You are currently browsing the tag archive for the ‘κοινωνική κινητικότητα’ tag.

Σε κάθε ελληνική οικογένεια υπάρχει ένας τουλάχιστον άνεργος. Συνήθως είναι ένα «παιδί», 20, 25, 30, 30-κάτι χρονών, που μπορεί να μην έχει προλάβει καν να μπει στον κόσμο της εργασίας· να σπούδασε 4, 5, 10 χρόνια, να κρέμασε τα πτυχία, τα μάστερ και τα ντοκτορά και τώρα να αποστέλλει βιογραφικά, όλο και πιο μελαγχολικά. Δεν είναι υπόθεση, δεν είναι μεγεθυμένη προβολή, είναι εμπειρία καθημερινή και διαρκής, σε εκατοντάδες νοικοκυριά συνομηλίκων.

Πού θα φτάσει; Δύο στους τρεις νέους Ελληνες αδυνατούν να βρουν την πρώτη μυητήρια δουλειά τους· και ο τυχερός ένας βρίσκει συνήθως δουλειά κατώτερη των τυπικών προσόντων του και με μισθό που δεν του επιτρέπει να στήσει σπιτικό, να κάνει παιδί. Το ιστορικό σοκ, διαρκές από το 2010 έως σήμερα, έδειξε γυμνούς τους αρμούς του ελληνικού παραγωγικού σχηματισμού: από δεκαετίας ήδη, οι πολυπτυχιούχοι, υπερειδικευμένοι βλαστοί της μεσαίας τάξης δεν απορροφούνταν· η καχεκτική ελληνική οικονομία απλούστατα δεν τους χρειαζόταν, δεν μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει. Η εγχώρια αγορά εργασίας είχε προσανατολιστεί στις υπηρεσίες, που ζητούσαν χαμηλή ή μέση ειδίκευση· δεν ζητούσαν ερευνητές και καινοτόμους επιστήμονες, πόσο μάλλον πολυπτυχιούχους ανθρωπιστικών επιστημών. Εχει περιγραφεί άριστα από το 2010, σε έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπό τον καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη. Το διάστημα 2009-11, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, από τους 120.000 μεταναστεύσαντες, οι μισοί είχαν μάστερ ή διδακτορικό, ενώ το 60% δεν αναζήτησε εργασία στην Ελλάδα προτού φύγει.

Οι νέοι με τις λαμπρές σπουδές, που τώρα μεταναστεύουν ή μένουν άεργοι στα σπίτια των γονιών τους, αποτελούν την ουρά μιας μακράς διαδικασίας σχηματισμού μεσαίας τάξης κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Οι γονείς τους είναι οι εγχώριοι baby boomers, που απήλαυσαν σε μεγάλο βαθμό τις εκπληρωμένες προσδοκίες της ειρηνικής αναπτυσσόμενης Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Πόλεμο. Ειδικότερα, στην Ελλάδα, οι γεννηθέντες μετά τις αρχές της δεκαετίας ’50, ήταν οι γενιές που βρήκαν ανοιχτές τις πόρτες των δημόσιων γυμνασίων και πανεπιστημίων και τις διάβηκαν μαζικά και δημοκρατικά. Για αυτές τις περίπου δύο γενιές, η μόρφωση, τυπική και ουσιαστική, το πανεπιστημιακό «χαρτί» και η διάχυτη αγάπη για τα γράμματα, ήταν διαβατήριο κοινωνικής ανόδου αλλά και ηθική καταξίωση. Για τους φοιτητές του ’60, του ’70, του ’80, η πανεπιστημιακή ζωή αποτελούσε συχνά πέρασμα σε μια άλλη πνευματική πίστα, και όχι μόνο με όρους επαγγελματικής σταδιοδρομίας και κοινωνικής κινητικότητας. Ηταν μια μακρά περίοδος μύησης στην τέχνη και στον αστικό βίο, στον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τις ιδέες, την ποπ κουλτούρα, τα ταξίδια. Οχι για όλους, και όχι με την ίδια ένταση, αλλά σε αυτές τις δεκαετίες μέσα από το πανεπιστήμιο αναδύθηκε μια νέα τάξη μορφωμένων μεσοαστών, που προσπάθησε εν συνεχεία να διαμορφώσει δικό της αξιακό πλαίσιο, πρώτα-πρώτα προεκτείνοντας τη λατρεία της μόρφωσης στα παιδιά τους ― αυτά τα πολυπτυχιούχα παιδιά της ανεργίας ή της υπερορίας, που λέγαμε στην αρχή.

Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι τα πτυχία είναι μόρφωση ―κάθε άλλο―, θέλω εντούτοις να επισημάνω ότι το σοκ της πτώχευσης μαζί με την εν εξελίξει υλική ταπείνωση της μεσαίας τάξης συνεπιφέρει και έναν άλλον μετασχηματισμό: αξιακό. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν έχει αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας· οι πολυετείς δαπάνες των οικογενειών δεν οδηγούν σε επαγγελματική εξασφάλιση των τέκνων. Οι πληγωμένες μικρομεσαίες οικογένειες τα τελευταία χρόνια δυσκολεύονται ή αδυνατούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, σε μακρινό ή ξένο πανεπιστήμιο. Το πάνδημο προνόμιο της ανώτατης εκπαίδευσης, φαλκιδευμένο ήδη, θα περιορίζεται, θα στενεύει.

Μαζί με την τρέχουσα εργασιακή απαξίωση του πτυχίου, μαζί με την αναδυόμενη δύσκολη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, για μια μεταβατική περίοδο τουλάχιστον, θα έρθει και μια περαιτέρω υποτίμηση της αξίας των γραμμάτων, της ουσιαστικής μόρφωσης. Η οποία είχε ήδη αρχίσει να συντελείται με την ποσοτικοποίηση και την υπερειδίκευση των πανεπιστημιακών σπουδών και με την απογύμνωση της μέσης εκπαίδευσης. Νέα αξία θα είναι η επιβίωση παντί τρόπω, το γυμνό μεροκάματο του νεοπληβείου.

Πώς θα ανανεωθεί πνευματικά αυτή η δημογραφικά φθίνουσα κοινωνία, όταν τα παιδιά της βιαίως συρρικνούμενης μεσαίας τάξης πάψουν να την τροφοδοτούν με τη ζωτικότητα, το πνεύμα, τα ταλέντα και τις δεξιότητες τους; Αδηλον. Προς το παρόν, κινούμαστε με τα έτοιμα, και με το, πληθωρικό ακόμη, συμβολικό κεφάλαιο των βλαστών μας.

Η πρωτοφανής κρίση που πλήττει την Ελλάδα, ακόμη κι ενταγμένη στο διεθνές περιβάλλον κρίσης, καταδεικνύει εγχώριες αδυναμίες και ασθένειες του πολιτικού συστήματος, του δημόσιου βίου, της παραγωγικής δομής. Σχεδόν όλοι κάνουν λόγο για το τέλος της μεταπολίτευσης· πολλοί μάλιστα σπεύδουν να εντοπίσουν όλες τις πηγές της κρίσης στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και στις νοοτροπίες που αναπτύχθηκαν. Κάποιοι φτάνουν να υποστηρίζουν ότι όλη η μεταπολίτευση ήταν ένα τεράστιο και διαρκές σφάλμα· ο τρόπος που έζησαν και πολιτεύθηκαν οι Ελληνες οδηγούσε αναπόδραστα στην παρούσα καταστροφή.

Ηταν όλη η μεταπολίτευση ένα λάθος; Πήραμε τη ζωή μας λάθος; Υπάρχει καταφανής ανάγκη για αυτοκριτική και αναχώνευση των όσων ζήσαμε μετά το 1974. Η ανάλυση και κατανόηση είναι το πρώτο βήμα για ανάκαμψη και υπέρβαση της κρίσης. Χρειάζεται όμως προσοχή: η σφοδρότητα των συμβαινόντων θολώνει την κρίση· ο πόνος, η οργή, η κατάπληξη μπορεί να οδηγούν σε βιαστικά συμπεράσματα, σε ισοπεδωτικές κρίσεις, σε μαζικές απορρίψεις. Αναλύοντας τα τερατώδη λάθη της μεταπολίτευσης μπορεί να οδηγηθούμε σε άλλα τερατώδη λάθη, αναλόγως μοιραία.

Ενα πρώτο λάθος σε αυτή την σαρωτική κριτική της μεταπολίτευσης είναι η αυθαίρετη και αδιαφοροποίητη περιοδολόγηση: η πτώση της δικτατορίας είναι αναμφίβολα ένα πολιτικό ορόσημο, αλλά οι κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες δεν ξεκίνησαν αιφνιδίως το 1974 ούτε διακόπηκε όλη η ζωή το 1967. Πολλές κοινωνικές διεργασίες που είχαν αρχίσει στη δεκαετία του ’60 έχασαν την ορμή τους με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, αλλά δεν εξαφανίστηκαν· άλλαξαν κοίτη και δυναμική. Εξάλλου μέσα στην επταετία εμφανίζονται καινοφανείς συμπεριφορές, αναδύονται νέες κοινωνικές ομάδες ευνοημένων, αρχίζει να εμπεδώνονται νέες τάσεις καταναλωτισμού και διασκέδασης. Η χώρα μπορεί να υπέφερε από έλλειψη πολτικών ελευθεριών, αλλά δεν ήταν στεγανή στα μηνύματα της διεθνοποιημένης ποπ κουλτούρας, ούτε καν στο πνεύμα αμφισβήτησης του Μάη ’68 και των χίππις.

Υπό αυτή την έννοια, πολιτισμικά και κοινωνικά η «χαμένη άνοιξη» του ’60 προβάλλει μέσα στην επταετία 1967-74: τα λαϊκά-εργατικά στρώματα συνεχίζουν να μικροαστικοποιούνται, η ανοικοδόμηση και η αστυφιλία εντείνονται, η κοινωνική κινητικότητα συνεχίζεται απρόσκοπτα. Η δωρεάν παιδεία, η επέκταση της μέσης εκπαίδευσης και τα πανεπιστήμια προσφέρουν στα παιδιά των ασθενέστερων στρωμάτων όχι μόνο μόρφωση και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και τα ασφαλή μέσα για κοινωνική-οικονομική άνοδο. Και ακριβώς αυτή η πληθυσμιακή ομάδα με τα ρευστά κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι απρόβλεπτοι φοιτητές, θα διαδραματίσουν ρόλο καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις όταν η χούντα θα έχει πια κουραστεί.

Οι φοιτητές, περιβεβλημένοι την αίγλη της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Πολυτεχνείου, θα πρωταγωνιστήσουν και τα πρώτα χρόνια μεταπολιτευτικά χρόνια: από τις τάξεις τους θα αντλήσουν νέο αίμα τα αριστερά κόμματα, τα οποία επανέρχονται στο προσκήνιο της νομιότητας αποδεκατισμένα και γερασμένα, έχοντας χάσει επαφή τόσο με την μεταλασσόμενη ελληνική κοινωνία, όσο και με τα νέα πολιτιστιτικά ρεύματα του ’60-’70. Μαζί τους οι ποικίλης προέλευσης και νοοτροπίας αντιστασιακοί.
Από αυτές τις δεξαμενές, και από τη δεξαμενή του προδικτατορικού ανδρεϊκού Κέντρου, θα αντλήσει στελέχη και ιδεολογία το ΠΑΣΟΚ, συγκροτούμενο γύρω από τη χαρισματική και ριψοκίνδυνη προσωπικότητα του αρχηγού του Ανδρέα Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε το προειρηθέν συνεχές, από το ’60 ώς το ’80, συμπεριλαμβάνοντας στους κόλπους του νοοτροπίες, συμπεριφορές, ιδέες και ήθη υπό διαμόρφωσιν, αλλά κυρίως τις πυρακτωμένες προσδοκίες των διευρυνόμενων και ανερχόμενων μικρομεσαίων. Το ΠΑΣΟΚ τους έδωσε όνομα, πρόσωπο και χώρο.

Το μικρομεσαίο πλήθος διεκδίκησε πρωταγωνιστική θέση στην κοινωνία με το σφρίγος του, με την ενισχυμένη οικονομική και επαγγελματική του θέση, και με την πανεπιστημιακή μόρφωσή του. Η συμβατικά ονομαζόμενη γενιά του Πολυτεχνείου και η αμέσως επόμενη γενιά της Μεταπολίτευσης απαρτίζονται εν πολλοίς από άτομα με πτυχίο ανώτατης σχολής. Εχουν από πολύ νωρίς εμπειρίες πολιτικών αναμετρήσεων, εξουσίας και διοίκησης. Αναπόφευκτα, αρκετοί απ’ αυτούς θα εισέλθουν στις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ και θα τις ανανεώσουν εν μέρει. Μαζί τους θα κουβαλήσουν και τις αποσκευές της καταγωγής τους, μικροαστικής ή αγροτικής-επαρχιακής, τις πολιτιστικές αναζητήσεις τους, το γούστο τους. Ολα αυτά κυμαίνονται: από τη δημώδη και λαϊκή παράδοση, αμετουσίωτη ή περασμένη από τις επεξεργασίες της Γενιάς του ’30 και της ηττημένης μεταπολεμικής Αριστεράς, έως τα ελαφρολαϊκά και τα ντίσκο της χούντας, έως τη ροκ κουλτούρα που βαθμαία προβάλλει ηγεμονική στους νεότερους.

Μετά τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, και ιδίως μετά το άλλο μεταπολιτευτικό ορόσημο, το βρώμικο ’89, που συμπίπτει με την ιστορική πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όλα τα προηγούμενα ρευστά, ταξικά, ιδεολογικά, πολιτιστικά, συγκροτούνται σε μια νέα δυναμική. Το μικρομεσαίο πλήθος οργανώνεται σε συντεχνίες, με την παρότρυνση του ΠΑΣΟΚ και προς όφελός του: από εκεί και από το υπερτροφοδοτούμενο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, το ΠΑΣΟΚ αντλεί στελέχη, νομιμοποίηση και ισχύ. Η Ευρώπη προσφέρει αφειδώς οικονομικούς πόρους για συνοχή και σύγκλιση. Η Νέα Δημοκρατία αντιγράφει το ΠΑΣΟΚ.

Το τελευταίο ορόσημο πριν την παρούσα πτώση, είναι η κορύφωση της φενάκης, από τα τέλη της δεκαετίας ’90, με την έκρηξη του Χρηματιστηρίου έως την ένταξη στην ευρωζώνη το 2002 και το καλοκαίρι της ολυμπιακή και ποδοσφαιρικής μέθης. Το 2004 το κύμα, που φούσκωνε από τη δεκαετία του ’60, έσκαγε αυτάρεσκα στον κόλπο της Ισχυράς Ελλάδος, δαφνοστεφούς και ευρωπαίας.

Εξι χρόνια αργότερα, το μικρομεσαίο πλήθος, πληβειοποιημένο και διαψευσμένο, έκαιγε την Αθήνα. Είχε περάσει μισός αιώνας.

«Απαγορεύεται να σου μιλάω». Στίχοι: Ντέλλα Ρουφογάλη. Μουσική: Χάρης Παμφίλης. Πρώτη εκτέλεση: Τόλης Βοσκόπουλος. Φωτ.: Η Ντέλλα με τον τότε σύζυγό της, υποστρατηγό Μιχάλη Ρουφογάλη, διοικητή της ΚΥΠ επί δικτατορίας.

Η σημερινή επέτειος του Πολυτεχνείου, εντός της δυσμενούς ιστορικής συγκυρίας, δίνει αφορμή για απολογισμό όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η δικτατορία έπεσε με πάταγο, αλλά η επάνοδος της δημοκρατίας συνοδεύτηκε από μια εθνική καταστροφή, τη διχοτόμηση και κατοχή της Κύπρου. Ωστόσο η δικτατορία των συνταγματαρχών άφησε κάποια ίχνη στην νεογέννητη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, αυτούσια ή τα κατοπτρικά τους αντίστροφα.

Το ελληνοχριστιανικό Kitsch της χούντας λ.χ. λοιδωρήθηκε, αλλά ο λαϊκισμός της επταετίας, όπως ακφραζόταν από τις νέες φυλές των ατσίδων θαλασσοδανειούχων και των γλετζέδων της παραλιακής, έμεινε αλώβητος. Ισως κρύφτηκε την πρώτη περίοδο, αλλά αναδύθηκε παντοδύναμος αργότερα. Η μέθη της ελευθερίας και η εκ των υστέρων αναχώνευση του Μάη ’68 εσκέπαζαν το βαθύτερο kitsch, το ηθικό και κοινωνικό, το ήθος των ανερχόμενων μεσοστρωμάτων, των ωφεληθέντων της χούντας. Ο μεταγενέστερος λαϊκισμός του ’80 άντλησε και από αυτά τα κοιτάσματα.

Ωστόσο η Μεταπολίτευση δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τις ποικίλες φανερώσεις του λαϊκισμού. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία πρόσφερε πρωτόγνωρη πολιτική ελευθερία και μοναδικές ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού· πρακτικά, διεύρυνε τα μεσοστρώματα ως προς την έκτασή τους και την επιρροή τους. Υπό μία έννοια ολοκληρώθηκε επιταχυμένα η κοινωνική ανακατάταξη που είχε αρχίσει τη δεκαετία του ’60.

Η τέτοια ταξική αναδιευθέτηση είχε θετικές και αρνητικές όψεις. Τα μεσοστρώματα απέκτησαν υψηλή παιδεία και πλήθυναν τις τάξεις των επιστημόνων, των επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρηματιών: αυτή ενδεχομένως να είναι και η πολυτιμότερη προίκα για ανάκαμψη από την παρούσα κρίση. Ωστόσο δεν κατάφεραν να ανανεώσουν εξυγιαντικά τις κυβερνώσες ελίτ, ενώ ο διαρκώς ογκούμενος κομματισμός και πελατειασμός κατέλυε βαθμιαία τις λειτουργικές ιεραρχίες, την αξιοκρατία, την ισοπολιτεία εντέλει. Ο,τι προσεφέρετο με το ένα χέρι ―παιδεία, κινητικότητα―, αφαιρείτο με το άλλο. Η Κρίση εσήμανε τη μεγάλη ήττα του μικρομεσαίου πλήθους, που είχε αρχίσει προ πολλού.

Το περίφημο μέιλ του “τραπεζικού στελέχους” που προειδοποιεί για πτώχευση την 25η Μαρτίου και επιστροφή στη δραχμή, σπείρει καχυποψία σε ένα κοινωνικό σώμα ήδη καχύποπτο και καταπτοημένο. Διαδικτυακά αναλφάβητοι και νεοφώτιστοι, διαψασμένοι για μια “εξήγηση” των μυστηρίων του σύμπαντος, επαναπροωθούν μαζικά το μέιλ και αναπαράγουν την ανόητη φήμη και τον πανικό. Βεβαιως το μέιλ της Αποκαλύψεως σπέρνεται σε ένα έδαφος έτοιμο να το δεχτεί και να το καρπίσει: σύμφωνα με το Βαρόμετρο της Public Issue η ανασφάλεια των Ελλήνων και η απαισιοδοξία τους για το μέλλον καταγράφονται σε ιστορικά υψηλά. Εννέα στους δέκα Εληνες αισθάνονται ανασφαλείς, οκτώ στους δέκα πιστεύουν ότι βαδίζουμε σε λάθος κατύθυνση, επτά στους δέκα είναι πεισμένοι ότι θα βρεθούν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση.

Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Βουλιάζει. Και η αδράνεια έχει καταλάβει τα πάντα, μουδιάζει τα μέλη, μουδιάζει τα μυαλά: είναι φανερή λ.χ. στη δημόσια διοίκηση, όπου οι υπηρεσίες μένουν παγωμένες και αδρανείς, είτε επειδή λείπουν οι οδηγίες από την πολιτική ηγεσία, είτε επειδή λείπουν οι στοιχειώδεις πόροι, είτε επειδή ο φόβος του ελέγχου αναστέλλει στοιχειώδεις λειτουργίες. Η αδράνεια είναι φανερή και στην κυβέρνηση: η αρχική ορμή για την εφαρμογή των προβλέψεων του Μνημονίου ξεθύμανε πολύ σύντομα· ακόμη και για την εφαρμογή του δοτού μάνιουαλ απαιτείται ενεργητικότητα και στοχοπροσήλωση, κυρίως πίστη. Κι αυτά τα στοιχεία λείπουν.

Το πολιτικό προσωπικό παραπαίει εν πανικώ διότι, συνηθισμένο χρόνια τώρα στην παρασιτική αυτοαναπαραγωγή του, δεν μπορεί να αντιδράσει, να επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός. Βλέπει μπροστά την καταστροφή του: στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα σαρωθεί. Και παρότι διαισθάνονται πια τον αφανισμό τους, ουδείς αποτολμά μια στοιχειώδη υπέρβαση. Γιατί; Διότι πρωτίστως δεν μπορούν, δεν γνωρίζουν το πώς. Και δεν έχουν την βούληση να ρισκάρουν το παραμικρό. Είναι τελειωμένοι. Είναι αυτοί που οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το αδιέξοδο. Πώς είναι δυνατόν να τη σώσουν; Είναι οι άεργοι και ανεπάγγελτοι, οι πλουτίσαντες, οι νεποτιστές και διαπλεκόμενοι, μια αργόσχολη τάξη που επιβίωνε ανταλλάσσοντας εξαχρείωση με τους πολίτες-πελάτες. Πώς να αλλάξουν; Δεν αλλάζουν. Βρίσκονται ωστόσο στο τιμόνι του παραπαίοντος σκάφους, παγωμένοι και σταστισμένοι, και προσπαθούν ακόμη και τούτη την υστάτη ώρα, να το κυβερνήσουν σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα και τις δικές τους χαμηλές δυνατότητες, εντελώς αυτονομημένοι από την κοινωνία, αποσπασμένοι από την πραγματικότητα. Δηλαδή, εκτός ιστορίας, άμοιροι της ιστορικής ευθύνης. Μοιραίοι.

Ζούμε δεινή κρίση ηγεμονίας, αλλά και δεινή κρίση ταυτότητας. Οι έως τώρα ηγεμονεύουσες ελίτ δεν θα υπάρχουν τα αμέσως επόμενα χρόνια, υπό την παρούσα μορφή. Πολλά μέρη τους θα εξαφανιστούν από το προσκήνιο, λίγα θα επιπλεύσουν· άλλα πρόσωπα, άλλοι σχηματισμοί θα εμφανιστούν για να εκφράσουν την κοινωνία όπως θα διαμορφώνεται μέσα από τις ωδίνες του νέου.

Η αγωνία της συλλογικής έκφρασης εμφανίζεται ήδη διάχυτη, με ποικίλα φανερώματα: κινήσεις πολιτών, ομάδες εθελοντών, περιοδικά, συλλογικά μπλογκ, στέκια. Οι νεότερες γενιές ιδίως, με ταπεινωμένο βίαια τον ορίζοντα προσδοκιών, κινούνται αργά μα σταθερά από το ατομοκεντρικό σύμπαν του ’90 και του ’00, το σύμπαν που τους διαμόρφωσε πνευματικά αλλά και τους φενάκισε, προς έναν κόσμο πιο συλλογικό.

Στις ηλικίες 20-40 βρίσκονται πολύτιμα κοιτάσματα ανθρώπινου δυναμικού, δυστυχώς λανθάνοντα και υπνώττοντα. Η ισχύσασα τάξις πραγμάτων απέκλειε συστηματικά τις νέες δυνάμεις από τα κέντρα σκέψεως και αποφάσεων, παρεκτός και αν ανήκαν σε πατριές και οικογένειες. Μετά την κορύφωση της κοινωνικής κινητικότητας, που παρατηρήθηκε τη δεκαετία του ’80 και σε μέρος του ’90, οι διαταξικές μετακινήσεις περιορίστηκαν δραστικά. Αυτή η κοινωνική δυσκινησία επηρέασε αρνητικά την πολιτική σκηνή και τη δημόσια διοίκηση, όπου επικράτησαν φαμίλιες και ανεπαρκείς πελάτες, αλλά επηρέασε αρνητικά ακόμη και την επιχειρηματική τάξη: η ρηχή εγχώρια αγορά κατελήφθη από εισαγόμενες νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, χωρίς μελέτη των εν τω βάθει ελληνικών και μεσογειακών χαρακτήρων της οικονομίας (μικροϊδιοκτησία, πολυσθένεια, μικρές επιχειρήσεις). Το αποτέλεσμα το βλέπουμε: καρτέλ, κλεπτοκρατία, κρατικοδίαιτοι ιδιώτες, καταστροφή των μικρομεσαίων στρωμάτων.


Μεγάλο μέρος των νεότερων γενεών, που εισέρχονται τώρα στον παραγωγικό βίο με ζοφερές προοπτικές, διαθέτουν υψηλή τυπική μόρφωση και κυρίως ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα, που δεν διέθεταν οι προηγούμενες γενιές. Είναι οι γενιές της παγκοσμιοποίησης και του Δικτύου. Και είναι ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει τούτη η υπογεννητική, δημογραφικά γερασμένη χώρα, με το ανύπαρκτο ηθικό και τη σαρωτική απαισιοδοξία. Αλλά είναι αποκλεισμένοι, υποτιμημένοι, συμπιεσμένοι. Το σύστημα δεν τους υπολογίζει για μια εθνική αναγέννηση, ακριβώς διότι το σύστημα δεν ενδιαφέρεται για καμιά αναγέννηση, πλην της επιβίωσής του. Και δεν τους απευθύνεται· τους αγνοεί, τους θυσιάζει. Οι μεσαίας τάξης γονείς, αφού δαπάνησαν αισθήματα και χρήμα για τα βλαστάρια τους, βλέπουν τώρα, ανίσχυροι, έντρομοι, να μην μπορούν να υπερασπιστούν ούτε τα παιδιά τους ούτε τους εαυτούς τους ούτε, πολύ περισσότερο, τη μισερή κοινωνία που έφτιαξαν και ανέχθηκαν. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός δραματικού παράδοξου: η ίδια η Ελλάδα θυσιάζει τα παιδιά της για τις αμαρτίες μιας άχρηστης και ανιστόρητης ελίτ.

Πώς θα κινητοποιηθούν αυτοί οι νέοι, και οι ωριμότεροι, με τις δυνάμεις τους και τις εμπειρίες τους; Εδώ εντοπίζεται η τραγική έλλειψη ηγεσίας, που θα ενέπνεε και θα συνήγειρε, αλλά και η έλλειψη ενός πεδίου αυτοαναγνώρισης, ενός ελαχίστου αισθήματος συνανήκειν. Οι ελλείψεις αυτές αλληλοτροφοδοτούνται, σχηματίζουν έναν βρόχο, μια λούπα. Αυτή η λούπα θα διαρραγεί το επόμενο διάστημα, αναπόφευκτα. Μέσα από τον πόνο της ρήξης, τον κουρνιαχτό των ερειπίων, θα αναδυθεί μια νέα Ελλάδα, με αυτογνωσία, κοινωνική κινητικότητα, πίστη και στόχο. Ενα στόχο κυρίως, τον δυσκολότερο: να επιβιώσει ελεύθερη.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.029.558 hits