You are currently browsing the tag archive for the ‘πολιτικές ελίτ’ tag.

KOUTSAFTIS

Η κατάσταση της χώρας μπορεί να γίνει ορατή σήμερα όχι μόνο από τα κλειστά μαγαζιά και τη έλλειψη ρευστότητας, αλλά κυρίως από την βαθμιαία κατάρρευση του δημόσιου χώρου. Αρκεί να σταθείς απ΄το πρωί σε μια ουρά, στην εφορία, στη ΔΕΗ, στον ΕΟΠΠΥ, για διακανονισμό οφειλής ή για ένα παραπεμπτικό. Να δεις τους εκατοντάδες εξουθενωμένους ανθρώπους, να στέκονται σε διαδρόμους, κλιμακοστάσια και πεζοδρόμια επί ώρες, να αερίζονται με έναν φάκελο, με τα χαρτιά της υπόθεσής τους, να διαπληκτίζονται μεταξύ τους και με τους λιγοστούς υπαλλήλους, να αυτολοιδορούνται, να μεψιμοιρούν, να σιχτιρίζουν, συχνότερα να σιωπούν, να βυθίζονται σε μια βουβή κατάθλιψη.

Η προϊούσα, συχνά ραγδαία, φθορά του δημόσιου χώρου εικονίζει την υλική πτώχευση, ότι οι δημόσιοι και κοινωφελείς οργανισμοί λειτουργούν οριακά, με λιγότερο προσωπικό, για πολλαπλάσιες υποθέσεις πτωχευμένων ή αναγκεμένων πολιτών· ότι τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια είναι πολύ πιο αραιά φέτος, με πιο αργά πλοία, με στιριμωξίδι από τον Ιούνιο· ότι τα σκουπίδια σωρεύονται συχνότερα, οι δρόμοι γεμίζουν λακούβες. Παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κόσμου, αντιλαμβάνεσαι και την ψυχική φθορά: οι άνθρωποι αισθάνονται εγκαταλειμμένοι, ότι τίποτε δεν λειτουργεί εύρυθμα, όλα έχουν ρετάρει και κινούνται στο όριο, ότι κανείς δεν νοιάζεται, ότι όλα πάνε πίσω, χαμηλά.

Η διάχυτη αίσθηση ανημπόριας και απόγνωσης μπροστά στην πρωινή ουρά που ξεχειλίζει ώς το ισόγειο και το πεζοδρόμιο, εκτείνεται διαφοριζόμενη: εκδηλώνεται με μεμψιμοιρία, με ηττοπάθεια, με ενδοβεβλημένη την ήττα ακόμη και χωρίς αγώνα, με εκπομπή μίσους προς πάσαν κατεύθυνση, με διαρκή επιθετικότητα, με μια κρούστα κατάθλιψης να καλύπτει τα πρόσωπα. Κυρίως με ολοσχερή επικράτηση της αίσθησης ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε τη μοίρα μας, σαν ένα αόρατο χέρι να μας αρπάζει και να μας πετάει στα βράχια· οι άνθρωποι βουλιάζουν στην ετερονομία, περιμένοντας έναν ηγεμόνα, έναν σωτήρα, έναν μεσσία, να τους βγάλει από το κακό όνειρο.

Πρόκειται για αργή, πλην διαρκή, καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου. Πρόκειται για το χειρότερο ίσως αποτέλεσμα της μακράς κρίσης, εικόνα βαθιάς ηθικής και πολιτικής παρακμής, σύμπτωμα νόσου της συλλογικής ψυχής και της συλλογικής βούλησης. Πώς θα επιτευχθεί ανάσχεση και εν συνεχεία ανάδυση; Παρότι δεν είναι απλώς πρακτικό πρόβλημα, μερικές πρακτικές κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσαν να σημάνουν την έναρξη κάποιας τάσης αντιστροφής. Η άμεση ενίσχυση, π.χ., των οργανισμών που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις θα ελάφραινε το κλίμα. Οι εφορίες, το ΙΚΑ, η ΔΕΗ αδειάζουν από έμπειρους υπαλλήλους. Προσωπικό λείπει κυρίως, αυτοί που έφυγαν με πρόωρη συνταξιοδότηση για να προλάβουν το εφ’ άπαξ όσο ακόμη υπάρχει. Τι βλέπουμε όμως; Η περίφημη κινητικότητα, αφού επωάσθηκε επί μακρόν, δεν εφαρμόζεται με ενίσχυση των τομέων που καταρρέουν, αλλά μεταφέροντας 4.000 δημοτικούς αστυνομικούς στην ΕΛΑΣ. Προχειρότητα και πανικόβλητες κινήσεις υπό την πίεση της τρόικας, ή σκοπούμενη ενίσχυση των δυνάμεων ασφαλείας ερήμην των κοινωνικών αναγκών; Σε κάθε περίπτωση, οι πολίτες θα συνεχίσουν να εξαθλιώνονται στις ουρές για να ρυθμίσουν οφειλές, χαράτσια, συνταγές.

Γιατί όμως δεν κάνει κάτι η κυβέρνηση, τουλάχιστον απ’ όσα μπορούν να γίνουν χωρίς οικονομικό κόστος; Η αυθόρμητη απάντηση: Δεν μπορούν και δεν θέλουν. Η αυθόρμητη απάντηση, που θα έδινε και το πλήθος στις ουρές, είναι η πλησιέστερη στην αλήθεια. Για πολλούς λόγους, οι πολιτικές ελίτ που κυβερνούν τον τόπο, με άνετες πλειοψηφίες συνήθως, έχουν φθαρεί ανεπίστρεπτα, περισσότερο κι από τους άνεργους και τους κατεστραμμένους της κρίσης. Οι ολίγες, ούτως ή άλλως, ικανότητές τους φαίνονται εντελώς ανεπαρκείς τώρα ενώπιον των ιστορικών προκλήσεων. Πέραν αυτού, νοητικά και ψυχικά είναι προσανατολισμένοι σταθερά στην αυτοαναπαραγωγή τους και στην αναπαραγωγή ενός κράτους χαμηλών προσδοκιών, υπό απόλυτο έλεγχο, εργαλείο για τις δικές τους επιδιώξεις. Δεν ξέρουν και δεν επιθυμούν κάτι άλλο.

Επιπλέον, και τούτο το χαρακτηριστικό διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, δεν είναι σε θέση να επιχειρήσουν συγκλίσεις και συνθέσεις, πόσο μάλλον υπερβάσεις. Δεν είναι σε θέση να αποκριθούν στις κατεπείγουσες κλήσεις της ιστορίας. Η ενεργητικότητα και οι δυνάμεις τους όλες αναλώνονται στη διαπάλη για τη νομή της εξουσίας· μακριά από την εξουσία, η συντριπτική πλειονότητα δεν μπορεί καν να αναπνεύσει.

Στην παρούσα οριακή φάση εντούτοις το πολιτικό παίγνιο αποκτά για πρώτη φορά μετά πολλές δεκαετίες εξόχως συγκρουσιακό χαρακτήρα. Η αμβλεία πόλωση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού συνέβαινε τελετουργικά ανά τριετία-τετραετία, με έπαθλο έναν αχανή ρευστό κεντρώο χώρο. Η δικτατορία είχε συμβάλει άλλωστε στην προσέγγιση όχι μόνο των αριστερών με τους δεξιούς αντιστασιακούς, αλλά και τη συνομιλία αστών και λαϊκών στρωμάτων πάνω στο κοινό εθνικό-δημοκρατικό πεδίο. Το σοκ της πτώχευσης και της ύφεσης εξαφάνισε την πολυτέλεια της μετριοπάθειας, της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων, της, έστω συμβατικής, συναίρεσης των αντιθέτων. Η πόλωση τώρα λαμβάνει άλλα χαρακτηριστικά, σχεδόν ψυχροπολεμικά. Η προφανής αιτία της μεταπτωχευτικής πόλωσης είναι η επιδίωξη ηγεμονίας· μάλλον, η διάθεση απόλυτης κυριαρχίας, με εξουθενωμένο τον αντίπαλο ― τον εχθρό, κατά Καρλ Σμιτ, έτσι όπως τίθεται από την ακροδεξιά ρητά και συνειδητά.

Κατά τούτο, η προϊούσα πόλωση υπερπηδά το παλαιό δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, φορτίζεται με ιδεολογική σφοδρότητα και επιθέσεις σε συμβολικές μορφές όπως του Ανδρέα Παπανδρέου, επικαλείται τον εθνικό κίνδυνο και τον δυτικό προσανατολισμό, αλλά φαίνεται να αγνοεί ένα νέο χαρακτηριστικό που έφερε στην επιφάνεια η κρίση: τη βαθιά ταξικότητα. Οι διαιρέσεις πλέον δεν συμβαίνουν σε επίπεδο ιδεολογίας, οικογενειακής ή τοπικής παράδοσης, πελατειακότητας, αλλά πάνε βαθιά, στον πυρήνα των υλικών προϋποθέσων της βιοτής, και της απορρέουσας αυτοσυνείδησης. Οσοι επιδιώκουν άρα τον διχασμό με όρους ιδεολογικούς ή διαχείρισης φόβου, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να απαντήσουν καίρια στις υλικές ανάγκες των θυμάτων της κρίσης. Και είναι πολλά τα θύματα, μπορούν να γείρουν τη ζυγαριά.

 

Φωτ.: Αγέλαστος πέτρα, still από την ταινία. Φίλιππος Κουτσαφτής, 87 min, 2000.

Τον Δεκέμβριο του 2010, όταν οποιαδήποτε συζήτηση περί κουρέματος του χρέους αντιμετωπιζόταν περίπου ως προδοσία, παρότι το PSI Plus μαζί με το Μνημόνιο ΙΙ ήταν μερικούς μόνο μήνες μακριά, διαπιστώνοντας τους κινδύνους από τις λυσσώδεις μάχες για κατάργηση της τότε αντιπολίτευσης, γράφαμε:

«Η ελληνική κοινωνία πάσχει, εκτός των άλλων, από ακινησία των ελίτ, οι οποίες ράθυμες και αυτάρεσκες αυτοαναπαράγονται σε κλειστό κύκλωμα και παράγουν παρακμή. Η κρίση και η αντιπολίτευση στις ελίτ που παράγουν/διαχειρίζονται την κρίση, μπορούν να ανανεώσουν τις ελίτ, και να αναδιατάξουν τις δυνάμεις προς όφελος των μεγάλων μαζών που βρίσκονται εκτός εξουσίας.
»Εδώ ας θυμηθούμε τον περίφημο πολιτικό στοχαστή Τζέιμς Μπέρναμ: “Η ύπαρξη αντιπολίτευσης συνεπάγεται την ύπαρξη ρήγματος στην άρχουσα τάξη. Εν μέρει ο αγώνας που διεξάγεται μεταξύ των τμημάτων της άρχουσας τάξης είναι εσωτερικός. Ελιγμοί και ίντριγκες συμβαίνουν διαρκώς στην πορεία της συνεχούς θεσιθηρίας. Ομως όταν η αντιπολίτευση είναι δημόσια, αυτό σημαίνει ότι οι συγκρούσεις δεν μπορούν να λυθούν μόνο με εσωτερικές αλλαγές στην υπάρχουσα ελίτ.”»

Το κυρίαρχο αφήγημα (μάλλον: κυρίαρχη δοξασία) τότε ήταν μια κυβέρνηση προθύμων για εθνική σωτηρία με εργαλείο τη μόνη λύση, δηλαδή το Μνημόνιο. Πράγματι μια τέτοια κυβέρνηση συγκροτήθηκε τον Νοέμβριο του 2011, καρατομώντας τον Γ. Παπανδρέου και ρυμουλκώντας τον απρόθυμο Α. Σαμαρά και τον πρόθυμο Γ. Καρατζαφέρη. Ετσι όμως, όχι μόνο εξουδετερώθηκε η μείζων αντιπολίτευση, αλλά ισοπεδώθηκαν και όλα τα αναχώματα: αφενός, προς τον ακροδεξιό αντισυστημισμό με ναζιστικό πρόσημο, που ήδη είχε ξεμυτίσει στις δημοτικές εκλογές, αλλά και προς το λαϊκιστικό κύμα που φούσκωνε στις πλατείες των αγανακτισμένων. Προφανώς το πολιτικό σύστημα σε εκείνη τη φάση, δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στην ασφυκτική, άφρονα πίεση του ξένου παράγοντα. Κι επίσης δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει τη δυναμική των αγανακτισμένων: πώς αυτή η οργή θα εκφραζόταν στο πολιτικό πεδίο.

Το αποτέλεσμα της τύφλωσης το είδαμε στην κάλπη της 6ης Μαΐου: Οι συγκρούσεις δεν μπόρεσαν να αφομοιωθούν μόνο με εσωτερικές αλλαγές στις κυβερνώσες ελίτ. Τα κόμματα του Μνημονίου σαρώθηκαν· μαζί τους θρυμματίστηκε το θεμέλιο σχήμα κυβέρνηση-αντιπολίτευση όπως εκφραζόταν από τα πρώην μεγάλα κόμματα. Το κενό της δομικής αντιπολίτευσης κατέλαβε ορμητικά ο ΣΥΡΙΖΑ καταρχάς, ακολουθούμενος από τους Ανεξάρτητους Ελληνες, το ΚΚΕ και τη Χρυσή Αυγή. Εξ αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις ριζοσπαστικές-ρεφορμιστικές του εξαγγελίες, μπορεί να θεωρηθεί το πιο συστημικό, ορθολογικό και φιλοευρωπαϊκό κόμμα, αυτό που ένεκα και της εκλογικής του επίδοσης, θα πρωταγωνιστήσει, ως μείζων αντιπολίτευση ή και ως (συν)κυβερνώσα δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, άρα, ο ΣΥΡΙΖΑ αφενός πληροί το δομικό ρήγμα, που κατέλειπε η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, αφετέρου λειτουργεί πλέον ως καταλύτης για αναδιάταξη και ανανέωση των ελίτ· έτι περαιτέρω, προσφέρει μια δυνατότητα για λυσιτελέστερη, με πολιτικά ειρηνικά μέσα, έκφραση των μαζών που αισθάνονται αποκλεισμένες και απειλούμενες. Στις 17 Ιουνίου θα δούμε πώς θα κρυσταλλωθούν περαιτέρω οι αναδιατάξεις.

Το περίφημο μέιλ του “τραπεζικού στελέχους” που προειδοποιεί για πτώχευση την 25η Μαρτίου και επιστροφή στη δραχμή, σπείρει καχυποψία σε ένα κοινωνικό σώμα ήδη καχύποπτο και καταπτοημένο. Διαδικτυακά αναλφάβητοι και νεοφώτιστοι, διαψασμένοι για μια “εξήγηση” των μυστηρίων του σύμπαντος, επαναπροωθούν μαζικά το μέιλ και αναπαράγουν την ανόητη φήμη και τον πανικό. Βεβαιως το μέιλ της Αποκαλύψεως σπέρνεται σε ένα έδαφος έτοιμο να το δεχτεί και να το καρπίσει: σύμφωνα με το Βαρόμετρο της Public Issue η ανασφάλεια των Ελλήνων και η απαισιοδοξία τους για το μέλλον καταγράφονται σε ιστορικά υψηλά. Εννέα στους δέκα Εληνες αισθάνονται ανασφαλείς, οκτώ στους δέκα πιστεύουν ότι βαδίζουμε σε λάθος κατύθυνση, επτά στους δέκα είναι πεισμένοι ότι θα βρεθούν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση.

Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Βουλιάζει. Και η αδράνεια έχει καταλάβει τα πάντα, μουδιάζει τα μέλη, μουδιάζει τα μυαλά: είναι φανερή λ.χ. στη δημόσια διοίκηση, όπου οι υπηρεσίες μένουν παγωμένες και αδρανείς, είτε επειδή λείπουν οι οδηγίες από την πολιτική ηγεσία, είτε επειδή λείπουν οι στοιχειώδεις πόροι, είτε επειδή ο φόβος του ελέγχου αναστέλλει στοιχειώδεις λειτουργίες. Η αδράνεια είναι φανερή και στην κυβέρνηση: η αρχική ορμή για την εφαρμογή των προβλέψεων του Μνημονίου ξεθύμανε πολύ σύντομα· ακόμη και για την εφαρμογή του δοτού μάνιουαλ απαιτείται ενεργητικότητα και στοχοπροσήλωση, κυρίως πίστη. Κι αυτά τα στοιχεία λείπουν.

Το πολιτικό προσωπικό παραπαίει εν πανικώ διότι, συνηθισμένο χρόνια τώρα στην παρασιτική αυτοαναπαραγωγή του, δεν μπορεί να αντιδράσει, να επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός. Βλέπει μπροστά την καταστροφή του: στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα σαρωθεί. Και παρότι διαισθάνονται πια τον αφανισμό τους, ουδείς αποτολμά μια στοιχειώδη υπέρβαση. Γιατί; Διότι πρωτίστως δεν μπορούν, δεν γνωρίζουν το πώς. Και δεν έχουν την βούληση να ρισκάρουν το παραμικρό. Είναι τελειωμένοι. Είναι αυτοί που οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το αδιέξοδο. Πώς είναι δυνατόν να τη σώσουν; Είναι οι άεργοι και ανεπάγγελτοι, οι πλουτίσαντες, οι νεποτιστές και διαπλεκόμενοι, μια αργόσχολη τάξη που επιβίωνε ανταλλάσσοντας εξαχρείωση με τους πολίτες-πελάτες. Πώς να αλλάξουν; Δεν αλλάζουν. Βρίσκονται ωστόσο στο τιμόνι του παραπαίοντος σκάφους, παγωμένοι και σταστισμένοι, και προσπαθούν ακόμη και τούτη την υστάτη ώρα, να το κυβερνήσουν σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα και τις δικές τους χαμηλές δυνατότητες, εντελώς αυτονομημένοι από την κοινωνία, αποσπασμένοι από την πραγματικότητα. Δηλαδή, εκτός ιστορίας, άμοιροι της ιστορικής ευθύνης. Μοιραίοι.

Ζούμε δεινή κρίση ηγεμονίας, αλλά και δεινή κρίση ταυτότητας. Οι έως τώρα ηγεμονεύουσες ελίτ δεν θα υπάρχουν τα αμέσως επόμενα χρόνια, υπό την παρούσα μορφή. Πολλά μέρη τους θα εξαφανιστούν από το προσκήνιο, λίγα θα επιπλεύσουν· άλλα πρόσωπα, άλλοι σχηματισμοί θα εμφανιστούν για να εκφράσουν την κοινωνία όπως θα διαμορφώνεται μέσα από τις ωδίνες του νέου.

Η αγωνία της συλλογικής έκφρασης εμφανίζεται ήδη διάχυτη, με ποικίλα φανερώματα: κινήσεις πολιτών, ομάδες εθελοντών, περιοδικά, συλλογικά μπλογκ, στέκια. Οι νεότερες γενιές ιδίως, με ταπεινωμένο βίαια τον ορίζοντα προσδοκιών, κινούνται αργά μα σταθερά από το ατομοκεντρικό σύμπαν του ’90 και του ’00, το σύμπαν που τους διαμόρφωσε πνευματικά αλλά και τους φενάκισε, προς έναν κόσμο πιο συλλογικό.

Στις ηλικίες 20-40 βρίσκονται πολύτιμα κοιτάσματα ανθρώπινου δυναμικού, δυστυχώς λανθάνοντα και υπνώττοντα. Η ισχύσασα τάξις πραγμάτων απέκλειε συστηματικά τις νέες δυνάμεις από τα κέντρα σκέψεως και αποφάσεων, παρεκτός και αν ανήκαν σε πατριές και οικογένειες. Μετά την κορύφωση της κοινωνικής κινητικότητας, που παρατηρήθηκε τη δεκαετία του ’80 και σε μέρος του ’90, οι διαταξικές μετακινήσεις περιορίστηκαν δραστικά. Αυτή η κοινωνική δυσκινησία επηρέασε αρνητικά την πολιτική σκηνή και τη δημόσια διοίκηση, όπου επικράτησαν φαμίλιες και ανεπαρκείς πελάτες, αλλά επηρέασε αρνητικά ακόμη και την επιχειρηματική τάξη: η ρηχή εγχώρια αγορά κατελήφθη από εισαγόμενες νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, χωρίς μελέτη των εν τω βάθει ελληνικών και μεσογειακών χαρακτήρων της οικονομίας (μικροϊδιοκτησία, πολυσθένεια, μικρές επιχειρήσεις). Το αποτέλεσμα το βλέπουμε: καρτέλ, κλεπτοκρατία, κρατικοδίαιτοι ιδιώτες, καταστροφή των μικρομεσαίων στρωμάτων.


Μεγάλο μέρος των νεότερων γενεών, που εισέρχονται τώρα στον παραγωγικό βίο με ζοφερές προοπτικές, διαθέτουν υψηλή τυπική μόρφωση και κυρίως ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα, που δεν διέθεταν οι προηγούμενες γενιές. Είναι οι γενιές της παγκοσμιοποίησης και του Δικτύου. Και είναι ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει τούτη η υπογεννητική, δημογραφικά γερασμένη χώρα, με το ανύπαρκτο ηθικό και τη σαρωτική απαισιοδοξία. Αλλά είναι αποκλεισμένοι, υποτιμημένοι, συμπιεσμένοι. Το σύστημα δεν τους υπολογίζει για μια εθνική αναγέννηση, ακριβώς διότι το σύστημα δεν ενδιαφέρεται για καμιά αναγέννηση, πλην της επιβίωσής του. Και δεν τους απευθύνεται· τους αγνοεί, τους θυσιάζει. Οι μεσαίας τάξης γονείς, αφού δαπάνησαν αισθήματα και χρήμα για τα βλαστάρια τους, βλέπουν τώρα, ανίσχυροι, έντρομοι, να μην μπορούν να υπερασπιστούν ούτε τα παιδιά τους ούτε τους εαυτούς τους ούτε, πολύ περισσότερο, τη μισερή κοινωνία που έφτιαξαν και ανέχθηκαν. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός δραματικού παράδοξου: η ίδια η Ελλάδα θυσιάζει τα παιδιά της για τις αμαρτίες μιας άχρηστης και ανιστόρητης ελίτ.

Πώς θα κινητοποιηθούν αυτοί οι νέοι, και οι ωριμότεροι, με τις δυνάμεις τους και τις εμπειρίες τους; Εδώ εντοπίζεται η τραγική έλλειψη ηγεσίας, που θα ενέπνεε και θα συνήγειρε, αλλά και η έλλειψη ενός πεδίου αυτοαναγνώρισης, ενός ελαχίστου αισθήματος συνανήκειν. Οι ελλείψεις αυτές αλληλοτροφοδοτούνται, σχηματίζουν έναν βρόχο, μια λούπα. Αυτή η λούπα θα διαρραγεί το επόμενο διάστημα, αναπόφευκτα. Μέσα από τον πόνο της ρήξης, τον κουρνιαχτό των ερειπίων, θα αναδυθεί μια νέα Ελλάδα, με αυτογνωσία, κοινωνική κινητικότητα, πίστη και στόχο. Ενα στόχο κυρίως, τον δυσκολότερο: να επιβιώσει ελεύθερη.

Ο,τι μάς συμβαίνει είναι πρωτόγνωρο και σοκαριστικό, κι όχι επειδή είχαμε καλομάθει και γίναμε μαλθακοί, ούτε επειδή φταίνε καθ’ ολοκληρίαν οι παθογένειες του ελλαδικού κράτους και η οκνηροπονηρία του Ελληνος και τέτοια στερεοτυπικά. Οχι. Ο,τι συμβαίνει στην Ελλάδα τώρα και θα εξελίσσεται με σφοδρότητα μήνα με τον μήνα, είναι πρωτόγνωρο για όλη τη μεταπολεμική Ευρώπη. Η κρίση κρατικών χρεών, οι εγγενείς ασυμμετρίες στην Ε.Ε., η ταχύτατη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η ριζική αμφισβήτηση του κοινωνικού συμβολαίου, η εξουθενωτική πίεση στα μεσοστρώματα, η χειρουργική αφαίρεση του μέλλοντος, οι απειλές αποκλεισμού, ο μαζικός εκφοβισμός, η συλλογική ενοχοποίηση, όλα τούτα είναι πρωτόγνωρα για τους λαούς της μεταπολεμικής Ευρώπης, και ασφαλώς πρωτόγνωρα για τους Ελληνες της 36χρονης Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η επιχειρούμενη «λατινοαμερικανοποίηση» της Ευρώπης θέτει καινοφανή ερωτήματα στους πληττόμενους λαούς. Σε αυτά τα ερωτήματα είναι προφανές ότι δεν μπορούν πια να απαντήσουν οι πολιτικές ελίτ που κατέχουν σήμερα την εξουσία, διότι η σκέψη και η δράση τους είναι σχεδόν απολύτως ετερόφωτες και ετερόνομες· διότι αυτές ακριβώς οι ελίτ παρήγαγαν την παρούσα κρίση, είναι οργανικό μέρος της κρίσης· διότι τα διανοητικά εργαλεία τους είναι ξεπερασμένα. Τα εγχειρίδια Business Administration και Αssets Management των τεχνοκρατών που ασκούν πολιτικοοικονομική διαχείριση είναι απελπιστικά αστεία εφόδια για να αναμετρηθείς με τα σύνθετα γεωπολιτικά, ιστορικά και ανθρωπολογικά διακυβεύματα της πιο μεγάλης ίσως κρίσης του καπιταλισμού από το 1929. Η πολιτική τιμωρεί τους μάνατζερ, αλλά μαζί τιμωρεί πολύ επώδυνα και τα πλήθη που της γύρισαν την πλάτη.

Θα διακινδυνεύσω μια περιγραφή της ελληνικής περίπτωσης, με αφορμή την απουσία πρωτότυπων προσεγγίσεων και εννοιολογήσεων της κρίσης. Στον διαμορφωτικό 19ο αιώνα μεγάλα πνεύματα του ελληνισμού αναζήτησαν απαντήσεις κοιτώντας προς τη Δύση αλλά κυρίως προς τον χώρο τους και την παράδοσή τους. Συνέθεσαν πρωτότυπες, κοπιώδεις απαντήσεις, όχι πάντα λυσιτελείς, αλλά πάντα αυθεντικές, αυτόχθονες και τολμηρές: για το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, που πάμε, τι μπορούμε να κάνουμε ― Σολωμός, Ζαμπέλιος, Παπαρρηγόπουλος, Κουμανούδης, Ροϊδης…

Μετά την ήττα του 1897, γεννήθηκε επίσης ένα νέο γηγενές πνεύμα, που εκφράστηκε πολιτικά, πνευματικά, καλλιτεχνικά, από τον Παλαμά έως τον Βενιζέλο. Στον μακρό 20ό αιώνα, μετά την καταστροφή του ’22, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, μια γενιά διανοουμένων, καλλιτεχνών και πολιτικών ανδρών στοχάστηκε με αυτόχθονες, αυθεντικούς όρους την ταυτότητα, τις δυνατότητες, την ιδιοσυστασία, τους δρόμους που ανοίγονται, άνδρες που επιχείρησαν μια ζεύξη του μοντέρνου με το παραδοσιακό, του διεθνούς με το εντόπιο, που είδαν τον εαυτό τους υπερήφανο και αυτοτελή. Μιλώ για τη λεγόμενη Γενιά του ’30, υπό ευρεία έννοια. Ο «κρατικός» Σεφέρης, ο υπερμοντέρνος Εγγονόπουλος, ο κεντρώος Θεοτοκάς, ο βυζαντινός Κόντογλου, ο αριστερός Δούκας, ο μυστικός Πικιώνης, ο ακατάτακτος Πεντζίκης, κ.ά., είδαν τον Ελληνα εαυτό με αγωνία και περηφάνια, σαν μέρος του Δυτικού όλου αλλά και σαν αυτόφωτο πρόσωπο. Η κληρονομιά τους είναι κληρονομιά υπερηφάνειας και αυθεντικότητας. Και κράτησε ζωντανό τον ελληνισμό του κρατιδίου μέσα από πολέμους, κατοχή, εμφύλιο, έως τη δικτατορία του ’67.

Στη μεταπολίτευση, αυτή η παράδοση πρωτογενούς σκέψης ατονεί ― για πολλούς λόγους. Ατονεί σταδιακά, έως νεκρώσεως, ακόμη και η πνευματική συνδεση των ελίτ με την ηπειρωτική Ευρώπη· παύει η τροφοδοσία από τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία. Οι ελίτ διαπαιδαγωγούνται πλέον αγγλοσαξωνικά, μαθαίνουν να σκέφτονται αγγλοαμερικάνικα, να καθρεφτίζονται σε υπερατλαντικούς καθρέφτες, να μην αναγνωρίζουν εαυτούς στην παράδοση. Καθίστανται ανίκανοι να σκεφτούν τον εαυτό και τον τόπο με όρους άλλους εκτός των κολεγιακών εγχειριδίων· ανίκανοι να σκεφτούν την γεωπολιτική και ιστορική Ελλάδα δυναμικά, με όρους αυτοτέλειας και ιστορικότητας. Οι ελίτ σήμερα παπαγαλίζουν αγγλοσαξωνικά, βλέπουν την Ελλάδα μηχανικά, σαν case study, τη βάζουν σε excelάκια στο λάπτοπ· ορισμένως: τη βλέπουν απ’ έξω, σαν ξένοι, που μάλιστα ντρέπονται και λίγο για το μεσογειακό και βαλκάνιο χούι, ντρέπονται για τους φτωχούς και άξεστους γονείς τους. Ντρέπονται για τον άξεστο Μακρυγιάννη, τον Καραϊσκάκη, τον Καβάφη, τον Σεφέρη; Ναι, ντρέπονται, επειδή οι ίδιοι είναι άξεστοι, άμοιροι παιδείας, ημετέρας και θύραθεν, επειδή είναι ετερόφωτοι ή άφωτοι, επαρχιώτες της Δύσεως και όχι πρωταγωνιστές της.

Είπαμε, βλέπουν την Ελλάδα απέξω, με το κυάλι αντεστραμμένο, και τη σκέφτονται αγγλικά, δηλαδή τεχνικά και αποσπασματικά. Δεν βλέπουν τον κόσμο από εδώ προς τα εκεί· και δεν τον σκέφτονται ελληνικά, δηλαδή ιστορικά και καθολικά. Και η Ελλάδα βουλιάζει.

 

Χάρης Κοντοσφύρης, Εμψυχα παιχνίδια. Τσιμ�ντο. Από την �κθεση «Ηλεκτρικό σπίτι»

Χάρης Κοντοσφύρης, Εμψυχα παιχνίδια. Τσιμέντο. Από την έκθεση «Ηλεκτρικό σπίτι»

Η διαρκής και διάχυτη ένταση στο κοινωνικό σώμα, η αβεβαιότητα που γεννά η οικονομική κρίση, η πολιτική ρευστότητα, η κρίση θεσμών και αξιών, η διάσπαρτη μες στην καθημερινότητα βία, οι ραγδαίες αλλαγές σε θεμελιώδεις υλικότητες όπως η εργασία, ο χρόνος, ο χώρος, το έθνος-κράτος, όλα όσα συνθέτουν το εκρηκτικό σύνολο «Ελλάδα 2009», ελάχιστα γίνονται αντιληπτά από το τρέχον σύστημα πολιτικής διαχείρισης. Κοιμούνται βαθιά, και αλλού.

Στην κορυφή της ατζέντας των πολιτικών βρίσκεται η διαχείριση, μάλλον η απόκρυψη, της δικής τους χρεοκοπίας: το δείχνει περίτρανα η ανοητολογία περί νέου εκλογικού νόμου· το δείχνει ο τρόπος που διαχειρίζονται κοινωνικές και δομικές κρίσεις σκορπίζοντας αδιακρίτως λεφτά και δακρυγόνα· το δείχνει ο κάτισχνος λόγος των κομμάτων, τα ψελλίσματα που αποσκοπούν στη διάσωση των μαγαζιών τους και όχι για την αναζωογόνηση μιας κοινωνίας που βουλιάζει σε αντιφάσεις και κατάθλιψη.

Για πρώτη φορά ίσως την τελευταία εικοσαετία, το χάσμα ανάμεσα στις ελίτ εξουσίας και στο κοινωνικό σώμα είναι τόσο βαθύ και εκτενές: διανοητικά και ψυχικά. Οι πολιτικοί αδυνατούν ολοσχερώς να προσεγγίσουν το πνεύμα των νεότερων γενεών, όχι μόνο των εφήβων και των εικοσάρηδων, αλλά και των τριάντα-σαράντα, δηλαδή τριών κρίσιμων γενεών για το παρόν και το μέλλον του τόπου. Απλούστατα, είναι αλλού: οι μεν στη στρατόσφαιρα του βολέματος, οι δε στο έδαφος της επισφάλειας.

Ατεχνοι, άμουσοι, αρχαϊκοί και εφησυχασμένοι, οι πολιτικοί διαχειριστές ζητούν ψήφο από γενιές ανήσυχες και καλλιεργημένες, υπερμοντέρνες αλλά και υπερπιεσμένες και ανασφαλείς. Αυτές οι γενιές αδιαφορούν ή και περιφρονούν όσους ζητούν την ψήφο τους, ενώ ταυτόχρονα τους βάζουν στο ψυγείο της επισφάλειας και στο περιθώριο των αποφάσεων.

Σαν να κινούνται δύο κόσμοι, ασύμπτωτα: ένας παλλόμενος, αγωνιώδης, φιμωμένος, που φέρνει το μέλλον· κι ένας κόσμος αδρανής, βαρύς, αυτάρεσκος, που θέλει μόνο να το σφετεριστεί.

buzz it!

Βλέπεις υπουργούς και πολιτικούς στις τηλεοράσεις να εξηγούν τα ανεξήγητα και να μοιράζουν υποσχέσεις και λεφτά. Είναι αργά, είσαι κουρασμένος, και κλείνεις τα μάτια· μπαίνεις σε τρανς. Τα ίδια λόγια θα μπορούσαν να τα λένε κωμικοί ηθοποιοί, διανθισμένα με καμιά πικάντικη ατάκα παραπάνω· και θα γελούσαμε μέχρι δακρύων. Δακρύζουμε και τώρα, ακούγοντας την μπαλαφάρα που παράγει φιλότιμα το πολιτικό προσωπικό, αλλά τα δάκρυα είναι θλίψης, απόγνωσης και οργής.

Ανοίγεις τα μάτια. Η Ελλάδα κομμένη σε φέτες. Οι αγρότες κατάλαβαν ότι η κυβέρνηση βρίσκεται στα γόνατα, και έκλεισαν εθνικές οδούς και σύνορα, ζητώντας επιδότηση τιμών. Η κυβέρνηση, γονατισμένη ηθικά και πολιτικά, πελαγωμένη οικονομικά, απαντά αμέσως στην πρόκληση προσφέροντας 500 εκατομμύρια και μερικές υποσχέσεις για τα θεσμικά. Η αναστάτωση κρατάει μερικές μέρες ακόμη, αλλά τελικά οι αγρότες αποσύρονται από τα μπλόκα.

Συνεχίζουμε με υποθέσεις, με πολύ πιθανά σενάρια. Λίγες ημέρες αργότερα, οι ταξιτζήδες τραβάνε χειρόφρενο. Κάτι ζητάνε κι αυτοί: λ.χ. αναπροσαρμογή του κομίστρου διότι δεν πέφτει η τιμή του πετρελαίου, για την οποία τιμή κατηγορούν οι πρατηριούχοι τα διυλιστήρια και απειλούν κι αυτοί να κλείσουν τις αντλίες κ.ο.κ. Η κυβέρνηση θα σπεύσει να ικανοποιήσει τους ταξιτζήδες· δεν θα τους δώσει χρήματα, αλλά θα τους παραχωρήσει άλλο προνόμιο: λ.χ. να φοροδιαφεύγουν.

Μόλις λύσουν την απεργία οι ταξιτζήδες, και πάει να επανέλθει σε κανονική ροή ο αστικός βίος, θα αρχίσουν απεργία οι ελεγκτές εναερίου κυκλοφορίας, οι οποίοι κρατιόντουσαν με τα δόντια. Κλείνουν τα αεροδρόμια, ακυρώνονται οι πτήσεις, απειλείται ο τουρισμός, ματαιώνονται διεθνή ματς, αμαυρούται η εικόνα της χώρας, τέτοια. Σπεύδει ο αρμόδιος υπουργός, βρίσκει κάτι λεφτά δανεικά, τα μοιράζει, τους λέει εμπιστευτικά “μη το μάθει όμως η Ευρωπαϊκή Ενωση”, ανοίγουν τα αεροδρόμια.

Ενώπιον μιας τόσο γονατισμένης και πρόθυμης κυβέρνησης, κι άλλοι κλάδοι μπαίνουν στο χορό, κλείνοντας οδούς, δημόσια καταστήματα, ζωτικές λειτουργίες. Νηπιαγωγοί, αγροφύλακες, τριμηνίτες υπάλληλοι ΚΕΠ, συμβασιούχοι αρχαιοφύλακες, κλιμακώνουν τον διάλογο με την κυβέρνηση, η οποία βγάζει κάθε τόσο ένα λαγό επιδοτήσεων από το καπέλο με τα δανεικά, και ικανοποιεί χειμαζόμενες παραγωγικές τάξεις.

Τέλος σεναρίου, επάνοδος στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι πολλές. Κάθε επαγγελματική τάξη έχει τη δική της σκληρή πραγματικότητα, τη δική της αλήθεια. Απαιτεί το δικό της δίκιο, ακόμη κι αν αυτό στρέφεται εναντίον της υπόλοιπης κοινωνίας. Συχνά, η βία είναι η μόνο οδός δικεδίκησης για μια επαγγελματική ή κοινωνική ομάδα· βιαιοπραγεί λοιπόν κατά των υπολοίπων για ένα πρόσκαιρο κέρδος. Από τη μια τσέπη στην άλλη, κυκλικά, σε έναν κύκλο ιδιότυπου αυτοκανιβαλισμού: σου τα παίρνω, μου τα παίρνεις, δανειζόμαστε, αλληλοσπαρασσόμαστε.

Το κράτος ψελλίζει κάποτε κάτι αδύναμα, ελάχιστα πειστικά, περί κοινωνικού συνόλου, συνοχής κ.λπ., αλλά συνήθως, πιστό στην παράδοση πελατειακότητας, συνενοχής, αλληλοεξαχρείωσης, υποχωρεί, μπαλώνει όπως όπως την κουρελού του παρόντος και υποθηκεύει έτι περαιτέρω το μέλλον. 

Η κοινωνία συντίθεται από αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες που αδυνατούν να αναγνωρίσουν τα κοινά τους συμφέροντα, να δράσουν από κοινού, να τηρήσουν ένα συμβόλαιο κοινής αποδοχής. Οι κοινωνίες δεν είναι βέβαια ομοιογενείς, ούτε τα συμφέροντα των ομάδων ταυτίζονται πάντα. Μια ποσότητα συγκρούσεων είναι αναπόφευκτη, συχνά και αναγκαία και ανανεωτική.

 Ωστόσο, μια κοινωνία που βρίσκεται μονίμως σε ακήρυκτο εμφύλιο με τον εαυτό της, με ομάδες που αλληλοπεριφρονούνται και δεν αλληλοαναγνωρίζονται, ακόμη κι όταν έχουν κοινά συμφέροντα, είναι κοινωνία κερματισμένη, αδύναμη, φιλάσθενη, επιρρεπής στην υποδούλωση. Είναι κοινωνία που υπόκειται εύκολα σε φθαρμένες και νοσογόνους ελίτ εξουσίας, ελίτ που χρησιμοποιούν την εξουσία τους όχι για να συνθέσουν και να ηγηθούν, όχι για να ενοποιήσουν και να σχεδιάσουν, αλλά για να διασπάσουν ακόμη βαθύτερα τη συνοχή, να διαιρέσουν τις κοινωνικές δυνάμεις, ώστε να τις εξουσιάσουν ευκολότερα: σαν τρομαγμένο, κερματισμένο κοπάδι, και όχι σαν οργανωμένο σμήνος. Απέναντι σε μια κερματισμένη κοινωνία, που αντιδικεί με τον εαυτό της, που δεν γνωρίζει τον εαυτό της, που φέρεται σαν μάζα υπηκόων και ζητάει τα ψίχουλα της χρονιάς, η ελληνική πολιτική εξουσία κερδίζει την παρασιτική ύπαρξή της σπαταλώντας κεφάλαιο που δεν της ανήκει: μοιράζει το μέλλον της χώρας. Τζάμπα μάγκες όλοι: και οι ραγιάδες και οι αγάδες.

Ενα βλέμμα, Καθημερινή 01.02.2009

buzz it!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.898 hits