παραλυμένη από φόβο μεσαία τάξη, τα κατώτερα στρώματα εξουθενωμένα προ πολλού από την ανέχεια και την αμάθεια, ακόμη και η νεολαία που βλέπει το μέλλον της διαψευσμένο και μαύρο προτού καν δοθεί της ζωής.

Χωρίς στοιχειώδη αυτογνωσία, χωρίς αυτοπεποίθηση και στρατήγημα, αυτή η πολυσθενής κοινωνία κινείται φυγόκεντρα και αντινομικά, κανιβαλίζεται […] παράγει κατάρρευση· την κατάρρευσή της.

[18.04.2009]

Τον Δεκέμβριο του 2010, όταν οποιαδήποτε συζήτηση περί κουρέματος του χρέους αντιμετωπιζόταν περίπου ως προδοσία, παρότι το PSI Plus μαζί με το Μνημόνιο ΙΙ ήταν μερικούς μόνο μήνες μακριά, διαπιστώνοντας τους κινδύνους από τις λυσσώδεις μάχες για κατάργηση της τότε αντιπολίτευσης, γράφαμε:

«Η ελληνική κοινωνία πάσχει, εκτός των άλλων, από ακινησία των ελίτ, οι οποίες ράθυμες και αυτάρεσκες αυτοαναπαράγονται σε κλειστό κύκλωμα και παράγουν παρακμή. Η κρίση και η αντιπολίτευση στις ελίτ που παράγουν/διαχειρίζονται την κρίση, μπορούν να ανανεώσουν τις ελίτ, και να αναδιατάξουν τις δυνάμεις προς όφελος των μεγάλων μαζών που βρίσκονται εκτός εξουσίας.
»Εδώ ας θυμηθούμε τον περίφημο πολιτικό στοχαστή Τζέιμς Μπέρναμ: “Η ύπαρξη αντιπολίτευσης συνεπάγεται την ύπαρξη ρήγματος στην άρχουσα τάξη. Εν μέρει ο αγώνας που διεξάγεται μεταξύ των τμημάτων της άρχουσας τάξης είναι εσωτερικός. Ελιγμοί και ίντριγκες συμβαίνουν διαρκώς στην πορεία της συνεχούς θεσιθηρίας. Ομως όταν η αντιπολίτευση είναι δημόσια, αυτό σημαίνει ότι οι συγκρούσεις δεν μπορούν να λυθούν μόνο με εσωτερικές αλλαγές στην υπάρχουσα ελίτ.”»

Το κυρίαρχο αφήγημα (μάλλον: κυρίαρχη δοξασία) τότε ήταν μια κυβέρνηση προθύμων για εθνική σωτηρία με εργαλείο τη μόνη λύση, δηλαδή το Μνημόνιο. Πράγματι μια τέτοια κυβέρνηση συγκροτήθηκε τον Νοέμβριο του 2011, καρατομώντας τον Γ. Παπανδρέου και ρυμουλκώντας τον απρόθυμο Α. Σαμαρά και τον πρόθυμο Γ. Καρατζαφέρη. Ετσι όμως, όχι μόνο εξουδετερώθηκε η μείζων αντιπολίτευση, αλλά ισοπεδώθηκαν και όλα τα αναχώματα: αφενός, προς τον ακροδεξιό αντισυστημισμό με ναζιστικό πρόσημο, που ήδη είχε ξεμυτίσει στις δημοτικές εκλογές, αλλά και προς το λαϊκιστικό κύμα που φούσκωνε στις πλατείες των αγανακτισμένων. Προφανώς το πολιτικό σύστημα σε εκείνη τη φάση, δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στην ασφυκτική, άφρονα πίεση του ξένου παράγοντα. Κι επίσης δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει τη δυναμική των αγανακτισμένων: πώς αυτή η οργή θα εκφραζόταν στο πολιτικό πεδίο.

Το αποτέλεσμα της τύφλωσης το είδαμε στην κάλπη της 6ης Μαΐου: Οι συγκρούσεις δεν μπόρεσαν να αφομοιωθούν μόνο με εσωτερικές αλλαγές στις κυβερνώσες ελίτ. Τα κόμματα του Μνημονίου σαρώθηκαν· μαζί τους θρυμματίστηκε το θεμέλιο σχήμα κυβέρνηση-αντιπολίτευση όπως εκφραζόταν από τα πρώην μεγάλα κόμματα. Το κενό της δομικής αντιπολίτευσης κατέλαβε ορμητικά ο ΣΥΡΙΖΑ καταρχάς, ακολουθούμενος από τους Ανεξάρτητους Ελληνες, το ΚΚΕ και τη Χρυσή Αυγή. Εξ αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις ριζοσπαστικές-ρεφορμιστικές του εξαγγελίες, μπορεί να θεωρηθεί το πιο συστημικό, ορθολογικό και φιλοευρωπαϊκό κόμμα, αυτό που ένεκα και της εκλογικής του επίδοσης, θα πρωταγωνιστήσει, ως μείζων αντιπολίτευση ή και ως (συν)κυβερνώσα δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, άρα, ο ΣΥΡΙΖΑ αφενός πληροί το δομικό ρήγμα, που κατέλειπε η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, αφετέρου λειτουργεί πλέον ως καταλύτης για αναδιάταξη και ανανέωση των ελίτ· έτι περαιτέρω, προσφέρει μια δυνατότητα για λυσιτελέστερη, με πολιτικά ειρηνικά μέσα, έκφραση των μαζών που αισθάνονται αποκλεισμένες και απειλούμενες. Στις 17 Ιουνίου θα δούμε πώς θα κρυσταλλωθούν περαιτέρω οι αναδιατάξεις.

Η αυριανή εκλογική αναμέτρηση είναι μια μόνο στιγμή σε μια αλυσίδα ιστορικών τεκτονικών μετατοπίσεων που λαμβάνει χώρα αδιαλείπτως από το 2008. Από τις πρώτες ημέρες του κραχ στη Γουόλ Στριτ έως την απειλή κατάρρευσης στα πιο αδύναμα κράτη.

Η κρίση ―ουσιαστικά, πτώχευση― της χώρας μας ανέδειξε μεμιάς όλες τις αδυναμίες της παραγωγής και τις παθογένειες του κράτους, αλλά έδειξε επίσης την τραγική ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί στοιχειωδώςτα έκτακτα και να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές.

Ετι περαιτέρω, είδαμε ότι οι ελίτ και τα προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού ήσαν πνευματικά ανέτοιμοι και ανίσχυροι να συλλάβουν τη σφοδρότητα και τις νέες ποιότητες της κρίσης. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, ακαδημαϊκοί, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, μάνατζερ, στη συντριπτική πλειονότητα αναλώθηκαν σε επιμέρους αναλύσεις, λιγότερο ή περισσότερο ορθές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνέκλιναν στη συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου διάσωσης.

Ουσιαστικά το μόνο σχέδιο ενώπιον της κρίσης ήταν το Μνημόνιο, καταρτισμένο από ξένους, βάσει έτοιμων γενικών πατρόν. Ακόμη και σήμερα, δυόμισι χρόνια από την πρώτη έκρηξη, η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να εκπονήσει δικό της σχέδιο ανάταξης, στημένο πάνω σε υπαρκτές δυνάμεις και αδυναμίες. Ετσι, όλη η πολιτική ενέργεια παρήχθη ως ρητορική υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου· όχι ως σκέψη και πράξη για κατανόηση και υπέρβαση της κρίσης, και ακολούθως ως πράξη για ανάταξη και αναγέννηση της χώρας με ιστορική προοπτική. Πολλώ μάλλον που το Μνημόνιο δεν εγγυάται, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή του, ότι θα οδηγήσει τη χώρα μακριά από την καταστροφή.

Στην κάλπη θα αποτυπωθούν πολιτικά ο θυμός, ο φόβος, η απόγνωση, οι λαχτάρες του σώματος. Η κάλπη όμως δεν μπορεί να γεννήσει το σχέδιο, την πειθώ, την έμπνευση, τη ζωτικότητα, τον πραγματισμό, που απαιτούνται για τη διάσωση: αυτά παραμένουν κατεπειγόντως ζητούμενα, για εκλογείς και εκλεγμένους.

H χθεσινή κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών και η επιστροφή του δείκτη του Χρηματιστηρίου σε επίπεδα 1993 δείχνει τι περίπου μπορούμε να περιμένουμε για το ορατό μέλλον, στο οικονομικό πεδίο. Είκοσι χρόνια πίσω, στα χρόνια της τότε κρίσης χρέους και της τότε δημοσιονομικής προσαρμογής, με την ασθενή δραχμή σαν εργαλείο, χωρίς χρεοκοπία όμως, χωρίς επαχθή διακρατικό δανεισμό και χωρίς τη βίαιη εξάρθρωση της κοινωνίας που συμβαίνει τώρα.

Η κυβέρνηση Γ.Α. Παπανδρέου δεν αντιλαμβάνεται όμως την πραγματικότητα όπως την προεξοφλούν οι αγορές και όπως τη βιώνει οδυνηρά ο κόσμος. Ο πρωθυπουργός, εξουθενωμένος και σιωπηλός πια, παρακολουθεί τους Ευρωπαίους ομολόγους του να καθορίζουν το μέλλον της Ελλάδας ερήμην του και ερήμην μας. Ο δε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Βαγγέλης Βενιζέλος, με ένα ιδιότυπο μείγμα κυνισμού και απογνώσεως, προσδιόρισε το επίπεδο τρέχουσας φτωχοποίησης του ελληνικού λαού: το έτος 2004.

Ο λαλίστατος κ.Βενιζέλος, ακριβώς εξαιτίας της ρητορικής του αυταρέσκειας, διέπραξε γκάφα δεινή. Το 2004, υλικά, είναι πολύ ανώτερο του 2011, πρωτίστως κατά τους δείκτες απασχόλησης και ανάπτυξης. Οι Ελληνες δεν επιστρέφουν στο κοντινό 2004· σε ορισμένα πεδία, όπως λ.χ. στην απασχόληση, καταβαραθρώνονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60.

Συμβολικά, το 2004 ήταν το μεσουράνημα της αισιοδοξίας ― επίπλαστης, φουσκωμένης από υπερβολικές προσδοκίες και από την μεγαληγορία των πολιτικών ταγών περί ισχυρής Ελλάδος του ευρώ, των swaps, της δημιουργικής λογιστικής, της χρηματιστηριακής ευφορίας, του εύκολου δανεισμού. Το 2004 η Ελλάδα ήταν το εργοτάξιο της Ολυμπιακής Φρενίτιδας, της μόνης και τελευταίας ιδέας που συνέλαβε η άξεστη εγχώρια ελίτ. Ηταν η ιδέα που υπηρέτησαν αγογγύστως οι ιερείς του εκσυγχρονισμού, κι αυτή η ιδέα υλοποιήθηκε με κρατικό χρήμα, με δανεικά, αυτά που πληρώνουν τώρα ενοχοποιημένοι συνταξιούχοι, μισθωτοί και επαγγελματίες.

Ηταν μεθυσμένο το καλοκαίρι του Euro 04 και της τελετής έναρξης, με τι-σερτ Hellas. Οι Ελληνες δεν κοιτούσαν λογαριασμούς, δαφνοστεφείς έπιναν από κούπες πρωταθλητών και άκουγαν «εφκαριστούμε Ελλάντα» από τα χείλη αυτών που τώρα καταριούνται τους πονηρούς τεμπέληδες του Νότου.

Λάθος χρονολογία διαλέξατε, κ. Βενιζέλο. Μπορεί όμως και να λέτε εμμέσως μιαν αλήθεια: το 2004, η κορωνίδα της ανεμελιάς και της αισιοδοξίας, ενέκλειε ήδη τον σπόρο της καταστροφής. Οι Ελληνες είχαν παραδοθεί στα διακοποδάνεια, στα ΙΧ με άτοκες, στην απληστία, είχαν παραδώσει τα κλειδιά της δημοκρατίας στους φαύλους και τους κλεπτοκράτες, ζούσαν τη ζωή τους σαν ξέσαλο μεσημεριανάδικο. Ομως εσείς, σαν πολιτική τάξη, ιθύνουσα τότε και τώρα και από πολύ πριν, στήσατε εκείνο τον ορίζοντα προσδοκιών, εκείνο τον φενακισμό, εκείνο το ψέμα, διαβρώσατε κράτος και θεσμούς, αξίες, ήθη και ψυχές, εκθρέψατε διαπλεκόμενους και κλεπτοκράτες. Το χρυσωμένο ψέμα του 2004 σωρεύει τώρα ερείπια: αυτή, ναι, είναι η αλήθεια.

Η υπαγωγή της χώρας στις προβλέψεις και την πειθαρχία του Μνημονίου των δανειστών της, προκειμένου να αποφύγει την χρεοκοπία στο βραχύ μέλλον, προκάλεσε βίαιη αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Από τη μια πλευρά βρέθηκε η κυβέρνηση του σοσιαλιστικού κόμματος, που υπέγραψε το Μνημόνιο. Μαζί της βρέθηκαν το ακροδεξιό-λαϊκό κόμμα ΛΑΟΣ και η συντηρητική-νεοφιλελεύθερη βουλευτής Ντόρα Μπακογιάννη. Απέναντι, βρέθηκαν τα κόμματα της Αριστεράς, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η συντηρητική Νέα Δημοκρατία.

Σε πρώτη ανάγνωση οι συμπαρατάξεις είναι παράδοξες. Ιδίως η συμπαράταξη των ακροδεξιών με τους σοσιαλιστές. Ο ΛΑΟΣ δικαιολόγησε τη στάση του ως στάση ευθύνης: ανταποκρίθηκε στο δίλημμα «μοναδική υπάρχουσα λύση ή καταστροφή». Η Νέα Δημοκρατία δέχτηκε δριμεία κριτική εκ δεξιών για την καταψήφιση του Μνημονίου: η συντηρητική παράταξη, λένε, δεν μπορεί να είναι αντισυστημική, ανεύθυνη.

Η στάση της ΝΔ μπορεί να ερμηνευθεί ως εκδήλωση αυτοσυντήρησης: αν η αντιπολίτευση ταυτισθεί με την κυβέρνηση σε μια μείζονα ιστορική επιλογή, παύει να έχει λόγο ύπαρξης, παύει να λειτουργεί ως εναλλακτική στην υπάρχουσα εξουσία. Προφανές. Αυτό που είναι λιγότερο προφανές είναι ότι η εναντίωση της ΝΔ, πολύ περισσότερο από την αναμενόμενη εναντίωση της Αριστεράς, δίνει υπόσταση στην έννοια της αντιπολίτευσης και δι’ αυτής διατηρεί δυνατή την ελευθερία, ως θεμέλιο της δημοκρατίας. Η εναντίωση της ΝΔ, ανεξαρτήτως της ιδιοτέλειας ή της ειλικρίνειας της ηγεσίας της, διατηρεί ζωντανή τη δυνατότητα επιλογής και εναλλαγής, διατηρεί ισχυρό τον έλεγχο της εξουσίας, διατηρεί ισχυρή τη διαφορά, ως θεμέλιο της ελευθερίας.

Η ταύτιση και συμπαράταξη όλου του πολιτικού φάσματος, πλην Αριστεράς, υπέρ του Μνημονίου θα προσέδιδε αφενός θρησκευτικού χαρακτήρα ορθότητα στη «μοναδική επιλογή», αφετέρου, θα προσέδιδε βοναπαρτική υπερεξουσία στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση ζήτησε και ζητεί απεγνωσμένα τη συναίνεση, για να μοιραστεί την ιστορική ευθύνη και να μοιράσει το βάρος του πιθανού λάθους. Εξ ου και τα σενάρια για μια «κυβέρνηση προθύμων» προσεχώς. Εξ ου και η κυβερνητική ρητορική εκδιπλώθηκε με όρους εμφυλίου: υπέρ ή εναντίον της πατρίδας. Ετσι όμως υποδαύλισε μνήμες από υπαρκτά τραύματα, από συμπεριφορές υποτέλειας, εθελοδουλείας, εξάρτησης, από πράξεις δοσιλογισμού και αδελφοκτονίας ― αυτή όμως η εκβιαστική ρητορική λειτουργεί εντέλει εις βάρος της κυβέρνησης. Η εκβίαση μονολιθικής συναίνεσης ουσιαστικά λειτουργεί διχαστικά και όχι συμφιλιωτικά. Η συμφιλίωση προϋποθέτει την αναγνώριση του αντιπάλου ως διαφορετικού, προϋποθέτει τη διαφορά, παραχωρείται αμφοτερόπλευρα, αμοιβαία, σε ιστορικά συμφραζόμενα. Η συναίνεση απαιτείται ως προσχώρηση στη «μοναδική επιλογή», ως μονομερής προσέγγιση, ως ρυμούλκηση σε συμφραζόμενα τακτικισμού· ως τέτοια, συνιστά τακτικό εκβιασμό που αντιβαίνει στην ουσία της ελευθερίας.

Ας το δούμε κι αλλιώς: η ελληνική κοινωνία πάσχει, εκτός των άλλων, από ακινησία των ελίτ, οι οποίες ράθυμες και αυτάρεσκες αυτοαναπαράγονται σε κλειστό κύκλωμα και παράγουν παρακμή. Η κρίση και η αντιπολίτευση στις ελίτ που παράγουν-διαχειρίζονται την κρίση, μπορούν να ανανεώσουν τις ελίτ, και να αναδιατάξουν τις δυνάμεις προς όφελος των μεγάλων μαζών που βρίσκονται εκτός εξουσίας. Εδώ ας θυμηθούμε τον περίφημο πολιτικό στοχαστή Τζέιμς Μπέρναμ: «Η ύπαρξη αντιπολίτευσης συνεπάγεται την ύπαρξη ρήγματος στην άρχουσα τάξη. Εν μέρει ο αγώνας που διεξάγεται μεταξύ των τμημάτων της άρχουσας τάξης είναι εσωτερικός. Ελιγμοί και ίντριγκες συμβαίνουν διαρκώς στην πορεία της συνεχούς θεσιθηρίας. Ομως όταν η αντιπολίτευση είναι δημόσια, αυτό σημαίνει ότι οι συγκρούσεις δεν μπορούν να λυθούν μόνο με εσωτερικές αλλαγές στην υπάρχουσα ελίτ. Η αντιπολίτευση αναγκάζεται να κάνει κινήσεις που υπερβαίνουν τα όρια της υπάρχουσας τάξης, […] επιδιώκει να προσελκύσει τις μάζες με το μέρος και να πείσει τους νέους ηγέτες που αναδεικνύονται από τις γραμμές της κοινωνίας. […] » (Οι Μακιαβελιστές, υπέρμαχοι της ελευθερίας, εκδ. Κέδρος).

Ελάχιστους μήνες μετά την κατείγουσα υπαγωγή στο Μνημόνιο, είναι φανερό ότι οι αρχικές υποσχέσεις εξασφάλισης έχουν καταρρακωθεί, οι όροι του διαρκώς αναθεωρούνται, οι αγορές προεξοφλούν την αναδιαπραγμάτευση του χρέους, και ουδείς μπορεί να πεί ότι η «μοναδική επιλογή» ήταν πράγματι μοναδική και η καλύτερη δυνατή μεσοπρόθεσμα για τα εθνικά συμφέροντα.
Κατά τούτο, η παράδοξη εναντίωση της «συστημικής» ΝΔ, μαζί με την εναντίωση της Αριστεράς, όχι μόνο εξασφαλίζει την δική τους ύπαρξη, αλλά παρέχει κι ένα πολιτικό απόθεμα στην ελληνική δημοκρατία: δεν προοικονομείται απλώς μια κυβέρνηση ενάντιων και «μη προθύμων», α λα Ουγγαρία, μα κυρίως δίνεται η ευκαιρία να επανεκκινήσει μια αναζωογονητική κυκλοφορία των ελίτ, προς όφελος και των σιωπηλών μαζών.

φωτ.: Κώστας Βαρώτσος, Σπασμένη σημαία.


Οι φοιτητικές ταραχές στη Βρετανία, επί αρκετές εβδομάδες, αποτελούν συνέχεια σε ανάλογη αναταραχή που διατρέχει τους νεανικούς πληθυσμούς στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία. Σε όλη την Ευρώπη, στο πλούσιο κέντρο και την φτωχή περιφέρεια, η νεολαία πρώτη αντιδρά στην περιστολή του κράτους πρόνοιας, όπως αυτή εκφράζεται στην παιδεία, στον πολιτισμό, στον κοινωνικό μισθό.

Οι Βρετανοί φοιτητές δεν αντιδρούν μόνο στην αύξηση των διδάκτρων και οι ηπειρωτικοί Ευρωπαίοι δεν αντιδρούν μόνο σε μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην κυνική σύνδεση της παιδείας με την παραγωγή. Αντιδρούν διότι καλούνται να χρηματοδοτήσουν αδρά τις σπουδές τους και να διαθέσουν τη νιότη και τη ζωτικότητά τους, χωρίς να λαμβάνουν καν μια καριέρα· απεναντίας, οδηγούνται σε ένα επισφαλές περιβάλλον, εργασιακά και κοινωνικά, εκ των προτέρων φτωχό και αυστηρά προδιαγεγραμμένο.

Οι νέοι των αναταραχών είναι οι, κατά τεκμήριο, πιο μορφωμένοι και υποσχόμενοι, οι γόνοι των μεσοστρωμάτων που θα ανατροφοδοτούσαν την κυκλοφορία των ελίτ με νέα ζωτικότητα και νέες ευαισθησίες, που θα έδιναν νέο περιεχόμενο στις δημοκρατίες της ύστερης νεωτερικότητας. Η αντίδρασή τους είναι η εναντίωσή τους σε έναν μείζονα αποκλεισμό που τους απειλεί: αποκλεισμό από την κοινωνική κινητικότητα, αποκλεισμό από το μέλλον, συμπίεση σ’ ένα δυσφορικό παρόν.

Αυτό που βλέπουμε στην ταραγμένη Ευρώπη σήμερα είναι πνευματική κόπωση, ανίκανες ηγεσίες, κοινωνική στασιμότητα, συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, εξουθένωση του συλλογικού βίου, σχετικοποίηση των ηθικών αξιών, αποθέωση του ατομικιστή θηρευτή. Υπό μία έννοια, η ποικίλη Ευρώπη είναι σαν να βιώνει ένα μακρύ επώδυνο μεταίχμιο, σαν να μεταβαίνει από τα καταγωγικά πεδία της ελληνικής δημοκρατίας και της ρωμαιοχριστιανικής οικουμενικότητας προς μια δυσοίωνη μετανεωτερική ρευστότητα. Σαν να περιμένει την επέλαση των βαρβάρων. Αυτή η βοή των πλησιαζόντων ταράζει τους νέους της γηραιάς Αλβιόνος, της γηραιάς Ευρώπης.

Η αναγγελθείσα αποτυχία της επένδυσης του Κατάρ στον Αστακό προϊδεάζει και για την τύχη της άλλης θορυβώδους εξαγγελίας για μεγάλη επένδυση κεφαλαίων ιδίας προελεύσεως στο Ελληνικό. Κυρίως όμως περιγράφει τον τρόπο πολιτεύεσθαι του νέου ΠΑΣΟΚ, όπως αυτό αυτοορίσθηκε έναντι του παλαιού ή βαθέος εαυτού του. Νά όμως που η προπαγανδιζόμενη από ομιλούσες κεφαλές νέα πολιτική του νέου ΠΑΣΟΚ δεν διαφέρει ουδόλως από την δοκιμασμένη παλαιά: άκρατος, άφρων, αλαζονικός επικοινωνιασμός τότε, το ίδιο και σήμερα.

Με μια κρίσιμη διαφορά: στη δεκαετία του ’80, του ’90, του ’00, η χώρα δεν βρισκόταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, υπό κηδεμονία και υπό διαρκή απειλή πτώχευσης. Ως εκ τούτου ο ερασιτεχνισμός, οι νεωτεριστικές μονομανίες, η άγνοια ή και περιφρόνηση της πραγματικότητας, τα επικοινωνιακά βεγγαλικά, όσα επιδεικνύουν σήμερα οι κυβερνώντες, είναι ασυγχώρητα, είναι μοιραία. Οι μεταρρυθμίσεις που σκέφτεται η κυβέρνηση, παρότι νεφελώδεις, συχνά έρχονται να καλύψουν υπαρκτές ανάγκες, μα κάποτε έρχονται να καταστρέψουν τις υπάρχουσες δομές, χωρίς ποτέ να βάζουν κάτι άλλο στη θέση τους. Σαν μια παράδοξη πατροκτονία, σαν τελετή αυτοκαταστροφής που βιώνεται σαν τελετή ενηλικίωσης· από ποιον; Πάντως όχι από τον χειμαζόμενο, εξουθενωμένο και έμφοβο λαό.

Αυτή την ασταθή, απρόβλεπτη, χωρίς συνοχή, συχνά αυτοκαταστροφική πολιτική βλέπουν οι κατέχοντες τον πλούτο και την οικονομική ισχύ και ανησυχούν. Δεν ανησυχούν τόσο και με τον ίδιο τρόπο που ανησυχούν οι γονατισμένοι μικρομεσαίοι· ο προσωπικός τους πλούτος είναι ασφαλής. Οι κατέχοντες ανησυχούν διότι η απρόβλεπτη πολιτική μιας ασταθούς ηγεσίας απειλεί να ξεθεμελιώσει το σύνολο σύστημα, άρα απειλεί και τις δικές τους θέσεις στον ελληνικό χώρο, θέσεις προσπορισμού πλούτου, και κυρίως θέσεις ισχύος και κύρους. Το εγχώριο σύστημα έχει λόγους να αισθάνεται απειλούμενο από την επέλαση νέων, ξένων παικτών σε ένα ξέφραγο γήπεδο ευκαιριών, όπως η πτωχευμένη Ελλάδα. Αλλωστε μέγα μέρος των εγχώριων πλουσίων ουδέποτε επεχείρησε ανοιχτά, με όρους διακινδύνευσης, καινοτομίας, υγιούς ανταγωνισμού. Επλούτισαν εγκαθιστώνας ολιγοπώλια, επλούτισαν απομυζώντας και επηρεάζοντας τον μεγάλο εργοδότη και πελάτη, το κράτος· ήσαν το κράτος. Αυτή η επιρροή επί της κρατικής δομής, αυτό το προνομιακό πεδίο άσκησης ισχύος και προσπορισμού πλούτου, απειλείται τώρα σε συνθήκες κρίσης. Υπό την πίεση της διεθνούς κρίσης και ενώπιον των εγχώριων αδιεξόδων το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα μεταχηματίζεται βίαια. Ποιος θα διατηρήσει τις θέσεις και τα κεκτημένα στο αναδυόμενο, άγνωστο ακόμη, τοπίο;

Μέρος των ισχυρών, παρά την ανησυχία και επειδή δεν στηρίζονται αποκλειστικά στην προειρηθείσα προσοδοθηρία, προσβλέπει σε μετριοπαθείς λύσεις· αναζητεί εναλλακτικές λύσεις στην πολιτική ηγεσία, ομαλή διαδοχή, άρα και ομαλότητα στις αναμενόμενες ενέργειές της. Αντιλαμβάνονται επίσης ότι η οικονομική συντριβή της μεσαίας τάξης είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε έννοια ανάκαμψης της χώρας· η ογκούμενη ανεργία δυναμιτίζει την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική ειρήνη. Αλλοι όμως εμμένουν φανατικά στον δραστικό περιορισμό του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ζητούν απολύσεις εκατοντάδων χιλιάδων υπαλλήλων. Η άθροιση 300 ή 400 χιλιάδων απομακρυνόμενων στους ήδη 650 χιλιάδες καταγεγραμμένους και διαρκώς πληθυνόμενους ανέργους, το ένα τέταρτο και πλέον του ενεργού πλυθυσμού, δεν φαίνεται να απασχολεί τους ακραιφνείς υποστηρικτές του νεοθατσερισμού.

Τέτοια νευρικότητα και διχοστασία, που θολώνει τον νου και παρακινεί είτε σε αδράνεια είτε σε ριζοτόμες αλλαγές χωρίς προβλέψεις και οικονόμηση των συνεπειών, χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των ελίτ που βρίσκονται στα κέντρα αποφάσεων σήμερα.

Αν η κρίση καθιστά ανήσυχους τους ισχυρούς, τους μικρομεσαίους τους πλήττει με σφοδρότητα και τους γεμίζει φόβο και οργή.
Προς το παρόν υπερισχύει ο φόβος ενώπιον του άδηλου, σκοτεινού μέλλοντος· και όλη η ενεργητικότητα διοχετεύεται σε στρατηγικές επιβίωσης, οικονόμησης του βίου, εξασφάλισης της οικογένειας. Ταυτόχρονα όμως σωρεύεται αγανάκτηση, βουβή και ανεκδήλωτη, βαθιά δυσαρέσκεια και δυσπιστία προς το πολιτικό σύστημα, οι οποίες ενδέχεται να εκδηλωθούν και κατά τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Παρότι πολλοί πολίτες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ανάγκη για βαθιές και εκτενείς μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης και της οργάνωσης της παραγωγής, η δυσαρέσκεια συχνά τρέπεται προς αντισυστημικές κατευθύνσεις, με οργισμένη τυφλή απόρριψη των κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού. Οι περισσότεροι δεν πείθονται από τους κυβερνητικούς αυτοσχεδιασμούς, πιστεύουν ότι την πορεία πλέον την χαράζει η τρόικα, και επιπλέον δεν έχουν πεισθεί ότι οι θυσίες πιάνουν τόπο και στο βάθος αχνοχαράζει φως ανόρθωσης. Απογοήτευση και ζάρωμα, δυσπιστία και εσωστρέφεια. Το ελατήριο ωστόσο μπορεί να εκτιναχθεί ανά πάσα στιγμή, όσο πιεζόμενο πλησιάζει στο όριο θραύσεως.

Σε μια διεθνή συγκυρία διόλου ευνοϊκή για όλους, με την Ευρώπη σε σύγχυση ταυτότητας και αναπροσανατολισμού έναντι της αναδυόμενης Ασίας, με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να βαρύνονται ασύμμετρα με το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με το εθνικό κύρος τρωθέν εξ ιδίων βελών, με τα εθνικά θέματα ανοιχτά και εμάς αδύναμους διαπραγματευτές, με την κοινωνία διχασμένη και αποκαρδιωμένη, γίνεται όλο και πιο φανερή στην Ελλάδα η απουσία ζωηρού συλλογικού φρονήματος αφενός, αλλά και ηγέτιδος τάξεως με πειθώ και όραμα, αφετέρου. Καμία κοινωνική δύναμη, κανένας πολιτικός χώρος, καμιά δεξαμενή προσώπων, δεν φαίνονται τούτη τη στιγμή στον ορίζοντα, ικανά να απαντήσουν σε αυτές τις επείγουσες ιστορικές ζητήσεις, να δώσουν νέο υλικό περιεχόμενο και νόημα στα κενά πεδία της ηγεμονίας και του συλλογικού σχεδίου. Τούτη τη στιγμή.

Γράφαμε την περασμένη εβδομάδα για τον “αγγλοσαξωνικό” τρόπο σκέπτεσθαι των διαχειριστικών-ηγεμονικών ελίτ στην Ελλάδα σήμερα. Και για την δραματική ανεπάρκεια του συγκεκριμένου τεχνικού-εργαλειακού σκέπτεσθαι στις παρούσες μεταιχμιακές συνθήκες: σε μια Ελλάδα ευρισκόμενη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, κατεχόμενη πολιτικά από το Μνημόνιο της τρόικας ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, σε μια Ευρωπαϊκή Ενωση που αναζητεί εναγωνίως τρόπους επιβίωσης, σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται γεωπολιτικά.

Ολόκληρο το άρθρο

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.819 hits